×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 1. Οι τρεις φωτιές

1. Οι τρεις φωτιές

Βραδιάζει. Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή που φάνηκε στο βουνό! Πρώτος ο Φάνης την είδε. Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ' ουρανού και τις δείχνει στ' άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι.

—Κοιτάτε, είπε, μια φωτιά εκεί απάνω! κι έδειξε τη φωτιά στα δύο παιδιά που ήταν μαζί του, στον Μαθιό και στον Κωστάκη. Κάθονται κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Είναι κουρασμένοι από το πολύ παιχνίδι. Έχουν διακοπές.

—Ναι, αλήθεια, μια φωτιά! είπαν οι άλλοι δύο.

—Πώς λάμπει! είπε ο Φάνης. Σαν το χρυσάφι.

Τα παιδιά την κοιτάζουν και ρωτούν το ένα το άλλο: ποιος τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες, που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι, που κόβουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας που πήγε να προσκυνήσει στον Αϊ-Λια; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι.

—Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι, είπε ο Κωστάκης.

—Τότε ποιος;

—Μπορεί να την άναψε ο Αράπης.

—Και τι είναι αυτός ο Αράπης; ρώτησαν οι άλλοι δύο.

—Είναι ένας μεγάλος αράπης, που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ' έναν βράχο. Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος.

—Σώπα, καημένε Κωστάκη, λέει ο Μαθιός. Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. Ποιος το είδε;

—Το έλεγε η γιαγιά μου.

—Και πού το ξέρει αυτή;

—Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου.

Όσο νύχτωνε τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά κι όσο έλαμπε τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά του. O Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. Ήταν βέβαιος πως τη φωτιά την είχε ανάψει τσοπάνης.

O Φάνης δε μιλούσε.

—Φάνη! Φάνη! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές!

Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δύο παιδιά, που έτρεχαν κατά το μέρος εκείνο για να βρούνε τον Φάνη.

O Φάνης τις είχε δει εκείνη τη στιγμή. Στη μία φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δυο. Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαίνεται πια παρά σαν θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό.

Η ευαίσθητη ψυχή του Φάνη έμεινε και στο θέαμα τούτο εκστατική.

—Ποιος τις άναψε; ρωτά και πάλι ο Μαθιός. Τι λες εσύ, Φάνη;

O Φάνης απάντησε:

—Να ήμασταν εκεί απάνω!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

1. Οι τρεις φωτιές ||fires les|three|Les feux The|"three"|The three fires ||fogueiras Die|| ||三把火 ||ohně ||火 te|trzy|ognie 1\. Die drei Feuer 1\. The three fires 1. Los tres fuegos 1. سه آتش 1\. Les trois feux 1\. I tre fuochi 1\. 三つの火 1. Trzy pożary 1\. Os três fogos 1\. Три огня 1. Üç yangın 1. 三支火焰

Βραδιάζει. It is getting dark it gets dark It's getting dark. está anoitecendo es wird Abend 天黑了。 setkává se več robi się wieczór Es wird spät. Getting late. Il se fait tard. Fare tardi. Ficando tarde. Поздно. 夜幕降临。 Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή που φάνηκε στο βουνό! |Quelle brillante flamme!|fire||||appeared||mountain What|brilliant|fire|"is"|this|that|appeared|on the|mountain |strahlend||||||| 什么|多么明亮的|||||||山上 |jasná|||||||na hoře |素晴らしい||||||| Was für ein leuchtendes Feuer ist das, was auf dem Berg erschienen ist! What a brilliant fire is that which appeared on the mountain! ¡Qué glorioso es este fuego que apareció en la montaña! Quel feu glorieux que celui qui est apparu sur la montagne ! Che fuoco brillante è quello che è apparso sulla montagna! 山に現れたこの素晴らしい火は何ですか! Que fogo brilhante é aquele que apareceu na montanha! Какой яркий огонь появился на горе! 山顶上的那团明亮的火焰是什么! Πρώτος ο Φάνης την είδε. ||Phanis||she saw "First"||Phanis|her|"saw her" ||Fanis|| ||||看见 ||Fánis|| ||ファニス|| Fanis sah sie zuerst. Fanis saw her first. Fanis fue el primero en verlo. Fanis a été le premier à le voir. Fanis l'ha vista per prima. 最初にファーニスがそれを見ました。 Fanis a viu primeiro. Фанис увидел ее первым. 范尼第一个看到了。 Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ' ουρανού και τις δείχνει στ' άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι. |||||||||||||||||||||||||||||is reflected|| ||||beauties||terre||the|du ciel|||les montre|to||||||rules||clouds||run||sky||star||is reflected||stream First|he|sees|the|beauties|of|"of the earth"|and|and the|sky/heaven's|and|them|shows|to the|other|children|"the"|The sun|that|"sets"||clouds|that|run|the|sky|the|Star|that|is reflected|the|Stream ||||Schönheiten|||||||||||||||herrscht||||||||||sich spiegelt||Bächlein |||||||和||天空||||||||||落山|||||在|天空||星星||倒映||小溪 |||||||a||||||||||||||||||||||odráží se|| ||||美しさ||||||||見せる|||||||支配する||雲||||||星||映る||小川 ||||||||||||||innych||||||||||||||||| Er sieht als Erster die Schönheiten der Erde und des Himmels und zeigt sie den anderen Kindern: die Sonne, die herrscht, die Wolken, die am Himmel ziehen, der Stern, der sich im Bach spiegelt. He is the first to see the beauties of the earth and the sky and shows them to the other children: the sun that reigns, the clouds that run in the sky, the star that is reflected in the stream. Il est le premier à voir les beautés de la terre et du ciel et à les montrer aux autres enfants : le soleil qui règne, les nuages qui courent dans le ciel, l'étoile qui se reflète dans le ruisseau. È il primo a vedere le bellezze della terra e del cielo e le mostra agli altri bambini: il sole che regna, le nuvole che corrono nel cielo, la stella che si specchia nel ruscello. 彼は最初に地球と空の美しさを見て、他の子供たちに見せます:王となる太陽、空を流れる雲、川に映る星。 Ele é o primeiro a ver as belezas da terra e do céu e as mostra às outras crianças: o sol que reina, as nuvens que correm no céu, a estrela que se reflete no riacho. Он первым видит красоты земли и неба и показывает их другим детям: царящее солнце, бегущие по небу облака, звезду, отражающуюся в ручье. 他第一个看到了地球和天空的美丽,并向其他孩子们展示了:太阳的统治,流动在天空中的云彩,倒映在小溪中的星星。

—Κοιτάτε, είπε, μια φωτιά εκεί απάνω! Look||||| regardez|||||là-haut "Look"|"he said"|a|fire||up there 看|他说||火|| 見てください||||| patrzcie||||| – Schau, sagte er, da oben ein Feuer! —Look, he said, a fire up there! Regardez, dit-il, il y a du feu là-haut ! — Guarda, disse, un fuoco lassù! —見て、彼は言った、あそこに火がある! — Olha, ele disse, uma fogueira lá em cima! — Смотри, — сказал он, — там костер! “看啊,那里上面有一团火!” κι έδειξε τη φωτιά στα δύο παιδιά που ήταν μαζί του, στον Μαθιό και στον Κωστάκη. |montra|||||||||||Mathieu|||Kostaki "and"|showed||fire|to the|||||with him|||Mathios|||Kostakis ||||||||||||Matthias||| ||||||||和他在一起||||马提奥|||科斯塔基 |||||||||||||a|| ||||||||||||Mateusz||| und er zeigte das Feuer den beiden Kindern, die bei ihm waren, Mathios und Kostakis. and he showed the fire to the two children who were with him, Mathios and Kostakis. et montre le feu aux deux enfants qui l'accompagnent, Mathios et Kostakis. e mostrò il fuoco ai due bambini che erano con lui, Mathios e Kostakis. そして彼は、彼と一緒にいる二人の子供、マティオとコスタキに火を指し示した。 e mostrou o fogo para as duas crianças que estavam com ele, Mathios e Kostakis. и он показал огонь двум детям, которые были с ним, Матиосу и Костакису. 他把火拿给和他在一起的两个孩子,马修和科斯塔基看。 Κάθονται κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. They are sitting||||||||le perron||de l'église They are sitting|"and"|the|three|this|"this"|"time"||stone bench||church's wall ||||||||Bänkchen|| 座っている||||||||小さな壁||教会 ||||||||||kościoła Alle drei sitzen zu dieser Zeit auf der Veranda der Kirche. All three of them are sitting on the porch of the church at this time. Tutti e tre sono seduti sotto il portico della chiesa in questo momento. 今、この三人は教会のベンチに座っている。 Todos os três estão sentados na varanda da igreja neste momento. Все трое сидят в это время на паперти церкви. 他们这个小时都坐在教堂的台阶上。 Είναι κουρασμένοι από το πολύ παιχνίδι. |unavení|||| |||||jeu |tired|||too much|play |||||遊び Sie sind müde, weil sie zu viel gespielt haben. They are tired from playing too much. Sono stanchi di giocare troppo. 彼らはたくさん遊んで疲れています。 Eles estão cansados de jogar muito. Они устают от того, что слишком много играют. 他们因为玩得太累了。 Έχουν διακοπές. "They have"|They have vacation. mają|wakacje Sie sind im Urlaub. They are on vacation. Ils ont un jour férié. Sono in vacanza. 彼らは休暇を持っています。 Eles estão de férias. Они в отпуске. 他们度假。

—Ναι, αλήθεια, μια φωτιά! |truth|a|fire Tak||| —Yes, indeed, a fire! -Oui, vraiment, un feu ! — Sì, proprio un fuoco! —はい、本当です、火事です! — Sim, de fato, um incêndio! — Да, действительно, огонь! “是的,真的,失火了!” είπαν οι άλλοι δύο. said||| "said"|the|others| sagten die anderen beiden. said the other two. disent les deux autres. 他の二人が言った。 disseram os outros dois. — сказали двое других. 其他两个人说道。

—Πώς λάμπει! |多么闪亮! |brille How|"shines" |leuchtet |輝いている -Wie sie leuchtet! —How it shines! -Comme il brille ! —Come brilla! ―どう輝いていることか! — Como brilha! — Как блестит! —它闪光了! είπε ο Φάνης. řekl|| ||Fanis powiedział||Fani Sagte Fanis. Fanis said. a déclaré M. Fanis. ファニスが言った。 梵尼说。 Σαν το χρυσάφι. ||l'or Like|like the|Like gold. ||Gold ||金のように Wie Gold. Like gold. Comme l'or. Come l'oro. 金のようだ。 Como ouro. Как золото. 就像黄金一样。

Τα παιδιά την κοιτάζουν και ρωτούν το ένα το άλλο: ποιος τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες, που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι, που κόβουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας που πήγε να προσκυνήσει στον Αϊ-Λια; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι. |||regardent||demandent||||||peut-être||a allumé|||les bergers||pâturent||les troupeaux|peut-être||les bûcherons||couper|||||haches||||qui|est allé||adorer||Saint|Saint Élie|||||||monastère |||"are looking at"||ask|||||who|perhaps||lit it|"Perhaps" or "Maybe"||shepherds||graze||flocks of animals|perhaps||woodcutters|"who" or "that"|cut down||trees|||axes||"Perhaps" or "maybe"|someone||"went" or "went to"||worship at||Saint Elias|Saint Elias Monastery|"Somewhere nearby"|"over there"|close||||monastery |||||||||||vielleicht||angezündet|||Schäfer||weiden||herden|||Lötome||sägen|||||Äxten|||||||anbeten|||||||||| |||見ている||||||||一体||火をつけた|||羊飼いたち||羊飼いが放牧する||群れ|||木こり||切り倒している|||||斧|||||||礼拝する||||||||||修道院 Die Kinder schauen es an und fragen einander: Wer hat es angezündet? Oder die Hirten, die die Herden hüten? Vielleicht die Holzfäller, die mit Äxten die Bäume fällen? Oder vielleicht jemand, der Ai-Lea angebetet hat? Irgendwo in der Nähe ist dieses Kloster. The children look at it and ask each other: who lit it? Or the shepherds, who tend the flocks? Maybe the fellers, who cut down the trees with axes? Or maybe someone who went to worship Ai-Lea? Somewhere nearby is this monastery. Les enfants la regardent et se demandent les uns aux autres : qui l'a allumée ? Les bergers qui font paître les troupeaux ? Ou les laboureurs, qui coupent les arbres à la hache ? Ou quelqu'un qui est allé adorer saint Jean ? Quelque part près de là, il y a ce monastère. I bambini la guardano e si chiedono: chi l'ha accesa? Sono stati i pastori che pascolano le greggi? O gli aratori, che abbattevano gli alberi con l'ascia? O è stato qualcuno che è andato a venerare San Giovanni? Da qualche parte lì vicino c'è questo monastero. 子供たちは彼女を見て、お互いに尋ねます:誰が彼女に火をつけたのだろう?羊飼いが、群れを放牧しているのかな?それとも、斧で木を切る伐採者たちかな?それとも、聖エリアに礼拝しに行った誰かかな?その近くにはこの修道院があります。 As crianças olham e perguntam umas às outras: quem acendeu? Ou os pastores, que cuidam dos rebanhos? Talvez os caras, que cortam as árvores com machados? Ou talvez alguém que foi adorar Ai-Lea? Em algum lugar próximo está este mosteiro. Дети смотрят на нее и спрашивают друг друга: кто ее зажег? Или пастухи, пасущие стада? Может быть, вальщики, которые топорами рубили деревья? Или, может быть, кто-то, кто пошел поклоняться Ай-Лея? Где-то рядом находится этот монастырь. 孩子们看着她,互相问: 到底是谁点燃的?也许是放羊的牧羊人?也许是用斧头砍树的伐木工?还是去向艾利亚叩拜的人?附近一定有座修道院。

—Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι, είπε ο Κωστάκης. ||||||说|他|科斯塔基斯说。 ||||l'ont pas allum||||Kostakis may not||"may not"||lit up|people|said||Kostakis ||||||||コスタキス ||||zapalić|||| - "Vielleicht haben die Leute es nicht angezündet", sagte Kostakis. —It may not have been lit by humans, Kostakis said. Peut-être que les gens ne l'ont pas allumée", a déclaré Kostakis. -Forse la gente non l'ha accesa", ha detto Kostakis. —人間が火をつけたわけではないかもしれない、とコスタキスは言った。 — Pode não ter sido iluminado por humanos, disse Kostakis. — Возможно, его зажгли не люди, — сказал Костакис. ――也许不是人点燃的,科斯塔基斯说。

—Τότε ποιος; 那么| then|who wtedy|kto -Wer dann? —Then who? -Alors qui ? —それで誰なの? -Então quem? -Тогда кто? —那是誰?

—Μπορεί να την άναψε ο Αράπης. 可能||||| |||||l'Arabe |||lit||the black man |||||Arapis |||||アラビア人 – Arapis hat es vielleicht angezündet. —Arapis may have lit it. Peut-être que c'est le nègre qui l'a allumée. —アラピスがそれを点けたのかもしれない。 — Arapis pode ter acendido. — Возможно, его зажег Арапис. —可能是那个阿拉伯人点燃了它。

—Και τι είναι αυτός ο Αράπης; ρώτησαν οι άλλοι δύο. ||||||问道||| ||||||demandèrent||| and|what|is|this||Black man|asked|the|| |||||アラブ人|||| A więc||||||||| – Und was ist dieser Araber? fragten die anderen beiden. —And what is this Arab? asked the other two. Et qu'est-ce que c'est que ce Nigger ? demandèrent les deux autres. —そしてそのアラピスとは何ですか?と他の二人が尋ねた。 — E o que é esse árabe? perguntaram os outros dois. — А что это за араб? — спросили двое других. —那个阿拉伯人是谁?其他两个人问道。

—Είναι ένας μεγάλος αράπης, που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ' έναν βράχο. |||||||caverne|||||| ||big|"black man"||||cave|||"up on"|σε||rock |||Schwarzer||||Höhle||||||Felsen |||||||||||||岩石 |||||||||||ス||岩 |||||||||||||skale – Er ist ein großer Arap, der dort auf einem Felsen seine Höhle hat. —He is a great arap, who has his cave over there on a rock. -Il y a un grand nègre qui a sa grotte sur un rocher. —彼は大きなアラブ人で、あの岩の上に洞窟を持っています。 — Ele é um grande arap, que tem sua caverna ali em cima de uma rocha. — Это великий арап, у которого пещера вон там, на скале. —他是一个大阿拉伯人,在那里的岩石上有他的洞穴。 Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος. |||mountain|||||| |||||||||rocher "In the"|middle||mountain|they say|||||rock |||||||||Felsen |||山|||||| |||||||||岩 Sie sagen, dass dieser Felsen in der Mitte des Berges ist. They say this rock is in the middle of the mountain. Au milieu de la montagne, ils disent qu'il y a ce rocher. Al centro della montagna, dicono, c'è questa roccia. 山の真ん中では、彼がこの岩だと言われています。 Dizem que esta pedra está no meio da montanha. Говорят, эта скала находится посреди горы. Dağın ortasında bu kayanın olduğunu söylüyorlar. 据说这块岩石就在山里,占据了中间位置。

—Σώπα, καημένε Κωστάκη, λέει ο Μαθιός. |可怜的|||| Tais-toi|pauvre||||Mathios "Hush"|poor thing||||Matthios Schweig|armer|||| 静かにしなさい||||| „Halt die Klappe, armer Kostakis“, sagt Mathios. "Shut up, poor Kostakis," says Mathios. -Tiens bon, pauvre Kostakis, dit Mathios. —黙っていて、かわいそうなコスタキ、マティオスが言う。 "Cala a boca, pobre Kostakis", diz Mathios. «Заткнись, бедный Костакис, — говорит Матиос. —别说话,可怜的科斯塔基,马修说。 Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. 它|你相信||||| |"Do you believe"|||||believe |信じる||||| |wierzysz|ty|ja||| Do you believe it? I do not believe it. Vous y croyez ? Je n'y crois pas. Ci credi? Non ci credo. あなたはそれを信じますか?私は信じません。 Voce acredita nisso? Eu não acredito nisso. Ты веришь в это? Я не верю в это. 你相信吗?我不相信。 Ποιος το είδε; ||谁看见了? who||"saw" Wer hat es gesehen? Who saw it? Qui l'a vu ? Chi l'ha visto? 誰がそれを見たのですか? Quem viu? Кто это видел? 谁看到的?

—Το έλεγε η γιαγιά μου. |她说过||| |used to say||grandmother| |||おばあちゃん| ||||my – Das hat meine Großmutter immer gesagt. —That's what my grandmother used to say. Ma grand-mère avait l'habitude de dire. — Così diceva mia nonna. —それは私の祖母が言っていました。 — Isso é o que minha avó costumava dizer. —我奶奶说的。

—Και πού το ξέρει αυτή; A|||| |||knows| -Und woher weiß sie das? —And how does she know that? Et comment le sait-elle ? —E come fa a saperlo? —彼女はそれをどこで知っているのか? — E como ela sabe disso? — А откуда она это знает? —她怎么知道的呢?

—Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου. ||vieille||| |sehr|alt||| ||very old||grandma| ||老いた||| ||||moja babcia| —Meine Großmutter ist sehr alt. —My grandmother is very old. Ma grand-mère est très âgée. —私の祖母はとても年をとっています。 — Minha avó é muito velha. — Моя бабушка очень старая. —我奶奶很老了。

Όσο νύχτωνε τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά κι όσο έλαμπε τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά του. |天黑了||||||||||||||| |la nuit tombait||brillait||||||||||||| "As"|It was getting dark|"the more"|shone|||fire||"As"|shone|the more||Kostakis|believed|||his |es dämmerte||leuchtete||||||||||||| |夜が更ける||||||||||||||| Je länger es Nacht war, desto heller glühte dieses Feuer, und je länger es glühte, desto mehr glaubte Kostakis seiner Großmutter. The longer it was night, the brighter this fire glowed, and the longer it glowed, the more Kostakis believed his grandmother. À la tombée de la nuit, le feu s'est mis à briller, et Kostakis a cru en sa grand-mère. Più lunga era la notte, più brillava questo fuoco e più a lungo brillava, più Kostakis credeva a sua nonna. 夜が深くなるにつれて、この火は一層輝き、輝けば輝くほどコスタキスは祖母を信じていました。 Quanto mais era a noite, mais forte este fogo brilhava, e quanto mais tempo brilhava, mais Kostakis acreditava em sua avó. Чем длиннее была ночь, тем ярче светился этот огонь, и чем дольше он светился, тем больше Костаки верил своей бабушке. 夜晚越深,火光越明亮,科斯塔基斯越相信他的奶奶。 O Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. |||马修不相信任何事。| Matheos|||believe in| Matthew didn't believe anything. Mathius n'a rien cru. Matteo non credeva a niente. マティオスは何も信じていなかった。 Мэтью ни во что не верил. 马修不相信任何东西。 Ήταν βέβαιος πως τη φωτιά την είχε ανάψει τσοπάνης. |certain||||||allumé|un berger "He was"|certain|that||fire||"had"|had lit|shepherd ||||||||der Schäfer ||||||||羊飼い Er war sich sicher, dass das Feuer von einem Hirten gelegt worden war. He was sure that the fire had been started by a shepherd. Il est sûr que le feu a été allumé par un berger. Era sicuro che il fuoco fosse stato appiccato da un pastore. 彼は火をつけたのは羊飼いだと確信していた。 Ele tinha certeza de que o fogo tinha sido iniciado por um pastor. Он был уверен, что пожар устроил пастух. 他确信火是牧羊人点燃的。

O Φάνης δε μιλούσε. |Fánis|| |||范尼斯不说话。 |||ne parlait pas He||but|was speaking |||話していなかった Fanis was not speaking. Fanis ne parle pas. Fanis non parlava. ファニスは話さなかった。 Фанис молчал. 梵尼没有说话。

—Φάνη! Fáni 范妮! —Fani! ファニー —Fani! —Fani! -Fani ! —ファーニ! — Фани! 一范! Φάνη! Fáni 范妮! Fani ファニー Fani! Fani! Fanny ! ファーニ! 范! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές! |ohně||ohně three|fires|three|fires Three fires, three fires! Trois feux, trois feux ! 三つの火、三つの火! Три огня, три огня! 三炉火,三炉火!

Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δύο παιδιά, που έτρεχαν κατά το μέρος εκείνο για να βρούνε τον Φάνη. |||喊叫||||||||||||| |ont été entendus||crier||||couraient|||||||trouver|| |were heard||shouting||||were running|towards||place|that place|||find||Fani |hörten||||||liefen||||||||| |聞こえた||||||走っていた|||||||見つける|| So hörte man zwei Kinder schreien, die zu diesem Ort rannten, um Fanis zu finden. Thus two children were heard shouting, running towards that place to find Fanis. Entonces oyeron gritar a dos niños que corrían hacia aquel lugar en busca de Fanis. Ils entendent alors les cris de deux enfants qui courent vers cet endroit pour retrouver Fanis. Si sentivano così gridare due bambini, che correvano verso quel luogo per trovare Fanis. そのように、ファニスを見つけるためにその場所に向かって走っていた二人の子供の声が聞こえた。 Assim, duas crianças foram ouvidas gritando, correndo em direção àquele local para encontrar Fanis. Таким образом, были слышны крики двух детей, которые бежали туда, чтобы найти Фанис. 两个孩子在那边跑来跑去喊叫,试图找到范尼。

O Φάνης τις είχε δει εκείνη τη στιγμή. ||||had seen|that||moment Fanis hatte sie in diesem Moment gesehen. Fanis had seen them at that moment. Fanis les avait vus à ce moment-là. Fanis li aveva visti in quel momento. ファニスはその瞬間、彼らを見ていた。 Fanis os tinha visto naquele momento. Фанис увидел их в этот момент. 范尼当时正在看着他们。 Στη μία φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δυο. ||fire|near|had lit|had lit||other|two more fires In einem Feuer in der Nähe waren zwei weitere angezündet worden. In one fire nearby, two others had been lit. Près d'un feu, deux autres ont été allumés à proximité. In un incendio nelle vicinanze, ne erano stati accesi altri due. 近くの一つの火には、さらに二つの火が灯されていた。 Em um incêndio próximo, dois outros foram acesos. В одном пожаре поблизости загорелись два других. 附近还点燃了另外两处火焰。 Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαίνεται πια παρά σαν θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό. ||||||||||||||蔚蓝的|||| |dorées||brillaient|alignées|||||||||énorme|bleu|ombre||| |"golden"|fires|shone|spread out||mountain|||"can be seen"|anymore|"except as"|"like a"|immense|blueish|shadow|"up in"|the|sky |goldene|||aufgereiht|||||||nur||gottverrückt||Schatten||| ||||並べられた|||||||||非常に大きな|青い|影||| Drei goldene Feuer leuchteten verstreut auf dem Berg, der nicht mehr sichtbar ist, außer als schwacher blauer Schatten am Himmel. Three golden fires shone scattered on the mountain, which is no longer visible except as a faint blue shadow in the sky. Trois feux d'or brillent sur la montagne, qui ne ressemble plus à une ombre bleue céleste dans le ciel. Tre fuochi d'oro brillavano sparsi sulla montagna, che non è più visibile se non come una debole ombra azzurra nel cielo. 三つの金の火が山の上に並んで輝いていて、もはや空の上に巨大な青い影のようにしか見えない。 Três fogos dourados brilharam espalhados na montanha, que não é mais visível, exceto como uma tênue sombra azul no céu. Три золотых огня сияли, разбросанные по горе, которая больше не видна, кроме слабой синей тени в небе. 三团金色的火光在山上闪耀,山已不再是一个巍峨的蓝色阴影在天空中。

Η ευαίσθητη ψυχή του Φάνη έμεινε και στο θέαμα τούτο εκστατική. |sensible|âme||||||spectacle|ce spectacle|extatique |sensitive|sensitive soul|||remained|||spectacle|"this"|ecstatic |empfindliche|||||||Anblick|dieses|ekstatisch ||||||||spectacle|| Auch die sensible Seele von Fanis war überwältigt von diesem Anblick. The sensitive soul of Fanis was also ecstatic at this sight. L'âme sensible de Fanny reste en extase devant ce spectacle. Anche l'anima sensibile di Fanis era estasiata a questa vista. ファーニの敏感な魂は、この光景にも呆然としていた。 A alma sensível de Fanis também ficou em êxtase com essa visão. Чуткая душа Фаниса тоже пришла в восторг от этого зрелища. 范尼的敏感灵魂也在这个场面中陶醉。

—Ποιος τις άναψε; ρωτά και πάλι ο Μαθιός. ||zapálil||||| ||lit|asks|and|again||Mathios – Wer hat sie angezündet? Fragt Matthäus noch einmal. —Who lit them? Matthew asks again. -Qui les a allumés ? demande encore Mathios. —Chi li ha accesi? Matteo chiede di nuovo. 「誰がこれらを灯したの?」とマティオスは再び尋ねる。 — Quem os acendeu? Mateus pergunta novamente. — Кто их зажег? — снова спрашивает Мэтью. “是谁点燃了它们?”马修再次问道。 Τι λες εσύ, Φάνη; what|are you saying|you|Fani What do you say, Fani? Qu'en penses-tu, Fanny ? Che ne dici Fani? あなたはどう思う、ファニ? O que você diz, Fani? 你说什么,范尼?

O Φάνης απάντησε: O(1)|Phanis|answered ||答えた Fanis antwortete: Fanis answered: Fanis a répondu : Fanis ha risposto: ファニは答えた: 范尼回答说:

—Να ήμασταν εκεί απάνω! 要是|我们在那儿|那里|在上面 "To" or "If only"|we were|there|up there |私たちがいた|| — Wenn wir nur da oben wären! — If only we were up there! J'aimerais être là-haut ! — Se solo fossimo lassù! —そこにいるべきだった! — Se ao menos estivéssemos lá em cima! — Если бы мы были там наверху! 我们要是在那上面就好了!