Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Ο βασιλιάς πήγαινε κι έρχουνταν με νευρικά άτακτα βήματα, και χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα παχουλά τριανταφυλλιά του μάγουλα.
Καθώς είδε το γιο του, έβγαλε μια φωνή:
- Αχ, παιδί μου! Πλάκωσε η αντάρα!
Και πέφτοντας σε μια καρέγλα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του κι έκλαψε με λυγμούς.
Πλάγι του, ήσυχος και αδιάφορος, στέκουνταν ο κυρ-Κατρακυλάκος, με τα χέρια διπλωμένα και ακουμπισμένα στο στομάχι του, και περίμενε τις διαταγές του Άρχοντα με τη συνηθισμένη του απάθεια. Το Βασιλόπουλο σίμωσε το Βασιλιά.
- Πατέρα, είπε, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση του, πατέρα, μην κλαις. Έχομε ανάγκη από όλο μας το θάρρος και τη δύναμη. Πες μου, τι τρέχει; Δεν ξέρω ακόμα τίποτα!
Ο Βασιλιάς έκανε νόημα του πρωτοβεστιάριου να πει τις ειδήσεις.
- Είναι λίγη ώρα που έφθασαν τρομαγμένοι χωρικοί, άρχισε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και μας διηγήθηκαν πως ο εχθρός πέρασε τα σύνορα και εισβάλλει στο βασίλειο μας…
- Ποιος εχθρός; διέκοψε το Βασιλόπουλο.
- Ο Βασιλιάς ο θείος σου, αποκρίθηκε ο κυρ-Κατρακυλάκος.
- Το περίμενα. Λέγε παρακάτω.
- …Και σταμάτησαν οι εχθροί σα να φοβούνται να προχωρήσουν. Μαζί τους είναι και ο δικαστής ο Λαγόκαρδος που τους οδηγεί, και γυρεύει να τους πείσει πως ο δρόμος είναι ανοιχτός, και μπορούν να προχωρήσουν ως το ποτάμι. Μα αυτοί φοβούνται και στρατοπέδευσαν. Έστειλαν μερικούς προσκόπους προς το ποτάμι, να βεβαιωθούν αν αλήθεια είναι ελεύθερος ο τόπος και αμέσως να προχωρήσουν και να πιάσουν όλον εκείνο τον κάμπο. Αυτές είναι οι ειδήσεις, πρόσθεσε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και ξανάπεσε στη συνηθισμένη του αταραξία.
Ο Βασιλιάς ανασηκώθηκε.
- Κατάλαβες, γιε μου; Τ' άκουσες; είπε αποκαμωμένος. - Τ' άκουσα. Και τώρα, πατέρα, ήλθε η ώρα να ενεργήσομε. Τι προτείνεις;
- Εσένα ρωτώ, γιε μου. Τι προτείνεις εσύ; Σου το είπα, στο μέλλον εσύ θα διευθύνεις μαζί μου.
- Λοιπόν, πατέρα μου και Βασιλιά μου, προτείνω να πάγω αμέσως, να γυρίσω από τη μιαν άκρη του βασιλείου ως την άλλη, να σηκώσω όποιο νέο, γέρο ή παιδί μπορεί να βαστάξει λόγχη ή σπαθί, να τους φέρω εδώ, να τους δώσομε ό,τι σίδερο βρεθεί στις χώρες και στα χωριά, να τους ρίξομε αμέσως πέρα από το ποτάμι και να τους οδηγήσω στον εχθρό. Προτείνω κι ένα άλλο. Την κορώνα σου, πατέρα, να τη δώσεις αμέσως να πουληθεί στα ξένα.
Με τρομάρα την άρπαξε ο Βασιλιάς.
- Όχι, γιε μου, μη μου την πάρεις, φώναξε ταραγμένος, μη την πουλήσεις, τη θέλω!
- Είναι απαραίτητο, πατέρα, επέμεινε το Βασιλόπουλο. Έχομε πρώτα απ' όλα ανάγκη από φλουριά, και η κορώνα σου είναι το μόνο πολύτιμο πράμα που βρίσκεται στο παλάτι. Ήλθε η ώρα όπου όλοι μας θα κάνομε θυσίες. Κάνε συ αυτή. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, τη ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας! Ο Βασιλιάς έκλαιγε.
- Μα εγώ, ωστόσο, πώς θα μείνω χωρίς στέμμα; είπε. Μου παίρνεις τη δύναμη μου παίρνοντας το σύμβολο μου!
- Σου τη δίνω, απεναντίας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Δίνοντας τη κορώνα σου για ν' αγοράσεις όπλα, αποκτάς το δικαίωμα να ζητήσεις θυσίες από κείνους που θα τα μεταχειριστούν για να ελευθερώσουν τον τόπο μας. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, σε παρακαλώ γονατιστός, δώσε μου την!
Έβγαλε ο Βασιλιάς το χρυσό του στέμμα και, γυρνώντας το πρόσωπο του για να κρύψει τα δάκρυα που κατρακυλούσαν στα μάγουλα του, το έδωσε του γονατισμένου γιου του.
Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε με ορμή.
- Και τώρα, φώναξε, ένα παλικάρι ζητώ, κάποιον που, με κάθε θυσία και γρήγορα σαν αστραπή, θα περάσει στα ξένα, θα την πουλήσει και θα μου φέρει πίσω το αντίτιμο σε φλουριά.
Ο Πολύδωρος, από την πόρτα όπου στέκουνταν, είχε παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή με πολλή συγκίνηση.
Η πρώτη του έξαψη είχε γίνει ακράτητος ενθουσιασμός.
Έκανε ένα βήμα κι έπεσε στα γόνατα εμπρός στο Βασιλόπουλο.
- Για χάρη ανεκτίμητη, είπε, σου ζητώ, Αφέντη, να μου εμπιστευθείς εμένα την κορώνα και να με αφήσεις να φύγω, να την πουλήσω, και να σου φέρω το αντίτιμο ή να χάσω τη ζωή μου.
- Φύγε λοιπόν, είπε το Βασιλόπουλο, πετάξου και γύρισε! Ο Θεός μαζί σου!
Ο Πολύδωρος πήρε το στέμμα, φίλησε το χέρι που του το έδινε, και βγήκε τρεχάτος.
Ίσια στο ποτάμι διευθύνθηκε, με την πολύτιμη κορώνα κρυμμένη κάτω από το επανωφόρι του, κι έτρεξε, χωρίς να σταματήσει, στο μέρος όπου ήταν δεμένες οι δυο παλιοφελούκες, ενωμένες με την καρφωμένη σανίδα.
- Πατριώτη! ξεφώνισε. Ε!… Πατριώτη!…
Ο κουλός, που ξαπλωμένος στη ράχη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χαίρονταν την πρωινή λιακάδα, ανασηκώθηκε.
- Παρών! φώναξε.
- Τι θέλεις να σου δώσω για να με περάσεις αντίκρυ; ρώτησε ο Πολύδωρος. Μόνο φλουριά μη μου ζητάς γιατί δεν έχω.
- Τι πας να κάνεις αντίκρυ; ρώτησε ο κουλός.
- Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο υπασπιστής.
Χωρίς βία, πήρε ο κουλός το κοντάρι του, και βουτώντας το στο νερό ως τον πάτο, έσπρωξε τις φελούκες του στην ακροποταμιά.
- Έμπα, είπε, και ο υπασπιστής πήδηξε στη βάρκα. Για πού;
- Για την πέρα όχθη. Βγάλε με όπου θες ή όπου μπορείς, φθάνει να με περάσεις γρήγορα.
Ο κουλός έλυσε το σκοινί και ξανάπιασε το κοντάρι του, το έμπηξε στον πάτο του ποταμού, και περπατώντας αργά-αργά, από την πλώρη στην πρύμη, και σπρώχνοντας το κοντάρι, απομάκρυνε τις φελούκες του από την όχθη.
- Και πας μακριά; ρώτησε.
- Ναι, πολύ μακριά!
Ο κουλός έφθασε στην άκρη της φελούκας και γύρισε πίσω στην πλώρη, σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. Το ξανάμπηξε, και ξα- νάρχισε τον περίπατο του προς την πρύμη.
- Και πας έτσι, για το κέφι του Κράτους, με άλλα λόγια του κυρ-Αστόχαστου, να δοκιμάσεις τι λογής τσιμπούν οι λόγχες του θείου μας του Βασιλιά; Ή μήπως και δεν ξέρεις πως ξεμπαρκάρησε ο θειος μας στα χώματα μας, χωρίς καν να μας πάρει άδεια;
- Το ξέρω, αποκρίθηκε ήσυχα ο Πολύδωρος.
- Και δε γυρνάς πίσω; ρώτησε τραγουδιστά ο κουλός, εξακολουθώντας τον περίπατο του. Σε καλό σου, παλικάρι.
Λίγη ώρα δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
Ο κουλός έσυρε πάλι το κοντάρι του από το νερό και γύρισε στην πλώρη.
- Και τι σε πληρώνει η Αφεντιά του, για να πας ν' αφήσεις εκεί κάτω τα κόκαλα σου; ρώτησε. - Δε ζήτησα πληρωμή.
- Μπα; Από το φεγγάρι πρέπει να μας έπεσες εσύ. Και πας έτσι; Για τα μαύρα μάτια του κυρ-Αστόχαστου;
- Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του.
- Μπα; Μπα; είπε ο κουλός και το φαρδύ του χαμόγελο χώρισε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.
Λίγη ώρα πάλι δε μίλησαν. Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του.
- Και με τι σε άναψε λοιπόν ο γιόκας του; ρώτησε σε λίγο.
- Έτσι! Μ' εκείνα που είπε. Τον άκουσα… τον είδα… αποκρίθηκε ο υπασπιστής. Και με τράνταξε, εξακολούθησε, με πήρε όλον και μ' έκανε δικό του. Και σα μου πει: «Ρίξου στη φωτιά», θα ριχθώ στη φωτιά.
- Και τώρα σου είπε: «Ρίξου στις λόγχες», και ρίχνεσαι στις λόγχες, είπε ο κουλός με τον ίδιο ατάραχο τρόπο του.
- Ναι, αποκρίθηκε απλά ο Πολύδωρος.
Και δε μίλησαν πια ώσπου έφθασαν αντίκρυ και άραξαν οι φελούκες.
Ο υπασπιστής πήδηξε στην ξηρά.
- Τι ζητάς λοιπόν για τον κόπο σου; ρώτησε.
- Την αγάπη σου, αποκρίθηκε ο κουλός μαζεύοντας πάλι το κοντάρι του.
- Πες μου τουλάχιστον τ' όνομα σου. Δε θέλω να σε ξεχάσω.
- Μονοχέρης.
- Ευχαριστώ.
Και ο υπασπιστής γύρισε να φύγει.
- Ε, πατριώτη, αμέ το δικό σου; φώναξε ο κουλός.
- Ποιο δικό μου;
- Τ' όνομα σου! - Πολύδωρος.
- Καλά… Για άκουσε ακόμα. Σα γυρίσεις… γιατί θα γυρίσεις βέβαια…
- Ναι!
- Θα με βρεις μπροστά σου, αν πας στο σωστό μέρος· ειδεμή, - και με το χέρι έκανε σχήμα μακροβουτιού -, πλουφ, στο ποτάμι.
Ο υπασπιστής, που είχε απομακρυνθεί, ξαναπλησίασε.
- Ποιο είναι το σωστό μέρος;
- Όχι εδώ, βέβαια! είπε ο κουλός. Γιατί, ως τότε, θα μας έχουν έλθει και οι μουσαφιρέοι, και θα γίνουνταν κόσκινο το κορμί σου πριν βρεις την «Τρομάρα» και την «Αντάρα». Θα με βρεις όμως, - και με το χέρι έδειξε τ' απάνω του ποταμού -, εκεί που το Τρελόρεμα σμίγει με το ποτάμι. - Μα είναι κακό το μέρος, πώς θα πας εκεί; Το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, είπε ο Πολύδωρος.
- Γι' αυτό ίσα-ίσα δε θα συλλογιστούν να έλθουν ως εκεί να μας χαιρετήσουν οι μουσαφιρέοι, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουλός και με μια σπρωξιά απομάκρυνε τις φελούκες του. Στο καλό, πατριώτη!
- Στο καλό!
Και με αργά βήματα, σπρώχνοντας το κοντάρι του, ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης, τραγουδώντας σιγανά:
Πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα, πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα στα βου-ουνά, βου-ον-ου-ου-νά, αγάπη μ', στα-α βου-ου-νά, βουνά.