×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2)

Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2)

Το καταδέχεσαι όμως;

- Τι να του κάνω;

- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.

- Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.

Η Γνώση γέλασε.

- Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα. - Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί. - Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.

- Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω

Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους.

- Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού. Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά.

Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2) ||Armenhaus||Frau| Γ'. IM ARMENHAUS VON MRS. JOY (2) Γ'. IN THE POORHOUSE OF MRS. JOY (2)

Το καταδέχεσαι όμως; |du tust es| But do you accept it?

- Τι να του κάνω; - What should I do to him?

- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί. |||nachdenken||||||||||allgemeine||||||||||||arbeiten|||||schlecht lebt|||gut leben - If everyone thought less of their person and worked harder for the common good, one day they would see that they worked for themselves again, and that instead of gossiping, they managed to get better.

- Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. ||||das Basileios

Η Γνώση γέλασε.

- Σε σκότισα; είπε. |ich habe dich getä| - Did I darken you? he said. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα. |||||Volk|||||||||||||||||||verstehen|| If you go back to your people, and live among them, and talk to them, and listen to what it has to say to you, then you will understand better. - Θα πάγω! |ich werde gehen είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί. |||gingen hinein||Küche||verabschieden sich|||Frau Phron|||||das Fleisch bräunen|||Kochstelle The two brothers went into the kitchen to say goodbye to the Wise Lady, and found her blushing with meat. - Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά. |||bleiben||essen||Eintopfgericht|||| - How? Won't you stay to taste my yahni? the old woman asked.

- Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω ich beeile mich|||

Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους. |||||||||jeden|und||steckte hinein||| The old woman cut a large piece of bread for everyone and put it in their pocket.

- Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού. Sie verabschiedeten||||||||||| Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. ||||Eirinoula||||offene Herz||||hervorstach|||| Every now and then Irinoula turned to see the open-hearted white house that stood out among the green trees. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά. ||verloren|||||seufzte schwer|||||||||gerade||||festem|||||| And when she disappeared from her sight, she sighed heavily and looked at her brother who was walking straight in front of him, with a steady step and with his forehead up.