×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Βενέζης, Ηλίας - Οι Γλάροι

Βενέζης, Ηλίας - Οι Γλάροι

Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ' εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ' αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.

Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ' αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ' το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ' ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ' αρχίσει ν' ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

--

Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.

— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά.

Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.

Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.

— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.

Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.

Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.

— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ' το μαχαίρι...

Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.

— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.

Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:

— Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!

Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:

— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!

--

Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.

Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.

— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.

Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ' τα άστρα, να προσεύχεται.

--

Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.

Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.

— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να 'ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.

Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.

— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να 'ρθουν. Μην απελπίζεσαι.

Οι ψαράδες τότε, μ' αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.

— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...

— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...

Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.

«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»

Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.

«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»

Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.

Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.

«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.

Το πουλί πέταξε, έφυγε.

Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.

Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ' τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.

Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.

Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ' το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ' τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ' τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:

— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...

--

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα 'ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ' το θάνατο.

Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.

— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ' ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ' το νερό, πάλι να πέφτουν.

— Δελφίνια θα είναι και τώρα.

Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.

— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.

Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.

Τι να θέλουν;

Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ' όπου να είχαν πέσει.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.

Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ' τη θάλασσα στ' ακρογιάλι.

Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.

— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!

Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:

— Τι καλά που ήταν!

Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.

— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.

— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;

— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.

— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ' αντίκρυ, απ' την Πέτρα.

--

Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.

Άρχισαν ν' ανεβαίνουν προς το φάρο.

Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ' άφηνε να ξεκουραστούν.

Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.

— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.

— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.

— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.

— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.

— Όχι. Ποτές.

— Θα το ήθελες τώρα;

Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:

— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.

— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.

— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.

Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ' το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ' τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως.

...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά...

— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ' έξω το κορίτσι.

— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος.

Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.

— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.

— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ' το χέρι να καθίσει πλάι του.

Κάθισε.

— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;

— Πάντα, παιδί μου.

— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.

— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.

— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.

Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.

— Για ποιους λες, παιδί μου;

—Γι' αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.

Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.

— Τους σκοτώσαν είπες;

— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...

Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ' το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.

Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.

— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ' τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...

Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:

— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...

--

Αρκετή ώρα πέρασε.

— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.

— Να φύγουμε.

Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.

— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.

Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.

— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.

Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ' τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο.

Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, σι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ' τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Βενέζης, Ηλίας - Οι Γλάροι Venesis|Ilías||Die Möwen Venezis|Ilias|The|Seagulls Venezis, Ilias – Die Möwen Las gaviotas - Elias Venezis Venetis, Ilias - The Seagulls

Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. |Inselchen||||nördlichen||Lesbos|zwischen|Petra||Molyvos||nackt||einsam The|islet|that|is located|in the|northern|of|Lesbos|between|Petra|and|Molyvos|is|bare|and|deserted Das Inselchen im Norden von Lesbos, zwischen Petra und Molyvos, ist kahl und verlassen. The small island located in the northern part of Lesbos, between Petra and Molyvos, is bare and deserted. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ' εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». ||Name|||Fischer||arbeiten|in|diesen||Meere||nennen||so||Insel Not|has|name|and|the|fishermen|who|work|in|those|the|seas|it|call|simply|like that|The|island Sie hat keinen Namen, und die Fischer, die in diesen Meeren arbeiten, nennen sie einfach "Die Insel". It has no name, and the fishermen who work in those seas simply call it: "The Island." Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. ||nicht einmal||Baum|außer||Büsche Not|has|not even|one|tree|except|from|bushes Es gibt keinen einzigen Baum, nur Sträucher. It doesn't have a single tree, except for some bushes. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. drei|Meilen|||Berge||Lesbos|bilden||tägliche|Harmonie||Linie||Bewegung||Farbe Three|miles|away|the|mountains|of|Lesbos|compose|a|gentle|harmony|of|line|of|movement|and|color Drei Meilen entfernt bilden die Berge von Lesvos eine zahme Harmonie aus Linien, Bewegungen und Farben. Three miles away, the mountains of Lesbos compose a gentle harmony of line, movement, and color. Πλάι σ' αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. neben|σε|||Verschwendung||nackte||||strengen|||||| Next to|to|this|the|waste|the|bare|island|with|the|strict|line|its|seems|even|more|deserted Neben dieser Verschwendungssucht wirkt die kahle Insel mit ihren klaren Linien noch trostloser. Next to this extravagance, the bare island with its strict line appears even more desolate. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου. als|als ob|||vergessen||Gott||baute||Länder||||||sieben|ersten|||Welt as|to|it|had|forgotten|the|God|when|was building|the|lands|and|made|the|seas|in the|seven|first|days|of the|World Als ob Gott sie vergessen hätte, als er in den ersten sieben Tagen der Welt das Land baute und die Meere schuf. As if God had forgotten it when he built the lands and made the seas in the first seven days of the World.

Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. ||dieser||nackte|Streifen||Erde|kannst||sehen||||||fällt|||unendlichen|Meer But|from|this|the|bare|strip|of|earth|you can|to|see|the|summer|the|sun|to|sets|into|the|endless|sea Aber von diesem kahlen Streifen Land aus kann man im Sommer die Sonne in das endlose Meer fallen sehen. But from this bare strip of land, you can see, in the summer, the sun falling into the endless sea. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ' αλαφρά κύματα. ||Farben|färben||Wasser||immer wieder|ändern||Moment|als||schmelzen|in den||leichten|Wellen Then|the|colors|dye|the|waters|and|constantly|change|every|moment|as|to|melt|within|in the|light|waves Dann malen die Farben das Wasser und verändern sich jeden Moment, als würden sie in den Lichtwellen verschmelzen. Then the colors paint the waters and constantly change, every moment, as if they are melting in the light waves. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ' το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. ||Abende|||klar|kannst||erkennen||||Athos||herauskommen||||||leise|wieder||verblassen|||||| When|the|nights|are|very|clear|you can|to|distinguish|the|mountains|of|Athos|to|emerge|from within|from|the|sea|and|slowly|again|to|fade|together|with|the|night|that|comes Wenn die Abende sehr klar sind, kann man die Berge von Athos erkennen, die aus dem Meer auftauchen und mit der kommenden Nacht langsam verschwinden. When the nights are very clear, you can distinguish the mountains of Athos rising from the sea and slowly fading away with the night that comes. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ' ανάψει το φως στο φάρο. sie||Stunde||Onkel|||einsame|Bewohner||einsamen|Insel||macht||letzte|Bewegung|||vereint||||||||θα|anzünden||Licht||Leuchtturm This|the|hour|the|||the|lonely|resident|of the|deserted|island|will|make|the|last|move|that|him|connects|with|the|people|and|with|the|life|he will|light|the|light|in the|lighthouse Zu dieser Stunde wird Onkel Dimitris, der einsame Bewohner der einsamen Insel, den letzten Schritt tun, der ihn mit den Menschen und dem Leben verbindet: Er wird das Licht am Leuchtturm einschalten. At this hour, old Dimitris, the solitary inhabitant of the deserted island, will make the last move that connects him with people and with life: he will light the lamp in the lighthouse. Το φως θ' αρχίσει ν' ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος. ||θ|||anzünden||löschen|||||Intervall|streng|unvermeidlich|||dunklen|Kräfte||des Lebens||Schicksal|des|Menschen||Tod The|light|will|begin|to|shine|to|extinguish|again|again|in the|same|interval|strictly|inevitably|as|the|dark|forces|of|life|the|fate|of the|man|the|death Das Licht wird beginnen, sich einzuschalten, zu erlöschen, wieder und wieder, zur gleichen Zeit, streng, unausweichlich, wie die dunklen Kräfte des Lebens, das Schicksal des Menschen, der Tod. The light will begin to turn on, to turn off, again, again, in the same strict interval, inevitably, like the dark forces of life, the fate of man, death.

-- -- --

Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. |alte|Leuchtturmwärter|zog||Boot||Sand The||lighthouse keeper|pulled|the|boat|onto the|sand Der alte Leuchtturmwärter zog das Boot auf den Sand. The old lighthouse keeper pulled the boat onto the sand. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. |sicherte|||falls|||kehrt||Wetter||steigen|| It|reassured|well|lest|by chance|it|night|turns|the|weather|and|rise|the|waters Er sorgte dafür, dass sie gut gewässert wurde, damit das Wetter in der Nacht nicht umschlug und das Wasser anschwoll. He secured it well, in case the weather turned during the night and the waters rose. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο. Her|looked|for|last|time|before|he takes|the|road|to|the|lighthouse Er sah sie ein letztes Mal an, bevor er sich auf den Weg zum Leuchtturm machte. He looked at it one last time before taking the path to the lighthouse.

— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά. well|it goes|and|this|the|trip|he/she says|quietly — Well, that's that trip..., he says softly.

Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. It|says|alone|to himself|and|is silent He says it to himself and falls silent. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. The|journey|this|in the|opposite|land|occurs|one|time|the|month This trip, to the opposite shore, happens once a month. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. He goes|for|the|supplies|his|for|||||||the|groceries|that|to him|are needed He goes for his supplies, for flour, oil, and for the produce he needs. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. At the|beginning|in|every|journey|he stayed|all|the|day|in the|village At the beginning, on every trip, he stayed all day in the village. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη. He spoke|with|old|his|friends|he learned|news|about|the|country|about|the|world|if|the|people|were|in|war|or|had|peace He talked with his old friends, learned news about the country, about the world, whether people were at war or at peace.

Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του. The|customs officer|to him|was giving|the|salary|his The customs officer gave him his salary.

— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη. Well|and|the|next|month|with|the|good|| — Well, and next month hopefully, uncle Dimitris.

Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. ||bewegte||||| The|old man|was shaking|the|head|his|and|was thanking The old man shook his head and thanked. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου. With|the|good|if|will|have|life|child|my — If we have life, my child.

Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. The|other|hours|until|to|return|to|island|his|The|spent|climbing|to the|small|Panagia|on the|rock|with|the|hundred|steps|to|do|the|prayer|his The other hours, until he returned to his 'island', he spent climbing to the small Panagia, on the rock with the hundred steps, to make his prayer. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του. Stavrone||||||||senkte||||betete|||||||verloren||||||||||||| He crossed|the|hands|his|in front of|at the|old|icon|he lowered|the|head|and|he prayed|for|the|two|boys|his|who|were lost|in the|disaster|of the|East|for|the|other|people|last|for|the|self|his He crossed his arms in front of the old icon, lowered his head, and prayed for his two boys, who were lost in the destruction of the East, for other people, and lastly for himself.

— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. ||schütze|||||| If|they live|protect|them|he begged|for|the|children|his — If they are alive, protect them, he pleaded for his children. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. bewahre||||||| Keep|them|from|anger|and|from|bad|time Keep them safe from anger and from bad times. Φύλαγέ τα απ' το μαχαίρι... Keep|them|away from|the|knife Keep them safe from the knife...

Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν. |||||||Gebet||||||zitterten He murmured|the|greetings||else|he knew|from|prayer|and|the|aged|legs|his|trembled He murmured the greetings, whatever else he knew from prayer, and his aged legs trembled.

— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του. ||||||ausruhen|||wurden feucht||| And|me|time|now|is|to|rest|he said|and|welled up|the|eyes|his — And me, it's about time I rest..., he said, and his eyes filled with tears.

Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. He was descending|the|hundred|stairs|every|time|with|more|light|heart He descended the hundred steps each time with a lighter heart. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. In the|street|stood|and|looked at|the|children|that|were playing On the way, he would stop and watch the children playing. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές: Him|knew|everyone|and|when|him|saw|they would shout|the|shouts Everyone knew him, and when they saw him, they would shout:

— Μπαρμπα-Δημήτρη! — Uncle-Dimitris! Μπαρμπα-Δημήτρη! Uncle-Dimitris!

Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα: ||Haselnüsse|||||||| To them|he bought|hazelnuts|and|to them|them|he shared|and|they|shouted|happily He would buy them hazelnuts and share them, and they would shout happily:

— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Don't|be late|to|come back|grandpa — Don't take long to come back, grandpa! Μην αργήσεις! Don't|be late Don't be late!

-- --

Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Thus|it happened|in|every|journey|every|time This is how it happened on every trip every time. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. ||||||gewöhnte er sich weniger||| But|as|the|years|passed|so much|became unaccustomed|to|the|people But as the years went by, he became less accustomed to people. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. |Einsamkeit|||herrschte||||||||||||||||| The|loneliness|increasingly|him|overwhelmed|day|with|the|day|him|absorbed|as|to|dripped|within|in|existence|his|the|terrible|her|power The desolation increasingly overwhelmed him, day by day, absorbing him, as if it were dripping its terrible power into his existence. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του. In|every|trip|reduced|as much as|he could|the|time|that|he had to|to|stay|in the|village|for|the|errands|his On every trip, he tried to minimize the time he had to spend in the village for his work.

Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου. He cut|and|the|ascent|to the|little church|of the|rock He also stopped going up to the little church on the rock.

— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. forgive|me|because|anymore|not|I can|he said|to the|God|as|to|had|committed|sin — Forgive me, for I can no longer do it, he said to God, as if he had committed a sin. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος. Everywhere|I can|to|you|please|so that|to|you see|how much|I am|weak I can beg you everywhere, so you can see how weak I am.

Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ' τα άστρα, να προσεύχεται. ||||||||||||||||||||beten And|when|he returned|to|island|his|after|every|trip|journey|he stayed|very|late|the|night|under|from|the|stars|to|pray And when he returned to his island, after every trip, he would stay up late at night, under the stars, to pray.

-- --

Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Not|asked|anymore|news|what|happens|in the|world He no longer asked for news, what was happening in the world. Δεν ήξερε τίποτα. Not|knew|anything He knew nothing. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος. |||schrumpfte|||||||||||||tiefen|Meer||||Farben||ginge||Sonne All|the|world|narrowed|day|with|the|day|around|at the|deserted|island|and|closed|with|the|deep|sea|and|with|the|colors|as|tilted|the|sun The whole world was narrowing, day by day, around the deserted island, closing in with the deep sea and the colors, as the sun tilted.

Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. ||Freunde||||||||||||||||||verweilen||||| The|last|companions|who|he would change|sometimes|sometimes|any|conversation|with|them|were|fishermen|who|when|not|them|took|the|weather|would anchor|for|a little|on the|island|his The last companions he occasionally exchanged a few words with were fishermen who, when the weather was not favorable, would dock for a while on his island. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. |||||||sich legen||Welle||sagten|||Leid|||||Schicksal| They stayed|there|at the|beach|where|it came|to|extinguish|the|wave|and|they said|about|their|sufferings|them|and|about|the|fate|them They would stay there on the shore, where the waves came to fade away, and they would talk about their troubles and their fate. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Many|times|stayed up all night|there Many times they stayed up late there. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του. ||||||dämmern||||||||||||||| Then|in the|long|hours|until|to|dawns|when|the|other|conversations|finished|would come|and|the|official|time|for|the|two|children|of him Then, in the long hours until dawn, when the other conversations ended, the official time for the two children would come.

— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Who|it|knows|to him|they were saying|the|fishermen — Who knows..., the fishermen would tell him. Μπορεί να ζούνε κι να 'ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. They may|to|live|and|to|come|| They might be alive and come, Uncle Dimitris. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν. So|like|your|seagulls|your|that|returned So like your seagulls, that returned.

Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας. Not|spoke|not|moved|the|bright|eyes|his|remained|fixed|in the|depth|of the|night He didn't speak, he didn't move, his tame eyes remained fixed in the depths of the night.

— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Yes|||like|your|seagulls|you — Yes, uncle-Dimitris, like your seagulls. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να 'ρθουν. Thus|they can|to|return|and|to|come So they can return and come. Μην απελπίζεσαι. |verzweifle Don't|lose hope Don't despair.

Οι ψαράδες τότε, μ' αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου. The|fishermen|then|with|this|the|opportunity|brought|the|conversation|to the|seagulls|of the|old man The fishermen then, on this occasion, brought up the conversation about the old man's seagulls.

— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι... |||||||fragen||||||||| Truly|to him|they were saying|How|you could|to|them|outsmart|||Nowhere|not|was heard|to|outsmart|the|seagulls — Truly, they said to him, How were you able to calm them down, Uncle Dimitris? It has never been heard that seagulls can be calmed...

— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. That's how|it is|children|my|murmured|he — That's right, my children, he murmured. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. |verweilen|| Everything|die|here|down Everything is fading down here. Μοναχά ο άνθρωπος... Only|the|man Only the man...

Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. ||||||||||||||||||||||||Land They|asked|to|them|tell|again|the|story|about|the|seagulls|although|that|it|knew|as|it|knew|and|everyone|who|lived|in the|opposite|land They asked him to tell them the story about the seagulls again, even though they knew it, just like everyone who lived on the opposite shore knew it. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. |||||||||unbeschadet| They|had|found|small|inside|in the|rocks|two|seagull chicks|unfeathered|still He had found them small, among the rocks, two seagull chicks still unfeathered. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. |||||||||Hütte||||Leuchtturm It was|winter|then|them|felt sorry for|and|them|carried|to the|hut|his|next to||lighthouse It was winter then, he felt sorry for them and carried them to his cabin, next to the lighthouse. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. The|kept|and|them|raised|feeding|them|small|fish|that|caught|the|net|his He kept them and raised them, feeding them small fish that he caught in his net. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα. One|day|to him|came|the|idea|to|them|take out|from|one|name One day he had the idea to give them a name.

«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...» well|then|you|will|you|we call "Well then, we will call you..."

Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε. ||Erinnerungen||||||jene||||trieben||||||||||||| Inside|in the|memories|his|inside|in the|heart|his|that|the|peaceful|hour|were wandering|the|two|childhood|faces|him|time|when|were|very|small|and|the|called In his memories, in his heart, during that gentle hour, the two childhood faces wandered, the time when they were very small and he called them.

«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. well|you|to|you|call|Vasilaki|said|to the|one|bird "Well..., we will call you Vasilakis," he said to one bird. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...» And|you|to|you|call|Argyris "And we will call you Argyris..."

Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. So|from|then|he started|to|them|calls|by|the|names|of|children|his Thus, from then on, he began to call them by the names of his children. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε. ||||||gewöhnt And|the|seagulls|slowly|slowly|them|got used to And the seagulls gradually got used to it.

Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. When|they grew up|and|came|the|spring|one|morning|thought|that|it is|a sin|to|have|enslaved|the|birds As they grew up and spring came, one morning he thought it was a sin to have the birds enslaved. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. He decided|to|them|free He decided to set them free. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. He opened|the|large|bamboo|cage|and|he caught|first|the|one|bird He opened the large cane cage and caught the first bird. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. It|held|inside|in|two|his|hands|it|caressed He held it in both his hands, he caressed it. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή. fühlte sich|||||||leicht He felt|the|heart|his|to|be|very|light He felt his heart to be very light.

«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει. Come on|then|Vasilis|he said|to the|bird|and|he opened|the|arms|his|to|it|let|to|fly away "Come on then, Vasilis!" he said to the bird and opened his hands to let it go.

Το πουλί πέταξε, έφυγε. The|bird|flew|left The bird flew away.

Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. He took out|and|the|other|the|he petted|like|the|first|the|he left|also|this He took out the other one, caressed it like the first, and left it too. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Everything|was|bright|that|that|day|and|the|night|that|came|was|bright Everything was calm that day and the night that came was calm. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος. Only|that|felt|to|be|still|more|deserted Only he felt even more lonely.

Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. ||||sich zurückgezogen|||||||||| The|same|night|had|withdrawn|early|when|he heard|at the|small|window|of the|hut|light|knocks That same evening he had withdrawn early when he heard light knocks at the small window of the cabin. Πλησίασε και κοίταξε. Approach|and|look He approached and looked. Δεν το πίστευε. Not|it|believed He couldn't believe it. Πετούσε απ' τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν. He was flying|from|the|joy|his|as|if|they were|the|children|his|who|were returning He was flying with joy, as if it were his children returning.

Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι. Opened|the|door|to|enter|inside|the|seagulls He opened the door to let the seagulls in.

Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. From|then|this|was happening|the|birds|would leave|the|morning|would travel|to|the|opposite|lands|of the|East|as far as|beyond|to the|Sigri|and|the|evenings|would return Since then this happened: the birds would leave in the morning, traveling to the opposite shores of the East, all the way to Sigri, and in the evenings they would return. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ' το ρημονήσι. |||||||||||||Riemonisi They formed|flock|together|with|other|seagulls|and|many|times|they flew|over|from|the|deserted island They would flock together with other seagulls and often flew over the deserted island. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ' τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ' τις φτερούγες. ||niedrig|||||||||grauen|zeichen||||||Flügel If|were|low|the|old man|could|to|them|distinguish|from|the|gray|marks|that|had|under|from|the|wings If they were low, the old man could distinguish them by the grayish marks they had under their wings. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. |ginge|||||||||||||| When|he would go out|with|the|boat|and|they|would circle|there|close|they would lower|and|they would screech|from|above|him When he went out with the boat and they were circling nearby, they would lower themselves and screech above him. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. They|had|taught|and|other|other|fishermen|in the|areas|those They had been taught by other fishermen in those parts. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας: And|when|them|they saw|they shouted|laughing And when they saw them, they shouted laughing:

— Ε, Βασίλη!... Oh|Vasilis — Hey, Vasilis!... Ε, Αργύρη!... Oh|Argyris Hey, Argyris!...

-- --

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Thus|passed|the|days|on the|remote island Thus the days passed on the deserted island. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα 'ρθει. The|one|the|other|this|who|passed|this|who|will|come One, another, the one that has passed, the one that will come. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ' το θάνατο. A|undisturbed|series|of|days|and|nights|that|not|had|nothing|to|expect|anything|but|the|death An uninterrupted sequence of days and nights, which had nothing to expect, other than death.

Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. ||||||ungewöhnliches One|evening|of|summer|something happened|something|unusual One summer evening, something unusual happened. Οι γλάροι δε γύρισαν. The|seagulls|not|returned The seagulls did not return. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα. Neither|the|next|day|appeared|nor|the|next|night Neither did they appear the next day, nor the following night.

— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του. They may|(particle)|traveled|far|he thought|the|old man|to|(particle)|deceive|the|worry|his — They may have traveled far away, the old man thought, to ease his anxiety.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. The|next|morning|as|he used to|sat|on the|ledge|of the|lighthouse The next morning, as he usually did, he sat on the lighthouse's ledge. Κοίταξε το πέλαγο. Looked|the|sea He looked at the sea. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. |||||||furrowte||Meile||||||| One|moment|to him|seemed|that|the|sea|was being furrowed|no|mile|away|as if|to|were passing|dolphins|and|were playing For a moment, it seemed to him that the sea was being furrowed, a mile away, as if dolphins were passing by and playing. Πολλές φορές έβλεπε στ' ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Many|times|saw|in the|open sea|to|pass|dolphins Many times he had seen dolphins passing in the open sea. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ' το νερό, πάλι να πέφτουν. ||||||||außerhalb|||||| They|watched|to|write|their|slow|movements|them|outside|from|the|water|again|to|fall He watched them write their slow movements outside the water, again falling.

— Δελφίνια θα είναι και τώρα. Dolphins|will|be|and|now — They must be dolphins now.

Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν. But|in|a little|he saw|clearly|that|not|was But soon he saw clearly that they were not.

— Άνθρωποι είναι! People|are — They are people! είπε ξαφνιασμένος. |überrascht he said|surprised he said, surprised.

Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. He/She descended|to the|beach|and|waited He went down to the shore and waited. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. In|a little|distinguished|that|were|one|boy|and|one|girl Soon he distinguished that it was a boy and a girl. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. They were swimming|side|by|with|slow|movements|full of|certainty They were swimming side by side, with slow movements, full of certainty. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν. |||Welle|schlug|||Rinnsal||ließen And|the|small|wave|closed|over|on the|groove|that|they left And the small wave closed over the groove they left.

Τι να θέλουν; What|to|want What could they want?

Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. |erinnerte sich|||||||||| Not|remembered|another|time|to|had|come|around|there|for|swimming|people He didn't remember any other time that people had come there to swim. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ' όπου να είχαν πέσει. And|then|not|seemed|there|around|any|boat|from|where|to|had|fallen And then, there was no boat around from which they could have fallen.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει. In|little|time|they had|arrived They had arrived in a little while.

Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ' τη θάλασσα στ' ακρογιάλι. |||Körper|schütteln sich||||| The|two|wet|bodies|shake off|from|the|sea|at the|beach The two wet bodies shake off the sea on the shore.

Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά. The|boy|looks|the|girl|in|into|eyes|and|stretches|the|arms|his|high The boy looks the girl in the eyes and stretches his arms up high.

— Αχ! Ah — Oh! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. he says|taking|deep|breath she says, taking a deep breath. Τι καλά που ήταν! how|good|that|was How nice it was!

Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. The|girl|makes|the|same|movement|with|the|hands The girl makes the same gesture with her hands. Πιο αργά: More|slowly Slower:

— Τι καλά που ήταν! how|good|that|was — How nice it was!

Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα. Then|they ran|towards|the|lighthouse keeper Then they ran towards the lighthouse keeper.

— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι. You|are|the|||says|the|boy — Are you Uncle Dimitris? the boy says.

— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. I|am|says|with|anxiety — I am, he says with agitation. Μπας και σας έτυχε τίποτα; perhaps|and|you|happened|anything Did anything happen to you?

— Α, μπα! Ah|no way — Oh, no! βιάζεται να πει το αγόρι. is in a hurry|to|say|the|boy the boy is eager to say. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε. We said|yesterday|to|do|this|the|trip|with|the|friend|my|and|to|where|we came We said yesterday that we would take this trip with my friend, and here we are.

— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. From|where|asks|the|old man|with|curiosity — From where? asks the old man with curiosity. — Μα απ' αντίκρυ, απ' την Πέτρα. ||von gegenüber||| But|from|across|from|the|Petra — But from over there, from Petra.

-- --

Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι. The|||not|knows|what|to|say|murmurs|only|that|not|remembers|to|to him|had|come|another|time|foreigners|with|such|journey Uncle Dimitris doesn't know what to say, he just murmurs that he doesn't remember any foreigners coming with such a journey before.

Άρχισαν ν' ανεβαίνουν προς το φάρο. They began|to|ascend|towards|the|lighthouse They began to ascend towards the lighthouse.

Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. He walked|first|the|children|followed He walked first, the children followed. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Not|would|be|each|one|more|than|eighteen|nineteen|years old Each of them would not be more than eighteen, nineteen years old. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ' άφηνε να ξεκουραστούν. ||ging|||||||||||||||||||| And|he|walked|forward|and|the|years|weighed|on his|shoulders|him|as|to|him|asked|the|responsibility|because|not|them|let|to|rest And he walked ahead, and the years weighed on his shoulders, as if they were asking him for responsibility, because he did not let them rest.

Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. They sat|on|the ledge|of the|lighthouse They sat on the ledge of the lighthouse. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του. In front of|them|the|Aegean|calm|the|sun|trembled|above|it In front of them, the Aegean was calm, the sun trembled above it.

— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος. From|where|do you come|asked|the|old man — Where are you coming from? asked the old man.

— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. We study|in|Athens|said|the|girl — We are studying in Athens, said the girl. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο. I|study|chemistry|and|the|friend|my|at the|Polytechnic I study chemistry and my friend is at the Polytechnic.

— Α, αλήθεια!... A|truth — Oh, really!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει. Murmurs|the|old man|without|to|understand The old man murmurs without understanding.

— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι. Have you|gone|any|time|to|Athens|grandpa|Asks|the|girl — Have you ever been to Athens, grandpa? The girl asks.

— Όχι. No — No. Ποτές. Never Never.

— Θα το ήθελες τώρα; Would|it|want|now — Would you want it now?

Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται: ||||leise|| The|voice|his|is|quiet|barely|heard His voice is quiet, barely audible:

— Όχι, παιδί μου. No|child|my — No, my child. Τώρα είναι αργά. Now|is|late Now it is too late.

— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη. You will|be|very|lonely|here|grandpa — You will be very lonely here, grandpa.

— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου. I am|very|lonely|child|my — I am very lonely, my child.

Σώπασαν. They fell silent They fell silent. Πέρασε λίγη ώρα. Passed|little|hour A little time passed. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. High|passed|a|flock|seagulls A flock of seagulls flew high. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. The|old man|gets up|and|enters|into|hut|to|bring|dessert The old man gets up and goes into the hut to bring some sweets. Απ' το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. from|the|small|window|can|to|see|the|two|children|so|that|are|lying down From the small window, one can see the two children, lying down. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ' τη θάλασσα. In the|bodies|their|and|in the|faces|their|tremble|still|drops|from|the|sea On their bodies and faces, drops from the sea still tremble. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. |||||||||||||||||||Gottheit||||||| The|sun|them|has|baked|mercilessly|is|there|like|two|statues|of|bronze|that|them|washed ashore|the|sea|a|deity|of|health|and|a|deity|of|youth The sun has baked them mercilessly; they lie there like two bronze statues washed ashore by the sea — a deity of health and a deity of youth. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως. The|black|hair|of him|girl|fall|on|to the|shoulders|of him|and|in the|big|black|eyes|of him|stirs|deep|light The girl's black hair falls over his shoulders, and deep light stirs in his large black eyes.

...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Just|simply|and|today|are|everything|on|Rimonisi|this|the|sacred|hour ...So simply and gently everything is on the deserted island at this sacred hour. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Thus|day|is|and|inside|in|heart|of|old|man So gently is it also in the heart of the old man. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. It is|flooded|this|the|summer|morning|is|muddy He is flooded, this summer morning, he is teary. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά... ||unvorhergesehene|||||stören|||||| This|the|unexpected|tenderness|that|came|to|disturb|the|solitude|his|the|still|waters This unexpected tenderness that has come to disturb his solitude, the still waters...

— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ' έξω το κορίτσι. Grandpa|to|come|also|we|inside|to him|shouts|from|outside|the|girl — Grandpa, can we come in too? the girl shouts from outside.

— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! I come|I|I come — I'm coming, I'm coming! Λέει ταραγμένος. He says|agitated He says, agitated.

Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό. To them|he/she brought|dessert|almonds|cold|water He brought them sweets, almonds, cold water.

— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν. I do not|have|anything|else|murmurs|as|to|wants|to|him|forgive — I have nothing else..., he murmurs, as if he wants them to forgive him.

— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ' το χέρι να καθίσει πλάι του. Sit|sit|grandpa|him|catches|the|girl|by|the|hand|to|sit|next|to him — Sit down, sit down, grandpa, — the girl takes him by the hand to sit next to her.

Κάθισε. Sit down Sit down.

— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Come|and|tomorrow|to them|he says|shyly — Come back tomorrow, he says shyly. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. I will|fish|for|you|the|night I will fish for you at night. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Tomorrow|we leave|answers|the|girl|with|sadness Tomorrow we are leaving, the girl replies sadly. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! What a pity|so many|days|that|we were|here|to|not|come What a pity, after so many days that we have been here not to come! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη; Are you|always|like this|lonely|grandpa Are you always this lonely, grandpa?

— Πάντα, παιδί μου. Always|child|my — Always, my child.

— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι. A|now|I understand|what|were|the|seagulls|murmurs|the|boy — Ah. Now I understand what the seagulls were..., the boy murmurs.

— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Yes|child|my|this|is — Yes, my child, that is it. Η ερημιά. |die Einsamkeit The|wilderness The desolation.

— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. ||||verzeihen||||||| will|must|to|them|forgive|grandpa|says|again|the|boy|to|little "You should forgive them, grandpa," the boy says again after a while. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ. If|they knew|not|would|it|did|ever If they knew, they would never have done it.

Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. The|old man|does not|understand The old man does not understand. Στέκει με απορία. steht||Verwunderung He stands|with|wonder He stands there in wonder.

— Για ποιους λες, παιδί μου; For|whom|are you talking|child|my — Who are you talking about, my child?

—Γι' αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. for|them|who|killed|the|seagulls|your|I tell|| — I'm talking about those who killed your seagulls, Uncle Dimitris. Είναι φίλοι μας. They are|friends|our They are our friends.

Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά. ||Knie||||||| He understands|the|knees|his|to|tremble|the|heart|his|beats He feels his knees trembling, his heart is pounding.

— Τους σκοτώσαν είπες; Them|killed|you said — They killed them, you said?

— Α, δεν το ήξερες ακόμα;... Ah|not|it|knew|yet — Ah, you didn't know yet?...

Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. ||beißt|||||| The|child|bites|the|lips|his|but|is|late The boy bites his lips, but it's too late. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ' το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες. |||||sie jagten|||Jugend|||||||||||||||||||||stähle|Flügel To him|tells|the|story|how|hunted|all|the|youth|then|descended|to the|beach|the|two|seagulls|lowered|from|the|other|flock|the|friend|their|pulled|there|close|recognized|the|ash-colored|wings He tells him the story: how they were hunting, all the youth, then they went down to the beach; the two seagulls descended from the other flock, his friend pulled him close, they recognized the gray wings.

Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν. The|old man|hears|hears|not|are|anything|two|seagulls|were The old man listens, listens, — it's nothing, just two seagulls.

— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ' τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. |||||||||gerührt||||||||| Not|they knew|grandpa|says|with|warm|voice|the|girl|moved|by|the|silent|sadness|that|sees|in the|aged|face — They didn't know, grandpa..., the girl says with a warm voice, moved by the silent sadness she sees on the old man's face. Δεν ήξεραν... They didn't|know They didn't know...

Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας: ||nickt|||||| And|he|nods|barely|slowly|the|head|his|agreeing And he barely nods his head slowly, agreeing:

— Ναι, ναι, παιδί μου. Yes|yes|child|my — Yes, yes, my child. Δε θα ξέραν... Not|would|know They wouldn't know...

-- --

Αρκετή ώρα πέρασε. A lot of|time|passed A considerable amount of time has passed.

— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. We must|(subjunctive particle)|leave|says|the|boy — We have to leave, says the boy. Το κορίτσι σηκώνεται. The|girl|gets up The girl stands up.

— Να φύγουμε. Let's|leave — Let's leave.

Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. They go|forward|the|old man|comes|a little|behind|them They go ahead, the old man comes a little behind them. Φτάσαν στην ακρογιαλιά. They arrived|at the|beach They arrived at the beach.

— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι. We|greet|grandpa|says|first|the|girl — We greet you, grandpa, says the girl first.

Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. He grabs|the|hand|his|He bends|to|it|kiss She takes his hand, bends down to kiss it. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά. And|he|her|caresses|the|long|hair And he caresses her long hair.

— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος. May|you|bless|the|God|murmurs|moved — May God bless you, he murmurs, moved.

Έφυγαν. They left They left. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. |||||Rinnsal||||||| He watches|a lot|hour|the|small|groove|that|make|the|bodies|their|in the|sea He watches for a long time the small trail that their bodies make in the sea. Ώσπου όλα σβήνουν απ' τα μάτια του. |||von||| Until|everything|fade|from|the|eyes|his Until everything fades from his eyes. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο. |||||||unendlich And|the|sea|is|always|deserted|And|endless And the sea is always desolate and endless.

Νυχτώνει. It gets dark It is getting dark. Έχει καθίσει στο πεζούλι, σι ώρες περνούν. |||Bänkchen||| He has|sat|on the|ledge|the|hours|pass He has sat on the ledge, as the hours pass. Όλα περνούν απ' τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. ||||trüben||||||||||||||||||betrübt Everything|pass|from|the|clouded|eyes|his|the|small|his|the|||children|that|he raised|and|were lost|the|people|that|him|hurt Everything passes through his blurred eyes: his childhood, the children he raised and lost, the people who hurt him. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Everything|passes|and|everything|fades Everything passes and everything fades. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. ||||||Schwarm|||| And|the|two|children|and|one|flock|seagulls|that|fly|high Both children and a flock of seagulls flying high. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. |||stahlig|Flügel Two|seagulls|have|ash-colored|wings Two seagulls have gray wings. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. ||||verloren gehen And|they|pass|and|are lost And they too pass and are lost. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. It is not|is|anymore|to|return|anything Nothing can turn back anymore. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. |gesenkt||||||||| He has|lowered|the|head|and|the|tears|drip|onto the|dry|ground He has lowered his head and tears are dripping onto the dry ground. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος. ||||||Leuchtturm||||||Intervall|streng||unvermeidlich|||||||||||| From|above|his|the|light|of the|lighthouse|lights|again|again|in the|same|interval|strictly|and|inevitably|like|the|dark|forces|of the|life|the|fate|of the|man|the|death Above him, the light of the lighthouse lights up, again, again, in the same interval, strictly and inevitably, like the dark forces of life, the fate of man, death.

SENT_CWT:AFkKFwvL=28.63 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=5.05 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=299 err=0.00%) translation(all=239 err=0.00%) cwt(all=2263 err=1.41%)