×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Εμπειρίκος, Ανδρέας - Η Μανταλένια

Εμπειρίκος, Ανδρέας - Η Μανταλένια

Όσοι περί πολλά τυρβάζουν, ίσως να ενδιαφέρονται να μάθουν και τα περιστατικά της ιστορίας τούτης.

Είμουν ξαπλωμένος στον ίσκιο μιας καρυδιάς, και, προσπαθών να κοιμηθώ, ύστερα από μακρά πορεία, έλεγα : «Νάνι Μανταλένια! Νάνοι πηδούν κοκκινοπρόσωποι μ΄ άκουρα γένεια, μαύρα γένεια».

Αλλά ο ύπνος δεν ήρχετο. Ήρχετο μόνον μία αύρα ελαφρά, εντός της οποίας έπλεαν τα αρώματα του έαρος. Καίτοι τα τζιτζίκια δεν είχαν κάμει ακόμη την εμφάνισί των, ενόμιζα πως έβριθε η ατμόσφαιρα από τον παλλόμενο τριγμό τους. Μία πηγή κελάρυζε σιμά. Από μακρυά ηκούετο το βήμα του επερχομένου θέρους.

Η ώρα ήτο γλυκυτάτηּ η κόπωσίς μου ωσαύτως. Όπως συμβαίνει συχνά με αυτούς που επιθυμούν να κοιμηθούν, έστριβα από το ένα πλευρό στο άλλο, για να βρω μια θέσι αναπαυτική επί του χώματος, επικαλούμενος συνεχώς τον ύπνο. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έπεφτα, όχι κατά τρόπο τρομακτικό, όπως συμβαίνει στους εφιάλτας, αλλά μαλακά και ηδονικά, μέσα σ΄ έναν μπαξέ της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Άνδρου, όπου, την άνοιξι, οι ανθισμένες λεμονιές σκορπούν τα μύρα τους, με τόσην επιμονή και τόσον έντονα, που πλημμυρίζουν, όχι μόνο τον αέρα, αλλά και τα πιο ερμητικώς κλειστά δωμάτια, και τα πιο βαθειά σεντούκια και συρτάρια, κάτω από τα μακρουλά και στρογγυλά κυπαρισσένια βορδωνάρια.

Η παραβολή που έκαμα, έχει μεγαλυτέρα σημασία απ΄ ό,τι θα μπορούσε να νομίσει κανείς αρχικώς, διότι βρισκόμουν πλέον, όχι κάτω από μια καρυδιά των Λαμύρων ή των Στραπουργιών, αλλά, σαν να είχα κατρακυλήσει από παραβολή σε παραβολή, βρισκόμουν, λέγω, στο Νειμπορειό, σε μια αμμουδιά της Άνδρου, όχι μακρυά απ΄ τις Πλακούρες, την συνοικία του λιμένος, όπου, όπως και στην άλλη εκείνη συνοικία, την Ρίβα, στέκουν σιωπηλά, σαν άγρυπνοι φρουροί της μυθικώς γοητευτικής για μας πατρίδος μας το ένα κοντά στο άλλο, τα Εμπειρικαίïκα – δηλαδή τα σπίτια των Εμπειρίκων, των οποίων η παλαιά και ισχυρά οικογένεια καπετάνεψε και καπετανεύει πάντα την μοίρα του ωραίου νησιού.

Μόλις σταμάτησε το κύλισμά μου, στάθηκα στα πόδια μου. Όρθιος στην άμμο, έβλεπα τον αυγερινό να σβύνη, όπως περίπου σβύνουν τα μάτια μιας ηδονιζομένης γυναικός, και να υποθρώσκει, βαθμηδόν, στον ουρανό η μέρα. Δεξιά μου, η Χώρα εκοιμάτο ακόμη. Αριστερά, ο δρόμος προς τις Στενιές, το μεγαλύτερο ναυτικό χωριό της νήσου, ήτο έρημος. Θυμάμαι ότι μύριζαν πάρα πολύ οι λεμονιές. Πάρα πολύ και ανεκλαλήτως ωραία. Θυμάμαι πως την ίδια ώρα, έκαμα μια απ΄ αυτές τις σκέψεις, που κάνουν συχνά οι άνδρες, αλλά που πάντοτε σχεδόν τις αποκρύπτουν. Τι ωραία, συλλογιζόμουν, που θα ήτο, αν τύχαινε να περάσει μια τρυφερά παιδίσκη απ΄ εκεί, ή μια τραγανή νεάνις, και να τις έπιανα, είτε το ήθελαν ή όχι, να τις διακόρευα στην αμμουδιά, υπό το φως της Αφροδίτης, ή, σ΄ έναν μπαξέ, κοντά στον δρόμο, έτσι, με το «άστε ντούα ου», διαρρηγνύων τους υμένας των και εισδύων μέσα των βαθειά, σε αψόγους και πλήρεις βιασμούς, ενώ στους φράχτες θα λαλούσαν οι κοκόροι, και στις συκιές θα έχυναν το γάλα των τα σύκα…

Αλλά καμιά παιδίσκη και καμιά νεάνις δεν περνούσε. Τότε, εγώ, φλεγόμενος από τον διακαή μου πόθο, μη γνωρίζων τι να κάμω, έβγαλα το τσιμπούκι μου και δαγκώνοντάς το με λύσσα, στράφηκα προς την θάλασσα και άναψα ένα σπίρτο. Τότε μονάχα παρετήρησα ότι το καράβι που ήτο αγκυροβολημένο διακόσιες περίπου οργυιές απ΄ τ΄ ακρογιάλι, δεν ήτο συνηθισμένο ιστιοφόρο, αλλά ένα μεγάλο κλίππερ, έως 600 τόννων, σαν αυτά που δεν βλέπουν πια στις θάλασσες οι ναυτιλλόμενοι των ιδικών μας χρόνων, μα τα συναντούν μόνον σε εικόνες και βιβλία, ένα κλίππερ εκτάκτου ομορφιάς, όμοιο με αυτά που εξυπηρετούσαν άλλοτε, στον 19ον αιώνα, την γραμμή των Ινδιών, απ΄ την Αγγλία. Τα πανιά του ήσαν μισομαζευμένα. Το κλίππερ έμοιαζε σαν να είχε φθάσει μόλις προ ολίγου. Εν τούτοις, κανείς δεν εκινείτο επί του καταστρώματος. Μόνον ένα φανάρι έλαμπε στον πρωραίο ιστό, όπως στον ουρανό η Αφροδίτη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαινόταν σαν λαχανιασμένο, όμως όχι εναγωνίως, μα ζωηρά, από ξεχείλισμα ζωής, από γοργόν, θα έλεγα, παλμόν καρδίας. Προς στιγμήν, μάλιστα, μου φάνηκε, παρά την πλήρη ερημιά του, ότι εβούïζε ολόκληρο, από την ίσαλο γραμμή έως ψηλά στον παπαφίγκο, σαν υπερφίαλο και εκστατικό μελίσσι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Έξαφνα ήκουσα ευκρινώς, μέσα στην ορθρινή γαλήνη, τρεις, πέντε, δέκα γλυκυτάτους στεναγμούς, σε μια ηδυπαθή αλληλουχία, στεναγμούς του είδους εκείνου, που ακούει κανείς, καμιά φορά, αφυπνιζόμενος την νύκτα, να έρχωνται απανωτά, από δωμάτια παρακείμενα, σε σπίτια ή ξενοδοχεία. Το καράβι αυτό, μου εφαίνετο σαν ζωντανό. Το καράβι αυτό, μου άναβε το αίμα. Ένας ακατανίκητος πόθος να το πλησιάσω φούντωσε μέσα μου ακαριαίως. Έπρεπε οπωσδήποτε να το φθάσω. Έτρεξα λοιπόν πίσω στις Πλακούρες, πήδηξα σε μια από τις κοιμισμένες δίπλα στα κρηπιδώματα της αποβάθρας βάρκες, και ήρχισα να κωπηλατώ σαν τρελλός.

Απ΄ εδώ και εμπρός η εξέλιξις υπήρξε ραγδαία. Εντός ολίγου έφθασα στο κλίππερ, και τραβώντας τα κουπιά πιο σιγά, έκανα μία βόλτα γύρω απ΄ το καράβι. Ήτο αλήθεια θαυμάσιο το κατάμαυρο τούτο σκάφος και έμοιαζε σαν παραδομένο στα χάδια των πρωινών υδάτων. Κάτι με έσπρωχνε προς αυτό. Τι ήθελα να κάνω; Γιατί το ποθούσα τόσο;

Τώρα είχα φθάσει στην λεπτή, γλυμμένη, σαν κόσσα ακονισμένη, πρώρα, και χειριζόμουν τα κουπιά κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να μη με παρασύρει το ρεύμα. Σταθεροποιημένος στην θέσι αύτη, ύψωσα το βλέμμα μου και έμεινα άναυδος. Είχα αντικρύσει την ξύλινη γοργόνα του καραβιού, που εξετοξεύετο παντοτινά κάτω απ' το μπαστούνι, παντοτινά καί ακαταπαύστως, με όρθια μεστωμένα στήθη, με ξανθά μαλλιά, με κατακόκκινα χείλη, και με μεγάλα γαλανά και ατενίζοντα τον ορίζοντα μάτια. Ήτο μια κόρη εκπάγλου καλλονής ετούτη η γοργόνα. Αίφνης η καρδιά μου εσκίρτησε σχεδόν έως το στόμα μου. "Θεέ μου!" ανεφώνησα κατάπληκτος. Η γοργόνα ανέπνεε! Τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, τα βλέφαρα της ανοιγοκλείναν, και από τα χείλη της έβγαιναν γλυκύτατοι στεναγμοί. Η ωραία γοργόνα δεν ήτο ξύλινη. Ήτο ζωντανή, και μαζύ με το ανεβοκατέβασμα του στήθους της, απόλυτα συγχρονισμένα, φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα πλευρά του καραβιού, που ανέπνεε και εστέναζε και αυτό δια του στόματός της. Τότε, με μιας, κατάλαβα γιατί ποθούσα τόσο το θηλυκό καράβι. Ήθελα να ανέβω επάνω του, όχι ως επιβάτης, μα ως επιβήτωρ, και πριν ακόμη καταστεί ο πόθος μου συνειδητός. Δεν ξέρω γιατί, μα αισθανόμουν στο κατώφλι μιας αναντιρρήτως χειροπιαστής αιωνιότητος, και κοίταζα, κοίταζα με απληστία και λαχτάρα, το υπερκόσμιον τούτο όραμα, που ανεδύετο από την θάλασσα, όπως η αρχική ζωή μέσ΄ απ΄ το μπλάβο χάος. Ρίγος βαθύ και σύγκορμον με συνεκλόνιζε. Δεν αισθανόμουν πια σαν ένας άνθρωπος, μα σαν ολόκληρος λαός περιούσιος, μπροστά σε νέον κόσμο.

«Αφροδίτη!» φώναξα έξαλλος.

Τότε συνέβη κάτι, που κόντεψε να μου κόψη την αναπνοή. Η γοργόνα έσκυψε το κεφάλι της προς εμέ και είπε :

«Όχι Αφροδίτη… Μανταλένια».

Εμβρόντητος εκοίταξα δεξιά και αριστερά τα πλευρικά ελάσματα της πρώρας, που εξετείνοντο πέρα από την μέση της γοργόνας. Κάτι μεγάλα μπρούτζινα γράμματα οξειδωμένα από τις θαλασσοπορείες, φανέρωναν το όνομα του καραβιού. Το ολοζώντανο σκάφος, που ανέπνεε συνεχώς δια της γοργόνας, ελέγετο Μανταλένια!

Πριν συνέλθω από την έκπληξί μου, ένα ποδοβολητό ακούσθηκε ξαφνικά, σαν να έτρεχαν στο μέχρι προ ολίγου τελείως έρημο κατάστρωμα πολλά μικρά παιδιά, και ένας πολύτονος και ασυγκράτητος γέλως εξέσπασε δεξιά και αριστερά. Δέκα έως δώδεκα νάνοι, με κόκκινα πρόσωπα και μαύρα γένεια, ντυμένοι σαν πειραταί του 17ου και του 18ου αιώνος, με μαύρα μαντήλια στα κεφάλια τους και με αστραφτερά μαχαίρια στα ζωνάρια έσκαζαν στα γέλια επάνωθέ μου.

Γελώντας πάντοτε, ένας από τους νάνους είπε :

«Πολύ νωρίς ξύπνησες σήμερα, Μανταλένια».

Ενας άλλος νάνος, γελώντας και αυτός, πρόσθεσε :

«Νάνι, Μανταλένια, νάνι λοιπόν...»

Ενώ γελούσαν όλοι, ένας τρίτος νάνος, λίγο πιο ψηλός από τους άλλους, εστράφη προς εμέ και είπε χωρίς γέλια :

«Ξεκινήσαμε για τον Ινδικό ωκεανό, και είμαστε κουρσάροι... Χάσαμε όμως τον καπετάνιο μας και ρίξαμε εδώ τις άγκυρές μας, σε τούτη την φημισμένη για τους ναυτικούς της νήσο, για να πάρουμε έναν από σας για πλοίαρχό μας... Αν θέλεις την Μανταλένια, έλα να γίνεις αρχηγός μας... Έτσι μονάχα θα την κάνεις δική σου».

Η απόφασίς μου ήτο ήδη παρμένη. Παρατώντας τα κουπιά, ανέβηκα στην τραβέρσα της βάρκας και με ένα σάλτο, σαν να' μουνα ένας τεράστιος πίθηκος, πήδηξα και βρέθηκα γαντζωμένος στην ζωντανή γοργόνα, αγκαλιάζοντάς την με τα μπράτσα μου και με τα σκέλη μου.

«Σηκώστε τις άγκυρες!…» επρόσταξε ο κατά τι ψηλότερος νάνος, που ήτο ο ναύκληρος του πειρατικού. Έπειτα φώναξε στεντορείως ;

«Το κλίππερ Μανταλένια σαλπάρει σήμερα για τις Ινδίες… Ζήτω ο νέος αρχηγός μας!»

Τα γέλια παύσανε δια μιας και αμέσως ήρχισαν να κροταλίζουν οι καδένες. Εγώ φιλούσα σαν τρελλός την Μανταλένια. Την φιλούσα παντού, στα στήθη, στα μαλλιά, στα μάτια, που ήσαν όλα νοτισμένα από γλυκειάν αρμύρα, αλλά τη στιγμή που τη φίλησα, εν τέλει, στο στόμα, η ηδύτης του φιλιού ήτανε τόση, που τα χέρια μου γλύστρησαν από το κορμί της, και έπεσα με παφλασμό μέσ΄ στο νερό.

Καλά ως εδώ. Όλοι θα συμφωνούν και δικαίως, ότι ονειρευόμουν. Αλλά τι θα πουν όσοι διαβάζουν τούτες τις γραμμές, όταν μάθουν τα ακόλουθα.

Όταν ξύπνησα και σηκώθηκα από την καρυδιά, στις ρίζες της οποίας είχα ξαπλώσει για να ξαποστάσω, αφού προχώρησα ολίγα βήματα, γιομάτος ακόμη από την γοητεία του ωραίου ονείρου, είδα στο πρώτο γύρισμα του δρόμου, να υψώνεται μέσα από την χλόη, επάνω στο βάθρο του, ένα γύψινο άγαλμα, που πρώτη φορά το αντίκρυζα στο σημείο τούτο. Το άγαλμα αυτό ήτο μια κόπια της Αφροδίτης της Μήλου, μια κόπια πιστή, αλλά σε κλίμακα κατά τι μικροτέρα. Άθελά μου θυμήθηκα την αναφώνησί μου εμπρός στη ζωντανή γοργόνα του ονείρου, και στάθηκα απέναντι στο γύψινο ομοίωμα, που υψώνετο μέσα από την χλόη. Έξαφνα η καρδιά μου σκίρτησε στο στήθος μου και έμεινα άναυδος. Στο βάθρο της Αφροδίτης, κάποιος είχε χαράξει με σουγιά το όνομα : Μανταλένια!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Εμπειρίκος, Ανδρέας - Η Μανταλένια Empirikos|Andreas|The|Mandalenia La Mandaleneia - Andreas Embiricos Empeirikos, Andreas - Mandalenia

Όσοι περί πολλά τυρβάζουν, ίσως να ενδιαφέρονται να μάθουν και τα περιστατικά της ιστορίας τούτης. Those who|about|many|are preoccupied|perhaps|to|are interested|to|learn|and|the|incidents|of this|history|this Those who are concerned with many things may be interested in learning the incidents of this story.

Είμουν ξαπλωμένος στον ίσκιο μιας καρυδιάς, και, προσπαθών να κοιμηθώ, ύστερα από μακρά πορεία, έλεγα : «Νάνι Μανταλένια! I was|lying|in the|shade|of a|walnut tree|and|trying|to|sleep|after|from|long|journey|I was saying|Sleep tight|Mandalenia I was lying in the shade of a walnut tree, and, trying to sleep after a long journey, I said: "Nani Mandalenia!" Νάνοι πηδούν κοκκινοπρόσωποι μ΄ άκουρα γένεια, μαύρα γένεια». Dwarfs|jump|red-faced|with|unshorn|beards|black|beards Dwarfs jump with red faces, with unkempt beards, black beards."

Αλλά ο ύπνος δεν ήρχετο. But|the|sleep|not|would come But sleep did not come. Ήρχετο μόνον μία αύρα ελαφρά, εντός της οποίας έπλεαν τα αρώματα του έαρος. It was coming|only|one|breeze|light|within|of the|which|floated|the|scents|of the|spring Only a light breeze came, within which the scents of spring floated. Καίτοι τα τζιτζίκια δεν είχαν κάμει ακόμη την εμφάνισί των, ενόμιζα πως έβριθε η ατμόσφαιρα από τον παλλόμενο τριγμό τους. Although|the|cicadas|not|had|made|yet|their|appearance|of them|I thought|that|was full|the|atmosphere|from|the|pulsating|chirping|their Although the cicadas had not yet made their appearance, I thought the atmosphere was filled with their pulsating chirp. Μία πηγή κελάρυζε σιμά. A|spring|flowed|nearby A spring was murmuring nearby. Από μακρυά ηκούετο το βήμα του επερχομένου θέρους. From|afar|was heard|the|step|of the|approaching|summer From afar, the footsteps of the approaching summer could be heard.

Η ώρα ήτο γλυκυτάτηּ η κόπωσίς μου ωσαύτως. The|hour|was|sweetest|the|fatigue|my|likewise The hour was very sweet; my fatigue was the same. Όπως συμβαίνει συχνά με αυτούς που επιθυμούν να κοιμηθούν, έστριβα από το ένα πλευρό στο άλλο, για να βρω μια θέσι αναπαυτική επί του χώματος, επικαλούμενος συνεχώς τον ύπνο. As|happens|often|with|those|who|wish|to|sleep|I turned|from|the|one|side|to|the other|to|to|find|a|position|comfortable|on|the|ground|invoking|continuously|the|sleep As often happens with those who wish to sleep, I turned from one side to the other, trying to find a comfortable position on the ground, constantly invoking sleep. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έπεφτα, όχι κατά τρόπο τρομακτικό, όπως συμβαίνει στους εφιάλτας, αλλά μαλακά και ηδονικά, μέσα σ΄ έναν μπαξέ της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Άνδρου, όπου, την άνοιξι, οι ανθισμένες λεμονιές σκορπούν τα μύρα τους, με τόσην επιμονή και τόσον έντονα, που πλημμυρίζουν, όχι μόνο τον αέρα, αλλά και τα πιο ερμητικώς κλειστά δωμάτια, και τα πιο βαθειά σεντούκια και συρτάρια, κάτω από τα μακρουλά και στρογγυλά κυπαρισσένια βορδωνάρια. Suddenly|to me|seemed|that|I was falling|not|in a|way|terrifying|as|happens|in the|nightmares|but|softly|and|pleasurably|inside|in|a|garden|of|my|my|homeland|Andros|where|the|spring|the|blossoming|lemon trees|scatter|the|fragrances|their|with|such|persistence|and|so|intensely|that|flood|not|only|the|air|but|and|the|most|hermetically|closed|rooms|and|the|most|deeply|chests|and|drawers|under|from|the|elongated|and|round|cypress|trees Suddenly, it seemed to me that I was falling, not in a frightening way, as happens in nightmares, but softly and pleasantly, into a garden of my native land, Andros, where, in spring, the blooming lemon trees spread their fragrances so insistently and intensely that they flood not only the air but also the most hermetically sealed rooms and the deepest chests and drawers, beneath the elongated and round cypress trunks.

Η παραβολή που έκαμα, έχει μεγαλυτέρα σημασία απ΄ ό,τι θα μπορούσε να νομίσει κανείς αρχικώς, διότι βρισκόμουν πλέον, όχι κάτω από μια καρυδιά των Λαμύρων ή των Στραπουργιών, αλλά, σαν να είχα κατρακυλήσει από παραβολή σε παραβολή, βρισκόμουν, λέγω, στο Νειμπορειό, σε μια αμμουδιά της Άνδρου, όχι μακρυά απ΄ τις Πλακούρες, την συνοικία του λιμένος, όπου, όπως και στην άλλη εκείνη συνοικία, την Ρίβα, στέκουν σιωπηλά, σαν άγρυπνοι φρουροί της μυθικώς γοητευτικής για μας πατρίδος μας το ένα κοντά στο άλλο, τα Εμπειρικαίïκα – δηλαδή τα σπίτια των Εμπειρίκων, των οποίων η παλαιά και ισχυρά οικογένεια καπετάνεψε και καπετανεύει πάντα την μοίρα του ωραίου νησιού. The|parable|that|I made|has|greater|significance|than||would|could|to|think|anyone|initially|because|I was|now|not|under|from|a|walnut tree|of|Lamyrans|or|of|Strapurgians|but|as|to|I had|fallen|from|parable|into|parable|I was|I say|in the|Neimborio|on|a|beach|of|Andros|not|far|from|the|Plakoures|the|neighborhood|of|port|where|as|and|in the|other|that|neighborhood|the|Riva|stand|silently|like|sleepless|guards|of|mythically|enchanting|for|us|homeland|our|the|one|near|to the|other|the|Empirikaiika|that is|the|houses|of|Empirikans|of|whose|the|old|and|strong|family|captained|and|continues to captain|always|the|fate|of|beautiful|island The parable I made has greater significance than one might initially think, because I was no longer under a walnut tree of the Lamyras or the Stroupouria, but, as if I had rolled from parable to parable, I found myself, I say, in Neimborio, on a beach of Andros, not far from Plakoures, the neighborhood of the port, where, as in that other neighborhood, Riva, stand silently, like vigilant guardians of our mythically enchanting homeland, one next to the other, the Empirikaiika – that is, the houses of the Empirikoi, whose old and powerful family has always commanded and continues to command the fate of the beautiful island.

Μόλις σταμάτησε το κύλισμά μου, στάθηκα στα πόδια μου. As soon as|stopped|the|rolling|my|I stood|on|feet|my As soon as my rolling stopped, I stood on my feet. Όρθιος στην άμμο, έβλεπα τον αυγερινό να σβύνη, όπως περίπου σβύνουν τα μάτια μιας ηδονιζομένης γυναικός, και να υποθρώσκει, βαθμηδόν, στον ουρανό η μέρα. Standing|in the|sand|I saw|the|morning star|to|extinguish|as|approximately|extinguish|the|eyes|of a|pleasure-seeking|woman|and|to|subside|gradually|in the|sky|the|day Standing on the sand, I watched the morning star fade, much like the eyes of a woman in ecstasy fade, and the day gradually whispering into the sky. Δεξιά μου, η Χώρα εκοιμάτο ακόμη. Right|my|the|Country|was sleeping|still To my right, the Chora was still asleep. Αριστερά, ο δρόμος προς τις Στενιές, το μεγαλύτερο ναυτικό χωριό της νήσου, ήτο έρημος. Left|the|road|towards|the|Stenies|the|largest|fishing|village|of the|island|was|deserted To the left, the road to Stenies, the largest maritime village of the island, was deserted. Θυμάμαι ότι μύριζαν πάρα πολύ οι λεμονιές. I remember|that|smelled|very|much|the|lemon trees I remember that the lemon trees smelled very strong. Πάρα πολύ και ανεκλαλήτως ωραία. very|much|and|indescribably|beautiful Very strong and indescribably beautiful. Θυμάμαι πως την ίδια ώρα, έκαμα μια απ΄ αυτές τις σκέψεις, που κάνουν συχνά οι άνδρες, αλλά που πάντοτε σχεδόν τις αποκρύπτουν. I remember|that|the|same|hour|I had|one|of|these|the|thoughts|that|men do|often|the|men|but|that|always|almost|them|hide I remember that at the same time, I had one of those thoughts that men often have, but almost always conceal. Τι ωραία, συλλογιζόμουν, που θα ήτο, αν τύχαινε να περάσει μια τρυφερά παιδίσκη απ΄ εκεί, ή μια τραγανή νεάνις, και να τις έπιανα, είτε το ήθελαν ή όχι, να τις διακόρευα στην αμμουδιά, υπό το φως της Αφροδίτης, ή, σ΄ έναν μπαξέ, κοντά στον δρόμο, έτσι, με το «άστε ντούα ου», διαρρηγνύων τους υμένας των και εισδύων μέσα των βαθειά, σε αψόγους και πλήρεις βιασμούς, ενώ στους φράχτες θα λαλούσαν οι κοκόροι, και στις συκιές θα έχυναν το γάλα των τα σύκα… how|beautiful|I was thinking|that|would|be|if|happened|to|pass|a|tender|little girl|from|there|or|a|crunchy|young woman|and|to|them|I caught|whether|it|wanted|or|not|to|them|I deflowered|on the|beach|under|the|light|of|Aphrodite|or|in a|a|garden|near|to the|road|like that|with|the|let|two|oh|tearing|their|hymens|of them|and|penetrating|inside|of them|deeply|in|flawless|and|complete|rapes|while|in the|fences|would|crowed|the|roosters|and|in the|fig trees|would|poured|the|milk|of the|the|figs How beautiful, I was contemplating, it would be if a tender young girl happened to pass by, or a crisp young woman, and I caught them, whether they wanted it or not, to violate them on the beach, under the light of Venus, or, in a garden, near the road, like that, with "aste dua ou", tearing their hymens and penetrating them deeply, in flawless and complete rapes, while the roosters would crow on the fences, and the figs would spill their milk in the fig trees...

Αλλά καμιά παιδίσκη και καμιά νεάνις δεν περνούσε. But|no|little girl|and|no|young woman|not|passed But no young girl and no young woman passed by. Τότε, εγώ, φλεγόμενος από τον διακαή μου πόθο, μη γνωρίζων τι να κάμω, έβγαλα το τσιμπούκι μου και δαγκώνοντάς το με λύσσα, στράφηκα προς την θάλασσα και άναψα ένα σπίρτο. Then|I|burning|from|the|intense|my|desire|not|knowing|what|to|do|I took out|the|pipe|my|and|biting|it|with|rage|I turned|towards|the|sea|and|I lit|a|match Then, burning with my intense desire, not knowing what to do, I took out my pipe and biting it fiercely, I turned towards the sea and lit a match. Τότε μονάχα παρετήρησα ότι το καράβι που ήτο αγκυροβολημένο διακόσιες περίπου οργυιές απ΄ τ΄ ακρογιάλι, δεν ήτο συνηθισμένο ιστιοφόρο, αλλά ένα μεγάλο κλίππερ, έως 600 τόννων, σαν αυτά που δεν βλέπουν πια στις θάλασσες οι ναυτιλλόμενοι των ιδικών μας χρόνων, μα τα συναντούν μόνον σε εικόνες και βιβλία, ένα κλίππερ εκτάκτου ομορφιάς, όμοιο με αυτά που εξυπηρετούσαν άλλοτε, στον 19ον αιώνα, την γραμμή των Ινδιών, απ΄ την Αγγλία. Then|only|I noticed|that|the|ship|that|was|anchored|two hundred|approximately|fathoms|from|the|shore|not|was|ordinary|sailing ship|but|a|large|clipper|up to|tons|like|those|that|not|see|anymore|in the|seas|the|sailors|of|our||of years|but|they|encounter|only|in|pictures|and|books|a|clipper|extraordinary|beauty|similar|to|those|that|served|once|in the|19th|century|the|route|of|Indies|from|the|England Only then did I notice that the ship anchored about two hundred fathoms from the shore was not an ordinary sailing ship, but a large clipper, up to 600 tons, like those that sailors of our own times no longer see at sea, but only encounter in pictures and books, a clipper of extraordinary beauty, similar to those that once served, in the 19th century, the India route from England. Τα πανιά του ήσαν μισομαζευμένα. The|sails|his|were|half-drawn Its sails were half-drawn. Το κλίππερ έμοιαζε σαν να είχε φθάσει μόλις προ ολίγου. The|clipper|seemed|as|to|had|arrived|just|before|a little while ago The clipper looked as if it had just arrived. Εν τούτοις, κανείς δεν εκινείτο επί του καταστρώματος. In|this|no one|not|moved|on|the|deck Nevertheless, no one was moving on the deck. Μόνον ένα φανάρι έλαμπε στον πρωραίο ιστό, όπως στον ουρανό η Αφροδίτη. Only|one|lantern|shone|in the|front|mast|as|in the|sky|the|Venus Only one lantern shone on the foremast, like Venus in the sky. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαινόταν σαν λαχανιασμένο, όμως όχι εναγωνίως, μα ζωηρά, από ξεχείλισμα ζωής, από γοργόν, θα έλεγα, παλμόν καρδίας. I don't|know|why|but|to me|seemed|like|out of breath|but|not|desperately|but|lively|from|overflow|of life|from|swift|would|say|pulse|of heart I don't know why, but it seemed to me like it was panting, not desperately, but lively, overflowing with life, with a swift, I would say, heartbeat. Προς στιγμήν, μάλιστα, μου φάνηκε, παρά την πλήρη ερημιά του, ότι εβούïζε ολόκληρο, από την ίσαλο γραμμή έως ψηλά στον παπαφίγκο, σαν υπερφίαλο και εκστατικό μελίσσι. For|a moment|indeed|to me|seemed|despite|the|complete|emptiness|of it|that|buzzed|whole|from|the|waterline|line|up to|high|in the|papafigo|like|arrogant|and|ecstatic|swarm For a moment, in fact, it seemed to me, despite its complete desolation, that it was buzzing all over, from the waterline up to the top of the papafigo, like a proud and ecstatic beehive. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. The|heart|my|was beating|loudly My heart was beating loudly. Έξαφνα ήκουσα ευκρινώς, μέσα στην ορθρινή γαλήνη, τρεις, πέντε, δέκα γλυκυτάτους στεναγμούς, σε μια ηδυπαθή αλληλουχία, στεναγμούς του είδους εκείνου, που ακούει κανείς, καμιά φορά, αφυπνιζόμενος την νύκτα, να έρχωνται απανωτά, από δωμάτια παρακείμενα, σε σπίτια ή ξενοδοχεία. Suddenly|I heard|clearly|within|in the|morning|tranquility|three|five|ten|sweetest|sighs|in|a|pleasurable|sequence|sighs|of|kind|that|that|one hears|anyone||time|awakening|the|night|to|come|consecutively|from|rooms|adjacent|in|houses|or|hotels Suddenly I heard clearly, in the morning calm, three, five, ten sweet sighs, in a sensuous sequence, sighs of that kind that one hears, sometimes, awakening at night, coming in succession from adjacent rooms, in houses or hotels. Το καράβι αυτό, μου εφαίνετο σαν ζωντανό. The|ship|this|to me|seemed|like|alive This ship seemed to me like a living being. Το καράβι αυτό, μου άναβε το αίμα. The|ship|this|to me|ignited|the|blood This ship ignited my blood. Ένας ακατανίκητος πόθος να το πλησιάσω φούντωσε μέσα μου ακαριαίως. A|irresistible|desire|to|it|approach|flared up|inside|me|instantly An irresistible desire to approach it flared up inside me instantly. Έπρεπε οπωσδήποτε να το φθάσω. I had to|definitely|to|it|reach I absolutely had to reach it. Έτρεξα λοιπόν πίσω στις Πλακούρες, πήδηξα σε μια από τις κοιμισμένες δίπλα στα κρηπιδώματα της αποβάθρας βάρκες, και ήρχισα να κωπηλατώ σαν τρελλός. I ran|then|back|to the|Plakoures|I jumped|into|one|of|the|sleeping|next to|to the|piers|of the|dock|boats|and|I started|to|row|like|crazy So I ran back to the Plakoures, jumped into one of the sleeping boats next to the pier's embankments, and began to row like crazy.

Απ΄ εδώ και εμπρός η εξέλιξις υπήρξε ραγδαία. from|here|and|forward|the|evolution|was|rapid From here on, the evolution was rapid. Εντός ολίγου έφθασα στο κλίππερ, και τραβώντας τα κουπιά πιο σιγά, έκανα μία βόλτα γύρω απ΄ το καράβι. Within|short time|I arrived|at the|clipper|and|pulling|the|oars|more|slowly|I made|a|turn|around|from|the|ship In a short while, I reached the clipper, and pulling the oars more slowly, I took a turn around the ship. Ήτο αλήθεια θαυμάσιο το κατάμαυρο τούτο σκάφος και έμοιαζε σαν παραδομένο στα χάδια των πρωινών υδάτων. It was|truly|marvelous|the|jet black|this|ship|and|it seemed|like|surrendered|to the|caresses|of the|morning|waters This pitch-black vessel was truly magnificent and seemed to be surrendered to the caresses of the morning waters. Κάτι με έσπρωχνε προς αυτό. Something|me|was pushing|towards|this Something was pushing me towards this. Τι ήθελα να κάνω; Γιατί το ποθούσα τόσο; What|I wanted|to|do|Why|it|desired|so much What did I want to do? Why did I desire it so much?

Τώρα είχα φθάσει στην λεπτή, γλυμμένη, σαν κόσσα ακονισμένη, πρώρα, και χειριζόμουν τα κουπιά κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να μη με παρασύρει το ρεύμα. Now|I had|arrived|at the|thin|shaved|like|oar|sharpened|bow|and|I was handling|the|oars|in such|such|manner|so that|to|not|me|sweep away|the|current Now I had reached the thin, sharpened prow, and I was handling the oars in such a way that the current would not sweep me away. Σταθεροποιημένος στην θέσι αύτη, ύψωσα το βλέμμα μου και έμεινα άναυδος. Stabilized|in|position|this|I raised|the|gaze|my|and|I remained|astonished Stabilized in this position, I raised my gaze and was left speechless. Είχα αντικρύσει την ξύλινη γοργόνα του καραβιού, που εξετοξεύετο παντοτινά κάτω απ' το μπαστούνι, παντοτινά καί ακαταπαύστως, με όρθια μεστωμένα στήθη, με ξανθά μαλλιά, με κατακόκκινα χείλη, και με μεγάλα γαλανά και ατενίζοντα τον ορίζοντα μάτια. I had|encountered|the|wooden|mermaid|of the|ship|that|was launched|eternally|under|from|the|stick|eternally|and|incessantly|with|upright|full|breasts|with|blonde|hair|with|bright red|lips|and|with|large||and|gazing|the|horizon|eyes I had gazed upon the wooden mermaid of the ship, which was eternally launched beneath the mast, eternally and incessantly, with upright, full breasts, with blonde hair, with bright red lips, and with large blue eyes that gazed at the horizon. Ήτο μια κόρη εκπάγλου καλλονής ετούτη η γοργόνα. It was|a|girl|of extraordinary|beauty|this|the|mermaid This mermaid was a girl of exquisite beauty. Αίφνης η καρδιά μου εσκίρτησε σχεδόν έως το στόμα μου. Suddenly|the|heart|my|leaped|almost|to|the|mouth|my Suddenly, my heart leaped almost to my mouth. "Θεέ μου!" God|my "My God!" ανεφώνησα κατάπληκτος. I exclaimed|astonished I exclaimed in astonishment. Η γοργόνα ανέπνεε! The|mermaid|breathed The mermaid was breathing! Τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, τα βλέφαρα της ανοιγοκλείναν, και από τα χείλη της έβγαιναν γλυκύτατοι στεναγμοί. The|breasts|her|rose and fell|The|eyelids|her|opened and closed|and|from|the|lips|her|came out|sweetest|sighs Her breasts were rising and falling, her eyelids were fluttering, and sweet sighs were escaping from her lips. Η ωραία γοργόνα δεν ήτο ξύλινη. The|beautiful|mermaid|not|was|wooden The beautiful mermaid was not wooden. Ήτο ζωντανή, και μαζύ με το ανεβοκατέβασμα του στήθους της, απόλυτα συγχρονισμένα, φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα πλευρά του καραβιού, που ανέπνεε και εστέναζε και αυτό δια του στόματός της. It was|alive|and|together|with|the|rising and falling|of|chest|her|perfectly|synchronized|inflated|and|deflated|the|sides|of|ship|that|breathed|and|sighed|and|it|through|of|mouth|her It was alive, and along with the rising and falling of her chest, the sides of the ship were inflating and deflating in perfect synchronization, breathing and sighing through her mouth. Τότε, με μιας, κατάλαβα γιατί ποθούσα τόσο το θηλυκό καράβι. Then|with|once|I understood|why|desired|so much|the|female|ship Then, all of a sudden, I understood why I longed so much for the feminine ship. Ήθελα να ανέβω επάνω του, όχι ως επιβάτης, μα ως επιβήτωρ, και πριν ακόμη καταστεί ο πόθος μου συνειδητός. I wanted|to|mount|on|him|not|as|passenger|but|as|rider|and|before|yet|become|the|desire|my|conscious I wanted to climb on it, not as a passenger, but as a rider, even before my desire became conscious. Δεν ξέρω γιατί, μα αισθανόμουν στο κατώφλι μιας αναντιρρήτως χειροπιαστής αιωνιότητος, και κοίταζα, κοίταζα με απληστία και λαχτάρα, το υπερκόσμιον τούτο όραμα, που ανεδύετο από την θάλασσα, όπως η αρχική ζωή μέσ΄ απ΄ το μπλάβο χάος. I do not|know|why|but|I felt|at the|threshold|of a|unquestionably|tangible|eternity|and|I was looking|I was looking|with|greed|and|longing|the|transcendent|this|vision|that|was emerging|from|the|sea|as|the|original|life|through|from|the|blue|chaos I don't know why, but I felt on the threshold of an undeniably tangible eternity, and I looked, I looked with greed and longing at this otherworldly vision that was emerging from the sea, like the original life from the blue chaos. Ρίγος βαθύ και σύγκορμον με συνεκλόνιζε. shiver|deep|and|dread|me|shook A deep shiver and a chill shook me. Δεν αισθανόμουν πια σαν ένας άνθρωπος, μα σαν ολόκληρος λαός περιούσιος, μπροστά σε νέον κόσμο. Not|I felt|anymore|like|one|human|but|like|whole|people|chosen|in front of|in|new|world I no longer felt like a person, but like an entire chosen people, in front of a new world.

«Αφροδίτη!» φώναξα έξαλλος. Aphrodite|I shouted|frantically "Aphrodite!" I shouted in a frenzy.

Τότε συνέβη κάτι, που κόντεψε να μου κόψη την αναπνοή. Then|happened|something|that|almost|to|me|cut|the|breath Then something happened that almost took my breath away. Η γοργόνα έσκυψε το κεφάλι της προς εμέ και είπε : The|mermaid|bowed|the|head|her|towards|me|and|said The mermaid leaned her head towards me and said:

«Όχι Αφροδίτη… Μανταλένια». No|Aphrodite|Mandalenia "No, Aphrodite... Mandalena."

Εμβρόντητος εκοίταξα δεξιά και αριστερά τα πλευρικά ελάσματα της πρώρας, που εξετείνοντο πέρα από την μέση της γοργόνας. astonished|I looked|right|and|left|the|lateral|plates|of the|bow|that|extended|beyond|from|the|waist|of the|mermaid Astonished, I looked right and left at the side panels of the bow, which extended beyond the waist of the mermaid. Κάτι μεγάλα μπρούτζινα γράμματα οξειδωμένα από τις θαλασσοπορείες, φανέρωναν το όνομα του καραβιού. Something|large|bronze|letters|oxidized|from|the|sea voyages|revealed|the|name|of the|ship Some large bronze letters, oxidized from the sea voyages, revealed the name of the ship. Το ολοζώντανο σκάφος, που ανέπνεε συνεχώς δια της γοργόνας, ελέγετο Μανταλένια! The|living|ship|that|breathed|continuously|through|the|mermaid|was called|Mandalenia The living ship, which breathed continuously through the mermaid, was called Mandalenia!

Πριν συνέλθω από την έκπληξί μου, ένα ποδοβολητό ακούσθηκε ξαφνικά, σαν να έτρεχαν στο μέχρι προ ολίγου τελείως έρημο κατάστρωμα πολλά μικρά παιδιά, και ένας πολύτονος και ασυγκράτητος γέλως εξέσπασε δεξιά και αριστερά. Before|I recovered|from|the|surprise|my|a|sound of footsteps|was heard|suddenly|as if|to|were running|on the|until|just|a little while ago|completely|deserted|deck|many|small|children|and|a|loud|and|uncontrollable|laughter|burst|right|and|left Before I could recover from my surprise, a stampede was suddenly heard, as if many small children were running on the completely deserted deck just moments ago, and a loud and uncontrollable laughter erupted to the right and left. Δέκα έως δώδεκα νάνοι, με κόκκινα πρόσωπα και μαύρα γένεια, ντυμένοι σαν πειραταί του 17ου και του 18ου αιώνος, με μαύρα μαντήλια στα κεφάλια τους και με αστραφτερά μαχαίρια στα ζωνάρια έσκαζαν στα γέλια επάνωθέ μου. Ten|to|twelve|dwarfs|with|red|faces|and|black|beards|dressed|like|pirates|of|17th|and|of|18th|century|with|black|bandanas|on|heads|their|and|with|shiny|knives|on|belts|burst|into|laughter|above|me Ten to twelve dwarfs, with red faces and black beards, dressed like pirates of the 17th and 18th centuries, with black bandanas on their heads and shiny knives at their belts, were bursting with laughter above me.

Γελώντας πάντοτε, ένας από τους νάνους είπε : Laughing|always|one|from|the|dwarfs|said Always laughing, one of the dwarfs said:

«Πολύ νωρίς ξύπνησες σήμερα, Μανταλένια». Very|early|you woke up|today|Mandalenia "You woke up very early today, Mandalenia."

Ενας άλλος νάνος, γελώντας και αυτός, πρόσθεσε : One|other|dwarf|laughing|and|he|added Another dwarf, laughing as well, added:

«Νάνι, Μανταλένια, νάνι λοιπόν...» Lullaby|Mandalenia|lullaby|then "Sleep, Mandalenia, sleep then..."

Ενώ γελούσαν όλοι, ένας τρίτος νάνος, λίγο πιο ψηλός από τους άλλους, εστράφη προς εμέ και είπε χωρίς γέλια : While|were laughing|everyone|one|third|dwarf|a little|more|tall|than|the|others|turned|towards|me|and|said|without|laughter While everyone was laughing, a third dwarf, a little taller than the others, turned to me and said without laughing:

«Ξεκινήσαμε για τον Ινδικό ωκεανό, και είμαστε κουρσάροι... Χάσαμε όμως τον καπετάνιο μας και ρίξαμε εδώ τις άγκυρές μας, σε τούτη την φημισμένη για τους ναυτικούς της νήσο, για να πάρουμε έναν από σας για πλοίαρχό μας... Αν θέλεις την Μανταλένια, έλα να γίνεις αρχηγός μας... Έτσι μονάχα θα την κάνεις δική σου». We set sail|for|the|Indian|Ocean|and|we are|pirates|We lost|but|the|captain|our|and|we dropped|here|the|anchors|our|in|this|the|famous|for|its|sailors|of|island|to|to||one|from|you|for|captain|our|If|you want|her|Mandalenia|come|to|become|leader|our|Only then|only|will|her|you make|yours|your "We set out for the Indian Ocean, and we are pirates... However, we lost our captain and dropped our anchors here, on this island famous for its sailors, to take one of you as our captain... If you want Mandalena, come to be our leader... Only then will you make her yours."

Η απόφασίς μου ήτο ήδη παρμένη. The|decision|my|was|already|made My decision was already made. Παρατώντας τα κουπιά, ανέβηκα στην τραβέρσα της βάρκας και με ένα σάλτο, σαν να' μουνα ένας τεράστιος πίθηκος, πήδηξα και βρέθηκα γαντζωμένος στην ζωντανή γοργόνα, αγκαλιάζοντάς την με τα μπράτσα μου και με τα σκέλη μου. Abandoning|the|oars|I climbed|on the|gunwale|of the|boat|and|with|a|leap|as if|I were|I were|a|huge|monkey|I jumped|and|I found myself|clinging|to the|living|mermaid|hugging|her|with|the|arms|my|and|with|the|legs|my Abandoning the oars, I climbed onto the side of the boat and with a leap, as if I were a huge monkey, I jumped and found myself clinging to the living mermaid, embracing her with my arms and legs.

«Σηκώστε τις άγκυρες!…» επρόσταξε ο κατά τι ψηλότερος νάνος, που ήτο ο ναύκληρος του πειρατικού. Raise|the|anchors|commanded|the|by|a little|taller|dwarf|who|was|the|captain|of|pirate ship "Raise the anchors!..." commanded the slightly taller dwarf, who was the captain of the pirate ship. Έπειτα φώναξε στεντορείως ; Then|shouted|in a loud voice Then he shouted loudly;

«Το κλίππερ __Μανταλένια__ σαλπάρει σήμερα για τις Ινδίες… Ζήτω ο νέος αρχηγός μας!» The|clipper|Mandalenia|sails|today|to|the|Indies|Hooray|the|new|captain|our "The clipper Mandalenia sets sail today for the Indies... Long live our new leader!"

Τα γέλια παύσανε δια μιας και αμέσως ήρχισαν να κροταλίζουν οι καδένες. The|laughter|stopped|at once|one moment|and|immediately|began|to|rattle|the|chains Laughter stopped immediately and the chains began to rattle. Εγώ φιλούσα σαν τρελλός την Μανταλένια. I|kissed|like|crazy|the|Mandalenia I was kissing Mandalenia like a madman. Την φιλούσα παντού, στα στήθη, στα μαλλιά, στα μάτια, που ήσαν όλα νοτισμένα από γλυκειάν αρμύρα, αλλά τη στιγμή που τη φίλησα, εν τέλει, στο στόμα, η ηδύτης του φιλιού ήτανε τόση, που τα χέρια μου γλύστρησαν από το κορμί της, και έπεσα με παφλασμό μέσ΄ στο νερό. Her|I was kissing|everywhere|on the|breasts|on the|hair|on the|eyes|which|were|all|wet|from|sweet|saltiness|but|her|moment|when|her|I kissed|in|the end|on the|mouth|the|sweetness|of the|kiss|was|so much|that|my|hands|my|slipped|from|the|body|her|and|I fell|with|splash|in|in the|water I kissed her everywhere, on the breasts, on the hair, on the eyes, which were all wet from sweet salt, but the moment I finally kissed her on the mouth, the sweetness of the kiss was so great that my hands slipped from her body, and I fell with a splash into the water.

Καλά ως εδώ. Good|so|far So far, so good. Όλοι θα συμφωνούν και δικαίως, ότι ονειρευόμουν. Everyone|will|agree|and|rightly|that|I was dreaming Everyone will agree, and rightly so, that I was dreaming. Αλλά τι θα πουν όσοι διαβάζουν τούτες τις γραμμές, όταν μάθουν τα ακόλουθα. But|what|will||those who|read|these|the|lines|when|learn|the|following But what will those who read these lines say when they learn the following.

Όταν ξύπνησα και σηκώθηκα από την καρυδιά, στις ρίζες της οποίας είχα ξαπλώσει για να ξαποστάσω, αφού προχώρησα ολίγα βήματα, γιομάτος ακόμη από την γοητεία του ωραίου ονείρου, είδα στο πρώτο γύρισμα του δρόμου, να υψώνεται μέσα από την χλόη, επάνω στο βάθρο του, ένα γύψινο άγαλμα, που πρώτη φορά το αντίκρυζα στο σημείο τούτο. When|I woke up|and|I got up|from|the|walnut tree|at the|roots|of it|which|I had|lain down|to|to|rest|after|I walked|a few|steps|full|still|from|the|charm|of the|beautiful|dream|I saw|at the|first|turn|of the|road|to|rise|through|from|the|grass|on|at the|pedestal|of it|a|plaster|statue|which|first|time|it|I saw|at the|spot|this When I woke up and got up from the walnut tree, at the roots of which I had lain down to rest, after taking a few steps, still filled with the charm of the beautiful dream, I saw at the first bend of the road, rising through the grass, a plaster statue, which I was seeing for the first time at this spot. Το άγαλμα αυτό ήτο μια κόπια της Αφροδίτης της Μήλου, μια κόπια πιστή, αλλά σε κλίμακα κατά τι μικροτέρα. The|statue|this|was|a|copy|of|Aphrodite|of|Melos|a|copy|faithful|but|in|scale|by|a little|smaller This statue was a copy of the Venus of Milo, a faithful copy, but slightly smaller in scale. Άθελά μου θυμήθηκα την αναφώνησί μου εμπρός στη ζωντανή γοργόνα του ονείρου, και στάθηκα απέναντι στο γύψινο ομοίωμα, που υψώνετο μέσα από την χλόη. inadvertently|me|I remembered|the|exclamation|my|in front of|of the|living|mermaid|of the|dream|and|I stood|opposite|to the|plaster|model|that|rose|within|from|the|grass Unintentionally, I remembered my exclamation in front of the living mermaid of the dream, and I stood in front of the plaster replica, which was rising through the grass. Έξαφνα η καρδιά μου σκίρτησε στο στήθος μου και έμεινα άναυδος. Suddenly|the|heart|my|leaped|in|chest|my|and|I remained|astonished Suddenly my heart leaped in my chest and I was left speechless. Στο βάθρο της Αφροδίτης, κάποιος είχε χαράξει με σουγιά το όνομα : Μανταλένια! On|pedestal|of|Aphrodite|someone|had|carved|with|knife|the|name|Mandalenia On the pedestal of Venus, someone had carved with a knife the name: Mandalenia!

SENT_CWT:AFkKFwvL=7.58 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=9.82 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=112 err=0.00%) translation(all=89 err=0.00%) cwt(all=1560 err=0.77%)