×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Κόντογλου, Φώτης - Ο Μπάρμπα Μανώλης ο Βασιλές

Κόντογλου, Φώτης - Ο Μπάρμπα Μανώλης ο Βασιλές

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΝΩΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΣ

«Από νανάκου άρχεσθαι», λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες, όποτε θέλανε να μιλήσουνε για τα παλαιά πράγματα. Ο Νάνακος ήτανε βασιλιάς της Ηπείρου πριν από τον Δευκαλίωνα, που στα χρόνια του έγινε ο κατακλυσμός. Ο μπάρμπα Μανώλης ήτανε Νάνακος παμπάλαιος, Μαθουσάλας. Μπορεί να μην ήτανε παραπάνω από ενενήντα πέντε χρονών, αλλά η όψη του, το παρουσιαστικό του, ήτανε τέτοιο, που τον έδειχνε πολύ πιο αρχαίο και σεβάσμιο. Αθώος, άκακος, του παλιού καιρού άνθρωπος. Δεν θύμωσε ποτές, δεν έβρισε ποτές, δεν κακολόγησε ποτές. Πάντα γλυκομίλητος, μ' όλο που ήτανε λιγόλογος και σοβαρός. Όλοι τον αγαπούσανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε «Ιχτιάρμπαμπά», που θα πει «Γεροπατέρας». Σπουδασμένοι και απλοί πηγαίνανε κοντά του, σαν να 'τανε ο μπαρμπα Μανώλης ένα ισκιερό δέντρο μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Στο κορμί ήτανε κοντός, πάντα ξυπόλητος, με βρακί ανασκουμπωμένο και δεμένο με το ζουνάρι του, γιατί θαλάσσωνε για να βγει από τη βάρκα του, που ήτανε παμπάλαια σαν και εκείνον κι όσο που χωρούσε τρεις τέσσερες νοματέους. Ήτανε πάντα κατακάθαρος. Τον περισσότερο καιρό ήτανε με το πουκάμισο κοκκαλιασμένο από την αρμύρα, όπως ήτανε και τα βρακιά του και το φέσι του, που είχε γίνει σκληρό σαν την κορόνα του δεσπότη. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα από τον ήλιο κι από την αρμύρα, μάτια καλοκάγαθα, αθώα, ντροπαλά.

Περπατούσε με τα χέρια πίσω, κι όλο χάμω έβλεπε, συλλογισμένος, και κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι του και σκούπιζε τα μάτια του που δακρύζανε. Είχε μια κόρη χηρευάμενη, και κείνη τον διατηρούσε. Το σπίτι της ήτανε στα Πλιθάρια, στην άκρη της πολιτείας, εκεί που είχε καμίνια και κάνανε τούβλα, κεραμίδια κι ασβέστη. Εκεί πέρα ζούσανε του θεού άνθρωποι, ξοχάρηδες, κεραμιδάδες, ασβεστάδες, αλμπάνηδες κι άλλοι τέτοιοι απλοί άνθρωποι. Εκεί ήτανε κ' η μικρή εκκλησιά τ' Άγι'Αντώνη, που ήτανε ο πρεπούμενός τους άγιος. Από τον μεγάλο δρόμο που πήγαινε στο Ντικελί και στην Πέργαμο, μέσα στην Ανατολή, περνούσανε όλη μέρα άλογα, νταλίκες (Αμάξια αλαφριά για τους ανθρώπους), αραμπάδες, γαϊδάροι, βόδια, καμήλες, θαρρούσε κανένας πως βρίσκεται στο Μπαγντάτ. Ήσυχη, ειρηνεμένη ζωή. Τα καμίνια καπνίζανε, στα πηγάδια με τις μεγάλες πεζούλες βγάζανε νερό τα κορίτσια με τα φαρδιά φουστάνια και με τα τσεμπέρια, οι γαϊδάροι βοσκούσανε και γκαρίζανε, οι καμήλες ανηφορίζανε αργοπερπατώντας στον μεγάλο δρόμο, Ρωμιοί και Τούρκοι Γιουρούκηδες ανεβοκατεβαίνανε. Σε κανέναν καφενέ καθόντανε ένας δυο γέροι και φουμάρανε ναργκιλέ. Το σπίτι του Βασιλέ ήτανε από τα πιο φτωχά, κατακάθαρο, ασβεστωμένο πάντα, κάτασπρο, κοντά στον Άγιο Γιώργη το Τάσ', που τον λέγανε έτσι επειδής είχε μια βρύση μ' ένα έμορφο τάσι, κρεμασμένο με μιαν αλυσίδα, για να πίνει ο κόσμος. Εκεί κοντά βρισκότανε και του Ντέντου ο καφενές. Εκεί πήγαινε ο μπαρμπα Βασιλές, το βράδι που γύριζε από τις ακρογιαλιές, εκεί που έβγαζε χάβαρα, μύδια, καλόγνωμες, φούσκες, χιβάδες, κοχύλια κι άλλα θαλασσινά. Τον περισσότερον όμως καιρό τον περνούσε μακριά από την πολιτεία, στα έρημα κατάγιαλα, στον ανοιχτόν αγέρα, στον Άγιο Νικόλα, στην Αγιά Παρασκευή, στη Νησοπούλα, στην Αμπέλα, μέσα στο μπουγάζι. Παραπέρα δεν πήγαινε. Την όξω θάλασσα, το πέλαγος, δεν το είδε ποτές του. Το σκαφίδι του, η φελούκα του, ήτανε από τα χρόνια του Νώε. Είχε γίνει σαράβαλο. Σάπισε, ανοίξανε οι αρμοί της. Μα ο μπαρμπα Μανώλης όλο τη μερεμέτιζε. Την έγερνε στην μπάντα, την καλαφάτιζε με στουπί, και δος του από πάνω πηχτή πίσσα, που δεν φαινότανε πια σανίδι, ούλη η σκάφη ήτανε πισσωμένη. Και όμως, πώς τα κατάφερνε να μην παθαίνει τίποτα με τις φουρτούνες, με κείνον τον σκυλοπνίχτη, που τον είχε εξήντα χρόνια και παραπάνω. Την βάρκα του την έδενε σ' ένα παλούκι μέσα σ' έναν μικρόν κόρφο, που τον αποσκέπαζε από βοριά μια χαμηλή μύτη που τη λέγανε Γλώσσα και που βρισκότανε αντίκρυ στην Αγιά Παρασκευή. Ανάμεσα ήτανε ένα στενό πέρασμα θάλασσα, κι ο μπαρμπα Βασιλές έβαζε μέσα στη βάρκα του και περνούσε αντίκρυ όποιον ήθελε να περάσει στην Αγιά Παρασκευή και τον ξανάφερνε, αν δεν ήτανε ν' απομείνει εκεί πέρα. Εκεί που βρισκότανε το παλούκι, ήτανε ρηχά τα νερά, κι ο μπαρμπα Μανώλης, αφού σιγουράριζε καλά τη βάρκα, θαλάσσωνε μ' ανεβασμένο το βρακί του, κ' έβγαινε όξω. Η βάρκα γύριζε ένα γύρο στο παλούκι, όποιος καιρός κι αν έπιανε. Στην Αγιά Παρασκευή την άραζε στο μικρό το λιμανάκι, που 'χε μια χτισμένη αραξιά, κατά τη νοτιά. Ύστερα ανέβαινε σιγά σιγά τον ανήφορο με τα χέρια πίσω και σκυφτός, και πήγαινε στο μοναστήρι, στον γούμενο τον Στέφανο και στις αδερφάδες του, την κερα Ζαχαρώ, τη Βανθίγια και τη Φιβρουνίγια, που τον αγαπούσανε σαν πατέρα τους. «Ώρα καλή, μουρά μ'!». «Καλώς τον μπαρμπα Μανουλέλ'!» Σκούπιζε τα μάτια του ο μπαρμπα Μανώλης. «Πέθανι ου Παναγής ου Σωτηρίου, κουτζάμ παλληκάρ'!Ιχτές πέθανι, τ' νύχτα!Αχ!Γιατί δεν πήρι ιμένα, του γέρου, ου μιγαλουδύναμους». Καθότανε στην πεζούλα, έβγαζε το φέσι του, που ήτανε σκληρό σαν περικεφαλαία, κ' έπαιρνε από μέσα ένα χαρτί διπλωμένο, το έδινε στις γυναίκες κ' έλεγε:«Έχιτι μια γραφή απ' την Παρασκιβγή τ' Χατζηγιάννινα. Είπι ν' ανάψιτι μια λαμπάδα στ' χάρη τς. Κι αυτή χαρουκαμέν'! Πλούσια γυναίκα, τ' Αβραγιάμ κι τ' Ισαγιάκ τα καλά έχ'!Τι να κάν'ς; Ου μιγαλουδύναμους να δίν' έλεγους, να παρ'γουριέτι ου πικραμένους ου κόσμους!». Σ' όλο το μπουγάζι τριγύριζε, μα η αγάπη του ήτανε η Αγιά Παρασκευή. Ο γούμενος κ' οι αδερφάδες του του λέγανε να του πάρουνε μια καινούργια βάρκα, μα εκείνος δεν το παραδεχότανε, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν' αποχωριστεί το σάπιο σκαφίδι του. Κι ούτε ήθελε τα καλά τα φαγιά που του βάζανε να φάγει. Έπαιρνε λίγες ελιές, ψωμί, λάδι, γλυκάδι, κανένα κρομμύδι, και κατέβαινε στην ακροθαλασσιά, έμπαινε στη βάρκα του, έβγαζε ένα τσουπί, το έστρωνε κάτω από έναν πρίνο, που τον είχε σαν δικόν του, καθότανε διπλοπόδι, έκανε τον σταυρό του κ' έτρωγε. Κοντά του είχε και το λαγήνι με το νερό. Εκεί έπινε νερό. Μα, σαν πήγαινε στην πολιτεία, στου Ντέντου τον καφενέ, είχε πάντα ένα καλάθι με μεζέδες, φρέσκα θαλασσινά, και τότες έπινε κρασί μαζί με τον Ντέντο και με τη συνοδεία. Τότε παράπινε καμμιά φορά και κοκκινίζανε η μύτη και τα μάγουλά του, και τότες έλεγε:«Τώρα είμι βασιλές!» απ' αυτό τον βγάλανε μπαρμπα Βασιλέ. Αφού έτρωγε, ξάπλωνε κάτω από τ' αγριόδεντρο, και τον νανούριζε το βουητό της θάλασσας και κανένα πουλάκι που καθότανε στο δέντρο από πάνω του. Μηδέ έγνοιες, μηδέ συλλογές, μηδέ πλούτη, μηδέ πολυτέλειες, μηδέ τίποτα. Μακάριος, αληθινός βασιλές. Μέσα σε κείνη τη σκάφη την πισσωμένη πέρασε όλη τη ζωή του, όποτε ήτανε καλοκαίρι. Τον χειμώνα μαζευότανε στο σπίτι της κόρης του, και πήγαινε και στου Ντέντου τον καφενέ. Μα και τον χειμώνα δεν απόλειπε από την Αγιά Παρασκευή. Μιλούσε από μέσα του μ' όλη την πλάση, με τη θάλασσα, με τη στεριά, με τα δέντρα, με τον αγέρα, με τη βροχή, με τις πέτρες. Σαν να τον αγαπούσαν όλα. Τόσες φουρτούνες πέρασε με κείνο το καρυδόφλουδο, και δεν έπαθε τίποτα. Θαρρείς πως η θάλασσα μέρευε. Σε καιρό που ποδίζανε μεγάλα καΐκια, φουρτούνα κιαμέτι, ο μπαρμπα Μανώλης περνούσε το μπουγάζι με το σκαφίδι του. «Ιμένα, κερα Βανθίγια, μι κυλά η θάλασσα σα να είμι στην κούνια μ!». Όποτε είχε μέσα στη βάρκα του τίποτα γυναίκες και ξεφωνίζανε, φοβισμένες από τη φουρτούνα, ο μπαρμπα Μανώλης έλεγε:«Μουρή, τι τσιρίζιτι; Τι έχ' η θάλασσα, βρε χριστιανή μ'; Χαρά Θιού!»Έδινε της πιο θαρρευάμενης έναν ντενεκέ για να βγάζει τα νερά από τη σεντίνα, και της έλεγε:«Βουγήθα, μουρή κόρη μ'! Μην απολπίζισι!»Η πολιτεία τ' Αϊβαλιού έπεφτε κατά το βοριά, κ' η θάλασσα από κει κατέβαζε τα κύματά της κατά την Αγιά Παρασκευή, όποτε φυσούσε βοριάς γραίγος. Ο μπαρμπα Μανώλης, σαν τύχαινε κ' είχε απομείνει απάνω στην Αγιά Παρασκευή με βοριά φουρτουνιασμένον, τραβούσε κατά το βορινό μέρος, κοίταζε στην πολιτεία, στην ακροθαλασσιά που χτυπούσανε οι θάλασσες, ερχόμενες από το πέλαγο που ήτανε όλο άμμος. Έπαιρνε την ακρογιαλιά και πήγαινε γιαλό γιαλό, και μάζευε ό, τι εύρισκε, ξύλα από μαδέρια καμμιανής βάρκας, κανέναν μπάγκο, παλιά σκοινιά, ντούγιες βαρελίσιες, κανένα κομμάτι καραβόπανο. Καμμιά φορά πετούσε όξω η θάλασσα και κανένα βαρέλι, καμμιά μεγάλη σανίδα, καμμιά κάσα, κανένα σεντούκι. Μάζευε και λογιών-λογιών κουτιά, πορτοκάλια, λεμόνια, που τα πετούσανε από τα Λεμονάδικα τα χιώτικα καΐκια. Σαν του λέγανε: «Γιατί, μπαρμπα Μανώλη, πας και κουράζεσαι και γυρίζεις μέσα στο κρύο; ». Εκείνος αποκρινότανε, δείχνοντας κατά τ' Αϊβαλί: «Πουλιτείγια είνι χτισμέν', κόρη μ'. Ειδών ειδών πράματα πέφτ'ν στ' θάλασσα. Μπουρεί να πέσ' όξου κι καμμιά βάρκα, να δώσουμ' είδησ' να τ'ν πάρουν. Μπουρεί να καΐναντίσ' κι κανένα καϊκ', να δώσουμι βογήθεια. Η Χάρη τς να φυλάγ' τουν κόσμου!». Κ' έκανε τον σταυρό του. Καμμιά φορά μου έλεγε και κανένα ιστορικό, από τον καιρό που βαθύνανε με τις φαγάνες το Ταλιάνι, δηλαδή το μπάσιμο του μπουγαζιού, που ήτανε ρηχό, για να περνούνε τα μεγάλα καράβια και τα παπόρια. Είχε την ιδέα πως αυτά τα μεγάλα πλεούμενα είχανε φέρει όλα τα κακά και τις αρρώστειες:«Απού τότις που άνοιξαν του Ταλιάν', γυιε μ' Φουτέλ', τουρλού τουρλού αστένειες ήμπαν' μέσα στ'ν πουλιτείγια, του χτικιό, του στενούς (Το άσθμα), ου νταμπλάς. Πού ξέραμ' ιμείς τέτοια πράματα; ». Μιλούσε με θαυμασμό για τη Ρωσία, που τη φοβότανε ο Τούρκος και δεν τυραγνούσε τη Χριστιανωσύνη:«Απού τότις που φάνηκ' η Χριστιανουσύν', η Ρουσίγια μας προυστατεύγ', γιατί ου Τούρκους μόνε του Ρούσου φουβάτι. Άμα ακούσ' «Μουσκόβ», πιάνιτι του κάτουρό τ'! Τουν έτριψι τα μούτρα τ' ου βασιλές τσ' Ρουσίγιας, ου Μέγας Ικατιρίν'ς. Γιατ' έχουμι την ίδια θρησκείγια, τ'ν Ουρθουδουξίγια, τ'ν αληθινή τ'ν πίστ'. Για τούτου οι Φράγκ', τα πουντίκια, ξιστρατέψαν καταπάνου τς, στουν πόλιμου τσ' Κριμαίγιας, μαζί με τουν Τούρκου, η Αγγλίγια, η Γαλλίγια κ' η Σαρδέλα (Η Σαρδηνία). Μια μέρα αρρώστησε ο μπαρμπα Μανώλης, πρώτη φορά στα ενενηνταοχτώ χρόνια που έζησε σε τούτον τον κόσμο. Μ' όλα τα παρακάλια, δεν θέλησε να βγει από τη βάρκα. Κειτότανε εκεί μέσα, σκεπασμένος μ' ένα πάπλωμα. Γύρεψε τον γούμενο να τον ξομολογήσει, και κείνος κατέβηκε με τ' Άγιο Ποτήριο και τον ξομολόγησε μέσα στη βάρκα και τον κοινώνησε. Μα τι να ξομολογηθεί ο μπαρμπα Μανώλης; Όσες αμαρτίες είχε κάνει το αγριοπούλι, που καθότανε στον πρίνο, όσες αμαρτίες είχε κάνει η πέτρα που κειτότανε στην ακρογιαλιά, όσες αμαρτίες είχε κάνει ο πρίνος, όσες αμαρτίες έκανε η παλιόβαρκά του, άλλες τόσες είχε κανωμένες κι ο μπαρμπα Μανώλης. Κειτότανε μέσα στην πισσωμένη φωλιά του, και περίμενε να τον πάρει ο Ταξιάρχης, ήσυχος και βλογημένος. Τα κυματάκια αργοσαλεύανε την κούνια αυτού του νήπιου, του μπαρμπα Μανώλη, κι από πάνω από το κεφάλι του άναβε το καντήλι κάτω από την πλώρη, μπροστά στο σαρακοφαγωμένο κόνισμα του Άγιου Νικόλα. Την άλλη μέρα ο γούμενος ο Στέφανος κατέβηκε με τους παραγυιούς του, με τον Μιχάλη τον Ζαφειρίου τον ψάλτη, με τον Βασίλη τον Κλαδίτη, με τον Ξενοφών, με τον τσομπάνη τον Γιάννη τον Μπαρμπάκο, και σηκώσανε τον μπαρμπα Μανώλη, μέσα σ' ένα καθαρό σεντόνι, και τον ανεβάσανε απάνω στο μοναστήρι. Οι γυναίκες τον αλλάξανε και τον βάλανε απάνω σ' ένα αρχοντικό μεντέρι, σαν να 'τανε αληθινός βασιλιάς. Ο γούμενος διάβαζε από πάνω του ως τα μεσάνυχτα, κ' ύστερα πήγε να ξαπλώσει λίγο, κι απομείνανε οι γυναίκες. Πότε παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κανένας δεν το κατάλαβε, γιατί μηδέ βαριανάσανε, μηδέ αναστέναξε, μηδέ άλλαξε ολότελα η όψη του. Έτσι έφυγε από τούτον τον κόσμο ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, που δεν είχε τίποτα εξόν από τη βάρκα του, και τον θάψανε πίσω από την εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, με το κόνισμα τ' Άγιου Νικόλα στο στήθος του. «Και απέθανε Μανουήλ ο Βασιλεύς, και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού. ».

Οι παλαιοί ζωγράφοι, που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, και από τις δυο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους. Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός, που μέσα σ' αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί, που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων. Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι. Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να 'ναι χαρτί, κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές. Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα. Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους. Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της. Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας. Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε, και το φεγγάρι έσβησε. Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη. Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού. Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιο τιποτένιος, ο πιο καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο. Τούτος ο «Ελάχιστος» είναι ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, ου ανοίξανε οι πόρτες τ' ουρανού για να μπει μέσα στον Παράδεισο!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Κόντογλου, Φώτης - Ο Μπάρμπα Μανώλης ο Βασιλές Kontoglou|Fotis|The|Uncle|Manolis|the|Vasilis Tío Manolis el Vassilis - Fotis Kontoglou Kontoglou, Fotis - Old Man Manolis the Vasilis

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΝΩΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΣ The|Uncle||The| OLD MAN MANOLIS THE VASILIS

«Από νανάκου άρχεσθαι», λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες, όποτε θέλανε να μιλήσουνε για τα παλαιά πράγματα. From|nanaku|to be ruled|they used to say|the|ancient|Greeks|whenever|they wanted|to|speak|about|the|old|things "From Nanakos, one should begin," the ancient Greeks used to say whenever they wanted to talk about old things. Ο Νάνακος ήτανε βασιλιάς της Ηπείρου πριν από τον Δευκαλίωνα, που στα χρόνια του έγινε ο κατακλυσμός. The|Nanakos|was|king|of|Epirus|before|from|the|Deucalion|who|in|years|his|became|the|flood Nanakos was the king of Epirus before Deucalion, during whose time the flood occurred. Ο μπάρμπα Μανώλης ήτανε Νάνακος παμπάλαιος, Μαθουσάλας. The|uncle|Manolis|was|Nanakos|very old|Methuselah Uncle Manolis was an ancient Nana, Methuselah. Μπορεί να μην ήτανε παραπάνω από ενενήντα πέντε χρονών, αλλά η όψη του, το παρουσιαστικό του, ήτανε τέτοιο, που τον έδειχνε πολύ πιο αρχαίο και σεβάσμιο. It may|(particle)|not|was|more than|than|ninety|five|years old|but|the|appearance|his|the|demeanor|his|was|such|that|him|made him appear|much|more|ancient|and|venerable He may not have been more than ninety-five years old, but his appearance, his demeanor, made him look much older and venerable. Αθώος, άκακος, του παλιού καιρού άνθρωπος. Innocent|naive|of|old|time|man Innocent, harmless, a man of the old days. Δεν θύμωσε ποτές, δεν έβρισε ποτές, δεν κακολόγησε ποτές. Not|got angry|ever|Not|cursed|ever|Not|insulted|ever He never got angry, never cursed, never spoke ill. Πάντα γλυκομίλητος, μ' όλο που ήτανε λιγόλογος και σοβαρός. Always|sweet-spoken|to me|although|that|he was|few-spoken|and|serious Always sweet-spoken, even though he was few words and serious. Όλοι τον αγαπούσανε. Everyone|him|loved Everyone loved him. Οι Τούρκοι τον λέγανε «Ιχτιάρμπαμπά», που θα πει «Γεροπατέρας». The|Turks|him|called|'Ihtiarbaba'|which|will||'Old Father' The Turks called him "Ihtiarbabá", which means "Old Father". Σπουδασμένοι και απλοί πηγαίνανε κοντά του, σαν να 'τανε ο μπαρμπα Μανώλης ένα ισκιερό δέντρο μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Students|and|simple|would go|near|to him|as|||the|uncle|Manolis|one|shady|tree|in||heat|of the|summer Educated and simple people would go to him, as if Uncle Manolis were a shady tree in the heat of summer. Στο κορμί ήτανε κοντός, πάντα ξυπόλητος, με βρακί ανασκουμπωμένο και δεμένο με το ζουνάρι του, γιατί θαλάσσωνε για να βγει από τη βάρκα του, που ήτανε παμπάλαια σαν και εκείνον κι όσο που χωρούσε τρεις τέσσερες νοματέους. In the|body|was|short|always|barefoot|with|shorts|rolled up|and|tied|with|the|belt|his|because|he would wash|in order to|to|get out|from|the|boat|his|which|was|very old|like|and|him|and|as much as|that|could fit|three|four|men He was short in stature, always barefoot, with his trousers rolled up and tied with his sash, because he was getting ready to get out of his boat, which was as ancient as he was and could fit three or four people. Ήτανε πάντα κατακάθαρος. It was|always|completely clear He was always very clean. Τον περισσότερο καιρό ήτανε με το πουκάμισο κοκκαλιασμένο από την αρμύρα, όπως ήτανε και τα βρακιά του και το φέσι του, που είχε γίνει σκληρό σαν την κορόνα του δεσπότη. The|most|time|was|with|the|shirt|skeleton-like|from|the|salt|as|was|and|the|trousers|his|and|the|fez|his|which|had|become|hard|like|the|crown|of|lord Most of the time he wore a shirt stiffened by the salt, just like his trousers and his fez, which had become hard like the crown of a lord. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα από τον ήλιο κι από την αρμύρα, μάτια καλοκάγαθα, αθώα, ντροπαλά. The|eyes|his|were|red|from|the|sun|and|from|the|salt|eyes|kind-hearted|innocent|shy His eyes were red from the sun and the salt, kind-hearted, innocent, and shy.

Περπατούσε με τα χέρια πίσω, κι όλο χάμω έβλεπε, συλλογισμένος, και κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι του και σκούπιζε τα μάτια του που δακρύζανε. He walked|with|the|hands|behind|and|always|down|looked|lost in thought|and|every|so often|he shook|the|head|his|and|he wiped|the|eyes|his|that|were tearing up He was walking with his hands behind him, always looking down, deep in thought, and every now and then he would shake his head and wipe his tearful eyes. Είχε μια κόρη χηρευάμενη, και κείνη τον διατηρούσε. He had|a|daughter|widowed|and|she|him|supported He had a daughter who was widowed, and she supported him. Το σπίτι της ήτανε στα Πλιθάρια, στην άκρη της πολιτείας, εκεί που είχε καμίνια και κάνανε τούβλα, κεραμίδια κι ασβέστη. The|house|her|was|in|Plitharia|at the|edge|of the|town|there|where|had|kilns|and|made|bricks|tiles|and|lime Her house was in Plitharia, on the outskirts of the town, where there were kilns making bricks, tiles, and lime. Εκεί πέρα ζούσανε του θεού άνθρωποι, ξοχάρηδες, κεραμιδάδες, ασβεστάδες, αλμπάνηδες κι άλλοι τέτοιοι απλοί άνθρωποι. There|beyond|lived|of the|god|people|farmers|roofers|lime workers|plasterers|and|other|such|simple|people There lived good people, country folk, tile makers, lime workers, and other such simple people. Εκεί ήτανε κ' η μικρή εκκλησιά τ' Άγι'Αντώνη, που ήτανε ο πρεπούμενός τους άγιος. There|was|and|the|small|church|of|Saint Anthony|where|was|the|presumed|their|saint There was also the small church of Saint Anthony, who was their patron saint. Από τον μεγάλο δρόμο που πήγαινε στο Ντικελί και στην Πέργαμο, μέσα στην Ανατολή, περνούσανε όλη μέρα άλογα, νταλίκες (Αμάξια αλαφριά για τους ανθρώπους), αραμπάδες, γαϊδάροι, βόδια, καμήλες, θαρρούσε κανένας πως βρίσκεται στο Μπαγντάτ. From|the|big|road|that|went|to|Dikili|and|to the|Pergamon|through|in the|East|passed|all|day|horses|trucks|(Vehicles|light|for|the|people|carts|donkeys|oxen|camels||no one|that|is|in the|Baghdad From the main road that led to Dikili and Pergamon, in the East, horses, trucks (light carts for people), carts, donkeys, oxen, and camels passed by all day long; one would think they were in Baghdad. Ήσυχη, ειρηνεμένη ζωή. Quiet|Peaceful|life A quiet, peaceful life. Τα καμίνια καπνίζανε, στα πηγάδια με τις μεγάλες πεζούλες βγάζανε νερό τα κορίτσια με τα φαρδιά φουστάνια και με τα τσεμπέρια, οι γαϊδάροι βοσκούσανε και γκαρίζανε, οι καμήλες ανηφορίζανε αργοπερπατώντας στον μεγάλο δρόμο, Ρωμιοί και Τούρκοι Γιουρούκηδες ανεβοκατεβαίνανε. The|kilns|were smoking|at the|wells|with|the|large|buckets|were drawing|water|the|girls|with|the|wide|dresses|and|with|the|headscarves|The|donkeys|were grazing|and|were braying|The|camels|were climbing up|slowly walking|on the|big|road|Greeks|and|Turks|Yurokides|were going up and down The ovens were smoking, at the wells with the large platforms, girls in wide skirts and headscarves were drawing water, the donkeys were grazing and braying, the camels were slowly climbing the main road, and Greeks and Turkish Yurok were going up and down. Σε κανέναν καφενέ καθόντανε ένας δυο γέροι και φουμάρανε ναργκιλέ. In|any|coffee shop|sat|one|two|old men|and|smoked|hookah In a café, there were one or two old men sitting and smoking a hookah. Το σπίτι του Βασιλέ ήτανε από τα πιο φτωχά, κατακάθαρο, ασβεστωμένο πάντα, κάτασπρο, κοντά στον Άγιο Γιώργη το Τάσ', που τον λέγανε έτσι επειδής είχε μια βρύση μ' ένα έμορφο τάσι, κρεμασμένο με μιαν αλυσίδα, για να πίνει ο κόσμος. The|house|of|Vasile|was|among|the|most|poor|very clean|whitewashed|always|very white|near|to the|Saint|George|the|Tas|who|him|called|like that|because|had|one|fountain|with|a|beautiful|basin|hanging|with|a|chain|for|to|drink|the|people Vasile's house was one of the poorest, always clean, whitewashed, very white, near Saint George the Tas', who was called that because he had a fountain with a beautiful basin, hanging with a chain, for people to drink. Εκεί κοντά βρισκότανε και του Ντέντου ο καφενές. There|near|was located|and|of|Dendou|the|café Nearby was Dendou's café. Εκεί πήγαινε ο μπαρμπα Βασιλές, το βράδι που γύριζε από τις ακρογιαλιές, εκεί που έβγαζε χάβαρα, μύδια, καλόγνωμες, φούσκες, χιβάδες, κοχύλια κι άλλα θαλασσινά. There|was going|the|uncle|Vasileas|the|evening|when|was returning|from|the|beaches|there|where|he was catching|fish|mussels|clams|pufferfish|sea urchins|shells|and|other|seafood There, Uncle Vasile would go in the evening when he returned from the shores, where he collected sea urchins, mussels, clams, sea cucumbers, shells, and other seafood. Τον περισσότερον όμως καιρό τον περνούσε μακριά από την πολιτεία, στα έρημα κατάγιαλα, στον ανοιχτόν αγέρα, στον Άγιο Νικόλα, στην Αγιά Παρασκευή, στη Νησοπούλα, στην Αμπέλα, μέσα στο μπουγάζι. The|most|however|time|it|spent|far|from|the|city|in the|deserted|coastal areas|in the|open|air|in the|Saint|Nicholas|in the|Holy|Friday||Nisipoula|in the|Ambela|inside|in the|bay However, he spent most of his time far from the city, in the deserted shores, in the open air, at Saint Nicholas, at Agia Paraskevi, on Nissopoula, in Ampela, in the strait. Παραπέρα δεν πήγαινε. Further|not|would go He did not go further. Την όξω θάλασσα, το πέλαγος, δεν το είδε ποτές του. The|outside|sea|the|ocean|not|it|saw|ever|his He never saw the outer sea, the open sea. Το σκαφίδι του, η φελούκα του, ήτανε από τα χρόνια του Νώε. The|small boat|his|The|felucca|his|was|from|the|years|of|Noah His small boat, his felucca, was from the time of Noah. Είχε γίνει σαράβαλο. It had|become|a wreck It had become a wreck. Σάπισε, ανοίξανε οι αρμοί της. It rotted|opened|the|joints|her It rotted, the seams opened. Μα ο μπαρμπα Μανώλης όλο τη μερεμέτιζε. But|the|uncle|Manolis|always|it|was fixing But old Manolis kept repairing it. Την έγερνε στην μπάντα, την καλαφάτιζε με στουπί, και δος του από πάνω πηχτή πίσσα, που δεν φαινότανε πια σανίδι, ούλη η σκάφη ήτανε πισσωμένη. It|lifted|to the|side|it|caulked|with|oakum|and|give|it|from|above|thick|pitch|which|not|was visible|anymore|plank|all|the|boat|was|pitch-coated He would tilt it to the side, caulk it with oakum, and then pour thick tar on top, so it no longer looked like wood, the whole boat was tarred. Και όμως, πώς τα κατάφερνε να μην παθαίνει τίποτα με τις φουρτούνες, με κείνον τον σκυλοπνίχτη, που τον είχε εξήντα χρόνια και παραπάνω. And|yet|how|them|managed|to|not|suffer|anything|with|the|storms|with|that|the|dog killer|who|him|had|sixty|years|and|more And yet, how did he manage to not suffer anything from the storms, with that dog-drowning man, whom he had known for sixty years and more. Την βάρκα του την έδενε σ' ένα παλούκι μέσα σ' έναν μικρόν κόρφο, που τον αποσκέπαζε από βοριά μια χαμηλή μύτη που τη λέγανε Γλώσσα και που βρισκότανε αντίκρυ στην Αγιά Παρασκευή. The|boat|his|it|tied|to|a|stake|inside|in|a|small|cove|that|it|uncovered|from|north wind|a|low|point|that|it|called|Glossa|and|that|was located|opposite|to the|Saint|Friday He tied his boat to a stake in a small cove, which was sheltered from the north wind by a low point called Glossa, located opposite Agia Paraskevi. Ανάμεσα ήτανε ένα στενό πέρασμα θάλασσα, κι ο μπαρμπα Βασιλές έβαζε μέσα στη βάρκα του και περνούσε αντίκρυ όποιον ήθελε να περάσει στην Αγιά Παρασκευή και τον ξανάφερνε, αν δεν ήτανε ν' απομείνει εκεί πέρα. Between|was|a|narrow|passage|sea|and|the|uncle|Vasilis|would put|inside|in|boat|his|and|would pass|across|anyone|wanted|to|pass|to the|Agia|Paraskevi|and|him|would bring back|if|not|was|to|remain|there|over there In between was a narrow passage of sea, and old man Vasilis would put anyone who wanted to cross to Agia Paraskevi into his boat and bring them back, unless they were to stay over there. Εκεί που βρισκότανε το παλούκι, ήτανε ρηχά τα νερά, κι ο μπαρμπα Μανώλης, αφού σιγουράριζε καλά τη βάρκα, θαλάσσωνε μ' ανεβασμένο το βρακί του, κ' έβγαινε όξω. There|where|was|the|stake|were|shallow|the|waters|and|the|uncle|Manolis|after|secured|well|the|boat|would launch|with|raised|the|trousers|his|and|would get out|outside Where the stake was, the waters were shallow, and old man Manolis, after securing the boat well, would roll up his trousers and go out. Η βάρκα γύριζε ένα γύρο στο παλούκι, όποιος καιρός κι αν έπιανε. The|boat|turned|one|round|at the|stake|whatever|weather|and|if|caught The boat would circle around the pole, no matter what weather it encountered. Στην Αγιά Παρασκευή την άραζε στο μικρό το λιμανάκι, που 'χε μια χτισμένη αραξιά, κατά τη νοτιά. In|Agia|Paraskevi|it|anchored|at|small|the|little harbor|which|had|a|built|mooring|towards|the|south In Agia Paraskevi, he would dock it at the small harbor, which had a built dock, facing south. Ύστερα ανέβαινε σιγά σιγά τον ανήφορο με τα χέρια πίσω και σκυφτός, και πήγαινε στο μοναστήρι, στον γούμενο τον Στέφανο και στις αδερφάδες του, την κερα Ζαχαρώ, τη Βανθίγια και τη Φιβρουνίγια, που τον αγαπούσανε σαν πατέρα τους. Then|he was climbing|slowly|slowly|the|uphill road|with|the|hands|behind|and|bent over|and|he was going|to the|monastery|to the||the|Stephen|and|to the|sisters|his|the|widow|Zacharo|the|Vanthigia|and|the|Fivrounia|who|him|loved|like|father|their Then he would slowly climb up the hill with his hands behind him and bent over, and he would go to the monastery, to the abbot Stefan and his sisters, the widow Zacharo, Vanthigia, and Fivrounigia, who loved him like their father. «Ώρα καλή, μουρά μ'!». good time|good|my dear|me "Good hour, my dear!". «Καλώς τον μπαρμπα Μανουλέλ'!» Σκούπιζε τα μάτια του ο μπαρμπα Μανώλης. welcome|him|uncle|Manoulel|He was wiping|the|eyes|his|the|uncle|Manolis "Welcome, Uncle Manolis!" Uncle Manolis was wiping his eyes. «Πέθανι ου Παναγής ου Σωτηρίου, κουτζάμ παλληκάρ'!Ιχτές πέθανι, τ' νύχτα!Αχ!Γιατί δεν πήρι ιμένα, του γέρου, ου μιγαλουδύναμους». He died|the|Panagis|the|Sotiriou|big|young man|Yesterday|he died|the|night|Oh|Why|not|took|me|the|old man|the|mighty "Panas the Sotiriou has died, a big lad! He died last night! Oh! Why didn't he take me, the old man, the all-powerful one?" Καθότανε στην πεζούλα, έβγαζε το φέσι του, που ήτανε σκληρό σαν περικεφαλαία, κ' έπαιρνε από μέσα ένα χαρτί διπλωμένο, το έδινε στις γυναίκες κ' έλεγε:«Έχιτι μια γραφή απ' την Παρασκιβγή τ' Χατζηγιάννινα. He was sitting|on the|sidewalk|he took off|the|fez|his|which|was|hard|like|helmet|and|he took|from|inside|a|paper|folded|it|he gave|to the|women|and|he said|There is|a|writing|from|the|Paraskivgi|of|Chatzigiannina He was sitting on the little wall, taking off his fez, which was hard like a helmet, and he took out a folded piece of paper from inside, gave it to the women and said: "Here is a note from the Friday of the Chatzigiannina." Είπι ν' ανάψιτι μια λαμπάδα στ' χάρη τς. He said|to|light|a|candle|in honor of|grace|her He said to light a candle in her honor. Κι αυτή χαρουκαμέν'! And|she|is happy And she is so sweet! Πλούσια γυναίκα, τ' Αβραγιάμ κι τ' Ισαγιάκ τα καλά έχ'!Τι να κάν'ς; Ου μιγαλουδύναμους να δίν' έλεγους, να παρ'γουριέτι ου πικραμένους ου κόσμους!». Rich|woman|of|Abraham|and|of|Isaac|the|good|has|What|to|do|Not|mighty|to|give|judgments|to|take away|the|sorrowful|the|world A rich woman, she has the good things of Abraham and Isaac! What can you do? They don't give the powerful any commands, to take away the bitter from the world! Σ' όλο το μπουγάζι τριγύριζε, μα η αγάπη του ήτανε η Αγιά Παρασκευή. In|all|the|bay|wandered|but|the|love|his|was|the|Saint|Friday He wandered all around the harbor, but his love was Saint Friday. Ο γούμενος κ' οι αδερφάδες του του λέγανε να του πάρουνε μια καινούργια βάρκα, μα εκείνος δεν το παραδεχότανε, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν' αποχωριστεί το σάπιο σκαφίδι του. The|abbot|and|the|brothers|his|to him|were telling|to|him|buy|a|new|boat|but|he|not|it|admitted|not|wanted|by|any|way|to|part with|the|rotten|little boat|his The abbot and his sisters told him to get a new boat, but he wouldn't admit it, he didn't want to part with his rotten little boat in any way. Κι ούτε ήθελε τα καλά τα φαγιά που του βάζανε να φάγει. And|neither|wanted|the|good|the|food|that|to him|they put|to| And he didn't want the good food they were putting in front of him. Έπαιρνε λίγες ελιές, ψωμί, λάδι, γλυκάδι, κανένα κρομμύδι, και κατέβαινε στην ακροθαλασσιά, έμπαινε στη βάρκα του, έβγαζε ένα τσουπί, το έστρωνε κάτω από έναν πρίνο, που τον είχε σαν δικόν του, καθότανε διπλοπόδι, έκανε τον σταυρό του κ' έτρωγε. He would take|a few|olives|bread|oil|sweet|no|onion|and|he would go down|to the|shore|he would get in|in the|boat|his|he would take out|a|mat|it|he would spread|under|from|a|oak|which|him|he had|as|his own|of him|he would sit|cross-legged|he would make|the|cross|of him|and|he would eat He would take a few olives, bread, oil, some sweets, a few onions, and go down to the shore, get into his boat, take out a mat, spread it under an oak tree that he considered his own, sit cross-legged, make the sign of the cross, and eat. Κοντά του είχε και το λαγήνι με το νερό. Near|him|he had|and|the|jug|with|the|water Next to him, he also had the jug with water. Εκεί έπινε νερό. There|drank|water There he would drink water. Μα, σαν πήγαινε στην πολιτεία, στου Ντέντου τον καφενέ, είχε πάντα ένα καλάθι με μεζέδες, φρέσκα θαλασσινά, και τότες έπινε κρασί μαζί με τον Ντέντο και με τη συνοδεία. But|when|he went|to the|city|at|Dento's|the|café|he had|always|a|basket|with|appetizers|fresh|seafood|and||he drank|wine|together|with|the|Dento|and|with|the|company But, when he went to the town, to Dento's café, he always had a basket with appetizers, fresh seafood, and then he would drink wine with Dento and the company. Τότε παράπινε καμμιά φορά και κοκκινίζανε η μύτη και τα μάγουλά του, και τότες έλεγε:«Τώρα είμι βασιλές!» απ' αυτό τον βγάλανε μπαρμπα Βασιλέ. Then|drank a little more|any|time|and|would turn red|the|nose|and|the|cheeks|his|and||he would say|Now|I am|king|from|this|him|called|uncle|Basile Then he would sometimes drink too much and his nose and cheeks would turn red, and then he would say: "Now I am a king!" That's how they called him Uncle Vasile. Αφού έτρωγε, ξάπλωνε κάτω από τ' αγριόδεντρο, και τον νανούριζε το βουητό της θάλασσας και κανένα πουλάκι που καθότανε στο δέντρο από πάνω του. After|he ate|he lay down|under|from|the|wild tree|and|him|lulled|the|hum|of the|sea|and|no|little bird|that|sat|on the|tree|from|above|him After eating, he would lie down under the wild tree, and he would be lulled by the buzzing of the sea and a little bird that was sitting in the tree above him. Μηδέ έγνοιες, μηδέ συλλογές, μηδέ πλούτη, μηδέ πολυτέλειες, μηδέ τίποτα. nor|worries|nor|thoughts|nor|wealth|nor|luxuries|nor|nothing No worries, no thoughts, no wealth, no luxuries, nothing at all. Μακάριος, αληθινός βασιλές. Blessed|true|king Makarios, a true king. Μέσα σε κείνη τη σκάφη την πισσωμένη πέρασε όλη τη ζωή του, όποτε ήτανε καλοκαίρι. Inside|in|that|the|boat|the|blackened|spent|all|the|life|his|whenever|was|summer He spent his whole life in that soot-covered boat whenever it was summer. Τον χειμώνα μαζευότανε στο σπίτι της κόρης του, και πήγαινε και στου Ντέντου τον καφενέ. The|winter|would gather|at|house|of|daughter|his|and|would go|and|at|Dendou|the|cafe In winter, he would gather at his daughter's house and also go to Dento's café. Μα και τον χειμώνα δεν απόλειπε από την Αγιά Παρασκευή. But|and|the|winter|not|was absent|from|the|Agia|Friday But even in winter, he did not miss going to Agia Paraskevi. Μιλούσε από μέσα του μ' όλη την πλάση, με τη θάλασσα, με τη στεριά, με τα δέντρα, με τον αγέρα, με τη βροχή, με τις πέτρες. He spoke|from|within|himself|with|all|the|creation|with|the|sea|with|the|land|with|the|trees|with|the|air|with|the|rain|with|the|stones He spoke from within himself to all of creation, to the sea, to the land, to the trees, to the wind, to the rain, to the stones. Σαν να τον αγαπούσαν όλα. As|to|him|loved|everything It was as if everything loved him. Τόσες φουρτούνες πέρασε με κείνο το καρυδόφλουδο, και δεν έπαθε τίποτα. So many|troubles|he/she/it passed|with|that|the|walnut shell|and|not|he/she/it suffered|anything He went through so many storms with that walnut shell, and he didn't suffer anything. Θαρρείς πως η θάλασσα μέρευε. You think|that|the|sea|was flowing You would think that the sea was calming. Σε καιρό που ποδίζανε μεγάλα καΐκια, φουρτούνα κιαμέτι, ο μπαρμπα Μανώλης περνούσε το μπουγάζι με το σκαφίδι του. In|time|when|were sailing|large|boats|storm|and bad weather|the|uncle|Manolis|was passing|the|strait|with|the|small boat|his In a time when large boats were sailing, during a storm, old Manolis was crossing the strait with his small boat. «Ιμένα, κερα Βανθίγια, μι κυλά η θάλασσα σα να είμι στην κούνια μ!». Imena|dear|Vanthiya|my|rolls|the|sea|as|if|I am|in the|cradle|me "Hey, Mrs. Vanthigia, the sea rolls like I'm in a cradle!". Όποτε είχε μέσα στη βάρκα του τίποτα γυναίκες και ξεφωνίζανε, φοβισμένες από τη φουρτούνα, ο μπαρμπα Μανώλης έλεγε:«Μουρή, τι τσιρίζιτι; Τι έχ' η θάλασσα, βρε χριστιανή μ'; Χαρά Θιού!»Έδινε της πιο θαρρευάμενης έναν ντενεκέ για να βγάζει τα νερά από τη σεντίνα, και της έλεγε:«Βουγήθα, μουρή κόρη μ'! Whenever|had|inside|in|boat|his|any|women|and|screamed|frightened|by|the|storm|the|uncle|Manolis|would say|my dear|what|are you screaming|What|has|the|sea|oh|Christian|my|Joy|of Thios|He would give|to the|most|courageous|a|can|to|to|pump out|the|water|from|the|bilge|and|to her|would say|Bailing out|my dear|daughter|my Whenever he had any women in his boat who were screaming, scared of the storm, old Manolis would say: "What are you screaming for, girl? What's wrong with the sea, my Christian? Glory to God!" He would give the bravest one a tin can to bail out the water from the bilge, and he would say to her: "Bail it out, my girl! Don't lose hope!" Μην απολπίζισι!»Η πολιτεία τ' Αϊβαλιού έπεφτε κατά το βοριά, κ' η θάλασσα από κει κατέβαζε τα κύματά της κατά την Αγιά Παρασκευή, όποτε φυσούσε βοριάς γραίγος. Do not|despair|The|town|of|Ayvalik|fell|towards|the|north|and|the|sea|from|there|brought down|the|waves|of it|towards|the|Saint|Friday|whenever|blew|north wind|strong The town of Ayvalik was falling towards the north, and the sea from there was bringing down its waves towards Agia Paraskevi whenever a strong north wind blew. Ο μπαρμπα Μανώλης, σαν τύχαινε κ' είχε απομείνει απάνω στην Αγιά Παρασκευή με βοριά φουρτουνιασμένον, τραβούσε κατά το βορινό μέρος, κοίταζε στην πολιτεία, στην ακροθαλασσιά που χτυπούσανε οι θάλασσες, ερχόμενες από το πέλαγο που ήτανε όλο άμμος. The|uncle|Manolis|when|happened|and|he had|remained|up|in|Agia|Paraskevi|with|north wind|stormy|he was pulling|towards|the|northern|part|he was looking|at|town|at|seashore|where|were hitting|the|waves|coming|from|the|open sea|which|was|all|sand Uncle Manolis, when he happened to be left up in Agia Paraskevi with a stormy north wind, was heading towards the northern part, looking at the town, at the seashore where the waves were crashing, coming from the sea that was all sand. Έπαιρνε την ακρογιαλιά και πήγαινε γιαλό γιαλό, και μάζευε ό, τι εύρισκε, ξύλα από μαδέρια καμμιανής βάρκας, κανέναν μπάγκο, παλιά σκοινιά, ντούγιες βαρελίσιες, κανένα κομμάτι καραβόπανο. He took|the|beach|and|he went|shore|shore||he gathered|whatever|what|he found|wood|from|planks|of no|boat|no|bench|old|ropes|staves|barrel|no|piece|sailcloth He would take the shoreline and go along the beach, collecting whatever he found, pieces of wood from some boat, a bench, old ropes, barrel staves, a piece of sailcloth. Καμμιά φορά πετούσε όξω η θάλασσα και κανένα βαρέλι, καμμιά μεγάλη σανίδα, καμμιά κάσα, κανένα σεντούκι. No|time|would throw|out|the|sea|and|no|barrel|no|large|plank|no|crate|no|trunk Sometimes the sea would throw out a barrel, a large plank, a crate, a chest. Μάζευε και λογιών-λογιών κουτιά, πορτοκάλια, λεμόνια, που τα πετούσανε από τα Λεμονάδικα τα χιώτικα καΐκια. He collected|and|||boxes|oranges|lemons|that|them|were throwing|from|the|lemon shops|the|Chios|boats He would also gather all sorts of boxes, oranges, lemons, that were thrown out by the lemon boats from Chios. Σαν του λέγανε: «Γιατί, μπαρμπα Μανώλη, πας και κουράζεσαι και γυρίζεις μέσα στο κρύο; ». When|to him|they said|Why|uncle|Manolis|do you go|and|you tire yourself|and|you return|inside|in the|cold When they asked him: "Why, uncle Manolis, do you go and tire yourself out and wander in the cold?". Εκείνος αποκρινότανε, δείχνοντας κατά τ' Αϊβαλί: «Πουλιτείγια είνι χτισμέν', κόρη μ'. He|was answering|pointing|towards|the|Ayvalik|Puli Teigia|is|built|daughter|my He would reply, pointing towards Ayvalik: "That is where it is built, my daughter. Ειδών ειδών πράματα πέφτ'ν στ' θάλασσα. Seeing|seeing|things|fall|in the|sea Seeing things fall into the sea. Μπουρεί να πέσ' όξου κι καμμιά βάρκα, να δώσουμ' είδησ' να τ'ν πάρουν. It may|to|fall|outside|and|any|boat|to|we give|news|to|them|take A boat might fall out, and we could give news for them to take it. Μπουρεί να καΐναντίσ' κι κανένα καϊκ', να δώσουμι βογήθεια. It may|to|something else|and|any|boat|to|give us|help They might have burned something and maybe a boat, to give us help. Η Χάρη τς να φυλάγ' τουν κόσμου!». The|Grace|of|to|protect||world May His Grace protect the world! Κ' έκανε τον σταυρό του. and|he made|the|cross|his And he made the sign of the cross. Καμμιά φορά μου έλεγε και κανένα ιστορικό, από τον καιρό που βαθύνανε με τις φαγάνες το Ταλιάνι, δηλαδή το μπάσιμο του μπουγαζιού, που ήτανε ρηχό, για να περνούνε τα μεγάλα καράβια και τα παπόρια. sometimes|time|to me|would tell|and|any|historical account|from|the|time|when|deepened|with|the|dredges|the|Taliani|that is|the|entrance|of the|harbor|which|was|shallow|for|to|pass|the|large|ships|and|the|boats Sometimes he would tell me a historical story, from the time when they deepened the Taliani with the dredges, that is, the entrance of the harbor, which was shallow, so that the large ships and boats could pass. Είχε την ιδέα πως αυτά τα μεγάλα πλεούμενα είχανε φέρει όλα τα κακά και τις αρρώστειες:«Απού τότις που άνοιξαν του Ταλιάν', γυιε μ' Φουτέλ', τουρλού τουρλού αστένειες ήμπαν' μέσα στ'ν πουλιτείγια, του χτικιό, του στενούς (Το άσθμα), ου νταμπλάς. He had|the|idea|that|these|the|large|vessels|had|brought|all|the|evils|and|the|diseases|From|then|when|opened|the|Talion|my son|me|Futel|mixed|mixed|ailments|were|inside|in the|public|the|plague|the|narrow|(The|asthma|the|tuberculosis He had the idea that these large vessels had brought all the evils and diseases: "Since the time they opened the Talian, my son Futel, all sorts of ailments were inside the city, the plague, the narrowness (Asthma), the table. Πού ξέραμ' ιμείς τέτοια πράματα; ». Where|did we know|we|such|things How did we know such things?". Μιλούσε με θαυμασμό για τη Ρωσία, που τη φοβότανε ο Τούρκος και δεν τυραγνούσε τη Χριστιανωσύνη:«Απού τότις που φάνηκ' η Χριστιανουσύν', η Ρουσίγια μας προυστατεύγ', γιατί ου Τούρκους μόνε του Ρούσου φουβάτι. He spoke|with|admiration|about|the|Russia|which|her|feared|the|Turk|and|not|oppressed|the|Christianity|From|then|when|appeared|the|Christianity|the|Russia|us|protected|because|the|Turks|only|of|Russian|feared He spoke with admiration for Russia, which the Turk feared and did not oppress Christianity: "Since the time Christianity appeared, Russia has protected us, because the Turks only fear the Russian. Άμα ακούσ' «Μουσκόβ», πιάνιτι του κάτουρό τ'! If|he hears|Muscovite|he grabs|his|under|it When they hear 'Moscow', they get scared!" Τουν έτριψι τα μούτρα τ' ου βασιλές τσ' Ρουσίγιας, ου Μέγας Ικατιρίν'ς. The|rubbed|the|faces|of|the|king|of|Russia|the|Great|Catherine He rubbed the face of the king of Russia, the Great Catherine. Γιατ' έχουμι την ίδια θρησκείγια, τ'ν Ουρθουδουξίγια, τ'ν αληθινή τ'ν πίστ'. why|we have|the|same|religion|of the|Orthodoxy|the|true|the|faith Because we have the same religion, the Orthodox, the true faith. Για τούτου οι Φράγκ', τα πουντίκια, ξιστρατέψαν καταπάνου τς, στουν πόλιμου τσ' Κριμαίγιας, μαζί με τουν Τούρκου, η Αγγλίγια, η Γαλλίγια κ' η Σαρδέλα (Η Σαρδηνία). For|this|the|Franks|the|mice|attacked|against|them|in the|war|their|Crimea|together|with|the|Turk|the|England|the|France|and|the|Sardinia|(The|Sardinia) For this reason, the Franks, the rats, marched against them, in the war of Crimea, together with the Turks, the English, the French, and Sardinia. Μια μέρα αρρώστησε ο μπαρμπα Μανώλης, πρώτη φορά στα ενενηνταοχτώ χρόνια που έζησε σε τούτον τον κόσμο. One|day|got sick|the|uncle|Manolis|first|time|in the|ninety-eight|years|that|lived|in|this|the|world One day, uncle Manolis fell ill, for the first time in the ninety-eight years he lived in this world. Μ' όλα τα παρακάλια, δεν θέλησε να βγει από τη βάρκα. with|all|the|pleas|not|wanted|to|get out|from|the|boat With all the pleading, he did not want to get out of the boat. Κειτότανε εκεί μέσα, σκεπασμένος μ' ένα πάπλωμα. He was lying|there|inside|covered|with|a|blanket He was lying there, covered with a blanket. Γύρεψε τον γούμενο να τον ξομολογήσει, και κείνος κατέβηκε με τ' Άγιο Ποτήριο και τον ξομολόγησε μέσα στη βάρκα και τον κοινώνησε. He asked|the|abbot|to|him|confess|and|he|came down|with|the|Holy|Chalice|and|him|confessed|inside|in the|boat|and|him|communed He asked the priest to confess him, and he came down with the Holy Cup and confessed him inside the boat and gave him communion. Μα τι να ξομολογηθεί ο μπαρμπα Μανώλης; Όσες αμαρτίες είχε κάνει το αγριοπούλι, που καθότανε στον πρίνο, όσες αμαρτίες είχε κάνει η πέτρα που κειτότανε στην ακρογιαλιά, όσες αμαρτίες είχε κάνει ο πρίνος, όσες αμαρτίες έκανε η παλιόβαρκά του, άλλες τόσες είχε κανωμένες κι ο μπαρμπα Μανώλης. But|what|to|confess|the|uncle|Manolis|As many as|sins|had|committed|the|wild bird|that|sat|on the|oak|As many as|sins|had|committed|the|stone|that|lay|on the|beach|As many as|sins|had|committed|the|oak|As many as|sins|committed|the|old boat|his|other|as many|had|committed|and|the|uncle|Manolis But what could old Manolis confess? As many sins as the wild bird sitting on the oak had committed, as many sins as the stone lying on the beach had committed, as many sins as the oak had committed, as many sins as his old boat had committed, old Manolis had committed just as many. Κειτότανε μέσα στην πισσωμένη φωλιά του, και περίμενε να τον πάρει ο Ταξιάρχης, ήσυχος και βλογημένος. He lay|inside|in the|tarred|nest|his|and|waited|to|him|take|the|Archangel|calm|and|blessed He lay in his soot-covered nest, waiting for the Archangel to take him, calm and blessed. Τα κυματάκια αργοσαλεύανε την κούνια αυτού του νήπιου, του μπαρμπα Μανώλη, κι από πάνω από το κεφάλι του άναβε το καντήλι κάτω από την πλώρη, μπροστά στο σαρακοφαγωμένο κόνισμα του Άγιου Νικόλα. The|little waves|moved slowly|the|cradle|of this|the|infant|of him||||from|||||of the|||||||||||||Saint|Nicholas The little waves gently rocked the cradle of this infant, Uncle Manolis, and above his head, the lamp was lit under the bow, in front of the worn-out icon of Saint Nicholas. Την άλλη μέρα ο γούμενος ο Στέφανος κατέβηκε με τους παραγυιούς του, με τον Μιχάλη τον Ζαφειρίου τον ψάλτη, με τον Βασίλη τον Κλαδίτη, με τον Ξενοφών, με τον τσομπάνη τον Γιάννη τον Μπαρμπάκο, και σηκώσανε τον μπαρμπα Μανώλη, μέσα σ' ένα καθαρό σεντόνι, και τον ανεβάσανε απάνω στο μοναστήρι. The|next|day|the|abbot|the|Stephen|descended|with|the|parishioners|his|with|the|Michael|the|Zafeiriou|the|chanter|with|the|Vasilis|the|Kladitis|with|the|Xenophon|with|the|shepherd|the|John|the|Barbako|and|they lifted|the|uncle|Manolis|inside|in|a|clean|sheet|and|him|they raised|up|to the|monastery The next day, the abbot Stefanos came down with his companions, with Michalis the psalmist, with Vasilis the Claditis, with Xenophon, with the shepherd Giannis Barbako, and they lifted Uncle Manolis, wrapped in a clean sheet, and took him up to the monastery. Οι γυναίκες τον αλλάξανε και τον βάλανε απάνω σ' ένα αρχοντικό μεντέρι, σαν να 'τανε αληθινός βασιλιάς. The|women|him|changed|and|him|placed|on|in|a|noble|horse|as|to|were|true|king The women changed him and placed him on a grand bed, as if he were a true king. Ο γούμενος διάβαζε από πάνω του ως τα μεσάνυχτα, κ' ύστερα πήγε να ξαπλώσει λίγο, κι απομείνανε οι γυναίκες. The|abbot|read|from|above|him|until|the|midnight|and|then|he went|to|lie down|a little|and|remained|the|women The abbot read above him until midnight, and then he went to lie down for a bit, and the women remained. Πότε παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κανένας δεν το κατάλαβε, γιατί μηδέ βαριανάσανε, μηδέ αναστέναξε, μηδέ άλλαξε ολότελα η όψη του. When|he surrendered|the|spirit|his|to the|Lord|no one|not|it|understood|because|nor|sighed heavily|nor|groaned|nor|changed|completely|the|appearance|his When he surrendered his spirit to the Lord, no one understood it, because he neither breathed heavily, nor sighed, nor did his face change at all. Έτσι έφυγε από τούτον τον κόσμο ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, που δεν είχε τίποτα εξόν από τη βάρκα του, και τον θάψανε πίσω από την εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, με το κόνισμα τ' Άγιου Νικόλα στο στήθος του. Thus|he left|from|this|the|world|the|uncle|Manolis|the|Vasileas|who|not|had|anything|except|from|the|boat|his|and|him|they buried|behind|from|the|church|of|Saint|Paraskevi|with|the|icon|of the|Saint|Nicholas|on the|chest|him Thus departed from this world old Manolis the Vasilis, who had nothing except for his boat, and they buried him behind the church of Agia Paraskevi, with the icon of Saint Nicholas on his chest. «Και απέθανε Μανουήλ ο Βασιλεύς, και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού. And|died|Manuel|the|King|and|was added|to|the|fathers|of him "And King Manuel died, and was added to his fathers." ». ».

Οι παλαιοί ζωγράφοι, που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, και από τις δυο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους. The|old|painters|who|painted|the|Second|Coming|depict|in the|sky|the|Christ|sitting|on the|throne|his|to|to|judge|the|world|and|from|the|two|sides|sitting|the|Twelve|Apostles The old painters, who painted the Second Coming, depict Christ seated on his throne in heaven to judge the world, with the Twelve Apostles seated on both sides. Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός, που μέσα σ' αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί, που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων. From|the|footstool|of|throne|comes out|the|fiery|river|which|inside|in|it|are burned|the|sinners|who|them|swallows|the|abyssal|dragon From the footstool of the throne flows a fiery river, in which the sinners are burned, swallowed by the abyssal dragon. Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι. The|archangels|shout|with|the||and|rise|from|the|graves|the|dead|terrified The archangels cry out with trumpets, and the dead rise from their graves, terrified. Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να 'ναι χαρτί, κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές. One|angel|wraps|the|sky|as|to|be|paper|and|another|weighs|the|souls An angel wraps the sky as if it were paper, and another weighs the souls. Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα. The|winds|blow|angrily|from|the|four|corners|of the|world|beasts|and|monsters|devour|heads|hands|feet|human The winds blow angrily from the four corners of the world, beasts and monsters devour human heads, hands, and feet. Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους. The|demons|grind|the|teeth|their The demons grind their teeth. Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της. The|creation|whole|is disturbed|from|the|foundations|its All of creation is shaken from its foundations. Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας. The|souls|tremble|like|the|dry|leaves|that|the|takes|the|wind The souls tremble like the dry leaves that are taken by the wind. Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε, και το φεγγάρι έσβησε. The|sun|darkened|and|became blackened||the|moon|extinguished The sun has darkened and turned to coal, and the moon has extinguished. Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη. Fear|and|terror|overwhelms|all|the|world Fear and terror weigh down the whole world. Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού. Only|one|man|not|is disturbed|an|old man|humble|and|quiet|who|walks slowly|with|the|little stick|his|in|in the|chaos|and|walks|boldly|towards|the|throne|of the|Christ Only one man remains unshaken, an old man, humble and quiet, who walks slowly with his little stick, amidst the chaos of the world, and boldly makes his way towards the throne of Christ. Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιο τιποτένιος, ο πιο καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο. This|is|the|'Least'|as|is|written|in the|image|that is|the|most|insignificant|the|most|despised|in|this|the|world This is the "Least", as it is written in the image, meaning the most insignificant, the most despised in this world. Τούτος ο «Ελάχιστος» είναι ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, ου ανοίξανε οι πόρτες τ' ουρανού για να μπει μέσα στον Παράδεισο! This|the|Least|is|the|uncle|Manolis|the|Vasileas|who|opened|the|doors|of the|heaven|for|to|enter|inside|in the|Paradise This "Least" is Uncle Manolis the Vasilis, for whom the gates of heaven have opened to let him enter Paradise!

SENT_CWT:AFkKFwvL=5.17 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=5.27 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=148 err=0.00%) translation(all=118 err=0.00%) cwt(all=2077 err=1.78%)