×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), ΙΧ. Αφέντης και Δούλος

ΙΧ. Αφέντης και Δούλος

Σαν έφτασε μπουσουλώντας ίσαμε το έλκηθρο, ο Βασίλη Αντρέιτς αδράχτηκε από δαύτο κι απόμεινε πολλή ώρα έτσι ακίνητος, προσπαθώντας να ηρεμήσει και να ξανασάνει. Ο Νικήτα δε φαινόταν πια στην πρώτη του θέση, μα μέσα στο αμάξι κάποιος ήτανε ξαπλωμένος, σκεπασμένος ολότελα με το χιόνι κι ο Βασίλη Αντρέιτς κατάλαβε πως ήταν ο Νικήτα. Η τρομάρα του τώρα είχε περάσει κι αν φοβόταν κάτι, ήτανε μονάχα κείνη η φριχτή ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε σαν απόμεινε κατάμονος μέσα στο χιονοσωρό. Έπρεπε οπωσδήποτε να μην την ξαναπάθει και για να μην την ξαναπάθει έπρεπε να κάνει κάτι, ν' απασχοληθεί σε κάτι. Και για τούτο πρώτη του δουλειά ήτανε να γυρίσει με την πλάτη προς τον αέρα και να λύσει τη γούνα του. Ύστερα, αφού ξανάσανε λιγάκι, τίναξε τα χιόνια μέσα από τα ποδήματά του, από τ' αριστερό γάντι, (το δεξί είχε πια χαθεί και σίγουρα θα ήτανε κάπου πλακωμένο με παχύ χιόνι) ύστερα ζώστηκε σφιχτά και χαμηλά το ζουνάρι του, όπως συνήθιζε πάντα όταν έβγαινε από το μαγαζί του για ν' αγοράσει το στάρι που κουβαλούσαν οι μουζίκοι με τα κάρα τους κι ετοιμάστηκε να δράσει. Πρώτα-πρώτα πήγε και ξεμπέρδεψε τα γκέμια που βασάνιζαν το άλογο, απελευθέρωσε το πόδι του που πάνω σ' αυτό είχανε τυλιχτεί, ύστερα το έσυρε από το καπίστρι και το ξανάδεσε στην αρχική του θέση και πήγε από πίσω για να σιάξει το σέλμα και την κάπα. Μα κείνη τη στιγμή είδε πως κάτι σάλεψε μέσα στο έλκηθρο και πρόβαλε το χιονοσκεπασμένο κεφάλι του Νικήτα. Ήτανε φανερό, πως ο Νικήτα, που άρχισε πια να παγώνει, με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώθηκε και κάθισε, κινώντας ολοένα το χέρι του μπροστά στη μύτη του κάπως παράξενα, λες κι έδιωχνε μύγες. Κινούσε το χέρι του και κάτι έλεγε, που ο Βασίλη Αντρέιτς δεν κατάλαβε, για τούτο παράτησε την κάπα του και τον πλησίασε.

- Τι τρέχει; τον ρώτησε. Τι λες;

- Πε-θαί-νω γω, να, τι λέω, με πολύ κόπο και με κομμένη φωνή πρόφερε ο Νικήτα. Τα δουλεμένα μηνιάτικά μου να τα δώσεις του παιδιού μου, ή της γυναίκας, το ίδιο κάνει;

- Μα τι τρέχει; Μπας και ξεπάγιασες; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Νιώθω το θάνατό μου... σχώρα με, για το Χριστό... αποκρίθηκε ο Νικήτα με κλαψιάρικη φωνή κι εξακολουθούσε να διώχνει μύγες.

Ο Βασίλη Αντρέιτς απόμεινε σιωπηλός κάπου μισό λεπτό κι ακίνητος, ύστερα, ξαφνικά με κείνη ακριβώς την αποφασιστικότητα και τη σιγουριά με την οποία έσφιγγε το χέρι του πουλητή, όταν κατάφερνε να πετύχει κάποια συμφερτική αγορά, πισωπάτησε ένα βήμα ανασκουμπώθηκε όσο μπορούσε κι άρχισε με τα δυο του χέρια ν' αφαιρεί το χιόνι πάνω από το Νικήτα και μέσ' από το έλκηθρο. Σαν τελείωσε έλυσε το ζουνάρι του, άνοιξε τη γούνα του, ξάπλωσε χάμω το Νικήτα με μια σπρωξιά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος από πάνω σκεπάζοντας τον όχι μονάχα με τη γούνα του παρά μ' ολόκληρο το ζεστό και ξαναμμένο κορμί του. Αφού στερέωσε καλά με τα χέρια του τις ποδιές της γούνας του ανάμεσα στη ράχη του αμαξιού και στον ξαπλωμένο Νικήτα και αφού έσφιξε με τα γόνατά του τον ποδόγυρό της, απόμεινε έτσι πεσμένος μπρούμυτα και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στη ράχη του έλκηθρου και τώρα πια δεν άκουγε μήτε του αλόγου τις κινήσεις, μήτε της θύελλας τα σφυρίγματα παρά πρόσεχε μονάχα ν' ακούσει την ανάσα του Νικήτα. Ο Νικήτα στην αρχή κειτόταν ώρα πολλή ακίνητος, μα ύστερα αναστέναξε δυνατά κι ανακινήθηκε.

- Τα βλέπεις λοιπόν κύριε; Κι ύστερα μου έλεγες πως πεθαίνεις. Μείνε έτσι δα ξαπλωμένος, ζεστάσου καλά. Εμείς βλέπεις... έκανε κάτι να πει ο Βασίλη Αντρέιτς, μα προς μεγάλη του απορία δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο γιατί τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και το σαγόνι του τρεμούλιασε. Έπαψε λοιπόν να μιλάει και μονάχα κατάπινε κείνα που του έφραζαν το λαιμό.

- Από τη πολλή τρομάρα, φαίνεται, τα έχασα ολότελα, στοχάστηκε για τον εαυτό του. Όμως αυτή του η ευαισθησία όχι μόνο δυσάρεστη δεν του ήτανε, παρά του προξενούσε κάποια ξέχωρη χαρά, που άλλοτε δεν είχε δοκιμάσει.

- Εμείς να, έτσι δα τώρα, έλεγε μέσα του νιώθοντας μια ιδιαίτερη, και κάπως επίσημη συγκίνηση. Αρκετή ώρα απόμεινε έτσι ξαπλωμένος, και, σωπαίνοντας, σφούγγιζε τα δάκρυά του πάνω στο τοίχωμα της γούνας του ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να σκεπάζει το Νικήτα, μόλις ο αέρας ανασήκωνε τη βαριά γούνα.

Όμως πεθύμησε ζωηρά να μοιραστεί με κάποιον άλλον τη χαρούμενη κείνη συγκίνηση.

- Νικήτα! - είπε κάποια στιγμή.

- Καλά είμαι, ζεστάθηκα, του αποκρίθηκε ο Νικήτα.

- Πήγα να χαθώ, που λες, αδερφάκι. Και συ θα ξεπάγιαζες και γω θε να... Μα πάλι τα μάγουλά του τρεμούλιασαν και τα μάτια του ξαναπλημμύρισαν δάκρυα και δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο. - Ε, δεν πειράζει, στοχάστηκε, ξέρω κι ατός μου για τον εαυτό μου κείνο που το ξέρω. Και σώπασε. Απόμεινε έτσι ξαπλωμένος ώρα πολλή. Ένιωθε ζέστη κάτωθέ του από τον ξαπλωμένο Νικήτα, και πάνωθέ του από τη χοντρή γούνα του. Μονάχα τα χέρια του, που μ' αυτά συγκρατούσε τις ποδιές της γούνας του σκεπάζοντας τον Νικήτα άρχισαν να ξεπαγιάζουν καθώς και τα πόδια του, που ο αέρας αδιάκοπα τα ξεσκέπαζε με τα δυνατά φυσήματά του. Και πιο πολύ κρύωνε το δεξί του χέρι που ήτανε δίχως γάντι. Μα κείνος δε σκεφτόταν μήτε τα χέρια του, μήτε τα πόδια του, παρά μονάχα πως να ζεστάνει τον άμοιρο μουζίκο, που πήγε να πεθάνει.

Κοίταξε κάμποσες φορές το άλογο κι είδε πως η ράχη του ήτανε ολότελα ξεσκέπαστη γιατί ο αέρας τα είχε ρίξει κάτω πάνωθέ του: και την κάπα και το σέλμα. Στοχάστηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί και να σκεπάσει το ζώο, όμως δεν τολμούσε μήτε για ένα λεπτό να παρατήσει το Νικήτα και να διαλύσει κείνη τη χαρούμενη κατάσταση, που η φροντίδα αυτή του προξενούσε. Τώρα πια δεν αισθανόταν καθόλου φόβο.

- Δε θ' αφήσω να το ξαναπάθει, έλεγε μέσα του, πεισμένος πως θα συνέφερνε ολότελα τον Νικήτα, και το έλεγε με το ίδιο καμάρι και την ίδια σιγουριά έτσι που μιλούσε για τις πετυχημένες αγοροπωλησίες του. Έμεινε εκεί δα έτσι ξαπλωμένος ο Βασίλη Αντρέιτς μια ώρα δύο, τρεις. Μα ούτε που αντιλαμβανόταν το κύλισμα του χρόνου.

Αρχικά στη φαντασία του στριφογύριζαν οι εντυπώσεις της θύελλας, του έλκηθρου, του αλόγου, που τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια του και του ξαπλωμένου Νικήτα. Ύστερα άρχισαν ν' ανακατώνονται μ' αυτές οι αναμνήσεις της γιορτής, της γυναίκας του, του αστυνόμου, του συρταριού με τ' αγιοκέρια και πάλι του Νικήτα, που τάχα ήτανε ξαπλωμένος κάτω από το συρτάρι. Ύστερα άρχισαν να προβάλουν διάφοροι μουζίκοι πουλητές κι αγοραστές και τοίχοι λευκοί, και σπίτια με σκεπές σιδερένιες, που κάτωθέ τους κειτόταν ο Νικήτα. Και μετά, ολ' αυτά ανακατώθηκαν μπήκε το ένα μέσα στο άλλο κι όμοια με τα χρώματα της ίριδας που συγχέονται σ' ένα άσπρο φως, όλες κείνες οι διάφορες εντυπώσεις ενώθηκαν σ' ένα τίποτα, κι ο Βασίλη Αντρέιτς αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκε πολλή ώρα δίχως όνειρα, όμως πριν τα ξημερώματα ξανάρχισαν τα όνειρα. Του φάνηκε πως τάχα στεκόταν κοντά στο συρτάρι με τ' αγιοκέρια κι η γυναίκα του Τίχον γύρευε να της πουλήσει ένα κεράκι των πέντε καπικιών για τη γιορτή και κείνος προσπαθούσε να το φτάσει και να της δώσει μα δε μπορούσε να κινήσει τα χέρια του γιατί ήτανε χωμένα και σφιγμένα μέσα στις τσέπες. Έκανε να πάει από την άλλη μεριά του συρταριού, μα τα πόδια του δεν κουνιόταν, γιατί οι γαλότσες, ολοκαίνουριες κι ολοκάθαρες, είχανε κολλήσει πάνω στο πέτρινο πάτωμα και μήτε να τις σηκώσει μπορούσε, μήτε τα πόδια του να βγάλει από μέσα τους γινόταν.

Και ξαφνικά το συρτάρι έπαψε να 'ναι συρτάρι γεμάτο αγιοκέρια, έγινε κρεβάτι κι ο Βασίλη Αντρέιτς είδε τον εαυτό του να κείτεται μπρούμυτα πάνω στο συρτάρι, δηλαδή στο κρεβάτι του, μέσα στο σπίτι του. Κι έμενε έτσι ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να σηκωθεί, μολονότι έπρεπε να σηκωθεί γιατί όπου να 'ναι θα ερχόταν ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, που μαζί θα πήγαινε είτε να διαπραγματευθεί το δασάκι είτε να καλοσκεπάσει το Μουχόρτη. Και ρωτάει τη γυναίκα του: «Λοιπόν, Μικολάβνα, δεν ήρθε ακόμα;» - «Όχι, του αποκρίθηκε κείνη, δεν ήρθε». Κι ακούει πως κάποιο αμάξι κοντοζυγώνει στην είσοδο. Αυτός πρέπει να είναι. Μα όχι. Το αμάξι προσπέρασε. «Μικολάβνα, ε Μικολάβνα! Τι συμβαίνει; Ακόμα να φανεί;» «Ακόμα». Και εξακολουθεί να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι όλο δεν μπορεί να σηκωθεί κι όλο περιμένει, κι αυτή η προσμονή είναι κι αγωνιώδικη κι αποφασιστική.

Και ξαφνικά η προσμονή πραγματοποιείται κι η ανακούφιση ολοκληρώνεται: καταφτάνει εκείνος που περιμένει και που πια δεν είναι ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, μα κάποιος άλλος, δηλαδή, εκείνος, ακριβώς, που περίμενε. Ήρθε και τον καλεί, κι αυτός, κείνος δηλαδή, που τον καλεί, είναι ο ίδιος που τον κάλεσε και τον πρόσταξε να βοηθήσει τον Νικήτα. Κι ο Βασίλη Αντρέιτς είναι καταχαρούμενος, που αυτός ο κάποιος ήρθε να τον πάρει. «Έφτασα»! - του φωνάζει ολόχαρα κι η φωνή αυτή τον ξυπνάει. Όμως ξυπνάει εντελώς αλλιώτικος απ' ό,τι ήταν σαν αποκοιμήθηκε. Θέλει να σηκωθεί, και δεν το μπορεί. Θέλει να κινήσει το πόδι του, αδύνατο! Θέλει να γυρίσει το κεφάλι του, μήτε αυτό. Κι απορεί, μα δεν δυσανασχετεί καθόλου για τούτο. Καταλαβαίνει πως αυτό είναι ο θάνατος, μα δεν πικραίνεται καθόλου στη διαπίστωση αυτή. Και θυμάται πως εκεί δα κείτεται ο Νικήτα, που ζεστάθηκε κι είναι ζωντανός και του φαίνεται, σάμπως αυτός να είναι ο Νικήτα και πως ο Νικήτα είναι αυτός και πως η ζωή του βρίσκεται όχι μέσα σ' αυτόν τον ίδιο, παρά μέσα στο Νικήτα. Τεντώνει την ακοή του κι ακούει την ανάσα του Νικήτα και μάλιστα και το ανάλαφρο ροχάλισμά του. «Ο Νικήτα είναι ζωντανός, που θα πει, πως και εγώ ζωντανός είμαι», λέει θριαμβευτικά μέσα του.

Κι από τη θύμησή του περνάνε τα λεφτά, τα μαγαζιά, το σπίτι, οι αγοροπωλησίες, και τα εκατομμύρια των Μιρόνοβ και δυσκολεύεται πολύ να καταλάβει γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον λέγανε Βασίλη Μπρεχουνόβ καταγινόταν με τις ασχολίες αυτές. Καταγινόταν, γιατί δεν ήξερε την πραγματικότητα, στοχάζεται για τον Βασίλη Μπρεχουνόβ. «Δεν ήξερα, μα τώρα ξέρω. Τώρα πια δίχως να λαθέψω. Τώρα ξέρω». Κι ακούει ξανά να τον καλεί εκείνος που τον κάλεσε πρωτύτερα. «Έφτασα, έφτασα!», αποκρίνεται χαρούμενη, αναγαλλιασμένη, ολόκληρη η ύπαρξη του. Και νιώθει πως είναι λυτρωμένος και πως τίποτα πια δεν τον εμποδίζει.

Και τίποτ' άλλο πια δεν είδε και δεν άκουσε και δεν αισθάνθηκε σ' αυτό τον κόσμο ο Βασίλη Αντρέιτς. Τριγύρω η θύελλα φυσομανούσε πάντα σαν και πρώτα. Το χιόνι που στροβιλιζόταν σκέπασε τη γούνα του νεκρού Βασίλη Αντρέιτς και πέρα για πέρα το Μουχόρτη που τρεμούλιαζε σύγκορμος, και το έλκηθρο, που με κόπο διακρινόταν και μέσα σ' αυτό ο Νικήτα, που κειτόταν ξαναζωντανεμένος και ζεστός κάτω από το νεκρό αφεντικό του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΧ. Αφέντης και Δούλος IX||| IX. Master and Servant IX. Amo y criado

Σαν έφτασε μπουσουλώντας ίσαμε το έλκηθρο, ο Βασίλη Αντρέιτς αδράχτηκε από δαύτο κι απόμεινε πολλή ώρα έτσι ακίνητος, προσπαθώντας να ηρεμήσει και να ξανασάνει. ||crawling|||||||grabbed|||||a long|||||||||breathe again As he reached the sled crawling, Vasilis Andreits grabbed hold of it and remained motionless for a long time, trying to calm down and catch his breath. Ο Νικήτα δε φαινόταν πια στην πρώτη του θέση, μα μέσα στο αμάξι κάποιος ήτανε ξαπλωμένος, σκεπασμένος ολότελα με το χιόνι κι ο Βασίλη Αντρέιτς κατάλαβε πως ήταν ο Νικήτα. Nikitas was no longer visible in his original position, but inside the carriage, someone was lying down, completely covered with snow and Vasilis Andreits realized it was Nikitas. Η τρομάρα του τώρα είχε περάσει κι αν φοβόταν κάτι, ήτανε μονάχα κείνη η φριχτή ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε σαν απόμεινε κατάμονος μέσα στο χιονοσωρό. His terror had now passed and if he feared anything, it was only that dreadful psychological state he found himself in as he remained all alone in the snowdrift. Έπρεπε οπωσδήποτε να μην την ξαναπάθει και για να μην την ξαναπάθει έπρεπε να κάνει κάτι, ν' απασχοληθεί σε κάτι. |||||suffer again|||||||||||||| He absolutely had to make sure that it wouldn't happen to him again, and to prevent it from happening again, he needed to do something, to occupy himself with something. Και για τούτο πρώτη του δουλειά ήτανε να γυρίσει με την πλάτη προς τον αέρα και να λύσει τη γούνα του. And for this reason, his first task was to turn with his back to the wind and to loosen his fur. Ύστερα, αφού ξανάσανε λιγάκι, τίναξε τα χιόνια μέσα από τα ποδήματά του, από τ' αριστερό γάντι, (το δεξί είχε πια χαθεί και σίγουρα θα ήτανε κάπου πλακωμένο με παχύ χιόνι) ύστερα ζώστηκε σφιχτά και χαμηλά το ζουνάρι του, όπως συνήθιζε πάντα όταν έβγαινε από το μαγαζί του για ν' αγοράσει το στάρι που κουβαλούσαν οι μουζίκοι με τα κάρα τους κι ετοιμάστηκε να δράσει. ||||||||||||||||||||||||||crushed|||||he strapped on|||||||||||||||||||||||||||||||| Then, after he warmed up a little, he shook the snow out of his boots, from the left glove, (the right one had already been lost and was surely somewhere buried under thick snow), then he tightened and lowered his belt as he always did when he left his shop to buy the grain that the peasants carried with their carts and prepared to take action. Πρώτα-πρώτα πήγε και ξεμπέρδεψε τα γκέμια που βασάνιζαν το άλογο, απελευθέρωσε το πόδι του που πάνω σ' αυτό είχανε τυλιχτεί, ύστερα το έσυρε από το καπίστρι και το ξανάδεσε στην αρχική του θέση και πήγε από πίσω για να σιάξει το σέλμα και την κάπα. |||||||||||freed|||||||||||||||||||||||||||||tied||||| First of all, he went and untangled the harness that was torturing the horse, freed its leg which was entangled in it, then dragged it by the halter and tied it back in its original position, and went from behind to adjust the saddle and the blanket. Μα κείνη τη στιγμή είδε πως κάτι σάλεψε μέσα στο έλκηθρο και πρόβαλε το χιονοσκεπασμένο κεφάλι του Νικήτα. ||||||||||||||snow-covered||| But at that moment he saw something stir inside the sleigh and Nikitas’s snow-covered head appeared. Ήτανε φανερό, πως ο Νικήτα, που άρχισε πια να παγώνει, με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώθηκε και κάθισε, κινώντας ολοένα το χέρι του μπροστά στη μύτη του κάπως παράξενα, λες κι έδιωχνε μύγες. It was clear that Nikitas, who was starting to freeze, with great effort raised himself up and sat, continually moving his hand in front of his nose somewhat strangely, as if he were swatting flies. Κινούσε το χέρι του και κάτι έλεγε, που ο Βασίλη Αντρέιτς δεν κατάλαβε, για τούτο παράτησε την κάπα του και τον πλησίασε. He moved his hand and said something that Vasilis Andreits did not understand, so he abandoned his cape and approached him.

- Τι τρέχει; τον ρώτησε. - What's going on? he asked. Τι λες; What are you saying?

- Πε-θαί-νω γω, να, τι λέω, με πολύ κόπο και με κομμένη φωνή πρόφερε ο Νικήτα. |will die|I|||||||||||||| - I am dying, see, what I say, with great effort and with a broken voice, Nikitas uttered. Τα δουλεμένα μηνιάτικά μου να τα δώσεις του παιδιού μου, ή της γυναίκας, το ίδιο κάνει; ||monthly payments||||||||||||| Give my earned monthly wages to my child, or to my wife, it makes no difference?

- Μα τι τρέχει; Μπας και ξεπάγιασες; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - But what's going on? Did you catch a cold? - asked Vasilis Andreits.

- Νιώθω το θάνατό μου... σχώρα με, για το Χριστό... αποκρίθηκε ο Νικήτα με κλαψιάρικη φωνή κι εξακολουθούσε να διώχνει μύγες. ||||forgive||||||||||||||| - I feel my death... forgive me, for Christ... Nikitas replied in a whiny voice and continued to swat flies.

Ο Βασίλη Αντρέιτς απόμεινε σιωπηλός κάπου μισό λεπτό κι ακίνητος, ύστερα, ξαφνικά με κείνη ακριβώς την αποφασιστικότητα και τη σιγουριά με την οποία έσφιγγε το χέρι του πουλητή, όταν κατάφερνε να πετύχει κάποια συμφερτική αγορά, πισωπάτησε ένα βήμα ανασκουμπώθηκε όσο μπορούσε κι άρχισε με τα δυο του χέρια ν' αφαιρεί το χιόνι πάνω από το Νικήτα και μέσ' από το έλκηθρο. ||||||||||||||||||||||||||the|the seller|||||||||||||||began||the|||||||||||||||| Vasilis Andreits remained silent for about half a minute and motionless, then suddenly, with exactly that determination and certainty with which he gripped the vendor's hand when managing to make some advantageous purchase, he stepped back a step, rolled up his sleeves as best he could, and began to clear the snow from Nikitas and from the sled with both his hands. Σαν τελείωσε έλυσε το ζουνάρι του, άνοιξε τη γούνα του, ξάπλωσε χάμω το Νικήτα με μια σπρωξιά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος από πάνω σκεπάζοντας τον όχι μονάχα με τη γούνα του παρά μ' ολόκληρο το ζεστό και ξαναμμένο κορμί του. When he was done, he loosened his belt, opened his fur coat, laid Nikitas down on the ground with a shove, and then fell on top of him, covering him not only with his fur but with his whole warm and heated body. Αφού στερέωσε καλά με τα χέρια του τις ποδιές της γούνας του ανάμεσα στη ράχη του αμαξιού και στον ξαπλωμένο Νικήτα και αφού έσφιξε με τα γόνατά του τον ποδόγυρό της, απόμεινε έτσι πεσμένος μπρούμυτα και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στη ράχη του έλκηθρου και τώρα πια δεν άκουγε μήτε του αλόγου τις κινήσεις, μήτε της θύελλας τα σφυρίγματα παρά πρόσεχε μονάχα ν' ακούσει την ανάσα του Νικήτα. |||||||||||||||||||||||||||||skirt||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| After he securely fastened the straps of his fur coat with his hands between the back of the carriage and the lying Nikitas, and after he tightened the hem of it with his knees, he remained there fallen on his stomach with his head leaning against the back of the sled, and now he could no longer hear either the movements of the horse or the whistling of the storm, but only focused on hearing Nikitas's breath. Ο Νικήτα στην αρχή κειτόταν ώρα πολλή ακίνητος, μα ύστερα αναστέναξε δυνατά κι ανακινήθηκε. |||||||||||||moved At first, Nikitas lay motionless for a long time, but then he sighed loudly and stirred.

- Τα βλέπεις λοιπόν κύριε; Κι ύστερα μου έλεγες πως πεθαίνεις. - So, do you see, sir? And then you told me that you are dying. Μείνε έτσι δα ξαπλωμένος, ζεστάσου καλά. ||||get warm| Stay like that lying down, warm up well. Εμείς βλέπεις... έκανε κάτι να πει ο Βασίλη Αντρέιτς, μα προς μεγάλη του απορία δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο γιατί τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και το σαγόνι του τρεμούλιασε. You see... something was about to be said by Vasilis Andreits, but to his great surprise he couldn't speak anymore because his eyes filled with tears and his jaw trembled. Έπαψε λοιπόν να μιλάει και μονάχα κατάπινε κείνα που του έφραζαν το λαιμό. So he stopped talking and only swallowed what was choking his throat.

- Από τη πολλή τρομάρα, φαίνεται, τα έχασα ολότελα, στοχάστηκε για τον εαυτό του. From all the fright, it seems, he completely lost it, he thought to himself. Όμως αυτή του η ευαισθησία όχι μόνο δυσάρεστη δεν του ήτανε, παρά του προξενούσε κάποια ξέχωρη χαρά, που άλλοτε δεν είχε δοκιμάσει. |it|||||||||||||some|separate|||||| However, this sensitivity of his was not only unpleasant, but it also caused him some distinct joy that he had not experienced before.

- Εμείς να, έτσι δα τώρα, έλεγε μέσα του νιώθοντας μια ιδιαίτερη, και κάπως επίσημη συγκίνηση. We are, you see, like this now, he said to himself, feeling a special and somewhat formal emotion. Αρκετή ώρα απόμεινε έτσι ξαπλωμένος, και, σωπαίνοντας, σφούγγιζε τα δάκρυά του πάνω στο τοίχωμα της γούνας του ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να σκεπάζει το Νικήτα, μόλις ο αέρας ανασήκωνε τη βαριά γούνα. He lay there like that for quite a while, and, in silence, he wiped his tears on the wall of his fur while at the same time he kept covering Nikitas, whenever the air lifted the heavy fur.

Όμως πεθύμησε ζωηρά να μοιραστεί με κάποιον άλλον τη χαρούμενη κείνη συγκίνηση. |he longed|||||||||| But he longed vividly to share that joyful emotion with someone else.

- Νικήτα! - Nikitas! - είπε κάποια στιγμή.

- Καλά είμαι, ζεστάθηκα, του αποκρίθηκε ο Νικήτα. ||I got warm|||| - I'm fine, I warmed up, Nikita replied to him.

- Πήγα να χαθώ, που λες, αδερφάκι. - I almost got lost, you know, little brother. Και συ θα ξεπάγιαζες και γω θε να... Μα πάλι τα μάγουλά του τρεμούλιασαν και τα μάτια του ξαναπλημμύρισαν δάκρυα και δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο. |||would thaw|||||||||||||||again filled||||||| And you would freeze too, and I would... But again his cheeks trembled and his eyes filled with tears again and he couldn't speak anymore. - Ε, δεν πειράζει, στοχάστηκε, ξέρω κι ατός μου για τον εαυτό μου κείνο που το ξέρω. ||||||αυτός||||||||| - Well, it doesn't matter, he thought, I know that about myself which I know. Και σώπασε. And he fell silent. Απόμεινε έτσι ξαπλωμένος ώρα πολλή. He remained lying there for a long time. Ένιωθε ζέστη κάτωθέ του από τον ξαπλωμένο Νικήτα, και πάνωθέ του από τη χοντρή γούνα του. He felt warmth underneath him from the lying Nikita, and above him from the thick fur. Μονάχα τα χέρια του, που μ' αυτά συγκρατούσε τις ποδιές της γούνας του σκεπάζοντας τον Νικήτα άρχισαν να ξεπαγιάζουν καθώς και τα πόδια του, που ο αέρας αδιάκοπα τα ξεσκέπαζε με τα δυνατά φυσήματά του. ||||||||||||||||||are thawing|||||||||||||||blasts| Only his hands, which held the fur's edges covering Nikita, began to get cold as well as his feet, which the air constantly uncovered with its strong gusts. Και πιο πολύ κρύωνε το δεξί του χέρι που ήτανε δίχως γάντι. And he was feeling the cold more in his right hand which was without a glove. Μα κείνος δε σκεφτόταν μήτε τα χέρια του, μήτε τα πόδια του, παρά μονάχα πως να ζεστάνει τον άμοιρο μουζίκο, που πήγε να πεθάνει. ||||||||||||||||||poor||||| But he wasn't thinking of either his hands or his feet, but only how to warm the poor little peasant who was about to die.

Κοίταξε κάμποσες φορές το άλογο κι είδε πως η ράχη του ήτανε ολότελα ξεσκέπαστη γιατί ο αέρας τα είχε ρίξει κάτω πάνωθέ του: και την κάπα και το σέλμα. He looked at the horse several times and saw that its back was completely uncovered because the wind had blown down both the cloak and the saddle on top of it. Στοχάστηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί και να σκεπάσει το ζώο, όμως δεν τολμούσε μήτε για ένα λεπτό να παρατήσει το Νικήτα και να διαλύσει κείνη τη χαρούμενη κατάσταση, που η φροντίδα αυτή του προξενούσε. He thought that he should get up and cover the animal, but he didn't dare to leave Nikitas for even a minute and disrupt that joyful state that this care was causing him. Τώρα πια δεν αισθανόταν καθόλου φόβο. Now he no longer felt any fear.

- Δε θ' αφήσω να το ξαναπάθει, έλεγε μέσα του, πεισμένος πως θα συνέφερνε ολότελα τον Νικήτα, και το έλεγε με το ίδιο καμάρι και την ίδια σιγουριά έτσι που μιλούσε για τις πετυχημένες αγοροπωλησίες του. |||||||||||||||||||||||||||||||||trades| - I won't let him go through that again, he said to himself, convinced that he would completely recover Nikitas, and he said it with the same pride and certainty as when he spoke about his successful trades. Έμεινε εκεί δα έτσι ξαπλωμένος ο Βασίλη Αντρέιτς μια ώρα δύο, τρεις. Basil Andreits lay there like that for an hour, two, three. Μα ούτε που αντιλαμβανόταν το κύλισμα του χρόνου. |||||rolling|| But he didn't even perceive the passage of time.

Αρχικά στη φαντασία του στριφογύριζαν οι εντυπώσεις της θύελλας, του έλκηθρου, του αλόγου, που τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια του και του ξαπλωμένου Νικήτα. |||||||||||||||||||||lying| Initially, impressions of the storm, the sled, the horse, which trembled before his eyes and of the lying Nikitas, swirled in his imagination. Ύστερα άρχισαν ν' ανακατώνονται μ' αυτές οι αναμνήσεις της γιορτής, της γυναίκας του, του αστυνόμου, του συρταριού με τ' αγιοκέρια και πάλι του Νικήτα, που τάχα ήτανε ξαπλωμένος κάτω από το συρτάρι. afterwards|||to mix|||||||||||of the policeman|||||candles|||||||||||| Then these memories of the celebration, his wife, the policeman, the drawer with the candles, and again of Nikitas, who supposedly was lying under the drawer, began to mix with those. Ύστερα άρχισαν να προβάλουν διάφοροι μουζίκοι πουλητές κι αγοραστές και τοίχοι λευκοί, και σπίτια με σκεπές σιδερένιες, που κάτωθέ τους κειτόταν ο Νικήτα. |||emerge||||||||white||||||||||| Then various peasant sellers and buyers started to emerge, and white walls, and houses with iron roofs, under which Nikita lay. Και μετά, ολ' αυτά ανακατώθηκαν μπήκε το ένα μέσα στο άλλο κι όμοια με τα χρώματα της ίριδας που συγχέονται σ' ένα άσπρο φως, όλες κείνες οι διάφορες εντυπώσεις ενώθηκαν σ' ένα τίποτα, κι ο Βασίλη Αντρέιτς αποκοιμήθηκε. |||||||||||||||||||are混合|||||||||||||||||| And then, all of that got mixed up, one entered inside the other, just like the colors of the rainbow that blend in a white light, all those various impressions united into nothing, and Vasilis Andreić fell asleep. Κοιμήθηκε πολλή ώρα δίχως όνειρα, όμως πριν τα ξημερώματα ξανάρχισαν τα όνειρα. He slept for a long time without dreams, but before dawn, the dreams began again. Του φάνηκε πως τάχα στεκόταν κοντά στο συρτάρι με τ' αγιοκέρια κι η γυναίκα του Τίχον γύρευε να της πουλήσει ένα κεράκι των πέντε καπικιών για τη γιορτή και κείνος προσπαθούσε να το φτάσει και να της δώσει μα δε μπορούσε να κινήσει τα χέρια του γιατί ήτανε χωμένα και σφιγμένα μέσα στις τσέπες. |||||||||||||||Tikhon||||||candle|||||||||||||||||||||||||||||||| It seemed to him that he was standing near the drawer with the candles and Tikhon's wife was trying to sell her a candle for five kopecks for the holiday, and he was trying to reach it and give it to her, but he couldn't move his hands because they were stuck and clenched in his pockets. Έκανε να πάει από την άλλη μεριά του συρταριού, μα τα πόδια του δεν κουνιόταν, γιατί οι γαλότσες, ολοκαίνουριες κι ολοκάθαρες, είχανε κολλήσει πάνω στο πέτρινο πάτωμα και μήτε να τις σηκώσει μπορούσε, μήτε τα πόδια του να βγάλει από μέσα τους γινόταν. ||||||||||||||||||brand new|||||||||||||||||||||||| He tried to go to the other side of the drawer, but his feet wouldn't move because the brand-new and spotless galoshes were stuck to the stone floor, and he couldn't lift them nor could he get his feet out of them.

Και ξαφνικά το συρτάρι έπαψε να 'ναι συρτάρι γεμάτο αγιοκέρια, έγινε κρεβάτι κι ο Βασίλη Αντρέιτς είδε τον εαυτό του να κείτεται μπρούμυτα πάνω στο συρτάρι, δηλαδή στο κρεβάτι του, μέσα στο σπίτι του. And suddenly the drawer stopped being a drawer full of candles, it became a bed, and Vasily Andreyevich saw himself lying face down on the drawer, that is, on his bed, inside his house. Κι έμενε έτσι ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να σηκωθεί, μολονότι έπρεπε να σηκωθεί γιατί όπου να 'ναι θα ερχόταν ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, που μαζί θα πήγαινε είτε να διαπραγματευθεί το δασάκι είτε να καλοσκεπάσει το Μουχόρτη. ||||||||||||||||||||||||Matveits||policeman||||||||||||<to cover well>|| And he lay there on the bed unable to get up, although he had to get up because Ivan Matveich, the policeman, would be coming any moment now, and they were either going to negotiate the little forest or cover up the Mukhorty. Και ρωτάει τη γυναίκα του: «Λοιπόν, Μικολάβνα, δεν ήρθε ακόμα;» - «Όχι, του αποκρίθηκε κείνη, δεν ήρθε». ||||||Mikolavna||||||||| And he asks his wife: "So, Mikolavna, hasn't he come yet?" - "No," she replied, "he hasn't come." Κι ακούει πως κάποιο αμάξι κοντοζυγώνει στην είσοδο. |||||is approaching|| And he hears a carriage approaching the entrance. Αυτός πρέπει να είναι. Μα όχι. Το αμάξι προσπέρασε. The car passed by. «Μικολάβνα, ε Μικολάβνα! "Mikolavna, oh Mikolavna!" Τι συμβαίνει; Ακόμα να φανεί;» «Ακόμα». What is happening? Still not visible?" "Not yet." Και εξακολουθεί να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι όλο δεν μπορεί να σηκωθεί κι όλο περιμένει, κι αυτή η προσμονή είναι κι αγωνιώδικη κι αποφασιστική. |||||||||||||||||||||||anxious|| And he continues to lie in his bed, unable to get up, always waiting, and this anticipation is both agonizing and resolute.

Και ξαφνικά η προσμονή πραγματοποιείται κι η ανακούφιση ολοκληρώνεται: καταφτάνει εκείνος που περιμένει και που πια δεν είναι ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, μα κάποιος άλλος, δηλαδή, εκείνος, ακριβώς, που περίμενε. ||||||||is completed|||||||||||||||||||||| And suddenly the anticipation becomes real and the relief is complete: he arrives, the one he has been waiting for, who is no longer Ivan Matveich, the policeman, but someone else, that is, exactly the one he was waiting for. Ήρθε και τον καλεί, κι αυτός, κείνος δηλαδή, που τον καλεί, είναι ο ίδιος που τον κάλεσε και τον πρόσταξε να βοηθήσει τον Νικήτα. He has come and is calling him, and he, that is, the one who is calling him, is the same one who called him and ordered him to help Nikita. Κι ο Βασίλη Αντρέιτς είναι καταχαρούμενος, που αυτός ο κάποιος ήρθε να τον πάρει. And Vasili Andreits is very happy that this someone has come to take him. «Έφτασα»! "I have arrived!" - του φωνάζει ολόχαρα κι η φωνή αυτή τον ξυπνάει. ||happily|||||| - he shouts joyfully, and this voice wakes him up. Όμως ξυπνάει εντελώς αλλιώτικος απ' ό,τι ήταν σαν αποκοιμήθηκε. However, he wakes up completely different from what he was when he fell asleep. Θέλει να σηκωθεί, και δεν το μπορεί. He wants to get up, but he can't. Θέλει να κινήσει το πόδι του, αδύνατο! He wants to move his leg, impossible! Θέλει να γυρίσει το κεφάλι του, μήτε αυτό. He wants to turn his head, but not this. Κι απορεί, μα δεν δυσανασχετεί καθόλου για τούτο. ||||gets upset||| And he wonders, but he is not at all displeased about this. Καταλαβαίνει πως αυτό είναι ο θάνατος, μα δεν πικραίνεται καθόλου στη διαπίστωση αυτή. |||||||||||realization| He understands that this is death, but he is not at all bitter about this realization. Και θυμάται πως εκεί δα κείτεται ο Νικήτα, που ζεστάθηκε κι είναι ζωντανός και του φαίνεται, σάμπως αυτός να είναι ο Νικήτα και πως ο Νικήτα είναι αυτός και πως η ζωή του βρίσκεται όχι μέσα σ' αυτόν τον ίδιο, παρά μέσα στο Νικήτα. And he remembers how Nikitas lies there, who has warmed up and is alive, and it seems to him as if he is Nikitas and that Nikitas is this and that his life is not within him but within Nikitas. Τεντώνει την ακοή του κι ακούει την ανάσα του Νικήτα και μάλιστα και το ανάλαφρο ροχάλισμά του. |||||||||||||||snoring| He stretches his hearing and listens to Nikitas's breath, and even to his light snoring. «Ο Νικήτα είναι ζωντανός, που θα πει, πως και εγώ ζωντανός είμαι», λέει θριαμβευτικά μέσα του. "Nikitas is alive, which means that I am alive too," he says triumphantly to himself.

Κι από τη θύμησή του περνάνε τα λεφτά, τα μαγαζιά, το σπίτι, οι αγοροπωλησίες, και τα εκατομμύρια των Μιρόνοβ και δυσκολεύεται πολύ να καταλάβει γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον λέγανε Βασίλη Μπρεχουνόβ καταγινόταν με τις ασχολίες αυτές. |||memory|||||||||||||||||||||||||||||||||| And from his memory pass the money, the shops, the house, the trades, and the millions of Mironov, and he finds it very hard to understand why this man named Vassilis Brechounov was occupied with these activities. Καταγινόταν, γιατί δεν ήξερε την πραγματικότητα, στοχάζεται για τον Βασίλη Μπρεχουνόβ. He was occupied because he did not know the reality, he contemplates about Vassilis Brechounov. «Δεν ήξερα, μα τώρα ξέρω. "I did not know, but now I know." Τώρα πια δίχως να λαθέψω. ||||make a mistake Now without making a mistake. Τώρα ξέρω». Now I know. Κι ακούει ξανά να τον καλεί εκείνος που τον κάλεσε πρωτύτερα. And he hears again the one who called him earlier. «Έφτασα, έφτασα!», αποκρίνεται χαρούμενη, αναγαλλιασμένη, ολόκληρη η ύπαρξη του. ||||overjoyed|||| I have arrived, I have arrived! replies joyfully, ecstatic, his entire being. Και νιώθει πως είναι λυτρωμένος και πως τίποτα πια δεν τον εμποδίζει. ||||liberated||||||| And he feels that he is liberated and that nothing anymore can stop him.

Και τίποτ' άλλο πια δεν είδε και δεν άκουσε και δεν αισθάνθηκε σ' αυτό τον κόσμο ο Βασίλη Αντρέιτς. |nothing else|else|||||||||||||||| And nothing else did Vasilis Andreits see or hear or feel in this world. Τριγύρω η θύελλα φυσομανούσε πάντα σαν και πρώτα. |||raged|||| Around, the storm was always howling as before. Το χιόνι που στροβιλιζόταν σκέπασε τη γούνα του νεκρού Βασίλη Αντρέιτς και πέρα για πέρα το Μουχόρτη που τρεμούλιαζε σύγκορμος, και το έλκηθρο, που με κόπο διακρινόταν και μέσα σ' αυτό ο Νικήτα, που κειτόταν ξαναζωντανεμένος και ζεστός κάτω από το νεκρό αφεντικό του. |||||||||||||||||||||||||||||||||||revived|||||||| The snow that whirled covered the fur of the dead Vasilis Andreits and all of Muhorti, which quivered all over, and the sled, which could barely be discerned, and inside it Nikita, who lay revived and warm beneath his dead master.