×

Wir verwenden Cookies, um LingQ zu verbessern. Mit dem Besuch der Seite erklärst du dich einverstanden mit unseren Cookie-Richtlinien.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), V. Αφέντης και Δούλος

V. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς, προχώρησε με κόπο μέσα στο σκοτάδι να βρει το έλκηθρό του, μπήκε μέσα, και πήρε τα γκέμια.

- Τράβα μπροστά! - φώναξε του Πετρούσκα.

Ο νέος, γονατιστός μέσα στο έλκηθρό του, πήρε το δρόμο. Ο Μουχόρτη που από ώρα χλιμίντριζε νιώθοντας την παρουσία της φοράδας παραμπρός, όρμησε ξωπίσω κι έτσι τα δυο έλκηθρα βγήκαν στο δρόμο. Ξαναπέρασαν τον κεντρικό δρόμο του χωριού, μπροστά από την αυλή με τα απλωμένα ρούχα, μπροστά από το μακρόστενο αμπάρι που τώρα ήτανε σχεδόν ολόκληρο σκεπασμένο με το χιόνι κι από την σκεπή του ο αέρας το ξεσήκωνε πυκνό, πλάι από κείνα τα ίδια δέντρα που βούιζαν και σφύριζαν θλιμμένα και λύγιζαν στην ορμητική πνοή του και ξαναβρέθηκαν σε κείνη τη θάλασσα από χιόνι που αναταραζόταν ακατάσχετα από πάνω κι από κάτω. Ο αέρας ήτανε τόσο δυνατός, που όταν ερχόταν πλάγια έκανε τα έλκηθρα με τους ανθρώπους μέσα να γέρνουν στην πνοή του, καθώς και τ' άλογα. Ο Πετρούσκα τραβούσε μπροστά με γοργό ρυθμό χάρη στη γερή φοράδα του και ξεφώνιζε με κέφι. Ο Μουχόρτη ακλουθούσε.

Σαν προχώρησαν έτσι κάπου δέκα λεπτά, ο νέος στράφηκε και κάτι ξεφώνησε. Μα μήτε ο Βασίλη Αντρέιτς μήτε ο Νικήτα άκουσαν τι είπε, μάντεψαν όμως πως θα έφτασαν στη στροφή. Πραγματικά ο Πετρούσκα έστριψε δεξιά κι ο αέρας που τον είχανε πλάγια τους ήρθε φάτσα και ταυτόχρονα παρ' όλη την κοσμοχαλασιά του χιονιού διακρίθηκε κάτι να μαυρίζει δεξιά τους. Ήτανε τα χαμόδεντρα της στροφής.

- Και τώρα ο Θεός μαζί σας! - τους φώναξε ο νέος.

- Σ' ευχαριστούμε, Πετρούσκα.

- Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό! - ξεφώνισε ο Πετρούσκα κι εξαφανίστηκε.

- Ποιητής, που μου κόπηκε! - παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς και προχώρησε.

- Καλό παλικάρι, μουζίκος σωστός, είπε ο Νικήτα. Τράβηξαν παραπέρα.

Ο Νικήτα κουκουλωμένος και με το κεφάλι χωμένο βαθιά στους ώμους, έτσι που τα ανάρια γένια του τυλίχτηκαν στο λαιμό του, καθόταν σιωπηλός, προσπαθώντας να διατηρήσει όσο πιο πολύ θα μπορούσε τη ζεστασιά που συγκέντρωσε πίνοντας το τσάι μέσα στο θερμασμένο δωμάτιο. Μπροστά του έβλεπε τις ίσιες γραμμές που σχημάτιζαν οι δυο ρυμοί, και που αδιάκοπα τον ξεγελούσαν γιατί τις έπαιρνε για πατημένο δρόμο, τα νώτα του Μουχόρτη που σάλευαν κι έκαναν να κινείται πέρα-δώθε η ουρά του σφιχτοδεμένη σε κόμπο και παραπέρα το κεφάλι του ζώου και το λαιμό με τη χαίτη που ανεμιζόταν. Κάπου-κάπου τύχαινε να διακρίνει κούτσουρα στημένα στις πλαγιές του δρόμου για σημάδια κι έτσι καταλάβαινε πως για την ώρα πήγαιναν καλά και ησύχαζε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, μα πιότερο άφηνε το άλογο στη δική του διάθεση για το πού να τραβήξει. Μα ο Μουχόρτη παρ' όλο που ξαπόστασε λιγάκι στο χωριό, έτρεχε άκεφα και κάπου-κάπου έστριβε από το δρόμο κι ο Βασίλη Αντρέιτς αναγκαζόταν να τον διορθώνει κάμποσες φορές. «Να δεξιά ένα σημάδι, να, κι άλλο, να, και τρίτο μετρούσε ο Βασίλη Αντρέιτς - και να, παραμπρός το δάσος - στοχάστηκε καθώς ξεχώρισε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Μα κείνο που πήρε για δάσος δεν ήτανε παρά κάποιο μικρό χαμόδεντρο. Προσπέρασαν το χαμόδεντρο, έκαναν καμιά εικοσαριά οργιές ακόμη, όμως δεν υπήρχε μήτε τέταρτο σημάδι, μήτε δάσος. «Όπου να 'ναι πρέπει να βρίσκεται το δάσος δω τριγύρω», σκεφτόταν ο Βασίλη Αντρέιτς και ξαναμμένος από τη βότκα και το τσάι, δίχως να σταματάει βίαζε το άλογο και κείνο καλό και υπάκουο καθώς ήτανε συμμορφωνόταν με τις προτροπές του και πότε πιο γρήγορα, πότε πιο αργά έτρεχε στην κατεύθυνση που του έδινε, παρ' όλο που ήξερε πως αυτή κάθε άλλο ήτανε παρά εκείνη που έπρεπε. Πέρασαν ίσαμε δέκα λεπτά και δάσος πουθενά δε φαινόταν.

- Πάλι τα μπερδέψαμε! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς και σταμάτησε το έλκηθρο.

Ο Νικήτα κατέβηκε αμίλητος από το έλκηθρο και συγκρατώντας το πανωφόρι του που ο αέρας πότε του το κολλούσε στο κορμί και πότε κόντευε να του τ' αρπάξει πάνωθέ του, τράβηξε ψάχνοντας μέσα στα χιόνια. Τριγύρισε από τη μια μεριά, τριγύρισε από την άλλη. Δυο τρεις φορές είχε ολότελα εξαφανιστεί. Τέλος γύρισε και πήρε τα γκέμια από τα χέρια του Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεξιά πρέπει να τραβήξουμε, είπε με ύφος αυστηρό κι αποφασιστικό και έστριψε το αμάξι.

- Πάει καλά, το λοιπόν. Τράβα δεξιά, συμφώνησε ο Βασίλη Αντρέιτς παραδίνοντας τα γκέμια και κρύβοντας τα χέρια του, που είχανε ξεπαγιάσει, μέσα στα μανίκια του.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε.

- Έλα φιλαράκο μου, βάλε τα δυνατά σου, φώναξε στο άλογο, μα εκείνο παρ' όλη τη παρόρμηση που του έκαναν τα γκέμια, προχωρούσε πολύ αργά. Κάπου-κάπου το χιόνι έφτανε ίσαμε το γόνατο, κι αυτό δυσκόλευε πολύ τη μετακίνηση του έλκηθρου.

Ο Νικήτα πήρε το μαστίγι, που κρεμόταν μπροστά και τράβηξε μια του αλόγου. Το καλό ζώο που δεν ήταν συνηθισμένο σε μαστίγωμα, όρμησε και προχώρησε τρέχοντας, μα την ίδια στιγμή μετρίασε κάθε γρηγοράδα. Έτσι πέρα σαν κάπου πέντε λεπτά. Ήτανε τόσο το σκοτάδι και το χιόνι στροβιλιζόταν κι από πάνω κι από κάτω τόσο πυκνό, που συχνά δε μπορούσαν να διακρίνουν ούτε το κεφάλι του αλόγου. Πότε-πότε, νόμιζε κάποιος, πως το έλκηθρο έμενε ακίνητο και πως ο κάμπος ξέφευγε προς τα πίσω. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα, νιώθοντας φαίνεται κάποια ανωμαλία παραπέρα. Ο Νικήτα πήδησε πάλι ανάλαφρα κάτω, παρατώντας τα γκέμια κι έτρεξε να δει τι έβλεπε το άλογο μπροστά του και σταμάτησε. Όμως μόλις έκανε να πατήσει ένα βήμα μπροστά στο Μουχόρτη, τα πόδια του γλίστρησαν και κατρακύλησε μέσα σε κάποιο γκρεμό.

- Για σταμάτα, για σταμάτα, έλεγε μέσα του στον εαυτό του, καθώς έπεφτε και προσπαθούσε να σταματήσει, όμως δεν κατόρθωσε πουθενά να κρατηθεί και σταμάτησε μονάχα όταν στηρίχτηκε πάνω στο παχύ στρώμα του χιονιού που είχε σωριαστεί μέσα στο γκρεμό.

Το χιόνι που είχε στοιβαχτεί στο χείλος του γκρεμού, αναταράχτηκε με το πέσιμο του Νικήτα και σκορπίστηκε πυκνό πάνω στο σβέρκο του.

- Κοίτα εκεί τι μου σκαρώνετε! - παρατήρησε επιτιμητικά ο Νικήτα μιλώντας στο χιονοσωρό και στο γκρεμό και τινάζοντας το χιόνι πάνωθέ του.

- Νικήτ! Ε, Νικήτ! - φώναζε από ψηλά ο Βασίλη Αντρέιτς. - Μα ο Νικήτα δεν αποκρινόταν. Δεν είχε καιρό για κουβέντες. Τίναζε πάνωθέ του τα χιόνια όσο μπορούσε, ύστερα έψαχνε για το μαστίγι που του έφυγε από τα χέρια καθώς έπεσε. Αφού βρήκε το μαστίγι δοκίμασε να ανέβει πάνω από την ίδια μεριά που κατρακύλησε, όμως στάθηκε αδύνατο. Όσο κι αν προσπάθησε, με το πρώτο βήμα που έκανε κουτρουβαλούσε πίσω κι έτσι αναγκάστηκε να προχωρήσει μέσα στο γκρεμό ώσπου να βρει κάπου μια έξοδο γι' απάνω. Με μεγάλο κόπο και σε απόσταση σχεδόν τρεις οργιές από το μέρος που είχε πέσει, κατάφερε να βγει αρκουδώντας στο ψήλωμα κι από κει, βαδίζοντας όλο στο χείλος του γκρεμού, τράβηξε κατά το σημείο, που έπρεπε να βρισκόταν το έλκηθρο. Δεν έβλεπε μήτε το άλογο μήτε το αμάξι, επειδή όμως είχε αντιμέτωπο τον αέρα, προτού τα διακρίνει, άκουσε τις φωνές του Βασίλη Αντρέιτς και τα χλιμιντρίσματα του Μουχόρτη που τον καλούσαν.

- Έφτασα, έφτασα, ε, πάψτε πια! - φώναξε ο Νικήτα.

Μονάχα σαν έφτασε πολύ κοντά, είδε το άλογο και δίπλα στο έλκηθρο, όρθιο τον Βασίλη Αντρέιτς, που του φάνηκε τεράστιος.

- Πού στο διάολο χάθηκες τόση ώρα; Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Ας είναι και στο Γρίσκινο, έλεγε θυμωμένο τ' αφεντικό.

- Καλά θα ήταν, αν το μπορούσαμε. Μα από πού να πάμε τώρα; Εδώ πέρα ειν' ένας τόσος βαθύς γκρεμός που σαν πέσουμε μέσα πάμε χαμένοι. Πήρα μια τέτοια κουτρουβάλα που είδα κι έπαθα να βγω.

- Τι θα γίνει το λοιπόν; Δεν μπορούμε βέβαια να στεκόμαστε εδώ πέρα. Κάπου πρέπει να πάμε, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε λέξη. Κάθισε στο έλκηθρο με τη ράχη στον αέρα έβγαλε τα ποδήματά του που είχανε γεμίσει χιόνι, τα τίναξε καλά-καλά, ύστερα πήρε μια φουχτιά άχυρο και προσπάθησε να φράξει μ' αυτό από μέσα την τρύπα που είχε το αριστερό πόδημά του. Ο Βασίλη Αντρέιτς σώπαινε, σάμπως τώρα να παράδινε πια κάθε πρωτοβουλία στο Νικήτα. Σαν φόρεσε τα ποδήματά του ο Νικήτα, πέρασε πάλι τα γάντια του, πήρε το γκέμια στα χέρια και οδήγησε το άλογο παράπλευρα με το γκρεμό. Όμως δε πρόφτασαν να περάσουν μήτε εκατό βήματα και το άλογο σταμάτησε απότομα πάλι. Μπροστά του βρισκόταν άλλος γκρεμός.

Ο Νικήτα κατέβηκε πάλι κι έτρεξε να ψάξει μέσα στα χιόνια. Περιπλανήθηκε αρκετή ώρα. Στο τέλος ξεπρόβαλε στην αντίθετη μεριά από εκεί που ξεκίνησε.

- Αντρέιτς, είσαι ζωντανός; - έμπηξε μια φωνή.

- Εδώ! - του αποκρίθηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Λοιπόν; Λέγε.

- Τίποτα δε μπορώ να ξεχωρίσω είναι σκοτάδι. Κι όλο και κάτι ρεματιές, κάτι γκρεμοί. Πάλι θα πρέπει να τραβήξουμε κατά εκεί που φυσάει.

Ξεκίνησαν πάλι, και πάλι σταμάτησαν, και πάλι ο Νικήτα πηγαινοερχόταν άσκοπα μέσα στα χιόνια και δίχως αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές ώσπου στο τέλος σταμάτησε αποσταμένος κοντά στο έλκηθρο.

- Λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Απόστασα, δε μπορώ άλλο. Μα και τ' άλογο απόκανε κι αυτό.

- Και τώρα, τι θα γίνει;

- Μα να, στάσου.

Κι ο Νικήτα απομακρύνθηκε ξανά και πολύ σύντομα γύρισε.

- Κράτα καλά, κι ακολούθα με! - φώναξε ο Νικήτα, αδράχνοντας το Μουχόρτη, από το καπίστρι και σέρνοντας τον κάπου προς τα κάτω μέσα στα σωριασμένα χιόνια.

Το άλογο αντιστάθηκε στην αρχή, μα ύστερα με μια μεγάλη προσπάθεια όρμησε ελπίζοντας να τα πηδήξει, όμως δε τα κατάφερε γονάτισε μέσα σ' αυτά.

- Πήδα έξω! - φώναξε ο Νικήτα του Βασίλη Αντρέιτς που εξακολουθούσε να κάθεται στο έλκηθρο, κι ύστερα άδραξε το ένα ξύλο του ρυμού και προσπάθησε να φέρει το έλκηθρο πιο κοντά στο άλογο. Τα βρήκαμε κάπως ζόρικα, αδερφάκι, στράφηκε στο Μουχόρτη, μα τι να γίνει! Έλα, βάλε τα δυνατά σου, να σε χαρώ! Το άλογο έβαλε πάλι μια προσπάθεια, την επανάλαβε αμέσως, μα και πάλι δε τα κατάφερε και ξαναγονάτισε κι απόμεινε εκεί δα, σάμπως να έκανε κάποιο υπολογισμό.

- Πώς το έπαθες και δεν τα κατάφερες, αδερφάκι; - έλεγε ο Νικήτα του Μουχόρτη, έλα καλέ μου, άλλη μια φορά!

Πάλι ο Νικήτα βοηθούσε, τραβώντας το ένα ξύλου ρυμού κι ο Βασίλη Αντρέιτς το άλλο. Το άλογο κίνησε το κεφάλι του, ύστερα όρμησε απότομα.

- Έλα! Έλα! Δεν πρόκειται να πνιγείς! - του φώναζε ο Νικήτα.

- Ένα πήδημα δεύτερο, τρίτο και στο τέλος το άλογο ξεπήδησε τα σωριασμένα χιόνια και σταμάτησε βαριανασαίνοντας και τινάζοντας τα χιόνια πάνωθέ του. Ο Νικήτα ήθελε να τραβήξουν παραπέρα μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε τόσο απηυδήσει τυλιγμένος στις δυο γούνες του, που ήτανε αδύνατο να συνεχίσει και ρίχτηκε στο έλκηθρο.

- Άσε να πάρω ανάσα, είπε, λύνοντας το μαντίλι που μ' αυτό είχε δέσει το γιακά της γούνας του όταν ξεκίνησαν από το Γρίσκινο.

- Μπορώ μονάχος μου, μείνε ξαπλωμένος, ελόγου σου, είπε ο Νικήτα και με τ' αφεντικό ξαπλωμένο μέσα στο έλκηθρο έσυρε το άλογο από το χαλινό καμιά δεκαριά βήματα προς τα κάτω, ύστερα άλλα τόσο ανηφορικά και εκεί πέρα σταμάτησε. Το σημείο που σταμάτησε ο Νικήτα δε βρισκόταν σε βαθούλωμα, που η ορμή του αέρα σωριάζει το χιόνι εκεί μέσα μόνιμα και θα κινδύνευαν να καταπλακωθούν απ' αυτό ολότελα κι είχε το πλεονέχτημα από τη μια πλευρά να 'ναι κάπως προφυλαγμένο με την ανηφοριά που σχημάτιζε το χείλος του γκρεμού. Ήτανε στιγμές, που ο αέρας σάμπως να ησύχαζε λιγάκι, μα αυτό δε διαρκούσε πολύ και λες σαν, θέλοντας να αναπληρώσει τις στιγμές αυτές της ησυχίας, η θύελλα ξεσπούσε μετά, με δύναμη δεκαπλάσια και με πιότερη μανία ξέσκιζε και στριφογύριζε τα πάντα.

Μια τέτοια ορμητική πνοή του αέρα ξέσπασε ξαφνικά τη στιγμή, που ο Βασίλη Αντρέιτς αφού ξανάσανε, βγήκε από το έλκηθρο και πλησίασε το Νικήτα, για να συνεννοηθεί μαζί του τι θα έπρεπε να κάνουν. Κι οι δυο τους αυθόρμητα σκύψανε όσο μπορούσαν κι απόμειναν σιωπηλοί, ώσπου να καταπραΰνει ο αέρας. Ο Μουχόρτη και κείνος ζάρωνε μ' αδημονία τ' αυτιά και τίναζε το κεφάλι του. Μόλις κατασίγασε κάπως η ορμή της θύελλας, ο Νικήτα έβγαλε τα γάντια του, τα έχωσε στη ζώνη του, χουχούλισε τα ξεπαγιασμένα χέρια του κι άρχισε να ξεζεύει το άλογο.

- Τι κάνεις εκεί πέρα; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Το ξεζεύω τι άλλο να κάνω; Απόκαμα πια, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σάμπως να ζητούσε συγνώμη,

- Δε θα μπορέσουμε τάχατες, κάπου να βγούμε;

- Σίγουρα όχι, μονάχα που θα βασανίσουμε άδικα το άλογο. Το καψερό κατάντησε χάλια, είπε ο Νικήτα δείχνοντας τα άλογο, που στεκόταν εκεί δα υπάκουο και για όλα έτοιμο κι ας ήτανε αποκαμωμένο από την κούραση και μουσκεμένο στον ιδρώτα από την υπερβολική προσπάθεια που έβαλε όλη την ώρα. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα μας πρόσθεσε λες κι ετοιμαζόταν να ξενυχτίσει σε κάποιο χάνι, και συνέχισε τη δουλειά του.

- Και δε θα παγώσουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Και τι μ' αυτό; Αν είναι να παγώσουμε, όχι δε θα πούμε, είπε φιλοσοφικά ο Νικήτα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

V. Αφέντης και Δούλος V. Master and Servant V. Amo y siervo

Ο Βασίλη Αντρέιτς, προχώρησε με κόπο μέσα στο σκοτάδι να βρει το έλκηθρό του, μπήκε μέσα, και πήρε τα γκέμια. ||||||||||||sleigh||||||| Vasilis Andreits, struggled through the darkness to find his sleigh, got inside, and took the reins.

- Τράβα μπροστά! - Pull forward! - φώναξε του Πετρούσκα. - shouted Petruska.

Ο νέος, γονατιστός μέσα στο έλκηθρό του, πήρε το δρόμο. ||kneeling||||||| The young man, kneeling in his sleigh, took to the road. Ο Μουχόρτη που από ώρα χλιμίντριζε νιώθοντας την παρουσία της φοράδας παραμπρός, όρμησε ξωπίσω κι έτσι τα δυο έλκηθρα βγήκαν στο δρόμο. |||||neighed|||||mare|||behind|||||||| The Muhorti, who had been whinnying for a while feeling the presence of the mare ahead, rushed behind, and thus the two sleighs went out on the road. Ξαναπέρασαν τον κεντρικό δρόμο του χωριού, μπροστά από την αυλή με τα απλωμένα ρούχα, μπροστά από το μακρόστενο αμπάρι που τώρα ήτανε σχεδόν ολόκληρο σκεπασμένο με το χιόνι κι από την σκεπή του ο αέρας το ξεσήκωνε πυκνό, πλάι από κείνα τα ίδια δέντρα που βούιζαν και σφύριζαν θλιμμένα και λύγιζαν στην ορμητική πνοή του και ξαναβρέθηκαν σε κείνη τη θάλασσα από χιόνι που αναταραζόταν ακατάσχετα από πάνω κι από κάτω. "Passed again"||||||||||||||||||||||||covered with||||||||||||stirred up|||||||||||whistled mournfully|sadly||bent||impetuous||||found themselves again||||||||was churning|uncontrollably||||| They passed again the main road of the village, in front of the yard with the hung clothes, in front of the long storeroom which was now almost entirely covered with snow and from its roof the wind lifted it thickly, next to those same trees that buzzed and whistled sadly and bent in the rushing breath of it and found themselves again in that sea of snow that was restlessly stirred from above and below. Ο αέρας ήτανε τόσο δυνατός, που όταν ερχόταν πλάγια έκανε τα έλκηθρα με τους ανθρώπους μέσα να γέρνουν στην πνοή του, καθώς και τ' άλογα. |||||||||||||||||lean over|in the|||||| The wind was so strong that when it came from the side, it made the sleds with people inside tilt in its breath, as well as the horses. Ο Πετρούσκα τραβούσε μπροστά με γοργό ρυθμό χάρη στη γερή φοράδα του και ξεφώνιζε με κέφι. Petrouska was leading ahead at a brisk pace thanks to his strong mare and was shouting with joy. Ο Μουχόρτη ακλουθούσε. ||was following Mukhorti was following.

Σαν προχώρησαν έτσι κάπου δέκα λεπτά, ο νέος στράφηκε και κάτι ξεφώνησε. |||||||||||shouted As they proceeded for about ten minutes, the young man turned and shouted something. Μα μήτε ο Βασίλη Αντρέιτς μήτε ο Νικήτα άκουσαν τι είπε, μάντεψαν όμως πως θα έφτασαν στη στροφή. |||||||||||guessed|||||| But neither Vasilis Andreits nor Nikita heard what he said; however, they guessed that they would reach the bend. Πραγματικά ο Πετρούσκα έστριψε δεξιά κι ο αέρας που τον είχανε πλάγια τους ήρθε φάτσα και ταυτόχρονα παρ' όλη την κοσμοχαλασιά του χιονιού διακρίθηκε κάτι να μαυρίζει δεξιά τους. ||||||||||||||||||||chaos of snow|||"was distinguished"||||| Indeed, Petruska turned right, and the wind that had been blowing sideways hit him head-on, and at the same time, despite the chaos of the snow, something dark could be seen on their right. Ήτανε τα χαμόδεντρα της στροφής. ||||the turn They were the wild trees of the bend.

- Και τώρα ο Θεός μαζί σας! - And now God be with you! - τους φώναξε ο νέος. - the young man shouted to them.

- Σ' ευχαριστούμε, Πετρούσκα. - Thank you, Petrushka.

- Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό! - The storm hides the sky with darkness! - ξεφώνισε ο Πετρούσκα κι εξαφανίστηκε. - shouted Petrushka and disappeared.

- Ποιητής, που μου κόπηκε! - Poet, who was cut off! - παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς και προχώρησε. - noted Vassilis Andreits and moved on.

- Καλό παλικάρι, μουζίκος σωστός, είπε ο Νικήτα. - Good lad, a true peasant, said Nikita. Τράβηξαν παραπέρα. They moved away.| They pulled further.

Ο Νικήτα κουκουλωμένος και με το κεφάλι χωμένο βαθιά στους ώμους, έτσι που τα ανάρια γένια του τυλίχτηκαν στο λαιμό του, καθόταν σιωπηλός, προσπαθώντας να διατηρήσει όσο πιο πολύ θα μπορούσε τη ζεστασιά που συγκέντρωσε πίνοντας το τσάι μέσα στο θερμασμένο δωμάτιο. ||bundled up|||||||||||||||wrapped around|||||||||||||||||||||||heated| Nikitas, bundled up and with his head buried deep in his shoulders, so that his sparse beard wrapped around his neck, sat silently, trying to maintain as much as he could the warmth he had gathered from drinking tea in the heated room. Μπροστά του έβλεπε τις ίσιες γραμμές που σχημάτιζαν οι δυο ρυμοί, και που αδιάκοπα τον ξεγελούσαν γιατί τις έπαιρνε για πατημένο δρόμο, τα νώτα του Μουχόρτη που σάλευαν κι έκαναν να κινείται πέρα-δώθε η ουρά του σφιχτοδεμένη σε κόμπο και παραπέρα το κεφάλι του ζώου και το λαιμό με τη χαίτη που ανεμιζόταν. ||||straight||||||wagon tracks|||||deceived him||them||||||||||were moving||||||||||tightly tied||||||||||||||||was fluttering In front of him, he saw the straight lines formed by the two streets, which constantly deceived him because he took them for a paved road, the back of the Mouchorti that stirred and made its tightly tied tail move back and forth, and farther the head of the animal and its neck with the mane that was blowing in the wind. Κάπου-κάπου τύχαινε να διακρίνει κούτσουρα στημένα στις πλαγιές του δρόμου για σημάδια κι έτσι καταλάβαινε πως για την ώρα πήγαιναν καλά και ησύχαζε. ||||||||slopes||road|||||||||||||calmed down From time to time, he would catch sight of logs stacked on the banks of the road as reference points, and thus he understood that for the moment they were doing well, and he felt relieved.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, μα πιότερο άφηνε το άλογο στη δική του διάθεση για το πού να τραβήξει. Vasilis Andreits held the reins, but mostly he let the horse decide where to go. Μα ο Μουχόρτη παρ' όλο που ξαπόστασε λιγάκι στο χωριό, έτρεχε άκεφα και κάπου-κάπου έστριβε από το δρόμο κι ο Βασίλη Αντρέιτς αναγκαζόταν να τον διορθώνει κάμποσες φορές. ||||||rested a bit|||||aimlessly||||||||||Vasili||was forced||||| But Muhorti, even though he had rested a bit in the village, was running aimlessly, and from time to time he would veer off the road, forcing Vasilis Andreits to correct him several times. «Να δεξιά ένα σημάδι, να, κι άλλο, να, και τρίτο μετρούσε ο Βασίλη Αντρέιτς - και να, παραμπρός το δάσος - στοχάστηκε καθώς ξεχώρισε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. ||||||||||was counting||||||||forest||||||| To the right, a sign, look, and another, look, and a third was being counted by Vasilis Andreits - and look, ahead the forest - he thought as he distinguished something darkening further ahead. Μα κείνο που πήρε για δάσος δεν ήτανε παρά κάποιο μικρό χαμόδεντρο. But what he took for a forest was nothing more than a small brushwood. Προσπέρασαν το χαμόδεντρο, έκαναν καμιά εικοσαριά οργιές ακόμη, όμως δεν υπήρχε μήτε τέταρτο σημάδι, μήτε δάσος. They passed the brushwood, made another twenty fathoms or so, but there was neither a fourth sign nor a forest. «Όπου να 'ναι πρέπει να βρίσκεται το δάσος δω τριγύρω», σκεφτόταν ο Βασίλη Αντρέιτς και ξαναμμένος από τη βότκα και το τσάι, δίχως να σταματάει βίαζε το άλογο και κείνο καλό και υπάκουο καθώς ήτανε συμμορφωνόταν με τις προτροπές του και πότε πιο γρήγορα, πότε πιο αργά έτρεχε στην κατεύθυνση που του έδινε, παρ' όλο που ήξερε πως αυτή κάθε άλλο ήτανε παρά εκείνη που έπρεπε. |||||||||||||Andreić||"heated"||||||||to|||||||||obedient|||complied|||urging||||||||||||||||||||||||||| The forest should be around here any moment now," thought Vasilis Andreits and, heated from the vodka and tea, continued to urge the horse without stopping. The horse, being good and obedient as it was, complied with his prompts, sometimes running faster and sometimes slower, in the direction he gave, even though it knew that this was anything but the right one. Πέρασαν ίσαμε δέκα λεπτά και δάσος πουθενά δε φαινόταν. About ten minutes passed and there was no sign of the forest.

- Πάλι τα μπερδέψαμε! - We've messed it up again! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς και σταμάτησε το έλκηθρο. - said Vasily Andreits and stopped the sled.

Ο Νικήτα κατέβηκε αμίλητος από το έλκηθρο και συγκρατώντας το πανωφόρι του που ο αέρας πότε του το κολλούσε στο κορμί και πότε κόντευε να του τ' αρπάξει πάνωθέ του, τράβηξε ψάχνοντας μέσα στα χιόνια. ||||||||holding back|||his||||||||||||||||||||||| Nikitas got off the sled silently, holding onto his coat which the wind occasionally pressed against his body and at other times nearly snatched away from him, searching through the snow. Τριγύρισε από τη μια μεριά, τριγύρισε από την άλλη. Wandered around|||||||| He wandered around from one side, he wandered around from the other. Δυο τρεις φορές είχε ολότελα εξαφανιστεί. Two or three times he had completely disappeared. Τέλος γύρισε και πήρε τα γκέμια από τα χέρια του Βασίλη Αντρέιτς. Finally, he turned and took the reins from Vasilis Andreitsis' hands.

- Δεξιά πρέπει να τραβήξουμε, είπε με ύφος αυστηρό κι αποφασιστικό και έστριψε το αμάξι. |||||||||decisive|||| - We must pull to the right, he said with a strict and decisive tone and turned the car.

- Πάει καλά, το λοιπόν. - It's going well, then. Τράβα δεξιά, συμφώνησε ο Βασίλη Αντρέιτς παραδίνοντας τα γκέμια και κρύβοντας τα χέρια του, που είχανε ξεπαγιάσει, μέσα στα μανίκια του. ||||||handing over|||||||||||||| Turn right, agreed Vasilis Andreits, handing over the reins and hiding his freezing hands inside his sleeves.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε. Nikitas did not respond.

- Έλα φιλαράκο μου, βάλε τα δυνατά σου, φώναξε στο άλογο, μα εκείνο παρ' όλη τη παρόρμηση που του έκαναν τα γκέμια, προχωρούσε πολύ αργά. |||||||||||it||||urging|||||||| - Come on, my buddy, give it your all, shout to the horse, but it, despite all the urging from the reins, moved very slowly. Κάπου-κάπου το χιόνι έφτανε ίσαμε το γόνατο, κι αυτό δυσκόλευε πολύ τη μετακίνηση του έλκηθρου. ||||||||||hindered|||movement|| Occasionally the snow reached up to the knee, and that made it very difficult to move the sled.

Ο Νικήτα πήρε το μαστίγι, που κρεμόταν μπροστά και τράβηξε μια του αλόγου. Nikitas took the whip that was hanging in front and gave the horse a crack. Το καλό ζώο που δεν ήταν συνηθισμένο σε μαστίγωμα, όρμησε και προχώρησε τρέχοντας, μα την ίδια στιγμή μετρίασε κάθε γρηγοράδα. ||||||||whipping|||||||||slowed down|| The good animal that was not used to being whipped rushed forward and began to run, but at the same time it moderated every quickness. Έτσι πέρα σαν κάπου πέντε λεπτά. Thus, about five minutes passed. Ήτανε τόσο το σκοτάδι και το χιόνι στροβιλιζόταν κι από πάνω κι από κάτω τόσο πυκνό, που συχνά δε μπορούσαν να διακρίνουν ούτε το κεφάλι του αλόγου. It was so dark and the snow was swirling both from above and below so thickly that they often could not even make out the horse's head. Πότε-πότε, νόμιζε κάποιος, πως το έλκηθρο έμενε ακίνητο και πως ο κάμπος ξέφευγε προς τα πίσω. ||||||||||||plain|slipped away||| Now and then, someone thought that the sled stood still and that the plain was slipping backward. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα, νιώθοντας φαίνεται κάποια ανωμαλία παραπέρα. ||||||||irregularity| Suddenly the horse stopped abruptly, seemingly sensing some anomaly ahead. Ο Νικήτα πήδησε πάλι ανάλαφρα κάτω, παρατώντας τα γκέμια κι έτρεξε να δει τι έβλεπε το άλογο μπροστά του και σταμάτησε. ||"jumped"||||"letting go of"|||||||||||||| Nikitas jumped down lightly again, abandoning the reins and ran to see what the horse was looking at in front of him and stopped. Όμως μόλις έκανε να πατήσει ένα βήμα μπροστά στο Μουχόρτη, τα πόδια του γλίστρησαν και κατρακύλησε μέσα σε κάποιο γκρεμό. |||||||||||||slipped|||||| But as soon as he tried to take a step forward at Mouchorti, his feet slipped and he tumbled into some chasm.

- Για σταμάτα, για σταμάτα, έλεγε μέσα του στον εαυτό του, καθώς έπεφτε και προσπαθούσε να σταματήσει, όμως δεν κατόρθωσε πουθενά να κρατηθεί και σταμάτησε μονάχα όταν στηρίχτηκε πάνω στο παχύ στρώμα του χιονιού που είχε σωριαστεί μέσα στο γκρεμό. |||||||||||||was trying||stop|but||||||||||leaned on|||||||||"piled up"||| - Stop, stop, he kept telling himself as he fell and tried to stop, but he couldn't hold on anywhere and only stopped when he leaned against the thick layer of snow that had accumulated in the chasm.

Το χιόνι που είχε στοιβαχτεί στο χείλος του γκρεμού, αναταράχτηκε με το πέσιμο του Νικήτα και σκορπίστηκε πυκνό πάνω στο σβέρκο του. ||||had piled up||||cliff's edge||||fall||||"scattered"||||| The snow that had piled up at the edge of the chasm was disturbed by Nikitas's fall and scattered densely over his neck.

- Κοίτα εκεί τι μου σκαρώνετε! - Look there what you are scheming against me! - παρατήρησε επιτιμητικά ο Νικήτα μιλώντας στο χιονοσωρό και στο γκρεμό και τινάζοντας το χιόνι πάνωθέ του. |reproachfully|||||||||||||| - Nikita observed reproachfully, speaking to the snow pile and the precipice, shaking the snow off himself.

- Νικήτ! - Nikit! Ε, Νικήτ! - φώναζε από ψηλά ο Βασίλη Αντρέιτς. - Μα ο Νικήτα δεν αποκρινόταν. - But Nikitas was not responding. Δεν είχε καιρό για κουβέντες. He didn't have time for conversations. Τίναζε πάνωθέ του τα χιόνια όσο μπορούσε, ύστερα έψαχνε για το μαστίγι που του έφυγε από τα χέρια καθώς έπεσε. He brushed off the snow from himself as much as he could, and then he searched for the whip that slipped from his hands as he fell. Αφού βρήκε το μαστίγι δοκίμασε να ανέβει πάνω από την ίδια μεριά που κατρακύλησε, όμως στάθηκε αδύνατο. After he found the whip, he tried to climb up from the same side he had slipped down, but it proved impossible. Όσο κι αν προσπάθησε, με το πρώτο βήμα που έκανε κουτρουβαλούσε πίσω κι έτσι αναγκάστηκε να προχωρήσει μέσα στο γκρεμό ώσπου να βρει κάπου μια έξοδο γι' απάνω. ||||||||||tumbled back|||||to|||||||||||| No matter how hard he tried, with the first step he took he would tumble back, and so he was forced to make his way further into the abyss until he found somewhere an exit upwards. Με μεγάλο κόπο και σε απόσταση σχεδόν τρεις οργιές από το μέρος που είχε πέσει, κατάφερε να βγει αρκουδώντας στο ψήλωμα κι από κει, βαδίζοντας όλο στο χείλος του γκρεμού, τράβηξε κατά το σημείο, που έπρεπε να βρισκόταν το έλκηθρο. ||||||||||||||||||crawling like a bear||elevation||||||||||||||||||| With great effort and at a distance of almost three fathoms from the place where he had fallen, he managed to emerge grunting onto the height and from there, walking all along the edge of the abyss, he headed towards the point where the sled should have been. Δεν έβλεπε μήτε το άλογο μήτε το αμάξι, επειδή όμως είχε αντιμέτωπο τον αέρα, προτού τα διακρίνει, άκουσε τις φωνές του Βασίλη Αντρέιτς και τα χλιμιντρίσματα του Μουχόρτη που τον καλούσαν. |||||||||||facing||||||||||||||neighing||||| He saw neither the horse nor the carriage, but because he was facing the wind, before he could distinguish them, he heard the voices of Vasilis Andreits and the whinnying of Mouchorti calling to him.

- Έφτασα, έφτασα, ε, πάψτε πια! |||"stop it"| - I have arrived, I have arrived, hey, stop it already! - φώναξε ο Νικήτα. - shouted Nikita.

Μονάχα σαν έφτασε πολύ κοντά, είδε το άλογο και δίπλα στο έλκηθρο, όρθιο τον Βασίλη Αντρέιτς, που του φάνηκε τεράστιος. "Only"||||||||||||||||||| Only when it got very close did he see the horse and next to the sleigh, standing, Vasilis Andreits, who seemed huge to him.

- Πού στο διάολο χάθηκες τόση ώρα; Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. ||hell||||||| - Where the hell have you been all this time? We need to go back. Ας είναι και στο Γρίσκινο, έλεγε θυμωμένο τ' αφεντικό. Be it in Griskino, the boss was saying angrily.

- Καλά θα ήταν, αν το μπορούσαμε. - It would be nice if we could do it. Μα από πού να πάμε τώρα; Εδώ πέρα ειν' ένας τόσος βαθύς γκρεμός που σαν πέσουμε μέσα πάμε χαμένοι. ||||||||||||cliff|||||| But where can we go now? There's such a deep cliff here that if we fall in, we're lost. Πήρα μια τέτοια κουτρουβάλα που είδα κι έπαθα να βγω. I had such a tumble that I could hardly manage to get out.

- Τι θα γίνει το λοιπόν; Δεν μπορούμε βέβαια να στεκόμαστε εδώ πέρα. - So what will happen then? We can't just stand here. Κάπου πρέπει να πάμε, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. We have to go somewhere, said Vasilis Andreits.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε λέξη. Nikitas did not say a word. Κάθισε στο έλκηθρο με τη ράχη στον αέρα έβγαλε τα ποδήματά του που είχανε γεμίσει χιόνι, τα τίναξε καλά-καλά, ύστερα πήρε μια φουχτιά άχυρο και προσπάθησε να φράξει μ' αυτό από μέσα την τρύπα που είχε το αριστερό πόδημά του. |||||||||||||||||||||||handful||||||||||||||||shoe| He sat in the sled with his back in the air, took off his boots that had filled with snow, shook them well, then took a handful of straw and tried to block the hole in his left boot with it from the inside. Ο Βασίλη Αντρέιτς σώπαινε, σάμπως τώρα να παράδινε πια κάθε πρωτοβουλία στο Νικήτα. |||"kept silent"||||was handing over||||| Vasilis Andreits was silent, as if he were now handing over every initiative to Nikitas. Σαν φόρεσε τα ποδήματά του ο Νικήτα, πέρασε πάλι τα γάντια του, πήρε το γκέμια στα χέρια και οδήγησε το άλογο παράπλευρα με το γκρεμό. |||||||||||||||||||||alongside||| When Nikitas put on his boots, he put on his gloves again, took the reins in his hands, and led the horse alongside the cliff. Όμως δε πρόφτασαν να περάσουν μήτε εκατό βήματα και το άλογο σταμάτησε απότομα πάλι. ||managed to||||||||||| But they hardly managed to cover even a hundred steps when the horse suddenly stopped again. Μπροστά του βρισκόταν άλλος γκρεμός. In front of him was another cliff.

Ο Νικήτα κατέβηκε πάλι κι έτρεξε να ψάξει μέσα στα χιόνια. Nikitas got down again and ran to search through the snow. Περιπλανήθηκε αρκετή ώρα. He wandered for quite a while. Στο τέλος ξεπρόβαλε στην αντίθετη μεριά από εκεί που ξεκίνησε. In the end, he emerged on the opposite side from where he started.

- Αντρέιτς, είσαι ζωντανός; - έμπηξε μια φωνή. - Andrei, are you alive? - a voice called out.

- Εδώ! - του αποκρίθηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Basil Andreits replied to him. Λοιπόν; Λέγε. Well? Speak.

- Τίποτα δε μπορώ να ξεχωρίσω είναι σκοτάδι. - I can’t distinguish anything, it’s darkness. Κι όλο και κάτι ρεματιές, κάτι γκρεμοί. ||||ravines||cliffs And there are always some ravines, some cliffs. Πάλι θα πρέπει να τραβήξουμε κατά εκεί που φυσάει. Again we will have to go where the wind blows.

Ξεκίνησαν πάλι, και πάλι σταμάτησαν, και πάλι ο Νικήτα πηγαινοερχόταν άσκοπα μέσα στα χιόνια και δίχως αποτέλεσμα. |||||||||was pacing aimlessly||||||| They started again, and again they stopped, and again Nikitas was going back and forth aimlessly in the snow and without result. Αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές ώσπου στο τέλος σταμάτησε αποσταμένος κοντά στο έλκηθρο. |was repeated||times|||||exhausted||| This was repeated several times until finally, he stopped, exhausted, near the sled.

- Λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - So? - asked Vasilis Andreitch.

- Απόστασα, δε μπορώ άλλο. I'm exhausted||| - I am exhausted, I can't go on. Μα και τ' άλογο απόκανε κι αυτό. ||||worn out|| But the horse has also perished.

- Και τώρα, τι θα γίνει; - And now, what will happen?

- Μα να, στάσου. - Well, wait.

Κι ο Νικήτα απομακρύνθηκε ξανά και πολύ σύντομα γύρισε. And Nikita moved away again and very soon returned.

- Κράτα καλά, κι ακολούθα με! |||follow| - Hold on tight, and follow me! - φώναξε ο Νικήτα, αδράχνοντας το Μουχόρτη, από το καπίστρι και σέρνοντας τον κάπου προς τα κάτω μέσα στα σωριασμένα χιόνια. - shouted Nikita, grabbing the Mukhorti by the halter and dragging him somewhere down into the piled-up snow.

Το άλογο αντιστάθηκε στην αρχή, μα ύστερα με μια μεγάλη προσπάθεια όρμησε ελπίζοντας να τα πηδήξει, όμως δε τα κατάφερε γονάτισε μέσα σ' αυτά. ||||||||||||||||||||knelt down||| The horse resisted at first, but then with a great effort it charged hoping to jump over them, but it didn't succeed and knelt in the midst of them.

- Πήδα έξω! "Jump out!"| - Jump out! - φώναξε ο Νικήτα του Βασίλη Αντρέιτς που εξακολουθούσε να κάθεται στο έλκηθρο, κι ύστερα άδραξε το ένα ξύλο του ρυμού και προσπάθησε να φέρει το έλκηθρο πιο κοντά στο άλογο. |||||||||||||||||||rimu|||||||||| - shouted Nikita of Vasilis Andreits who was still sitting in the sled, and then he grabbed one of the sled's wood and tried to bring the sled closer to the horse. Τα βρήκαμε κάπως ζόρικα, αδερφάκι, στράφηκε στο Μουχόρτη, μα τι να γίνει! |||tough|||||||| We found it somewhat tough, little brother, he turned to Mouchortis, but what can be done! Έλα, βάλε τα δυνατά σου, να σε χαρώ! Come on, give it your all, I want to see you happy! Το άλογο έβαλε πάλι μια προσπάθεια, την επανάλαβε αμέσως, μα και πάλι δε τα κατάφερε και ξαναγονάτισε κι απόμεινε εκεί δα, σάμπως να έκανε κάποιο υπολογισμό. |||||||repeated it immediately|||||||||knelt again||||||||| The horse made another effort, repeated it immediately, but once again it didn't succeed and knelt down again, remaining there as if it were making some calculation.

- Πώς το έπαθες και δεν τα κατάφερες, αδερφάκι; - έλεγε ο Νικήτα του Μουχόρτη, έλα καλέ μου, άλλη μια φορά! - How did you get hurt and didn't manage, little brother? - said Nikitas from Mukhorti, come on my dear, one more time!

Πάλι ο Νικήτα βοηθούσε, τραβώντας το ένα ξύλου ρυμού κι ο Βασίλη Αντρέιτς το άλλο. Once again, Nikitas was helping, pulling one piece of wood and Vasili Andreits was pulling the other. Το άλογο κίνησε το κεφάλι του, ύστερα όρμησε απότομα. The horse moved its head, then suddenly charged.

- Έλα! Έλα! Δεν πρόκειται να πνιγείς! |||drown You won't drown! - του φώναζε ο Νικήτα. - Nikita shouted at him.

- Ένα πήδημα δεύτερο, τρίτο και στο τέλος το άλογο ξεπήδησε τα σωριασμένα χιόνια και σταμάτησε βαριανασαίνοντας και τινάζοντας τα χιόνια πάνωθέ του. |||||||||"leapt over"||||||panting heavily||||snow|| - One jump, a second, a third, and in the end the horse jumped out of the piled snow and stopped, breathing heavily and shaking the snow off of it. Ο Νικήτα ήθελε να τραβήξουν παραπέρα μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε τόσο απηυδήσει τυλιγμένος στις δυο γούνες του, που ήτανε αδύνατο να συνεχίσει και ρίχτηκε στο έλκηθρο. ||||||||||||"had grown weary"|||||||||||||| Nikitas wanted them to pull further, but Vasili Andreits was so exasperated, wrapped in his two furs, that it was impossible for him to continue, and he collapsed into the sleigh.

- Άσε να πάρω ανάσα, είπε, λύνοντας το μαντίλι που μ' αυτό είχε δέσει το γιακά της γούνας του όταν ξεκίνησαν από το Γρίσκινο. |||||untying|||||||||||fur coat|||||| - Let me catch my breath, he said, loosening the scarf with which he had tied the collar of his fur when they set out from Griskino.

- Μπορώ μονάχος μου, μείνε ξαπλωμένος, ελόγου σου, είπε ο Νικήτα και με τ' αφεντικό ξαπλωμένο μέσα στο έλκηθρο έσυρε το άλογο από το χαλινό καμιά δεκαριά βήματα προς τα κάτω, ύστερα άλλα τόσο ανηφορικά και εκεί πέρα σταμάτησε. |||||"yourself"||||||||||||||||||bridle||||||||||uphill|||| - I can manage on my own, you stay lying down if you want, said Nikitas, and with the boss lying inside the sleigh, he pulled the horse by the bridle about ten steps down, then another distance uphill, and there he stopped. Το σημείο που σταμάτησε ο Νικήτα δε βρισκόταν σε βαθούλωμα, που η ορμή του αέρα σωριάζει το χιόνι εκεί μέσα μόνιμα και θα κινδύνευαν να καταπλακωθούν απ' αυτό ολότελα κι είχε το πλεονέχτημα από τη μια πλευρά να 'ναι κάπως προφυλαγμένο με την ανηφοριά που σχημάτιζε το χείλος του γκρεμού. |||||||||depression||||||piles up||||||||"would be at risk"||be buried under|||||||advantage|||||||||||upward slope|||||| Ήτανε στιγμές, που ο αέρας σάμπως να ησύχαζε λιγάκι, μα αυτό δε διαρκούσε πολύ και λες σαν, θέλοντας να αναπληρώσει τις στιγμές αυτές της ησυχίας, η θύελλα ξεσπούσε μετά, με δύναμη δεκαπλάσια και με πιότερη μανία ξέσκιζε και στριφογύριζε τα πάντα. ||||||||||||"lasted"|||||||"make up for"||moments||||||"broke out"||||tenfold strength|||greater||"tore apart"|||| There were moments when the air seemed to calm down a little, but this did not last long, and it feels like wanting to make up for those moments of silence, the storm would break out afterwards, with tenfold strength and an even greater fury tearing and whirling everything.

Μια τέτοια ορμητική πνοή του αέρα ξέσπασε ξαφνικά τη στιγμή, που ο Βασίλη Αντρέιτς αφού ξανάσανε, βγήκε από το έλκηθρο και πλησίασε το Νικήτα, για να συνεννοηθεί μαζί του τι θα έπρεπε να κάνουν. |||||||||||||||"caught his breath"|||||||||||||||||| A sudden gust of wind broke out at the moment when Vasilis Andreits, after taking a breath, got out of the sled and approached Nikitas to discuss what they should do. Κι οι δυο τους αυθόρμητα σκύψανε όσο μπορούσαν κι απόμειναν σιωπηλοί, ώσπου να καταπραΰνει ο αέρας. |||||bent down||||remained||||calm down|| Both of them spontaneously leaned down as much as they could and remained silent until the wind calmed down. Ο Μουχόρτη και κείνος ζάρωνε μ' αδημονία τ' αυτιά και τίναζε το κεφάλι του. Mouchorti and that one were anxiously twitching their ears and shaking their heads. Μόλις κατασίγασε κάπως η ορμή της θύελλας, ο Νικήτα έβγαλε τα γάντια του, τα έχωσε στη ζώνη του, χουχούλισε τα ξεπαγιασμένα χέρια του κι άρχισε να ξεζεύει το άλογο. |subsided|||||storm's force||||||||||||warmed up||||||||unharness|| As soon as the storm's fury died down somewhat, Nikitas took off his gloves, stuffed them in his belt, warmed his frozen hands, and began to unhitch the horse.

- Τι κάνεις εκεί πέρα; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - What are you doing over there? - asked Vasilis Andreits.

- Το ξεζεύω τι άλλο να κάνω; Απόκαμα πια, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σάμπως να ζητούσε συγνώμη, |"I unyoke"|||||"I’m exhausted"|"anymore"||||||| - What else can I do? I'm exhausted now, replied Nikita, as if he were asking for forgiveness.

- Δε θα μπορέσουμε τάχατες, κάπου να βγούμε; - Will we not be able to go somewhere?

- Σίγουρα όχι, μονάχα που θα βασανίσουμε άδικα το άλογο. |||||torture||| - Surely not, only that we will unjustly torment the horse. Το καψερό κατάντησε χάλια, είπε ο Νικήτα δείχνοντας τα άλογο, που στεκόταν εκεί δα υπάκουο και για όλα έτοιμο κι ας ήτανε αποκαμωμένο από την κούραση και μουσκεμένο στον ιδρώτα από την υπερβολική προσπάθεια που έβαλε όλη την ώρα. |Poor thing|ended up||||||||||||||||||||worn out|||||soaked||||||||||| The poor thing has ended up a mess, said Nikita, pointing to the horse, which stood there obedient and ready for anything, even though it was exhausted from the effort and soaked in sweat from the excessive strain it had put in all the time. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα μας πρόσθεσε λες κι ετοιμαζόταν να ξενυχτίσει σε κάποιο χάνι, και συνέχισε τη δουλειά του. |||||||||||stay up|||inn||||| We have to spend the night, he added as if he were preparing to stay up all night in some inn, and continued with his work.

- Και δε θα παγώσουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. |||freeze|||| - And won't we get cold? - asked Vasily Andreyich.

- Και τι μ' αυτό; Αν είναι να παγώσουμε, όχι δε θα πούμε, είπε φιλοσοφικά ο Νικήτα. |||||||freeze|||||||| - And so what? If we are to freeze, no we won't say anything, said Nikitas philosophically.