EXTRA 1 (NO AUDIO)
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
Αυτές οι αλληλένδετες αλλά ανεξάρτητες ιστορίες ξεχώριζαν από παλιά μέσα στη μεγάλη και πολύπλοκη ιστορία των Βάλαρ, των Ξωτικών και των Ανθρώπων στο Βάλινορ και στις Μεγάλες Περιοχές. Και στα χρόνια που ακολούθησαν την εγκατάλειψη των Χαμένων Ιστοριών πριν από την ολοκλήρωσή τους, ο πατέρας μου άφησε τον πεζό λόγο και άρχισε να δουλεύει ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο "Ο Τούριν, γιος του Χούριν, και ο Γκλόρουντ ο Δράκος", που αργότερα, σε μια αναθεωρημένη έκδοση, έγινε Τα Παιδιά του Χούριν. Αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Λιντς. Γι' αυτό το ποίημα χρησιμοποίησε το αρχαίο αγγλικό παρηχητικό μέτρο (τη στιχουργική μορφή του Μπέογουλφ και άλλων αγγλοσαξονικών ποιημάτων), επιβάλλοντας στη σύγχρονη αγγλική τα απαιτητικά πρότυπα τονισμού και “όμοιας αρχής” που τηρούνται στα παλαιά ποιήματα. Σ' αυτού του είδους τα ποιήματα επέδειξε μεγάλη ικανότητα και σε πολύ διαφορετικές μορφές, από το δραματικό διάλογο του έργου του "Η Παλιννόστηση του Μπέορχτνοθ" μέχρι την ελεγεία για τους πεσόντες στη μάχη των Πεδίων του Πέλενορ. Το παρηχητικό Τα Παιδιά του Χούριν ήταν, μακράν, το μεγαλύτερο από τα ποιήματά του σ' αυτό το μέτρο, ξεπερνώντας κατά πολύ τους δύο χιλιάδες στίχους. Όμως το είχε συλλάβει σε μια τόσο μεγάλη κλίμακα, που, όταν το εγκατέλειψε, είχε φτάσει μόλις μέχρι την αφήγηση της επίθεσης του Δράκοντα κατά του Νάργκοθροντ. Αφού θα ακολουθούσε ένα μεγάλο μέρος από τις Χαμένες Ιστορίες, γράφοντας σε τόσο εκτεταμένη μορφή, θα χρειαζόταν πολλές χιλιάδες στίχους ακόμη. Μια δεύτερη εκδοχή, που εγκαταλείφθηκε σε ακόμη πιο πρώιμο σημείο της αφήγησης, έχει περίπου το διπλάσιο μέγεθος από την πρώτη εκδοχή μέχρι το ίδιο σημείο.
Σ' εκείνο το μέρος του θρύλου των Παιδιών του Χούριν που αποδόθηκε από τον πατέρα μου στο παρηχητικό ποίημα, η παλιά ιστορία στο Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών επεκτείνεται και αναπτύσσεται πιο λεπτομερειακά. Είναι αξιοσημείωτο ότι εδώ εμφανίστηκε η μεγάλη υπόγεια οχυρή πόλη του Νάργκοθροντ και η κυριαρχία της σε μεγάλες εκτάσεις (ένα κεντρικό στοιχείο όχι μόνο στο θρύλο του Τούριν και της Νίενορ, αλλά και στην ιστορία των Παλαιών Ημερών της Μέσης-γης), με μια περιγραφή των αγροτικών εκτάσεων των Ξωτικών του Νάργκοθροντ, που αποτελεί σπάνια αναφορά στις “τέχνες της ειρήνης” στον αρχαίο κόσμο, αφού τέτοιες νύξεις εμφανίζονται μόνο αραιά και πού. Κατεβαίνοντας νότια κατά μήκος του ποταμού Νάρογκ, ο Τούριν και ο σύντροφός του (ο Γκουίντορ στο κείμενο αυτού εδώ του βιβλίου) βρήκαν τις περιοχές κοντά στην είσοδο του Νάργκοθροντ φαινομενικά εγκαταλειμμένες:
...σε χώρα έφτασαν όμορφα φροντισμένη,
απ' ανθισμένες εκβολές κι ωραίες εκτάσεις
πέρασαν, κι άδεια απ' αγρότες βρήκανε
κάμπους, λιβάδια και αγρούς εκεί στον Νάρογκ.
με τα οργωμένα χώματα ζωσμένα από τα δέντρα
ανάμεσα σε λόφους και ποτάμι. Είδαν τσαπιά
μες στους αγρούς αδιάφορα ριγμένα, και σκάλες
κείτονταν στα χόρτα τα ψηλά στα πλούσια περιβόλια,
όλα τα δέντρα γύριζαν με κεφαλή κλαδόπλεχτη
κρυφά να τους κοιτάξουν, κι όλα τ' αυτιά αφουγκράζονταν
των χορταριών που γνέφαν, κι ήλιος μεσημεριάτικος
έλαμπε πάνω σε γη και φύλλα, κι όμως εκείνοι ένιωσαν
τα μέλη παγωμένα.
--
Και έτσι οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν στις πύλες του Νάργκοθροντ, στο φαράγγι του Νάρογκ:
απότομοι στέκαν και γεροί των λόφων
οι ώμοι, γέρνοντας πάν' απ' το γοργό νερό'
κι εκεί βαθμίδα απότομη, κρυμμένη μες στα δέντρα,
ήταν πλατιά και φιδωτή, απ' τη φθορά λιωμένη,
μέσα στην όψη της κατηφοριάς.
Πύλες είδαν εκεί γιγάντιες και σκοτεινές
μες στην πλαγιά χωμένες τα ξύλα τους τεράστια,
και πέτρα ήταν βαριά ανώφλια κι ορθοστάτες.
--
Τα Ξωτικά έπιασαν τους ταξιδιώτες, τους μετέφεραν μέσα στην πόλη, και οι πύλες έκλεισαν πίσω τους:
Έτριξε και βρόντηξε πάνω σε στρόφιγγες βαριές
γιγάντια η πόρτα, και κάνοντας αχό βαρύ
χτύπησε κλείνοντας σαν κεραυνός,
και τρομεροί απόηχοι σε άδειους διαδρόμους
απλώθηκαν και βούιξαν κάτ' απ' αόρατες στέγες
κι έσβησε το φως. Και προχωρώντας πέρασαν
από μεγάλους φιδωτούς και σκοτεινούς διαδρόμους,
με τους φρουρούς να οδηγούν τα αβέβαια βήματά τους,
ώσπου μια λάμψη αμυδρή απ' των δαυλών τη φλόγα
μπροστά τους άστραψε, και μακρινά μουρμουρητά
σαν από πάμπολλες φωνές σε δώμα συναγμένες
άκουσαν καθώς έσπευδαν. Ψηλή πολύ η οροφή.
Σε μια γωνία ξαφνικά εστρίψανε μπροστά τους,
κι άναυδοι είδανε συμβούλιο σοβαρό,
εκατοντάδες άτομα βουβά, σε απέραντο λυκόφως,
κάτω από τρούλους μακρινούς και σκοτεινές καμάρες
αυτούς να περιμένουν.
--
Όμως στο κείμενο των Παιδιών του Χούριν που δίνεται σ' αυτό το βιβλίο, διαβάζουμε μόνο αυτό (σελ 158):
Και τότε σηκώθηκαν και φεύγοντας από το Έιθελ Ίβριν ταξίδεψαν νότια ακολουθώντας τις όχθες του Νάρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχμάλωτους στο κρυφό οχυρό.
Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ.
--
Πώς έγινε αυτό; Παρακάτω θα προσπαθήσω να δώσω απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι όλο το ποίημα για τον Τούριν γράφτηκε από τον πατέρα μου στο Λιντς και ότι το εγκατέλειψε στα τέλη του 1924 ή στις αρχές του 1925. Γιατί το έκανε αυτό θα παραμείνει άγνωστο. Δεν υπάρχει όμως κανένα μυστήριο ως προς το θέμα που στράφηκε στη συνέχεια: το καλοκαίρι του 1925 άρχισε ένα νέο ποίημα σε τελείως διαφορετικό μέτρο, οκτασύλλαβα δίστιχα με ομοιοκαταληξία, και με τίτλο Η Μπαλάντα του Λέιθιαν (“Απελευθέρωση από την Δουλεία”). Έτσι άρχισε άλλη μια από τις ιστορίες για τις οποίες χρόνια αργότερα, το 1951, όπως ήδη έχω σημειώσει, είπε ότι είναι πλήρεις σε ανάπτυξη, ανεξάρτητες, αλλά και συνδεδεμένες με “τη γενική ιστορία”. Γιατί το θέμα της Μπαλάντας του Λέιθιαν είναι ο θρύλος του Μπέρεν και την Λούθιεν. Δούλευε το δεύτερο μεγάλο ποίημά του έξι χρόνια και το εγκατέλειψε κι αυτό το Σεπτέμβριο του 1931, έχοντας γράψει πάνω από 4000 στίχους. Αυτό το ποίημα, όπως και το παρηχητικό, Παιδιά του Χούριν, το οποίο διαδέχθηκε και αντικατέστησε, αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο στην εξέλιξη του θρύλου από την αρχική Χαμένη Ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν.
Το 1926, ενώ Η Μπαλάντα του Λέιθιαν βρισκόταν σε εξέλιξη, ο πατέρας μου έγραψε μια “Σκιαγράφηση της Μυθολογίας” για τον Ρ.Γ. Ρέινολντς, που ήταν καθηγητής του στο σχολείο Κινγκ Έντουαρντ'ς στο Μπέρμιγχαμ, με σκοπό “να εξηγήσω το ιστορικό της ποιητικής εκδοχής του Τούριν και του Δράκοντα”. Αυτό το σύντομο χειρόγραφο, που θα έφτανε στις είκοσι περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες, γράφτηκε ρητά ως μία σύνοψη, σε παρόντα χρόνο και με λακωνικό στυλ. Αποτέλεσε όμως την αφετηρία των μεταγενέστερων εκδοχών του Σιλμαρίλλιον (αν και ο τίτλος αυτός δεν είχε δοθεί ακόμη). Παρόλο που το κείμενο αυτό έδινε ολόκληρη τη μυθολογική σύλληψη, ήταν φανερό ότι η ιστορία του Τούριν είχε περίοπτη θέση -και πραγματικά, ο τίτλος του χειρογράφου είναι “Σκιαγράφηση της μυθολογίας με ειδική αναφορά στα "Παιδιά του Χούριν", τίτλος που συμφωνεί με το σκοπό για τον οποίο γράφτηκε.
Το 1930 ακολούθησε ένα πολύ πιο ουσιαστικό έργο, η Κουέντα Νολντορίνγουα (Quenta Noldorinwa) (η Ιστορία των Νόλντορ: γιατί η ιστορία των Ξωτικών Νόλντορ είναι το κεντρικό θέμα του Σιλμαρίλλιον). Αυτό προερχόταν άμεσα από τη “Σκιαγράφηση” και, παρόλο που μεγέθυνε σημαντικά το προγενέστερο κείμενο και ήταν γραμμένο με έναν πολύ πιο επεξεργασμένο τρόπο, ο πατέρας μου εξακολουθούσε να βλέπει την Κουέντα σε μεγάλο βαθμό ως ένα έργο σύνοψης, μια επιτομή πολύ πιο πλούσιων αφηγηματικών συλλήψεων, κάτι που φαίνεται καθαρά από τον υπότιτλο που του έδωσε και στον οποίο δήλωνε ότι ήταν “μια σύντομη ιστορία [των Νόλντορ] που αντλήθηκε από το Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών”.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι εκείνη την εποχή η Κουέντα αντιπροσώπευε (αν και με κάπως στοιχειώδη δομή) όλη την έκταση του “φανταστικού κόσμου” του πατέρα μου. Δεν ήταν η ιστορία της Πρώτης Εποχής, όπως έγινε αργότερα, γιατί δεν υπήρχε ακόμη Δεύτερη Εποχή ούτε Τρίτη Εποχή, δεν υπήρχε το Νούμενορ ούτε τα χόμπιτ, και φυσικά, ούτε το Δαχτυλίδι. Η ιστορία τελείωνε με τη Μεγάλη Μάχη, όπου ο Μόργκοθ νικιέται τελικά από τους άλλους Θεούς (τους Βάλαρ), οι οποίοι “τον εκτόξευσαν μέσα από την Πύλη της Άχρονης Νύχτας στο Κενό, έξω από τα Τείχη του Κόσμου”, και ο πατέρας μου έγραψε στο τέλος της Κουέντα: “Αυτό είναι το τέλος των ιστοριών των ημερών προ των ημερών στις Βόρειες περιοχές του Δυτικού κόσμου”.
Έτσι θα φανεί πραγματικά παράξενο το γεγονός ότι η Κουέντα του 1930 ήταν, παρ' όλα αυτά, το μοναδικό αποπερατωμένο κείμενο του Σιλμαρίλλιον που έγραψε ποτέ (μετά τη “Σκιαγράφηση”). Όμως, όπως συνέβαινε τόσο συχνά, οι εξωτερικές πιέσεις υπαγόρευσαν την εξέλιξη του έργου του. Μετά την Κουέντα, αργότερα στη δεκαετία του 1930, ακολούθησε μια νέα εκδοχή σ' ένα θαυμάσιο χειρόγραφο, που είχε επιτέλους τον τίτλο Κουέντα Σιλμαρίλλιον, Η Ιστορία των Σιλμαρίλι. Αυτή είχε, ή προοριζόταν να έχει, πολύ μεγαλύτερη έκταση από την προηγούμενη Κουέντα Νολντορίνγουα, αλλά η σύλληψη του έργου ως μιας σύνοψης, ουσιαστικά, μύθων και θρύλων (που από μόνοι τους είχαν εντελώς διαφορετική φύση και εύρος στην πλήρη τους ανάπτυξη) δεν έχει χαθεί με κανέναν τρόπο και ορίζεται πάλι στον τίτλο: “Η Κουέντα Σιλμαρίλλιον... Αυτό είναι ένα σύντομο ιστορικό που αντλείται από πολλές παλαιότερες ιστορίες γιατί όλα τα θέματα που περιέχει περιγράφονταν παλιά και περιγράφονται ακόμη ανάμεσα στους Έλνταρ της Δύσης σε πληρέστερη μορφή σε άλλες ιστορίες και τραγούδια”.
Έστω και πιθανόν, αυτή η αντίληψη του πατέρα μου για Το Σιλμαρίλλιον προέκυψε όντως από το γεγονός ότι η φάση του έργου του που θα μπορούσε να ονομαστεί “φάση Κουέντα” στη δεκαετία του 1930 άρχισε με μια συμπυκνωμένη σύνοψη που εξυπηρετούσε έναν συγκεκριμένο σκοπό, αλλά κατόπιν υπέστη διεύρυνση και επεξεργασία σε διαδοχικά στάδια, μέχρι που έχασε τη μορφή της σύνοψης, διατηρώντας όμως, λόγω της προέλευσής της, μια χαρακτηριστική “ομοιομορφία” τόνου. Έχω γράψει αλλού ότι “η μορφή και το ύφος του Σιλμαρίλλιον, που είναι συνοπτική ή περιληπτική, με την υπόνοια αιώνων ποίησης και "παραδόσεων" πίσω της, προκαλεί μια έντονη αίσθηση "ανεξιστόρητων αφηγήσεων", ακόμη και κατά την εξιστόρησή τους η "απόσταση" δεν χάνεται ποτέ. Δεν υπάρχει αφηγηματική επιτακτικότητα, η πίεση και ο φόβος του άμεσου και άγνωστου συμβάντος. Δεν βλέπουμε ουσιαστικά τα Σίλμαριλ όπως βλέπουμε το Δαχτυλίδι”.
Όμως η Κουέντα Σιλμαρίλλιον σε αυτήν τη μορφή έφτασε σε ένα απότομο και, όπως αποδείχτηκε, οριστικό τέλος το 1937. Το Χόμπιτ εκδόθηκε από την George Allen and Unwin στις 21 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς και, πριν περάσει πολύς καιρός, μετά από αίτημα του εκδότη, ο πατέρας μου έστειλε μια σειρά από τα χειρόγραφά του, τα οποία παραδόθηκαν στο Λονδίνο στις 15 Νοεμβρίου 1937. Ανάμεσά τους ήταν η Κουέντα Σιλμαρίλλιον μέχρι το σημείο που είχε προχωρήσει και το οποίο τέλειωνε στη μέση μιας πρότασης στο κάτω μέρος μιας σελίδας. Όμως, όσο έλειπε το χειρόγραφο, ο πατέρας μου συνέχισε την αφήγηση υπό μορφή προσχεδίου φτάνοντας μέχρι τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ και την αρχή της ζωής του ως παρανόμου:
Περνώντας τα σύνορα του βασιλείου συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από άστεγους και απελπισμένους, από εκείνους που έβρισκες εκείνες τις κακές μέρες να καραδοκούν στις ερημιές, και τα όπλα τους στράφηκαν ενάντια σε όλους όσους έβρισκαν στο δρόμο τους, ανεξάρτητα αν ήταν Ξωτικά, Άνθρωποι ή Ορκ.
--
Αυτό αποτελεί τον προπομπό του εδαφίου που βρίσκουμε στη σελίδα 98 αυτού του βιβλίου, στην αρχή του κεφαλαίου “ο Τούριν Ανάμεσα στους Παρανόμους”.
Ο πατέρας μου είχε φτάσει σ' αυτό το σημείο όταν του επιστράφηκαν η Κουέντα Σιλμαρίλλιον και τα άλλα χειρόγραφα, και τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1937, έγραψε στην Allen and Unwin: “Έχω γράψει το πρώτο κεφάλαιο μιας νέας ιστορίας για Χόμπιτ -"Μια από μακρού αναμενόμενη γιορτή"”.
Σε αυτό το σημείο η συνεχόμενη και εξελισσόμενη παράδοση του Σιλμαρίλλιον με τη συνοπτική μορφή της Κουέντα έφτασε στο τέλος της, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη με την αναχώρηση του Τούριν από το Ντόριαθ. Τα χρόνια που ακολούθησαν η ιστορία από αυτό το σημείο και μετά παρέμεινε στην απλή, συνοπτική και μη ανεπτυγμένη μορφή της Κουέντα της δεκαετίας του 1930, παγωμένη, θα λέγαμε, ενώ ο εκτεταμένος ιστός της Δεύτερης και Τρίτης Εποχής πήρε σάρκα και οστά στη συγγραφή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Όμως αυτή η κατοπινή εξιστόρηση είχε καθοριστική σημασία για τους αρχαίους θρύλους, γιατί οι καταληκτικές ιστορίες (που προέρχονταν από το αρχικό Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών) αφηγούνταν τον όλεθρο του Χούριν, πατέρα του Τούριν, αφού τον ελευθέρωσε ο Μόργκοθ, και για τον αφανισμό των βασιλείων των Ξωτικών στο Νάργκοθροντ, το Ντόριαθ και την Γκοντόλιν, για την οποία έψελνε ο Γκίμλι στα ορυχεία της Μόρια πολλές χιλιάδες χρόνια αργότερα,
Ο κόσμος ήταν όμορφος και τα βουνά ψηλά
Πριν απ' την πτώση, τα Χρόνια τα Παλιά
Νάργκοθροντ, Γκοντόλιν, βασιλιάδες κραταιοί
Που τώρα έχουν διαβεί τη Θάλασσα τη Δυτική...
--
Αυτή θα αποτελούσε την κορωνίδα και την ολοκλήρωση: η καταστροφή των Ξωτικών του Νόλντορ στο μεγάλο αγώνα τους ενάντια στη δύναμη του Μόργκοθ και ο ρόλος που έπαιξαν ο Χούριν και ο Τούριν σε αυτό το ιστορικό, τελειώνοντας με την ιστορία του Εαρέντιλ, που ξέφυγε από τα φλεγόμενα ερείπια της Γκοντόλιν.
--
Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών τέλειωσε, ο πατέρας μου στράφηκε με ορμή και σιγουριά στο “Θέμα των Παλαιών Ημερών”, που τώρα είχαν γίνει “η Πρώτη Εποχή”, και στα χρόνια που ακολούθησαν, ανέσυρε πολλά παλιά χειρόγραφα αφημένα για πολύν καιρό. Αρχίζοντας από το Σιλμαρίλλιον, κάλυψε αυτήν τη φορά το θαυμάσιο χειρόγραφο της Κουέντα Σιλμαρίλλιον με διορθώσεις και επεκτάσεις όμως αυτή η επανεξέταση σταμάτησε το 1951 πριν φτάσει στην ιστορία του Τούριν, το σημείο όπου είχε εγκαταλειφθεί η Κουέντα Σιλμαρίλλιον το 1937, με την εμφάνιση της “νέας ιστορίας για τα Χόμπιτ”.
--
Ο πατέρας μου ξεκίνησε μια αναθεώρηση της Μπαλάντας του Λέιθιαν (το ομοιοκαταληκτικό ποίημα με την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν που εγκαταλείφθηκε το 1931), που γρήγορα έγινε ένα σχεδόν νέο ποίημα πολύ μεγαλύτερης αξίας, όμως κι αυτό σταμάτησε σταδιακά και τελικά εγκαταλείφθηκε. Κατόπιν άρχισε να γράφει ένα μεγάλο πεζό έπος για τον Μπέρεν και τη Λούθιεν, που θα βασιζόταν στην αναθεωρημένη μορφή της Μπαλάντας, αλλά το εγκατέλειψε κι αυτό. Έτσι η επιθυμία του -που ήταν εμφανής σε αυτές τις διαδοχικές προσπάθειες- να αποδώσει την πρώτη από τις “μεγάλες ιστορίες” στην κλίμακα που ήθελε δεν εκπληρώθηκε ποτέ.
Εκείνη την εποχή στράφηκε πάλι, επιτέλους, στη “μεγάλη ιστορία” της Πτώσης της Γκοντόλιν, που υπήρχε ήδη στις Χαμένες Ιστορίες, γραμμένη πριν από τριάντα πέντε περίπου χρόνια, και στις λίγες σελίδες που της είχε αφιερώσει στην Κουέντα Νολντορίνγουα του 1930. Με αυτό τον τρόπο θα παρουσίαζε, σε μια εποχή που βρισκόταν στο ζενίθ των ικανοτήτων του, σε λεπτομερειακή αφήγηση και σ' όλες τις πτυχές της, την εκπληκτική ιστορία που είχε διαβάσει στον Σύλλογο Δοκιμίων του κολεγίου του στην Οξφόρδη το 1920 και που παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ένα ζωτικό στοιχείο της φαντασιακής απεικόνισης των Παλαιών Ημερών. Η συσχέτιση με την ιστορία του Τούριν έγκειται στα δύο αδέλφια, τον Χούριν, πατέρα του Τούριν, και τον Χούορ, πατέρα του Τούορ. Ο Χούριν και ο Χούορ στα νεανικά τους χρόνια μπήκαν στην πόλη των Ξωτικών, την Γκοντόλιν, που ήταν κρυμμένη μέσα σ' έναν κύκλο από ψηλά βουνά, όπως περιγράφεται στα Παιδιά του Χούριν (σ. 35) και αργότερα, στη Μάχη Των Αναρίθμητων Δακρύων, ξανασυναντήθηκαν με τον Τούργκον, το βασιλιά της Γκοντόλιν, και αυτός τους είπε (σ. 58): “Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παραμείνει κρυφή για πολύ τώρα και, αν ανακαλυφθεί, αναγκαστικά θα πέσει”. Και ο Χούορ απάντησε: “Όμως αν συνεχίσει να στέκει για λίγο ακόμη, τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μένα θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Στο καλό!”
Αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε όταν ο Τούορ, πρώτος εξάδελφος του Τούριν, έφτασε στην Γκοντόλιν και παντρεύτηκε την Ίντριλ, κόρη του Τούργκον, γιατί ο γιος τους ήταν ο Εαρέντιλ: το “νέο άστρο”, η “ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους”, που διέφυγε από την Γκοντόλιν. Στο πεζό έπος της Πτώσης της Γκοντόλιν που θα γραφόταν αργότερα και που μάλλον άρχισε το 1951 ο πατέρας μου αφηγήθηκε το ταξίδι του Τούορ και του Ξωτικού συντρόφου του, του Βορόνγουε, που τον καθοδηγούσε, και στο δρόμο, μόνοι στην ερημιά, άκουσαν μια κραυγή μέσα στο δάσος:
Και καθώς περίμεναν, βγήκε κάποιος μέσα από τα δέντρα και είδαν ότι ήταν ένας ψηλός Άνθρωπος, οπλισμένος, ντυμένος στα μαύρα, μ' ένα μακρύ σπαθί ξεθηκαρωμένο, και αναρωτήθηκαν γιατί η λεπίδα του σπαθιού ήταν κι αυτή μαύρη, αλλά οι κόψεις άστραφταν λαμπερές και ψυχρές.
--
Αυτός ήταν ο Τούριν, που έφευγε από το Νάργκοθροντ μετά τη λεηλασία του. Όμως ο Τούορ και ο Βορόνγουε δεν του μίλησαν καθώς περνούσε και “δεν ήξεραν ότι το Νάργκοθροντ είχε πέσει και ότι αυτός ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, το Μαύρο Σπαθί. Έτσι μόνο για μια στιγμή, και ποτέ ξανά στο μέλλον, πλησίασαν οι δρόμοι των δύο συγγενών, του Τούριν και του Τούορ”.
Στην καινούργια ιστορία της Γκοντόλιν ο πατέρας μου φέρνει τον Τούορ σ' ένα ψηλό σημείο στα Κυκλωτικά Βουνά, απ' όπου το μάτι του μπορούσε να διασχίσει τον κάμπο μέχρι την Κρυμμένη Πόλη, και εκεί, δυστυχώς, σταματά το γράψιμο και δεν το προχωρά άλλο. Έτσι στην Πτώση της Γκοντόλιν παρόμοια δεν πέτυχε το σκοπό του, και δεν βλέπουμε τη μεταγενέστερη εκδοχή του είτε για το Νάργκοθροντ είτε για την Γκοντόλιν.
Έχω πει αλλού ότι “με την ολοκλήρωση της μεγάλης "εισβολής" του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και το τέλος της, φαίνεται ότι ο πατέρας μου στράφηκε στις Παλαιές Ημέρες με την επιθυμία να επανέλθει στην πολύ μεγαλύτερη κλίμακα με την οποία είχε αρχίσει πριν από πολύν καιρό, στο Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών. Η ολοκλήρωση της Κουέντα Σιλμαρίλλιον παρέμεινε ο στόχος του, αλλά οι "μεγάλες ιστορίες", σε τεράστιο βαθμό ανεπτυγμένες σε σχέση με την αρχική τους μορφή, από τις οποίες έπρεπε να προέλθουν τα τελευταία της κεφάλαια, δεν γράφτηκαν ποτέ”. Αυτά τα σχόλια ισχύουν και για τη “μεγάλη ιστορία” των Παιδιών του Χούριν, όμως σ' αυτή την περίπτωση ο πατέρας μου πέτυχε πολύ περισσότερα, αν και δεν μπόρεσε ποτέ να δώσει οριστική και τελική μορφή σ' ένα σημαντικό μέρος της δεύτερης και εξαιρετικά διευρυμένης εκδοχής της.
Ταυτόχρονα με τη στροφή του στην Μπαλάντα του Λέιθιαν και την Πτώση της Γκοντόλιν, ξεκίνησε τη νέα του εκδοχή για τα Παιδιά του Χούριν, όχι με την παιδική ηλικία του Τούριν, αλλά με το μετέπειτα τμήμα της ιστορίας, την κορύφωση της καταστροφικής του πορείας μετά την πτώση του Νάργκοθροντ. Πρόκειται για το κείμενο που παρουσιάζεται σ' αυτό το βιβλίο από την Επιστροφή του Τούριν στο Ντορ-λόμιν (σελ. 182) μέχρι το θάνατό του. Για ποιο λόγο ο πατέρας μου προχώρησε με αυτό τον τρόπο, που ήταν τόσο διαφορετικός από τη συνηθισμένη του πρακτική να ξεκινά πάλι από την αρχή, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όμως σε αυτή την περίπτωση άφησε ανάμεσα στα χαρτιά του και κάποια μεταγενέστερα αλλά μη χρονολογημένα κείμενα που αφορούν την ιστορία από τη γέννηση του Τούριν μέχρι τη λεηλασία του Νάργκοθροντ, με λεπτομερή επεξεργασία των παλαιών εκδοχών προσθέτοντας αφηγήσεις άγνωστες ως τότε.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου, αν όχι όλο, ανήκει στην περίοδο μετά την έκδοση του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Εκείνα τα χρόνια Τα Παιδιά του Χούριν έγιναν γι' αυτόν η κυρίαρχη ιστορία του τέλους των Παλαιών Ημερών και για πολύν καιρό της αφιέρωσε όλη του τη σκέψη. Όμως τώρα του ήταν δύσκολο να δώσει μια σταθερή αφηγηματική δομή, καθώς η ιστορία γινόταν πολύπλοκη ως προς τους χαρακτήρες και τα γεγονότα, και πραγματικά, ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας αποτελεί συρραφή ασύνδετων προσχεδίων και περιγραμμάτων της πλοκής.
Όμως Τα Παιδιά του Χούριν στην τελευταία τους μορφή είναι ο κύριος αφηγηματικός μύθος της Μέσης-γης μετά την ολοκλήρωση του Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών και η ζωή και ο θάνατος του Τούριν απεικονίζονται με τόση πειστική δύναμη και αμεσότητα, που δύσκολα μπορούμε να βρούμε σε άλλα σημεία ανάμεσα στους λαούς της Μέσης-γης. Γι' αυτόν το λόγο προσπάθησα σε αυτό το βιβλίο, μετά από μακρά μελέτη των χειρογράφων, να συνθέσω ένα κείμενο που να παρέχει μια συνεχή αφήγηση από την αρχή ως το τέλος, χωρίς την εισαγωγή στοιχείων που να μην είναι αυθεντικά στη σύλληψή τους.