X. Ο Τούριν στο Νάργκοθροντ (1)
Στην αρχή ο ίδιος ο λαός του δεν αναγνώριζε τον Γκουίντορ, που έφυγε νέος και δυνατός και, επιστρέφοντας, έμοιαζε μ' έναν από τους ηλικιωμένους των θνητών Ανθρώπων από τα μαρτύρια και την εξάντληση. Και τώρα ήταν και σακατεμένος. Αλλά η Φιντούιλας, η κόρη του Ορόντρεθ του βασιλιά, τον γνώρισε και τον καλωσόρισε, γιατί τον είχε αγαπήσει και όντως ήταν αρραβωνιασμένοι πριν από τη Νίρναεθ και τόσο πολύ αγαπούσε ο Γκουίντορ την ομορφιά της, που την είχε ονομάσει Φαελίβριν, που σημαίνει τη λάμψη του ήλιου πάνω στις λίμνες του Ίβριν.
Έτσι ο Γκουίντορ γύρισε στο σπίτι του και για χάρη του ο Τούριν έγινε δεκτός μαζί του, γιατί ο Γκουίντορ τους είπε ότι ήταν γενναίος άντρας, αγαπημένος φίλος του Μπέλεγκ Κουθάλιον του Ντόριαθ.
Όταν όμως ο Γκουίντορ πήγε να πει το όνομά του, ο Τούριν τον σταμάτησε λέγοντας:
«Είμαι ο Αγκάργαεν, γιος του Ούμαρθ (που σημαίνει Αιματοβαμμένος, γιος του Κακορίζικου), κυνηγός στα δάση»,
Όμως τα Ξωτικά, αν και κατάλαβαν ότι πήρε αυτά τα ονόματα λόγω της εξόντωσης του φίλου του (μη γνωρίζοντας άλλους λόγους), δεν του έκαναν άλλες ερωτήσεις.
Το σπαθί Ανγκλάχελ ξαναφτιάχτηκε γι' αυτόν από τους επιδέξιους σιδηρουργούς του Νάργκοθροντ και, παρόλο που ήταν πάντα μαύρο, οι κόψεις του γυάλιζαν με μια χλωμή φλόγα. Τότε ο Τούριν έγινε γνωστός στο Νάργκοθροντ ως Μόρμεγκιλ το Μαύρο Σπαθί, λόγω της φήμης των κατορθωμάτων του μ' αυτό το όπλο. Ο ίδιος όμως ονόμαζε το ξίφος Γκούρθανγκ, Σίδερο του Θανάτου.
Λόγω της δύναμης και της επιδεξιότητάς του στον πόλεμο με τους Ορκ, ο Τούριν είχε την εύνοια του Ορόντρεθ και έγινε δεκτός στο συμβούλιό του. Όμως ο Τούριν δεν συμπαθούσε τον τρόπο που πολεμούσαν τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ, με ενέδρες και λαθραίες κινήσεις και κρυφά βέλη, και παρακινούσε να τον εγκαταλείψουν και να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να επιτεθούν στους υπηρέτες του Εχθρού σε ανοιχτή μάχη και καταδίωξη.
Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα αντίθετος στον Τούριν γι' αυτό το θέμα στο συμβούλιο του βασιλιά, λέγοντας ότι είχε ζήσει στην Άνγκμπαντ και είχε δει τη δύναμη του Μόργκοθ και είχε κάποια ιδέα για τα σχέδιά του.
«Οι ασήμαντες νίκες θα αποδειχθούν ανώφελες στο τέλος», είπε. «Γιατί έτσι μαθαίνει ο Μόργκοθ πού βρίσκονται οι πιο τολμηροί εχθροί του και συγκεντρώνει αρκετές δυνάμεις για να τους εξοντώσει. Ολόκληρη η ισχύς των Ξωτικών και των Εντάιν το μόνο που κατάφερε ήταν να τον περιορίσει και να κερδίσει την ειρήνη μιας πολιορκίας. Μακροχρόνιας πολιορκίας, ναι, που κράτησε όμως μόνο όσο χρειάστηκε ο Μόργκοθ για να τσακίσει τους πολιορκητές. Και ποτέ δεν μπορεί να ξαναγίνει τέτοια ένωση. Μόνο στη μυστικότητα υπάρχει η ελπίδα της επιβίωσης. Μέχρι να έρθουν οι Βάλαρ».
«Οι Βάλαρ!» είπε ο Τούριν. «Εσάς σας έχουν ξεχάσει και τους Ανθρώπους τους περιφρονούν. Τι ωφελεί να κοιτάζουμε δυτικά πέρα από την απέραντη Θάλασσα ένα ηλιοβασίλεμα που σβήνει στη Δύση; Εμείς μόνο έναν Βάλα έχουμε ν' αντιμετωπίζουμε κι αυτός είναι ο Μόργκοθ. Και αν στο τέλος δεν καταφέρουμε να τον νικήσουμε, τουλάχιστον μπορούμε να τον χτυπήσουμε και να τον παρεμποδίσουμε. Γιατί η νίκη είναι νίκη, όσο μικρή κι αν είναι, και δεν έχει αξία μόνο ό,τι μπορεί να προκύψει απ' αυτήν. Επίσης είναι ο πιο συνετός δρόμος. Η μυστικότητα δεν είναι τελικά δυνατή, τα όπλα είναι το μοναδικό τείχος που μπορεί να συγκρατήσει τον Μόργκοθ. Αν δεν κάνετε τίποτα για να τον σταματήσετε, η σκιά του θα απλωθεί σε όλο το Μπελέριαντ πριν περάσουν πολλά χρόνια και τότε έναν-έναν θα σας ανακαλύψει και θα σας βγάλει από τα κρησφύγετά σας. Και τι θα γίνει τότε; Κάποια αξιολύπητα απομεινάρια θα ξεφύγουν νότια και δυτικά για να λουφάξουν στις ακτές της Θάλασσας, παγιδευμένα ανάμεσα στον Μόργκοθ και τον Όσσε. Καλύτερα, λοιπόν, να κερδίσεις ένα διάστημα δόξας, έστω και σύντομο, γιατί το τέλος δεν θα είναι χειρότερο. Μιλάτε για μυστικότητα και λέτε ότι αυτή είναι η μοναδική ελπίδα. Όμως, ακόμη και αν μπορούσατε να στήσετε ενέδρες και να πιάσετε όλους τους ανιχνευτές και τους κατασκόπους του Μόργκοθ, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, ώστε να μη γυρίσει κανείς με ειδήσεις στην Άνγκμπαντ, από αυτό και μόνο θα μάθαινε ότι ζείτε και θα μάντευε πού είστε. Και αυτό επίσης έχω να πω: αν και οι θνητοί άνθρωποι έχουν μικρή ζωή σε σύγκριση με τη ζωή των Ξωτικών, θα προτιμούσαν να την περάσουν πολεμώντας παρά να τραπούν σε φυγή ή να υποκύψουν. Η απείθεια του Χούριν Θάλιον ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Και ακόμη και αν ο Μόργκοθ σκοτώσει αυτόν που έκανε το κατόρθωμα, δεν μπορεί να το αλλάξει σαν να μην έχει συμβεί. Ακόμη και οι Κύριοι της Δύσης θα το τιμήσουν. Δεν είναι γραμμένο στην ιστορία της Άρντα, που ούτε ο Μόργκοθ ούτε ο Μάνγουε δεν μπορούν να την ξεγράψουν;»
«Μιλάς για υψηλά πράγματα», απάντησε ο Γκουίντορ, «και είναι φανερό ότι έχεις ζήσει ανάμεσα στους Έλνταρ. Αλλά υπάρχει σκοτάδι μέσα σου αν βάζεις τον Μόργκοθ και τον Μάνγουε μαζί, ή αν μιλάς για τους Βάλαρ σαν να είναι οι εχθροί των Ξωτικών και των Ανθρώπων. Γιατί οι Βάλαρ δεν περιφρονούν τίποτα, και λιγότερο απ' όλα τα Παιδιά του Ιλούβαταρ. Ούτε και γνωρίζεις όλες τις ελπίδες των Έλνταρ. Υπάρχει μια προφητεία ανάμεσά μας ότι μια μέρα ένας αγγελιαφόρος από τη Μέση-γη θα περάσει μέσα από τις σκιές του Βάλινορ και ο Μάνγουε θα ακούσει και ο Μάντος θα μαλακώσει. Δεν θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε το σπέρμα των Νόλντορ και των Εντάιν για να υπάρχουν όταν έρθει αυτή η στιγμή; Και ο Κίρνταν ζει τώρα στο Νότο και εκεί φτιάχνουν πλοία. Τι γνωρίζεις για τα πλοία, για τη Θάλασσα; Σκέφτεσαι τον εαυτό σου και τη δική σου δόξα και καλείς κι εμάς να κάνουμε το ίδιο. Αλλά πρέπει να σκεφτούμε και τους άλλους πέρα από τον εαυτό μας, γιατί δεν μπορούν όλοι να πολεμήσουν και να πέσουν, και αυτούς πρέπει να τους προστατέψουμε από τον πόλεμο και την καταστροφή όσο μπορούμε».
«Τότε στείλτε τους στα πλοία σας όσο υπάρχει ακόμη καιρός», είπε ο Τούριν.
«Δεν θα δεχτούν να μας αποχωριστούν», είπε ο Γκουίντορ, «ακόμη και αν μπορούσε να τους θρέψει ο Κίρνταν. Πρέπει να μείνουμε μαζί όσον καιρό μπορούμε και όχι να προκαλούμε το θάνατο».
«Σ' όλ' αυτά εγώ έχω δώσει την απάντησή μου», είπε ο Τούριν. «Γενναία άμυνα στα σύνορα και σκληρά χτυπήματα όπου συγκεντρώνεται ο εχθρός. Με αυτή την τακτική θα έχετε τις μεγαλύτερες ελπίδες να παραμείνετε μαζί. Και αυτοί για τους οποίους μιλάς αγαπούν άραγε όσους καραδοκούν στα δάση και κυνηγούν ξεμοναχιασμένους Ορκ σαν τους λύκους καλύτερα από κείνον που φοράει το κράνος του και τη ζωγραφισμένη ασπίδα του και διώχνει τον εχθρό ακόμη και αν είναι πολύ μεγαλύτερος από όλο τον στρατό του; Οι γυναίκες των Εντάιν τουλάχιστον όχι. Δεν εμπόδισαν τους άντρες να πάνε στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ».
«Αλλά υπέφεραν μεγαλύτερα δεινά από ό,τι αν αυτή η μάχη δεν είχε γίνει», είπε ο Γκουίντορ.
--
Αλλά ο Τούριν αποκτούσε όλο και περισσότερο την εύνοια του Ορόντρεθ και έγινε ο κύριος σύμβουλος του βασιλιά, ο οποίος ζητούσε τη συμβουλή του σε όλα. Εκείνη την εποχή τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ εγκατέλειψαν τη μυστικότητά τους και δημιούργησαν μεγάλα αποθέματα όπλων. Και με τις συμβουλές του Τούριν οι Νόλντορ έφτιαξαν μια μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Νάρογκ στις Πύλες του Φέλαγκουντ για να περνά πιο γρήγορα ο στρατός τους, αφού ο πόλεμος τώρα ήταν κυρίως ανατολικά του Νάρογκ, στη Φυλαγμένη Πεδιάδα. Το Νάργκοθροντ είχε τώρα για βόρειο σύνορό του την «Αμφισβητήσιμη Γη» γύρω από τις πηγές του Γκίνγκλιθ, του Νάρογκ και τις παρυφές του Δάσους του Νούαθ. Στην περιοχή ανάμεσα στον Νέννινγκ μέχρι τον Νάρογκ δεν έμπαιναν Ορκ. Και ανατολικά του Νάρογκ το βασίλειο έφτανε ως τον Τέιγκλιν και τα σύνορα των Βάλτων του Νίμπιν-νόεγκ.
Ο Γκουίντορ έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν ήταν πια ικανός στα όπλα και η δύναμή του ήταν μικρή. Και ο πόνος στο ακρωτηριασμένο αριστερό του χέρι τον κυρίευε συχνά. Αλλά ο Τούριν ήταν νέος και μόνο τώρα είχε φτάσει στην ωριμότητα της αντρικής ηλικίας. Και ήταν πραγματικά γιος της Μόργουεν Έλεδγουεν όταν τον αντίκριζες: ψηλός και μελαχρινός, με λευκό δέρμα και γκρίζα μάτια, και με πρόσωπο πιο όμορφο από κάθε άλλου θνητού ανθρώπου των Παλαιών Ημερών. Είχε την ομιλία και το παράστημα του αρχαίου βασιλείου του Ντόριαθ και ακόμη και τα Ξωτικά στην αρχή νόμιζαν ότι ανήκει σε κάποιον από τους μεγάλους οίκους των Νόλντορ. Τόσο γενναίος ήταν ο Τούριν και τόσο εξαιρετικά επιδέξιος στα όπλα, ιδιαίτερα στο σπαθί και την ασπίδα, που τα Ξωτικά έλεγαν ότι είναι αδύνατο να σκοτωθεί παρά μόνο από κακοτυχία ή από κακό βέλος μακρινό. Γι' αυτό του έδωσαν αλυσιδωτή πανοπλία των Νάνων για να τον προφυλάσσει. Και κάποια φορά που ο Τούριν ήταν με σκοτεινή διάθεση, βρήκε στα οπλοστάσια μια μάσκα Νάνων επιχρυσωμένη και τη φορούσε πριν από τη μάχη και οι εχθροί του τρέπονταν σε φυγή μόλις τον αντίκριζαν.
Τώρα που είχε γίνει αυτό που ήθελε και όλα πήγαιναν καλά και είχε καθήκοντα που του άρεσαν και απολάμβανε τιμές, ήταν ευγενικός με όλους και λιγότερο σκυθρωπός από παλιά, και έτσι είχε κερδίσει σχεδόν όλων τις καρδιές. Και πολλοί τον αποκαλούσαν Αντανέδελ, ο Ξωτικάνθρωπος. Όμως περισσότερο απ' όλους η Φιντούιλας, η κόρη του Ορόντρεθ, ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται όταν ο Τούριν πλησίαζε ή ήταν στο αρχοντικό. Ήταν χρυσομάλλα όπως ήταν όσοι ανήκαν στον οίκο του Φινάρφιν, και ο Τούριν άρχισε να νιώθει ευχαρίστηση στη θέα της και με τη συντροφιά της. Γιατί του θύμιζε τους συγγενείς του και τις γυναίκες του Ντορ-λόμιν στο σπίτι του πατέρα του.
Στην αρχή τη συναντούσε μόνο όταν ήταν μπροστά ο Γκουίντορ. Μετά από λίγο όμως η Φιντούιλας άρχισε να τον αναζητά η ίδια και έτσι συναντιούνταν μερικές φορές μόνοι, αν και αυτό έδειχνε να είναι τυχαίο. Τότε εκείνη του έκανε ερωτήσεις για τους Εντάιν, από τους οποίους είχε δει ελάχιστους και σπάνια, και για τη χώρα του και τους συγγενείς του.
Τότε ο Τούριν της μιλούσε ανοιχτά για όλ' αυτά, αν και δεν έλεγε το όνομα της πατρίδας του ούτε κανενός από τους συγγενείς του. Και μια φορά της είπε:
«Είχα μια αδελφή, τη Λάλαϊθ, ή έτσι τουλάχιστον την ονόμαζα εγώ. Και αυτήν μου θυμίζεις. Όμως η Λάλαϊθ ήταν ένα παιδί, ένα χρυσό άνθος στην πράσινη χλόη της άνοιξης. Και αν ζούσε, μπορεί τώρα η λάμψη της να είχε θαμπώσει από τη θλίψη. Αλλά εσύ είσαι βασιλική και μοιάζεις με χρυσαφένιο δέντρο. Θα ήθελα να είχα μια αδελφή τόσο όμορφη».
«Μα κι εσύ είσαι βασιλικός», του απάντησε αυτή, «ακόμη και σαν τους άρχοντες του λαού του Φινγκόλφιν. Θα ήθελα κι εγώ να είχα έναν αδελφό τόσο γενναίο. Και δεν νομίζω ότι το όνομά σου είναι Αγκάργαεν, ούτε και ταιριάζει σ' εσένα, Αντανέδελ. Θα σε λέω Θούριν, ο Μυστικός».
Τότε ο Τούριν ξαφνιάστηκε, μα είπε:
«Δεν είναι αυτό τ' όνομά μου. Και δεν είμαι βασιλιάς, γιατί οι βασιλιάδες μας ανήκουν στους Έλνταρ κι εγώ δεν είμαι Έλνταρ».