1. Τί Όπλα χρησιμοποιούσαν οι Πολεμιστές στην Αρχαία Ελλάδα;
Οι πληροφορίες που σήμερα είναι γνωστές και αφορούν στον οπλισμό των στρατιωτών
προέρχονται από τις πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τις λεπτομερείς περιγραφές των πολεμιστών και των πολεμικών σκηνών.
Επιπρόσθετα, οι τέχνες έχουν διαδραματίσει με τη σειρά τους σημαντικό ρόλο στη διάσωση αυτών των πληροφοριών.
Σκηνές που απεικονίζονται σε αγγεία, αλλά και μνημεία της αρχαιότητας αναπαριστούν σκηνές μάχης
και ρίχνουν φως σε ζητήματα της ζωής και των δραστηριοτήτων της αρχαίας εποχής,
συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς μεταξύ αυτών και του οπλισμού των πολεμιστών.
Έτσι, συλλέγονται διάφορες πληροφορίες που αφορούν στις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των διάφορων πόλεων – κρατών,
αλλά και στην εξέλιξη του οπλισμού και του τρόπου με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες μάχονταν στις διάφορες χρονικές περιόδους της ιστορίας.
Ο οπλισμός που έφεραν ο πολεμιστές ανάλογα με τη λειτουργία του διαιρείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες,
τον αμυντικό και τον επιθετικό εξοπλισμό.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο, το οποίο θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη,
θα μιλήσουμε για τον οπλισμό των αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Ο αμυντικός οπλισμός ήταν απαραίτητος αφού διαφύλασσε την σωματική ακεραιότητα του πολεμιστή
και τον προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού.
Τα κυριότερα αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων ήταν η ασπίδα, ο θώρακας, το κράνος και οι περικνημίδες.
Επιπλέον, οι πολεμιστές ήταν εξοπλισμένοι με περιτραχήλια, ζώνες, προστατευτικά για την περιοχή των σφυρών,
καλύμματα για τα πόδια, τους μηρούς ή τους βραχίονες.
Το κύριο αμυντικό όπλο ενός πολεμιστή ήταν η ασπίδα.
Στόχος της ήταν να καλύπτει όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιφάνεια ώστε να προστατεύει τον κάτοχό της.
Στις περιγραφές των ομηρικών επών η ασπίδα φαίνεται να είναι μεγάλη σε έκταση ώστε να καλύπτει όλο το σώμα του κατόχου της.
Αρχικά ήταν κατασκευασμένη από κλαδιά δένδρων, αργότερα είχε σκελετό φτιαγμένο από ξύλο
και εξωτερική επένδυση από ύφασμα, χαλκό ή ορείχαλκο.
Αρχικά οι ασπίδες ήταν ορθογώνιες, όμως έπειτα αντικαταστάθηκαν από στρογγυλές, δρύινες με διπλές λαβές,
ώστε το βάρος τους να κατανέμεται σε ολόκληρο το μπράτσο του πολεμιστή.
Η κοιλότητα της ασπίδας επιπρόσθετα επέτρεπε στο βάρος της να πέσει και στον ώμο.
Αυτό ήταν απαραίτητο για τη διευκόλυνση των οπλιτών, αφού το βάρος της ασπίδας κυμαινόταν μεταξύ των 8 και 10 κιλών.
Έχουν σωθεί έως σήμερα πληροφορίες για διάφορους τύπους ασπίδων.
Κατά τον 9ο και 8ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν τρεις βασικοί τύποι,
ο ορθογώνιος ή τετράγωνος, ο τύπος του Διπύλου και ο στρογγυλός.
Οι δύο πρώτοι τύποι διέθεταν τελαμώνα ώστε να κρέμονται στο λαιμό του πολεμιστή και αυτός να έχει ελεύθερα τα χέρια του.
Η μεγάλη στρογγυλή ασπίδα έκανε την εμφάνισή της στο Άργος στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα
και ήταν γνωστή με την ονομασία 'όπλον'.
Από το όνομά της προήλθε στη συνέχεια η ονομασία οπλίτης, που υποδήλωνε τον πολεμιστή που την έφερε.
Παραλλαγή της ασπίδας του Διπύλου αποτελεί η βοιωτική ασπίδα, που διαθέτει δύο μικρότερες πλάγιες εγκοπές.
Έλαβε το όνομα αυτό καθώς έγινε γνωστή από τα βοιωτικά νομίσματα όπου απεικονίζεται.
Η ασπίδα ήταν όπλο απαραίτητο για την προστασία των πολεμιστών στη διάρκεια της μάχης.
Εκτός όμως από αυτό, αποτελούσε σύμβολο τιμής για κάθε οπλίτη.
Σε περίπτωση που κάποιος στρατός αναγκαζόταν να υποχωρήσει από τη μάχη,
οι πολεμιστές συνήθιζαν να πετούν τις ασπίδες τους, ώστε να απαλλαγούν από το περιττό πλέον βάρος και να αυξήσουν την ταχύτητα της φυγής.
Όμως, η υποχώρηση στην αρχαία Ελλάδα συνιστούσε ατιμωτική πράξη για το στράτευμα.
Ο «ρίψασπις», αυτός δηλαδή που πετούσε την ασπίδα του,
έπρεπε να αντιμετωπίσει περιφρονητική συμπεριφορά από τους συμπολίτες του.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της στρατοκρατούμενης κοινωνίας της Σπάρτης,
στην οποία όταν οι νέοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους για να λάβουν μέρος σε κάποια μάχη,
οι μητέρες έδιναν την ασπίδα στα παιδιά τους λέγοντας τη φράση «ή ταν ή επί τας».
Με τη φράση αυτή που έως και σήμερα αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εκφράσεις ανδρείας
η Σπαρτιάτισσα μητέρα έδινε στο γιο της την ευχή είτε να φέρει πίσω την ασπίδα του επιστρέφοντας ως νικητής
είτε να τον φέρουν πίσω νεκρό πάνω σε αυτή.
Σύμφωνα με την πρακτική των αρχαίων χρόνων οι κατασκευαστές των όπλων
συνήθιζαν να διακοσμούν τις ασπίδες τους με τρομακτικά σχέδια και εμβλήματα της πόλης τους.
Για παράδειγμα οι Λακεδαιμόνιοι συχνά ζωγράφιζαν στις ασπίδες τους ένα μεγάλου μεγέθους 'Λ',
που συμβόλιζε το όνομά τους.
'Λακεδαιμόνιοι', όνομα συνυφασμένο με τη μεγάλη δύναμη και την πολεμική ικανότητα που τους χαρακτήριζε.
Σε άλλες περιπτώσεις η ασπίδα μπορεί να φέρει σχηματικό διάκοσμο.
Η ασπίδα δεν ήταν αρκετή για να προστατεύσει σε κάθε περίπτωση τους πολεμιστές.
Πάνω τους, φορούσαν το θώρακα, που ήταν τις περισσότερες φορές κατασκευασμένος κι αυτός από ορείχαλκο.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο ο θώρακας ήταν κωδωνόσχημος.
Κατασκευαζόταν σε δύο τμήματα, δύο ορειχάλκινες πλάκες, ένα που κάλυπτε το στήθος και ένα για την πλάτη.
Τα δύο τμήματα δένονταν σφιχτά με ιμάντες στα πλάγια.
Στην κάτω πλευρά ο θώρακας γύριζε προς την έξω πλευρά ώστε να εμποδίζει την εισχώρηση του εχθρικού δόρατος.
Εξαιτίας του ότι ήταν κατασκευασμένος από σκληρό μέταλλο, οι οπλίτες ήταν αναγκαίο να φορούν επιπρόσθετα ένα χιτώνιο,
το οποίο προστάτευε από τις πληγές που θα μπορούσε να προκαλέσει ο θώρακας
και την υψηλή θερμοκρασία που ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες υπήρχε το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί.
Στην κλασική εποχή το σχήμα του θώρακα εξελίχθηκε.
Πλέον ο κωδωνόσχημος θώρακας αντικαταστάθηκε από μία νέα μορφή που εκτεινόταν και πιο χαμηλά
ώστε να προστατεύει το υπογάστριο που παλαιότερα ήταν εκτεθειμένο.
Η μεταλλική κατασκευή του θώρακα καθιστούσε δύσκολη τη χρήση του,
γι' αυτό και στα μέσα του 6ου αιώνα έκανε την εμφάνισή της η υφασμάτινη παραλλαγή.
Επρόκειτο για ένα θώρακα κατασκευασμένο από διαδοχικά στρώματα υφάσματος.
Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή του ήταν το λινό.
Από αυτό προήλθε η ονομασία του, 'λινοθώραξ'.
Εναλλακτικά μπορούσε να κατασκευαστεί από στρώσεις δέρματος, οπότε ονομαζόταν 'σπολάς'.
Από τη στιγμή που δεν ήταν πλέον κατασκευασμένος από δέρμα, ο θώρακας ευνοούσε τη μεγαλύτερη ταχύτητα και περισσότερους ελιγμούς.
Οι Μακεδόνες συχνά έφεραν ημιθωράκια.
Η διαφορά με το θώρακα είναι ότι το ημιθωράκιο κάλυπτε μόνο την εμπρόσθια πλευρά, αυτή του στήθους,
ενώ άφηνε ακάλυπτη την πλάτη του πολεμιστή.
Κατά τον Πολύαινο, ο Αλέξανδρος κατέφυγε σε αυτή τη λύση για να φοβούνται οι άνδρες του να στρέψουν την πλάτη στον εχθρό.
Ωστόσο, η πανοπλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου περιελάμβανε λινοθώρακα και όχι ημιθωράκιο.
Το ημιθωράκιο απουσιάζει και από τις γνωστότερες απεικονίσεις σκηνών μάχης.
Ένα ακόμη σημαντικό αμυντικό όπλο ήταν το κράνος, απαραίτητο για κάθε οπλίτη.
Το κεφάλι δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να παραμείνει ακάλυπτο και ούτε η ασπίδα ούτε ο θώρακας μπορούσαν να συμβάλλουν σε αυτό.
Στην αρχαϊκή εποχή οι επικρατέστεροι τύποι κράνους ήταν δύο, ο ιλλυρικός και ο κορινθιακός.
Στην κλασική εποχή εμφανίστηκε το φρυγο-βοιωτικό κράνος.
Το κορινθιακό κράνος επιτύγχανε μεγαλύτερη κάλυψη του κεφαλιού του οπλίτη.
Στο εμπρόσθιο μέρος του υπήρχε το επιρρίνιο, το οποίο προστάτευε τη μύτη του πολεμιστή από τα δυνατά χτυπήματα των αντιπάλων του.
Όμως η έκτασή του περιόριζε δύο σημαντικές για τη μάχη αισθήσεις, την όραση και την ακοή.
Πράγματι, κάλυπτε τα αφτιά έτσι ώστε να μη μπορεί να ακούσει πολύ καλά, ενώ ταυτόχρονα περιόριζε το οπτικό του πεδίο
επιτρέποντάς του να βλέπει κυρίως μπροστά, στερώντας του έτσι την περιφερειακή όραση.
Παράλληλα, το κράνος δεν έφερε δικτυωτό πλέγμα, ούτε εσωτερικό σώμα αντικραδασμών
που θα μπορούσε να μειώσει τη δύναμη των χτυπημάτων στο κεφάλι του πολεμιστή .
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μωλωπίζεται ο εγκέφαλος από τα χτυπήματα.
Στην κορυφή του κορινθιακού τύπου κράνους κυριαρχούσε το λοφίο.
Στόχος του ήταν να μειώνει την ένταση των χτυπημάτων που γίνονταν σε εκείνο το σημείο του κεφαλιού.
Παράλληλα, όμως, προσέδιδε δύναμη και αίγλη στον κάτοχό του.
Το κορινθιακό κράνος είναι ο πιο χαρακτηριστικός, αν και όχι μοναδικός τύπος κράνους της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα έως την Κλασική περίοδο.
Σταδιακά στη διάρκεια των κλασικών χρόνων αντικαταστάθηκε από το κράνος τύπου πίλου.
Η κατασκευή του κορινθιακού κράνους δεν παρέμεινε σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του.
Οι κατασκευαστές επιχείρησαν να εξαλείψουν τα μειονεκτήματά του σε μία μεταγενέστερη παραλλαγή.
Η παραλλαγή αυτή στόχευε στη δημιουργία κράνους που θα προσαρμόζεται πιο αποτελεσματικά στις καμπύλες του κεφαλιού του οπλίτη
ενώ παράλληλα υπάρχει μέριμνα για τη δημιουργία ανοιγμάτων για τα αυτιά, αυξάνοντας την ακοή του κατόχου του.
Το ιλλυρικό κράνος κάλυπτε λιγότερη επιφάνεια, αφήνοντας εκτεθειμένο μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλιού.
Όμως, έδιναν τη δυνατότητα στον οπλίτη να βλέπει και να ακούει καλύτερα.
Και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερα στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών οι πολεμιστές ενοχλούνταν από την ύπαρξη τόσο μεγάλου κράνους.
Έτσι, δημιουργήθηκε μία νέα μορφή κράνους που περισσότερο έμοιαζε με καπέλο.
Προστάτευε μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ το πρόσωπο έμενε ελεύθερο.
Αυτή η μορφή κράνους ονομαζόταν 'πίλος'.
Το Φρυγικό ή Θρακικό κράνος ήταν τύπος μπρούτζινης περικεφαλαίας
η κορυφή της οποίας κατέληγε σε κεκλιμένο εμπρόσθιο γρόνθο, ή οξύ άγκιστρο.
Αποτέλεσε εξέλιξη του κορινθιακού κράνους.
Πρωτοεμφανίστηκε στην κλασική εποχή.
Έτυχε ευρείας αποδοχής κατά τα ελληνιστικά χρόνια, ειδικά από το μακεδονικό στρατό, στον οποίο το εισήγαγε ο Φίλιππος Β'
και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από πολλούς πεζούς στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Επιγόνων Διαδόχων του,
όπου μέσω αυτών πέρασε στους Ρωμαίους και στη Μεγάλη Ελλάδα.
Επίσης, ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους Θράκες, τους Δάκες και τους άλλους λαούς της ιταλικής χερσονήσου.
Κατασκευαζόταν από ορείχαλκο και βαφόταν συνήθως μπλε, ενώ τα κράνη των αξιωματικών ήταν διακοσμημένα με φούντες από φτερά.
Οι περικνημίδες συμπλήρωναν τον αμυντικό εξοπλισμό του πολεμιστή και την προστασία του σώματός του.
Ήταν και αυτές κατασκευασμένες από ορείχαλκο.
Εσωτερικά υπήρχε επένδυση υφασμάτινη.
Στόχος των περικνημίδων ήταν να καλύπτουν τις κνήμες από τα βέλη που εκτόξευαν οι αντίπαλοι.
Εως και τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα αποτελεί βασικό στοιχείο της πανοπλίας.
Το περιτραχήλιο ήταν ένα μεταλλικό ή φολιδωτό προστατευτικό περίβλημα που κάλυπτε την περιοχή του τραχήλου.
Κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους αποτελούσε τμήμα της πανοπλίας των πολεμιστών.
Με την πάροδο των χρόνων φαίνεται να εγκαταλείφθηκε, καθώς δεν απεικονίζεται ούτε αναφέρεται στις πανοπλίες του 4ου π.Χ. αιώνα.
Μόνο ο Πλούταρχος στην περιγραφεί της πανοπλίας του Αλεξάνδρου κάνει αναφορά στο περιτραχήλιο.