2. Μέρος πρώτο
-Από που είστε, κύριε; ρώτησε.
-Από πολλά μέρη.
-Αδύνατο να είναι κανείς από πολλά μέρη, είπε το αγόρι. Εγώ είμαι βοσκός και πηγαίνω σε πολλά μέρη. Κατάγομαι όμως από ένα και μόνο μέρος, από μια πόλη κοντά σ' ένα κάστρο. Εκεί γεννήθηκα.
-Τότε μπορούμε να πούμε ότι εγώ γεννήθηκα στη Σαλίμ.
Το αγόρι δεν ήξερε προς τα πού έπεφτε η Σαλίμ, δεν ήθελε όμως να ρωτήσει, για να μην ντραπεί για την άγνοια του. Κοίταξε για μια στιγμή προς την πλατεία. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν και φαινόταν πολύ απασχολημένος.
-Πώς είναι η Σαλίμ; ρώτησε το αγόρι, προσπαθώντας να βρει κάποια άκρη.
-Όπως ήταν πάντα.
Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήξερε τουλάχιστον ότι η Σαλίμ δεν ήταν στην Ανδαλουσία, αλλιώς θα τη γνώριζε αυτή την πόλη.
-Και τι κάνετε στη Σαλίμ; επέμεινε.
-Τι κάνω στη Σαλίμ; Για πρώτη φορά ο γέρος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Μα είμαι ο βασιλιάς της Σαλίμ!
«Οι άνθρωποι λένε πράγματα πολύ παράξενα», σκέφτηκε το αγόρι. «Καμιά φορά είναι προτιμότερο να είσαι με τα πρόβατα. Δε μιλάνε και ψάχνουν μόνο τροφή και νερό. Ή καλύτερα να είσαι με τα βιβλία που διηγούνται απίθανες ιστορίες, μόνο τις ώρες που εσύ θέλεις να τις ακούσεις. Όταν όμως μιλάς με τους ανθρώπους, σου λένε κάτι πράγματα, που δεν ξέρεις πώς να δώσεις συνέχεια στην κουβέντα».
-Με λένε Μελχισεδέκ, είπε ο γέρος. Πόσα πρόβατα έχεις;
-Όσα χρειάζονται, απάντησε το αγόρι. Ο γέρος ήθελε να μάθει περισσότερα για τη ζωή του.
-Τότε αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, εφόσον νομίζεις ότι έχεις αρκετά πρόβατα.
Το αγόρι νευρίασε. Δε ζητούσε βοήθεια. Ήταν ο γέρος που είχε ζητήσει κρασί, κουβέντα κι ένα βιβλίο.
-Δώστε μου πίσω το βιβλίο, είπε. Πρέπει να πάω να φέρω τα πρόβατά μου και να συνεχίσω το δρόμο μου.
-Δώσε μου το ένα δέκατο των προβάτων σου, είπε ο γέρος. Θα σου δείξω πώς θα φτάσεις στον κρυμμένο θησαυρό.
Το αγόρι θυμήθηκε το όνειρο και ξαφνικά όλα εξηγήθηκαν. Η γριά δεν είχε εισπράξει τίποτε, ο γέρος όμως -που ίσως ήταν ο άντρας της- θα κατάφερνε να αρπάξει πιο πολλά λεφτά, με αντάλλαγμα μια ανύπαρκτη πληροφορία. Ο γέρος ήταν μάλλον και αυτός τσιγγάνος.
Πριν όμως πει το αγόρι τίποτε, ο γέρος έσκυψε, έπιασε ένα ξυλάκι κι άρχισε να γράφει πάνω στην άμμο της πλατείας. Όταν έσκυψε, κάτι έλαμψε τόσο έντονα πάνω στο στήθος του, που το αγόρι σχεδόν τυφλώθηκε. Αλλά με μια κίνηση υπερβολικά γρήγορη για άνθρωπο της ηλικίας του, ξανασκέπασε το στήθος του με το μανδύα του. Όταν το αγόρι ξαναβρήκε την όραση του, μπόρεσε και διάβασε τι είχε γράψει ο γέρος.
Στην άμμο της κεντρικής πλατείας της μικρής πόλης, διάβασε τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας του. Διάβασε την ιστορία της ζωής του μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα παιχνίδια της παιδικής του ηλικίας, τις κρύες νύχτες της ιερατικής σχολής. Διάβασε το όνομα της κόρης του εμπόρου, που δεν είχε μάθει μέχρι τότε. Διάβασε πράγματα που ποτέ δεν είχε πει σε κανέναν, όπως τη μέρα που είχε πάρει στα κρυφά το όπλο του πατέρα του για να σκοτώσει ελάφια ή την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία.
-Είμαι ο βασιλιάς της Σαλίμ, είχε πει ο γέρος.
-Για ποιο λόγο ένας βασιλιάς πιάνει κουβέντα μ' ένα βοσκό; ρώτησε το αγόρι έκπληκτο.
-Για πολλούς λόγους. Ας πούμε ότι ο πιο σημαντικός είναι ότι εσύ κατάφερες να πραγματοποιήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου.
Το αγόρι δεν είχε ιδέα τι θα πει Προσωπικός Μύθος.
-Είναι αυτό που πάντα επιθυμούσες να κάνεις. Όλοι οι άνθρωποι, στα πρώτα νεανικά τους χρόνια, ξέρουν ποιος είναι ο Προσωπικός Μύθος τους.
»Την εποχή αυτή της ζωής όλα είναι ξεκάθαρα, όλα γίνονται και οι άνθρωποι δε φοβούνται να ονειρεύονται και να επιθυμούν όσα θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν στη ζωή τους. Όσο όμως περνά ο χρόνος, μια μυστική δύναμη αρχίζει να προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιήσει κανείς τον Προσωπικό Μύθο του.
Για το αγόρι, τα λόγια του γέρου δεν είχαν και πολύ νόημα. Ήθελε όμως να μάθει ποιες ήταν οι «μυστικές δυνάμεις»· η κόρη του εμπόρου θα έμενε μ' ανοιχτό το στόμα.
-Είναι δυνάμεις που φαίνονται κακές, αλλά στην πραγματικότητα σου διδάσκουν πώς να εκπληρώσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Προετοιμάζουν το πνεύμα και τη θέληση σου, γιατί πάνω σ' αυτό τον πλανήτη υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια: όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, όταν επιδιώξεις κάτι, σημαίνει ότι η επιθυμία σου πηγάζει από την Ψυχή του Κόσμου. Είναι η αποστολή σου πάνω στη Γη.
-Ακόμη κι αν θέλεις μόνο να ταξιδεύεις; Ή να παντρευτείς την κόρη ενός εμπόρου υφασμάτων;
-Ή ν' αναζητήσεις ένα θησαυρό. Η Ψυχή του Κόσμου τρέφεται από την ευτυχία των ανθρώπων. Ή από τη δυστυχία, το φθόνο, τη ζήλια. Η εκπλήρωση του Προσωπικού του Μύθου, αυτό είναι το μοναδικό χρέος του ανθρώπου. Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα. Κι όταν επιδιώξεις κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει όπως επιθυμείς.
Για ένα διάστημα έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας την πλατεία και τους ανθρώπους. Ο γέρος μίλησε πρώτος.
-Γιατί βόσκεις πρόβατα;
- Γιατί μου αρέσει να ταξιδεύω.
Ο άλλος έδειξε έναν πωλητή ποπ κορν, με το κόκκινο καροτσάκι του, σε μια γωνιά της πλατείας.
-Κι εκείνος ο μικροπωλητής ήθελε πάντα να ταξιδεύει όταν ήταν μικρό παιδί. Προτίμησε όμως ν' αγοράσει ένα καροτσάκι για ποπ κορν, να μαζεύει λεφτά χρόνια ολόκληρα. Όταν γεράσει, θα περάσει ένα μήνα στην Αφρική. Ποτέ δεν κατάλαβε ότι πάντα υπάρχει η δυνατότητα να εκπληρώσουμε τα όνειρα μας.
-Θα έπρεπε να είχε διαλέξει να γίνει βοσκός, σκέφτηκε φωναχτά το αγόρι.
-Το σκέφτηκε, είπε ο γέρος. Αλλά οι πωλητές ποπ κορν είναι πιο σημαντικοί από τους βοσκούς. Οι μικροπωλητές ποπ κορν έχουν σπίτι, ενώ οι βοσκοί κοιμούνται στην ύπαιθρο. Ο κόσμος προτιμά να παντρέψει τις κόρες του με μικροπωλητές ποπ κορν παρά με βοσκούς.
Το αγόρι αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στην καρδιά κι ο νους του πήγε στην κόρη του εμπόρου. Στην πόλη θα υπήρχε μάλλον κι ένας τέτοιος μικροπωλητής.
-Τέλος πάντων, αυτό που ο κόσμος σκέφτεται για μικροπωλητές ποπ κορν και για βοσκούς γίνεται γι' αυτόν πιο σημαντικό κι από τον Προσωπικό Μύθο.
Ο γέρος ξεφύλλισε το βιβλίο και αφαιρέθηκε διαβάζοντας μια σελίδα. Το αγόρι περίμενε λίγο και τον διέκοψε με τον ίδιο τρόπο που τον είχε διακόψει κι εκείνος.
-Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά, κύριε;
-Γιατί προσπαθείς να ζήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Και είσαι έτοιμος να τον απαρνηθείς.
-Κι εσείς εμφανίζεστε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις;
-Όχι πάντα μ' αυτή τη μορφή, αλλά ποτέ δεν το παρέλειψα. Μερικές φορές εμφανίζομαι με τη μορφή μιας καλής διεξόδου, μιας καλής ιδέας. Άλλες φορές, σε μια κρίσιμη στιγμή, απλουστεύω τα πράγματα. Και ούτω καθεξής. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως δεν το προσέχουν.
Ο γέρος διηγήθηκε ότι την προηγούμενη εβδομάδα είχε αναγκαστεί να εμφανιστεί σ' έναν άνθρωπο που αναζητούσε πολύτιμους λίθους με τη μορφή πέτρας. Ο άνθρωπος αυτός είχε εγκαταλείψει τα πάντα για να πάει να ψάξει για σμαράγδια. Πέντε ολόκληρα χρόνια είχε δουλέψει σ' έναν ποταμό και είχε σπάσει 999.999 πέτρες ψάχνοντας για ένα σμαράγδι. Τότε ο κυνηγός πολύτιμων λίθων σκέφτηκε να παρατήσει, κι όμως του έλειπε μόνο μια πέτρα -μονάχα ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ- για ν' ανακαλύψει το σμαράγδι. Επειδή εκείνος ο άνθρωπος είχε επενδύσει τα πάντα στον Προσωπικό Μύθο του, ο γέρος αποφάσισε να επέμβει. Μετατράπηκε σε μια πέτρα που κύλησε κάτω από τα πόδια του κυνηγού πολυτίμων λίθων. Αυτός, με τη λύσσα και την απογοήτευση των χαμένων χρόνων, εκσφενδόνισε την πέτρα μακριά με τέτοια δύναμη, που χτύπησε πάνω σε μια άλλη και τη θρυμμάτισε. Και τότε φανερώθηκε το πιο ωραίο σμαράγδι του κόσμου.
-Οι άνθρωποι μαθαίνουν πολύ νωρίς το νόημα της ζωής, είπε ο γέρος με κάποια πικρία στα μάτια. Ίσως γι' αυτό τα παρατάνε επίσης νωρίς. Έτσι όμως είναι ο κόσμος.
Τότε το αγόρι θυμήθηκε ότι η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τον κρυμμένο θησαυρό.
-Τους θησαυρούς τους φέρνει στην επιφάνεια το ορμητικό νερό και το ίδιο πάλι τους θάβει, είπε ο γέρος. Αν θέλεις να μάθεις για το θησαυρό, πρέπει να μου διαθέσεις το ένα δέκατο των προβάτων σου.
-Δεν κάνει το ένα δέκατο του θησαυρού;
Ο γέρος έδειχνε απογοητευμένος.
-Αν αρχίσεις να υπόσχεσαι κάτι που δεν κατέχεις ακόμη, θα χάσεις την όρεξη να το αποκτήσεις.
Το αγόρι εξήγησε τότε ότι είχε υποσχεθεί το ένα δέκατο στην τσιγγάνα.
-Οι τσιγγάνοι είναι έξυπνοι, αναστέναξε ο γέρος. Όπως κι αν είναι, πρέπει κανείς να μάθει ότι στη ζωή όλα έχουν το αντίτιμό τους. Αυτό είναι που οι Πολεμιστές του Φωτός προσπαθούν να διδάξουν.
Ο γέρος επέστρεψε το βιβλίο στο αγόρι.
-Αύριο, την ίδια ώρα, φέρε μου το ένα δέκατο των προβάτων σου. θα σου μάθω πώς να αποκτήσεις τον κρυμμένο θησαυρό. Καλό απόγευμα.
Έστριψε σε μια γωνιά της πλατείας και εξαφανίστηκε.
Το ΑΓΟΡΙ προσπάθησε να συνεχίσει το διάβασμα, δεν κατάφερε όμως να συγκεντρωθεί. Αισθανόταν αναστατωμένος και ήταν σε υπερένταση, γιατί ήξερε ότι ο γέρος είχε πει την αλήθεια. Πήγε μέχρι τον πωλητή ποπ κορν και, αφού αγόρασε ένα σακουλάκι, αναρωτήθηκε αν έπρεπε να του διηγηθεί ή όχι αυτά που του είχε πει ο γέρος. «Καμιά φορά είναι καλύτερα ν' αφήνουμε τα πράγματα όπως είναι», σκέφτηκε το αγόρι και σώπασε. Αν του έλεγε κάτι, ο πωλητής θα σκεφτόταν για τρεις ολόκληρες μέρες αν θα έπρεπε να τα παρατήσει όλα, ήταν όμως πολύ δεμένος με το καροτσάκι του.
Αποφάσισε να μη βάλει το μικροπωλητή σ' ένα τέτοιο βασανιστικό δίλημμα. Άρχισε να σεργιανίζει στην πόλη και έφτασε μέχρι το λιμάνι. Υπήρχε εκεί ένα μικρό κτίριο και στο κτίριο μια μικρή θυρίδα, όπου ο κόσμος αγόραζε εισιτήρια. Η Αίγυπτος ήταν στην Αφρική.
-Θέλετε τίποτε; ρώτησε ο υπάλληλος πίσω απ' τη θυρίδα.
-Μπορεί αύριο, είπε το αγόρι κι απομακρύνθηκε. Ήταν αρκετό να πουλήσει ένα πρόβατο και θα μπορούσε να περάσει στην άλλη πλευρά του στενού. Μια τέτοια ιδέα του προκαλούσε πανικό.
-Ένας ακόμα ονειροπόλος, είπε ο υπάλληλος πίσω από τη θυρίδα. Δεν έχει λεφτά για να ταξιδεύει.
Καθώς στεκόταν δίπλα στη θυρίδα, το αγόρι θυμήθηκε τα πρόβατα του και φοβήθηκε να γυρίσει πίσω κοντά τους. Δυο ολόκληρα χρόνια είχε μάθει τα πάντα για τη δουλειά του βοσκού ήξερε να κουρεύει, να φροντίζει τα γκαστρωμένα πρόβατα, να προστατεύει τα ζώα απ' τους λύκους. Γνώριζε όλους τους κάμπους και όλα τα βοσκοτόπια της Ανδαλουσίας. Γνώριζε τη σωστή τιμή αγοραπωλησίας του κάθε ζώου.
Αποφάσισε να επιστρέψει στο μαντρί του φίλου του παίρνοντας τον πιο μακρύ δρόμο. Η πόλη είχε κι ένα κάστρο και το αγόρι αποφάσισε ν' ανέβει τη λιθόστρωτη ανηφόρα και να καθίσει σ' ένα από τα τείχη. Από εκεί πάνω μπορούσε να αντικρίσει την Αφρική. Κάποιος του είχε πει κάποτε ότι από κει είχαν έρθει οι Μαυριτανοί, που για πολλά χρόνια είχαν κατακτήσει όλη σχεδόν την Ισπανία. Το αγόρι μισούσε τους Μαυριτανούς. Αυτοί είχαν φέρει τους τσιγγάνους μαζί τους.
Από κει πάνω μπορούσε να αγναντέψει επίσης όλη σχεδόν την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της πλατείας, όπου είχε συζητήσει με το γέρο.
«Καταραμένη η ώρα που συνάντησα αυτό το γέρο», σκέφτηκε. Απλούστατα είχε αναζητήσει μια γυναίκα που θα ερμήνευε τα όνειρα του. Ούτε η γυναίκα ούτε ο γέρος είχαν δώσει την παραμικρή σημασία στο γεγονός ότι ήταν βοσκός. Ήταν μοναχικοί άνθρωποι που δεν πίστευαν πια στη ζωή και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι στο τέλος οι βοσκοί δένονται με τα πρόβατά τους. Τα γνώριζε ένα ένα με λεπτομέρειες: ήξερε ποιο κούτσαινε, ποιο θα γεννούσε σε δυο μήνες και ποια ήταν τα πιο τεμπέλικα. Ήξερε επίσης πώς να τα κουρεύει και πώς να τα σφάζει. Αν ποτέ αποφάσιζε να φύγει, εκείνα θα υπέφεραν.
Άρχισε να φυσάει. Τον γνώριζε αυτό τον άνεμο: οι άνθρωποι τον λέγανε λεβάντε, γιατί μαζί του είχε φέρει και τις ορδές των απίστων. Πριν γνωρίσει την Ταρίφα, δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι η Αφρική ήταν τόσο κοντά. Αυτό αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο: οι Μαυριτανοί θα μπορούσαν να εισβάλουν ξανά.
Ο λεβάντες φύσηξε πιο δυνατά. «Βρίσκομαι μεταξύ των προβάτων μου και του θησαυρού», σκεφτόταν το αγόρι. Έπρεπε ν' αποφασίσει ανάμεσα σε κάτι που είχε συνηθίσει και κάτι που ήθελε ν' αποκτήσει. Ήταν και η κόρη του εμπόρου, αλλά εκείνη δεν ήταν τόσο σημαντική όσο τα πρόβατα, γιατί δεν εξαρτιόταν από εκείνον. Μπορεί και να μην τον θυμόταν κιόλας. Ήταν σίγουρος ότι, αν εκείνος δεν εμφανιζόταν σε δυο μέρες, το κορίτσι δε θα το έπαιρνε είδηση: για εκείνη όλες οι μέρες ήταν ίδιες και, όταν οι μέρες γίνονται ίδιες, θα πει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να αντιλαμβάνονται τα καλά πράγματα που παρουσιάζονται στη ζωή τους κάθε φορά που ο ήλιος διασχίζει τον ουρανό.
«Εγώ εγκατέλειψα τον πατέρα και τη μητέρα μου και το κάστρο της πόλης μου. Κι εκείνοι το πήραν απόφαση κι εγώ το πήρα απόφαση, θα συνηθίσουν και τα πρόβατα την απουσία μου», σκέφτηκε το αγόρι.
Από εκεί πάνω αγνάντεψε την πόλη. Ο μικροπωλητής συνέχιζε να πουλάει το ποπ κορν του. Ένα νεαρό ζευγάρι κάθισε στο ίδιο παγκάκι όπου είχε κουβεντιάσει με το γέρο και φιλήθηκε με πάθος.
«Ο μικροπωλητής ποπ κορν», είπε στον εαυτό του, χωρίς να ολοκληρώσει την πρόταση. Γιατί ο λεβάντες είχε αρχίσει να φυσά πιο δυνατά κι εκείνος αφέθηκε στον αέρα που του χάιδευε το πρόσωπο. Έφερνε τους Μαυριτανούς, αυτό ήταν αλήθεια, έφερνε όμως και τη μυρωδιά της ερήμου και των γυναικών που κάλυπταν τα πρόσωπά τους με πέπλα. Έφερνε τον ιδρώτα και τα όνειρα των ανθρώπων που κάποια μέρα είχαν αναχωρήσει σε αναζήτηση του αγνώστου, του χρυσαφιού, των περιπετειών και των πυραμίδων. Το αγόρι άρχισε να ζηλεύει την ελευθερία του ανέμου και κατάλαβε ότι θα μπορούσε να γίνει σαν κι αυτόν. Τίποτε δεν τον εμπόδιζε, εκτός από τον εαυτό του.
Τα πρόβατα, η κόρη του εμπόρου, οι κάμποι της Ανδαλουσίας δεν ήταν παρά στάδια του Προσωπικού Μύθου του.
Την επομένη, το αγόρι συνάντησε το γέρο κατά το μεσημέρι. Είχε φέρει έξι πρόβατα μαζί του.
-Ξαφνιάστηκα, είπε. Ο φίλος μου αγόρασε αμέσως τα πρόβατα. Είπε ότι σ' όλη του τη ζωή ονειρευόταν να γίνει βοσκός κι αυτό ήταν καλό σημάδι.
-Πάντα έτσι συμβαίνει, είπε ο γέρος. Το λέμε Ευνοϊκή Αρχή. Αν παίξεις χαρτιά για πρώτη φορά, θα κερδίσεις σίγουρα. Τύχη του πρωτάρη.
-Και γιατί;
-Γιατί η ζωή θέλει να ζήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου.
Στη συνέχεια άρχισε να εξετάζει τα πρόβατα και διαπίστωσε ότι το ένα κούτσαινε. Το αγόρι του εξήγησε ότι αυτό ήταν ασήμαντο, γιατί ήταν το πιο έξυπνο και έδινε αρκετό μαλλί.
-Πού είναι ο θησαυρός; ρώτησε.
-Ο θησαυρός βρίσκεται στην Αίγυπτο, κοντά στις πυραμίδες.
Το αγόρι τρόμαξε. Η γριά του είχε πει το ίδιο, δεν είχε όμως πληρωθεί.
-Για να τον ανακαλύψεις, πρέπει ν' ακολουθήσεις τα σημάδια. Ο Θεός έγραψε στον κόσμο την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο καθένας. Αρκεί να διαβάσεις τι έγραψε για σένα.
Πριν προλάβει το αγόρι να πει κάτι, μια πεταλούδα άρχισε να πετά ανάμεσα σ' εκείνο και στο γέρο. Θυμήθηκε τον παππού του· όταν ήταν μικρό παιδί, ο παππούς του είχε πει ότι οι πεταλούδες ήταν γούρι. Σαν τους γρύλους, τις πράσινες ακρίδες, τις μικρές γκρίζες σαύρες και τα τετράφυλλα τριφύλλια.
-Ακριβώς, είπε ο γέρος, που μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Ακριβώς όπως σου τα έμαθε ο παππούς σου. Αυτά είναι τα σημάδια.
Στη συνέχεια, ο γέρος άνοιξε το μανδύα που του σκέπαζε το στήθος. Το αγόρι ξαφνιάστηκε με αυτά που είδε και θυμήθηκε τη λάμψη που είχε δει την προηγούμενη μέρα. Ο γέρος φορούσε ένα μεγάλο κόσμημα από ατόφιο χρυσάφι, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους.
Ήταν στ' αλήθεια βασιλιάς. Μάλλον ήταν έτσι μεταμφιεσμένος για ν' αποφεύγει τους ληστές.
-Πάρε, είπε ο γέρος βγάζοντας ένα λευκό κι ένα μαύρο λίθο που κρέμονταν στη μέση του χρυσαφένιου κοσμήματος. Τους λένε Ουρίμ και Τουμίμ. Ο μαύρος θα πει «ναι», ο λευκός θα πει «όχι». Όταν δε θα μπορείς να διακρίνεις τα σημάδια, τότε θα σου είναι χρήσιμοι. Να τους κάνεις πάντα μια συγκεκριμένη ερώτηση.
«Γενικά, όμως, να προσπαθήσεις ν' αποφασίζεις μόνος σου. Ο θησαυρός βρίσκεται στις πυραμίδες, αυτό ήδη το ήξερες· έπρεπε όμως να πληρώσεις έξι πρόβατα, γιατί εγώ σε βοήθησα να πάρεις μια απόφαση.
Το αγόρι έβαλε τους λίθους μέσα στο δισάκι του.
Στο εξής, θα έπαιρνε τις αποφάσεις μόνος του.
-Μην ξεχάσεις ότι τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα. Μην ξεχάσεις τη γλώσσα των σημαδιών. Και, προπαντός, μην ξεχάσεις να ακολουθήσεις μέχρι το τέλος τον Προσωπικό Μύθο σου.
»Πριν, όμως, θα ήθελα να σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία.
»Κάποιος έμπορος έστειλε το γιο του να μάθει το μυστικό της ευτυχίας με το σοφότερο των ανθρώπων. Το αγόρι βάδιζε σαράντα μέρες στην έρημο, ώσπου τελικά έφτασε σ' ένα ωραίο κάστρο, στην κορυφή ενός βουνού. Εκεί κατοικούσε ο σοφός που το αγόρι αναζητούσε.
»Αντί όμως να συναντήσει έναν άγιο άνθρωπο, ο ήρωάς μας μπήκε σε μια αίθουσα γεμάτη κίνηση· έμποροι μπαινόβγαιναν, άνθρωποι συζητούσαν στις γωνίες, μια μικρή ορχήστρα έπαιζε απαλές μελωδίες και υπήρχε ένα πλούσιο τραπέζι στρωμένο με τα πιο νόστιμα φαγητά εκείνης της περιοχής του κόσμου. Ο σοφός συζητούσε με όλους και το αγόρι έπρεπε να περιμένει δυο ώρες ώσπου να φτάσει η σειρά του να τον δεχτεί.
»Ο σοφός άκουσε προσεχτικά το λόγο της επίσκεψης του αγοριού, του απάντησε όμως ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καιρό να του εξηγήσει το μυστικό της ευτυχίας. Πρότεινε στο αγόρι να κάνει μια βόλτα μέσα στο παλάτι του και να ξαναγυρίσει σε δυο ώρες.
»"Στο μεταξύ, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη", είπε ο σοφός τελειώνοντας κι έδωσε στο αγόρι ένα μικρό κουτάλι στο οποίο έριξε δυο σταγόνες λάδι. "Καθώς περπατάς, κράτα αυτό το κουτάλι, προσέχοντας να μη χυθεί το λάδι".
»Το αγόρι άρχισε ν' ανεβαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες του παλατιού, μην αφήνοντας το κουτάλι απ' τα μάτια του. Δυο ώρες αργότερα, παρουσιάστηκε στον σοφό.
»"Λοιπόν", ρώτησε ο σοφός, "κοίταξες καθόλου τα περσικά χαλιά που έχω στην τραπεζαρία μου; Είδες τον κήπο που ο αρχικηπουρός έκανε δέκα ολόκληρα χρόνια να τον φτιάξει; Πρόσεξες τις θαυμάσιες περγαμηνές της βιβλιοθήκης μου;"
»Το αγόρι ντράπηκε και παραδέχτηκε ότι δεν είχε δει τίποτε απ' όλα αυτά. Η μόνη του φροντίδα ήταν να μη χυθούν οι σταγόνες του λαδιού που ο σοφός τού είχε εμπιστευτεί.
»"Πήγαινε πίσω, λοιπόν, για να γνωρίσεις τα θαύματα του κόσμου μου", είπε ο σοφός. "Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, αν δε γνωρίζεις το σπίτι του".
»Το αγόρι, πιο ήρεμο τώρα πια, έπιασε το κουτάλι και ξεκίνησε πάλι για το γύρο του παλατιού, προσέχοντας αυτή τη φορά όλα τα έργα τέχνης που κρέμονταν απ' το ταβάνι και τους τοίχους. Θαύμασε τους κήπους, τα τριγύρω βουνά, τα ευαίσθητα λουλούδια, πρόσεξε με τι γούστο κάθε έργο τέχνης ήταν τοποθετημένο στη σωστή θέση. Γυρίζοντας στον σοφό τού διηγήθηκε λεπτομερειακά όσα είχε δει.
»"Πού είναι όμως οι σταγόνες λαδιού που σου είχα εμπιστευτεί;" ρώτησε ο σοφός.
»Κοιτάζοντας το κουτάλι, το αγόρι κατάλαβε ότι είχαν χυθεί.
»"Να, λοιπόν, η συμβουλή που έχω να σου δώσω", είπε ο σοφότερος των σοφών. "Το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στο να κοιτάζεις τα θαύματα του κόσμου, χωρίς να ξεχάσεις ποτέ τις δυο σταγόνες λαδιού στο κουτάλι"».
Το αγόρι έμεινε σιωπηλό. Είχε καταλάβει την ιστορία του γέρου βασιλιά. Ένας βοσκός αγαπά τα ταξίδια, ποτέ όμως δεν ξεχνά τα πρόβατα του.
Ο γέρος κοίταζε το αγόρι και με τις δυο παλάμες έκανε μερικές παράξενες χειρονομίες πάνω από το κεφάλι του.
Μετά τράβηξε το δρόμο του μαζί με τα πρόβατα.