Why you should visit a museum | Andreas Fatouros | TEDxUniversityofMacedonia - YouTube
Μετάφραση: Efstathia Stifanoudi Επιμέλεια: Lucas Kaimaras
Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες θα ξεκινήσω με την αγαπημένη μου.
Ο Φρόιντ ταξίδευσε στην Αθήνα το 1904 και επισκέφτηκε την Ακρόπολη.
Αντικρίζοντάς την, αρχικά έμεινε έκθαμβος γιατί υπήρχε πραγματικά,
ήταν όπως στα βιβλία που διάβαζε γι' αυτή.
Έπειτα όμως, ένιωσε μια ταραχή που την κράτησε μυστική για 32 χρόνια
ωσότου την εκμυστηρεύτηκε σε έναν παιδικό του φίλο.
Βλέποντας την Ακρόπολη, θυμήθηκε απροσδόκητα τον πατέρα του
και ένιωσε τύψεις και υπερηφάνεια.
Υπερηφάνεια γιατί κατάφερε να πάει τόσο μακριά,
κάτι που ο πατέρας του δεν μπορούσε,
γιατί δεν είχε τα χρήματα ούτε τις γνώσεις για να καταλάβει αυτό το μνημείο,
και τύψεις γιατί γινόταν καλύτερος απ' τον πατέρα του,
κάτι που για τον ίδιο ήταν αδιανόητο.
Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει μια αναπάντεχη εμπειρία,
πηγαίνοντας σε ένα μουσείο.
Αυτό εξαρτάται από τις εμπειρίες του, από τις γνώσεις και τα ενδιαφέροντά του.
Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι από εσάς
ήδη έχετε νιώσει μια αναπάντεχη εμπειρία
που ίσως εξαρτώταν από μία μικρή λεπτομέρεια
που μόνο εσείς την αντιληφθήκατε.
Όπως είπε και ο Τζον Άλμπερς,
«Η Τέχνη δεν είναι αντικείμενο, αλλά μία βιωματική εμπειρία».
Ας κάνουμε μια επιτόπια έρευνα.
Ποιοι από εσάς επισκεφθήκατε τον τελευταίο χρόνο ένα μουσείο;
Ας σηκώσουν τα χέρια.
Κι εγώ μαζί, το ξέχασα.
Περίπου οι μισοί νομίζω.
Νομίζω είστε σε πολύ καλό σημείο.
Γιατί αν σκεφτείτε ότι ο μέσος όρος της Ελλάδας είναι 70% -
70% των Ελλήνων δεν επισκέπτεται μουσεία.
Και μάλιστα μόνο το 7% επισκέφτηκε πάνω από πέντε μουσεία.
Εντάξει, μην νιώθετε πολλές τύψεις γιατί και η Ευρώπη τα ίδια κάνει,
στον ίδιο μέσο όρο είναι.
Όμως, κάποιες χώρες όπως η Σουηδία,
είχαν 76% επισκεψιμότητα,
όταν εμείς έχουμε 70% αποχή από τα μουσεία.
Τι φταίει όμως;
Από τη μία, τα ίδια τα μουσεία τα οποία,
αν και προσπαθούν να μοιράσουν τη γνώση τους,
δυσκολεύονται να την αφηγηθούν.
Επιμένουν σε τεχνικούς όρους και δύσκολη ορολογία
που ο επισκέπτης τελικά δε γνωρίζει.
Οι έρευνες δείχνουν πως
το πιο βαρετό στοιχείο σε ένα μουσείο είναι οι περιγραφές των εκθεμάτων,
ο μεγάλος αριθμός τους,
αλλά και η έλλειψη αλληλεπίδρασης με τα εκθέματα.
Από την άλλη πλευρά, οι επισκέπτες.
Οι επισκέπτες δηλώνουν πως δεν βρίσκουν το ενδιαφέρον
και δεν έχουν το χρόνο να επισκεφτούν ένα μουσείο.
Νιώθουν βαρεμάρα, τύψεις και ενοχές πολλές φορές που δεν καταλαβαίνουν,
όμως, σε αυτό φταίει λίγο το μουσείο
γιατί τους αναγκάζει,
τους βάζει σε μια λογική να λένε ότι: «Μήπως θα έπρεπε να το ξέρω;»
Όχι, δεν έπρεπε. Το μουσείο έπρεπε να στο εξηγήσει,
και μάλιστα πρέπει να στο εξηγήσει σαν μικρές ιστορίες,
γιατί αυτό που έχει μάθει ο άνθρωπος από τα αρχαία χρόνια
να καταλαβαίνει και να αντιλαμβάνεται, είναι οι ιστορίες.
Όπως όταν μας μίλαγε η γιαγιά μας ή ο παππούς μας
και μας έλεγαν μικρές ιστορίες και τις θυμόμαστε ακόμα,
έτσι πρέπει και τα μουσεία να αφηγηθούνε πράγματα.
Ειδικά στην Ελλάδα που ζούμε μέσα σε αρχαία,
μέσα σε ένα παρελθόν που είναι σε κάθε δρόμο, σε κάθε γειτονιά.
Είμαστε λίγο εξοικειωμένοι με αυτά τα αντικείμενα
και ίσως δεν βρίσκουμε το ενδιαφέρον που θα έβρισκε ένας ξένος,
ο οποίος έρχεται ειδικά για αυτά,
κι έτσι δεν τα επισκεπτόμαστε.
Εγώ για παράδειγμα, καθημερινά πηγαίνω στην δουλειά μου,
περνώντας από το Καλλιμάρμαρο, τα τελευταία δύο χρόνια,
και κάθε φορά σκέφτομαι, «Πρέπει να πάω κάποια στιγμή»,
όμως, δεν το έχω κάνει μέχρι σήμερα.
Τι είναι αυτό που πραγματικά θα μας εντυπωσιάσει σε ένα μουσείο;
Ποιο είναι το ενδιαφέρον που πρέπει να αναζητήσουμε;
Όπως είπε και ο Μαρκ Γκράχαμ,
«Τα μουσεία είναι γεμάτα αξιόπιστες αποδείξεις,
σημάδια του χώρου και του χρόνου, που διηγούνται ιστορίες
για να μας θυμίζουν τι είχε συμβεί στο χτες».
Ποιοι από σας θα έβρισκαν ποτέ ενδιαφέρον
πηγαίνοντας σε μια βιβλιοθήκη και βλέποντας αυτό το βιβλίο;
Που δεν γράφει καν τι είναι.
Ωραία; Ίσως κανείς.
Ποιος θα έδειχνε ποτέ ενδιαφέρον
βλέποντας αυτό το χαρακτικό του ίδιου βιβλίου;
Ίσως κάποιοι. Είναι έτσι ένα εντυπωσιακό χαρακτικό,
βλέπουμε μια Ακρόπολη στη μέση,
μια Αθήνα που δεν υπάρχει...
Όμως αν γνωρίζατε την πραγματική ιστορία, θα αλλάζατε γνώμη.
Το βιβλίο αυτό, «Οι αρχαιότητες της Αθήνας και άλλων μνημείων της Ελλάδας»
εκδόθηκε πριν από 253 χρόνια,
και ήταν η πρώτη καταγραφή των μνημείων της Ελλάδας και της Αθήνας.
Στην ουσία, αυτό το βιβλίο όταν έφτασε στα χέρια των Ευρωπαίων
ξύπνησε το μύθο της Αρχαίας Ελλάδας,
κι έριξε φως σε μια μικρή πόλη, την Αθήνα,
που ήταν άγνωστη στους περισσότερους.
Μέσα από τις σελίδες του και τα σχέδιά του
εμπνεύστηκε και δημιουργήθηκε ένα αρχιτεκτονικό ρεύμα, ο «Νεοκλασσικισμός»,
όπου σήμερα τον συναντάμε σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι, αν και πολύ μεταγενέστερο,
ο Λευκός Οίκος, της Ουάσιγκτον.
Κάθε καλλιτέχνης, κάθε άνθρωπος μπορεί να εμπνευστεί από μία στιγμή,
από ένα συναίσθημα, από κάτι που δεν το περίμενε.
Έτσι έγινε και με κάποιους καλλιτέχνες,
μια αφορμή για μια δημιουργική -
για ένα έργο τέχνης, ήτανε κι αυτό το άρθρο,
το οποίο τον Απρίλιο του 1937 διάβασε ο Πικάσο.
Ο Πικάσο βρισκόταν τότε στο Παρίσι
και πήρε την καθημερινή του εφημερίδα, όπως έκανε συχνά,
και διαβάζοντας το άρθρο, πέφτει σ' αυτόν τον τίτλο,
ο οποίος περιγράφει
τι συνέβη στην πόλη Γκερνίκα το 1937 από τους Γερμανούς.
Στην ουσία είναι μια μαρτυρία ενός -
είναι το κείμενο ενός αυτόπτη μάρτυρα,
ο οποίος περιγράφει τον βομβαρδισμό.
Ο Πικάσο, αν και ήταν απ' την Ισπανία, δεν βρισκόταν εκεί,
και διαβάζοντας αυτό το άρθρο, συγκινημένος για την πατρίδα του,
ξεκινάει να ζωγραφίζει έναν απ' τους σημαντικότερους πίνακες του 20ου αιώνα.
Ίσως τον γνωστότερο πίνακα του ζωγράφου, την «Γκουέρνικα».
Μια άλλη ιστορία δημιουργίας κρύβεται πίσω από έναν άλλο πίνακα.
Αυτόν.
Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τον Ραχμάνινοφ,
ο οποίος πήγαινε στη δουλειά του,
περπατούσε στο δρόμο και σε μία δημόσια υπηρεσία -του τότε-
βλέπει ένα πίνακα, ένα ασπρόμαυρο αντίγραφο ενός πίνακα μάλλον,
και βλέποντάς το, συγκλονισμένος, ξεκινάει να γράφει ένα εργο.
Ο πίνακας αυτός ήτανε «Το Νησί των Νεκρών» του Μπόκλιν.
Βλέποντάς το, έγραψε μία μουσική που της έδωσε τον ίδιο τίτλο.
Λίγα χρόνια αργότερα, ταξίδεψε στη Λειψία και είδε αυτόν τον πίνακα από κοντά.
Βλέποντάς τον, είδε για πρώτη φορά τα χρώματα αυτού του πίνακα,
και δήλωσε πως αν είχε δει τα χρώματα, δεν θα είχε γράψει ποτέ αυτή τη μουσική.
Ας ακούσουμε ένα απόσπασμα από το «Νησί των Νεκρών».
(Μουσική)
«Είμαι στον κάτω κόσμο,
η Αστραπή και η Βροντή σκίζουν τα τύμπανά μου,
δεν αντέχω, θέλω πλέον να φύγω και φεύγω.
Η μουσική ηρεμεί και ξεκινάω να κωπηλατώ αργά, μακριά από το νησί».
Αυτή είναι η συνέχεια που έδωσε με τη μουσική του ο Ραχμάνινοφ
σε αυτόν τον πίνακα.
Στην ουσία είδε το επόμενο στάδιο από αυτό,
είδε πίσω από αυτό.
Γιατί τελικά, αναζητώντας το τυφλό σημείο,
-το «blind spot» της τέχνης, ενός εκθέματος-
πρέπει να δούμε την πίσω του όψη, τι κρύβει πραγματικά,
τι είναι αυτό που θέλει να εννοήσει και να μας κάνει να φανταστούμε,
οι άνθρωποι μέσα και πίσω από το έργο.
Γιατί τελικά «blind spot» της τέχνης μπορούμε να πούμε
ότι είναι το ίδιο το ερέθισμα που μας δημιουργείται βλέποντας ένα έργο.
Όπως είπε και ο Μπέρσον,
«Η μεγαλύτερη δικαίωση ενός έργου τέχνης
είναι όταν βοηθά το θεατή να γίνει ο ίδιος έργο τέχνης».
Η εμπειρία μου αναζητώντας ιστορίες για τα εκθέματα
με κάνει να πω με σιγουριά ότι κάθε έκθεμα
-όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται-
έχει κάτι μοναδικό να μας διηγηθεί,
αρκεί τα μουσεία να μάθουν να αφηγούνται αυτές τις ιστορίες,
και οι επισκέπτες να δώσουν μια ακόμη ευκαιρία σε αυτά.
Γιατί την επόμενη φορά -
και θέλω να σας ζητήσω, την επόμενη φορά που θα περνάτε από ένα μουσείο,
βρείτε το χρόνο και μπείτε.
Ίσως ανακαλύψετε κάτι,
ίσως βρείτε μια μοναδική ιστορία που σας περιμένει.
Γιατί,
όπως είπε και ο Μίλερ,
«Η τέχνη δε διδάσκει τίποτα, εκτός από τη σημασία της ζωής».
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)