1. II. Ξεφορτώθηκε τον πρώτο του γιο
Ο ΚΑΘΕΝΑΣ φυσικά μπορεί να το φανταστεί τι πατέρας μπορούσε να 'ναι ένας τέτοιος άνθρωπος και τι ανατροφή θα 'δίνε στο παιδί του. Σαν πατέρας φέρθηκε ακριβώς όπως θα το περίμενε κανείς πως θα φερόταν. Παράτησε δηλαδή εντελώς το γιό του, που είχε κάνει με την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα. Κι αυτό όχι γιατί τον μισούσε ή γιατί τον είχαν προσβάλει σαν σύζυγο, μα μόνο και μόνο γιατί τον είχε ξεχάσει εντελώς. Τον καιρό που κλαιγόταν και παραπονιότανε σ' όλους και είχε μετατρέψει το σπίτι του σε καταγώγιο διαφθοράς, τον τρίχρονο Μίτια τον φρόντιζε ο πιστός υπηρέτης του σπιτιού, ο Γρηγόρης. Αν δεν ήταν κι αυτός, ίσως να μη βρισκόταν κανένας ούτε το πουκαμισάκι του παιδιού ν' αλλάξει. Σαν να μην έφτανε αυτό, κείνο τον πρώτο καιρό ούτε κι απ' την οικογένεια της μητέρας του δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για το παιδί. Ο παππούς του, δηλαδή ο κύριος Μιούσοβ, ο πατέρας της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας, δε ζούσε πια. Η χήρα γυναίκα του, η γιαγιά του Μίτια, πήγε στη Μόσχα και κει αρρώστησε βαριά. Όσο για τις αδερφές, αυτές παντρεύτηκαν, έτσι που σχεδόν ένα χρόνο έμεινε ο Μίτια στην ίζμπα του υπηρέτη Γρηγόρη, στην αυλή. Να λέμε την αλήθεια, κι αν ακόμα τον θυμόταν ο μπαμπάκας του, — δεν μπορούσε φυσικά να μην ξέρει στ' αλήθεια πως υπάρχει — πάλι θα τον έστελνε στην ίζμπα γιατί όσο και να 'ναι το παιδί θα τον εμπόδιζε στα όργιά του. Μα συνέβη να γυρίσει απ' το Παρίσι ο ξάδερφος της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, που έζησε ύστερα πολλά χρόνια συνέχεια στο εξωτερικό και που τότε ήταν ακόμα πολύ νέος, μα ένας άνθρωπος εξαιρετικός μέσα στους Μιούσοβ, μορφωμένος, πρωτευουσιάνος, Ευρωπαίος σ' όλη του τη ζωή και στα τελευταία του χρόνια λιμπεραλίστας του 1840-1850. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του γνωρίστηκε με πολλούς φιλελευθερότατους ανθρώπους και στη Ρωσία και στο εξωτερικό, ήξερε προσωπικά τον Προυντόν και τον Μπακούνιν και του άρεσε πολύ να θυμάται και να διηγείται, περί το τέλος πια των περιπλανήσεών του, για τις τρεις μέρες της παρισινής επανάστασης του Φλεβάρη του' 48, κάνοντας μερικούς υπαινιγμούς πως ίσως να πολέμησε κι αυτός στα οδοφράγματα. Αυτό ήταν μια απ' τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων. Είχε μια περιουσία που του 'δινε τη δυνατότητα να ζει εντελώς ανεξάρτητα, χίλιες ψυχές, όπως υπολόγιζαν τότε το βιός. Το θαυμάσιο χτήμα του βρισκόταν λίγο πάρα έξω απ' τη μικρή μας πολιτεία και συνόρευε με τη γη του περίφημου μοναστηριού μας. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς όταν ήταν ακόμα πολύ νέος, μόλις πήρε την κληρονομιά, άρχισε αμέσως μιαν ατέλειωτη δίκη με το μοναστήρι για κάποια δικαιώματα αλιείας στο ποτάμι ή υλοτομίας στο δάσος, δεν ξέρω θετικά για ποιό απ' τα δυό. Μα το ν' αρχίσει τη δίκη με τους «κληρικόφρονες», το θεωρούσε καθήκον του σαν πολίτης και μορφωμένος άνθρωπος. Όταν άκουσε όλα όσα γίνανε με την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, που φυσικά τη θυμόταν και μάλιστα κάποτε την είχε προσέξει, κι όταν έμαθε πως υπήρχε κι ο Μίτια, ανακατεύτηκε σ' αυτή την υπόθεση, παρ' όλο το μίσος και την περιφρόνηση που 'νιώθε για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Τότε ήταν που γνωρίστηκε για πρώτη φορά με τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Του ανακοίνωσε ορθά-κοφτά πως θα 'θελε ν' αναλάβει την ανατροφή του παιδιού. Διηγόταν ύστερα πολλές φορές, και το 'λεγε σαν κάτι χαρακτηριστικό, πως όταν έκανε λόγο στον Φιόντορ Παύλοβιτς για τον Μίτια, εκείνος είχε ένα ύφος σάμπως να μην καταλάβαινε για ποιο παιδί πρόκειται, λες κι απόρησε μάλιστα που 'χε κάπου κει στο σπίτι ένα μικρό γιο. Αν και η διήγηση του Πιότρ Αλεξάντροβιτς μπορεί να 'ταν κάπως υπερβολική, είχε όμως σίγουρα και μια δόση αλήθειας. Και, πραγματικά, ο Φιόντορ Παύλοβιτς αγαπούσε σ' όλη του τη ζωή να παρασταίνει, να παίζει ξαφνικά μπροστά σας έναν απρόσμενο ρόλο και, το κυριότερο, χωρίς κανένα λόγο μερικές φορές, ακόμα και ζημιώνοντας τον εαυτό του, όπως και σε τούτη λόγου χάρη την περίπτωση. Αυτό, εδώ που τα λέμε, το κάνουν καλοί άνθρωποι, άνθρωποι μάλιστα πολύ έξυπνοι κι όχι μονάχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς καταπιάστηκε στα ζεστά με τούτη την υπόθεση και διορίστηκε κηδεμόνας του παιδιού (μαζί με τον Φιόντορ Παύλοβιτς) γιατί, όσο και να 'ναι, του 'χε μείνει κληρονομιά το μικρό χτήμα και το σπίτι της μητέρας. Πήρε τον Μίτια στο σπίτι του μα, επειδή δεν είχε δίκιά του οικογένεια κι επειδή μόλις κανόνισε τις εισπράξεις απ' τα χτήματά του, βιάστηκε να ξαναφύγει για πολύν καιρό στο Παρίσι, εμπιστεύτηκε το παιδί σε μιαν απ' τις μακρινές θείες του, σε μια μοσχοβίτισσα αρχόντισσα. Όταν πια έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι, ξέχασε κι αυτός το παιδί, ειδικά μάλιστα όταν συνέβη κείνη η επανάσταση του Φλεβάρη που τόσο μεγάλη εντύπωση του έκανε, ώστε δεν μπορούσε να την ξεχάσει σ ' όλη του τη ζωή. Η μοσχοβίτισσα αρχόντισσα πέθανε κι ο Μίτια βρέθηκε στο σπίτι μιας απ' τις παντρεμένες κόρες της. Νομίζω πως αργότερα άλλαξε φωλιά για τέταρτη φορά. Δεν πρόκειται τώρα να επεκταθώ πολύ σ' αυτό το ζήτημα μια και θα 'χω πολλά ακόμα νά διηγηθώ γι' αυτόν τον πρωτότοκο γιο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Προς το παρόν περιορίζομαι στις πιο απαραίτητες πληροφορίες, που χωρίς αυτές δεν μπορώ ούτε το μυθιστόρημα ν' αρχίσω.
Τούτος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ήταν ο μοναδικός γιος του Φιόντορ Παύλοβιτς που ζούσε έχοντας την πεποίθηση πως, όπως και να 'ναι, έχει μια κάποια περιουσία και πως, όταν θα γίνει ενήλικος, θα 'ναι πια ανεξάρτητος οικονομικά. Τα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια κυλήσανε άταχτα: δεν τέλειωσε το γυμνάσιο, μπήκε κατόπιν σε μια στρατιωτική σχολή, ύστερα βρέθηκε στον Καύκασο, υπηρέτησε, μονομάχησε, υποβιβάστηκε, πάλι υπηρέτησε, γλέντησε πολύ και ξόδεψε σχετικά μεγάλα ποσά. Άρχισε να παίρνει λεφτά απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς μονάχα όταν ενηλικιώθηκε. Προηγούμενα έκανε χρέη. Τον Φιόντορ Παύλοβιτς, τον πατέρα του, τον γνώρισε και τον είδε για πρώτη φορά όταν πια ήταν ενήλικος, τότε που ήρθε ξεπίτηδες στα μέρη μας για να εξηγηθεί μαζί του σχετικά με την περιουσία του. Καθώς φαίνεται, από τότε κιόλας, δεν του άρεσε ο πατέρας του. Έμεινε για λίγο μαζί του κι έφυγε γρήγορα γρήγορα, τόσο, που μόλις πρόφτασε να πάρει απ' αυτόν κάποιο ποσό και να κανονίσει με κάποιον τρόπο τις μελλούμενες εισπράξεις απ' το χτήμα. Ούτε και τότε — κι αυτό είναι αξιοσημείωτο γεγονός — δεν κατάφερε τον Φιόντορ Παύλοβιτς να του πει τα έσοδα και την αξία του χτήματος. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς παρατήρησε τότε με την πρώτη ματιά — κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει ο αναγνώστης — πως ο Μίτια έχει λαθεμένη αντίληψη και υπερβάλλει το μέγεθος της περιουσίας του. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς έμεινε πολύ ευχαριστημένος απ' αυτό, γιατί είχε κάνει κιόλας τους υπολογισμούς του. Πάντως έβγαλε το συμπέρασμα πως ο νεαρός ήταν ελαφρόμυαλος, με πάθη και παραξενιές, ατίθασος, γλεντζές, και πως θα μπορούσε να τον καθησυχάσει, για λίγον καιρό φυσικά, δίνοντάς του πότε πότε κάτι μικροποσά. Αυτό άρχισε να το εκμεταλλεύεται ο Φιόντορ Παύλοβιτς, δηλαδή να ξεμπερδεύει δίνοντάς του λίγα λίγα τα χρήματα έτσι που τελικά, ύστερ' από τέσσερα χρόνια, όταν πια ο Μίτια έχασε την υπομονή του και ξανάρθε στην πολιτεία μας για να ξεκαθαρίσει οριστικά τις δουλειές του με τον πατέρα του, αποδείχτηκε άξαφνα — κι αυτό του 'κανε κατάπληξη — πως δεν έχει πια τίποτα να λαβαίνει, πως τώρα πια είναι δύσκολο και να λογαριάσει ακόμα τα λεφτά που 'χε πάρει απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς, πως πήρε όλη την αξία της περιουσίας του σε μετρητά και πως, ίσως-ίσως, χρωστούσε κιόλας στον πατέρα του. Πως δυνάμει του τάδε και του δείνα συμβολαίου που δέχτηκε να υπογράψει ο ίδιος την τάδε και την τάδε μέρα, δεν είχε πια κανένα δικαίωμα να αξιεί οτιδήποτε κ.τ.λ. κ.τ.λ. Ο νέος απόρησε, υποπτεύθηκε πως κάποια αδικία γίνεται δω πέρα, κάποια απάτη, έγινε έξω φρενών και σάμπως να 'χασε τα λογικά του. Αυτή ήταν ακριβώς η αιτία της καταστροφής που η εξιστόρησή της θ ' αποτελέσει το θέμα του πρώτου εισαγωγικού μου μυθιστορήματος, ή, για να το πω καλύτερα, την εξωτερική του πλευρά. Μα προτού ν' αρχίσω αυτό το μυθιστόρημα, πρέπει να διηγηθώ ακόμα και για τους άλλους δυό γιους του Φιόντορ Παύλοβιτς, τ' αδέρφια του Μίτια, και να εξηγήσω από που βρέθηκαν.