1. III. Ο Δεύτερος γάμος και τα Δεύτερα παιδιά
Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, αφού ξεφορτώθηκε τον Μίτια, που ήταν τότε τεσσάρων χρονών, παντρεύτηκε πολύ γρήγορα για δεύτερη φορά. Τούτη τη δεύτερη φορά έμεινε παντρεμένος οχτώ χρόνια. Η δεύτερη γυναίκα του, η Σοφία Ιβάνοβνα ήταν πολύ νέα. Τη γνώρισε σε μιαν άλλη επαρχία όπου είχε πάει για κάτι μικροεργολαβίες με συνέταιρο έναν Εβραίο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, αν και γλεντούσε και μέθαγε και ζούσε ακόλαστα, δεν έπαυε ποτέ του ν' ασχολείται με την τοποθέτηση των κεφαλαίων του και πάντα έβγαζε πέρα τις δουλίτσες του, φυσικά πάντα σχεδόν με ατιμίες. Η Σοφία Ιβάνοβνα ήταν μια «ορφανή» που απ' τα μικράτα της δεν είχε γνωρίσει τους γονείς της, κόρη κάποιου αμόρφωτου διάκου. Μεγάλωσε στο σπίτι μιας ευεργέτισσας, που την ανάθρεφε και τη βασάνιζε, μιας γνωστής γριάς στρατηγίνας, χήρας του στρατηγού Βορόχοβ. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, άκουσα μονάχα πως τάχα την ευεργετούμενη, που ήταν σεμνή, άκακη και ήρεμη την ξεκρέμασαν μια φορά απ' το σκοινί, που 'χε στεριώσει μ' ένα καρφί μέσα στο κελάρι, τόσο δύσκολο της ήταν να υποφέρει τις ιδιοτροπίες και την ατέλειωτη γκρίνια αυτής της γριάς που κατά τα φαινόμενα δεν ήταν κακιά, μα που καταντούσε ανυπόφορη γιατί ξεκουτιάθηκε απ' την τεμπέλικη ζωή που έκανε. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς ζήτησε το χέρι της Σοφίας Ιβάνοβνας, η στρατηγίνα πήρε τις πληροφορίες της γι' αυτόν και τον έδιωξε και τότε κείνος, όπως και στον πρώτο του γάμο, πρότεινε στην ορφανή να την απαγάγει. Είναι πολύ, πάρα πολύ πιθανό πως κι αυτή ακόμα δε θα δεχότανε να τον πάρει, αν μάθαινε έγκαιρα περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτόν. Μα όλ' αυτά γίνονταν σ' άλλην επαρχία, κι εξάλλου τι μπορούσε να καταλάβει αυτό το δεκαεξάχρονο κορίτσι. Το μόνο που ήξερε ήταν πως κάλλιο να ριχνόταν στο ποτάμι παρά να μείνει στο σπίτι της ευεργέτισσάς της. Έτσι λοιπόν έφυγε κι αυτή η καημένη απ' την ευεργέτισσα και πήγε στον ευεργέτη. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν πήρε πεντάρα τούτη τη φορά γιατί η στρατηγίνα θύμωσε, δεν τους έδωσε τίποτα, μονάχα τους καταράστηκε και τους δυό. Μα αυτός ούτε που υπολόγιζε να πάρει τίποτα αυτή τη φορά. Τον τράβηξε μονάχα η εξαιρετική ομορφιά αυτού του αθώου κοριτσιού και, το κυριότερο, η αθώα του έκφραση, που έκανε εντύπωση σ' αυτόν τον φιλήδονο που ως τα τότε αγαπούσε μονάχα τις αδιάντροπες γυναίκες. «Αυτά τα αθώα ματάκια μου σφάξανε τότε την καρδιά», έλεγε αργότερα χαχανίζοντας σιγά με τον αηδιαστικό του τρόπο. Φυσικά ένας διεφθαρμένος μονάχα από φιληδονία θα μπορούσε να αισθανθεί κάτι τέτοιο. Μια λοιπόν και δεν πήρε καμιάν αποζημίωση, ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έκανε καθόλου τσιριμόνιες με τη γυναίκα του. Επωφελήθηκε απ' το γεγονός πως ήταν σαν να λέμε «ένοχη» απέναντι του και πως αυτός σχεδόν την «ξεκρέμασε απ' τη θηλιά», επωφελήθηκε εκτός απ' αυτό κι απ' την φαινομενική της υποταγή και πραότητα, τόσο που ποδοπάτησε ακόμα και την πιο συνηθισμένη συζυγική ευπρέπεια. Έρχονταν στο σπίτι γυναίκες του δρόμου και κει, μπροστά στη σύζυγο, γίνονταν όργια. Θ' αναφέρω και τούτο γιατί είναι χαρακτηριστικό: Ο υπηρέτης Γρηγόρης, ένας σκυθρωπός, κουτός και πεισματάρης ορθολογιστής, που μισούσε την προηγούμενη αφέντισσα, την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, τούτη τη φορά πήρε το μέρος της νέας κυρίας, την υπεράσπιζε και μάλωνε μάλιστα για χάρη της με τον Φιόντορ Παύλοβιτς μ' έναν τρόπο σχεδόν ανάρμοστο σ' έναν υπηρέτη. Μια φορά μάλιστα έφτασε στο σημείο να διαλύσει το όργιο και να κυνηγήσει τις πρόστυχες γυναίκες. Το αποτέλεσμα ήταν πως αυτή η δύστυχη, η κατατρομαγμένη απ' τα μικράτα της νεαρή κοπέλα, έπαθε κάποια νευρική γυναικεία αρρώστια που συναντιέται συχνότερα στα λαϊκά στρώματα, στις χωριάτισσες και που γι' αυτό τις λένε σεληνιασμένες. Απ' αυτή την αρρώστια, που συνοδευόταν από τρομερές υστερικές κρίσεις, η δύστυχη έχανε πότε-πότε και τα λογικά της ακόμα. Όμως, παρ' όλ' αυτά, γέννησε δυό γιους του Φιόντορ Παύλοβιτς, τον Ιβάν και τον Αλεξέι, τον ένα στον πρώτο χρόνο του γάμου και τον άλλο τρία χρόνια αργότερα. Όταν πέθανε, ο Αλεξέι είχε πατήσει πια τα τέσσερα και, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, ξέρω πως η μητέρα του του 'μείνε στη μνήμη και τη θυμόταν, σαν όνειρο βέβαια, σ' όλη του τη ζωή. Μόλις εκείνη πέθανε, με τα δυό αγόρια συνέβη ακριβώς το ίδιο που έγινε κα με τον πρώτο γιο, τον Μίτια. Κι αυτά τα ξέχασε και τα παράτησε εντελώς ο πατέρας και καταλήξανε στην ίζμπα του Γρηγόρη. Σ' αυτή την ίζμπα τους βρήκε η γκρινιάρα στρατηγίνα, η ευεργέτισσα της μητέρας τους. Ζούσε ακόμα, κι όλον εκείνο τον καιρό, όλα τα οχτώ χρόνια, δεν μπορούσε να ξεχάσει την προσβολή που της είχαν κάνει. Όλα εκείνα τα οχτώ χρόνια είχε τις πιο λεπτομερειακές πληροφορίες για το πώς τα περνάει η «Σοφή» της κι ακούγοντας πως είναι άρρωστη και σε τι αισχρό περιβάλλον ζούσε, είπε δυο-τρεις φορές στις υπηρέτριές της: «Καλά να πάθει, την τιμωρεί ο Θεός για την αχαριστία της».
Ακριβώς τρεις μήνες μετά το θάνατο της Σοφίας Ιβάνοβνας, η στρατηγίνα παρουσιάστηκε ξαφνικά στην πολιτεία μας και πήγε αμέσως στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς. Έμεινε μισή ώρα όλη κι όλη στην πολιτεία, μα έκανε πολλά πράματα. Ήταν κατά το βραδάκι. Βρήκε τον Φιόντορ Παύλοβιτς, που είχε να τον δει οχτώ χρόνια, να 'ναι στο κέφι. Διηγούνται πως αυτή, αμέσως, χωρίς καμιάν εξήγηση, μόλις τον είδε, του 'δωσε δυό γερά και ηχηρά χαστούκια, του τράβηξε τρεις φορές το τσουλούφι κι ύστερα, χωρίς να προσθέσει λέξη, πήγε κατευθείαν στην ίζμπα, στα δυό αγόρια. Τους έριξε μια ματιά και βλέποντας πως ήταν άπλυτα και πως φοράγανε βρώμικα ρούχα, έδωσε ένα χαστούκι και στον Γρηγόρη, του ανακοίνωσε πως θα πάρει μαζί της τα δυό παιδιά, ύστερα τα 'βγάλε έξω όπως ήταν, τα τύλιξε σε μια κουβέρτα, τ' ανέβασε στ ' αμάξι και τράβηξε για την πολιτεία της. Ο Γρηγόρης υπόμεινε το χαστούκι σαν πιστός δούλος, δεν είπε ούτε μια βάναυση λέξη, κι όταν ξεπροβόδισε τη γριά αφέντισσα ως τ' αμάξι, της έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση και της είπε μ' επίσημο τόνο πως «ο Θεός θα ξεπληρώσει το καλό που 'κανε στα ορφανά». «Εσύ ωστόσο είσαι κουτεντές!» του φώναξε η στρατηγίνα φεύγοντας. Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς κατάλαβε τι έτρεξε, βρήκε πως αυτή η δουλειά έγινε πολύ καλά όπως έγινε και δεν έφερε αντίρρηση σε κανένα σημείο αργότερα, όταν χρειάστηκε να δώσει την τυπική του συγκατάθεση για την ανατροφή των παιδιών απ' τη στρατηγίνα. Όσο για τα χαστούκια, πήγαινε ο ίδιος και τα διαλαλούσε σ' όλη την πολιτεία.
Συνέβη να πεθάνει και η στρατηγίνα σε λίγο, έχοντας γράψει όμως στη διαθήκη της από χίλια ρούβλια για τα δυό μικρά, «για την εκπαίδευσή τους και να ξοδευτούν οπωσδήποτε για τις ανάγκες τους τούτα τα λεφτά, με τον όρο όμως να φτάσουν ως την ενηλικίωσή τους, επειδή για κάτι τέτοια παιδιά είναι αρκετή και με το παραπάνω μια τέτοια δωρεά κι αν έχει κανείς αντίρρηση ας ανοίξει ο ίδιος το πουγγί του κ.τ.λ., κ.τ.λ.». Εγώ δε διάβασα ο ίδιος τη διαθήκη, άκουσα όμως πως είχε ακριβώς κάποια παρόμοια παραξενιά που 'χε εκφραστεί κιόλας μ' έναν πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο. Πάντως ο κυριότερος κληρονόμος της γριάς βρέθηκε να 'ναι ένας τίμιος άνθρωπος, ο προεστός των ευγενών κείνης της επαρχίας, ο Εφήμ Πετρόβιτς Πολένοβ. Αφού αλληλογράφησε με τον Φιόντορ Παύλοβιτς και κατάλαβε με το πρώτο πως αυτός δεν πρόκειται να δώσει πεντάρα για την ανατροφή των ίδιων του των παιδιών (αν και ποτέ δεν αρνιόταν καθαρά, μα μονάχα ανέβαλε συνεχώς σ' αυτές τις περιπτώσεις, και ξεχυνόταν μάλιστα καμιά φορά σ' απέραντες αισθηματολογίες) φρόντισε προσωπικά για τα ορφανά κι αγάπησε ιδιαίτερα το μικρότερο, τον Αλεξέι, τόσο που τούτος ο τελευταίος έζησε αρκετό διάστημα στην οικογένειά του. Αυτό παρακαλώ τον αναγνώστη να το προσέξει απ' την αρχή. Τούτα τα παιδιά μονάχα τον Εφήμ Πετρόβιτς θα 'πρεπε να ευγνωμονούν σ ' όλη τους τη ζωή για την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους. Ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος, πολύ πονετικός, από κείνους που σπάνια συναντάει κανείς. Φύλαξε τα χίλια ρούβλια του κάθε μικρού που τους είχε αφήσει η στρατηγίνα και δεν τα πείραξε καθόλου, έτσι που ώσπου να γίνουν ενήλικοι αυξηθήκανε με τους τόκους. Τους ανάθρεψε με δικά του λεφτά και φυσικά ξόδεψε πολύ περισσότερα από χίλια για τον καθένα. Δεν πρόκειται ν' αρχίσω από τώρα μια λεπτομερειακή εξιστόρηση των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων, θα σημειώσω μονάχα τα πιο σπουδαία περιστατικά. Για τον μεγαλύτερο, τον Ιβάν, θα πω μονάχα πως μεγάλωνε πάντα σκυθρωπός και κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν ήταν καθόλου δειλός μα είχε απ' τα δέκα του κιόλας χρόνια διαποτιστεί με τη σκέψη πως, όπως και να 'ναι, ζουν σε ξένη οικογένεια και με την ελεημοσύνη των ξένων και πως ο πατέρας τους είναι τέτοιος που είναι ντροπή και να μιλάει κανείς γι' αυτόν κ.τ.λ., κ.τ.λ. Αυτό το παιδί έδειξε πολύ νωρίς, σχεδόν απ' τα μικράτα του (όπως λέγανε τουλάχιστον) ξεχωριστές ικανότητες για μάθηση. Δεν ξέρω ακριβώς πώς έγινε, μα έφυγε απ' την οικογένεια του Εφήμ Πετρόβιτς μόλις δεκατριών χρονών και πήγε εσωτερικός σ' ένα γυμνάσιο της Μόσχας, σε κάποιον έμπειρο και φημισμένον τότε παιδαγωγό, που ήταν παιδικός φίλος του Εφήμ Πετρόβιτς. Ο ίδιος ο Ιβάν διηγόταν ύστερα πως όλ' αυτά έγιναν εξαιτίας της, ας πούμε έτσι, «έφεσης για καλές πράξεις» του Εφήμ Πετρόβιτς που του καρφώθηκε η ιδέα πως ένα παιδί με ιδιοφυία πρέπει να το αναθρέψει ένας εξαιρετικός δάσκαλος. Πάντως, ούτε ο εξαιρετικός δάσκαλος ούτε ο Εφήμ Πετρόβιτς ζούσανε πια όταν ο νέος τέλειωσε το γυμνάσιο και μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Επειδή ο Εφήμ Πετρόβιτς τα κανόνισε άσκημα και η είσπραξη των χίλιων ρουβλιών, που κληροδότησε η στρατηγίνα και που με τους τόκους είχαν γίνει δυο χιλιάδες, καθυστέρησε εξαιτίας των αναπότρεπτων γραφειοκρατικών μας διατυπώσεων, ο νέος τα βρήκε πολύ σκούρα, αφού αναγκαζόταν τα δυο πρώτα χρόνια να συντηρεί μονάχος του τον εαυτό του και ταυτόχρονα να σπουδάζει. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτός ούτε έκανε καν καμιάν απόπειρα να γράψει στον πατέρα του — ίσως από περηφάνια κι από περιφρόνηση που ένιωθε γι' αυτόν, ίσως όμως και γιατί η ψυχρή λογική του 'λεγε πως απ' τον μπαμπάκα του δεν είχε να περιμένει καμιά σοβαρή υποστήριξη. Όπως και να 'ναι, ο νέος δεν τα 'χασε καθόλου και κατάφερε να βρει δουλειά. Στην αρχή παρέδιδε μαθήματα για είκοσι καπίκια και ύστερα έδινε στις εφημερίδες αρθράκια των δέκα στίχων όπου περιγράφονταν σκηνές του δρόμου, με την υπογραφή «αυτόπτης». Λένε πως αυτά τα αρθράκια ήταν γραμμένα τόσο πρωτότυπα και πικάντικα, που γρήγορα απόχτησαν μεγάλη ζήτηση. Έτσι ο νεαρός μας αποδείχτηκε πιο πρακτικός και πιο έξυπνος απ' όλη την πολυάριθμη μερίδα της σπουδάζουσας νεολαίας μας και των δύο φύλων, που είναι πάντα αδέκαρη και δυστυχισμένη στις πρωτεύουσες και που χάνει συνήθως τον καιρό της στα γραφεία των εφημερίδων και των περιοδικών μην μπορώντας να βρει τίποτα καλύτερο απ' την αιώνια επανάληψη της ίδιας παράκλησης για μεταφράσεις απ' τα γαλλικά ή για αντίγραφα. Μια και γνωρίστηκε με τους συντάχτες, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς διατήρησε τις σχέσεις του μαζί τους, έτσι που στα τελευταία χρόνια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο δημοσίευσε κριτικές για βιβλία διαφόρων θεμάτων, και τα γραφτά του αυτά δείχνανε μεγάλο ταλέντο, τόσο που έγινε γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους. Εδώ που τα λέμε, μονάχα τον τελευταίο καιρό τα κατάφερε να τον προσέξει ένας ευρύτερος κύκλος αναγνωστών. Τότε τον ξεχώρισαν πολλοί και τον μάθανε. Αυτό ήταν ένα αρκετά περίεργο περιστατικό. Όταν πια τέλειωσε το Πανεπιστήμιο κι ετοιμαζόταν με τις δυό του χιλιάδες να φύγει για το εξωτερικό, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δημοσίευσε ξαφνικά σε μιαν απ' τις μεγάλες εφημερίδες ένα παράξενο άρθρο, που το πρόσεξαν ακόμα κι αυτοί που δεν ήταν ειδικοί και, το σπουδαιότερο, πάνω σ' ένα θέμα εντελώς άγνωστο γι' αυτόν, θα 'λεγε κανείς, μια και κείνος είχε βγάλει τη Φυσικομαθηματική Σχολή. Το άρθρο είχε γραφτεί για το ζήτημα που 'χε γίνει τότε παντού της ημέρας, για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Κριτικάροντας μερικές διατυπωμένες πια γνώμες γι' αυτό το ζήτημα, εξέθεσε κι αυτός την προσωπική του άποψη. Το σπουδαίο ήταν το ύφος και το εξαιρετικά αναπάντεχο συμπέρασμα. Κι όμως, παρ' όλ' αυτά, πολλοί από τους κληρικόφρονες θεώρησαν το συγγραφέα δικό τους. Και ξαφνικά, δίπλα σ' αυτούς, όχι μονάχα οι αντικληρικόφρονες μα κι αυτοί ακόμα οι αθεϊστές αρχίσανε να χειροκροτούν. Τελικά, μερικοί έξυπνοι άνθρωποι κατάλαβαν πως όλο το άρθρο δεν είναι τίποτ' άλλο από μια θρασύτατη φάρσα και κοροϊδία. Αν σημειώνω τούτο το γεγονός, είναι γιατί αυτό το άρθρο έφτασε με τον καιρό και στο δικό μας περίφημο μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στην πολιτεία μας, όπου ενδιαφέρονταν απ' ανέκαθεν για το ζήτημα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, που είχε πάρει τότε μεγάλη δημοσιότητα κι έκταση. Έφτασε το άρθρο και τους άφησε όλους κυριολεκτικά μ' ανοιχτό το στόμα. Όταν μάθανε και τ' όνομα του συγγραφέα, ενδιαφέρθηκαν ακόμα περισσότερο μια και είχε γεννηθεί στην πολιτεία μας και ήταν γιος «κείνου, ντε, του Φιόντορ Παύλοβιτς». Και τότε ξαφνικά, κείνον ακριβώς τον καιρό, μας ήρθε κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Γιατί μας ήρθε τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς; Θυμάμαι που και τότε ακόμα αναρωτιόμουν με κάποιαν ανησυχία. Κείνη η άφιξή του, που στάθηκε τόσο αποφασιστική και που είχε τόσες συνέπειες, μου φαινόταν πολύν καιρό ύστερα, σχεδόν πάντα, ακατανόητη. Γενικά, ήταν παράξενο ένας νέος τόσο μορφωμένος, τόσο περήφανος και προσεχτικός όπως φαινόταν, να 'ρθει ξαφνικά σ' ένα τόσο επιλήψιμο σπίτι, σ' έναν πατέρα που τον αγνόησε σ' όλη του τη ζωή, που δεν τον ήξερε κι ούτε τον θυμόταν και που δε θα 'δινε βέβαια ποτέ και σε καμιά περίπτωση λεφτά, αν του ζητούσε ο γιος του, και που σ' όλη του τη ζωή φοβόταν πως οι γιοι του, ο Ιβάν κι ο Αλεξέι, θα 'ρχονταν κάποτε και θα του ζητάγανε χρήματα. Και νά που ο νέος αρχίζει να ζει στο σπίτι ενός τέτοιου πατέρα, ζει μαζί του ένα μήνα και δεύτερο και ταιριάζουν οι δυο τους τόσο, όσο δεν παίρνει καλύτερα. Το τελευταίο μάλιστα έκανε μεγάλη εντύπωση όχι μονάχα σε μένα μα και σε πολλούς άλλους. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, που γι' αυτόν μίλησα κιόλας παραπάνω, μακρινός συγγενής του Φιόντορ Παύλοβιτς απ' την πρώτη του γυναίκα, βρέθηκε να 'ναι κι αυτός στα μέρη μας κείνο τον καιρό, στο χτήμα του κοντά στην πολιτεία· είχε ρθει απ' το Παρίσι όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα πια. Θυμάμαι πως αυτός ακριβώς απορούσε περισσότερο απ' όλους. Γνωρίστηκε με τον νέο, που του κίνησε πολύ το ενδιαφέρον και πολλές φορές λογόφερνε με πείσμα μαζί του. «Είναι περήφανος — μας έλεγε τότε για κείνον — πάντα θα μπορεί να βγάζει λεφτά, και τώρα ακόμα έχει λεφτά για να πάει στο εξωτερικό, τι γυρεύει λοιπόν εδώ πέρα; Όλοι το καταλαβαίνουν πως δεν ήρθε στον πατέρα του για χρήματα, γιατί ό,τι και να γίνει, ο πατέρας του δε θα του δώσει. Δεν του αρέσει ούτε το κρασί ούτε η ακολασία κι όμως, παρ' όλ' αυτά, ο γέρος δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν, τόσο πολύ ταιριάξανε!» Αυτό ήταν αλήθεια. Ο νέος είχε μάλιστα μια φανερή επιρροή στο γέρο, που άκουγε και τις συμβουλές του ακόμα, αν και ήταν κείνο τον καιρό εξαιρετικά ιδιότροπος. Και το φέρσιμό του γινόταν πού και πού πιο καθωσπρέπει...
Μονάχα αργότερα μαθεύτηκε πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήρθε γιατί κοντά στ' άλλα τον παρακάλεσε κι ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, να φροντίσει για τις υποθέσεις του. Τα δυό αδέρφια τότε πάνω-κάτω πρωτοειδωθήκανε και γνωρίστηκαν, — τότε που μας ήρθε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Όμως εξαιτίας κάποιου σπουδαίου περιστατικού, που αφορούσε πιότερο τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είχαν αρχίσει ν' αλληλογραφούν όταν ακόμα ο Ιβάν βρισκότανε στη Μόσχα. Τι λογής υπόθεση ήταν αυτή, ο αναγνώστης θα το μάθει στην κατάλληλη ώρα με λεπτομέρειες. Παρ' όλ' αυτά, κι όταν ακόμα έμαθα αυτό το εξαιρετικό περιστατικό, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εξακολουθούσε να μου φαίνεται αινιγματικός κι ο ερχομός του στα μέρη μας ανεξήγητος.
Θα προσθέσω ακόμα πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς φερόταν τότε σαν μεσολαβητής και συμφιλιωτής ανάμεσα στον πατέρα και στον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που 'χε αρχίσει τότε μεγάλο καυγά κι έφτασε μάλιστα στο σημείο να κάνει αγωγή στον πατέρα του.
Το ξαναλέω πως τούτη η φαμίλια για πρώτη φορά μαζεύτηκε όλη σ' ένα μέρος και μερικά απ' τα μέλη της για πρώτη φορά στη ζωή τους ειδωθήκανε. Μονάχα ο μικρότερος γιος, ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ήταν κιόλας ένας χρόνος που ζούσε στα μέρη μας, κι έτσι βρέθηκε κει πέρα πριν απ' τ' άλλα αδέρφια. Γι' αυτόν ακριβώς τον Αλεξέι μου είναι πιο δύσκολο απ' όλα να μιλήσω σε τούτη την εισαγωγική μου αφήγηση προτού τον παρουσιάσω στο μυθιστόρημα. Μα είναι ανάγκη να γράψω και γι' αυτόν έναν πρόλογο, έστω μόνο και μόνο για να εξηγήσω προκαταβολικά ένα πολύ παράξενο σημείο. Τούτο δηλαδή: Τον μέλλοντα ήρωά μου είμαι αναγκασμένος να τον παρουσιάσω στους αναγνώστες μου απ' την πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος μου ντυμένον με το ράσο του δόκιμου μοναχού. Ναι, είχε ζήσει κιόλας τότε ένα χρόνο στο μοναστήρι μας και είχε κανείς την εντύπωση πως ετοιμαζότανε να κλειστεί κει μέσα για όλη του τη ζωή.