1. IV. Ο Τρίτος γιος, ο Αλιόσα
Ήταν τότε είκοσι χρονών (ο αδερφός του Ιβάν είχε πατήσει τα εικοσιτέσσερα κι ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ντιμήτρι, τα εικοσιοχτώ). Σπεύδω να δηλώσω πως αυτός ο έφηβος, ο Αλιόσα, δεν ήταν καθόλου φανατικός και, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ούτε καν μυστικιστής. Θα πω προκαταβολικά τη γνώμη μου: Ήταν απλώς και μόνον ανθρωπιστής, κι αν βρέθηκε στο μοναστήρι, τούτο έγινε μόνο και μόνο γιατί, κείνο τον καιρό, αυτό μονάχα του ’κανε εντύπωση και του φάνηκε σαν να λέμε η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του, που λαχταρούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι της εγκόσμιας κακίας προς το φως της αγάπης. Και του ’κανε εντύπωση το μοναστήρι μονάχα επειδή συνάντησε τότε εκεί έναν εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου άνθρωπο, τον φημισμένο στάρετς (=Πρεσβύτης, ασκητής) του μοναστηριού μας, τον Ζωσιμά, και δέθηκε μαζί του μ’ όλη τη θέρμη της πρώτης αγάπης της φλογερής καρδιάς του. Ωστόσο δεν έχω αντίρρηση να παραδεχτώ πως ήταν από τότε κιόλας πολύ παράξενος κι ακόμα πως ήταν έτσι από κούνια.
Έχω αναφέρει πως, αν κι έχασε τη μητέρα του μόλις τεσσάρων χρονών, τη θυμόταν ύστερα σ' όλη του τη ζωή, θυμόταν το πρόσωπό της, τα χάδια της, «σαν να στέκεται ζωντανή μπροστά μου», έλεγε. Τέτοιες θύμησες μπορούν να μείνουν — κι αυτό το ξέρουν όλοι — κι από πιο μικρή ηλικία, ακόμα κι απ' τα δυό χρόνια. Παρουσιάζονται σ' όλη τη ζωή σαν φωτεινά σημεία στο σκοτάδι, σαν μια μικρή γωνίτσα από έναν τεράστιο πίνακα, που όλος έσβησε κι εξαφανίστηκε, εκτός μονάχα απ' αυτή τη γωνίτσα. Έτσι ακριβώς συνέβη και με κείνον: Του ' μείνε στη μνήμη ένα σούρουπο καλοκαιριάτικο, ήσυχο, το ανοιχτό παράθυρο, οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε (αυτές ακριβώς τις πλάγιες ηλιαχτίδες ήταν που θυμότανε ζωηρότερα απ' όλα τ' άλλα), στη γωνιά του δωματίου, το εικόνισμα, ένα αναμμένο καντήλι, και μπροστά στο εικόνισμα τη γονατιστή μητέρα του που έκλαιγε με λυγμούς σαν υστερικά, με ξεφωνητά και κραυγές, κρατώντας τον στα χέρια της, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της τόσο που τον έκανε να πονάει. Προσευχότανε γι ' αυτόν στη μητέρα του Θεού και τον σήκωνε με τα δυο της χέρια προς το εικόνισμα σαν για να τον βάλει κάτω απ' τη σκέπη της Παναγίας... και ξαφνικά μπαίνει μέσα τρέχοντας η παραμάνα κι αρπάζει τρομαγμένη το παιδί απ ' τα χέρια της. Να ο πίνακας! Στη μνήμη του Αλιόσα έμεινε και το πρόσωπο της μητέρας του έτσι όπως ήταν εκείνη τη στιγμή: έλεγε πως ήταν αναστατωμένο μα πολύ όμορφο, κρίνοντας απ' όσα μπορούσε να θυμηθεί. Όμως σπάνια εμπιστευότανε σε κάποιον αυτή τη θύμηση. Στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια ήταν συγκρατημένος και λιγομίλητος. Όμως αυτό δε γινόταν ούτε από δυσπιστία ούτε από δειλία ούτε από σκυθρωπή μισανθρωπία. Απεναντίας. Γινόταν από κάποιαν άλλη αιτία, από κάποια, πώς να το πούμε, εσωτερική περισυλλογή, καθαρά προσωπική, που δεν αφορούσε καθόλου τους άλλους, μα που γι' αυτόν ήταν τόσο σημαντική, ώστε για χάρη της σαν να ξεχνούσε όλο τον άλλο κόσμο. Όμως τους ανθρώπους τους αγαπούσε: όπως φαίνεται, σ' όλη του τη ζωή είχε μιαν απόλυτη πίστη στους ανθρώπους κι όμως, παρ' όλ' αυτά, κανένας δεν τον θεώρησε ποτέ ούτε ηλίθιο, ούτε αφελή. Είχε κάτι μέσα του που σ' έπειθε (κι αργότερα ακόμα σ' όλη του τη ζωή) πως δε θέλει να γίνει κριτής των ανθρώπων, πως δε θέλει να πάρει πάνω του την ευθύνη μιας καταδίκης και πως ποτέ του, σε καμιά περίπτωση, δε θα καταδίκαζε κανέναν. Φαινόταν μάλιστα πως τα ανεχόταν όλα χωρίς να επικρίνει τίποτα, αν και συχνά με κάποια πικρή θλίψη. Κι ακόμα περισσότερο, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί κανένας ούτε να τον εκπλήξει ούτε να τον τρομάξει, κι αυτό απ' την πρώτη του κιόλας νεότητα. Όταν έγινε είκοσι χρονών και ήρθε στο σπίτι του πατέρα του, που ήταν πραγματικά ένα σπίτι χυδαίας ακολασίας, αυτός, όντας ηθικός κι αγνός, έφευγε χωρίς να πει λέξη όταν πια του ήταν ανυπόφορο να βλέπει κείνα που γίνονταν, μα χωρίς να δείχνει για κανέναν ούτε την παραμικρή περιφρόνηση, ούτε την παραμικρή αποδοκιμασία. Όσο για τον πατέρα του, που ήταν κι αυτός κάποτε παράσιτο σε ξένα σπίτια και γι' αυτό ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε κάθε προσβολή, τον δέχτηκε στην αρχή σκυθρωπά και δύσπιστα. («Σαν πολύ να σωπαίνει, θα πει πως κρύβει πολλά»)· Όμως πολύ γρήγορα, ύστερα από δύο βδομάδες κιόλας, άρχισε πολύ συχνά να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει, μέσα στα δάκρια του μεθυσιού του είναι αλήθεια, μέσα στη μεθυσμένη του αισθηματικότητα, μα ήταν φανερό πως τον αγάπησε ειλικρινά και βαθιά, τόσο που σίγουρα ποτέ δεν τα κατάφερε ν' αγαπήσει ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν...
Μα κι όλοι τον αγαπούσαν αυτόν τον έφηβο, όπου κι αν πήγαινε, κι αυτό μάλιστα γινόταν απ' τα παιδικά του ακόμη χρόνια. Όταν βρέθηκε στο σπίτι του ευεργέτη του, του ανθρώπου που τον ανάθρεψε, του Εφήμ Πετρόβιτς Πολένοβ, όλοι δέθηκαν τόσο πολύ μαζί του, που τον θεωρούσανε στ' αλήθεια για δικό τους παιδί, γέννημα και θρέμμα τους. Κι όμως μπήκε σ' αυτό το σπίτι τόσο μικρός ακόμα, που με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσες να του καταλογίσεις μιαν υστερόβουλη πονηριά ή την καπατσοσύνη και την τέχνη να γίνεται αρεστός για να τους κάνει να τον αγαπήσουν. Ώστε το χάρισμα που 'χε να γεννάει στους άλλους μιαν εξαιρετική αγάπη, ήταν, μπορούμε να πούμε, έμφυτο, άμεσο κι ανεπιτήδευτο. Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, αν και θα μπορούσε να 'χει κανείς την εντύπωση πως ήταν ακριβώς από κείνα τα παιδιά που εμπνέουν δυσπιστία στους συμμαθητές τους, που τα κοροϊδεύουν καμιά φορά, και ίσως ίσως τα μισούν κιόλας. Αυτός λόγου χάρη έπεφτε συχνά σε συλλογή κι απομονωνόταν. Του άρεσε απ' τα παιδικά του ακόμα χρόνια να χώνεται σε καμιά γωνιά και να διαβάζει βιβλία, κι όμως οι φίλοι του τον αγάπησαν τόσο πολύ, που μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ήταν το χαϊδεμένο παιδί ολονών, όσο έμεινε στο σχολείο. Δεν ήταν ποτέ σχεδόν ζωηρός, ποτέ εύθυμος, όμως όλοι, μόλις τον κοίταζαν καταλάβαιναν αμέσως πως αυτό δε γίνεται γιατί έχει μέσα του μια κάποια σκυθρωπότητα, μα πως απεναντίας είναι ήρεμος και ξάστερος. Ποτέ δε θέλησε να κάνει τον σπουδαίο στους συνομήλικούς του. Ίσως γι' αυτό κιόλας ποτέ δε φοβόταν κανέναν, κι όμως τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως πως αυτός δεν περηφανεύεται καθόλου για την αφοβία του και φέρεται με τέτοιον τρόπο, σάμπως να μην καταλαβαίνει πως είναι τολμηρός κι άφοβος. Δεν ήταν ποτέ του μνησίκακος. Τύχαινε καμιά φορά, μια μόλις ώρα μετά το πείραγμα, να μιλάει με κείνον που τον είχε πειράξει ή και να πιάνει μονάχος του κουβέντα μαζί του τόσο ανοιχτόκαρδα, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί μεταξύ τους. Κι ούτε είχε σε τέτοιες στιγμές το ύφος ανθρώπου που ξέχασε ή συγχώρεσε το πείραγμα. Ούτε καν το θεωρούσε πείραγμα, κι αυτό ήταν που σκλάβωνε και καταχτούσε ολότελα τα παιδιά. Μονάχα ένα του φέρσιμο γεννούσε την επιθυμία στους φίλους του, απ' την πρώτη τάξη του γυμνασίου ίσαμε την τελευταία, να τον ειρωνευτούν. Κι αυτό όχι από κακία μα γιατί τους διασκέδαζε. Είχε μιαν άγρια, παθιασμένη ντροπαλοσύνη και σεμνότητα. Δεν μπορούσε ν' ακούει τις γνωστές λέξεις και κουβέντες για τις γυναίκες. Αυτές οι «γνωστές» λέξεις και κουβέντες δεν μπορούν δυστυχώς να ξεριζωθούν απ' τα σχολεία. Αγόρια με καθάρια ψυχή και καρδιά, που 'ναι παιδιά σχεδόν ακόμα, μιλάνε πολύ συχνά στις τάξεις, και μάλιστα φωναχτά, για πράματα, σκηνές και εικόνες που δε θ' αποφασίζανε συχνά να μιλήσουν γι' αυτά ούτε οι φαντάροι. Τι λέω. Οι φαντάροι ούτε ξέρουν ούτε και καταλαβαίνουν πολλά απ' αυτά τα πράματα που 'ναι πολύ γνωστά πια στα παιδιά και στους έφηβους της μορφωμένης κι ανώτερης κοινωνίας μας. Ίσως αυτό να μην είναι διαφθορά ούτε και πραγματικός κυνισμός, εσώτερος, μα μονάχα ένας κυνισμός εξωτερικός. Πολλές φορές τον κυνισμό αυτό τον θεωρούν σαν κάτι τον ντελικάτο, το λεπτό, το παλικαρίσιο που αξίζει να το μιμηθεί κανείς. Βλέποντας πως ο «Αλιόσκα Καραμάζοβ» βούλωνε με τα δάχτυλα τ' αυτιά του όταν άρχιζαν να μιλάνε «γι' αυτό», τον τριγύριζαν ξεπίτηδες, καμιά φορά ολάκερο τσούρμο, και τραβώντας τα χέρια του απ' τ' αυτιά του φώναζαν μέσα σ' αυτά αισχρόλογα και κείνος πάσκιζε να ξεφύγει, αφηνόταν να πέσει-, ξαπλωνόταν χάμω, προσπαθούσε να κρυφτεί, κι όλ' αυτά, χωρίς να τους λέει λέξη, χωρίς να τους βρίζει, υποφέροντας σιωπηλά. Στο τέλος όμως τον άφησαν ήσυχο, δεν τον κοροϊδεύανε κι ούτε τον λέγανε πια «κοριτσάκι». Απεναντίας, μάλιστα, τον κοιτούσαν με κάποια συμπόνια γι' αυτό. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως ήταν πάντα απ' τους καλύτερους μαθητές μα ποτέ δεν ήρθε πρώτος.
Όταν πέθανε ο Εφήμ Πετρόβιτς, ο Αλιόσα έμεινε δυό χρόνια ακόμα στο επαρχιακό γυμνάσιο. Η απαρηγόρητη γυναίκα του Εφήμ Πετρόβιτς, σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, έφυγε για πολύν καιρό στην Ιταλία μαζί μ' όλη την οικογένεια, που την αποτελούσαν μονάχα γυναίκες, κι ο Αλιόσα βρέθηκε στο σπίτι δυό κυριών που προηγούμενα ούτε καν τις είχε δει ποτέ του, κάποιες μακρινές συγγένισσες του Εφήμ Πετρόβιτς, μα χωρίς να ξέρει κι αυτός ποια ήταν η θέση του μέσα σ' αυτό το σπίτι. Ένα απ' τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, κι απ' τα σπουδαία μάλιστα, ήταν ότι ποτέ του δεν ενδιαφερόταν πώς και ποιος τον συντηρεί, Σ' αυτό το σημείο ήταν εντελώς αλλιώτικος απ' τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που πέρασε μέσα στη φτώχεια τα δυό πρώτα χρόνια των πανεπιστημιακών του σπουδών, βγάζοντας μόνος του το ψωμί του, και που απ' τα παιδικά του κιόλας χρόνια είχε νιώσει με πίκρα πως τρώει ξένο ψωμί. Όμως, αυτό το παράξενο γνώρισμα του Αλεξέι, νομίζω πως δε θα μπορούσε κανείς να το κρίνει πολύ αυστηρά. Και τούτο, γιατί ο καθένας που θα τον γνώριζε έστω και για λίγο, θα βεβαιωνόταν αμέσως, όταν το 'φερνε η περίσταση, πως ο Αλιόσα ήταν ένας από κείνους τους νέους τους κάπως «πτωχούς τω πνεύματι» που, αν του 'πεφταν λεφτά στα χέρια, ας ήταν κι ολόκληρη περιουσία, δε θα δίσταζε να τα δώσει όλα για κάποιον καλό σκοπό, με το πρώτο μάλιστα που θα τον παρακαλούσαν, ή κι απλώς σ' έναν καταφερτζή που θα του τα ζητούσε. Μα και γενικά, λες και δεν ήξερε καθόλου την αξία των χρημάτων. Εννοείται πως αυτό δεν το λέω με την κυριολεξία του. Όταν του δίνανε το χαρτζιλίκι του, που αυτός δεν το ζητούσε ποτέ του, δεν ήξερε ολόκληρες βδομάδες τι να το κάνει ή, άλλοτε, το σπαταλούσε αμέσως. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, που ήταν πολύ ευαίσθητος σ' ό,τι αφορούσε το χρήμα και την αστική τιμιότητα, διατύπωσε αργότερα, αφού τον γνώρισε καλά, τον παρακάτω αφορισμό για τον Αλεξέι: «Να ο μοναδικός ίσως άνθρωπος στον κόσμο που, αν τον αφήσετε ξαφνικά μονάχο και χωρίς λεφτά στην πλατεία μιας άγνωστης πολιτείας μ' ένα εκατομμύριο κατοίκους, αυτός με κανέναν τρόπο δε θα χαθεί κι ούτε θα πεθάνει απ' την πείνα ούτε απ' το κρύο, γιατί θα τον ταΐσουν στη στιγμή, στη στιγμή θα τον βολέψουν, κι αν δεν τον βολέψουν, τότε αυτός θα βολευτεί αμέσως μονάχος του κι αυτό χωρίς να του κοστίσει καμιά προσπάθεια και καμιά ταπείνωση, και σε κείνον μάλιστα που θα τον βόλευε δε θα 'φερνε κανένα βάρος μα απεναντίας ίσως να το θεωρούσε κι ευχαρίστησή του». Δεν τέλειωσε το γυμνάσιο. Του 'μεινε ένας χρόνος ακόμα, όταν ξαφνικά ανακοίνωσε στις κυρίες του πως πάει στου πατέρα του για κάποιαν υπόθεση που του πέρασε απ ' το νου. Κείνες λυπήθηκαν πολύ και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Το ταξίδι κόστιζε πολύ λίγο και οι κυρίες δεν του επιτρέψανε να βάλει ενέχυρο το ρολόι του, που ήταν δώρο της οικογένειας του ευεργέτη του και που του το 'χαν χαρίσει πριν φύγουν για το εξωτερικό. Τον βοήθησαν πλουσιοπάροχα, του 'δωσαν μάλιστα και καινούργιο κουστούμι κι εσώρουχα. Όμως αυτός τους έδωσε πίσω τα μισά χρήματα, λέγοντας πως θέλει οπωσδήποτε να ταξιδέψει τρίτη θέση. Φτάνοντας στην πολιτεία μας δεν έδωσε καμιά ξεκάθαρη απάντηση στις πρώτες ερωτήσεις του πατέρα του: «για ποιον ακριβώς λόγο ήρθε προτού να τελειώσει τις σπουδές;» κι ήταν, όπως λέγανε, ακόμα πιο σκεφτικός απ' το συνηθισμένο. Μάθαμε σε λίγο πως ψάχνει να βρει τον τάφο της μητέρας του. Σχεδόν το παραδέχτηκε κι ο ίδιος τότε πως μόνο και μόνο γι' αυτό είχε έρθει. Όμως είναι αμφίβολο αν αυτή αποκλειστικά ήταν η αιτία του ερχομού του. Το πιθανότερο είναι πως τότε ούτε κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε και δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που ξεπήδησε ξαφνικά απ' την ψυχή του και τον τράβηξε αναπότρεπτα σ' έναν καινούργιο, άγνωστο, μα αναπόφευκτο δρόμο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπόρεσε να του δείξει τον τάφο της δεύτερης γυναίκας του γιατί ποτέ δεν είχε πατήσει κει πέρα από τότε που κατέβασαν το φέρετρο και γιατί είχαν περάσει πια πολλά χρόνια και είχε ξεχάσει εντελώς πού την είχαν θάψει τότε...
Μια και το 'φερε η κουβέντα, ας μιλήσουμε και για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Πρωτύτερα είχε ζήσει πολύν καιρό έξω απ' την πολιτεία μας. Τρία-τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της δεύτερης γυναίκας του, ταξίδεψε στη Νότια Ρωσία και τελικά βρέθηκε στην Οδησσό όπου κι έμεινε αρκετά χρόνια συνέχεια. Γνωρίστηκε στην αρχή, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «με πολλούς οβριούς, χαχάμηδες και χαχαμίκους» και τελικά τα κατάφεραν να τον «δέχονται όχι μονάχα Εβραίοι μα και οι Ισραηλίτες». Πρέπει να υποθέσει κανείς πως σε κείνην ακριβώς την περίοδο της ζωής του απόχτησε την εξαιρετική ικανότητα να βγάζει και να μαζεύει λεφτά. Γύρισε στη μικρή μας πολιτεία για να μείνει εδώ οριστικά, μόλις τρία χρόνια πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα. Όσοι τον ξέρανε από πρώτα, τον βρήκανε τρομερά γερασμένον, αν και δεν ήταν δα και πολύ γέρος. Το φέρσιμό του δεν είχε περισσότερη αξιοπρέπεια από πριν μα μάλλον πιότερο θράσος. Είχε τώρα λόγου χάρη την αναίσχυντη επιθυμία, αυτός ο πρώην γελωτοποιός, να κάνει τους άλλους γελωτοποιούς του.
Οργίαζε με τις γυναίκες το ίδιο όπως και πρώτα, μα πιο αποκρουστικά ακόμα κι από πριν. Σύντομα άνοιξε στην περιφέρεια πολλά καινούργια καπηλειά. Θα 'πρεπε να 'χει καμιά εκατοστή χιλιάδες ρούβλια πάνω-κάτω. Πολλοί κάτοικοι της πολιτείας μας κι όλης της περιφέρειας βρέθηκαν χρεωμένοι σ' αυτόν, φυσικά με πολύ σίγουρες υποθήκες. Τούτα τα τελευταία χρόνια, φαινότανε σαν να 'χε αποχαυνωθεί, έχανε τη σταθερότητα και την αυτοκυριαρχία του, έπεφτε σε πλέρια αφροντισιά, αρχίζοντας κάτι και παρατώντας το αμέσως για να καταπιαστεί με κάτι άλλο, αφαιρενόταν και μεθοκοπούσε όλο και πιο συχνά, κι αν δεν ήταν κείνος ο ίδιος ο υπηρέτης, ο Γρηγόρης, που 'χε γεράσει κι αυτός αρκετά πια, να τον φροντίζει σχεδόν σαν γκουβερνάντα, ίσως ο Φιόντορ Παύλοβιτς να τα 'βρίσκε σκούρα. Ο ερχομός του Αλιόσα επέδρασε κάπως απάνω του ηθικά, σάμπως να ξαναζωντάνεψε μέσα σ' αυτόν τον πρόωρα γερασμένον άνθρωπο κάτι που από πολύν καιρό πια είχε ξεχαστεί: «Το ξέρεις τάχα — άρχισε να λέει στον Αλιόσα κοιτάζοντάς τον προσεχτικά — πως μοιάζεις με κείνη τη σεληνιασμένη;» Έτσι έλεγε τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, τη μητέρα του Αλιόσα. Τον τάφο της «σεληνιασμένης» τον έδειξε επιτέλους στον Αλιόσα ο Γρηγόρης. Τον πήγε στο νεκροταφείο της πολιτείας και κει, σε μιαν απόμερη γωνιά, του 'δειξε μια φτηνή, μαντεμένια, μα καλοδιατηρημένη πλάκα, που 'χε μάλιστα πάνω μιαν επιγραφή με τ' όνομα, την ηλικία και το έτος του θανάτου της μακαρίτισσας κι από κάτω είχε ακόμα χαραγμένο κάτι σαν τετράστιχο, από κείνα τα παλιά που βλέπουμε σε φτωχικούς τάφους. Το παράξενο ήταν πως αυτή την πλάκα την έφτιαξε ο Γρηγόρης. Αυτός μονάχος του την έβαλε πάνω στον τάφο της φτωχής «σεληνιασμένης». Την έφτιαξε με δικά του έξοδα αφού ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που τον είχε σκοτίσει πολλές φορές θυμίζοντάς του αυτό τον τάφο, έφυγε για την Οδησσό και ξέχασε όχι μονάχα τους τάφους μα κι όλες του τις αναμνήσεις. Ο Αλιόσα, όσο βρισκόταν κοντά στον τάφο της μητέρας του, δεν έδειξε καμιάν ιδιαίτερη συγκίνηση. Άκουσε μονάχα προσεχτικά τη γεμάτη σοβαρότητα διήγηση του Γρηγόρη για την κατασκευή της πλάκας, στάθηκε για λίγο με χαμηλωμένο το κεφάλι κι έφυγε χωρίς να πει λέξη. Από τότε ίσως να 'κανε κι ένα χρόνο να ξαναπάει στο νεκροταφείο. Μα αυτό το μικρό επεισόδιο είχε την επίδρασή του και στον Φιόντορ Παύλοβιτς και μάλιστα μιαν επίδραση πολύ ιδιόρρυθμη. Πήρε ξαφνικά χίλια ρούβλια και τα πήγε στο μοναστήρι μας εις μνήμην της γυναίκας του, όμως όχι της δεύτερης, όχι της μητέρας του Αλιόσα, όχι της σεληνιασμένης, μα της πρώτης, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας που τον έδερνε. Το ίδιο εκείνο βράδυ ήπιε και μέθυσε και, μιλώντας στον Αλιόσα, έβριζε τους καλόγερους. Ο ίδιος δεν ήταν καθόλου θρήσκος. Ίσως ποτέ του να μην άναψε ούτε ένα κερί των πέντε καπικιών μπροστά σε εικόνισμα. Κάτι τέτοια υποκείμενα έχουν καμιά φορά παράξενα ξεχειλίσματα απρόσμενων συναισθημάτων και ιδεών.
Είπα και πριν πως η όψη του είχε γίνει πλαδαρή κι αποχαυνωμένη. Η φυσιογνωμία του έδειχνε καθαρά κείνο τον καιρό τη ζωή που 'χε κάνει. Εκτός απ' τα μακρουλά και λιπαρά σακουλάκια που κρέμονταν κάτω απ' τα μικρά του μάτια, τα πάντα αναίσχυντα, φιλύποπτα και κοροϊδευτικά, εκτός απ' τις πολλές βαθιές ρυτίδες πάνω στο μικρό μα λιπαρό του πρόσωπο, κάτω απ' το μυτερό του πηγούνι κρεμόταν ακόμα ένα μεγάλο, χοντρό προγούλι που έμοιαζε σαν πουγκί και που του 'δινε μιαν έκφραση χυδαίου αισθησιασμού. Προσθέστε ακόμα ένα λάγνο, πλατύ στόμα με παχιά χείλη που άφηναν να διακρίνονται μικρά απομεινάρια μαύρων, σχεδόν σαπισμένων δοντιών. Απ' το στόμα του πετάγονταν σάλια κάθε φορά που άρχιζε να μιλάει. Εδώ που τα λέμε, του άρεσε και του ίδιου να κοροϊδεύει το μούτρο του αν και, καθώς φαίνεται, ήταν ευχαριστημένος από δαύτο. Ιδιαίτερα έδειχνε τη μύτη του που δεν ήταν και πολύ μεγάλη μα εξαιρετικά λεπτή και γρυπή: «πραγματικά ρωμαϊκή», έλεγε, «μαζί με το προγούλι σωστή φυσιογνωμία αρχαίου ρωμαίου πατρικίου των χρόνων της παρακμής». Με τούτο, φαίνεται πως καμάρωνε πολύ.
Και να που αρκετά σύντομα μετά την ανακάλυψη του τάφου της μητέρας του, ο Αλιόσα του ανακοίνωσε ξαφνικά πως θέλει να μπει στο μοναστήρι και πως οι καλόγεροι είναι πρόθυμοι να τον δεχτούν σαν δόκιμο. Εξήγησε ταυτόχρονα πως αυτό ήταν ένας διακαής πόθος και πως τον παρακαλεί να του δώσει την πατρική του ευχή. Ο γέρος ήξερε πια πως ο στάρετς Ζωσιμάς, που έσωζε την ψυχή του ζώντας στη σκήτη του μοναστηριού, είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο «σεμνό αγόρι» του.
— Τούτος ο στάρετς είναι βέβαια ο πιο τίμιος καλόγερος εκεί πέρα, — πρόφερε αυτός αφού άκουσε σιωπηλά και σκεφτικά τον Αλιόσα, χωρίς όμως να εκπλαγεί καθόλου με την παράκλησή του. — Χμ, ώστε αυτού θες να πας, καλό μου αγόρι! — Ήταν μισομεθυσμένος και ξαφνικά χαμογέλασε με το μακρουλό, μεθυσμένο, πονηρό και πανούργο του χαμόγελο: — Χμ, για φαντάσου. Που λες σαν να το προαισθανόμουν πως έτσι θα τέλειωνε τούτη η υπόθεση. Για κει τράβαγες. Τι να σου πω λοιπόν; Έχεις τις δυό σου χιλιαδούλες, να την αμέσως-αμέσως η προίκα σου. Όμως εγώ, άγγελέ μου, ποτέ δε θα σ' εγκαταλείψω και θα δώσω όσα χρειάζονται στο μοναστήρι, αν μου ζητήσουν.
Μα αν τύχει και δεν μας ζητήσουν, δεν υπάρχει λόγος να τους φορτωνόμαστε, έτσι δεν είναι; Το ξέρω πως εσύ ξοδεύεις όσα λεφτά θα ξόδευε κι ένα καναρίνι, δυό σπυριά τη βδομάδα... Χμ, ξέρεις, σε κάποιο μοναστήρι, κάτω απ' τον τοίχο του, υπάρχει κάποιος μαχαλάς που όλοι το ξέρουν πως εκεί ζουν μονάχα «οι γυναίκες του μοναστηριού», έτσι τις λένε κει πέρα, καμιά τριανταριά γυναίκες, αν δεν κάνω λάθος... Ήμουνα κει πέρα και ξέρεις είναι ενδιαφέρον, στο είδος του εννοείται, έτσι για ποικιλία. Το μόνο κακό είναι πως ήταν όλο ντόπιο πράμα, Γαλλίδες δεν υπάρχουν καθόλου ακόμα, κι όμως μπορούσανε να υπάρχουν, τα μέσα είναι άφθονα. Μόλις το μάθουν θα 'ρθουν κι αυτές. Όμως εδώ δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχουν μοναστηριακές γυναίκες και οι καλόγεροι είναι καμιά διακοσαριά. Τίμια πράματα. Νηστεύουν. Το παραδέχομαι... Χμ, ώστε θέλεις να γίνεις καλόγερος; Κι όμως λυπάμαι να σ' αποχωριστώ, Αλιόσα, μα την αλήθεια σου λέω, το πιστεύεις; Σ ' αγάπησα... Εδώ που τα λέμε, είναι μια καλή ευκαιρία και τούτη: Θα προσευχηθείς για μας τους αμαρτωλούς, γιατί βέβαια πολύ αμαρτήσαμε δω πέρα. Όλο αυτό σκεφτόμουν: Ποιος θα βρεθεί να προσευχηθεί καμιά φορά για μένα; Υπάρχει άραγε στον κόσμο κανένας τέτοιος άνθρωπος; Καλό μου αγόρι, σ' αυτά τα πράματα είμαι τρομερά κουτός. Κι όμως, όσο κι αν είμαι άμαθος όλο σκέφτομαι, σκέφτομαι, πού και πού δηλαδή, όχι κι όλη την ώρα. Είναι αδύνατο, σκέφτομαι, να ξεχάσουν οι διάβολοι να με μαγκώσουν με τους γάντζους τους και να με πάρουν μαζί τους όταν θα πεθάνω. Το λοιπόν κι εγώ σκέφτομαι: Γάντζοι; Και πού τους βρήκανε; Από τι είναι; Σιδερένιοι; Πού τους φτιάχνουν τότε; Μπας κι έχουν κανένα εργοστάσιο; Που λες, εκεί στο μοναστήρι ίσως να νομίζουν μερικοί πως η κόλαση λόγου χάρη έχει ταβάνι. Όμως εγώ είμαι έτοιμος να πιστέψω στην κόλαση, μονάχα χωρίς ταβάνι όμως. Έτσι γίνεται σάμπως πιο ντελικάτη, πιο πολιτισμένη, λουθηρανική δηλαδή. Μα στο κάτω-κάτω το ίδιο δεν είναι αν έχει ή δεν έχει ταβάνι; Κι όμως αυτό είναι ακριβώς το καταραμένο το πρόβλημα!
Γιατί, αν τυχόν και δεν έχει ταβάνι, πάει να πει πως δεν έχει γάντζους. Κι αν τυχόν και δεν έχει γάντζους, πάει να πει πως όλα πάνε στράφι. Κάτι τέτοιο θα 'ταν ακατανόητο: ποιος λοιπόν θα με τραβήξει τότε με τους γάντζους; Γιατί αν δε με τραβήξουν εμένανε, τί θα γίνει πια; Πού είναι η δικαιοσύνη στον κόσμο; Il faudrait les inventer (Θα 'πρεπε να τους εφεύρουν) αυτούς τους γάντζους ειδικά για μένα, μονάχα για μένα, γιατί αν ήξερες, Αλιόσα, τι έχω κάνει... Ντρέπομαι και να στα λέω!
— Μα δεν υπάρχουν γάντζοι εκεί πέρα, είπε ήσυχα και σοβαρά ο Αλιόσα κοιτάζοντας τον πατέρα του.
— Έτσι, έτσι λένε. Υπάρχουν μονάχα οι σκιές των γάντζων. Ξέρω, ξέρω. Είναι όπως ένας Γάλλος περιέγραψε την κόλαση: J'ai vu l'ombre d'un cocher, qui avec l'ombre d'une brosse frottait l'ombre d'un carosee. (Είδα τη σκιά ενός αμαξά που με τη σκιά της βούρτσας έτριβε τη σκιά μιας καρότσας). Από πού ξέρεις, καλούλη μου, πως δεν υπάρχουν γάντζοι; Όταν μείνεις κάμποσο στο μοναστήρι θ' αλλάξεις γνώμη. Πάντως τράβα τώρα, μάθε κει πέρα την αλήθεια κι έλα να μου την ιστορήσεις: Όπως και να 'ναι θα μου είναι πιο εύκολο να πάω στον άλλο κόσμο όταν θα ξέρω θετικά τι θα συμβαίνει εκεί πέρα. Κι εξάλλον είναι πιο ευπρεπές για σένα να μείνεις με τους καλόγερους παρά με μένα, το γερομεθύστακα, και τα παλιοκόριτσα... αν και σένα, σαν να 'σαι άγγελος, τίποτα δεν μπορεί να σ' αγγίξει. Μακάρι και κει να μη σ' αγγίξει τίποτα. Γι' αυτό κιόλας σ' αφήνω να πας, γιατί το ελπίζω αυτό το τελευταίο. Τα μυαλά σου, βλέπεις, δεν έχουν πάρει αέρα. Θα σου περάσει και θα γυρίσεις πίσω. Και γω θα σε περιμένω: Γιατί το νιώθω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος σε τούτη τη γη που δε με καταδίκασε, καλό μου αγόρι, το αισθάνομαι αυτό, δεν μπορώ δα να μην το αισθάνομαι!...
Κλαψούρισε κιόλας. Ήταν συναισθηματικός. Ήταν μοχθηρός και συναισθηματικός.