1. V. Οι Στάρετς
Ίσως να νομίσει κανείς απ' τους αναγνώστες πως ο νέος μου ήταν από φυσικού του αρρωστιάρης, εκστατικός, κακοφτιαγμένος, ένας ωχρός οραματιστής, ισχνός κι εξαντλημένος. Κάθε άλλο. Ο Αλιόσα ήταν εκείνο τον καιρό γεροδεμένος, με κόκκινα μάγουλα, με φωτεινό βλέμμα, όλος υγεία, πάνω στην άνθιση των δεκαεννιά του χρόνων. Κείνο τον καιρό ήταν μάλιστα πολύ όμορφος, με στητή κορμοστασιά, κάπως ψηλός, καστανός, με κανονικό αν και κάπως μακρουλό πρόσωπο, με λαμπερά σκουρόγκριζα μάτια, αρκετά μακριά το 'να απ' τ' άλλο, και φαινόταν πάντα πολύ σκεφτικός και ήρεμος. Θα βρεθεί ίσως κάποιος να πει πως τα κόκκινα μάγουλα δεν μπορούνε να εμποδίσουν έναν άνθρωπο να γίνει φανατικός και μυστικιστής. Όμως εγώ νομίζω πως ο Αλιόσα ήταν περισσότερο θετικιστής από κάθε άλλον. Στο μοναστήρι και βέβαια πίστευε στα θαύματα, μα κατά την γνώμη μου, τα θαύματα ποτέ δε θα μπορέσουν να ταράξουν έναν θετικιστή. Δεν είναι τα θαύματα που κάνουν τον θετικιστή να πιστέψει. Ο πραγματικός θετικιστής, όταν είναι άπιστος, πάντα θα βρει μέσα του τη δύναμη να μην πιστέψει ούτε και το θαύμα- κι αν το θαύμα γίνει μπροστά στα μάτια του, θα προτιμήσει να μην πιστέψει στις αισθήσεις του παρά να παραδεχτεί το γεγονός. Κι αν ακόμα το παραδεχτεί, θα το παραδεχτεί σαν φυσικό γεγονός άγνωστο ως τα τότε. Στον θετικιστή δε γεννιέται η πίστη απ' το θαύμα μα το θαύμα απ' την πίστη. Αν ο θετικιστής πιστέψει μια φορά, τότε, ακριβώς εξαιτίας του θετικισμού του, πρέπει να παραδεχτεί και το θαύμα. Ο απόστολος Θωμάς είπε πως δε θα πιστέψει προτού δει, κι όταν είδε, είπε: «Κύριε και Θεέ μου!» Το θαύμα τον ανάγκασε τάχα να πιστέψει; Το πιθανότερο είναι πως όχι. Πίστεψε μόνο και μόνο γιατί ήθελε να πιστέψει, και ίσως να πίστευε κιόλας στα μύχια της ψυχής του, ακόμα και τότε που πρόφερε τούτες τις λέξεις: «Δε θα πιστέψω προτού δω».
Ίσως θα πουν πως ο Αλιόσα ήταν κουτός, δεν ήταν ανεπτυγμένος, δεν τελείωσε τις σπουδές του κ.τ.λ. Το πως δεν τέλειωσε τις σπουδές του αυτό ήταν αλήθεια, μα αν έλεγε κανείς πως ήταν κουτός ή ανόητος, θα 'χε μεγάλο άδικο. Θα επαναλάβω μονάχα αυτό που είπα και πιο πάνω: Πως διάλεξε τούτο το δρόμο μόνο και μόνο γιατί κείνο τον καιρό αυτός μονάχα του 'κανε εντύπωση και του φάνηκε αναπάντεχα πως ήταν η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του που προσπαθούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι προς το φως. Προσθέστε πως ήταν ένας έφηβος της εποχής μας, δηλαδή τίμιος από φυσικού του, που απαιτούσε την αλήθεια, που τη γύρευε και πίστευε σ' αυτήν. Κι αφού πίστεψε πια, είχε ανάγκη να συμμετάσχει στην ουσία της μ' όλη του την ψυχή, είχε ανάγκη να κάνει σύντομα κάποιον άθλο με την ακατάσχετη επιθυμία να τα θυσιάσει όλα γι' αυτό τον άθλο, ακόμα και τη ζωή του. Δυστυχώς αυτοί οι νεαροί δεν καταλαβαίνουν πως ίσως-ίσως η θυσία της ζωής να 'ναι το ευκολότερο πράμα, στις περισσότερες απ' αυτές τις περιπτώσεις, και πως θα 'ταν πολύ σημαντικότερο αν θυσιάζανε λόγου χάρη πέντε-έζη χρόνια απ' τα φλογερά τους νιάτα για μια δύσκολη, επίπονη μόρφωση, για την επιστήμη, έστω και με μοναδικό σκοπό να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους για την εξυπηρέτηση της ίδιας εκείνης αλήθειας και του ίδιου εκείνου άθλου που αγάπησαν και βάλανε σκοπό τους να πραγματοποιήσουν. Κι όμως μια τέτοια θυσία για πολλούς απ' αυτούς είναι ανώτερη απ' τις δυνάμεις τους. Ο Αλιόσα το μόνο που έκανε ήταν να διαλέξει τον αντίθετο δρόμο απ' όλους, έχοντας όμως την ίδια δίψα να πραγματοποιήσει γρήγορα έναν άθλο. Αφού σκέφτηκε σοβαρά και πείστηκε πως υπάρχει αθανασία και Θεός, είπε με τον πιο φυσικό τρόπο στον εαυτό του: «Θέλω να ζήσω για την αθανασία. Δεν παραδέχομαι τις μέσες λύσεις». Έτσι ακριβώς θα φερόταν αν είχε αποφασίσει πως δεν υπάρχει αθανασία και Θεός: Θα πήγαινε στους αθεϊστές και στους σοσιαλιστές (γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι μονάχα ένα εργατικό ζήτημα, ή, όπως το λένε, της Τέταρτης Τάξης, μα είναι κυρίως ένα αθεϊστικό ζήτημα, ζήτημα της σύγχρονης ενσάρκωσης του αθεϊσμού, ζήτημα του πύργου της Βαβέλ, που χτίζεται ακριβώς δίχως Θεό και γίνεται όχι για να φτάσουμε τον ουρανό απ' τη γη, μα για να κατεβάσουμε τον ουρανό στη γη). Ο Αλιόσα έβρισκε μάλιστα πως ήταν αταίριαστο κι αδύνατο να ζει όπως πρώτα. Έχει ειπωθεί: «Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχούς... και δεύρο ακολούθει μοι». Κι ο Αλιόσα σκέφτηκε: «Δεν μπορώ να δώσω αντί για όλα τα "υπάρχοντα” μονάχα δυό ρούβλια κι αντί για το "ακολουθεί μοι” να πηγαίνω μονάχα στην πρωινή λειτουργία». Ίσως κάτι να θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια για το μοναστήρι μας, όπου μπορεί να τον πήγαινε η μητέρα του να λειτουργηθεί. Ίσως να επιδράσανε και οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε μπροστά στο εικόνισμα, που προς αυτό τον ανύψωνε η σεληνιασμένη μητέρα του. Ήρθε τότε σκεφτικός στα μέρη μας ίσως μόνο και μόνο για να δει: Εδώ είναι τάχα όλα τα «υπάρχοντα» ή μήπως μονάχα τα δυό ρούβλια; Και — στο μοναστήρι συναπαντήθηκε με κείνον τον στάρετς...
Αυτός ο στάρετς, όπως το 'πα και παραπάνω, ήταν ο Ζωσιμάς. Μα θα πρέπει να πω δυο λόγια και να εξηγήσω τι είναι γενικά αυτοί οι «στάρετς» στα μοναστήρια μας και λυπάμαι που νιώθω τον εαυτό μου αναρμόδιο γι' αυτό το θέμα κι όχι αρκετά κατατοπισμένο. Θα προσπαθήσω όμως να τα ιστορήσω όπως μπορώ, σε γενικές γραμμές. Και πρώτα-πρώτα, οι ειδικοί και οι αρμόδιοι βεβαιώνουν πως οι στάρετς κι ο θεσμός τους εμφανίστηκαν στη χώρα μας, στα ρούσικα μοναστήρια, εδώ και λίγον καιρό, ούτε εκατό χρόνια, ενώ απ' την άλλη μεριά σ' όλη την ορθόδοξη Ανατολή, ειδικά στο όρος Σινά και στον Άθω, είναι πάνω από χίλια χρόνια που υπάρχουν. Βεβαιώνουν πως και σε μας, εδώ στη Ρωσία, υπήρχε ο θεσμός αυτός στα πολύ παλιά χρόνια ή κατά πάσαν πιθανότητα υπήρχε. Μα μετά τις συμφορές της Ρωσίας, την επιδρομή των Τατάρων, τις ταραχές, τη διακοπή των σχέσεων με την Ανατολή ύστερ' απ ' την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αυτός ο θεσμός ξεχάστηκε στη χώρα μας και οι στάρετς εξαφανίστηκαν. Τον ξανάφερε αυτό το θεσμό ένας απ' τους μεγάλους ζηλωτές (έτσι τον λένε), ο Παίσιος Βελιτσκόβσκη και οι μαθητές του, μα και τώρ' ακόμα, ύστερ ' από εκατό σχεδόν χρόνια, υπάρχει σε πολύ λίγα μοναστήρια και μάλιστα κάποτε είχε υποστεί διωγμούς γιατί θεωρήθηκε απαράδεχτος νεωτερισμός για τη Ρωσία. Ιδιαίτερα ανθούσε στο φημισμένο ερημητήριο Κοζέλσκαγια Όπτινα. Πότε και ποιος τον έφερε στο δικό μας μοναστήρι δεν ξέρω, υπήρχε όμως κείνο τον καιρό ο τρίτος κιόλας διαδοχικά στάρετς, ο πάτερ Ζωσιμάς, μα κι αυτός βρισκότανε σχεδόν στα τελευταία του απ' την αδυναμία και τις αρρώστιες και δεν ξέρανε με ποιον να τον αντικαταστήσουν. Το ζήτημα ήταν σοβαρό γιατί το μοναστήρι μας δε φημιζότανε για κανέναν άλλο λόγο: Δεν είχε ούτε Άγια Λείψανα, ούτε θαυματουργά εικονίσματα, δεν είχε ούτε καν σπουδαία παράδοση που να 'ναι συνδεμένη με την ιστορία του Έθνους μας, δεν αναφερόταν πουθενά πως έκανε κάποιον ιστορικόν άθλο ή πως πρόσφερε υπηρεσίες στην πατρίδα. Την ακμή και τη φήμη του, που έφτασε και στην τελευταία άκρη της Ρωσίας, την απόχτησε ακριβώς επειδή είχε τους στάρετς που για να τους δουν και για να τους ακούσουν έρχονταν στα μέρη μας πλήθη ολόκληρα προσκυνητές απ' όλη τη Ρωσία, από χιλιάδες βέρστια μακριά. Τι είναι λοιπόν στάρετς; Στάρετς είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, τη θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. Εκλέγοντας τον στάρετς σας, απαρνιέστε τη θέλησή σας και την παραδίνετε σ' αυτόν με την υποχρέωση της πλέριας υπακοής, με πλέρια αυταπάρνηση. Αυτή τη δοκιμασία, αυτό το τρομερό σχολείο της ζωής, ο απαρνούμενος τον εαυτό του το αποδέχεται θεληματικά, με την ελπίδα πως ύστερ ' από μακρόχρονη δοκιμασία θα νικήσει τον εαυτό του· θα γίνει τόσο κύριος του εαυτού του με το μέσο της εφ' όρου ζωής υπακοής, που τελικά θα φτάσει πια στην απόλυτη ελευθερία, δηλαδή θα λευτερωθεί απ' τον εαυτό του, αποφεύγοντας έτσι τη μοίρα εκείνων που ζήσανε όλη τους τη ζωή δίχως ποτέ να βρουν τον εαυτό τους μέσα τους. Αυτός ο θεσμός των στάρετς, “δεν είναι μια εφεύρεση θεωρητική, μα γεννήθηκε στην Ανατολή απ' την πείρα που, στον καιρό μας, ξεπερνάει κιόλας τα χίλια χρόνια.
Οι υποχρεώσεις απέναντι στον στάρετς δεν είναι απλά και μόνο η «υπακοή» που πάντα υπήρχε στα ρούσικα μοναστήρια μας. Εδώ πρόκειται για μιαν αδιάκοπη εξομολόγηση στον στάρετς και για έναν αδιάρρηχτο δεσμό ανάμεσα στον εξουσιαστή και στον εξουσιαζόμενο. Διηγούνται λόγου χάρη πως μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια του χριστιανισμού, ένας τέτοιος δόκιμος, έφυγε απ' το μοναστήρι του και πήγε σ' άλλη χώρα, απ' τη Συρία στην Αίγυπτο, χωρίς να εκπληρώσει κάποια δοκιμασία που του επέβαλε ο στάρετς του. Εκεί, ύστερ ' από πολλούς και μεγάλους άθλους, αξιώθηκε τελικά να υποστεί μαρτύρια και να πεθάνει υπέρ πίστεως. Όταν η εκκλησία κήδευε το σώμα του, θεωρώντας τον πια άγιο, τότε, ξαφνικά, όταν ο διάκος αναφώνησε: « Όσοι κατηχούμενοι εξέλθετε», το φέρετρο με το λείψανο του μάρτυρα ξέφυγε απ' τη θέση του και πετάχτηκε έξω απ' το ναό. Αυτό έγινε τρεις φορές. Ώσπου τελικά μαθεύτηκε πως αυτός ο άγιος ασκητής είχε παραβεί τον όρκο υπακοής στον στάρετς του και είχε φύγει απ' αυτόν και γι' αυτό χωρίς την άφεση του στάρετς δεν μπορούσε να συγχωρεθεί παρ' όλους τους μεγάλους του άθλους. Και μονάχα όταν φώναξαν τον στάρετς κι αυτός τον απάλλαξε απ' τον όρκο υπακοής, μπόρεσε να γίνει η ταφή του. Φυσικά, όλ' αυτά είναι μονάχα ένας αρχαίος μύθος, να όμως κι ένα γεγονός που δεν είναι πολύς καιρός από τότε που συνέβη: Ένας σύγχρονός μας καλόγερος έσωζε την ψυχή του στον Άθω και ξαφνικά ο στάρετς του τον διέταξε να φύγει απ' αυτό το μέρος, που το 'χε αγαπήσει σαν κάτι το ιερό, σαν ήσυχο λιμάνι όπου θα μπορούσε να ξαποστάσει η ψυχή του, τον διέταξε να φύγει και να πάει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους και ύστερα να γυρίσει στη Ρωσία, στο Βορά, στη Σιβηρία: «Εκεί είναι η θέση σου κι όχι δω πέρα». Κατάπληχτος και περίλυπος μέχρι θανάτου ο καλόγερος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τον ικέτεψε να τον απαλλάξει απ' τον όρκο του. Κι ο οικουμενικός αρχιερέας του απάντησε πως όχι μονάχα αυτός, ο Πατριάρχης, δεν μπορεί να τον απαλλάξει, μα πως και σ' όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κι ούτε μπορεί να υπάρξει μια τέτοια εξουσία που θα μπορούσε να τον απαλλάξει απ' την υπακοή, μια και του την επέβαλε ο στάρετς. Μονάχα ο ίδιος ο στάρετς, που 'χε επιβάλει την υπακοή, είχε τούτη την εξουσία. Οι στάρετς λοιπόν είναι προικισμένοι με μιαν εξουσία που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απεριόριστη και ασύλληπτη. Να γιατί σχεδόν καταδιώχτηκε στην αρχή σε πολλά μοναστήρια μας ο θεσμός των στάρετς, όταν ξαναφάνηκε. Παρ' όλ' αυτά ο λαός άρχισε αμέσως να σέβεται πολύ τους στάρετς. Στους στάρετς του δικού μας μοναστηριού λόγου χάρη συνέρρεαν άνθρωποι του λαού και σπουδαία πρόσωπα με σκοπό να τους προσκυνήσουν, να τους εξομολογηθούν τις αμφιβολίες τους, τ' αμαρτήματά τους, τα πάθη τους και να ζητήσουν συμβουλές κι οδηγίες. Βλέποντάς το αυτό, οι εχθροί των στάρετς φωνάζανε, μαζί με τις άλλες κατηγορίες, πως μ' αυτό τον τρόπο εξευτελίζεται εσκεμμένα κι επιπόλαια το μυστήριο της εξομολόγησης, αν και οι ακατάπαυστες εξομολογήσεις του δόκιμου στον στάρετς του ή του κοσμικού ανθρώπου δε γίνονται υπό μορφήν θρησκευτικού μυστηρίου. Πάντως ο θεσμός των στάρετς ριζώθηκε και σιγά-σιγά μπαίνει σ' όλα τα ρούσικα μοναστήρια. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε πως αυτό το δοκιμασμένο απ' τη χιλιόχρονη πείρα όπλο για την ηθική αναγέννηση του ανθρώπου, που θα τον φέρει απ' την σκλαβιά στην ελευθερία και στην ηθική τελείωση, μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι, έτσι που, αντί να οδηγήσει ορισμένους στην ταπείνωση και στην τελειωτική αυτοκυριαρχία, να τους οδηγήσει στην πιο σατανική περηφάνια, δηλαδή στη σκλαβιά αντί στην ελευθερία.
Ο στάρετς Ζωσιμάς ήταν κάπου εξηνταπέντε χρονών, από σόι τσιφλικάδων. Κάποτε, στα πολύ νεανικά του χρόνια, ήταν στρατιωτικός και υπηρέτησε σαν αξιωματικός στον Καύκασο. Δε χωράει αμφιβολία πως επέδρασε ισχυρά στον Αλιόσα μ' ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής του. Ο Αλιόσα ζούσε στο ίδιο το κελί του στάρετς, που τον αγάπησε πολύ και τον άφησε να μείνει μαζί του. Πρέπει να σημειωθεί πως ο Αλιόσα, ζώντας τότε στο μοναστήρι, δεν είχε ακόμα δεσμευτεί με τίποτα, μπορούσε να βγαίνει και να πηγαίνει όπου ήθελε, ακόμα και για μέρες ολόκληρες, κι αν φόραγε το ράσο του, αυτό το 'κανε επειδή το 'θελε, για να μην ξεχωρίζει από κανέναν στο μοναστήρι. Φυσικά του άρεσε και του ίδιου να το φοράει. Μπορεί να επέδρασε πολύ στην εφηβική φαντασία του Αλιόσα αυτή η δύναμη και η δόξα που περιέβαλε τον στάρετς του. Λέγανε πολλοί πως ο στάρετς Ζωσιμάς, ακούγοντας τόσα χρόνια πια όλους εκείνους που έρχονταν να του ανοίξουν την καρδιά τους, που περίμεναν με λαχτάρα μια συμβουλή και μια παρηγοριά, απόχτησε τελικά μια τόσο λεπτή διορατικότητα —και τούτο γιατί η ψυχή του ήταν γεμάτη από τόσες εκμυστηρεύσεις, τόσες μετάνοιες, τόσες ομολογίες — που ρίχνοντας ένα μονάχα βλέμμα στο πρόσωπο του άγνωστου επισκέπτη του μπορούσε να μαντέψει: για ποιο λόγο είχε έρθει, τι θέλει και μάλιστα τι είδους τύψεις βασανίζουν τη συνείδησή του κι έκανε τον καινουργιοφερμένο ν' απορεί, να μένει κατάπληχτος και να τρομάζει σχεδόν μερικές φορές που ο άλλος ήξερε τα μυστικά του πριν ακόμα εκείνος προφτάσει να πει λέξη. Ταυτόχρονα όμως, ο Αλιόσα παρατηρούσε πως πολλοί, όλοι πάνω-κάτω, που μπαίνανε για πρώτη φορά στο κελί του στάρετς για να του μιλήσουν, φοβισμένοι, κι ανήσυχοι, βγαίνανε σχεδόν πάντα με φωτεινό και χαρούμενο πρόσωπο. Και η πιο σκυθρωπή όψη μεταβαλλόταν σ' ευτυχισμένη. Στον Αλιόσα έκανε κατάπληξη και τούτο: Ο στάρετς δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Απεναντίας, φερότανε σχεδόν πάντοτε πρόσχαρα. Οι καλόγεροι λέγανε πως βάζει στην καρδιά του κείνον ακριβώς που είναι πιο αμαρτωλός κι αγαπάει πιότερο απ' όλους κείνον που αμάρτησε περισσότερο. Βρίσκονταν μερικοί καλόγεροι που τον μισούσαν και τον ζήλευαν και στα τελευταία ακόμα χρόνια της ζωής του, μα αυτοί όσο πήγαινε και λιγόστευαν και σώπαιναν, αν κι ανάμεσά τους ήταν και κάμποσα σπουδαία και φημισμένα πρόσωπα του μοναστηριού, όπως λόγου χάρη ένας απ' τους παλιότερους μοναχούς, εξαιρετικός νηστευτής και σιωπών. Μα η μεγάλη πλειονότητα ήταν πια αναμφισβήτητα με το μέρος του στάρετς Ζωσιμά και πολλοί τον αγαπούσαν κιόλας μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς τους, φλογερά και ειλικρινά. Μερικοί είχαν δεθεί μαζί του σχεδόν φανατικά. Αυτοί το λέγανε απερίφραστα, όχι και πολύ φωναχτά εδώ που τα λέμε, πως είναι άγιος, πως γι' αυτό δε χωράει πια αμφιβολία και, προβλέποντας το σύντομο τέλος του, περιμένανε να γίνουν θαύματα που θα δόξαζαν όπου να 'ναι το μοναστήρι. Ο Αλιόσα πίστευε στη θαυματουργό δύναμη του στάρετς το ίδιο τυφλά, όπως ακριβώς πίστευε και στο φέρετρο που πετούσε κι έβγαινε απ' την εκκλησία. Έβλεπε πολλούς από κείνους που έρχονταν με τ' άρρωστα παιδιά τους ή με τους ηλικιωμένους συγγενείς και ικέτευαν τον στάρετς να βάλει πάνω τους το χέρι του και να τους διαβάσει μια προσευχή, να ξανάρχονται γρήγορα, μερικοί μάλιστα και την άλλη κιόλας μέρα, και να πέφτουν με δακρυσμένα μάτια στα γόνατα μπροστά στον στάρετς, ευχαριστώντας τον γιατί γιάτρεψε τους δικούς τους. Ο Αλιόσα δεν ενδιαφερόταν αν επρόκειτο για θαύμα ή αν η καλυτέρευση οφειλόταν απλώς στη φυσική εξέλιξη της αρρώστιας. Και τούτο γιατί πίστευε πια εντελώς στην ψυχική δύναμη του δασκάλου του και θεωρούσε τη δόξα του σαν δικό του θρίαμβο. Η καρδιά του σκιρτούσε ιδιαίτερα και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε όταν ο στάρετς εμφανιζόταν μπροστά στο πλήθος των προσκυνητών, που τον περίμενε κάτω στην πόρτα της σκήτης. Τούτοι οι απλοί άνθρωποι συνέρρεαν απ' όλη τη Ρωσία με μοναδικό σκοπό να δουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του. Τον προσκυνούσαν γονατιστοί, κλαίγανε, φιλούσαν τα πόδια του και το χώμα όπου πατούσε, στενάζανε, οι γυναίκες ύψωναν προς αυτόν τα παιδιά τους, φέρνανε κοντά του άρρωστες, σεληνιασμένες. Ο στάρετς μίλαγε μαζί τους, τους διάβαζε μια σύντομη προσευχή, τους ευλογούσε και τους άφηνε να φύγουν. Τον τελευταίο καιρό είχε τόσο αδυνατίσει απ' τις κρίσεις της αρρώστιας του, που δεν είχε τη δύναμη να βγει απ' το κελί του και οι προσκυνητές καμιά φορά περιμένανε στο μοναστήρι μέρες ολάκερες για να τον δουν. Ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου που τον αγαπούσαν τόσο πολύ, που τον προσκυνούσαν γονατιστοί και κλαίγανε από συγκίνηση, έφτανε μονάχα να δουν το πρόσωπό του. Ω, καταλάβαινε πολύ καλά πως για την ταπεινόφρονη ψυχή του ρούσικου λαού, τη βασανισμένη απ' το μόχτο και την πίκρα και, το κυριότερο, απ' την παντοτινή αδικία και το παντοτινό αμάρτημα, τόσο το δικό του όσο και το παγκόσμιο, δεν υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και παρηγοριά απ' το ν' αποχτήσει κάτι το ιερό ή έναν άγιο για να πέσει μπροστά του και να τον προσκυνήσει: «Ας είμαστε μείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα κι ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Κάπου σ' αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μέρος, υπάρχει ένας άγιος. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια, ξέρει την αλήθεια. Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα 'ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ' όλους τους ανθρώπους όπως μας είναι υποσχεμένο». Ο Αλιόσα το 'ξερε πως έτσι ακριβώς το νιώθει και το σκέφτεται ο λαός, το καταλάβαινε, και δεν αμφέβαλε καθόλου πως αυτός ακριβώς ο στάρετς είναι ο άγιος κι ο θεματοφύλακας της θεϊκής αλήθειας στα μάτια του λαού.
Πίστευε κι αυτός αυτό που πιστεύαν οι μουζίκοι, που κλαίγανε, και οι άρρωστες γυναίκες τους, που υψώνανε προς το μέρος του στάρετς τα παιδιά τους. Ο Αλιόσα ήταν ίσως περισσότερο από κάθε άλλον βέβαιος πως, όταν ο στάρετς θ' αποδημήσει, το μοναστήρι θα γνωρίσει την πιο εξαιρετική δόξα. Γενικά, τούτον τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο φούντωνε στην καρδιά του κάποιος φλογερός, εσώτερος ενθουσιασμός. Δεν τον έκανε να αλλάξει γνώμη ούτε και το γεγονός πως ο στάρετς, όπως και να 'ναι, ήταν ένας μονάχα: «Το ίδιο κάνει. Είναι άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγέννησης όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ' αγαπάνε ο ένας τον άλλον και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε αλαζόνες, ούτε ταπεινοί, μα θα 'ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θα 'ρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού». Να τι ονειρευόταν η καρδιά του Αλιόσα.
Φαίνεται πως ο ερχομός των αδερφών του, που ως τα τότε δεν τους ήξερε καθόλου, έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. Με τον αδερφό του τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς συνδέθηκε πιο γρήγορα και πιο στενά παρά με τον άλλον, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς (τον ομομήτριο), παρ' όλο που ο πρώτος είχε έρθει αργότερα. Ενδιαφερόταν τρομερά να γνωρίσει τον αδερφό του Ιβάν, μα νά που τούτος ζούσε δυό μήνες κι όλας κει πέρα κι όμως δεν τα καταφέρανε να συνδεθούν αν και βλέπονταν συχνά:
Ο Αλιόσα ήταν κι από μόνος του λιγομίλητος κι όλο σάμπως κάτι να περίμενε, σάμπως κάτι να ντρεπόταν, κι ο αδερφός του Ιβάν, αν κι ο Αλιόσα παρατήρησε στην αρχή πως τον κοίταζε επίμονα και περίεργα, σύντομα φαίνεται πως έπαψε και να τον σκέφτεται. Ο Αλιόσα το παρατήρησε αυτό με κάποια στεναχώρια. Απόδωσε την αδιαφορία του αδερφού του στη διαφορά της ηλικίας κι ακόμα περισσότερο στη διαφορά της μόρφωσης. Μα έβαζε κι άλλα με το νου του ο Αλιόσα: το ότι αδιαφορούσε σχεδόν γι' αυτόν και δε νοιαζόταν καθόλου για τη ζωή του, ίσως να προερχόταν κι από κάτι άλλο, εντελώς άγνωστο στον Αλιόσα. Χωρίς κι αυτός να μπορεί να το εξηγήσει, του φαινόταν πως ο Ιβάν είναι απασχολημένος με κάτι, με κάτι εσώτερο και σπουδαίο, πως θέλει να φτάσει σε κάποιο σκοπό, ίσως πολύ δύσκολο, έτσι που δεν μπορούσε να χάνει τον καιρό του μαζί του. Και πως αυτό ακριβώς είναι η μοναδική αιτία που κάνει τον Ιβάν να τον κοιτάει αφηρημένα. Καμιά φορά, ο Αλιόσα σκεφτόταν και τούτο: Μην υπήρχε τάχα κάποια περιφρόνηση γι' αυτόν τον ανοητούλη δόκιμο από μέρος του μορφωμένου αθεϊστή; Το 'ξερε θετικά πως ο αδερφός του είναι αθεϊστής. Μα κι αν ακόμα υπήρχε αυτή η περιφρόνηση δε θα μπορούσε να τον πειράξει. Κι όμως περίμενε με κάποια ταραχή, που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να την εξηγήσει στον εαυτό του, τη στιγμή που ο αδερφός του θα 'δειχνε κάποιαν επιθυμία να τον πλησιάσει περισσότερο. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς εκφραζότανε για τον αδερφό του Ιβάν με βαθύτατο σεβασμό, μίλαγε γι' αυτόν με κάποιαν ιδιαίτερη κατάνυξη. Απ' αυτόν έμαθε ο Αλιόσα όλες τις λεπτομέρειες κείνης της σπουδαίας υπόθεσης που ένωσε τον τελευταίο καιρό τους δυό μεγαλύτερους αδερφούς του μ' έναν τόσο στενό κι αξιοθαύμαστο δεσμό. Τις ενθουσιαστικές εκφράσεις του Ντιμήτρι για τον αδερφό τους Ιβάν, ο Αλιόσα τις έβρισκε πολύ χαρακτηριστικές και για τούτο το λόγο: επειδή ο Ντιμήτρι ήταν σχεδόν αμόρφωτος σε σύγκριση με τον Ιβάν και είχαν μια τόσο αντίθετη προσωπικότητα και τόσο αντίθετο χαρακτήρα, που ίσως να 'ταν αδύνατο και να φανταστεί κανείς δυο πιο αταίριαστους ανθρώπους.
Κείνον ακριβώς τον καιρό πραγματοποιήθηκε η συνάντηση ή, για να το πούμε καλύτερα, η οικογενειακή συνάθροιση όλων των μελών αυτής της αταίριαστης φαμίλιας στο κελί του στάρετς που 'χε τόσην επίδραση στον Αλιόσα. Η αφορμή αυτής της συνάθροισης ήταν, αν το καλοσκεφτεί κανείς, φτιαχτή: κείνον ακριβώς τον καιρό οι διαφωνίες για την κληρονομιά και τα περιουσιακά ζητήματα ανάμεσα στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και στον πατέρα του, τον Φιόντορ Παύλοβιτς, έφτασαν, καθώς φαίνεται, στην πιο μεγάλη οξύτητα. Οι σχέσεις τους κατάντησαν αφόρητες. Νομίζω πως πρώτος ο Φιόντορ Παύλοβιτς, και μου φαίνεται έτσι στ' αστεία, έριξε την ιδέα να μαζευτούν όλοι στο κελί του πάτερ Ζωσιμά και, έστω και χωρίς να ζητήσουν την άμεση μεσολάβησή του, να τα συμφωνήσουν με κάποια μεγαλύτερη ευπρέπεια, μια και μονάχα το αξίωμα και η προσωπικότητα του στάρετς θα μπορούσε να τους επιβληθεί και να 'χει πάνω τους συμφιλιωτική επίδραση. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που δεν είχε πάει ποτέ του στον στάρετς και που ούτε καν τον είχε δει, σκέφτηκε φυσικά πως θέλουν να τον φοβίσουν κάπως μ' αυτόν. Μα επειδή κι ο ίδιος κατηγορούσε τον εαυτό του για τα πολλά απότομα φερσίματά του στους καυγάδες με τον πατέρα του τον τελευταίο καιρό, δέχτηκε την πρόκληση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως αυτός δε ζούσε στο σπίτι του πατέρα του όπως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μα χώρια, στην άλλη άκρη της πολιτείας. Συνέβη τότε να ζει στα μέρη μας, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ. Η ιδέα του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε. Ο λιμπεραλίστας του 1840-1850, ο ελευθερόφρων αθεϊστής, από πλήξη ίσως, μα ίσως κι από επιπόλαιη επιθυμία να διασκεδάσει, πήρε μέρος μ' εξαιρετικό ενδιαφέρον σ' αυτή την υπόθεση. Του 'ρθε ξαφνικά η όρεξη να δει το μοναστήρι και τον «άγιο». Επειδή συνεχίζονταν ακόμα οι μακροχρόνιες διαφορές του με το μοναστήρι κι εξακολουθούσε ακόμα η δίκη για τα σύνορα των χτημάτων τους και για κάτι δικαιώματα υλοτομίας, στο δάσος και αλιείας στο ποτάμι κ.τ.λ., βιάστηκε κι αυτός να επωφεληθεί με τη δικαιολογία πως θα 'θελε να συνεννοηθεί ο ίδιος με τον πάτερ-ηγούμενο: Δεν υπήρχε τάχα κανένας τρόπος να τελειώσουν φιλικά τους καυγάδες τους; Φυσικά, έναν τέτοιον επισκέπτη με τόσο καλούς σκοπούς θα τον υποδέχονταν καλύτερα και προσεχτικότερα παρά έναν οποιονδήποτε που θα πήγαινε από απλή περιέργεια. Γι' αυτό ακριβώς τα κατάφερε το μοναστήρι κι έπεισε τον άρρωστο στάρετς να τους δεχτεί, ενώ αυτός, τούτο τον τελευταίο καιρό, δεν έβγαινε καθόλου απ' το κελί του κι αρνιότανε να δει ακόμα και τους ταχτικούς του επισκέπτες. Ο στάρετς έδωσε στο τέλος τη συγκατάθεσή του κι ορίστηκε η μέρα. «Ποιος μ' έβαλε να μοιράσω τα υπάρχοντά τους;» είπε μονάχα μ' ένα χαμόγελο στον Αλιόσα.
Όταν έμαθε για τη συνάντηση, ο Αλιόσα ταράχτηκε πολύ. Απ' όλους αυτούς τους αντίδικους που όλο καυγάδιζαν, ασφαλώς μονάχα ο Ντιμήτρι μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τούτη τη συνάθροιση. Οι άλλοι θα πήγαιναν με σκοπούς επιπόλαιους, ίσως και προσβλητικούς για τον στάρετς. Έτσι το 'βλεπε ο Αλιόσα. Ο αδερφός του ο Ιβάν κι ο Μιούσοβ θα 'ρθουν από περιέργεια, την πιο άξεστη ίσως, κι ο πατέρας για να παραστήσει και να κάνει το γελωτοποιό. Ω, αν και σώπαινε ο Αλιόσα, ήξερε πια αρκετά τον πατέρα του. Το ξαναλέω πως αυτός ο νέος δεν ήταν καθόλου τόσο αφελής όσο τον νομίζανε. Πρόσμενε με βαριά καρδιά την ορισμένη μέρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ποθούσε ολόψυχα να τελειώσουν κατά κάποιον τρόπο όλες αυτές οι οικογενειακές διαφορές. Όμως, παρ' όλ' αυτά, ανησυχούσε περισσότερο για τον στάρετς: έτρεμε γι' αυτόν, για τη δόξα του, φοβόταν πως θα τον προσβάλουν. Φοβόταν ιδιαίτερα τις λεπτές κι ευγενικές ειρωνείες του Μιούσοβ και τα αφ' υψηλού υπονοούμενα του Ιβάν με την ανώτερη μόρφωση. Έτσι τα φανταζόταν. Ήθελε μάλιστα να διακινδυνεύσει να προειδοποιήσει τον στάρετς, να του πει μερικά πράματα για τα πρόσωπα που μπορούσανε να 'ρθουν, μα σκέφτηκε καλύτερα και σώπασε. Ειδοποίησε μονάχα, την παραμονή της ορισμένης μέρας, μ' έναν γνωστό του, τον Ντιμήτρι πως τον αγαπάει πολύ και περιμένει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Ντιμήτρι έπεσε σε συλλογή γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να θυμηθεί σαν τι να του 'χε υποσχεθεί κι απάντησε μονάχα μ' ένα γράμμα πως θα βάλει όλη του τη δύναμη να συγκρατηθεί και ν' αποφύγει «κάθε ποταπότητα» και πως, αν κι εκτιμάει βαθύτατα τον στάρετς και τον αδερφό τους Ιβάν, είναι βέβαιος πως ή του στήνουν κάποια παγίδα ή πρόκειται για κάποια αισχρή κωμωδία. «Παρ' όλ' αυτά θα προτιμήσω να καταπιώ τη γλώσσα μου παρά να δείξω ασέβεια στον άγιο μοναχό, που εσύ τον σέβεσαι τόσο πολύ», τέλειωνε ο Ντιμήτρι το γραμματάκι του. Τούτο το γράμμα δεν έδωσε και πολύ κουράγιο στον Αλιόσα