2. II. Ο Γέρο - Γελωτοποιός
Μπήκανε στο δωμάτιο ταυτόχρονα σχεδόν με τον στάρετς που ήρθε απ' τη μικρή του κρεβατοκάμαρα. Στο κελί, προτού μπουν ακόμα αυτοί, περίμεναν την έξοδο του στάρετς δυό ιερομόναχοι της σκήτης. Ο ένας ήταν ο πάτερ-βιβλιοθηκάριος κι ο άλλος ο πάτερ Παίσιος, ένας άνθρωπος ασθενικός, αν κι όχι πολύ γέρος, μα πολύ μορφωμένος καθώς λέγανε. Εκτός απ' αυτούς περίμενε όρθιος στη γωνιά (κι όλη την ώρα ύστερα έμεινε όρθιος) ένας νέος, που φαινότανε νά 'ναι κάπου εικοσιδυό χρονών, ντυμένος με πολιτικά, φοιτητής της ιερατικής σχολής και μέλλων θεολόγος που, άγνωστο γιατί, ήταν προστατευόμενος του μοναστηριού και της αδελφότητας. Ήταν αρκετά ψηλός, είχε δροσερό πρόσωπο, φαρδιά μήλα, στενά, έξυπνα και προσεχτικά καστανά μάτια. Το πρόσωπό του εξέφραζε έναν απόλυτο σεβασμό, γεμάτον ευπρέπεια, χωρίς καμιά δουλοφροσύνη. Τους επισκέπτες που μπήκανε ούτε καν τους χαιρέτησε με υπόκλιση, γιατί δε θεωρούσε τον εαυτό του όμοιό τους μα υποδεέστερο.
Ο στάρετς Ζωσιμάς βγήκε συνοδευόμενος από 'να δόκιμο και τον Αλιόσα. Οι ιερομόναχοι σηκώθηκαν και τον χαιρέτησαν με βαθύτατες υποκλίσεις, τόσο που τα δάχτυλα των χεριών τους ακούμπησαν στο πάτωμα. Ύστερα ο στάρετς τους ευλόγησε κι αυτοί φίλησαν το χέρι του. Όταν τους ευλόγησε, ο στάρετς τους απάντησε με μιαν υπόκλιση το ίδιο βαθιά στον καθέναν, ακουμπώντας τ' ακροδάχτυλά του στο πάτωμα και τους παρακάλεσε να τον ευλογήσουν κι αυτοί. Όλη η ιεροτελεστία έγινε με μεγάλη σοβαρότητα και δεν έμοιαζε καθόλου με κάτι συνηθισμένο και καθημερινό. Γινόταν μάλιστα και με κάποιο αίσθημα. Ωστόσο του Μιούσοβ του φάνηκε πως όλ' αυτά γίνονται με σκόπιμη επιδειχτικότητα. Αυτός στεκότανε μπροστά απ' όλους τους καινουργιοφερμένους συντρόφους του. Θα 'πρεπε — και το σκεφτόταν μάλιστα από χτες το βράδυ ακόμα —παραβλέποντας όλες τις ιδέες, μόνο και μόνο από απλή ευγένεια (μια και δω πέρα έτσι το συνηθάνε) να πληγιάσει και να ευλογηθεί, απ' αυτόν, τουλάχιστο να ευλογηθεί, αν δεν ήθελε να του φιλήσει το χέρι. Μα, βλέποντας τώρα όλες αυτές τις υποκλίσεις και τους αλληλοασπασμούς των ιερομόναχων, άλλαξε στη στιγμή γνώμη: Έκανε μιαν αρκετά βαθιά υπόκλιση, σοβαρά κι επίσημα, με τον κοσμικό τρόπο, απομακρύνθηκε και πλησίασε σε μια καρέκλα. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς φέρθηκε ακριβώς όμοια και μιμήθηκε αυτή τη φορά εντελώς σαν πίθηκος τον Μιούσοβ. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς υποκλίθηκε κι αυτός πολύ σοβαρά κι ευγενικά, κρατώντας όμως τα χέρια του σε στάση προσοχής, κι ο Καλγκάνοβ τα 'χασε τόσο πολύ που δεν υποκλίθηκε καθόλου. Ο στάρετς κατέβασε το χέρι που το 'χε σηκώσει για να τους ευλογήσει κι ανταποδίδοντάς τους την υπόκλιση, τους παρακάλεσε να καθίσουν. Ο Αλιόσα κατακοκκίνισε. Ένιωθε ντροπή. Τα οδυνηρά προαισθήματα επαληθεύονταν.
Ο στάρετς έκατσε σ' ένα ντιβανάκι παλαιικό από κόκκινο ξύλο, ντυμένο με δέρμα, και τους ξένους του, εκτός απ' τους δυό ιερομόναχους, τους έβαλε να καθίσουν κοντά στον απέναντι τοίχο, δίπλα-δίπλα και τους τέσσερεις, σε καρέκλες από κόκκινο ξύλο ντυμένες με μαύρο, πολύ τριμμένο πια, δέρμα. Οι ιερομόναχοι καθίσανε στις άκρες, ο ένας δίπλα στην πόρτα κι ο άλλος κοντά στο παράθυρο. Ο σπουδαστής της ιερατικής σχολής, ο Αλιόσα κι ο δόκιμος έμειναν όρθιοι. Όλο το κελί ήταν κάπως στενάχωρο και σαν ξεθωριασμένο. Τα πράματα και τα έπιπλα ήταν χοντροφτιαγμένα, φτωχικά και υπήρχαν μονάχα τ' απαραίτητα. Δυό γλάστρες με λουλούδια στο περβάζι του παράθυρου και στη γωνιά πολλά εικονίσματα που ένα απ' αυτά, της Παναγίας, είχε τεράστιες διαστάσεις. Φαινόταν να 'χει ζωγραφιστεί πολύ πριν απ' το σχίσμα* (* Σχίσμα που έγινε τον XVII αιώνα στη Ρωσική Εκκλησία απ' τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα. Σ.τ.Μ.). Μπροστά της έκαιγε ένα καντήλι. Δίπλα δυό άλλα ασημοντυμένα εικονίσματα, πιο πέρα μικρά χερουβείμ, αυγά από πορσελάνη, ένας καθολικός σταυρός από ελεφαντόδοντο που τον αγκάλιαζε μια Μater Dolorosa και μερικές εικόνες φερμένες απ το εξωτερικό, αντίγραφα περίφημων Ιταλών ζωγράφων των περασμένων αιώνων. Δίπλα σ' αυτές τις καλοκαμωμένες κι ακριβές εικόνες φιγουράρανε και μερικές κοινότατες λαϊκές λιθογραφίες αγίων, μαρτύρων, κ.τ.λ., που πουλιόνταν ένα καπίκι το κομμάτι σ' όλα τα πανηγύρια. Στους άλλους τοίχους κρέμονταν κάμποσα λιθογραφημένα πορτραίτα Ρώσων αρχιερέων σύγχρονων και παλαιότερων. Ο Μιούσοβ έριξε ένα γρήγορο βλέμμα σ' όλα αυτά τα «τετριμμένα» και κάρφωσε το βλέμμα του στον στάρετς. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη διεισδυτικότητά του. Τούτη την αδυναμία την είχε, μα θα μπορούσε μολαταύτα να του τη συγχωρέσει κανείς, αν έπαιρνε υπόψη του πως ήταν πια πενήντα χρονών, δηλαδή σε μιαν ηλικία που πάντα ένας έξυπνος άνθρωπος του κόσμου κι ανεξάρτητος οικονομικά αρχίζει να σέβεται κάπως περισσότερο τον εαυτό του, μερικές φορές μάλιστα και χωρίς να το θέλει.
Απ' την πρώτη στιγμή δεν του άρεσε ο στάρετς. Πραγματικά, υπήρχε κάτι στο πρόσωπό του που και σε πολλούς άλλους εκτός απ' τον Μιούσοβ θα μπορούσε να μην αρέσει. Ήταν ένας κοντός καμπουριασμένος ανθρωπάκος με πολύ αδύνατα πόδια, κάπου εξηνταπέντε χρονών, μα που η αρρώστια τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, τουλάχιστον κατά δέκα χρόνια. Όλο το ξερακιανό του πρόσωπο ήταν γεμάτο μικρές ρυτίδες, ιδίως γύρω στα μάτια, που ήταν μικρά, φωτεινά, ζωηρά και λαμπερά, σαν δυό γυαλιστερές κουκκίδες. Μονάχα στους κροτάφους του απόμεναν κάτι άσπρα μαλλάκια, το γενάκι του ήταν πολύ κοντό, αραιό και μυτερό και τα χείλη του, που χαμογελούσαν συχνά, ήταν λεπτά σαν δυό σπαγγάκια. Η μύτη του όχι και πολύ μεγάλη, ήταν μυτερή σαν ράμφος πουλιού.
«Κατά πάσαν πιθανότητα είναι μια κακόβουλη και ψωροπερήφανη ψυχή», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μιούσοβ.
Γενικά ήταν πολύ δυσαρεστημένος με τον εαυτό του.
Το ρολόι —ένα φτηνό ρολόι του τοίχου με βαρίδια— χτύπησε βιαστικά-βιαστικά ακριβώς δώδεκα. Αυτό τους βοήθησε ν' αρχίσουν την κουβέντα.
— Ακριβέστατα η ορισμένη ώρα, φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, κι ο γιός μου ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ακόμα να φανεί. Σας ζητώ συγνώμη για λογαριασμό του, πανοσιότατε στάρετς! (Ο Αλιόσα ανατρίχιασε ακούγοντας αυτό το «πανοσιότατε στάρετς»). Όμως εγώ είμαι πάντοτε ακριβής στην ώρα μου, ούτε λεπτό δεν αργώ γιατί πάντα θυμάμαι πως η ακρίβεια είναι η ευγένεια των βασιλιάδων...
— Όμως εσείς, όπως και να 'ναι, δεν είστε βασιλιάς, είπε αμέσως ο Μιούσοβ που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
— Ναι, αυτό είν' αλήθεια, δεν είμαι βασιλιάς. Και φανταστείτε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, αυτό το 'ξερα και μόνος μου. Μα το Θεό, το 'ξερα! Όμως, έτσι συμβαίνει πάντοτε. Όλο και κάτι θα πω που δε θα ταιριάζει με την περίσταση! Αιδεσιμότατε! ξεφώνισε με κάποιο ξαφνικό πάθος: Έχετε τώρα μπροστά σας έναν γελωτοποιό, έναν πραγματικό γελωτοποιό! Έτσι και σας συσταίνομαι. Είναι μια παλιά μου συνήθεια, αλίμονο! Κι αν καμιά φορά λέω ξεκάρφωτες ψευτιές, αυτό το κάνω ξεπίτηδες μπορώ να πω, για να κάνω τους άλλους να γελάσουν και να γίνω έτσι ευχάριστος. Πρέπει δα να 'ναι ευχάριστος κανείς, ψέματα; Καταφτάνω που λέτε μια φορά, εδώ κι εφτά χρόνια, σε μιά πολιτειούλα, είχα κάτι δουλίτσες εκεί και μόλις είχα φτιάξει μιαν εταιριούλα με κάτι εμποράκους. Πάμε το λοιπόν στον ισπράβνικ*, (* Διοικητής αστυνομικού τμήματος στη Ρωσία.) είχαμε να τον παρακαλέσουμε για κάποιο ζήτημα και θα τον καλούσαμε σε γεύμα. Βγαίνει ο ισπράβνικ, ένας ψηλός, χοντρός, ανοιχτόξανθος και σκυθρωπός άνθρωπος. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι είναι τα πιο επικίνδυνα υποκείμενα. Είναι βλέπεις το συκώτι, το συκώτι. Γυρίζω αμέσως και του λέω, (και ξέρετε, του το 'πα με τόση χάρη σαν να 'μουν άνθρωπος των σαλονιών): «Κύριε ισπράβνικ, γενείτε, του λέω, ο Ναπράβνικ μας!» «Τι θέλετε να πείτε, μου λέει, με το Ναπράβνικ σας;» Το βλέπω πια απ' την πρώτη στιγμή πως δεν κόλλησε. Στάθηκε κει σοβαρός, πεισμωμένος μάλιστα: «Θέλησα, λέω, να κάνω ένα αστείο για να ευθυμήσουμε όλοι μας. Αυτός ο κύριος Ναπράβνικ είναι ένας διάσημος Ρώσος μαέστρος και μεις ακριβώς χρειαζόμαστε για την αρμονία της επιχείρησής μας έναν άνθρωπο που να 'ναι κάτι σαν μαέστρος...» Θα 'λεγε κανείς πως η εξήγηση και η σύγκριση ήταν πολύ λογική, ψέματα; «Με συγχωρείτε, μου λέει, εγώ είμαι ισπράβνικ και δε σας επιτρέπω να κάνετε καλαμπούρια με το αξίωμά μου». Μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει. Και 'γω φωνάζω.» ξοπίσω του: «Σωστά, σωστά, είστε ισπράβνικ κι όχι Ναπράβνικ!» « Όχι, μου λέει, μια και το είπατε πάει πια, είμαι Ναπράβνικ». Και φανταστείτε. Η δουλειά μας πήγε στράφι! Κι όλο έτσι για το τίποτα την παθαίνω, μα την αλήθεια, για το τίποτα. Πάντα έτσι θα συμβεί που θα βλάψω μόνος μου τον εαυτό μου με την ευγένειά μου! Μια φορά, πάνε πια πολλά χρόνια, λέω σ' ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να το πεις και σημαντικό: «Η γυναίκα σας παίρνει εύκολα φωτιά». Εννοείται πως αυτό το 'πα έχοντας υπόψη την τιμή και τα ηθικά προτερήματα, όμως εκείνος μου λέει αναπάντεχα: «Πώς το ξέρετε; Την ανάψατε καμιά φορά;» Δε βάσταξα τότε, στάσου λέω μέσα μου να φανώ ευχάριστος: «Ναι, του λέω, την άναψα». Τότε λοιπόν μου τις άναψε κι αυτός για τα καλά... Μα όλ' αυτά είναι καιρός πια που γενήκανε, τόσο που δεν ντρέπομαι και να τα διηγιέμαι. Πάντα κάπως έτσι θα βλάψω τον εαυτό μου!
— Αυτό κάνετε και τώρα, είπε με αηδία ο Μιούσοβ.
Ο στάρετς τους κοίταζε σιωπηλός πότε τον έναν πότε τον άλλον.
— Για κοίτα κει! Σας βεβαιώνω, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, πως κι αυτό το 'ξερα και μάλιστα, μπορώ να πω, ένιωθα τι πήγαινα να κάνω απ' τη στιγμή κιόλας που άρχισα να μιλάω. Και, ξέρετε, προαισθανόμουν ακόμα πως εσείς θα μου κάνατε πρώτος την παρατήρηση. Κάτι τέτοιες στιγμές, αιδεσιμότατε, όταν βλέπω πως το αστείο μου δεν πετυχαίνει, τα δυό μου μάγουλα αρχίζουν να κολλάνε στα κάτω ούλα, παθαίνω κάτι σαν σπασμούς. Αυτό το 'χω απ' τα νιάτα μου ακόμα, όταν ζούσα στα σπίτια των τσιφλικάδων κι έτρωγα το ξένο ψωμί σαν παράσιτο. Ο γελωτοποιός, αιδεσιμότατε, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μου, από γεννησιμιού μου έτσι είμαι, δίκιο θα 'χετε και παλαβό να με πείτε. —Δε λέω, μπορεί να 'χω και κανένα κακό πνεύμα μέσα μου, όμως, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να 'ναι και πολύ μεγάλου διαμετρήματος γιατί, αν ήταν, θα φρόντιζε να βρει κανένα σημαντικότερο μέρος να κάτσει. Πάντως ούτε και σε σας θα ερχόταν, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γιατί και σεις δεν είστε δα και τόσο σημαντικός. Όμως εγώ πιστεύω, πιστεύω στο Θεό. Μόλις τώρα τελευταία άρχισα ν' αμφιβάλλω, τώρα όμως κάθομαι και περιμένω υπέροχα λόγια. Είμαι και 'γω, αιδεσιμότατε, σαν το φιλόσοφο Ντιντερό. Το ξέρετε άραγε, πανιερότατε πάτερ, πως ο Ντιντερό ο φιλόσοφος παρουσιάστηκε κάποτε στο μητροπολίτη Πλάτωνα; Ήτανε τον καιρό της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Μπαίνει που λέτε, και η πρώτη του κουβέντα ήταν τούτη: «Δεν υπάρχει Θεός». Τότε κι ο άγιος εκείνος άνθρωπος σηκώνει το δάχτυλό του κι απαντάει: «είπεν ό άφρων εν τή καρδία αυτού». Τότε και κείνος πέφτει αμέσως στα γόνατα και φωνάζει: «Πιστεύω και δέχομαι να βαφτιστώ». Έτσι λοιπόν τον βαφτίσανε την ίδια κείνη ώρα. Η πριγκίπισσα Ντάσκοβα ήταν η ανάδοχος κι ο Ποτέμκιν νουνός...
— Φιόντορ Παύλοβιτς, αυτό είναι ανυπόφορο πια! Το ξέρετε κι ο ίδιος πως λέτε ψέματα και πως αυτό το ανόητο ανέκδοτο είναι παραμύθι. Τι θέλετε λοιπόν να παραστήσετε; είπε ο Μιούσοβ που 'χασε πια την υπομονή του και η φωνή του έτρεμε. — Όλη μου τη ζωή το προαισθανόμουν πως είναι ψέματα! ξεφώνισε παράφορα ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Γι' αυτό, καλοί μου κύριοι, θα σας πω όλη την αλήθεια. Ενδοξότατε στάρετς! Συγχωρέστε με, μα κείνο το τελευταίο για το βάφτισμα του Ντιντερό το σκαρφίστηκα τώρα μόλις μονάχος μου, τούτην ακριβώς τη στιγμή που τα ιστορούσα. ως τα τώρα ούτε καν μου 'χε περάσει μια τέτοια σκέψη απ' το κεφάλι. Έτσι για να γίνει πιο πικάντικο το σκαρφίστηκα. Γι' αυτό κάνω μπαλαφαριές, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, για να γίνω πιο ευχάριστος. Εδώ που τα λέμε, ούτε και 'γω ο ίδιος δεν ξέρω για ποιο λόγο το κάνω αυτό. Όσο για τον Ντιντερό, κείνο το «είπεν ό άφρων», τ' άκουσα και 'γω πολλές φορές στα νεανικά μου χρόνια απ' τους ντόπιους τσιφλικάδες όταν ζούσα στα σπίτια τους. Τ' άκουσα κι απ' τη θειά σας, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τη Μάβρα Φομίνισνα. Όλοι αυτοί είναι και τώρα ακόμα βέβαιοι πως ο άθεος Ντιντερό πήγε στου μητροπολίτη Πλάτωνα για να συζητήσει μαζί του για την ύπαρξη του Θεού...
Ο Μιούσοβ σηκώθηκε γιατί όχι μονάχα έχασε πια την υπομονή του, μα σχεδόν δεν ήξερε τι έκανε απ' το θυμό του. Λύσσαγε απ ' το κακό του κι ένιωθε πως έτσι γίνεται γελοίος. Πραγματικά, στο κελί γινόταν κάτι πρωτοφανές. Σαράντα, ίσως και πενήντα χρόνια, απ' τον καιρό των παλιών στάρετς ακόμα, μαζεύονταν εδώ, μέσα σ ' αυτό το ίδιο το κελί, άνθρωποι διαποτισμένοι από βαθιάν ευλάβεια. Όλοι όσοι μπαίνανε στο κελί είχαν τη συναίσθηση πως τους κάνουνε μεγάλη χάρη. Πολλοί πέφτανε στα γόνατα και δε σηκώνονταν παρά μονάχα όταν τέλειωνε η επίσκεψή τους. Ακόμα και πολλά απ' τα «ανώτερα» πρόσωπα, άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και μάλιστα με ελεύθερες ιδέες, που έρχονταν είτε από περιέργεια είτε για κάποιαν άλλη αιτία, μπαίνοντας στο κελί μαζί με τους άλλους ή παίρνοντας μιαν ιδιαίτερη συνέντευξη, θεωρούσαν πρώτιστο καθήκον τους, όλοι ως τον τελευταίο, να δείξουν βαθύτατο σεβασμό στον στάρετς και να φερθούν ευγενικά. Και τούτο γιατί φυσικά δεν επρόκειτο εδώ για λεφτά μα για αγάπη και για έλεος απ' τη μια μεριά κι απ' την άλλη για επιθυμία γαλήνης και δίψας να δοθεί μια λύση σε κάποιο δύσκολο ηθικό πρόβλημα ή σε κάτι που τους ταλανίζει το πνεύμα. Έτσι που ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τις χοντροκοπιές του, τις ανάρμοστες σε τούτο το μέρος, έκανε τους παριστάμενους, μερικούς τουλάχιστον αν όχι όλους, ν' απορήσουν και να τα χάσουν. Να λέμε την αλήθεια, οι ιερομόναχοι δεν άλλαξαν καθόλου έκφραση και με σοβαρή προσοχή περιμένανε να δουν τι θα πει ο στάρετς. Φαίνεται όμως πως ήταν έτοιμοι κι αυτοί να σηκωθούν όπως κι ο Μιούσοβ. Ο Αλιόσα ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα και στεκόταν με χαμηλωμένο κεφάλι. Περισσότερο απ' όλα παραξενευότανε γιατί ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που μονάχα σ' αυτόν είχε στηρίξει τις ελπίδες του και που ήταν ο μόνος άνθρωπος που 'χε τόση επιρροή στον πατέρα του ώστε θα μπορούσε τώρα να τον σταματήσει, καθόταν τούτη τη στιγμή εντελώς ακίνητος στην καρέκλα του, με χαμηλωμένα τα μάτια και φαινόταν να περιμένει με κάποια φιλομαθή περιέργεια να δει πώς θα τελειώσουν όλ' αυτά, σαν να 'ταν εντελώς ξένος εδώ. Ο Αλιόσα ούτε να κοιτάξει δεν μπορούσε τον Ρακίτιν (το σπουδαστή της θεολογίας) που ήταν πολύ γνωστός του και σχεδόν φίλος του, γιατί ήξερε τις σκέψεις του. (Άλλωστε ήταν ο μόνος που τις ήξερε σ' όλο το μοναστήρι). — Με συγχωρείτε... άρχισε να λέει ο Μιούσοβ στον στάρετς, ίσως να νομίζετε πως και 'γω είμαι μέτοχος σ' αυτή την ελεεινή κωμωδία. Το λάθος μου ήταν που πίστεψα πως ακόμα κι ένας άνθρωπος σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς θα καταλάβαινε τις υποχρεώσεις του όταν θα βρισκόταν μπροστά σ' ένα τόσο σεβαστό πρόσωπο... Δεν μπορούσα να 'χω υπόψη μου πως θα χρειαστεί να ζητήσω συγνώμη μόνο και μόνο γιατί μπήκα εδώ μέσα μαζί του...
Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς δεν τέλειωσε την κουβέντα του. Συγχύστηκε εντελώς και ήταν έτοιμος να βγει απ' το δωμάτιο. — Μην ανησυχείτε, σας παρακαλώ, είπε ο στάρετς. Σηκώθηκε ξαφνικά πάνω στ' αδύνατα πόδια του και παίρνοντας τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς απ' τα δυό του χέρια τον έβαλε να καθίσει ξανά στην πολυθρόνα. Ησυχάστε, σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ όλος ιδιαιτέρως να μείνετε φιλοξενούμενος μου. Έκανε μιαν υπόκλιση και ξανακάθισε στο ντιβανάκι του.
— Ενδοξότατε στάρετς, αποφανθείτε. Σας προσβάλλω με τη ζωηρότητά μου ή όχι; ξεφώνισε ξαφνικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι άδραξε με τα δυό του χέρια τα χερούλια της πολυθρόνας έτοιμος να πεταχτεί απάνω ανάλογα με την απάντηση.
— Σας παρακαλώ και σας, είπε ο στάρετς με τον πιο υποβλητικό τρόπο, να μην ανησυχείτε και να μη νιώθετε καμιά συστολή μπροστά μου. Μην πιέζετε τον εαυτό σας, φερθείτε σαν να 'σασταν στο σπίτι σας. Και, το κυριότερο, μην ντρέπεστε τόσο πολύ τον εαυτό σας γιατί απ' αυτό ακριβώς προέρχονται όλα.
— Εντελώς σαν στο σπίτι μου; Δηλαδή στη φυσική μου κατάσταση; Ω, αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ, όμως το δέχομαι μ' ευγνωμοσύνη! Ξέρετε, πανιερότατε πάτερ, καλύτερα να μη με παροτρύνετε να φερθώ φυσικά, μην το διακινδυνεύετε αυτό... ως τη φυσική μου κατάσταση ούτε και 'γω ο ίδιος δε θα φτάσω. Σας προειδοποιώ για να προφυλάξω εσάς δηλαδή. Όσο για τ' άλλα, εκείνα μένουν στο σκοτάδι, αν και μερικοί θα το 'θελαν να παραμουντζουρώσουν το πορτραίτο μου. Εσάς εννοώ, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Όσο για σας, πανιερότατε, σας εκφράζω τον ενθουσιασμό μου! Ανασηκώθηκε και υψώνοντας τα χέρια του πρόφερε: «Μακαρία ή κοιλία ή βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας», οι μαστοί προπαντός. Και τώρα με την παρατήρησή σας: «Να μην ντρέπομαι τόσο πολύ τον ίδιο τον εαυτό μου γιατί από δω ξεκινάνε όλα» — με τη φράση σας αυτή με διαπεράσατε πέρα για πέρα και διαβάσατε μέσα μου. Γιατί έτσι ακριβώς γίνεται: όταν μπαίνω πουθενά, μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με νομίζουν για παλιάτσο. Τότε λοιπόν λέω και 'γω μέσα μου: «Άσε να κάνω στ' αλήθεια τον παλιάτσο. Δε με νοιάζει για τη γνώμη σας γιατί όλοι σας, μέχρι τον τελευταίο, είσαστε πιο ποταποί από μένα»! Γι' αυτό είμαι παλιάτσος, απ' την ντροπή μου παίζω τούτο το ρόλο, απ' την ντροπή μου ενδοξότατε στάρετς. Από φοβισμένη δυσπιστία κάνω όλη τούτη τη φασαρία. Γιατί αν ήμουν βέβαιος πως, όταν μπαίνω κάπου, όλοι θα με δεχτούνε σαν τον ευγενικότερο κι εξυπνότερο άνθρωπο, Θεέ μου! τι καλός που θα 'μουν τότε! Δάσκαλε! είπε και ξαφνικά έπεσε στα γόνατα. Τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;
Ακόμα και τώρα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν αστειεύεται· ή αν πραγματικά νιώθει κατάνυξη.
Ο στάρετς τον κοίταξε και πρόφερε μ' ένα χαμόγελο:
— Το ξέρετε προ πολλού κι ο ίδιος τι πρέπει να κάνετε· είστε αρκετά μυαλωμένος. Μη μεθάτε και μη βρίζετε, μην αφήνεστε να σας παρασέρνει η φιληδονία. Μα πρώτ' απ' όλα μη θεοποιείτε τα χρήματα και κλείστε τα καπηλειά σας, αν δεν μπορείτε όλα, τουλάχιστον δυο τρία. Και το κυριότερο απ' όλα, μη λέτε ψέματα.
— Θέλετε να πείτε για τον Ντιντερό μήπως;
— Όχι, δεν εννοούσα τον Ντιντερό. Το κυριότερο είναι να μη λέτε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σας. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιάν αλήθεια ούτε μέσα του ούτε και στους άλλους — κι έτσι χάνει κάθε εκτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεκτίμηση. Μην εκτιμώντας κανέναν, παύει ν' αγαπάει. Και μην έχοντας την αγάπη αρχίζει να παρασέρνεται απ' τα πάθη και την ακολασία για ν' απασχοληθεί και να διασκεδάσει. Έτσι φτάνει στην απόλυτη κτηνωδία κι όλ' αυτά επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του είναι αυτός που προσβάλλεται πρώτος. Γιατί, καμιά φορά, είναι πολύ ευχάριστο να νιώθει κανείς προσβλημένος. Έτσι δεν είναι; Κι ας ξέρει πως κανένας δεν τον πρόσβαλε και πως μονάχος του φαντάστηκε την προσβολή και είπε ψέματα από κοκεταρία, υπερέβαλε τα πράματα για να τα εξωραΐσει, αρπάχτηκε από μια λέξη φτιάχνοντας ένα ολόκληρο βουνό από έναν κόκκο σινάπεως, τα ξέρει όλ' αυτά και μόνος του κι όμως προσβάλλεται, προσβάλλεται ώσπου να νιώσει μεγάλη αγαλλίαση κι έτσι φτάνει στο σημείο να καλλιεργεί μέσα του το πραγματικό μίσος... Μα σηκωθείτε λοιπόν, καθίστε, πολύ σας παρακαλώ, κι αυτά εδώ δεν είναι τίποτ' άλλο από ψεύτικες χειρονομίες...
— Αγιότατε! Αφήστε με να σας φιλήσω το χέρι, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και πηδώντας έφτασε τον στάρετς κι έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο λιπόσαρκο χέρι του. Ακριβώς. Ακριβώς αυτό συμβαίνει. Είναι ευχάριστο να νιώθεις πως προσβλήθηκες. Αυτό πολύ σωστά το είπατε. Από κανέναν άλλον δεν άκουσα μια τόσο σοφή κουβέντα. Ακριβώς. Ακριβώς, εγώ σ' όλη μου τη ζωή προσβαλλόμουν μέχρι ευχαρίστησης, προσβαλλόμουν από αισθητική ανάγκη, γιατί δεν είναι μονάχα ευχάριστο μα και ωραίο να νιώθεις τον εαυτό σου προσβλημένο. Αυτό μονάχα ξεχάσατε να πείτε, ενδοξότατε στάρετς: είναι και ωραίο! Αυτό θα το γράψω σε βιβλίο! Κι έλεγα ψέματα, έλεγα ψέματα κυριολεκτικά σ' όλη μου τη ζωή, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα. Αληθώς λέγω ύμιν, εγώ ειμί το ψέμα και πατήρ του ψέματος! Εδώ που τα λέμε, μου φαίνεται πως δεν είναι ο πατέρας, βλέπετε μπερδεύω συνεχώς τα κείμενα. Ε, ας είναι κι ο γιος, αρκετό θα 'ναι κι έτσι. Μονάχα που... καλέ μου άγγελε, σεις... για τον Ντιντερό, επιτρέπεται να μιλάει κανείς καμιά φορά! Ο Ντιντερό δεν μπορεί σε τίποτα να βλάψει. Κάποτε, μια λέξη μονάχα βλάφτει περισσότερο. Ενδοξότατε στάρετς, καλά που το 'φερε η κουβέντα γιατί παραλίγο να το ξεχάσω. Κι όμως το 'χα αποφασίσει εδώ και τρία χρόνια ακόμα να ζητήσω από δω πληροφορίες, να 'ρθω ξεπίτηδες εδώ και να ρωτήσω επίμονα για να μάθω. Μονάχα πείτε στον Πιότρ Αλεξάντροβιτς να μη με διακόπτει. Να τι θέλω να ρωτήσω: Είναι αλήθεια, ενδοξότατε πάτερ, πως κάπου στα Συναξάρια υπάρχει γραμμένη η ιστορία ενός άγιου θαυματουργού που βασανίστηκε υπέρ πίστεως και που, όταν στο τέλος του κόψανε το κεφάλι, εκείνος σηκώθηκε, πήρε από χάμω το κεφάλι του και το «ησπάζετο ευλαβώς» και περπάτησε έτσι πολλήν ώρα «ασπαζόμενος αυτό ευλαβώς»; Είναι αλήθεια αυτό ή όχι ευσεβέστατοι πατέρες; — Όχι, δεν είναι αλήθεια, είπε ο στάρετς.
— Σε κανένα Συναξάρι δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο. Για ποιον άγιο λέτε πως είναι γραμμένη αυτή η ιστορία; ρώτησε ο ιερομόναχος, ο πάτερ βιβλιοθηκάριος.
— Ούτε και 'γω ξέρω για ποιον άγιο είναι γραμμένη. Δεν ξέρω, γιατί δεν το διάβασα. Με γελάσανε κείνοι που μου το διηγήθηκαν. Τ' άκουσα. Και ξέρετε ποιος το διηγόταν; Νά, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, αυτός που μόλις πριν από λίγο θύμωσε για τον Ντιντερό. Αυτός ο ίδιος το διηγόταν.
— Ποτέ δε σας το διηγήθηκα αυτό. Εγώ ούτε μιλάω καν μαζί σας.
— Είναι αλήθεια πως δεν μου το 'πατε εμένα προσωπικά. Όμως το διηγηθήκατε σε μια παρέα όπου βρισκόμουν και 'γω, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Το ανάφερα γιατί με τούτη την τόσο αστεία διήγηση μου κλονίσατε την πίστη μου, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Εσείς δεν το καταλάβατε αυτό, δεν το υποπτευθήκατε, όμως εγώ γύρισα στο σπίτι με κλονισμένη την πίστη μου κι από κείνη την ώρα όλο και πιότερο κλονίζομαι. Ναι, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γίνατε αιτία ενός μεγάλου ξεπεσμού! Αυτό πια δεν είναι σαν την ιστορία του Ντιντερό!
Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μίλαγε με πάθος αν κι όλοι το καταλάβαιναν πια πως άρχισε και πάλι να παίζει κωμωδία. Όμως ο Μιούσοβ ένιωθε τον εαυτό του βαθιά πληγωμένον.
— Τι ανοησία! Ολ' αυτά είν' ανοησίες, μουρμούριζε αυτός. Ίσως πραγματικά κάποτε να είπα κάτι τέτοιο... Όμως όχι σε σας. Και μένα άλλοι μου το είπαν. Τ' άκουσα στο Παρίσι από 'ναν Γάλλο που μου 'λεγε πως τάχα στις εκκλησίες μας διαβάζουν τούτη την περικοπή απ' το Συναξάρι στην πρωινή λειτουργία... Ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, που έχανε ειδικές στατιστικές μελέτες για τη Ρωσία... έζησε πολλά χρόνια στη Ρωσία... Εγώ ποτέ μου δε διάβασα τα Συναξάρια... κι ούτε θα τα διαβάσω... Λίγες φλυαρίες λέγονται τάχα την ώρα του γεύματος;... Και μείς τότε γευματίζαμε...
— Αυτό είναι. Εσείς γευματίζατε, όμως εγώ τότε ακριβώς έχασα την πίστη μου! τον κούρντιζε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
«Και τι με νοιάζει εμένα για την πίστη σας!» παραλίγο να φωνάξει ο Μιούσοβ, μα ξαφνικά συγκρατήθηκε και πρόφερε με περιφρόνηση: — Εσείς κυριολεχτικά βρωμίζετε το κάθε τι που θ' αγγίξετε.
Ξαφνικά ο στάρετς σηκώθηκε.
— Με συγχωρείτε, κύριοι, που θα σας αφήσω για λίγα λεπτά, είπε σ' όλους τους επισκέπτες του, όμως με περιμένουν άλλοι που ήρθαν πιο πριν από σας. Και σεις πάψετε ωστόσο να λέτε ψέματα, πρόσθεσε εύθυμα γυρίζοντας προς τον Φιόντορ Παύλοβιτς.
Βγήκε απ' το κελί ο Αλιόσα κι ο δόκιμος έτρεξαν να τον βοηθήσουν να κατέβει τη σκάλα. Ο Αλιόσα πνιγόταν μέσα στο δωμάτιο και ήταν χαρούμενος που βγήκε. Μα ήταν ακόμα πιο χαρούμενος γιατί ο στάρετς δε φαινόταν προσβλημένος μα εύθυμος. Ο στάρετς προχώρησε προς το υπόστεγο για να ευλογήσει κείνους που τον περίμεναν. Μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον σταμάτησε στην πόρτα του κελιού.
— Πανιερότατε! φώναξε συγκινημένος. Επιτρέψτε μου να ασπαστώ ακόμα μια φορά το χέρι σας! Ναι, μαζί σας μπορεί να μιλήσει κανείς, μπορεί να ταιριάξει! Νομίζετε πως εγώ όλη την ώρα λέω ψέματα και κάνω το γελωτοποιό; Μάθετε λοιπόν πως όλ' αυτά τα 'κανα ξεπίτηδες για να σας δοκιμάσω. Γι' αυτό φέρθηκα όπως φέρθηκα. Είναι γιατί όλη την ώρα σας βολιδοσκοπούσα: μπορεί τάχα να ζήσει κανένας μαζί σας; Ήθελα να δω. Μπορεί να υπάρχει θέση για την ταπεινότητά μου πλάι στην ευλάβειά σας; Άριστα σας δίνω: μαζί σας μπορεί να ζήσει κανείς! Και τώρα σωπαίνω, δε θα βγάλω πια τσιμουδιά. Θα κάτσω στην πολυθρόνα και δε θα μιλάω. Τώρα είναι η σειρά σας να μιλήσετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τώρα εσείς είστε το σημαντικότερο πρόσωπο... για δέκα λεπτά...