2. III. Γυναικούλες που Πιστεύουν
ΚΑΤΩ απ' το ξύλινο υπόστεγο, που ήταν στεριωμένο στον εξωτερικό τοίχο του περίβολου, είχαν μαζευτεί τούτη τη φορά όλο γυναίκες του λαού, καμιά εικοσαριά. Τους είχαν πει πως ο στάρετς θα βγει επιτέλους κι αυτές είχαν μαζευτεί και τον περίμεναν. Βγήκανε και οι Χοχλάκοβ που περίμεναν κι αυτές στο σπιτάκι, που ήταν ειδικά φτιαγμένο για τις ευγενείς επισκέπτριες. Ήταν δύο: μάνα και κόρη. Η μητέρα, μια πλούσια κυρία, ντυμένη πάντα με γούστο, ήταν νέα ακόμα, πολύ χαριτωμένη, λίγο χλωμή και με πολύ ζωηρά, σχεδόν κατάμαυρα μάτια. Δε θα 'ταν παραπάνω από τριαντατριών χρονών. Εδώ και πέντε χρόνια είχε μείνει χήρα. Η δεκατετράχρονη κόρη της είχε παράλυτα τα πόδια της. Το καημένο το κορίτσι ήταν πια μισός χρόνος που δεν μπορούσε να περπατήσει και το κυλάγανε σε μια μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα με ρόδες. Είχε πολύ όμορφο προσωπάκι, λίγο αδυνατισμένο απ' την αρρώστια, μα εύθυμο. Τα μεγάλα μαύρα της μάτια, με τα μακριά ματόκλαδα, τα φώτιζε κάποια παιχνιδιάρικη λάμψη. Η μητέρα της είχε σκοπό απ' την άνοιξη ακόμα να την πάει στο εξωτερικό, όμως το καλοκαίρι χασομέρησαν με κάτι εγκαταστάσεις στο κτήμα. Ήταν πια μια βδομάδα που ζούσαν στην πολιτεία μας. Είχαν έρθει πιότερο για τις υποθέσεις τους παρά για το προσκύνημα, μα είχαν επισκεφτεί κιόλας εδώ και τρεις μέρες τον στάρετς. Τώρα ξανάρθαν ξαφνικά, αν και ξέρανε πως ο στάρετς δεν μπορεί να δεχτεί σχεδόν κανέναν, και παρακαλούσαν και ικέτευαν επίμονα «να 'χουν την ευτυχία να δουν για μιαν ακόμα φορά το μεγάλο θεραπευτή». Περιμένοντας την έξοδό του, η μητέρα καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πολυθρόνα της κόρης της. Δυό βήματα παραπέρα στεκόταν ένας γέρος καλόγερος που 'χε έρθει από μακριά, από κάποιο άγνωστο σχεδόν κοινόβιο του Βορρά. Ήθελε κι αυτός να ευλογηθεί απ' τον στάρετς. Μα ο στάρετς κατευθύνθηκε πρώτα στο λαό. Το πλήθος συνωστιζόταν στα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν απ' το χαγιάτι στο χώρο έξω απ' τον περίβολο. Ο στάρετς στάθηκε στο πάνω σκαλοπάτι, φόρεσε το πετραχήλι του κι άρχισε να ευλογεί τις γυναίκες, που 'χαν μαζευτεί γύρω του. Σύρανε προς το μέρος του, τραβώντας την απ' τα δυό της χέρια, μια σεληνιασμένη. Αυτή μόλις είδε τον στάρετς άρχισε να ξεφωνίζει παράξενα, την έπιασε λόξυγγας και τιναζόταν σαν να την πιάσανε σπασμοί. Ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της, διάβασε μια σύντομη προσευχή κι αυτή σώπασε αμέσως και ησύχασε. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα, μα στα παιδικά μου χρόνια μου 'τυχε πολλές φορές στα χωριά και στα μοναστήρια να δω σεληνιασμένες. Τις έφερναν στην πρωινή λειτουργία και κείνες στρίγγλιζαν και γαύγιζαν σαν σκυλιά, τόσο δυνατά που αντηχούσε όλη η εκκλησία, μα όταν έβγαζαν την άγια μετάληψη και τις έφερναν κοντά στο δισκοπότηρο, το «δαιμόνιασμα» έπαυε αμέσως και οι άρρωστες ησύχαζαν πάντοτε για κάμποσην ώρα. Όντας παιδί απορούσα κι έμενα κατάπληχτος απ' αυτό. Μα κείνο τον ίδιο καιρό άκουσα από πολλούς μορφωμένους και ξέχωρα κι απ' τους δασκάλους μου στην πολιτεία να μου λένε, όταν τους ρωτούσα, πως όλ' αυτά είναι προσποίηση και κόλπο για ν' αποφεύγουν τη δουλειά και πως πάντα μπορεί να το ξεριζώσει κανείς με την κατάλληλη αυστηρότητα. Για να επιβεβαιώσουν τη γνώμη τους, διηγόνταν και διάφορα ανέκδοτα. Όμως αργότερα έμαθα μ' έκπληξή μου από ειδικούς γιατρούς πως σ' όλ' αυτά δεν υπάρχει καμιά προσποίηση, πως αυτή είναι μια τρομερή γυναικεία αρρώστια που, καθώς φαίνεται, είναι διαδομένη εδώ σε μας, στη Ρωσία, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα και που αποδείχνει πόσο βαριά είναι η ζωή της γυναίκας στα χωριά μας. Τούτη η αρρώστια προέρχεται απ' τις εξαντλητικές δουλειές που γίνονται αμέσως μετά τη δύσκολη, χωρίς καμιάν ιατρική βοήθεια γέννα. Εκτός απ' αυτό είναι και οι στενοχώριες που δεν βρίσκουν πουθενά διέξοδο, το ξύλο που τρώνε απ' τους άντρες τους κ.τ.λ., πράματα που ορισμένοι γυναικείοι οργανισμοί δεν μπορούνε να τ' αντέξουν. Όσο για την παράξενη κι ακαριαία θεραπεία της σεληνιασμένης που χτυπιέται και που ησυχάζει μόλις την πλησιάσουν στην άγια μετάληψη — που με βεβαίωναν πως ήταν προσποίηση και μάλιστα κόλπο σκηνοθετημένο απ' το ίδιο το παπαδολόι — γινόταν, καθώς φαίνεται, με τον πιο φυσικό τρόπο. Οι γυναικούλες που την έφερναν μπροστά στο δισκοπότηρο, α το κυριότερο και η ίδια η άρρωστη, πίστευαν απόλυτα —σαν να 'ταν μια αλήθεια που αποδείχτηκε πολλές φορές —πως το κακό πνεύμα που κυρίεψε την άρρωστη δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μείνει μέσα της, αν την πλησιάσουν στο άγιο δισκοπότηρο και την αναγκάσουν να προσκυνήσει. Γι' αυτό κιόλας πάντοτε δημιουργόταν — και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς — ένας αναπότρεπτος συγκλονισμός όλου του οργανισμού της νευρικής και ψυχικά άρρωστης γυναίκας τη στιγμή που προσκυνούσε το δισκοπότηρο· ο συγκλονισμός οφειλόταν στην αναμονή του αναπότρεπτου θαύματος και στην απόλυτη πίστη πως το θαύμα θα γίνει. Και το θαύμα γινόταν, έστω μονάχα για ένα λεπτό. Ακριβώς έτσι έγινε και τώρα, μόλις ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι του πάνω στην άρρωστη.
Πολλές απ' τις γυναίκες που συνωστίζονταν γύρω του χύνανε ποτάμι δάκρυα κατάνυξης και αγαλλίασης κάτω απ ' την εντύπωση αυτής της στιγμής. Άλλες ανοίγανε δρόμο μέσ' απ' το πλήθος προσπαθώντας ν' ασπαστούν έστω και την άκρη του ράσου του, άλλες μουρμούριζαν κάτι προσευχές. Αυτός τις ευλογούσε όλες και μιλούσε σε κάποιες. Τη σεληνιασμένη την ήξερε, την είχαν φέρει πολλές φορές, ζούσε σ' ένα κοντινό χωριό, μόλις έξη βέρστια απ' το μοναστήρι.
— Να και μια που 'ρθε από μακριά, είπε αυτός δείχνοντας μια γυναίκα ακόμα νέα μα μ' ένα πρόσωπο αδύνατο και τραβηγμένο που έμοιαζε όχι απλώς ηλιοκαμένο μα μαυρισμένο. Καθόταν πεσμένη στα γόνατα και είχε καρφώσει τα μάτια της στον στάρετς. Το βλέμμα της ήταν κάπως εξημμένο.
— Από μακριά έρχομαι, παπούλη, από μακριά. Τρακόσια βέρστια από δω. Από μακριά, πάτερ, από μακριά, πρόφερε η γυναίκα με μια τραγουδιστή φωνή, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της δεξιά αριστερά κι ακουμπώντας το πηγούνι της στην παλάμη.
Μίλαγε κάπως σαν να 'ψελνε. Υπάρχει κάποτε στο λαό μια θλίψη σιωπηλή και υπομονετική: αναδιπλώνεται μέσα τους και σωπαίνει. Μα υπάρχει και μια θλίψη ξέφρενη, που ξεσπάει σε δάκρια και καμιά φορά ξεχύνεται σε μοιρολόι. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στις γυναίκες. Μα η θλίψη αυτή δεν είναι πιο ευκολοβάσταχτη απ' τη σιωπηλή. Το μοιρολόι, το μόνο που καταφέρνει είναι να φαρμακώνει και να πληγώνει ακόμα περισσότερο την καρδιά. Μια τέτοια θλίψη ούτε καν το θέλει να παρηγορηθεί, τρέφεται απ' την ίδια την επίγνωση πως δεν υπάρχει γι' αυτήν παρηγοριά. Κι αν απαριθμεί συνεχώς τα δεινά της, το κάνει μόνο και μόνο γιατί αισθάνεται την ανάγκη ν' ανασκαλεύει συνεχώς την πληγή της.
— Σίγουρα θα 'σαι από καμιά πολιτεία, ε; συνέχισε ο στάρετς κοιτάζοντάς την μ' ενδιαφέρον.
— Σε πολιτεία ζούμε, πάτερ μου, σε πολιτεία. Χωριάτες είμαστε μα ζούμε στην πολιτεία. Ήρθα να σε δω, πάτερ μου. Έχουμε ακουστά για σένα, παπούλη, έχουμε ακουστά. Κήδεψα το γιόκα μου, το γιόκα μου, πήγα να προσευχηθώ. Σε τρία μοναστήρια ήμουνα και μου 'πανε: «Πήγαινε, Ναστάσιουσκα, και κει, σε σας δηλαδή, καλέ μου, σε σας». Ήρθα χτες, έμεινα στην ολονυχτία και σήμερα είπα να 'ρθω και σε σας.
— Και γιατί κλαις;
— Για το γιόκα μου θλίβομαι, παπούλη τριών χρονών ήτανε, τρεις μήνες ακόμα και θα 'κλείνε τα τρία. Απ' τη λύπη για το γιόκα μου βασανίζομαι, πάτερ μου, για το γιόκα μου. Ήταν το τελευταίο παιδάκι που μας έμενε, τέσσερα είχαμε με τον Νικήτουσκα, όμως όλα μας φύγανε, ακριβέ μου, όλα μας φύγανε. Τα τρία πρώτα τα κήδεψα και δε λυπήθηκα και τόσο, μα τούτο το τελευταίο το 'θαψα και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Λες και στέκεται δω μπροστά μου και δε φεύγει. Μου σπάραξε την καρδιά. Μόλις δω τα ρουχαλάκια του, το πουκαμισάκι του ή τα παπουτσάκια του, αρχίζω το μοιρολόι. Τ' αραδιάζω μπροστά μου όσα άφησε, το κάθε τι δικό του, τα κοιτάω και μοιρολογάω.
Λέω τότε στον Νικήτουσκα, στον άντρα μου δηλαδή: άσε με, αφέντη μου, να πάω για προσκύνημα. Είναι αμαξάς ελόγου του, δεν είμαστε φτωχοί, πάτερ μου, δεν είμαστε φτωχοί, έχουμε δικά μας αλόγατα κι αμάξι. Μα τι το θέλουμε τώρα πια το βιος; Ο Νικήτουσκα άρχισε να πίνει, αυτό γινόταν και πρώτα δηλαδής, μόλις τον άφηνα για λίγο απ' τα μάτια μου, κείνος δε βάσταγε και τα 'πινε. Μα τώρα ούτε και για δαύτονε δε με νοιάζει. Είναι τρεις μήνες πια που 'φυγα απ' το σπίτι. Τα ξέχασα, όλα τα ξέχασα κι ούτε θέλω να τα θυμάμαι. Μα και γιατί να ζήσω πια τώρα μαζί του; Χώρισα πια απ' αυτόν, χώρισα, κανένανε δικό μου δεν έχω πια. Καμιάν όρεξη δεν έχω να κοιτάω τώρα το σπίτι μου και το βιος μου, μακάρι τίποτα να μη βλέπω καλύτερα!
— Άκου, μητέρα, είπε ο στάρετς. Μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας μεγάλος άγιος είδε στο ναό μια μητέρα που 'κλαιγε σαν και σένα γιατί κι αυτή είχε χάσει το μωρό της, το μοναδικό της παιδί, που το πήρε και κείνο κοντά του ο Κύριος. «Μήπως δεν το ξέρεις, της είπε ο άγιος, πως αυτά τα μωρά έχουν πιότερο θάρρος απ' όλους μπροστά στο θρόνο του Θεού; Δεν υπάρχει κανένας σ' όλη τη βασιλεία των ουρανών που να 'χει τη δίκιά τους τόλμη: Εσύ, Κύριε, μας χάρισες τη ζωή, λένε στο Θεό, και, μόλις προφτάσαμε να τη δούμε. Εσύ μας την πήρες πίσω. Και με τόσο θάρρος παρακαλούν και Του ζητάνε τη χάρη που ο Κύριος τους κάνει αμέσως αγγελούδια. Γι' αυτό και συ, είπε ο άγιος, πρέπει να χαίρεσαι, γυναίκα, και να μην κλαις γιατί τούτη τη στιγμή το μωρό σου βρίσκεται κοντά στον Κύριο, στη χορεία των αγγέλων». Να τι είπε ο άγιος στη γυναίκα που 'κλαιγε τα παλιά κείνα χρόνια. Και ήταν μεγάλος άγιος αυτός και δεν μπορούσε να πει ψέματα. Μάθε λοιπόν και συ, μητέρα, πως και το δικό σου το μωρό θα βρίσκεται ίσως τούτη τη στιγμή μπροστά στο θρόνο του Κυρίου και θα χαίρεται και θα παίζει και θα προσεύχεται για σένα στο Θεό, Γι' αυτό και συ κλάψε, μα να 'σαι χαρούμενη.
Η γυναίκα τον άκουγε, ακουμπώντας το πηγούνι στην παλάμη της και το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Αναστέναξε βαθιά.
— Έτσι ακριβώς με παρηγορούσε κι ο Νικήτουσκα κι έλεγε τα ίδια ακριβώς λόγια όπως και συ: «(Στραβοκέφαλη είσαι, μου 'λεγε, τι κλαις; Ο γιόκας μας ίσως να 'ναι τώρα δίπλα στον Κύριο το Θεό μας και θα τραγουδάει μαζί με τους αγγέλους». Μου τα λέει αυτά και κλαίει, τον βλέπω που κλαίει σαν και μένανε. «Το ξέρω, του λέω, Νικήτουσκα, που αλλού μπορεί να 'ναι; Κοντά στον Κύριο το Θεό μας είναι, μονάχα που εμείς πια δεν τον έχουμε, δεν τον έχουμε πια τώρα, Νικήτουσκα, δεν κάθεται πια εδώ στο πλάι μας σαν και πρώτα!» Κι ας ήταν τουλάχιστο να τον έβλεπα μια φορά, μονάχα μια φορά, να τον κοίταζα τουλάχιστον κι ούτε θα τον ζύγωνα καθόλου, λέξη δε θα 'λεγα, στη γωνιά θα χωνόμουνα, μονάχα μια στιγμούλα να τον έβλεπα, να τον άκουγα καθώς έπαιζε τότε στην αυλή κι ερχόταν καμιά φορά και με φώναζε με τη φωνούλα του: «Μάνα, πού είσαι;» Ας τον άκουγα καθώς θα πέρναγε απ' το δωμάτιο χτυπώντας τα ποδαράκια του, μονάχα μια φορά ας ήταν καθώς χτύπαγε με τα ποδαράκια του, τουκ-τουκ, γρήγορα-γρήγορα, θυμάμαι, τρέχοντας προς τα μένανε, φωνάζοντας και γελώντας, ας άκουγα μονάχα τα ποδαράκια του, ας τ' άκουγα και θα τα γνώριζα αμέσως! Μα δεν υπάρχει πια, παπούλη, δεν υπάρχει και ποτέ δε θα τον ξανακούσω! Να η ζωνίτσα του, μα κείνο δεν υπάρχει πια και ποτέ δε θα το ξανακούσω κι ούτε θα το ξαναδώ!,..
Έβγαλε απ' τον κόρφο της μια μικρή κεντητή ζώνη του αγοριού της και μόλις της κοίταξε άρχισε να τρέμει απ' τ' αναφιλητά. Έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Μέσ' απ' τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν δάκρυα.
— Αυτό, είπε ο στάρετς, ξανάγινε στους πολύ παλιούς καιρούς και είναι η «Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν». Κι αφού δε βρίσκεις παρηγοριά, ούτε και να προσπαθείς να παρηγορηθείς, μην παρηγοριέσαι κι άσε να τρέχουν τα δάκρυά σου, μονάχα την κάθε φορά που θα κλαις να θυμάσαι καλά πως ο γιόκας σου είναι ένας απ' τους αγγέλους του Θεού, σε κοιτάει από κει πάνω και χαίρεται που σε βλέπει δακρυσμένη και δείχνει τα δάκριά σου στον Κύριο το Θεό μας. Και πολύν καιρό ακόμα θα συνεχίσεις τούτο το μητρικό κλάμα, μα στο τέλος θα κατασταλάξει σε μιαν ήρεμη χαρά και τα πικρά σου δάκρυα θα γίνουν δάκρυα κατάνυξης κι εξιλασμού. Όσο για το μωρό σου θα προσευχηθώ για την ανάπαυση της ψυχής του. Πώς το λέγανε; — Αλεξέι, παπούλη.
— Όμορφο όνομα. Για να τιμήσετε τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού, του το δώσατε;
— Αυτόν, πατερούλη, αυτόν. Τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού.
— Μεγάλος άγιος! Θα προσευχηθώ, μητέρα, και τη λύπη σου θα θυμηθώ στην προσευχή μου και για την υγεία του άντρα σου θα δεηθώ. Μονάχα που αμαρτάνεις παρατώντας τον.
Ξαναγύρισε στον άντρα σου και πρόσεχέ τον. Γιατί θα δει από κει πάνω τ' αγόρι σου πως παράτησες τον πατέρα του και θα κλάψει για σας: γιατί λοιπόν του χαλάς τη μακαριότητά του; Αφού το ξέρεις πως ζει τ' αγόρι σου, ζει γιατί η ψυχή μένει ζωντανή στον αιώνα τον άπαντα. Κι ας μην είναι στο σπίτι, είναι πάντα κοντά σας, μονάχα που δεν το βλέπετε. Πώς λοιπόν θα 'ρθει στο σπίτι, όταν λες πως μίσησες το σπίτι σου; Σε ποιον θα 'ρθει, όταν δε σας βρει μαζί εσάς, τον πατέρα με τη μητέρα του; Τώρα τον βλέπεις στα όνειρά σου και βασανίζεσαι, μα τότε θα σου στέλνει ύπνον ανάλαφρο. Γύρνα στον άντρα σου, μητέρα, σήμερα κιόλας πάρε το δρόμο.
— Θα πάω, ακριβέ μου, θα πάω και θα κάνω καθώς τα είπες. Στην καρδιά μου μέσα διάβασες. Νικήτουσκα, καλέ μου Νικήτουσκα, με περιμένεις, καλούλη μου, με περιμένεις! άρχισε να θρηνολογάει η γυναικούλα, μα ο στάρετς γύρισε πια σε μια γρια που απ' το ντύσιμό της φαινόταν πως ζούσε σε πολιτεία. Απ' τα μάτια της καταλάβαινε κανείς πως κάτι την απασχολούσε κι είχε έρθει να ρωτήσει. Είπε πως είναι χήρα υπαζιωματικού και ήρθε από κοντά, απ' την πολιτεία μας. Ο γιόκας της, ο Βάσανκα, δούλευε σε μιαν Επιτροπή και τον μεταθέσανε στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ. Δυό φορές της έγραψε από κει πέρα μα τώρα είχε ολάκερο χρόνο να της γράψει. Ζήτησε πληροφορίες γι' αυτόν μα, για να πει την αλήθεια, ούτε ήξερε καλά-καλά πού μπορούσε να πληροφορηθεί.
— Το λοιπόν, μου λέει τις προάλλες η Στεπανίντα Ιλίνισνα Μπεντριάγινα, είναι έμπορος ο άντρας της, πλούσιοι άνθρωποι: Τράβα, λέει, Προχόροβνα, και γράψε, λέει, το γιόκα σου στο μνημόσυνο, πήγαινέ τον στην εκκλησία και μνημόνεψέ τον για ν' αναπαυτεί η ψυχή του. Τότε, λέει, η ψυχή του θα μελαγχολήσει και θα σου γράψει γράμμα. Κι αυτό, λέει η Στεπανίντα Ιλίνισνα, είναι όσο παίρνει σίγουρο, πολλές φορές δοκιμασμένο. Μονάχα που αμφιβάλλω... Πες μου, εσύ, φως μου, αλήθεια είναι για όχι; Και θα 'ναι τάχα καλό να το κάνω;
— Δεν πρέπει ούτε και να το σκέφτεσαι. Είναι ντροπή και να το ρωτάς. Μα και πώς είναι δυνατό να δέεται κανείς για την ανάπαυση μιας ζωντανής ψυχής και μάλιστα η ίδια η μητέρα! Αυτό είναι μεγάλη αμαρτία, μοιάζει με μαγγανεία και συγχωριέσαι μόνο και μόνο γιατί δεν το 'ξερες. Προσευχήσου καλύτερα στην Παναγιά τη Δέσποινα, τη φιλεύσπλαχνη βοηθό μας, να δίνει υγεία στο γιό σου και να σε συχωρέσει και σένα για τη λαθεμένη σκέψη σου. Και θα σου πω και τούτο ακόμα, Προχόροβνα: Ή, θα 'ρθει σε λίγο ο ίδιος ο γιόκας σου κοντά σου ή, θα σου στείλει γράμμα. Αυτό πια είναι σίγουρο. Πήγαινε και μη στεναχωριέσαι. Ζει ο γιόκας σου, άκου με που στο λέω. — Καλέ μας, ο Θεός να σ' ανταμείψει, ευεργέτη μας, που προσεύχεσαι για όλους μας, για την άφεση των αμαρτιών μας...
Μα ο στάρετς παρατήρησε κιόλας μες στο πλήθος δυό φλογερά μάτια μιας χωριάτισσας που τον κοίταζαν επίμονα. Αν και ήταν νέα ακόμα, φαινόταν πολύ εξαντλημένη, τόσο που θα μπορούσες να πεις πως είναι φθισικιά. Κοίταζε σιωπηλή, στο βλέμμα της διακρινόταν κάποια ικεσία, όμως φοβότανε να πλησιάσει.
— Εσύ γιατί ήρθες καλή μου;
— Ξαλάφρωσε την ψυχή μου, ακριβέ μου, πρόφερε αυτή ήσυχα και χωρίς να βιάζεται. Έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε. Αμάρτησα, πατερούλη μου, και φοβάμαι το κρίμα μου.
Ο στάρετς κάθισε στο κάτω σκαλοπάτι, η γυναίκα τον πλησίασε χωρίς να σηκωθεί απ' τα γόνατα.
— Είναι τρίτος χρόνος τώρα που 'μεινα χήρα, άρχισε να λέει με χαμηλωμένη φωνή τρέμοντας σύγκορμη. Υπόφερα πολύ όντας παντρεμένη, κείνος ήτανε γέρος, με χτυπούσε σκληρά. Κοιτόταν άρρωστος. Τον κοιτάω και σκέφτομαι: Κι αν γίνει καλά και ξανασηκωθεί, τι θα γίνει τότε; Και τότε μου πέρασε κείνη η σκέψη...
— Σταμάτα, είπε ο στάρετς και πλησίασε τ' αυτί του στα χείλη της.
Η γυναίκα συνέχισε σιγοψιθυρίζοντας έτσι που σχεδόν τίποτα δεν μπορούσε ν' ακούσει κανείς. Τέλειωσε γρήγορα.
— Τρίτος χρόνος είναι; ρώτησε ο στάρετς.
— Τρίτος χρόνος. Στην αρχή ούτε που το σκεφτόμουνα μα τώρα αρρώστησα, σφίγγεται η καρδιά μου...
— Από μακριά είσαι;
— Πεντακόσια βέρστια από δω. — Στην εξομολόγηση το 'πες; — Το 'πα. Δυό φορές το 'πα.
— Και σ' αφήσανε να μεταλάβεις;
— Μ' αφήσανε. Φοβάμαι. Φοβάμαι το θάνατο.
— Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος σε κείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε το μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού. Ή, μήπως μπορεί να υπάρξει τάχα ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, για την αδιάκοπη μετάνοια, κι όσο για το φόβο, διώξ' τον εντελώς απ' την καρδιά σου. Πίστευε πως ο Θεός σ' αγαπά τόσο που εσύ ούτε να το φανταστείς δεν μπορείς. Σ ' αγαπάει παρ' όλο που αμάρτησες. Σ' αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. Για έναν μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο παρά για χίλιους αναμάρτητους, είπεν ο Χριστός. Πήγαινε λοιπόν και μη φοβάσαι. Μην πικραίνεσαι με τους ανθρώπους, μη θυμώνεις με τις προσβολές. Συγχώρεσε από καρδιάς το μακαρίτη για όλα όσα σου 'κανε, ξέχασε ειλικρινά τα φαρμάκια που σε πότισε. Αφού μετανοείς θα πει πως αγαπάς. Κι όταν θ' αγαπάς θα 'σαι κι όλας τέκνο του Θεού... Η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, σώζει τα πάντα. Αφού εγώ που είμαι όπως και συ ένας αμαρτωλός άνθρωπος συγκινήθηκα και σε συμπόνεσα, πόσο περισσότερο ο Θεός. Η αγάπη είναι κάτι ανεχτίμητο και μ' αυτήν μπορείς όλο τον κόσμο ν' αποχτήσεις κι όχι μονάχα τις δικές σου μα και τις ξένες αμαρτίες να ξαγοράσεις. Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Έκανε πάνω της τρεις φορές το σημείο του σταυρού. Ξεκρέμασε απ' το λαιμό του ένα μικρό εικονισματάκι και της το φόρεσε. Αυτή τον προσκύνησε σιωπηλά, με μια βαθιά, ως τη γη μετάνοια. Κείνος ανασηκώθηκε και κοίταξε εύθυμα μια γεροδεμένη γυναίκα που κράταγε ένα μωρό στην αγκαλιά της.
— Απανωμερίτισσα είμαι, καλέ μου.
— Δεν είναι και πολύ κοντά. Έξη βέρστια από δω. Θα κουράστηκες κρατώντας και το παιδάκι σου. Γιατί μας ήρθες;
— Να σε δω ήθελα. Ήρθα κι άλλη φορά. Το ξέχασες τάχα; Θα με κάνεις να πιστέψω πως δεν έχεις καλό θυμητικό, αν με ξέχασες εμένανε. Είπαν στα μέρη μας πως είσαι άρρωστος, το λοιπόν σκέφτομαι και γω: Μια και είν' έτσι ας πάω μόνη μου να τον δω. Να λοιπόν που σε βλέπω, μα τι άρρωστος είσαι συ; Άλλα είκοσι χρόνια θα ζήσεις, φτου να μη βασκαθείς, αλήθεια στο λέω! Μα μήπως τάχα λίγοι είναι κείνοι που προσεύχονται για σένα; Πώς μπορεί ν' αρρωστήσεις;
— Σ' ευχαριστώ για όλα, καλή μου.
— Με τούτη την ευκαιρία μια παράκληση θα σου κάνω, μια μικρή παράκληση δηλαδή. Να, έχω δω εξήντα καπίκια. Δόσ' τα, καλέ μου, σε καμιά γυναίκα που 'ναι πιο φτωχή από μένα. Καθώς κίνησα για να 'ρθω σκέφτηκα: Καλύτερα να τα δώσω σ' αυτόν, κείνος ξέρει ποια τα χρειάζεται.
— Σ' ευχαριστώ, καλή μου, σ' ευχαριστώ. Είσαι καλόκαρδη και σ' αγαπάω. Το δίχως άλλο θα κάνω αυτό που μου ζήτησες.
Κοριτσάκι κρατάς στα χέρια σου;
— Κοριτσάκι είναι, φως μου, Λιζαβέτα το λένε.
— Ο Θεός να σας ευλογεί και τις δυο, και σένα και το μικρό σου, τη Λιζαβέτα. Χάρηκε η καρδιά μου που σε είδε, μητέρα.
Χαίρετε, καλές μου, χαίρετε, ακριβές μου.
Τις ευλόγησε όλες και τους έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση.