2. IV. Μια Κυρία με λίγη Πίστη
Η Κυρία Χοχλάκοβα κοιτάζοντας όλη τη σκηνή — τον στάρετς που κουβέντιαζε με τις γυναίκες του λαού και τις ευλογούσε, — έκλαιγε σιγανά και σκούπιζε τα δάκρυά της μ' ένα μαντηλάκι. Ήταν μια ευαίσθητη κυρία του κόσμου με ειλικρινά αγαθές παρορμήσεις.
Όταν επιτέλους την πλησίασε ο στάρετς, αυτή τον υποδέχτηκε μ' εκστατική διαχυτικότητα.
— Συγκινήθηκα τόσο πολύ, τόσο πολύ, κοιτάζοντας όλη αυτή τη συγκλονιστική σκηνή... — ήταν ταραγμένη και δεν τέλειωσε τη φράση της. Ω, το καταλαβαίνω πως σας αγαπάει ο λαός, και 'γω η ίδια τον αγαπάω το λαό, θέλω να τον αγαπάω. Μα και πώς να μην αγαπάει κανείς το λαό, το ρωσικό λαό μας, τον τόσο υπέροχο, τον τόσο απλόκαρδο μέσα στο μεγαλείο του;
— Πώς πάει η κόρη σας; Θελήσατε να μιλήσετε και πάλι μαζί μου;
— Ω, παρακαλούσα επίμονα και ικέτευα, ήμουν έτοιμη να πέσω στα γόνατα και να σταθώ έτσι και τρεις μέρες ακόμα μπροστά στα παράθυρά σας, ώσπου να μ' αφήσουνε να μπω μέσα. Ήρθαμε δω πέρα, μεγάλε θεραπευτή, για να σας εκφράσουμε τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μας.
Γιατί εσείς τη γιατρέψατε τη Λίζα μου, τη γιατρέψατε εντελώς, και πώς; προσευχηθήκατε την Πέμπτη γι' αυτήν κι ακουμπήσατε τα χέρια σας στο κεφάλι της. Ανυπομονούσαμε και μεις ν' ασπαστούμε αυτά τα χέρια, να εξωτερικεύσουμε τα συναισθήματά μας και την ευλάβειά μας!
— Μα γιατί λέτε πως τη γιάτρεψα; Βλέπω πως δε σηκώθηκε ακόμα απ' την πολυθρόνα της.
— Μα της πέρασαν εντελώς τα νυχτερινά ρίγη, είναι δυό μερόνυχτα πια, απ' την Πέμπτη καλυτέρεψε, είπε νευρικά και βιαστικά η κυρία. Όμως δεν είναι μονάχα αυτό. Δυνάμωσαν και τα πόδια της. Σήμερα το πρωί ξύπνησε εντελώς καλά, κοιμήθηκε ήσυχα όλη νύχτα. Κοιτάχτε τα κόκκινα μάγουλά της, τα λαμπερά της ματάκια. Άλλοτε όλη την ώρα έκλαιγε μα τώρα γελάει, είναι εύθυμη και χαρούμενη, Σήμερα ζήτησε επίμονα να σταθεί στα πόδια της και στάθηκε ένα ολόκληρο λεπτό χωρίς να την κρατάει κανένας. Μου λέει πως βάζει στοίχημα ότι σε δυό βδομάδες θα χορεύει καντρίλιες. Φώναξα τον ντόπιο γιατρό, τον Χερτσενστούμπε. Αυτός σηκώνει τους ώμους του και λέει: «Απορώ, τίποτα δεν μπορώ να καταλάβω». Και σεις θέλατε να μη σας ανησυχήσουμε. Μπορούσαμε να μην πεταχτούμε ως εδώ και να μη σας ευχαριστήσουμε; Lise, πες λοιπόν ευχαριστώ, ευχαρίστησε!
Το χαριτωμένο, γελαστό προσωπάκι της Lise σοβάρεψε ξαφνικά, ανασηκώθηκε όσο μπορούσε στην πολυθρόνα της και κοιτάζοντας τον στάρετς, σταύρωσε τα χεράκια της μα δεν κρατήθηκε κι αναπάντεχα έβαλε τα γέλια...
— Μ' αυτόν γελάω, μ' αυτόν, είπε κι έδειξε τον Αλιόσα με παιδιάστικο πείσμα επειδή δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και γέλασε. Αν κοίταζε κανείς κείνη τη στιγμή τον Αλιόσα που στεκόταν ένα βήμα πίσω απ' τον στάρετς, θα 'βλεπε ένα ξαφνικό κοκκίνισμα που πλημμύρισε τα μάγουλά του. Τα μάτια του έλαμψαν μα τα χαμήλωσε αμέσως.
— Έχει κάτι να σας πει, Αλεξέι Φιοντόροβιτς.·· Πώς είστε; συνέχισε η μητέρα γυρίζοντας ξαφνικά στον Αλιόσα και δίνοντάς του το λεπτό γαντοφορεμένο της χέρι.
Ο στάρετς γύρισε και κοίταξε προσεχτικά τον Αλιόσα. Αυτός πλησίασε τη Λίζα και της έδωσε το χέρι του χαμογελώντας κάπως παράξενα κι αδέξια. Η Lise πήρε σπουδαίο ύφος.
— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα σας στέλνει αυτό εδώ, είπε και του 'δωσε ένα μικρό γραμματάκι. Σας παρακαλεί πολύ να περάσετε απ' το σπίτι της κι όσο μπορείτε πιο γρήγορα, πιο γρήγορα και να μην τη γελάσετε μα να έρθετε το δίχως άλλο.
— Με παρακαλεί να περάσω απ' το σπίτι της; Εγώ στο σπίτι της... Γιατί τάχα; μουρμούρισε με μεγάλη απορία ο Αλιόσα.
Το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά πολύ σκεφτικό.
— Ω, θέλει μονάχα να σας μιλήσει για τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και... για όλα όσα γίνανε τώρα τελευταία, εξήγησε βιαστικά η μητέρα. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα πήρε τώρα μιαν απόφαση... και γι' αυτό ακριβώς θέλει οπωσδήποτε να σας δει... γιατί; Δεν ξέρω βέβαια, μα παρακάλεσε να πάτε όσο γίνεται πιο γρήγορα. Και σεις θα πάτε, σίγουρα θα πάτε, αυτό το απαιτεί και η χριστιανικότητα ακόμα...
— Μια φορά μονάχα την έχω δει, συνέχισε το ίδιο αμήχανα ο Αλιόσα.
— Ω, αυτή είναι τόσο ανώτερο, τόσο άφθαστο πλάσμα!... Μόνο και μόνο απ' τα τόσα της βάσανα... Σκεφτείτε τι έχει υποφέρει, πόσο υποφέρει τώρα και τι την περιμένει... όλα αυτά είναι τρομερά, τρομερά!
— Καλά, θα πάω, αποφάσισε ο Αλιόσα διαβάζονται: γρήγορα γρήγορα το μικρό γράμμα που δεν έγραφε παρά μονάχα την επίμονη παράκληση να πάει, χωρίς καμιάν άλλη εξήγηση.
— Αχ, τι καλό, τι υπέροχο θα 'ναι αυτό από μέρος σας, ξεφώνισε ξαφνικά ενθουσιασμένη η Lise. Και 'γω έλεγα στη μητέρα μου: «Με κανέναν τρόπο δε θα θελήσει να 'ρθει γιατί αυτός σώζει την ψυχή του!» Τι εξαίρετος, τι εξαίρετος άνθρωπος που είσαστε! Εγώ πάντα το 'λεγα πως είστε εξαιρετικός και χαίρομαι που τώρα μπορώ και σας το λέω!
— Lise! είπε μ' ένα τόνο νουθεσίας η μητέρα, μα χαμογέλασε αμέσως.
— Και μας, μας ξεχάσατε Αλεξέι Φιοντόροβιτς· δεν ήρθατε ούτε μια φορά να μας δείτε. Κι όμως η Lise δυό φορές μου το 'πε κι όλας πως μονάχα μαζί σας αισθάνεται ευχάριστα.
Ο Αλιόσα σήκωσε τα μάτια του, κοκκίνισε και πάλι ξαφνικά και χαμογέλασε αναπάντεχα χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί. Ο στάρετς δεν τον κοίταζε πια. Άρχισε να κουβεντιάζει με τον ξένο καλόγερο που τον περίμενε, όπως είπαμε και παραπάνω, δίπλα στην πολυθρόνα της Lise. Φαινόταν να 'ναι ένας απλός καλόγερος, που προερχόταν απ' το λαό. Είχε ιδέες περιορισμένες, μα ακλόνητες και πίστευε με πείσμα. Είπε πως είναι από κάπου μακριά, απ' το Βορρά, απ' το Ομπντόρσκ, απ' τον άγιο Σίλβεστρο, από ένα φτωχό μοναστήρι που 'χε δέκα όλους κι όλους καλόγερους. Ο στάρετς τον ευλόγησε και τον κάλεσε να πάει όποτε θέλει στο κελί του.
— Πώς τολμάτε λοιπόν και κάνετε αυτά τα πράματα; ρώτησε ξαφνικά ο καλόγερος δείχνοντας σοβαρά κι επίσημα τη Lise.
Εννοούσε τη «θεραπεία» της.
— Φυσικά, είναι νωρίς ακόμα να μιλάμε γι' αυτό. Επειδή αισθάνεται καλύτερα δε θα πει πως γιατρεύτηκε κιόλας. Μπορεί τούτη η καλυτέρευση να προήλθε κι από άλλες αιτίες. Μα κι αν έγινε κάτι, ασφαλώς δεν έγινε με κανενός τη δύναμη παρά μονάχα επειδή το θέλησε ο Θεός. Όλα με τη θέληση του Θεού γίνονται. Ελάτε να με δείτε, πάτερ, πρόσθεσε, γιατί δε θα μπορέσω να σας δεχτώ ίσως άλλην ώρα. Είμαι άρρωστος και ξέρω πως οι μέρες μου είναι μετρημένες.
— Ω, όχι, όχι. Ο Θεός δε θα σας πάρει από κοντά μας, θα ζήσετε πολλά, πολλά χρόνια ακόμα, ξεφώνισε η μητέρα. Μα τι αρρώστια έχετε λοιπόν; Φαίνεστε εντελώς υγιής, εύθυμος κι ευτυχισμένος.
— Σήμερα αισθάνομαι πολύ καλύτερα, μα το ξέρω πια πως αυτό θα κρατήσει πολύ λίγο. Τώρα καταλαβαίνω αλάθευτα την αρρώστια μου. Όμως χαίρομαι, αν αληθινά σας φαίνομαι εύθυμος. Ποτέ και με τίποτα δε θα μπορούσατε να μου δώσετε τόση χαρά όσο μ' αυτή σας την παρατήρηση. Γιατί οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για την ευτυχία κι όποιος είναι ευτυχισμένος έχει όλο το δικαίωμα να πει στον εαυτό του: «Εκπλήρωσα την εντολή του Θεού σε τούτο τον κόσμο». Όλοι οι αναμάρτητοι, όλοι οι άγιοι, όλοι οι μάρτυρες, ήταν ευτυχισμένοι.
— Ω, τι ωραία που μιλάτε, τι τολμηρά κι ανώτερα λόγια, ξεφώνισε η μητέρα. Λέτε ένα λόγο κι αυτός ο λόγος μας διαπερνάει πέρα για πέρα. Όμως πού είναι λοιπόν η ευτυχία; Ποιος μπορεί να πει πως είναι ευτυχισμένος; Ω, μια και είχατε την τόση καλοσύνη να μας αφήσετε να σας δούμε και σήμερα, ακούστε όλα κείνα που δε σας είπα την προηγούμενη φορά, που δεν τόλμησα να σας τα πω και που με κάνουν να υποφέρω τόσον καιρό! Υποφέρω, συγχωρέστε με, όμως υποφέρω... Και λέγοντάς τα αυτά έσμιξε τα χέρια της με κάποιο φλογερό και ταραγμένο πάθος.
— Από τι ακριβώς;
— Υποφέρω... απ' την απιστία μου...
— Απιστία στο Θεό;
— Ω, όχι, όχι, αυτό ούτε καν τολμώ να το σκεφτώ, μα η μέλλουσα ζωή είναι ένα τέτοιο αίνιγμα! Και κανένας, μα κανένας δεν μπορεί να το λύσει! Ακούστε με, σεις που είστε παρηγορητής, σεις που ξέρετε την ανθρώπινη ψυχή. Δεν μπορώ βέβαια να 'χω την απαίτηση να με πιστεύετε εντελώς, μα σας βεβαιώνω με τον πιο μεγάλο όρκο πως δε μιλάω τώρα από επιπολαιότητα, πως τούτη η σκέψη για τη μέλλουσα ζωή με βασανίζει ως την οδύνη, ως τον τρόμο... Και δεν ξέρω σε ποιόν ν' αποταθώ, δεν τόλμησα σ' όλη μου τη ζωή να το κάνω... Μα να που τώρα πήρα το θάρρος ν' αποταθώ σε σας... Ω, Θεέ μου, ποιος ξέρει τι σκέφτεστε τώρα για μένα! είπε και χτύπησε με απελπισία τα χέρια της.
— Μην ανησυχείτε για τη γνώμη μου, απάντησε ο στάρετς. Δεν έχω καμιάν αμφιβολία πως η θλίψη σας είναι ειλικρινής. — Ω, πόσο σας ευγνωμονώ! Βλέπετε, νά τι συμβαίνει: κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι. Όλοι πιστεύουν όμως από πού πήγασε τούτη η πίστη; Και σε βεβαιώνουν μερικοί πως όλ' αυτά γεννήθηκαν απ' το φόβο που ένιωσε ο άνθρωπος μπροστά στα τρομαχτικά φαινόμενα της φύσης και πως τίποτ' απ' αυτά δεν υπάρχει. Το λοιπόν, σκέφτομαι, όλη μου τη ζωή πίστευα, θα πεθάνω και ξαφνικά δε θα υπάρξει τίποτα, μονάχα «αγριομολόχες στον τάφο θα φυτρώσουν» όπως διάβασα κάπου. Αυτό είναι τρομερό! Πώς, πώς θα ξαναβρώ την πίστη; Κι άλλωστε, πίστευα μονάχα όταν ήμουν μικρή κι αυτό μηχανικά, χωρίς να το σκέφτομαι... Πώς, με ποιον τρόπο μπορεί ν' αποδειχτεί αυτό; Να γιατί ήρθα να σας προσκυνήσω και να σας ρωτήσω. Γιατί, αν χάσω και τούτη την ευκαιρία, σίγουρα σ' όλη μου τη ζωή δε θα βρω κανέναν που να μπορέσει να μου απαντήσει. Πώς να τ ' αποδείξει λοιπόν κανείς, πώς να πειστεί; Ω, δυστυχία μου! Το ξέρω και το βλέπω πως κανένας δε σκοτίζεται τώρα πια γι' αυτό και μονάχα εγώ βασανίζομαι. Αυτό σε σκοτώνει, σε σκοτώνει!
— Και βέβαια αυτό σκοτώνει. Μα δεν μπορεί τίποτα ν' αποδειχτεί. Είναι όμως δυνατό να πειστεί κανείς.
— Πώς; Με ποιον τρόπο;
— Με την πείρα της ενεργού αγάπης. Προσπαθήστε ν' αγαπήσετε τον πλησίον σας δραστήρια κι ακούραστα. Όσο περισσότερο θ' αγαπάτε, τόσο και θα πείθεστε για την ύπαρξη του Θεού και για την αθανασία της ψυχής σας. Κι αν φτάσετε ν' απαρνηθείτε ολοκληρωτικά τον εαυτό σας από αγάπη προς τον πλησίον σας, τότε σίγουρα θα πιστέψετε και καμιά αμφιβολία δε θα μπορέσει πια να εισχωρήσει στην ψυχή σας. Αυτό είναι δοκιμασμένο, είναι σωστό.
— Με την ενεργό αγάπη. Μα να και πάλι ένα πρόβλημα και τι πρόβλημα, τι πρόβλημα! Γιατί, βλέπετε, να τι συμβαίνει: Αγαπάω τόσο πολύ την ανθρωπότητα που —θα το πιστέψετε τάχα;— καμιά φορά κάνω όνειρα να τα παρατήσω όλα, όλα να τ' αφήσω, όλα όσα έχω, να εγκαταλείψω ακόμα και τη Lise και να πάω να γίνω αδελφή του ελέους. Κλείνω τα μάτια μου, σκέφτομαι κι ονειροπολώ και, τούτες τις στιγμές, νιώθω μέσα μου μιαν ακατανίκητη δύναμη. Κανένα τραύμα, καμιά πληγή που πυορροεί δε θα μπορούσε να με τρομάξει. Θα 'χα τη δύναμη να τις καθαρίζω και να τις επιδένω με τα ίδια μου τα χέρια, θα καθόμουν τις νύχτες δίπλα στο προσκέφαλο αυτών των δυστυχισμένων και θα 'μουν έτοιμη να φιλήσω τούτες τις πληγές...
— Και μονάχα το γεγονός πως ονειροπολείτε αυτά κι όχι τίποτ' άλλο είναι καλό και είναι κάτι κι αυτό. Έτσι κάπου-κάπου θα κάνετε και στ ' αλήθεια καμιά καλή πράξη.
— Ναι, μα θα μπορούσα για πολύν καιρό, να την υποφέρω μια τέτοια ζωή; συνέχισε η κυρία με ζέση και με κάποιαν έξαρση. Νά το κυριότερο πρόβλημα! Αυτό είναι το πρόβλημα που με βασανίζει περισσότερο απ' όλα. Κλείνω τα μάτια μου και ρωτάω τον εαυτό μου: Θα μπορούσες για πολύν καιρό ν' ακολουθήσεις αυτό το δρόμο; Κι αν ο άρρωστος, που εσύ του καθαρίζεις τις πληγές, δε θα σου εκφράσει την ίδια κείνη στιγμή την ευγνωμοσύνη του, μα απεναντίας αρχίσει να σε βασανίζει με τις ιδιοτροπίες του, χωρίς να εκτιμάει και χωρίς καν να προσέχει την αυταπάρνησή σου, κι αν αρχίσει να σε βρίζει, να σε διατάζει με αγροίκους τρόπους και ίσως-ίσως να παραπονιέται στους ανώτερους πως δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου (πράμα που συμβαίνει συχνά με κείνους που υποφέρουν πολύ), τι θα γίνει τότε; Θα συνεχιστεί η αγάπη σου ή όχι; Και φανταστείτε! Έφτασα σ' ένα συμπέρασμα που μ' έκανε ν' ανατριχιάσω: Πως δηλαδή αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ψυχράνει την «ενεργό» μου αγάπη προς την ανθρωπότητα, αυτό είναι μονάχα η αγνωμοσύνη. Με δυό λόγια, θέλω να δουλέψω με πληρωμή, έχω την αξίωση να με πληρώσουν αμέσως, θέλω δηλαδή επαίνους κι ανταλλάγματα στην αγάπη μου. Αλλιώς, κανέναν δεν είμαι ικανή ν' αγαπήσω!
Βρισκόταν σε μια κρίση ειλικρινέστατου αυτομαστιγώματος και τελειώνοντας κοίταξε με προκλητική αποφασιστικότητα τον στάρετς.
— Ολ' αυτά είναι ακριβώς όμοια με κείνα που μου διηγόταν ένας γιατρός εδώ και πολλά χρόνια, παρατήρησε ο στάρετς. Ήταν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος κι αναντίρρητα ευφυής. Μίλαγε κι αυτός το ίδιο ειλικρινά, αν κι αστειευόταν, κι αστειευόταν πικρά. Εγώ, έλεγε, αγαπάω την ανθρωπότητα μα απορώ κι ο ίδιος με την εαυτό μου: Όσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο αγαπάω τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Στις ονειροπολήσεις μου, έλεγε, φτάνω συχνά να λαχταράω μέχρι πάθους να εξυπηρετήσω την ανθρωπότητα και ίσως και στ' αλήθεια να δεχόμουνα να σταυρωθώ για τους ανθρώπους, αν παρουσιαζόταν ξαφνικά μια τέτοια ανάγκη. Κι όμως, παρ' όλ' αυτά, δεν μπορώ ούτε δυό μέρες να ζήσω στο ίδιο δωμάτιο μ' άλλον άνθρωπο. Αυτό το ξέρω από πείρα. Μόλις βρεθεί κάποιος κοντά μου, νιώθω πως μου πληγώνει την ατομικότητά μου και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μπορώ μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο να μισήσω τον πιο καλόν άνθρωπο. Άλλον γιατί τρώει αργά, άλλον γιατί έχει συνάχι και σκουπίζει συνεχώς τη μύτη του με το μαντήλι. Γίνομαι, έλεγε, εχθρός των ανθρώπων μόλις οι σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μα γι' αυτό, όσο περισσότερο μισούσα ορισμένους ανθρώπους προσωπικά, τόσο πιο φλογερά αγαπούσα την ανθρωπότητα στο σύνολό της.
— Μα τι να κάνω λοιπόν; Τι να γίνει αφού έτσι συμβαίνει; Πρέπει ν' απελπιστώ;
— Οχι, γιατί είναι αρκετό και μονάχα το πως υποφέρετε απ' αυτή την κατάσταση. Κάντε ό,τι μπορείτε και θα σας καταλογιστεί. Έχετε κάνει πολλά κι όλας μια και μπορέσατε με τόση ειλικρίνεια να γνωρίσετε τον εαυτό σας.
Μα αν μιλήσατε και μαζί μου τόσο ειλικρινά μόνο και μόνο για να σας παινέψω και 'γω γιατί μου είπατε την αλήθεια, τότε φυσικά δε θα καταφέρετε να κάνετε κανέναν άθλο ενεργού αγάπης. Τότε όλα θα μείνουν μονάχα στα όνειρά σας κι όλη σας η ζωή θα περάσει σαν ένα όνειρο. Εννοείται πως σε μια τέτοια περίπτωση θα ξεχάσετε και τη μέλλουσα ζωή και θα βρείτε κάποιον τρόπο να ησυχάσετε.
— Με συντρίψατε! Μονάχα τώρα, να, τούτη τη στιγμή που μιλούσατε, κατάλαβα πως πραγματικά πρόσμενα τον έπαινό σας για την ειλικρίνειά μου όταν σας έλεγα πως δε θα μπορέσω να υποφέρω την αγνωμοσύνη. Με βοηθήσατε να δω τον πραγματικό εαυτό μου, με νιώσατε και μ' εξηγήσατε σε μένα την ίδια!
— Αλήθεια το λέτε; Τώρα λοιπόν, ύστερ' απ' αυτό που παραδεχτήκατε, πιστεύω πως είστε ειλικρινής κι έχετε καλή καρδιά. Κι αν δεν καταφέρετε να ευτυχήσετε, να θυμάστε όμως πάντα πως βρίσκεστε σε καλό δρόμο και να προσπαθείτε να μην παρεκκλίνετε απ' αυτόν. Το κυριότερο, αποφεύγετε το ψέμα, το κάθε ψέμα, και ιδιαίτερα μη λέτε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σας. Παρακολουθείτε το ψέμα σας και προσέχετέ το την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή. Αποφεύγετε επίσης να σιχαίνεστε τους άλλους και τον εαυτό σας: αυτό που σας φαίνεται ποταπό μέσα στον ίδιο τον εαυτό σας εξαγνίζεται κιόλας απ' το γεγονός πως το παρατηρήσατε. Αποφεύγετε ακόμα και το φόβο, αν κι ο φόβος είναι αποτέλεσμα της ψευτιάς. Μην τρομάζετε ποτέ με την προσωπική σας δειλία στην αναζήτηση της αγάπης, ακόμα και τις κακές σας πράξεις σ' αυτές τις περιπτώσεις μην τις φοβάστε πολύ. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας πω τίποτα πιο ευχάριστο. Μα η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό απ' την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και τον γενικό θαυμασμό. Στις τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά στο σημείο να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ' όνειρό τους. Και να 'ναι σαν μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν. Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως-ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ' όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε το σκοπό σας μα αντίθετα ξεφύγατε απ' αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα 'χετε φτάσει στο σκοπό και θα νιώσετε καθαρά πάνω σας τη θαυματουργό δύναμη του Κυρίου που σας αγαπούσε όλο τον καιρό και μυστικά σας καθοδηγούσε. Με συγχωρείτε που δεν μπορώ να μείνω περισσότερο μαζί σας. Με περιμένουν. Χαίρετε. Η κυρία έκλαιγε.
— Η Lise, η Lise, ευλογήστε την λοιπόν, ευλογήστε την! αναταράχτηκε ξαφνικά ολάκερη.
— Αυτήν ούτε να την αγαπάει κανείς δεν αξίζει. Την έβλεπα που όλη την ώρα έκανε αταξίες, είπε αστειευόμενος ο στάρετς. Γιατί κοροϊδεύατε όλη την ώρα τον Αλεξέι;
Και πραγματικά η Lise όλη την ώρα αυτό έκανε. Είχε προσέξει απ' την περασμένη ακόμα φορά πως ο Αλιόσα τα χάνει μπροστά της και προσπαθεί να μην την κοιτάζει κι αυτό ακριβώς τη διασκέδαζε πολύ. Περίμενε επίμονα να πιάσει το βλέμμα του: ο Αλιόσα, μην μπορώντας να υποφέρει το επίμονο βλέμμα της που είχε καρφώσει πάνω του, γύριζε πού και πού άθελά του σαν να τον τραβούσε μια ακατανίκητη δύναμη και την κοίταζε κι αυτός. Τότε κείνη του χαμογελούσε κατάματα θριαμβευτικά. Ο Αλιόσα τα σάστιζε και θύμωνε με τον εαυτό του ακόμα περισσότερο. Τέλος της γύρισε εντελώς την πλάτη και κρύφτηκε πίσω απ' τον στάρετς. Ύστερ' από μερικά λεπτά τον τράβηξε η ίδια ακατανίκητη δύναμη και γύρισε να δει: τον κοιτάνε ή όχι; και είδε πως η Lise είχε γείρει έξω απ' την πολυθρόνα της και τον κοίταζε απ' το πλάι περιμένοντας με τεταμένη προσοχή πότε θα την κοιτάξει. Όταν έπιασε το βλέμμα του, έβαλε τέτοια γέλια που κι αυτός ο στάρετς δεν κρατήθηκε και είπε:
— Γιατί τον συγχύζετε, μικρή άταχτη;
Ξαφνικά η Lise κοκκίνισε, τα ματάκια της λάμψανε, το πρόσωπό της έγινε τρομερά σοβαρό κι άρχισε να μιλάει γρήγορα και νευρικά με φλογερή, θυμωμένη και παραπονιάρικη φωνή: — Κι αυτός γιατί τα ξέχασε όλα; Όταν ήμουν μικρή με κουβάλαγε στα χέρια του, παίζαμε μαζί. Το ξέρετε πως με πήγαινε στο σχολείο; Εδώ και δυό χρόνια, όταν με χαιρετούσε, έλεγε πως ποτέ δε θα με ξεχάσει, πως εμείς πάντοτε θα 'μαστε φίλοι, πάντοτε, πάντοτε! Και να που τώρα ξαφνικά με φοβάται. Μήπως τάχα θα τον φάω; Γιατί δε θέλει να με πλησιάσει, γιατί δε μου μιλάει; Γιατί δε θέλει να 'ρθει σπίτι μας; Λες και δεν τον αφήνετε σεις. Αφού το ξέρουμε πως μπορεί να πάει όπου θέλει. Εμένα δε μου πάει να τον καλέσω, αυτός πρώτος θα 'πρεπε να το θυμηθεί και να 'ρθει, αν δεν με είχε ξεχάσει. Τώρα, βλέπεις, σώζει την ψυχή του! Τι του φορέσατε τούτο το μακρύ ράσο που του φτάνει ως τους αστραγάλους;... Θα κάνει να τρέξει και θα πέσει.
Και ξαφνικά δε συγκρατήθηκε, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της κι άρχισε να γελάει με το μακρόσυρτο, νευρικό κι άφωνο γέλιο της που την ανατάραζε. Ο στάρετς την άκουσε ως το τέλος χαμογελώντας και την ευλόγησε τρυφερά. Όταν αυτή του φίλαγε το χέρι, το 'φερε ξαφνικά στα μάτια της κι έβαλε τα κλάματα:
— Μη θυμώνετε μαζί μου, είμαι ανόητη, τίποτα δεν αξίζω... Κι ο Αλιόσα μπορεί να 'χει δίκιο, πολύ δίκιο που δε θέλει να 'ρθει στο σπίτι μου μια και είμαι τόσο γελοία.
— Θα σας τον στείλω χωρίς άλλο, αποφάσισε ο στάρετς