2. ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ: I. Έφτασαν...
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - I. Έφτασαν στο Μοναστήρι
Ήταν μια θαυμάσια, ζεστή και φωτεινή μέρα. Τέλη Αυγούστου. Η συνομιλία με τον στάρετς είχε οριστεί γι' αμέσως μετά την πρωινή λειτουργία, κατά τις εντεκάμιση. Οι επισκέπτες μας όμως δεν ήρθαν να εκκλησιαστούν μα φτάσανε την ώρα του απολυτίκιου. Φτάσανε με δυό αμάξια. Με το πρώτο, ένα κομψό αμάξι με δυό ακριβά άλογα, έφτασε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ μ' έναν μακρινό συγγενή του, έναν νεαρό, κάπου είκοσι χρονών, τον Πιότρ Φόμιτς Καλγκάνοβ. Αυτός ο νέος ετοιμαζότανε για το Πανεπιστήμιο. Ζούσε τότε, δεν ξέρω γιατί, στου Μιούσοβ, κι αυτός προσπαθούσε να τον παρασύρει μαζί του στο εξωτερικό, στη Ζυρίχη ή στην Ιένα, για να γραφτεί στο εκεί Πανεπιστήμιο και να τελειώσει τις σπουδές του. Ο νεαρός δεν είχε πάρει ακόμα την απόφασή του. Ήταν σκεφτικός και κάπως αφηρημένος. Είχε ευχάριστο πρόσωπο, ήταν γεροδεμένος κι αρκετά ψηλός. Το βλέμμα του έμενε πότε-πότε παράξενα ασάλευτο: όπως κι όλοι οι πολύ αφηρημένοι άνθρωποι σας κοίταζε καμιά φορά επίμονα για πολλήν ώρα κι ωστόσο δε σας έβλεπε καθόλου. Ήταν λιγομίλητος και κάπως αδέξιος, όμως συνέβαινε κάποτε — για να λέμε την αλήθεια, μονάχα όταν βρισκότανε μόνος του με κάποιον —να γίνεται ξαφνικά τρομερά ομιλητικός, κεφάτος, χωρατατζής και να γελάει με το τίποτα. Μα ο ενθουσιασμός του έσβηνε το ίδιο απότομα και γρήγορα όπως κι άναβε. Ήταν πάντοτε καλά ντυμένος, εξεζητημένα μάλιστα. Είχε πια μιαν αρκετά μεγάλη περιουσία και περίμενε ακόμα μεγαλύτερη. Με τον Αλιόσα ήταν φίλοι.
Ο Φιόντορ Παύλοβιτς με το γιόκα του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς φτάσανε μ' ένα παλιό, σαραβαλιασμένο μα ευρύχωρο αγοραίο αμάξι με δυό κοκκινωπά, γέρικα άλογα, που έμενε πολύ πίσω απ' την άμαξα του Μιούσοβ. Απ' την προηγούμενη κιόλας μέρα είχαν ειδοποιήσει τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς για την ώρα της συνάντησης, όμως αυτός άργησε. Οι επισκέπτες αφήσανε τ ' αμάξια έξω απ ' τον περίβολο, δίπλα στον ξενώνα και πέρασαν πεζοί την πύλη του μοναστηριού. Εκτός απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς, οι υπόλοιποι τρεις φαίνεται πως ποτέ τους δεν είχαν δει μοναστήρι κι όσο για τον Μιούσοβ ίσως να 'χε και τριάντα χρόνια να πατήσει σ' εκκλησία. Κοίταζε γύρω με κάποια περιέργεια που δεν της έλειπε και κάποια επίπλαστη άνεση. Μα για το παρατηρητικό του πνεύμα δεν υπήρχε τίποτα εκτός απ' τα εκκλησιαστικά και τ ' άλλα κτίρια που, για να λέμε την αλήθεια, ήταν πολύ συνηθισμένα. Απ' την εκκλησία βγαίνανε οι τελευταίοι απ' το εκκλησίασμα με το καπέλο στο χέρι και κάνοντας το σταυρό τους. Ανάμεσα στους ανθρώπους του λαού έβλεπες και μερικούς απ' την ανώτερη τάξη, δυο-τρεις κυρίες, έναν πολύ γέρο στρατηγό. Όλοι αυτοί έμεναν στον ξενώνα. Οι ζητιάνοι τριγύρισαν αμέσως τους επισκέπτες μας μα κανένας απ' αυτούς δεν τους έδωσε τίποτα. Μονάχα ο Πετρούσα Καλγκάνοβ έβγαλε από το πορτοφόλι του δέκα καπίκια και, βιαστικός και συγχυσμένος, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, τα γλίστρησε γρήγορα-γρήγορα στο χέρι μιας χωρικής, λέγοντάς της: «να τα μοιράσετε δίκαια». Κανένας απ' τους συντρόφους του δεν του 'κανε καμιά παρατήρηση γι' αυτό, ώστε δεν υπήρχε λόγος να συγχυστεί. Μα βλέποντας πως κανείς δεν του λέει τίποτα, συγχύστηκε ακόμα περισσότερο.
Ήταν παράξενο όμως. Κανονικά έπρεπε να τους περιμένουν, ίσως μάλιστα θα 'πρεπε να τους υποδεχτούν και κάπως τιμητικά. Ένας απ' αυτούς δεν ήταν πολύς καιρός που 'χε κάνει μια δωρεά στο μοναστήρι, χίλια ρούβλια, κι ο άλλος ήταν πλουσιότατος κτηματίας και πολύ μορφωμένος άνθρωπος (που λέει ο λόγος) που απ' αυτόν εξαρτιόνταν, ως ένα σημείο, όλοι τους στο ζήτημα της αλιείας στον ποταμό, αν τυχόν κι έπαιρνε άλλη τροπή η δίκη. Μα να που παρ' όλ' αυτά δεν τους υποδέχεται κανένα απ' τα επίσημα πρόσωπα. Ο Μιούσοβ κοίταζε αφηρημένα τις ταφόπετρες δίπλα στην εκκλησία και ήταν έτοιμος να παρατηρήσει πως αυτοί οι τάφοι θα κόστισαν αρκετά ακριβά σε κείνους που θελήσανε ν' αποχτήσουν το δικαίωμα να θάψουν τους δικούς τους σ' ένα τέτοιο «άγιο» μέρος. Όμως δεν είπε τίποτα: Η απλή λιμπεραλιστική ειρωνεία του άρχισε να μεταβάλλεται εντός του σχεδόν σε θυμό.
— Διάβολε, ποιόν θα μπορούσαμε λοιπόν να ρωτήσουμε σε τούτη δω την ακαταστασία... Θα πρέπει κάτι ν' αποφασίσουμε γιατί η ώρα περνάει, πρόφερε ξαφνικά σα να τα 'λεγε στον εαυτό του.
Αναπάντεχα τους πλησίασε ένας ηλικιωμένος, φαλακρός κύριος, που φόραγε ένα φαρδύ καλοκαιριάτικο παλτό. Τα ματάκια του ήταν όλο γλύκα. Έβγαλε το καπέλο του και γλείφοντας τα χείλη του συστήθηκε σ' όλους. Ήταν ο Μαξίμοβ, τσιφλικάς απ' την περιοχή της Τούλας. Προθυμοποιήθηκε στη στιγμή να βοηθήσει τους επισκέπτες μας.
— Ο στάρετς Ζωσιμάς ζει μέσα στη σκήτη, κλεισμένος, δίχως να βγαίνει ποτέ έξω. Κάπου τετρακόσια βήματα απ' το μοναστήρι. Θα περάσετε το δασάκι, το δασάκι...
— Πως θα περάσουμε από δάσος αυτό το ξέρω κι εγώ, του απάντησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όμως δε θυμόμαστε και πολύ καλά το δρόμο, πέρασε καιρός από τότε που ξανάρθαμε.
— Να, θα βγείτε απ' αυτή την πύλη και θα τραβήξετε ίσα, απ' το δασάκι... απ' το δασάκι... Πάμε. Αν θέλετε... μπορώ εγώ... μπορώ... Να, από δω, από δω...
Βγήκανε απ' την πύλη και προχώρησαν μέσα στο δάσος. Ο τσιφλικάς Μαξίμοβ, κάπου εξήντα χρονών άνθρωπος, περπατούσε ή μάλλον έτρεχε δίπλα τους, παρατηρώντας τους όλους με μια πυρετώδικη, σχεδόν παθιασμένη περιέργεια. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί σχεδόν απ' τις κόχες τους.
— Θα πρέπει να σας πω πως πηγαίνουμε σ ' αυτόν τον στάρετς για μια προσωπική μας υπόθεση, παρατήρησε αυστηρά ο Μιούσοβ. Πήραμε σα να λέμε ακρόαση απ' το «εν λόγω πρόσωπο» και γι' αυτό, αν και σας είμαστε ευγνώμονες που μας δείξατε το δρόμο, δε θα μπορούσαμε να σας προσκαλέσουμε να μπείτε και σεις μαζί μας.
— Έχω πάει, έχω πάει, έχω πάει εκεί... Un chevalier parfait! (Ένας τέλειος ιππότης!) κι ο τσιφλικάς εξαπέλυσε μια στράκα με τα δάχτυλά του.
— Ποιος είναι ο chevalier; ρώτησε ο Μιούσοβ.
— Ο στάρετς, ο υπέροχος στάρετς, ο στάρετς... Η τιμή και η δόξα του μοναστηριού. Ο Ζωσιμάς. Είν' ένας τέτοιος στάρετς που...
Μα έκοψε τη φλυαρία του γιατί τους πρόφτασε ένας καλόγερος. Φόραγε μια κουκούλα, ήταν κάπως κοντός, πολύ ωχρός κι αδύνατος. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι ο Μιούσοβ σταμάτησαν. Ο καλόγερος έκανε μια εξαιρετικά ευγενική, σχεδόν βαθιά υπόκλιση και είπε.
— Ο πάτερ ηγούμενος σας παρακαλεί ταπεινά όλους σας, κύριοι, να έρθετε και να γευματίσετε μαζί του μετά την επίσκεψή σας στη σκήτη. Κάθεται στο τραπέζι όχι αργότερα απ' τη μία. Και σας επίσης, σας προσκαλεί, είπε στρέφοντας στον Μαξίμοβ. — Θα 'ρθω οπωσδήποτε! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που τον χαροποίησε τρομερά η πρόσκληση. Οπωσδήποτε. Και, ξέρετε, όλοι μας έχουμε δώσει το λόγο μας να φερθούμε δω πέρα καθωσπρέπει... Εσείς, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα μας τιμήσετε; — Και γιατί όχι; Αφού μάλιστα ήρθα δω πέρα ακριβώς για να δω όλες τους τις συνήθειες. Ένα πράμα μονάχα με κάνει να διστάζω. Το πως δηλαδή είστε και σεις μαζί μου τώρα, Φιόντορ Παύλοβιτς...
— Ναι, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν ήρθε ακόμα.
— Κάλλιο να 'λειπε. Μήπως νομίζετε τάχα πως μου είναι ευχάριστη η παρέα σας όταν, σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, έχω και σας στο κεφάλι μου; Λοιπόν, θα 'ρθουμε στο γεύμα. Μεταβιβάστε τις ευχαριστίες μας στον πάτερ ηγούμενο, —γύρισε κι είπε στον καλόγερο.
— Όχι, θα πρέπει πρώτα να σας οδηγήσω στον στάρετς, απάντησε κείνος.
— Αφού είν' έτσι, εγώ στο μεταξύ θα πάω στον πάτερ ηγούμενο, άρχισε να λέει ο Μαξίμοβ.
— Ο πάτερ ηγούμενος τούτη την ώρα είναι απασχολημένος, όμως πάλι όπως νομίζετε... πρόφερε αναποφάσιστα ο καλόγερος. — Φορτικότατος γεροντάκος, είπε φωναχτά ο Μιούσοβ όταν ο τσιφλικάς Μαξίμοβ ξαναπήρε τρέχοντας το δρόμο προς το μοναστήρι.
— Μοιάζει με τον φον Ζον, είπε αναπάντεχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
— Όλο κάτι τέτοια ξέρετε να λέτε... Από πού κι ως πού μοιάζει με τον φον Ζον; Τον είδατε ποτέ σας τον φον Ζον;
— Είδα τη φωτογραφία του. Έχει μιαν ακαθόριστη ομοιότητα κι ας μη μοιάζουν τα χαρακτηριστικά τους. Ακριβώς, ίδια, σας λέω. Κάτι τέτοια πράματα τα καταλαβαίνω αμέσως κι από μόνη τη φυσιογνωμία.
— Ίσως να 'χετε και δίκιο. Εσείς είστε ειδικός σ' αυτά τα ζητήματα. Όμως να τι θα 'θελα να σας πω, Φιόντορ Παύλοβιτς: Μονάχος σας είχατε τώρα μόλις την καλοσύνη να μας υπενθυμίσετε πως δώσαμε το λόγο μας να φερθούμε μ' ευπρέπεια. Μην το ξεχνάτε λοιπόν. Συγκρατηθείτε. Γιατί δεν έχω σκοπό να με θεωρήσουν εδώ πέρα όμοιό σας, αν τυχόν κι αρχίσετε να κάνετε το γελωτοποιό... Είναι, βλέπετε, τέτοιος άνθρωπος, γύρισε και είπε στον καλόγερο, που φοβάμαι να παρουσιαστώ μαζί του σε καθωσπρέπει κόσμο.
Πάνω στα χλωμά, αναιμικά χείλη του καλόγερου φάνηκε ένα λεπτό, σιωπηλό χαμόγελο που 'χε μια κάποια ιδιαίτερη πονηράδα. Όμως δεν απάντησε τίποτα και ήταν ολοφάνερο πως σώπαινε για να κρατήσει την προσωπική του αξιοπρέπεια. Ο Μιούσοβ στραβομουτσούνιασε ακόμα περισσότερο.
«Ω, που να τους πάρει ο διάολος όλους τους. Ξέρουν μονάχα μερικούς τρόπους που τους καλλιέργησαν αιώνες τώρα, μα στην πραγματικότητα όλα τούτα είναι τσαρλατανισμοί κι ανοησίες!» σκέφτηκε για μια στιγμή.
— Να η σκήτη, φτάσαμε! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Η πύλη είναι κλειστή.
Κι άρχισε να σταυροκοπιέται φαρδιά-πλατιά μπροστά στους άγιους που ήταν ζωγραφισμένοι πάνω απ' την πύλη του περίβολου και στα πλάγια της.
— Όταν πας σε ξένο μοναστήρι πρέπει να συμμορφώνεσαι με τους κανονισμούς του, παρατήρησε ύστερα. Είναι εικοσιπέντε όλοι κι όλοι οι άγιοι που σώζουν την ψυχή τους σ' αυτή τη σκήτη· κοιτάνε ο ένας τον άλλον και τρώνε λάχανα. Κι ούτε μια γυναίκα δεν περνάει τούτη την πύλη, νά ποιο είναι το αξιοπαρατήρητο. Πραγματικά έτσι γίνεται. Μονάχα, για στάσου. Πώς λοιπόν άκουσα να λένε πως ο στάρετς δέχεται κυρίες; γύρισε κι είπε ξαφνικά στον καλόγερο.
— Οι γυναίκες του λαού είναι και τώρα εδώ πέρα, να εκεί, δίπλα στο υπόστεγο κάθονται και περιμένουν. Μα για τις κυρίες της ανώτερης κοινωνίας έχουν φτιάξει έξω απ' τον περίβολο δυό δωματιάκια, νά, κείνα κει τα παράθυρα είναι, κι ο στάρετς πηγαίνει εκεί, όταν δεν είναι άρρωστος, απ' την εσωτερική είσοδο' πάντως κι έτσι βγαίνει απ' τον περίβολο. Να, και τώρα περιμένει μια κυρία που 'χει χτήματα στην περιοχή του Χάρκοβου. Είναι η Χοχλάκοβα με την παράλυτη κόρη της. Φαίνεται πως υποσχέθηκε να πάει να τις δει, αν και τον τελευταίο καιρό έχει τόσο πολύ αδυνατίσει, που και στο λαό ακόμα σπάνια παρουσιάζεται.
— Θα πει λοιπόν πως υπάρχει μολαταύτα ένα μονοπατάκι που ενώνει τις κυρίες με τη σκήτη. Μη νομίζετε πως βάζω τίποτα με το νου μου, άγιε πάτερ. Έτσι μονάχα το είπα. Ξέρετε στον Άθω, (τ' ακούσατε άραγε;) όχι μονάχα απαγορεύεται η επίσκεψη των γυναικών, μα ούτε καν επιτρέπεται να υπάρχουν κει πέρα γυναίκες είτε άλλα πλάσματα θηλυκά, όπως να πούμε κοτούλες, γαλοπούλες, γελαδίτσες...
— Φιόντορ Παύλοβιτς, θα γυρίσω πίσω και θα σας αφήσω μονάχο σας εδώ πέρα. Και χωρίς εμένα θα σας αρπάξουν απ' το γιακά και θα σας πετάξουν έξω. Σας το προλέγω.
— Μα τι έκανα, Πιότρ Αλεξάντροβιτς; Για δέστε κει, φώναξε ξαφνικά, περνώντας τον περίβολο της σκήτης. Κοιτάχτε μέσα σε τί κοιλάδα τριαντάφυλλων ζούνε.
Πραγματικά, αν και τώρα δεν υπήρχαν τριαντάφυλλα, φαίνονταν παντού σπάνια και πολύ όμορφα χινοπωριάτικα λουλούδια, παντού όπου θα μπορούσανε να φυτευτούν. Φαίνεται πως τα περιποιόταν κάποιο έμπειρο χέρι. Οι ανθώνες ήταν φτιαγμένοι στους περίβολους των εκκλησιών κι ανάμεσα στους τάφους. Το σπιτάκι όπου βρισκόταν το κελί του στάρετς ήταν ξύλινο, μονόπατο, με μια γαλαρία μπροστά στην είσοδο. Το ζώνανε κι αυτό τα λουλούδια.
— Υπήρχαν τάχα αυτά τα πράματα όταν ζούσε ο προηγούμενος στάρετς, ο Βαρσονόφιος; Λένε πως εκείνος δεν αγαπούσε τις λεπτότητες, πηδούσε απάνω και χτύπαγε μ' ένα ξύλο και τις γυναίκες ακόμα, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς ανεβαίνοντας στο κατώφλι.
— Είν' αλήθεια πως μερικές φορές ο στάρετς Βαρσονόφιος έδινε την εντύπωση θεόληπτου. Όμως διηγούνται και πολλές ανοησίες. Πάντως ποτέ του δε χτύπησε κανέναν με ξύλο, απάντησε ο καλόγερος. Και τώρα, κύριοι, περιμένετε λιγάκι, θα πάω να ειδοποιήσω πως φτάσατε.
Φιόντορ Παύλοβιτς, για τελευταία φορά σας λέω να φερθείτε όπως αρμόζει. Μ' ακούτε; Αλλιώς θα μου το πληρώσετε, πρόφτασε να πει μιαν ακόμα φορά ο Μιούσοβ.
Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας έχει πιάσει τούτη η μεγάλη ταραχή, είπε κοροϊδευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Η, μήπως τάχα φοβάστε τις αμαρτιούλες σας; Γιατί αυτός, καθώς λένε, κι απ' τα μάτια μονάχα καταλαβαίνει αμέσως για ποιο σκοπό έρχεται ο καθένας. Όμως πώς το πάθατε και δίνετε τόση σημασία στη γνώμη τους, εσείς, ένας Παριζιάνος, ένας προοδευτικός κύριος; Μα την αλήθεια, με κάνετε κι απορώ! Μα ο Μιούσοβ δεν πρόφτασε ν' απαντήσει σ' αυτό το σαρκασμό. Τους παρακαλέσανε να μπουν. Μπήκε κάπως εκνευρισμένος...
«Τώρα πια ξέρω προκαταβολικά τι θα συμβεί. Είμαι εκνευρισμένος, θ' αρχίσω να καυγαδίζω... θα εξαφθώ και θα ταπεινώσω έτσι τον εαυτό μου και την ιδέα», σκέφτηκε.