2. V. Και Ούτω Γενήσεται
Ο Στάρετς έλειψε απ' το κελί κάπου εικοσιπέντε λεπτά. Ήταν πια περασμένες δωδεκάμιση κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που για χάρη του είχαν μαζευτεί όλοι, δεν είχε έρθει ακόμα. Μα τον ξεχάσανε σχεδόν κι όταν ο στάρετς ξαναμπήκε στο κελί, βρήκε όλους τους επισκέπτες του να συζητάνε ζωηρά. Περισσότερο απ' όλους έπαιρναν μέρος στη συζήτηση ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι οι δυό ιερομόναχοι. Δοκίμαζε κι ο Μιούσοβ—και κατά τα φαινόμενα με μεγάλη ζέση— να πάρει μέρος στην κουβέντα, όμως και πάλι ήταν άτυχος. Ήταν φανερό πως βρισκόταν στο δεύτερο πλάνο, τόσο που πολλές φορές ούτε του απαντούσαν καν κι αυτό μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τη νευρικότητά του. Και τούτο γιατί και προηγούμενα συχνά διαξιφιζόταν με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς επιδεικνύοντας τις γνώσεις του και δεν μπορούσε ν' ανεχτεί ψύχραιμα την υπεροπτική του στάση: «Ως τα τώρα τουλάχιστον στεκόμουν στο ύψος όλων των πρωτοποριακών ρευμάτων της Ευρώπης, όμως αυτή η καινούργια γενιά μας αγνοεί εντελώς», έλεγε μέσα του. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που μονάχος του είχε δώσει το λόγο του να κάτσει ήσυχος και να σωπάσει, για κάμποσην ώρα δεν είπε λέξη, μα παρακολουθούσε μ' ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο το γείτονά του, τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς, και ήταν φανερό πως χαιρότανε με τον εκνευρισμό του. Από καιρό πια ετοιμαζότανε να του ξεπληρώσει μερικά πράματα και τώρα δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία. Τέλος δε βάσταξε. Έσκυψε προς τον ώμο του γείτονα και τον ειρωνεύτηκε χαμηλόφωνα για μιαν ακόμα φορά:
— Γιατί τάχα δε φύγατε πριν από λίγο όταν είπα κείνο το «ευλαβώς ασπαζόμενος» και δεχτήκατε να μείνετε με μια τόσο αταίριαστη για σας παρέα; Θα σας το πω εγώ. Μείνατε γιατί νιώθατε τον εαυτό σας ταπεινωμένο και καταφρονημένο και θέλατε να πάρετε τη ρεβάνς επιδεικνύοντας την εξυπνάδα σας.
Τώρα πια δε θα φύγετε προτού επιδείξετε τη σοφία σας.
— Πάλι αρχίσατε; Απεναντίας τώρα αμέσως θα φύγω.
— Τελευταίος, τελευταίος απ' όλους θα φύγετε! τον κέντησε ακόμα μια φορά ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
Αυτό έγινε σχεδόν τη στιγμή που γύριζε ο στάρετς. Ο καυγάς σταμάτησε για λίγο μα ο στάρετς, όταν ξανακάθισε στη θέση του, τους κοίταξε όλους ένα γύρω σαν να τους έλεγε ευπροσήγορα να συνεχίσουν. Ο Αλιόσα, που 'χε μάθει την κάθε σχεδόν έκφραση του προσώπου του, έβλεπε καθαρά πως είναι τρομερά κουρασμένος και πως με μεγάλη προσπάθεια κατορθώνει να υπερνικάει την κούρασή του. Τον τελευταίο καιρό λιποθυμούσε καμιά φορά απ' την αδυναμία. Σχεδόν η ίδια χλωμάδα που εμφανιζόταν και πριν απ' τις λιγοθυμίες απλωνόταν τώρα στο πρόσωπό του τα χείλη του είχαν γίνει κάτασπρα. Μα, καθώς φαίνεται, δεν ήθελε να διαλύσει τη συγκέντρωση. Λες και είχε το σκοπό του — ποιόν λοιπόν; Ο Αλιόσα τον παρακολουθούσε επίμονα.
— Συζητούμε για το περιεργότατο άρθρο του κυρίου από δω, είπε ο ιερομόναχος Ιωσήφ, ο βιβλιοθηκάριος, μιλώντας στον στάρετς και δείχνοντας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Έχει πολλές καινούργιες απόψεις, μα η θέση του φαίνεται δίκοπη, Ο κύριος μ' ένα άρθρο σε κάποιο περιοδικό για το ζήτημα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και για τη δικαιοδοσία τους απάντησε σ' ένα θεολόγο που έγραψε για το ίδιο ζήτημα ολόκληρο βιβλίο...
— Δυστυχώς δε διάβασα το άρθρο σας, όμως έχω ακούσει να μιλούν γι' αυτό, απάντησε ο στάρετς κοιτάζοντας επίμονα και διαπεραστικά τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Ο κύριος υποστηρίζει μια περιεργότατη άποψη, συνέχισε ο πάτερ-βιβλιοθηκάριος. Καθώς φαίνεται, αρνείται εντελώς το διαχωρισμό της Εκκλησίας απ' το Κράτος στο ζήτημα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
— Αυτό είναι ενδιαφέρον. Μα πώς ακριβώς το εννοείτε; ρώτησε ο στάρετς τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
Αυτός του απάντησε επιτέλους μα χωρίς νά 'χει καθόλου το ύφος μορφωμένου ανθρώπου που μιλάει «άφ' υψηλού» καθώς φοβόταν απ' την προηγούμενη ακόμα μέρα ο Αλιόσα. Τα 'λεγε μετριόφρονα και συγκρατημένα, με μια φανερή φιλοφροσύνη και, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει κανείς, χωρίς καμιάν οπισθοβουλία.
— Ξεκινάω απ' τη θέση πως αυτή η ανάμιξη των δύο στοιχείων, της ουσίας δηλαδή του Κράτους και της ουσίας της Εκκλησίας θα γίνεται βέβαια αιωνίως, παρ' όλο που μια συνταύτισή τους είναι ανέφικτη και παρ' όλο που δε θα κατορθωθεί ποτέ να σταθεροποιηθεί σαν μια φυσική ή έστω παραδεχτή κατάσταση. Και τούτο γιατί το ψεύδος βρίσκεται στη ίδια τη βάση αυτού του ζητήματος. Κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατος κάθε συμβιβασμός ανάμεσα στο Κράτος και στην Εκκλησία σε ζητήματα σαν κι αυτό των δικαστηρίων. Ο θεολόγος στον οποίον απάντησα, βεβαιώνει πως η Εκκλησία έχει μιαν ακριβέστατα καθορισμένη θέση μέσα στο Κράτος. Εγώ, όμως, του απάντησα πως απεναντίας η Εκκλησία πρέπει να περιλαμβάνει μέσα της όλο το Κράτος κι όχι να πιάνει μέσα του μονάχα κάποια γωνίτσα και πως αν αυτό, για έναν οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να γίνει σήμερα, τότε η ουσία των πραγμάτων απαιτεί να μπει αυτό σαν ο κυριότερος αντικειμενικός σκοπός της παραπέρα ανάπτυξης της χριστιανικής κοινωνίας.
— Πολύ-πολύ σωστά! είπε σταθερά και νευρικά ο πάτερ Παΐσιος, ο σιωπηλός και μορφωμένος ιερομόναχος.
— Αυτό είναι καθαρότατος ουλτραμοντανισμός (Δόγμα των οπαδών της απόλυτης διοικητικής εξάρτησης της γαλλικής Εκκλησίας απ' τον Πάπα. Σ.τ.Μ. ), φώναξε ο Μιούσοβ κι έβαλε ανυπόμονα το 'να πόδι πάνω στ' άλλο.
— Τι λέτε κει. Εμείς ούτε βουνά (Λογοπαίγνιο. Στα γαλλικά montagne = βουνό. Σ.τ.Μ. ), δεν έχουμε! φώναξε ο πάτερ Ιωσήφ και γυρίζοντας στον στάρετς συνέχισε: Ο κύριος απαντάει ακόμα και στις παρακάτω «βασικές και ουσιαστικές» θέσεις του αντιπάλου του που, σημειώστε, είναι θεολόγος. Πρώτο: πως «κανένας κοινωνικός σύνδεσμος δεν μπορεί και δεν πρέπει να σφετερίζεται την εξουσία, να επεμβαίνει στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των μελών του». Δεύτερο: «πως τα κακουργοδικεία και τα πολιτικά δικαστήρια δεν πρέπει ν' ανήκουν στην Εκκλησία και δε συμβιβάζονται με τον χαρακτήρα της σαν θεϊκού θεσμού και σαν συνδέσμου ανθρώπων που επιδιώκουν θρησκευτικούς σκοπούς» και τέλος τρίτο: «πως η εκκλησία δεν είναι βασιλεία του κόσμου τούτου»...
— Παίζει με τις λέξεις κατά τρόπο που καθόλου δεν ταιριάζει σ' ένα θεολόγο! δε βάσταξε και διέκοψε και πάλι ο πάτερ Παΐσιος. Το διάβασα το βιβλίο στο οποίο απαντήσατε, γύρισε και είπε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, κι απόρησα με τα λόγια ενός θεολόγου που λέει πως «η Εκκλησία δεν είναι βασιλεία του κόσμου τούτου». Μα αν δεν ήταν του κόσμου τούτου, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καθόλου στη γη. Στο άγιο ευαγγέλιο τα λόγια «δεν είναι του κόσμου τούτου» είναι ειπωμένα με εντελώς διαφορετική έννοια. Δεν επιτρέπεται να παίζει κανείς μ' αυτά τα λόγια. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήρθε ακριβώς για να εγκαθιδρύσει επί της γης την Εκκλησία. Εννοείται πως η βασιλεία των ουρανών δεν είναι του κόσμου τούτου μα υπάρχει στα ουράνια. Όμως δεν μπορεί να εισέλθει κανείς εκεί παρά μονάχα δια μέσου της Εκκλησίας που είναι θεμελιωμένη και ιδρυμένη επί της γης. Γι' αυτό είναι απαράδεχτο κι αναξιοπρεπές να κάνει κανείς κοσμικά λογοπαίγνια πάνω σ' αυτό το θέμα. Η Εκκλησία είναι στ' αλήθεια μια βασιλεία και προώρισται να βασιλεύσει. Είναι σίγουρο πως τελικά θα γίνει μια παγκόσμια βασιλεία. Έχουμε επαγγελία πως έτσι θα γίνει...
Σώπασε ξαφνικά σάμπως να συγκράτησε τον εαυτό του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τον άκουσε με σεβασμό και με μεγάλη προσοχή και ύστερα ήρεμα συνέχισε να μιλάει όπως και πρώτα πρόθυμα κι ανοιχτόκαρδα στον στάρετς:
— Τούτη είναι όλη η κύρια ιδέα του άρθρου μου: τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, η νέα θρησκεία εμφανιζότανε στη γη μονάχα σαν Εκκλησία και ήταν μονάχα Εκκλησία. Μα όταν το ειδωλολατρικό Ρωμαϊκό Κράτος θέλησε να γίνει χριστιανικό, η φύση των πραγμάτων ήταν τέτοια που συνέβη το εξής: όταν ασπάστηκε το χριστιανισμό, το μόνο που έκανε ήταν να ενσωματώσει μέσα του την Εκκλησία, ενώ ουσιαστικά έμενε όπως και πριν ένα κράτος ειδωλολατρικό σε πολλές του εκδηλώσεις. Κι εξάλλου δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Η Ρώμη, σαν Κράτος, είχε διατηρήσει πάρα πολλά στοιχεία του ειδωλολατρικού πολιτισμού και της ειδωλολατρικής σοφίας, που ήταν μάλιστα οι ίδιοι οι σκοποί και οι βάσεις του Κράτους. Απ' την άλλη μεριά η Εκκλησία του Χριστού, έχοντας μπει πια στο Κράτος, δεν μπορούσε φυσικά να εγκαταλείψει καμιάν απ' τις βασικές αρχές της κι ούτε βέβαια τον ακρογωνιαίο της λίθο και πάντοτε επεδίωκε το σκοπό της που της τον υπέδειξε από μιας αρχής ο ίδιος ο Κύριος, να μεταβάλει δηλαδή όλο τον κόσμο και κατά συνέπεια και το παλιό ειδωλολατρικό κράτος σ' Εκκλησία. Δεν πρέπει λοιπόν η Εκκλησία να επιδιώκει σαν μελλοντική κατάχτηση να βρει μιαν ορισμένη θέση μέσα στο Κράτος όπως κάνει «κάθε κοινωνικός σύνδεσμος» ή «ένας σύνδεσμος ανθρώπων που επιδιώκουν θρησκευτικούς σκοπούς» — όπως εκφράζεται για την Εκκλησία ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου — μα απεναντίας, κάθε Κράτος της γης θα 'πρεπε τελικά να μεταβληθεί πέρα για πέρα σ' Εκκλησία και να μη γίνει παρά μονάχα Εκκλησία, εγκαταλείποντας όλους εκείνους τους σκοπούς που δε συνταυτίζονται με τους σκοπούς της Εκκλησίας. Και όλ' αυτά καθόλου δε θα το ταπεινώσουν, δε θα του αφαιρέσουν ούτε την τιμή ούτε τη δόξα που έχει σαν μεγάλο κράτος, ούτε τη δόξα των κυριάρχων του, μα θα το βγάλουν απ ' το δρόμο της ψευτιάς και του ειδωλολατρισμού, απ' το λαθεμένο δρόμο και θα το οδηγήσουν στο σωστό, στον αληθινό δρόμο, το μοναδικό δρόμο που οδηγεί στους αιώνιους σκοπούς. Να γιατί ο συγγραφέας του βιβλίου Αι Βάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων θα 'χε δίκιο αν, βρίσκοντας και προτείνοντας τούτες τις βάσεις, τις θεωρούσε προσωρινές και τις έβλεπε μονάχα σαν ένα απαραίτητο συμβιβασμό για την αμαρτωλή εποχή μας που 'ναι γεμάτη ατέλειες. Μα μόλις ο συγγραφέας αυτών των θέσεων παίρνει το θάρρος ν' ανακοινώσει πως τούτες οι βάσεις που προτείνει τώρα και που μερικές μας απαρίθμησε μόλις ο πάτερ Ιωσήφ, είναι αδιάσειστες, φυσικές κι αιώνιες, στρέφεται αμέσως ενάντια στην Εκκλησία κι ενάντια στον ιερό, αιώνιο κι αδιάσειστο προορισμό της. Αυτό είναι όλο το άρθρο μου σε περίληψη.
— Δηλαδή με δύο λόγια, είπε και πάλι ο πάτερ Παΐσιος τονίζοντας την κάθε του λέξη, σύμφωνα με μερικές θεωρίες που εμφανίστηκαν καθαρά στο δέκατο ένατο αιώνα μας, η Εκκλησία πρέπει να εξελίσσεται σε Κράτος και να μεταβάλλεται κατά κάποιον τρόπο από κατώτερο σ' ανώτερο είδος για να εξαφανιστεί αργότερα μέσα του, παραχωρώντας τη θέση της στην επιστήμη, στο πνεύμα της εποχή μας και στον πολιτισμό. Αν δεν το θέλει αυτό κι αντιστέκεται, τότε της παραχωρείται μια γωνιά μέσα στο Κράτος. Μα και κει ακόμα είναι υπό επιτήρηση. Αυτό γίνεται παντού στην εποχή μας στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Μα κατά τη ρούσικη αντίληψη και τη ρούσικη ελπίδα πρέπει όχι η Εκκλησία να εξελιχτεί σε Κράτος περνώντας τάχα από κατώτερο σ' ανώτερο τύπο, μα απεναντίας πρέπει το Κράτος να εξαφανιστεί και ν' αξιωθεί να γίνει αποκλειστικά Εκκλησία και μονάχα Εκκλησία. Και ούτω γενήσεται! Ούτω γενήσεται! — Τώρα μάλιστα! Παραδέχομαι πως μ' ενθαρρύνατε αρκετά, είπε ειρωνικά ο Μιούσοβ αλλάζοντας και πάλι το 'να πόδι πάνω στ' άλλο. Απ' όσα καταλαβαίνω πρόκειται για την πραγματοποίηση κάποιου ιδανικού απείρως μακρινού μέχρι δευτέρας παρουσίας. Αυτό είναι ένας ευσεβής πόθος. Είναι ένα ουτοπικό όνειρο για την εξαφάνιση των πολέμων, των διπλωματών, των τραπεζών κ.τ.λ. Μοιάζει μάλιστα και με σοσιαλισμό. Και 'γω που νόμιζα πως όλ' αυτά λέγονται σοβαρά και πως η Εκκλησία από τώρα κιόλας θ' άρχιζε να δικάζει τα κακουργήματα και να επιβάλλει την ποινή του ραβδισμού και του κάτεργου ή ίσως-ίσως και του θανάτου!
— Μα και τώρα ακόμα, αν το μόνο δικαστήριο που υπήρχε ήταν το εκκλησιαστικό, και τώρα ακόμα η Εκκλησία δε θα 'στελνε κανέναν στο κάτεργο ούτε θα καταδίκαζε κανέναν σε θάνατο. Το έγκλημα κι ο τρόπος που το αντικρύζουμε, αναντίρρητα θ' αλλάζανε τότε, σιγά-σιγά βέβαια κι όχι ξαφνικά κι απότομα, μα όπως και να 'ναι αρκετά σύντομα... πρόφερε χωρίς να παίξει το μάτι του ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Σοβαρά το λέτε αυτό; ρώτησε ο Μιούσοβ και τον κοίταξε επίμονα.
— Αν όλα γίνονταν Εκκλησία, τότε, αυτή θ' αφόριζε τον εγκληματία και τον ανυπάκουο και δε θα 'κοβε κεφάλια, συνέχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Και σας ρωτάω: Πού θα πήγαινε ο αφορισμένος; Γιατί τότε θα 'πρεπε να φύγει όχι μονάχα απ' τους ανθρώπους μα κι απ' το Χριστό. Γιατί με το έγκλημά του θα ξεσηκωνόταν όχι μονάχα ενάντια στους ανθρώπους μα κι ενάντια στην Εκκλησία του Χριστού. Ουσιαστικά, αν το πάρουμε κατά λέξη, αυτό συμβαίνει και τώρα, μα δεν έχει διακηρυχθεί επίσημα, έτσι που η συνείδηση του σημερινού εγκληματία συμβιβάζει πολλές, πάρα πολλές φορές τα πράματα: «Έκλεψα, μάτια μου, μα δεν πάω ενάντια στην Εκκλησία, δεν είμαι εχθρός του Χριστού». Αυτό λέει πολύ συχνά από μέσα του ο τωρινός εγκληματίας. Μα τότε, όταν η Εκκλησία πάρει τη θέση του Κράτους, θα του ήταν δύσκολο να πει το ίδιο, γιατί θα 'πρεπε ν' απαρνηθεί την Εκκλησία όλης της γης: «Όλοι κάνουν λάθος, μάτια μου, όλοι έχουν πάρει το στραβό δρόμο, όλοι είναι ψεύτικη Εκκλησία και μονάχα εγώ, ο φονιάς κι ο κλέφτης, είμαι η αληθινή χριστιανική Εκκλησία». Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο να το πει κανείς στον εαυτό του, χρειάζεται να υπάρξουν εντελώς εξαιρετικές συνθήκες και περιστάσεις που δεν παρουσιάζονται συχνά. Τώρα, πάρτε απ' την άλλη μεριά και την άποψη της Εκκλησίας για το έγκλημα: δεν πρέπει τάχα ν' αλλάξει σε σχέση με τη σημερινή, τη σχεδόν ειδωλολατρική, κι από μηχανική αποκοπή του μολυσμένου μέλους —όπως γίνεται σήμερα για την ασφάλεια της κοινωνίας— να μεταβληθεί σε μια πλήρη κι αληθινή ιδέα αναγέννησης του ανθρώπου, ανάστασής του και σωτηρίας του;..
— Δηλαδή τι θα πει αυτό; Πάλι αρχίζω να μην καταλαβαίνω, τον διέκοψε ο Μιούσοβ. Πάλι όνειρα, όνειρα, πάλι άμορφα κι ασύλληπτα πράματα. Για ποιόν αφορισμό πρόκειται; Υποπτεύομαι, μα την αλήθεια, πως μας κοροϊδεύετε, Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Μα στην πραγματικότητα το ίδιο συμβαίνει και τώρα, άρχισε να λέει ξαφνικά ο στάρετς κι όλοι γύρισαν με μιας προς το μέρος του. Γιατί αν δεν υπήρχε τώρα η Εκκλησία του Χριστού, ο εγκληματίας δε θα 'χε κανένα φρένο στα κακουργήματά του κι ούτε θα υπήρχε καμιά τιμωρία, δηλαδή αληθινή τιμωρία κι όχι μηχανική, όπως ειπώθηκε μόλις τώρα και που το μόνο που κάνει είναι να εξερεθίζει στις περισσότερες περιπτώσεις τον άνθρωπο. Δε θα υπήρχε τιμωρία πραγματική, δε θα υπήρχε η μοναδική, αποτελεσματική τιμωρία, η μοναδική τιμωρία που φοβίζει τον εγκληματία και τον κατευνάζει και που εδρεύει στην ίδια του τη συνείδηση.
— Πώς αυτό παρακαλώ; ρώτησε με ζωηρότατη περιέργεια ο Μιούσοβ.
— Νά πώς, άρχισε να λέει ο στάρετς. Ολ' αυτά τα καταναγκαστικά έργα της εξορίας και οι ξυλοδαρμοί δε διορθώνουν κανέναν και, το κυριότερο, ούτε και φοβίζουν κανέναν κακούργο, έτσι που τα εγκλήματα όχι μονάχα δε λιγοστεύουν, μα όσο πάει γίνονται και περισσότερα. Σ' αυτό πια δεν μπορεί παρά να συμφωνήσετε. Ώστε βγαίνει το συμπέρασμα πως η κοινωνία δεν εξασφαλίζεται καθόλου μ' αυτό τον τρόπο γιατί παρ' όλο που αποκόπτεται μηχανικά το βλαβερό μέλος και εξορίζεται μακριά, έτσι που κανένας πια δεν το βλέπει, στη θέση του εμφανίζεται αμέσως άλλος κακούργος, ίσως μάλιστα κι άλλοι δυό. Αν υπάρχει κάτι που προφυλάσσει την κοινωνία ακόμα και στην εποχή μας και διορθώνει τον εγκληματία μεταβάλλοντάς τον σε άλλον άνθρωπο, αυτό το κάτι δεν είναι παρά μονάχα ο νόμος του Χριστού που εκδηλώνεται με την τύψη της συνείδησης. Μονάχα όταν παραδεχτεί την ενοχή του σαν τέκνο της έν Χριστώ κοινωνίας, δηλαδή της Εκκλησίας, παραδέχεται και το κακό που έκανε στην ίδια την κοινωνία, δηλαδή στην Εκκλησία. Έτσι λοιπόν μονάχα μπροστά στην Εκκλησία μπορεί να παραδεχτεί την ενοχή του και ποτέ μπροστά στο Κράτος. Αν το δικαστήριο ανήκε σε μια κοινωνία που θα 'ταν πραγματικά Εκκλησία, τότε αυτή θα 'ξερε ποιόν αφορισμένο θα 'πρεπε να ξαναδεχτεί στους κόλπους της. Ενώ τώρα, μη διαθέτοντας η Εκκλησία καμιάν αποτελεσματική δικαστική εξουσία, μα έχοντας μονάχα το δικαίωμα της ηθικής καταδίκης, παραιτείται και η ίδια απ' την τιμωρία του εγκληματία. Δεν τον αφορίζει μα πάντοτε τον καθοδηγεί πατρικά. Κι όχι μονάχα αυτό. Προσπαθεί να διατηρήσει όλους τους χριστιανικούς δεσμούς με τον εγκληματία: του επιτρέπει να παρακολουθεί τη λειτουργία, να μεταλαβαίνει, να ελεεί και του φέρεται σαν να 'ταν αιχμάλωτος κι όχι ένοχος. Και τι θα γινόταν ο εγκληματίας —ω, Θεέ μου!— αν και η χριστιανική κοινωνία, δηλαδή η Εκκλησία, τον έδιωχνε έτσι όπως τον διώχνει και τον αποκόπτει ο νόμος της πολιτείας; Τι θα γινόταν αν την τιμωρία του Κράτους την ακολουθούσε αμέσως και πάντοτε η τιμωρία της Εκκλησίας; Δε θα μπορούσε τότε να υπάρξει μεγαλύτερη απόγνωση, τουλάχιστον για το Ρώσο εγκληματία, γιατί οι Ρώσοι εγκληματίες είναι θρήσκοι ακόμα. Ποιος ξέρει αλήθεια; Ίσως τότε να γίνονταν φοβερά πράματα. Ίσως ο εγκληματίας να έχανε την πίστη του. Και τότε τι θα γινόταν; Όμως η Εκκλησία, που είναι σπλαχνική κι αγαπάει τους ανθρώπους, αποφεύγει μονάχη της την ενεργό τιμωρία γιατί και χωρίς αυτήν ο ένοχος τιμωρήθηκε κιόλας πολύ βαριά απ' το νόμο του Κράτους και πρέπει κάποιος να βρεθεί να τον συμπονέσει. Κι ο κυριότερος λόγος που αποφεύγει να τιμωρήσει είναι γιατί η Δικαιοσύνη της Εκκλησίας είναι η μόνη που περικλείνει την αλήθεια και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνδυαστεί με καμιάν άλλη Δικαιοσύνη ούτε ηθικά ούτε ουσιαστικά, κι ούτε να 'ρθει έστω και σε προσωρινό συμβιβασμό μαζί της. Σ' αυτό το ζήτημα δε χωράνε συμβιβασμοί. Λένε πως ο εγκληματίας στο εξωτερικό, πολύ σπάνια μετανοεί γιατί κι αυτές ακόμα οι πιο σύγχρονες θεωρίες τον βεβαιώνουν πως το έγκλημά του δεν είναι έγκλημα μα μονάχα μια εξέγερση ενάντια στην άδικη καταπίεση και στη βία. Η κοινωνία τον αποκόπτει απ' το σύνολο εντελώς μηχανικά, θριαμβεύοντας πάνω του μονάχα με τη βία και συνοδεύει τον εξοστρακισμένον με το μίσος της —έτσι λένε τουλάχιστον οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι για τον εαυτό τους— τον μισούν και, παρ' όλο που 'ναι αδερφός τους, μένουν εντελώς αδιάφοροι και δε φροντίζουν καθόλου για τη μελλοντική του τύχη. Έτσι όλα γίνονται χωρίς την παραμικρότερη συμπόνια από μέρους της Εκκλησίας, γιατί τις πιο πολλές φορές εκεί δεν υπάρχει καθόλου Εκκλησία μα μείνανε μονάχα οι εκκλησιαστικοί και τα μεγαλόπρεπα κτίρια των ναών, και οι εκκλησίες προσπαθούν να περάσουν απ' την κατώτερη μορφή, δηλαδή της Εκκλησίας, σε μιαν ανώτερη μορφή, του Κράτους, ώσπου να εξαφανιστούν ολότελα μέσα του. Έτσι τουλάχιστον νομίζω πως γίνεται στις λουθηρανικές χώρες. Όσο για τη Ρώμη, εκεί πια είναι χίλια χρόνια που το Κράτος έχει πάρει τη θέση της Εκκλησίας. Γι ' αυτό κι ο εγκληματίας δε θεωρεί πια τον εαυτό του μέλος της Εκκλησίας κι όταν τον εξοστρακίζουν φτάνει στην πλήρη απόγνωση. Κι αν επιστρέφει κάποτε στην κοινωνία, νιώθει συχνά ένα τέτοιο μίσος, που η ίδια η κοινωνία τον αποφεύγει και τον εξοστρακίζει. Μπορείτε μόνοι σας να καταλάβετε πού οδηγούν όλ' αυτά. Έχει κανείς την εντύπωση πως σε πολλές περιπτώσεις και στη χώρα μας το ίδιο γίνεται. Όμως εδώ, κι αυτό είναι το σπουδαίο, εκτός απ' τα πολιτικά δικαστήρια έχουμε και την Εκκλησία που δε χάνει ποτέ την επαφή της με τον εγκληματία, θεωρώντας τον πάντοτε σαν ακριβό κι αγαπητό της τέκνο. Και υπάρχει ακόμα και διατηρείται, έστω και μονάχα σαν ιδέα, η Δικαιοσύνη της Εκκλησίας που κι αν ακόμα δε δρα ενεργητικά προς το παρόν, υπάρχει σαν μια σκέψη μελλοντική, έστω και σαν όνειρο. Και χωρίς αμφιβολία κι ο ίδιος ο εγκληματίας την αναγνωρίζει με το ένστιχτο της ψυχής του. Είναι σωστό κι αυτό που ειπώθηκε πριν από λίγο, πως δηλαδή, αν πραγματικά γινόταν το δικαστήριο της Εκκλησίας και λειτουργούσε με όλα του τα δικαιώματα, αν δηλαδή όλη η κοινωνία μεταβαλλόταν σ' Εκκλησία, τότε, όχι μονάχα το εκκλησιαστικό δικαστήριο θα επηρέαζε τον εγκληματία όσο τίποτα δεν τον επηρεάζει τώρα, μα ίσως-ίσως και τα εγκλήματα να λιγόστευαν σ' απίστευτο βαθμό, Μα και η Εκκλησία — σ ' αυτό δε χωράει αμφιβολία — θ ' αντιμετώπιζε τον μελλοντικό εγκληματία και τα μελλοντικά εγκλήματα μ' εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι γίνεται σήμερα και θα 'ξερε πώς να επαναφέρει τον αφορισμένο στους κόλπους της, πώς να προλάβει το κακό και πώς ν' αναγεννήσει τον εκπεσμένο. Είν' αλήθεια, χαμογέλασε ανάλαφρα ο στάρετς, πως σήμερα ούτε και η χριστιανική κοινωνία είναι έτοιμη να δεχτεί μια τέτοιαν αλλαγή μια και οι ενάρετοι μετριούνται στα δάχτυλα. Μα επειδή αυτοί δε χάνουν την πίστη τους, όλη η κοινωνία στέκει ατράνταχτη προσμένοντας την πλήρη μετατροπή της ειδωλολατρικής σχεδόν κοινωνίας σε μιαν ενιαία, οικουμενική και πανίσχυρη Εκκλησία. Και ούτω γενήσεται, ούτω γενήσεται έστω και στη συντέλεια των αιώνων, γιατί τούτο μονάχα είναι προορισμένο να συμβεί! Και δεν υπάρχει λόγος να ταράζεται κανείς με υπολογισμούς και διορίες, γιατί το μυστικό του χρόνου και της διορίας το ξέρει μονάχα η σοφία του Θεού, η προβλεπτικότητά Του και η αγάπη Του. Κι αυτό που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ανθρώπου μπορεί να 'ναι πολύ μακριά ακόμα, ίσως από προαπόφαση του Θεού να βρίσκεται κιόλας στις παραμονές, να 'χει φτάσει κιόλας προ των πυλών. Ούτω γενήσεται. Ούτω γενήσεται.
— Ούτω γενήσεται! επικύρωσε με ευλάβεια κι αυστηρότητα ο πάτερ Παΐσιος.
— Παράξενο, πάρα πολύ παράξενο! πρόφερε ο Μιούσοβ, όχι και πολύ ζωηρά, με κάποια συγκρατημένη αγανάχτηση.
— Τι σας φαίνεται λοιπόν τόσο παράξενο; ρώτησε με κάποια προφύλαξη ο πάτερ Ιωσήφ.
— Μα τι 'ναι όλ' αυτά τέλος πάντων; ξεφώνισε ο Μιούσοβ, λες και ξέσπασε ξαφνικά. Παραμερίζεται το Κράτος απ' τη γη και η Εκκλησία ανυψώνεται στο επίπεδο του Κράτους! Αυτό πια δεν είναι ουλτραμοντανισμός, αυτό είναι σουπερουλτραμοντανισμός! Αυτό δεν το ονειρεύτηκε ούτε ο Πάπας Γρηγόριος ο έβδομος!
— Εντελώς λαθεμένα το καταλάβατε! πρόφερε αυστηρά ο πάτερ Παΐσιος. Καταλάβετέ το, λοιπόν, πως δε μεταμορφώνεται η Εκκλησία σε Κράτος. Αυτό είναι το όνειρο της Ρώμης. Αυτό είναι ο τρίτος πειρασμός του Σατανά! Μα απεναντίας το Κράτος μεταμορφώνεται σ' Εκκλησία, ανυψώνεται στο επίπεδο της Εκκλησίας και γίνεται παγκόσμια Εκκλησία, πράμα που είναι εντελώς αντίθετο και απ' τον ουλτραμοντανισμό και απ' τη Ρώμη και απ' τα δικά σας λόγια και είναι μονάχα ο μεγάλος προορισμός της Ορθοδοξίας σε τούτο τον κόσμο. Αυτό το άστρο θ' αναλάμψει απ' την Ανατολή.
Ο Μιούσοβ έμεινε βαρυσήμαντα σιωπηλός. Όλη του η εμφάνιση έδειχνε καταπληκτική αυτοεκτίμηση. Στα χείλη του φάνηκε ένα χαμόγελο συγκαταβατικής ανωτερότητας. Ο Αλιόσα τα παρακολουθούσε όλα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Όλη τούτη η συζήτηση τον είχε συγκινήσει βαθιά. Έριξε τυχαία ένα βλέμμα στον Ρακίτιν. Αυτός στεκόταν ακίνητος στη θέση του, κοντά στην πόρτα, ακούγοντας και κοιτάζοντας προσεχτικά αν και είχε χαμηλωμένα τα μάτια του. Μα απ' το ζωηρό κοκκίνισμα στα μάγουλά του, ο Αλιόσα κατάλαβε πως κι ο Ρακίτιν δεν ήταν λιγότερο ταραγμένος. Κι ο Αλιόσα ήξερε πολύ καλά γιατί ήταν ταραγμένος.
— Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ ένα μικρό περιστατικό, καλοί μου κύριοι, άρχισε να λέει ξαφνικά ο Μιούσοβ μ' ένα επιβλητικό κι εξαιρετικά αξιοπρεπές ύφος: Στο Παρίσι, εδώ και κάμποσα χρόνια, λίγον καιρό μετά το πραξικόπημα του Δεκέμβρη, μου 'τυχε μια φορά, σε μιαν επίσκεψή μου σ' ένα πολύ-πολύ σημαντικό πρόσωπο που βρισκόταν στα πράγματα, να συναντήσω έναν περιεργότατο κύριο. Αυτό το άτομο δεν ήταν ακριβώς αστυνομικό λαγωνικό μα κάτι σαν διευθυντής μιας ολόκληρης ομάδας λαγωνικών της πολιτικής αστυνομίας, που είναι στο είδος του ένα αρκετά σπουδαίο αξίωμα. Βρίσκοντας λοιπόν την ευκαιρία έπιασα απ' τη μεγάλη μου περιέργεια κουβέντα μαζί του. Κι επειδή αυτός δεν είχε έρθει σαν γνώριμος μα σαν υφιστάμενος για να κάνει κάποιαν αναφορά, μου 'κανε την τιμή, βλέποντας πως ήμουνα δεχτός στου προϊσταμένου του, να μου μιλήσει με κάποιαν ειλικρίνεια, εννοείται βέβαια ως ένα ορισμένο σημείο, δηλαδή, για να το πω καλύτερα, ήταν μάλλον ευγενικός παρά ειλικρινής, όπως ακριβώς ξέρουν να 'ναι ευγενικοί οι Γάλλοι, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί έβλεπε στο πρόσωπό μου έναν ξένο. Όμως εγώ τον κατάλαβα καλά. Μιλούσαμε για τους σοσιαλεπαναστάτες. Σημειώστε πως τότε τους καταδιώκανε αυτούς. Παραλείποντας το κύριο συμπέρασμα της κουβέντας μας θα σας πω μονάχα μια περιεργότατη παρατήρηση που έκανε κάπως ξαφνικά αυτός ο ανθρωπάκος, σαν να του ξέφυγε: «Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το κάθετι γι' αυτούς. Όμως ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ' το σοσιαλιστή-άθεο». Και τότε ακόμα απόρησα μ' αυτά τα λόγια, μα τώρα, κύριοί μου, τα ξαναθυμήθηκα...
— Βρίσκετε δηλαδή πως έχουν σχέση με μας και μας θεωρείτε σοσιαλιστές; ρώτησε χωρίς περιστροφές ο πάτερ Παΐσιος.
Μα πριν ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς προφτάσει ν' απαντήσει, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο τόσο αργοπορημένος Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Είχαν πάψει σχεδόν να τον περιμένουν, έτσι που στην αρχή απόρησαν κάπως με την αναπάντεχη εμφάνισή του.