2. VI. Γιατί να ζει ένας τέτοιος άνθρωπος!
Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ήταν εικοσιοχτώ χρονών, είχε μέτριο ανάστημα κι ευχάριστο πρόσωπο, μα φαινόταν πολύ μεγαλύτερος. Είχε γερά μούσκουλα και μπορούσε κανείς να διακρίνει πως είχε μεγάλη σωματική δύναμη μα παρ' όλ' αυτά το πρόσωπό του φαινόταν κάπως αρρωστιάρικο, έτσι καθώς ήταν αδύνατο με βαθουλωμένα μάγουλα που 'χαν ένα ασθενικό κιτρινιάρικο χρώμα. Τα αρκετά μεγάλα, σκοτεινά και προεξέχοντα μάτια του κοίταζαν σταθερά κι επίμονα μα κάπως αόριστα. Ακόμα κι όταν νεύριαζε και μιλούσε ερεθισμένος, το βλέμμα του δεν επηρεαζόταν απ' την εσωτερική του ταραχή και είχε μιαν άλλη έκφραση που καμιά φορά δεν ταίριαζε καθόλου με τη στιγμή. «Δύσκολο να καταλάβεις τι σκέφτεται», λέγανε μερικές φορές κείνοι που κουβέντιαζαν μαζί του. Άλλοι πάλι, βλέποντας τα μάτια του σκεφτικά και σκυθρωπά, συνέβαινε κάποτε να μείνουν κατάπληχτοι με τ' αναπάντεχα γέλια του που αποδείχνανε πως έκανε χαρούμενες και παιχνιδιάρικες σκέψεις, τη στιγμή ακριβώς που τα μάτια του δείχνανε τόση σκυθρωπότητα. Εξάλλου, δεν ήταν και παράξενο που το πρόσωπό του φαινόταν αρρωστιάρικο: όλοι ξέρανε ή είχαν ακουστά για την εξαιρετικά πολυτάραχη και «γλεντζέδικη» ζωή που 'κανε στην πολιτεία μας κείνον ακριβώς τον τελευταίο καιρό. Ξέρανε ακόμα και τον ασυνήθιστο εκνευρισμό όπου τον είχαν φέρει οι ασταμάτητες φιλονικείες με τον πατέρα του για τα περιουσιακά τους. Στην πολιτεία κυκλοφορούσαν αρκετά ανέκδοτα πάνω σ' αυτό το θέμα. Είν' αλήθεια πως κι από φυσικού του ήταν ευερέθιστος, «έχει ένα πνεύμα στρεβλό και κομματιαστό», όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο ειρηνοδίκης μας Συμεών Ιβάνοβιτς Κατσάλνικοβ σε μιαν ομήγυρη.
Μπήκε ντυμένος άψογα και κομψά, με κουμπωμένη τη ρεντιγκότα του, με μαύρα γάντια, κρατώντας ένα ψηλό καπέλο στο χέρι. Σαν στρατιωτικός που πριν από λίγο αποστρατεύτηκε, άφηνε μουστάκι και ξύριζε για την ώρα τα γένια, Τα σκουρόξανθα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και χτενισμένα προς τα μπρος στους κροτάφους. Βημάτιζε αποφασιστικά, με μεγάλα στρατιωτικά βήματα. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι κι έριξε σ' όλους ένα βλέμμα. Ύστερα κατευθύνθηκε ίσα προς τον στάρετς μαντεύοντας πως αυτός είναι ο οικοδεσπότης. Έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση και ζήτησε την ευλογία του. Ο στάρετς ανασηκώθηκε και τον ευλόγησε. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς φίλησε με σεβασμό το χέρι του και, εξαιρετικά ταραγμένος, σχεδόν εκνευρισμένος, πρόφερε:
— Παρακαλώ να φανείτε μεγαλόψυχος και να με συγχωρήσετε που σας έκανα να με περιμένετε τόσην ώρα. Όμως δυό φορές ρώτησα τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που μου έστειλε ο πατερούλης μου κι αυτός με βεβαίωσε κατηγορηματικά πως η συνάντηση είχε οριστεί στη μια. Τώρα μόλις μαθαίνω...
— Μην ανησυχείτε, τον διέκοψε ο στάρετς, δεν είναι τίποτα, δεν πειράζει που αργήσατε λιγάκι.
— Σας είμαι εξαιρετικά ευγνώμων και ήμουν εντελώς βέβαιος πως θα μου δείχνατε την καλοσύνη σας.
Λέγοντάς τα αυτά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς υποκλίθηκε για μιαν ακόμα φορά, ύστερα γυρίζοντας απότομα στον «πατερούλη» του του 'κανε κι αυτουνού μιαν υπόκλιση το ίδιο βαθιά και γεμάτη σεβασμό. Ήταν φανερό πως είχε αποφασίσει απ' τα πριν αυτή την υπόκλιση με όλη του την ειλικρίνεια, θεωρώντας το υποχρέωσή του να εκφράσει μ' αυτό τον τρόπο το σεβασμό του και τις καλές του προθέσεις. Αν κι αυτό ήταν εντελώς αναπάντεχο για τον Φιόντορ Παύλοβιτς, αυτός δεν τα 'χασε: πήδηξε απ' την πολυθρόνα του κι απαντώντας στη βαθιά υπόκλιση του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς υποκλίθηκε κι αυτός το ίδιο βαθιά στο γιό του. Το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά σοβαρό κι επιβλητικό, πράμα όμως που τον έκανε να πάρει μια εντελώς μοχθηρή έκφραση. Ύστερ' απ' αυτό, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έκανε σιωπηλός μιαν υπόκλιση σ' όλους γενικά και με τα μεγάλα κι αποφασιστικά του βήματα πλησίασε το παράθυρο και κάθισε στη μοναδική καρέκλα που 'χε μείνει αδειανή, δίπλα στον πάτερ Παΐσιο. Τότε έγειρε προς τα μπρος το κορμί του κι ετοιμάστηκε ν' ακούσει τη συνέχεια της συζήτησης που αυτός είχε διακόψει.
Ο ερχομός του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τους απασχόλησε δυό λεπτά όλα κι όλα, και η συζήτηση δεν μπορούσε να μη συνεχιστεί. Μα τούτη τη φορά ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς δεν το θεώρησε αναγκαίο ν' απαντήσει στην ξεκάθαρη και σχεδόν αγανακτισμένη ερώτηση του πάτερ Παΐσιου.
— Επιτρέψτε μου να μη συνεχίσω πάνω σ' αυτό, πρόφερε αυτός με κάποια κοσμική υπεροψία. Στο κάτω-κάτω, αυτό το θέμα είναι αρκετά περίπλοκο. Νά, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμογελάει ειρωνικά: σίγουρα θα 'χει κάτι ενδιαφέρον να μας πει και σε τούτη την περίπτωση. Ρωτήστε αυτόν καλύτερα.
Δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο να πω, θα 'θελα μονάχα να κάνω μια μικρή παρατήρηση, απάντησε αμέσως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, πως γενικά ο ευρωπαϊκός λιμπεραλισμός, και μάλιστα κι ο δικός μας λιμπεραλιστικός ντιλεταντισμός, από πολύν καιρό πια κι αρκετά συχνά, κάνει σύγχυση των τελικών αποτελεσμάτων του σοσιαλισμού και του χριστιανισμού. Αυτό το εξωφρενικό συμπέρασμα είναι φυσικά πολύ χαρακτηριστικό. Κι εξάλλου δεν είναι μονάχα οι λιμπεραλίστες και οι ντιλετάντες που μπερδεύουν το σοσιαλισμό με το χριστιανισμό, μα σε πολλές περιπτώσεις το ίδιο κάνουν και οι χωροφύλακες, οι χωροφύλακες του εξωτερικού φυσικά. Το παρισινό σας ανέκδοτο είναι χαρακτηριστικό, Πιότρ Αλεξάντροβιτς.
— Και πάλι θα σας παρακαλέσω, κύριοι, ν' αφήσουμε εντελώς αυτό το θέμα, ξανάπε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς, και' 'γω σ' αντάλλαγμα θα σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον ίδιο τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, πολύ ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό. Μόλις πριν από πέντε μέρες, σε μια συγκέντρωση, όπου παρευρίσκονταν προπάντων κυρίες, δήλωσε πανηγυρικά σε μια συζήτηση πως σ' όλη τη γη δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορεί ν' αναγκάσει τους ανθρώπους ν' αγαπήσουν τους όμοιούς τους, πως δεν υπάρχει κανένας φυσικός νόμος που ν' αναγκάζει τον άνθρωπο ν' αγαπάει την ανθρωπότητα και πως, αν υπάρχει και υπήρχε ως τα τώρα αγάπη στον κόσμο, αυτό δεν έγινε από κανένα νόμο της φύσης, μα μόνο και μόνο γιατί ο άνθρωπος πίστευε στην αθανασία του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πρόσθεσε πως αυτός ακριβώς είναι ο «φυσικός νόμος» —μέσα σε εισαγωγικά— έτσι που αν λείψει απ' την ανθρωπότητα η πίστη για την αθανασία της, θα εξαφανιστεί αμέσως όχι μονάχα η αγάπη μα και η απαραίτητη δύναμη για τη συνέχιση της παγκόσμιας ζωής. Κι όχι μονάχα αυτό: σε μια τέτοια περίπτωση δε θα υπάρχει πια τίποτα ανήθικο, όλα θα επιτρέπονται, ακόμα και η ανθρωποφαγία. Μα προχώρησε κι ακόμα παραπέρα: τέλειωσε με τη διαβεβαίωση πως για κάθε άνθρωπο που, όπως εμείς, δεν πιστεύει ούτε στο Θεό ούτε στην αθανασία του, ο φυσικός νόμος πρέπει να γίνει το αντίθετο του ως τα τώρα θρησκευτικού νόμου, έτσι που ο εγωισμός, ακόμα κι όταν φτάνει ως το κακούργημα, όχι μονάχα θα πρέπει να 'ναι επιτρεπτός, μα θα πρέπει να τον παραδεχτεί κανείς και σαν αναγκαίο, σαν την πιο λογική και σχεδόν σαν την πιο ευγενική διέξοδο απ' την κατάσταση που βρίσκεται. Απ' αυτή την παραδοξολογία μπορείτε, κύριοι, να βγάλετε τα συμπεράσματά σας και να καταλάβετε τι υποστηρίζει και τι ίσως έχει σκοπό να υποστηρίξει ο καλός μα εκκεντρικός και παραδοξολόγος Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Μια στιγμή, παρακαλώ, φώναξε αναπάντεχα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, θέλω να δω αν κατάλαβα καλά: «Το κακούργημα όχι μονάχα θα πρέπει να 'ναι επιτρεπτό μα θα πρέπει να το παραδεχτεί κανείς σαν την πιο αναπόφευχτη και την πιο λογική
διέξοδο για τον κάθε άθεο!» Έτσι είναι η όχι;
— Έτσι ακριβώς, είπε ο πάτερ Παΐσιος.
— Θα το 'χω υπόψη μου.
Αφού τα είπε αυτά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, σώπασε το ίδιο απότομα όπως ανακατεύτηκε και στη συζήτηση. Όλοι τον κοίταξαν με περιέργεια.
— Πραγματικά, λοιπόν, έχετε την πεποίθηση πως αυτό θα συμβεί όταν οι άνθρωποι χάσουν την πίστη τους στην αθανασία της ψυχής τους; ρώτησε ξαφνικά ο στάρετς τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Ναι, αυτό είπα. Δεν υπάρχει αρετή όταν δεν υπάρχει πίστη στην αθανασία.
— Θα πρέπει να 'στε μακάριος αν το πιστεύετε αυτό ή πολύ δυστυχισμένος!
— Γιατί δυστυχισμένος; ρώτησε χαμογελώντας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Γιατί κατά πάσαν πιθανότητα δεν πιστεύετε κι ο ίδιος στην αθανασία της ψυχής σας κι ούτε σ' αυτά που γράψατε για την Εκκλησία και για το εκκλησιαστικό ζήτημα.
— Μπορεί να 'χετε και δίκιο! Όμως δεν αστειευόμουνα κι εντελώς... ομολόγησε ξαφνικά μ' ένα παράξενο τρόπο ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και κοκκίνισε.
—Δεν αστειευόσαστε κι εντελώς, αυτό είν' αλήθεια. Αυτή η σκέψη δεν καταστάλαξε ακόμα στην καρδιά σας και σας βασανίζει. Μα κι αυτός που βασανίζεται αγαπάει καμιά φορά να διασκεδάζει με την απόγνωσή του, λες και το κάνει κι αυτό από απόγνωση. Προς το παρόν και σεις διασκεδάζετε από απόγνωση, γράφοντας άρθρα, συζητώντας στα κοσμικά σαλόνια χωρίς και σεις ο ίδιος να πιστεύετε στη διαλεχτική σας και κοροϊδεύοντάς την μέσα σας με καημό και θλίψη... Δεν έχετε λύσει αυτό το πρόβλημα κι αυτό είναι το μεγάλο σας βάσανο γιατί το πρόβλημα ζητάει επιταχτικά μια λύση...
— Και μπορεί τάχα να λυθεί μέσα μου; Να λυθεί με θετικό τρόπο; εξακολουθούσε να ρωτάει περίεργος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κοιτάζοντας με κάποιο αινιγματικό χαμόγελο τον στάρετς.
— Κι αν ακόμα δεν μπορεί να λυθεί θετικά, ποτέ δε θα λυθεί ούτε κι αρνητικά. Την ξέρετε κι ο ίδιος αυτή την ιδιότητα της καρδιάς σας. Κι απ' αυτό προέρχεται όλο το μαρτύριό σας. Μα πρέπει να ευγνωμονείτε τον πλάστη που σας έδωσε μιαν ανώτερη καρδιά που 'ναι ικανή να υποφέρει αυτό το μαρτύριο: «φιλοσοφείν περί των υψίστων, ερευνάν τα ύψιστα, ότι εν τοις ουρανοίς ή κατοικία ημών έστι». Είθε να σας δώσει ο Θεός τη δυνατότητα να βρείτε τη λύση όταν θα βρίσκεστε ακόμα στη γη και είθε να ευλογεί την οδόν σας!
Ο στάρετς σήκωσε το χέρι του και ήταν έτοιμος να ευλογήσει απ' τη θέση του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Μα εκείνος σηκώθηκε ξαφνικά απ' την καρέκλα του, τον πλησίασε, δέχτηκε την ευλογία του, του φίλησε το χέρι και γύρισε χωρίς να πει λέξη στη θέση του. Το πρόσωπό του είχε σταθερή και σοβαρή έκφραση. Αυτό το φέρσιμο, μα κι όλη η προηγούμενη κουβέντα που δεν μπορούσε κανείς να την περιμένει απ' τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τους εξέπληξε όλους με την αινιγματικότητά του και με την κάποια επισημότητά του, τόσο που για λίγο όλοι σώπασαν και το πρόσωπο του Αλιόσα έδειχνε σχεδόν φοβισμένο. Μα ο Μιούσοβ ξαφνικά ανασήκωσε τους ώμους του και την ίδια στιγμή ο Φιόντορ Παύλοβιτς σηκώθηκε όρθιος.
— Πανιερότατε και παναγιότατε στάρετς! φώναξε δείχνοντας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς: Αυτός είναι ο γιος μου, σαρξ εκ της σαρκός μου, ο πιο αγαπημένος μου! Τούτος είναι ο άξιος, σαν να λέμε ο Καρλ Μορ, κι αυτός ο γιος που μπήκε τώρα μόλις, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που μαλώνω μαζί του και σας ζητάω να μου δώσετε το δίκιο, είναι ο ανάξιος Φραντς Μορ, και οι δυό τους απ' τους «Ληστές» του Σίλλερ, και 'γω, εγώ σ' αυτή την περίπτωση είμαι ο ηγεμονεύων κόμης φον Μορ! Κρίνετέ μας και σώστε μας! Έχουμε ανάγκη όχι μονάχα απ' τις προσευχές μα κι απ' τις προρήσεις σας.
— Μιλήστε απλά και μην αρχίζετε να προσβάλλετε δικούς σας ανθρώπους, απάντησε ο στάρετς με μιαν αδύναμη, εξαντλημένη φωνή. Ήταν φανερό πως όσο πήγαινε κουραζόταν περισσότερο κι έχανε τις δυνάμεις του.
— Ολ' αυτά είναι μια αισχρή κωμωδία που την προαισθανόμουν απ' την ώρα που ερχόμουνα δω πέρα! ξεφώνισε αγαναχτισμένος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και σηκώθηκε κι αυτός απότομα. Με συγχωρείτε, αιδεσιμότατε πάτερ, γύρισε και είπε στον στάρετς, εγώ είμαι αμόρφωτος άνθρωπος κι ούτε ξέρω καλά-καλά να σας προσφωνήσω, μα σας κοροϊδέψανε και σεις δείξατε υπερβολική καλοσύνη που μας επιτρέψατε να μαζευτούμε δω πέρα. Ο πατερούλης μου επιδιώκει απλώς και μόνο να δημιουργήσει σκάνδαλο. Γιατί; θα μου πείτε. Αυτό πια είναι δικός του λογαριασμός. Αυτός πάντα έχει το σκοπό του. Μα νομίζω πως τώρα ξέρω για ποιο λόγο...
— Με κατηγορούν όλοι, όλοι τους! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Να, κι ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς με κατηγοράει. Με κατηγορήσατε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, με κατηγορήσατε! γύρισε ξαφνικά και είπε στον Μιούσοβ, αν κι αυτός ούτε το σκέφτηκε καν να τον διακόψει. Με κατηγορούν πως απέκρυψα τα λεφτά του παιδιού μου και του τα πήρα με δόλο. Μα πέστε μου λοιπόν. Δεν υπάρχουν τάχα δικαστήρια; Εκεί θα σας τα λογαριάσουν, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, με τις ίδιες σας τις αποδείξεις, τα γράμματα και τα συμβόλαια, πόσα είχατε, πόσα σπαταλήσατε και τι σας μένει! Γιατί ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς αποφεύγει να πει τη γνώμη του; Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν του είναι ξένος. Μα δεν το κάνει γιατί όλοι είναι εναντίον μου. Όμως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μου χρωστάει κιόλας, κι όχι τίποτα μικροπράματα μα ολόκληρες χιλιάδες ρούβλια. Αυτό μπορώ να τ' αποδείξω με ντοκουμέντα! Όλη η πολιτεία τρίζει και βουίζει με τα γλέντια του! Και κει που υπηρετούσε πρώτα, εκεί πλήρωνε χίλιες και δυό χιλιάδες ρούβλια για αποπλανήσεις τίμιων κοριτσιών. Αυτά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αυτά τα ξέρουμε με τις πιο μυστικές λεπτομέρειες και θα τ' αποδείξω... Πανιερότατε πάτερ, το πιστεύετε τάχα; Ξελόγιασε την ευγενικότερη κοπέλα, από καλό σπίτι, με περιουσία, κόρη του πρώην ανωτέρου του, ενός γενναίου συνταγματάρχη παρασημοφορημένου με τα διάσημα της αγίας Άννας μετά ξιφών, ξεγέλασε το κορίτσι ζητώντας το σε γάμο, τώρα είναι δω, τώρα είναι ορφανή, αρραβωνιστικιά του, κι αυτός πηγαίνει φανερά στο σπίτι μιας ντόπιας ξελογιάστρας. Μα παρ' όλο που αυτή η ξελογιάστρα ήταν προηγούμενα, ας το πούμε έτσι, πολιτικά παντρεμένη μ' έναν ευυπόληπτο κύριο, έχει ανεξάρτητο χαρακτήρα, είναι φρούριο απόρθητο για όλους, σαν να 'ταν νόμιμος σύζυγος, γιατί είναι ηθική, ναι, πανάγιοι πατέρες μου, είναι ηθική. Κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θέλει ν' ανοίξει τούτο το φρούριο με χρυσό κλειδί, γι ' αυτό μου κάνει τώρα τον παλικαρά, θέλει να μου αρπάξει λεφτά, κι ως τα τώρα σπατάλησε χιλιάδες ρούβλια γι' αυτή την ξελογιάστρα. Γι' αυτό κιόλας δανείζεται ακατάπαυστα κι από ποιόν νομίζετε; Να το πω ή όχι, Μίτια;
— Σκασμός! φώναξε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Περιμένετε να φύγω, γιατί μπροστά μου δε σας επιτρέπω να προφέρετε με το βρώμικο στόμα σας τ' όνομα της ευγενικότερης κοπέλας... Και μονάχα το γεγονός πως τολμήσατε να κάνετε υπαινιγμό γι' αυτήν, την κηλιδώνει... Σας απαγορεύω!
Πνιγόταν.
— Μίτια! Μίτια! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάνοντας μια προσπάθεια να δακρύσει. Ώστε δε λογαριάζεις καθόλου λοιπόν την πατρική ευχή; Κι αν σε καταραστώ τί θα γίνει;
— Αδιάντροπε υποκριτή! γρύλισε χάνοντας την αυτοκυριαρχία του ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.
— Αυτό το λέει στον πατέρα του, στον πατέρα του! Τι μπορείς να πεις πια για κάτι τέτοιους; Φανταστείτε, καλοί μου κύριοι, τι έκανε: είναι δω ένας φτωχός μα αξιοσέβαστος άνθρωπος, απόστρατος λοχαγός που δυστύχησε πολύ, τον αποστράτευσαν, μα χωρίς να περάσει από δίκη, διατηρώντας έτσι άθικτη την τιμή του, παντρεμένος και με πολλά παιδιά. Κι ο Ντιμήτρι μας Φιοντόροβιτς, εδώ και τρεις εβδομάδες, τον άρπαξε στην ταβέρνα απ' τα γένια, τον έβγαλε στο δρόμο τραβώντας τον απ' τα ίδια τούτα γένια και κει έξω τον έσπασε στο ξύλο μπροστά σ' όλο τον κόσμο, κι όλ' αυτά γιατί εκείνος είναι πληρεξούσιός μου σε μια μικρή μου υπόθεση.
— Ολ' αυτά είναι ψέματα! Φαινομενικά αληθινά, μα στο βάθος ψεύτικα! είπε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τρέμοντας απ' το θυμό του. Πατέρα! Δε θέλω να δικαιολογήσω τα φερσίματά μου. Ναι, το παραδέχομαι μπροστά σε όλους: φέρθηκα σαν να 'μουνα κτήνος σ' αυτόν το λοχαγό και τώρα λυπάμαι γι' αυτό που έκανα και σιχαίνομαι το κτηνώδικο θυμό μου, όμως αυτός ο λοχαγός σας, ο πληρεξούσιός σας, πήγε στην ίδια κείνη κυρία που τη χαρακτηρίσατε ξελογιάστρα και της πρότεινε από μέρους σας να πάρει τα γραμμάτιά μου, που κρατάτε σεις και να με καταγγείλει για να με χώσει μέσα μ' αυτά τα γραμμάτια στην περίπτωση που θα εξακολουθούσα ν' απαιτώ τη ρύθμιση των περιουσιακών μας ζητημάτων. Και τώρα με βρίζετε γιατί έχω μιαν αδυναμία σ' αυτή την κυρία, ενώ σεις ο ίδιος την παρακινήσατε να με προσελκύσει! Αφού και η ίδια μου τα λέει, η ίδια μου τα διηγόταν και γελούσε μαζί σας! Και θέλετε να με χώσετε μέσα μόνο και μόνο γιατί με ζηλεύετε, γιατί και σεις αρχίσατε να ενοχλείτε αυτή τη γυναίκα με τον έρωτά σας κι όλ' αυτά και πάλι τα ξέρω γιατί αυτή η ίδια τα διηγόταν γελώντας —τ' ακούτε; —γελώντας με σας. Να λοιπόν, πανιερότατοι, τί είναι αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο πατέρας που βρίζει τον ακόλαστο γιό του. Κύριοι μάρτυρες, να με συγχωρείτε για το θυμό μου, μα το προαισθανόμουν πως αυτός ο δολιότατος γέρος μας φώναξε όλους εδώ για να δημιουργήσει σκάνδαλο. Ήρθα εδώ έχοντας σκοπό να παρακαλέσω, αν έδειχνε πως ήθελε να συμφιλιωθούμε, να παρακαλέσω και να ζητήσω συγνώμη! Μα μια και πρόσβαλε μόλις πριν από λίγο όχι μονάχα εμένα μα και την ευγενέστατη εκείνη κόρη που ούτε καν τ' όνομά της δεν τολμώ να προφέρω, γιατί τη σέβομαι, αποφάσισα και 'γω να ξεσκεπάσω όλο το παιχνίδι του, παρ' όλο που 'ναι πατέρας μου!...
Δεν μπορούσε πια να συνεχίσει. Τα μάτια του αστράφτανε, ανάπνεε δύσκολα. Μα κι όλοι όσοι βρίσκονταν στο κελί ήταν ταραγμένοι. Όλοι εκτός απ' τον στάρετς σηκώθηκαν ανήσυχοι απ' τις θέσεις τους. Οι ιερομόναχοι κοίταζαν αυστηρά, μα περίμεναν την απόφαση του στάρετς. Αυτός καθόταν εντελώς χλωμός πια. Δεν ήταν από ταραχή μα απ' την εξάντληση. Ένα ικετευτικό χαμόγελο διακρινόταν στα χείλη του. Σήκωνε πού και πού το χέρι του' σαν να 'θελε να σταματήσει τους παραφερόμενους και φυσικά μια του χειρονομία θα 'ταν αρκετή για να σταματήσει αυτή η σκηνή. Μα αυτός σαν κάτι ακόμα να περίμενε και κοίταζε προσεχτικά κι επίμονα, σάμπως να 'θελε κάτι ακόμα να καταλάβει, σαν να μην έβλεπε ακόμα καθαρά κάποια λεπτομέρεια. Επιτέλους ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ θεώρησε τον εαυτό του τελειωτικά ταπεινωμένο και ντροπιασμένο.
— Για το σκάνδαλο που έγινε είμαστε όλοι μας υπεύθυνοι! είπε με φλογερή φωνή. Όμως σας βεβαιώ πως δεν μπορούσα να το προβλέψω αν κι ήξερα, απ' τη στιγμή κιόλας που ερχόμουν εδώ, με ποιόν έχω να κάνω... Αυτό πρέπει να τελειώσει αμέσως! Αιδεσιμότατε! Πιστέψτε με πως εγώ δεν ήξερα όλες αυτές τις λεπτομέρειες που αποκαλύφθηκαν δω πέρα, δεν ήθελα να τις πιστέψω και πρώτη φορά τώρα ακούω... Ο πατέρας ζηλεύει το γιο για μια γυναίκα κακής διαγωγής και συμφωνάει μ' αυτό το υποκείμενο να ρίξει στη φυλακή το παιδί του... Και να που με υποχρέωσαν να 'ρθω δω πέρα με μια τέτοια συντροφιά. Με γέλασαν, το δηλώνω σ' όλους πως με γέλασαν...
— Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς! κραύγασε ο Φιόντορ Παύλοβιτς με μια φωνή που δεν έμοιαζε με τη δική του. Αν δεν είσασταν γιός μου, θα σας καλούσα την ίδια τούτη στιγμή σε μονομαχία... με πιστόλια, σε τρία βήματα απόσταση... και μέσα απ' το μαντήλι! Μέσα απ' το μαντήλι! τέλειωσε χτυπώντας το πάτωμα και με τα δυό του πόδια.
Οι γερο·ψεύτες που κάνανε τον ηθοποιό σ' όλη τους τη ζωή, έχουν μερικές στιγμές που παίρνουν το ρόλο τους τόσο σοβαρά, που τρέμουν στ' αλήθεια και κλαιν απ' τη συγκίνηση, παρ' όλο που την ίδια κείνη ώρα (ή ένα δευτερόλεπτο μόλις αργότερα) θα μπορούσαν και οι ίδιοι να ψιθυρίσουν στον εαυτό τους: «Λες ψέματα, γερο-ξεδιάντροπε, είσαι και τούτη τη στιγμή θεατρίνος παρ' όλο το "ιερό” σου μένος και παρ' όλη την “ιερή” στιγμή». Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σκυθρώπιασε τρομερά και κοίταξε τον πατέρα του με μιαν απερίγραπτη περιφρόνηση.
— Νόμιζα... νόμιζα, είπε κάπως ήσυχα και συγκρατημένα, πως θα 'ρθω στην πατρίδα με τον άγγελο της ψυχής μου, με την αρραβωνιαστικιά μου, για να τον προσέχω στα γερατειά του, και βλέπω τώρα πως είναι ένας διεφθαρμένος, φιλήδονος και ύπουλος υποκριτής!
— Σε καλώ σε μονομαχία! κραύγασε και πάλι το γερόντιο λαχανιάζοντας και πετώντας σάλια απ' το στόμα του στην κάθε λέξη που πρόφερε. Και σεις, Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, μάθετε, κύριέ μου, πως ίσως σ' ολόκληρη το σόι σας δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ανώτερη και τιμιότερη —τ' ακούτε;— τιμιότερη γυναίκα απ' αυτήν που είχατε την αναίδεια να την πείτε κακής διαγωγής μόλις πριν από λίγο! Και σεις, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, γι' αυτή την ίδια την «κακής διαγωγής» παρατήσατε την αρραβωνιαστικιά σας, θα πει λοιπόν πως ο ίδιος το καταλάβατε ότι η αρραβωνιαστικιά σας δεν αξίζει ούτε όσο η σόλα των παπουτσιών της, να τι είναι στην πραγματικότητα αυτή η «κακής διαγωγής».
— Αίσχος! είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει ο πάτερ Ιωσήφ.
— Ντροπή και αίσχος! φώναξε ξαφνικά κι ο Καλγκάνοβ, που ως τα τότε δεν είχε βγάλει λέξη. Κοκκίνισε, και η εφηβική του φωνή έτρεμε απ' την ταραχή.
— Γιατί να ζει ένας τέτοιος άνθρωπος; βρυχήθηκε με υπόκωφη φωνή ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έξω φρενών, σηκώνοντας κάπως υπερβολικά τους ώμους, τόσο που σχεδόν καμπούριασε. Όχι, πέστε μου παρακαλώ, επιτρέπεται να τον αφήνουμε ακόμα να βρωμίζει τη γη με την παρουσία του; είπε κοιτάζοντάς τους όλους και δείχνοντας το γέρο. Μιλούσε αργά και τονισμένα.
— Τον ακούτε, τον ακούτε, ιερομόναχοι, τον πατροκτόνο; είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς γυρίζοντας απότομα στον πάτερ Ιωσήφ. Νά η απάντηση στο «αίσχος!» σας. Τι είναι αίσχος; Αυτή η «άτιμη», αυτή «η κακής διαγωγής γυναίκα» μπορεί να 'ναι πιο άγια απ' όλους σας, κύριοι ιερομόναχοι, που σώζετε δω πέρα την ψυχή σας! Μπορεί στα νιάτα της να 'πεσε στο βούρκο γιατί έπεσε θύμα του περιβάλλοντος, όμως αυτή «πολύ ηγάπησε» και κείνην που αγάπησε πολύ τη συγχώρεσε ο ίδιος ο Χριστός...
— Ο Χριστός δε συγχώρεσε μια τέτοια αγάπη... δε βάσταξε και είπε ο σεμνός πάτερ Ιωσήφ.
— Ναι, για μια τέτοια αγάπη, γι' αυτή την ίδια αγάπη, καλόγεροί μου, γι' αυτή την ίδια! Εσείς εδώ πέρα σώζετε την ψυχή σας και τρώτε λάχανα και νομίζετε πως είσαστε δίκαιοι! Τρώτε κοκοβιούς, κάθε μέρα κι από 'ναν κοκοβιό, και νομίζετε πως με τους κοκοβιούς θ' αγοράσετε το Θεό!
— Αυτό είν' ανυπόφορο, ανυπόφορο! ακούστηκαν φωνές απ' όλες τις γωνιές του κελιού.
Όμως όλη τούτη η σκηνή, που 'χε φτάσει ως την αναισχυντία, διακόπηκε με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Ξαφνικά ο στάρετς σηκώθηκε. Ο Αλιόσα, που τα 'χε χάσει σχεδόν απ' τον τρόμο του, πρόφτασε μολαταύτα να τον υποβαστάξει απ' το μπράτσο. Ο στάρετς προχώρησε προς τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κι όταν έφτασε εντελώς κοντά του, έπεσε στα γόνατα. Ο Αλιόσα νόμισε στην αρχή πως έπεσε απ' την αδυναμία, όμως δεν ήταν έτσι. Αφού γονάτισε, ο στάρετς υποκλίθηκε στα πόδια του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με μια κίνηση εμφαντική και συνειδητή, τόσο που το μέτωπό του ακούμπησε στο πάτωμα. Ο Αλιόσα τα 'χασε τόσο πολύ που ούτε καν πρόφτασε να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Ένα χαμόγελο μόλις αχνοφώτιζε τα χείλη του.
— Συγχωρέστε! Συγχωρέστε όλοι! πρόφερε καθώς υποκλινόταν σ' όλους τους επισκέπτες του.
Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έμεινε για λίγο σαν απολιθωμένος: Να γονατίσουν μπροστά του! Τι σήμαινε αυτό; Τέλος ξεφώνισε ξαφνικά: «ω, Θεέ μου!» και κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο. Τον ακολούθησαν ομαδικά κι όλοι οι άλλοι που απ' τη σύγχυση ούτε χαιρέτησαν ούτε υποκλίθηκαν στον στάρετς. Μονάχα οι ιερομόναχοι πλησίασαν τον στάρετς να πάρουν την ευλογία του.
— Τι σημαίνει αυτό το γονάτισμα; Μπας κι είναι κάτι συμβολικό; άρχισε να λέει ο Φιόντορ Παύλοβιτς προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο είχε ησυχάσει ξαφνικά μα δεν τολμούσε κιόλας ν' αποτανθεί σε κανέναν. Κείνη τη στιγμή έβγαιναν όλοι τους απ' τον περίβολο της σκήτης.
— Εγώ δεν μπορώ να 'χω καμιάν ευθύνη ούτε για το τρελοκομείο ούτε για τους τρελούς, απάντησε αμέσως θυμωμένα ο Μιούσοβ, μα θ' απαλλάξω τον εαυτό μου απ' τη συντροφιά σας, Φιόντορ Παύλοβιτς, και, πιστέψτε με, ποτέ δε θα σας ξαναμιλήσω. Πού είναι αυτός ο καλόγερος;
Μα «αυτός ο καλόγερος», δηλαδή εκείνος που τους είχε καλέσει προηγούμενα στο γεύμα του ηγούμενου, δεν τους ανάγκασε να τον περιμένουν. Ήρθε σε προϋπάντησή τους μόλις κατέβηκαν απ' το κεφαλόσκαλο του κελιού του στάρετς, λες και τους περίμενε όλη την ώρα κει πέρα.
— Κάντε μου τη χάρη, αξιοσέβαστε πάτερ, να μεταβιβάσετε όλη μου τη βαθιά εχτίμηση στον πάτερ ηγούμενο και ζητήστε απ' την πανοσιότητά του να με συγχωρήσει, προσωπικά εμένα, τον Μιούσοβ, γιατί εξαιτίας απροσδόκητών γεγονότων, δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να 'χω την τιμή να παρακαθίσω στο τραπέζι του, παρ' όλη την ειλικρινέστατη επιθυμία μου, είπε ερεθισμένος ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς στον καλόγερο.
—Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός είναι η αφεντιά μου! είπε αμέσως ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Τ' ακούτε, πάτερ μου; Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς δε θέλει να μείνει μαζί μου, αλλιώς θα πήγαινε αμέσως. Πηγαίνετε λοιπόν, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, φανείτε ευγενικός κι επισκεφτείτε τον πάτερ ηγούμενο και καλή σας όρεξη! Μάθετε πως εγώ αρνιέμαι κι όχι εσείς. Θα πάω σπίτι. Στο σπίτι κάνω ό,τι μου καπνίσει, μα εδώ δεν τα καταφέρνω καλά, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, ευγενέστατε συγγενή μου.
— Δεν είμαι συγγενής σας κι ούτε ήμουνα ποτέ, ποταπέ άνθρωπε!
— Επίτηδες το 'πα για να σας φουρκίσω, γιατί εσείς αρνιέστε τη συγγένειά μας, κι όμως είσατε παρ' όλ' αυτά συγγενής μου όσο και να στραβομουτσουνιάζετε. Μπορώ να τ' αποδείξω και με τα τεφτέρια της εκκλησίας. Εσύ, Ιβάν Φιοντόροβιτς, μπορείς να μείνεις αν θέλεις, θα στείλω τ' αμάξι να σε πάρει. Και σεις, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, ακόμα και η ευγένεια το απαιτεί να παρουσιαστείτε τώρα στον πάτερ ηγούμενο πρέπει να του ζητήσετε και συγνώμη για όλα κείνα που κάναμε κει πέρα.
— Μα είν' αλήθεια τάχα πως φεύγετε; Μήπως και πάλι λέτε ψέματα;
— Και πώς θα τολμούσα λοιπόν, Πιότρ Αλεξάντροβιτς να μη φύγω ύστερ' απ' αυτό που έγινε; Με πήρε ο κατήφορος, κύριοι, με συγχωρείτε μα με πήρε ο κατήφορος! Κι εξάλλου είμαι και ταραγμένος! Και ντρέπομαι κιόλας. Άλλος, κύριοι, έχει καρδιά σαν του Μεγαλέξαντρου κι άλλος σαν της σκυλίτσας Φιντέλκα. Η δίκιά μου είναι σαν της σκυλίτσας Φιντέλκα. Έσπασε η χολή μου! Πώς μπορώ λοιπόν ύστερ' από μια τέτοια στραβοτιμονιά να πάω στο γεύμα και να καταβροχθίσω τις καλογερίστικες σάλτσες; Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορώ, ντρέπομαι!
« Ένας διάολος ξέρει αν δεν μας κοροϊδεύει!» σκέφτηκε ο Μιούσοβ κοιτάζοντας με αμηχανία τον γελωτοποιό που 'φευγε.
Εκείνος γύρισε και, βλέποντας πως ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς τον παρακολουθεί με το βλέμμα, του ' στείλε ένα φιλί.
— Εσείς θα πάτε στον ηγούμενο; ρώτησε ξερά ο Μιούσοβ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Γιατί όχι; Κι εξάλλου είμαι ιδιαίτερα προσκαλεσμένος, από χτες ακόμα.
— Δυστυχώς, νιώθω πως είναι απαραίτητο να πάω σ' αυτό το καταραμένο γεύμα, εξακολούθησε να λέει με τον ίδιο πικρό ερεθισμό ο Μιούσοβ, χωρίς καν να προσέχει πως ο καλόγερος τον ακούει. Πρέπει, εκεί τουλάχιστο, να ζητήσουμε συγνώμη γι' αυτά που κάναμε δω πέρα, και να εξηγήσουμε πως δεν ήμασταν εμείς... Τι λέτε και σεις;
— Ναι, πρέπει να εξηγήσουμε πως δεν ήμασταν εμείς. Εξάλλου δε θα 'χουμε μαζί μας τον πατερούλη, παρατήρησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Αυτό μας έλειπε, να 'χουμε και τον πατερούλη σας! Καταραμένο γεύμα και τούτο!
Κι όμως όλοι πηγαίνανε. Ο καλόγερος σώπαινε κι άκουγε. Καθώς προχωρούσαν μέσα στο δάσος, μονάχα μια φορά μίλησε και είπε πως ο πάτερ ηγούμενος είναι καιρός πια που .τους περιμένει και πως άργησαν μισή ώρα. Δεν του απάντησαν. Ο Μιούσοβ κοίταξε με μίσος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
«Και παρ' ολ' αυτά, πάει στο γεύμα σαν να μην έγινε τίποτα!» σκέφτηκε. «Παχύδερμο κούτελο και συνείδηση Καραμάζοβ».