2. VII. Ο Αριβίστας Ιεροσπουδαστής
Ο Αλιόσα συνόδευε τον στάρετς στη μικρή του κρεβατοκάμαρα και τον βοήθησε να καθίσει στο κρεβάτι. Ήταν ένα πολύ μικρό δωμάτιο με λίγα απαραίτητα έπιπλα. Το κρεβάτι ήταν στενό, σιδερένιο κι αντί για στρώμα είχε πάνω του μονάχα ένα σαμαροσκούτι. Στη γωνιά, δίπλα στα εικονίσματα, βρισκόταν ένα αναλόγιο κι απάνω του ένα ευαγγέλιο κι ένας σταυρός. Ο στάρετς έκατσε στο κρεβάτι εντελώς αποκαμωμένος. Τα μάτια του λάμπανε κι ανάπνεε δύσκολα. Όταν κάθισε, κοίταξε επίμονα τον Αλιόσα σάμπως κάτι να σκεφτόταν.
— Πήγαινε, καλέ μου, πήγαινε, εμένα μου φτάνει κι ο Πορφύρης, μα εσύ πρέπει να βιαστείς. Σε χρειάζονται κει πέρα, πήγαινε στον πάτερ ηγούμενο να τους υπηρετήσεις στο τραπέζι.
— Επιτρέψτε μου να μείνω δω πέρα, ικέτεψε ο Αλιόσα.
— Εκεί χρειάζεσαι περισσότερο. Δεν υπάρχει εκεί ειρήνη. Θα τους υπηρετήσεις και θα τους φανείς χρήσιμος. Αν εμφανιστούν οι δαίμονες, πες μια προσευχή. Και μάθε, γιόκα μου (του στάρετς του άρεσε να τον λέει έτσι), πως στο μέλλον δεν είναι εδώ η θέση σου. Θυμήσου το αυτό, παλικάρι μου. Μόλις ο Θεός με φωνάξει κοντά του, φύγε απ' το μοναστήρι. Φύγε οριστικά.
Ο Αλιόσα ανατρίχιασε.
— Τι κάνεις έτσι; Τώρα δεν είναι δω πέρα η θέση σου. Σου δίνω την ευλογία μου για τη μεγάλη αποστολή που έχεις να εκπληρώσεις στον κόσμο. Θα 'χεις πολύ δρόμο να κάνεις ακόμα. Θ' αναγκαστείς να παντρευτείς, ναι, θ' αναγκαστείς. Όλα θα πρέπει να τα υποφέρεις, ώσπου να ξαναγυρίσεις εδώ. Και θα 'χεις πολλή δουλειά. Μα δεν αμφιβάλλω για σένα, γι' αυτό και σε στέλνω. Ο Χριστός είναι μαζί σου. Κράτησέ τον μέσα σου κι Αυτός θα σε φυλάξει. Θα γνωρίσεις μεγάλη θλίψη και μέσα σ' αυτή τη θλίψη θα 'σαι ευτυχισμένος. Και μην ξεχνάς ποτέ αυτό: να γυρεύεις την ευτυχία μέσα στη θλίψη. Δούλευε, δούλευε ακούραστα. Θυμήσου από τώρα τα λόγια μου γιατί αν και θα κουβεντιάσω ακόμα μαζί σου, ωστόσο όχι μονάχα οι μέρες μου μα και οι ώρες μου είναι μετρημένες.
Στο πρόσωπο του Αλιόσα φάνηκε πάλι μια ζωηρή ταραχή. Τ' ακρόχειλά του έτρεμαν.
— Τι κάνεις έτσι πάλι; είπε ο στάρετς και χαμογέλασε ήρεμα. Ας ξεπροβοδούν οι κοσμικοί με δάκρυα τους νεκρούς τους· εμείς εδώ πέρα χαιρόμαστε όταν φεύγει ένας Πατέρας. Χαιρόμαστε και προσευχόμαστε γι' αυτόν. Άφησέ με λοιπόν. Πρέπει να προσευχηθώ. Πήγαινε και κοίτα μην αργήσεις. Μην αφήνεις μόνα τ' αδέρφια σου. Πάντα να 'σαι κοντά τους. Κι όχι μονάχα στον ένα μα και στους δυό.
Ο στάρετς σήκωσε το χέρι του να τον ευλογήσει. Ήταν αδύνατο ν' αρνηθεί, αν κι ο Αλιόσα το 'θελε εξαιρετικά να μείνει. Ήθελε να τον ρωτήσει και μάλιστα η ερώτηση κλωθογύριζε στην άκρη της γλώσσας του: Τι σήμαινε εκείνο το γονάτισμα μπροστά στον αδερφό μου Ντιμήτρι;
Όμως δεν τόλμησε να ρωτήσει. Το 'ξερε πως ο στάρετς θα του το εξηγούσε και μόνος του, αν ήταν δυνατό, και δίχως αυτός να τον ρωτήσει. Άρα λοιπόν πως δεν ήθελε να του το πει. Κι όμως τούτη η γονυκλισία έκανε τρομαχτική εντύπωση στον Αλιόσα. Πίστευε τυφλά πως περιέκλεινε κάποια μυστηριώδη σημασία. Μυστηριώδη μα ίσως και φοβερή. Όταν βγήκε απ' τον περίβολο της σκήτης και περπατούσε γρήγορα για να προφτάσει το γεύμα του ηγούμενου (φυσικά για να υπηρετήσει μονάχα) η καρδιά του σφίχτηκε ξαφνικά κι ο Αλιόσα κοντοστάθηκε. Στ' αυτιά του αντήχησαν ξανά τα λόγια του στάρετς που προφήτευε το τόσο γρήγορο τέλος του. Αυτό που προείπε και μάλιστα με τόση βεβαιότητα ο στάρετς, έπρεπε οπωσδήποτε να συντελεστεί. O Αλιόσα το πίστευε ακράδαντα. Μα πώς λοιπόν θα μείνει δίχως εκείνον, πώς θα μπορεί να μην τον βλέπει και να μην τον ακούει; Και πού θα πάει; Τον προστάζει να μην κλαίει και να φύγει απ' το μοναστήρι. Θεέ μου. Ήταν καιρός πια που ο Αλιόσα δεν είχε δοκιμάσει τέτοια αγωνία. Προχώρησε γρήγορα μέσ' απ' το δάσος που χώριζε τη σκήτη απ' το μοναστήρι και μην μπορώντας να υποφέρει τις σκέψεις του —τόσο πολύ τον βασάνιζαν— άρχισε να κοιτάει τα αιωνόβια πεύκα που πλαισίωναν το μονοπάτι. Τούτη την ώρα το δάσος ήταν έρημο, όμως στην πρώτη στροφή του δρομάκου είδε αναπάντεχα τον Ρακίτιν. Αυτός κάποιον περίμενε.
— Μήπως περιμένεις εμένα; ρώτησε ο Αλιόσα όταν τον πλησίασε.
— Εσένα, είπε ο Ρακίτιν και χαμογέλασε κάπως ειρωνικά. Βιάζεσαι να πας στον πάτερ ηγούμενο. Το ξέρω. Έχει τραπέζι. Απ' τον καιρό που φιλοξένησαν τον αρχιεπίσκοπο και τον στρατηγό Παχάτοβ —το θυμάσαι;— τέτοιο τραπέζι δεν ξανάγινε. Εγώ δε θα 'μαι κει, όμως εσύ πήγαινε να σερβίρεις τις σάλτσες. Μονάχα ένα πες μου, Αλεξέι: Τι σημαίνει κείνο το αναπάντεχο; Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω.
— Ποιο;
— Μα κείνη η γονυκλισία στον αδερφούλη σου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Και τον είδες πως κουτούλησε το κεφάλι του στο πάτωμα!
— Λες για τον πάτερ Ζωσιμά; — Ναι, για τον πάτερ Ζωσιμά. Κουτούλησε;
— Α, εξεφράσθην ασεβώς! Ε, δεν πα να 'ναι κι ασεβώς.
Λοιπόν, τι σημαίνουν όλ' αυτά;
— Δεν ξέρω, Μίσα, τι σημαίνουν.
— Το 'ξερα πως δε θα στο εξηγήσει. Βέβαια, δεν ήταν τίποτα βαθύτερο —συνηθισμένα καμώματα. Μα το κόλπο έγινε επίτηδες. Τώρα είναι που θ' αρχίσουν τις φλυαρίες όλοι οι θεοσεβούμενοι της πολιτείας και θα το διαδώσουν και σ' όλη την επαρχία: «Τί να σημαίνει τάχα τούτο τ' αναπάντεχο». Κατά τη γνώμη μου ο γέρος είναι στ' αλήθεια διορατικός: Μυρίστηκε έγκλημα. Κάτι σάπιο μυρίζει σπίτι σας.
— Τι έγκλημα;
Ήταν φανερό πως ο Ρακίτιν κάτι ήθελε να πει.
— Στη φαμίλια σας θα γίνει αυτό το έγκλημα. Θα συμβεί ανάμεσα στ' αδερφούλια σου και στον πλούσιο μπαμπάκα σου. Το λοιπόν κι ο πάτερ Ζωσιμάς βάρεσε το κούτελό του στο πάτωμα για κάθε μελλοντικό ενδεχόμενο. Ύστερα, ό,τι και να γίνει θα λένε: «Αχ, μα αυτό ο άγιος στάρετς το προείπε, προφήτεψε». Κι όμως από πού κι ως πού είναι προφητεία το πως κουτούλησε χάμου; Ε, να αυτό, θα πουν, είναι ένα σύμβολο, μια αλληγορία κι ο διάολος ξέρει ακόμα τι. Θα το διαφημίσουν και θα το θυμούνται για πάντα: Βλέπεις, μάτια μου, μάντεψε απ' τα πριν το έγκλημα, κατάλαβε και τον εγκληματία. Οι παλαβοί πάντα έτσι κάνουν: περνώντας απ' το καταγώγιο κάνουν το σταυρό τους και λιθοβολούν την Εκκλησία. Έτσι κι ο στάρετς σου: διώχνει τον αναμάρτητο με μια κλωτσιά και προσκυνάει τα πόδια του φονιά.
— Για ποιο έγκλημα μιλάς; Σε ποιανού φονιά τα πόδια; Τι σου 'ρθε;
Ο Αλιόσα έμεινε σαν κάποιος να τον κάρφωσε στη θέση του. Σταμάτησε κι ο Ρακίτιν.
Ποιανού φονιά; Μπας και δεν το ξέρεις; Κόβω το κεφάλι μου πως και συ το σκέφτηκες αυτό. Και μια και το 'φερε η κουβέντα, είμαι περίεργος να μάθω και τούτο: Άκου, Αλιόσα, εσύ πάντα λες την αλήθεια, αν και ποτέ δεν παίρνεις μια συγκεκριμένη θέση: το σκέφτηκες αυτό ή δεν το σκέφτηκες; Απάντησε.
— Το σκέφτηκα, απάντησε με σιγανή φωνή ο Αλιόσα.
Ακόμα κι ο Ρακίτιν τα 'χασε.
— Τι μου λες; Ώστε λοιπόν και συ το σκέφτηκες; αναφώνησε ο Ρακίτιν.
— Δηλαδή... δηλαδή όχι πως το σκέφτηκα, είπε κομπιάζοντας ο Αλιόσα, μα τώρα να, έτσι που άρχισες να μιλάς τόσο παράξενα γι' αυτό το ζήτημα μου φαίνεται πως το 'χα σκεφτεί.
— Τα βλέπεις; και τι σωστά μάλιστα που το 'πες! Τα βλέπεις; Σήμερα σκέφτηκες για το έγκλημα κοιτάζοντας τον μπαμπάκα σου και τον αδερφούλη σου, τον Μίτιενκα; Θα πει λοιπόν πως δεν είχα άδικο.
— Στάσου, στάσου λοιπόν τον διέκοψε ταραγμένος ο
Αλιόσα, από πού τα συμπεραίνεις όλ' αυτά;... Μα πρώτα-πρώτα τι σ' ενδιαφέρει;
— Αυτές είναι δυό ξέχωρες ερωτήσεις, μα φυσικές· θ' απαντήσω λοιπόν χωριστά στην καθεμιά. Από πού τα συμπεραίνω; Δε θα 'βγαζα κανένα συμπέρασμα, αν δεν καταλάβαινα σήμερα πλέρια τον αδερφό σου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ξαφνικά κι απότομα, όλον, όπως είναι. Από κάποιο σημάδι τον ένιωσα μονομιάς ολάκερον. Κάτι τέτοιοι τιμιότατοι μα φιλήδονοι άνθρωποι έχουν ένα όριο που δεν πρέπει να το ξεπερνούν. Αλλιώς, αλλιώς μπορούν να σφάξουν και τον μπαμπάκα τους ακόμα. Κι ο μπαμπάκας είναι μέθυσος κι ακόλαστος, δεν έβαλε ποτέ μέτρο στις πράξεις του. Δε θα μπορέσει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να συγκρατηθούν και θα πέσουν κι οι δυό τους στο γκρεμό...
— Όχι, Μίσα, όχι. Αν είναι αυτό μονάχα, τότε μου δίνεις κουράγιο. Δε θα φτάσουν ως εκεί τα πράματα.
— Τότε γιατί τρέμεις ολάκερος; Ξέρεις κάτι; Μόλο που 'ναι τίμιος άνθρωπος αυτός ο Μίτιενκα (ανόητος βέβαια μα τίμιος), όμως είναι και φιλήδονος. Αυτός είναι ο σωστός χαρακτηρισμός του κι όλη η ουσία του. Απ' τον πατέρα του κληρονόμησε όλη τούτη τη φιληδονία του. Μονάχα εσύ, Αλιόσα, με κάνεις κι απορώ: πώς γίνεται να 'σαι ακόμα αγνός; Κι όμως είσαι και συ ένας Καραμάζοβ. Στην οικογένειά σας η φιληδονία έχει καταντήσει αρρώστια. Το λοιπόν τούτοι οι τρεις φιλήδονοι παραμονεύουν τώρα ο ένας τον άλλον κι ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Έχουν φτάσει και οι τρεις τους στο απροχώρητο και ίσως εσύ να 'σαι ο τέταρτος.
— Κάνεις λάθος γι' αυτή τη γυναίκα. Ο Ντιμήτρι την... περιφρονεί, πρόφερε με κάποια ανατριχίλα ο Αλιόσα.
— Για την Γκρούσενκα λες; Όχι αδερφέ μου, δεν την περιφρονεί. Μια και παράτησε έτσι στα φανερά την αρραβωνιαστικιά του για χάρη της, θα πει πως δεν την περιφρονεί. Αυτό... αυτό, αδερφέ μου, είναι κάτι που εσύ δεν το καταλαβαίνεις ακόμα. Άμα ερωτευθεί ο άνθρωπος καμιάν όμορφη, κανένα κορμί γυναικείο ή και μονάχα ένα μέρος του γυναικείου σώματος (αυτό μπορεί να το καταλάβει μονάχα ένας φιλήδονος), μπορεί να δώσει γι' αυτήν τα παιδιά του, να πουλήσει τη μάνα και τον πατέρα του, τη Ρωσία και την πατρίδα του. Και τίμιος να 'ναι θα κλέψει- και άκακος, θα σφάξει- και πιστός, θα προδώσει. Ο τραγουδιστής των γυναικείων ποδιών, ο Πούσκιν, έγραψε στίχους για τα πόδια. Είναι άλλοι που δεν τα εγκωμίασαν με στίχους, μα δεν μπορούν να κοιτάξουν δυο πόδια χωρίς να τους πιάσει τρέμουλο. Μα δεν είναι μονάχα οι γάμπες... Σ ' αυτή την περίπτωση δεν ωφελεί σε τίποτα η περιφρόνηση, κι αν ακόμα την περιφρονεί την Γκρούσενκα. Την περιφρονεί, κι όμως δεν μπορεί να την παρατήσει.
— Αυτό το καταλαβαίνω, του ξέφυγε ξαφνικά του Αλιόσα.
— Έτσι ε; Πάει να πει λοιπόν πως στ' αλήθεια το καταλαβαίνεις, μια και το 'πες έτσι αμέσως, πρόφερε χαιρέκακα ο Ρακίτιν. Αυτό το 'πες χωρίς να το θέλεις, σου ξέφυγε. Γι' αυτό και η ομολογία σου έχει μεγαλύτερη αξία: θα πει λοιπόν πως σου είναι γνωστό πια αυτό το θέμα, θα πει πως έχεις σκεφτεί πια τη φιληδονία! Εχ παρθένε μου εσύ! Εσύ, Αλιόσα, είσαι σιγανό ποτάμι- είσαι άγιος, το παραδέχομαι, μα ένας διάολος ξέρει τι έχεις πια σκεφτεί, ένας διάολος ξέρει πόσα πράματα σού είναι πια γνωστά! Είσαι παρθένος κι όμως έφτασες πια ως τη βαθύτερη ουσία του ζητήματος —είναι καιρός τώρα που σε παρακολουθώ. Είσαι και συ Καραμάζοβ, είσαι ένας σωστός Καραμάζοβ θα πει λοιπόν πως κάτι έχει να κάνει το γένος και η επιλογή. Από πατέρα φιλήδονος κι από μάνα παλαβός. Γιατί τρέμεις; Επειδή αυτό που λέω είναι αλήθεια; Ξέρεις κάτι; Η Γκρούσενκα με παρακαλούσε και μου 'λεγε: «φέρτονε δω πέρα (εσένα δηλαδή) και 'γω θα του βγάλω το ράσο του». Και πώς με παρακαλούσε: Φέρτονε, φέρτον. Όλο αυτό μου 'λεγε! Σκέφτηκα τότε: Γιατί έχει τόση περιέργεια να σε γνωρίσει; Και, ξέρεις, αυτή δεν είναι καμιά συνηθισμένη γυναίκα!
— Πες της χαιρετίσματα από μέρους μου και πες της ακόμα πως δε θα πάω, είπε ο Αλιόσα μ' ένα βιασμένο χαμόγελο. Τέλειωσε, Μίσα, αυτό που άρχισες να λες· θα σου πω αργότερα τη γνώμη μου.
— Τι θες να τελειώσω, είναι φανερά τα πράματα. Ολ' αυτά, αδερφέ μου, είναι παλιά ιστορία. Αφού και συ έχεις στοιχεία φιληδονίας μέσα σου, τι να πει πια κανείς για τον αδελφό σου τον Ιβάν; Κι αυτός Καραμάζοβ είναι. Εσάς των Καραμάζοβ τούτα είναι όλα κι όλα τα χαρακτηριστικά σας: Φιληδονία, απληστία, παλαβομάρα! Ο αδερφός σου ο Ιβάν, όντας άθεος, δημοσιεύει τώρα θεολογικά άρθρα, έτσι στ' αστεία, από κάποιον άγνωστο ακόμα ανοητότατο υπολογισμό, και παραδέχεται κι ο ίδιος τούτη την προστυχιά. Νά τι είναι ο αδερφός του ο Ιβάν. Μα εκτός απ' αυτό θέλει να πάρει αυτός την αρραβωνιαστικιά του αδερφού σου Μίτια και, κατά πώς φαίνεται, θα πετύχει και τούτον το σκοπό του. Και πώς μάλιστα; Με τη συγκατάθεση του ίδιου του Μίτιενκα, γιατί ο Μίτιενκα του παραχωρεί ο ίδιος την αρραβωνιαστικά του μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθεί και να τρέξει το γρηγορότερο στην Γκρούσενκα. Και πρόσεξέ το καλά, όλ ' αυτά τα κάνει με όλη του την ευγένεια και την ανιδιοτέλεια. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι!
Ένας διάολος μπορεί να σας καταλάβει ύστερ' απ' όλα αυτά: παραδέχεται κι ο ίδιος την προστυχιά του κι όμως εξακολουθεί να κάνει προστυχιές! Πρόσεξε τώρα: ο γεροντάκος, ο πατέρας, μπαίνει στο δρόμο του Μίτιενκα. Γιατί τρελάθηκε κι αυτός ξαφνικά για την Γκρούσενκα, τρέχουν τα σάλια του μονάχα να την κοιτάει. Μόνο και μόνο για δαύτην έκανε τώρα μόλις κείνο το σκάνδαλο στο κελί, μόνο και μόνο γιατί ο Μιούσοβ τόλμησε να την πει ανήθικη κι άτιμη. Την έχει ερωτευθεί ως τα μπούνια. Πρώτα την είχε με μιστό κι αυτή του 'κανε μονάχα κάτι σκοτεινές δουλειές στα καπηλειά του και τώρα ξαφνικά την καλοκοίταξε και του καλάρεσε και της κάνει όλο προτάσεις, όχι τίμιες φυσικά. Το λοιπόν δε γίνεται παρά να τα τσουγκρίσουν για καλά ο μπαμπάκας με το γιόκα του. Κι όσο για την Γκρούσενκα, αυτή δεν πάει ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλον, παίζει προς το παρόν μαζί τους, τους κοροϊδεύει και τους δυό, κοιτάει να δει από ποιόν θα 'χει πιότερο όφελος, γιατί, αν και μπορεί ν' αρπάξει πολλά λεφτά απ ' τον πατερούλη, αυτός δεν πρόκειται να την παντρευτεί και πολύ πιθανό να τσιγκουνευτεί στο τέλος και να σφίξει το κορδόνι του πουγκιού του. Και, μια και είν' έτσι, έχει ο Μίτιενκα την αξία του. Δεν έχει λεφτά, είναι όμως ικανός να την παντρευτεί. Ναι, είναι ικανός να την παντρευτεί. Θα παρατήσει την αρραβωνιαστικιά του, την ασύγκριτη αυτή καλλονή, την Κατερίνα Ιβάνοβνα, την πλούσια, τη γαλαζοαίματη, την κόρη του συνταγματάρχη και θα παντρευτεί την Γκρούσενκα που την είχε σπιτώσει άλλοτε ένας γέρος μικρέμπορος, κείνος ο ακόλαστος μουζίκος, ο δήμαρχος Σαμψόνοβ. Όλ' αυτά μπορούν να φέρουν μια σύγκρουση που, μα την αλήθεια, δεν είναι καθόλου παράξενο να φτάσει και στο έγκλημα. Αυτό περιμένει κι ο αδερφός σου ο Ιβάν, τότε είναι που θα τρίβει τα χέρια του. Θ' αποχτήσει και την Κατερίνα Ιβάνοβνα, που λιώνει τώρα από τον καημό για δαύτην, και θα τσεπώσει και τις εξήντα χιλιάδες της προίκας της. Για έναν ασήμαντο κι απένταρο άνθρωπο, όπως είναι αυτός, είναι πολύ ελκυστικό σαν αρχή. Και σημείωσε πως όχι μονάχα δε θα προσβάλει τον Μίτια μ' αυτό, μα θα του κάνει κι εκδούλευση που εκείνος θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή. Γιατί, το ξέρω θετικά, μόλις εδώ και μια βδομάδα ο Μίτιενκα έλεγε φωναχτά στην ταβέρνα όπου γλεντούσε με τσιγγάνες, πως δεν του αξίζει η Κάτιενκα και πως του αδερφού του του Ιβάν του αξίζει και του παραξίζει. Και η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε θ' αρνηθεί βέβαια στο τέλος να πάρει έναν τέτοιο καρδιοκαταχτητή σαν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Από τώρα ταλαντεύεται ανάμεσα στους δυο τους. Και πώς τα κατάφερε αυτός ο αδερφός σας ο Ιβάν και σας έκανε να τον σέβεστε όλοι σας; Όμως αυτός σας κοροϊδεύει τώρα: κάθομαι, λέει, κι ευφραίνομαι σε βάρος σας.
— Πώς μπορείς να τα ξέρεις όλ' αυτά; Πώς μιλάς με τόση πεποίθηση; ρώτησε απότομα ο Αλιόσα και ξαφνικά έσμιξε τα φρύδια του.
— Και συ γιατί με ρωτάς και φοβάσαι από τώρα την απάντησή μου; Θα πει λοιπόν πως παραδέχεσαι ότι λέω αλήθεια.
— Εσύ δεν αγαπάς τον Ιβάν. Ο Ιβάν δεν είναι φιλοχρήματος.
— Έτσι, έ; Και η ομορφιά της Κατερίνας Ιβάνοβνας; Δεν είναι μονάχα τα λεφτά στη μέση, αν και οι εξήντα χιλιάδες ρούβλια είναι πολύ δελεαστικές.
— Ο Ιβάν έχει ανώτερους σκοπούς. Ο Ιβάν δεν πρόκειται να παρασυρθεί ούτε από χιλιάδες ρούβλια. Ο Ιβάν δε γυρεύει ούτε λεφτά ούτε γαλήνη. Ίσως να γυρεύει την οδύνη.
— Τι 'ναι τούτα πάλι; Τι είσαστε τέλος πάντων σεις οι... γαλαζοαίματοι!
— Αχ, Μίσα, η ψυχή του είναι ταραγμένη. Όλο σκέφτεται. Τον τυραννάει μια σκέψη μεγάλη κι άλυτη. Είναι απ' τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάγκη από εκατομμύρια, μα που θέλουν να ξεδιαλύνουν τη σκέψη τους.
— Είσαι λογοκλόπος, Αλιόσα. Παράφρασες τα λόγια του στάρετς σου. Ε, ρε αίνιγμα που σας έγινε κι αυτός ο Ιβάν! φώναξε με φανερή κακία ο Ρακίτιν.
Ακόμα και η έκφραση του προσώπου του άλλαξε. Στράβωσαν και τα χείλια του.
— Μα είναι ανόητο το αίνιγμα, δεν υπάρχει τίποτα να λύσεις. Δε χρειάζεται καθόλου να σπάσεις το κεφάλι σου για να καταλάβεις. Το άρθρο του είναι γελοίο κι ασυνάρτητο. Κι άκουσες πριν από λίγο την ανόητη θεωρία του: «Αν δεν υπάρχει αθανασία της ψυχής, δεν υπάρχει και αρετή. Άρα όλα επιτρέπονται!» (Και θυμάσαι πως ο αδερφούλης σου ο Μίτιενκα φώναξε κείνη την ώρα: «Θα το 'χω υπόψη μου!») Πολύ δελεαστική θεωρία για τους ποταπούς... Βρίζω κι αυτό είναι ηλίθιο... όχι για τους ποταπούς, μα τους γυμνασιόπαιδες φανφαρόνους με τ' «αξεδιάλυτα βάθη των σκέψεων». Είναι ένας τιποτένιος καυχησιάρης που όλη κι όλη η ουσία των λόγων του είναι τούτη: «Απ' τη μια μεριά πρέπει να παραδεχτούμε πως έτσι είναι, απ' την άλλη όμως είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως...» Όλη του η θεωρία είναι μια προστυχιά και τίποτα παραπάνω! Η ανθρωπότητα θα βρει μονάχη της τη δύναμη να ζει για το καλό έστω κι αν δεν θα πιστεύει στην αθανασία της ψυχής! Θα βρει τη δύναμη αγαπώντας τη λευτεριά, την ισότητα, την αδελφότητα...
Ο Ρακίτιν μίλαγε με ζέση, σχεδόν δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Μα ξαφνικά σταμάτησε, λες και κάτι θυμήθηκε.
— Αρκετά όμως, χαμογέλασε πιο βιασμένα από πριν. Γιατί γελάς; Μπας και νομίζεις πως είμαι σαχλός;
— Όχι, ούτε καν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Είσαι έξυπνος μα... ας μη μιλάμε γι' αυτό, έτσι από ανοησία μου γέλασα. Καταλαβαίνω την έξαψή σου, Μίσα. Απ' την παραφορά σου μάντεψα πως και συ δεν είσαι εντελώς αδιάφορος για την Κατερίνα Ιβάνοβνα' αυτό, αδερφέ μου, το υποπτευόμουν από καιρό. Γι' αυτό και δεν αγαπάς τον Ιβάν. Τον ζηλεύεις;
— Μπας και ζηλεύω και τα λεφτά της; Έλα λοιπόν, πρόσθεσέ το κι αυτό.
— Όχι, για τα λεφτά δε θα μιλήσω καθόλου, δε θέλω να σε προσβάλω.
— Αφού το λες σε πιστεύω, μα ο διάολος να σας πάρει μ' αυτόν τον αδερφό σου τον Ιβάν! Ποτέ σας δε θα καταλάβετε πως κι αν ακόμα δεν ήταν η Κατερίνα Ιβάνοβνα στη μέση πάλι θα μπορούσε κανείς να μην τον αγαπάει. Και γιατί λοιπόν, που να πάρει ο διάολος και να σηκώσει, θα πρέπει να τον αγαπάω; Αφού αυτός ο ίδιος μου κάνει την τιμή να με βρίζει. Γιατί λοιπόν να μην έχω και 'γω το δικαίωμα να τον βρίζω;
— Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει κάτι για σένα, ούτε καλό ούτε κακό. Δε μιλάει καθόλου για σένα.
— Κι όμως εγώ, εδώ και τρεις μέρες, άκουσα πως με περιγελούσε με βρισιές στης Κατερίνας Ιβάνοβνας και δε μ' άφησε σε χλωρό κλαρί. Καταλαβαίνεις λοιπόν πόσο ενδιαφέρεται για την ταπεινή μου προσωπικότητα. Ύστερ' απ' αυτό δεν ξέρω, μα την αλήθεια, ποιος απ' τους δυό μας ζηλεύει τον άλλον! Είχε την καλοσύνη να εκφράσει τη γνώμη πως, αν δε μου γυαλίσει στο μάτι η καριέρα του αρχιμανδρίτη στο πολύ κοντινό μέλλον κι αν δεν αποφασίσω να δεχτώ την κουράν, τότε θα πάω οπωσδήποτε στην Πετρούπολη και θα κολλήσω σε κανένα πολυσέλιδο περιοδικό, το δίχως άλλο στη στήλη της κριτικής, θα γράφω καμιά δεκαριά χρόνια και τελικά το περιοδικό θα γίνει δικό μου. Ύστερα θα συνεχίσω την έκδοσή του με φιλελεύθερες κι αθεϊστικές κατευθύνσεις, με κάποια σοσιαλιστική απόχρωση, ακόμα και με κάποια δόση σοσιαλισμού, μα θα 'μαι πάντοτε ανοιχτομάτης, δηλαδή στην ουσία θα χτυπάω μια στο καρφί και μια στο πέταλο και θα ρίχνω στάχτη στα μάτια των κουτών. Το τέλος της καριέρας μου, κατά τα λεγάμενα του αδερφούλη σου, θα ναι πως η σοσιαλιστική απόχρωση δε θα μ' εμποδίσει να τοποθετώ τις συνδρομές σε τρεχούμενους λογαριασμούς και να εκμεταλλεύομαι τον παρά μου κάτω απ' την καθοδήγηση κανενός Εβραίου. Κι αυτό θα γίνεται μέχρις ότου χτίσω μια πολυκατοικία στην Πετρούπολη με το σκοπό να στεγάσω κει μέσα τα Γραφεία της Σύνταξης και τα υπόλοιπα πατώματα να τα νοικιάσω. Καθόρισε ακόμα και το μέρος του σπιτιού: θα 'ναι κοντά στη Νέα Πέτρινη Γέφυρα του Νέβα που σχεδιάζεται να γίνει στην Πετρούπολη και θα ενώνει την οδό Λιτέιναγια και τη συνοικία Βίρμπορσκαγια...
— Αχ, Μίσα, όλ' αυτά ίσως και να γίνουν έτσι ακριβώς ως την τελευταία λεπτομέρεια! ξεφώνισε ξαφνικά μην μπορώντας να συγκρατηθεί ο Αλιόσα και χαμογέλασε εύθυμα.
— Αρχίσατε και σεις τους σαρκασμούς, Αλεξέι Φιοντόροβιτς.
— Όχι, όχι, να με συγχωρείς, αστειεύομαι. Σκέφτομαι εντελώς άλλα πράματα. Όμως για στάσου: ποιος τάχα θα μπορούσε να σου ανακοινώσει αυτές τις λεπτομέρειες κι από ποιόν θα μπορούσες να τις ακούσεις; Δεν ήσουν φυσικά ο ίδιος στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνας όταν ο Ιβάν μίλαγε για σένα;
— Η Δεν ήμουνα 'γω, μα ήταν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και τ' άκουσα όλ' αυτά με τ' αυτιά μου απ' αυτόν τον ίδιο, δηλαδή, αν θες να στο πω κι αυτό, δεν τ' άκουσα μα τα κρυφάκουσα, χωρίς να το θέλω φυσικά, γιατί βρισκόμουνα στην κρεβατοκάμαρα της
Γκρούσενκα και δεν μπορούσα να βγω όσο ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο.
— Α, ναι, το ξέχασα. Είναι συγγενής σου αυτή...
— Συγγενής; Η Γκρούσενκα συγγενής μου; φώναξε ξαφνικά ο Ρακίτιν και κατακοκκίνισε. Μήπως σου 'στρίψε; Κάτι θα 'παθε το μυαλό σου.
— Μα τι; Μήπως δεν είναι συγγενής σου; Έτσι άκουσα...
— Πού μπορούσες να τ' ακούσεις αυτό; Αλλά, βλέπεις, σεις οι κύριοι Καραμάζοβ μάς κάνετε τους μεγάλους γαλαζοαίματους και λέτε πως τάχα η σκούφια σας κρατάει από παλιό τζάκι τη στιγμή που ο πατέρας σου έκανε το γελωτοποιό στα ξένα γεύματα και για ελεημοσύνη του δίνανε να φάει ένα πιάτο μαζί με τους υπηρέτες στην κουζίνα. Βέβαια ο πατέρας μου δεν ήταν παρά ένας παπάς και τίποτ' άλλο και μπροστά σε σας τους ευγενείς μπορεί να μην αξίζω πεντάρα, όμως αυτό δεν είναι λόγος να με προσβάλλετε τόσο επιπόλαια κι αστόχαστα. Έχω και 'γω την αξιοπρέπειά μου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Και σας παρακαλώ να το καταλάβετε πως δεν μπορεί να 'μαι συγγενής της Γκρούσενκα, αυτής της κοινής γυναίκας.
Ο Ρακίτιν ήταν πολύ ερεθισμένος.
— Για όνομα του Θεού, συγχώρεσέ με. Ποτέ δεν μπορούσα να υποθέσω... Και ύστερα γιατί τη λες κοινή; Μήπως είναι τέτοια; είπε ο Αλιόσα και ξαφνικά κοκκίνισε. Σου επαναλαμβάνω πως άκουσα ότι είναι συγγενής σου. Πηγαίνεις συχνά στο σπίτι της και μου το 'λεγες κι ο ίδιος πως δεν έχεις ερωτικούς δεσμούς μαζί της... Ποτέ δεν μπορούσα να υποθέσω πως και συ την περιφρονείς τόσο πολύ. Μα στ' αλήθεια λοιπόν το αξίζει;
— Αν την επισκέφτομαι αυτό είναι δίκιά μου δουλειά και σένα δε σου πέφτει λόγος. Όσο για τη συγγένεια, μάλλον ο αδερφούλης σου ή ο μπαμπάκας σου θα στη φορτώσουν εσένα κι όχι εμένα για συγγενή. Μα νά που φτάσαμε κιόλας. Τράβα καλύτερα στην κουζίνα. Α, τί τρέχει, τι είν' αυτό; Μήπως αργήσαμε; Μα δεν μπορούσαν να ξεμπερδέψουν τόσο γρήγορα με το γεύμα, έτσι δεν είναι; Ή, μήπως και δω πέρα τα κάνανε μούσκεμα οι Καραμάζοβ; Αυτό θα 'ναι. Νά κι ο πατερούλης σου κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στο κατόπι του. Απ' του ηγούμενου ξεπετάχτηκαν. Νά κι ο πάτερ Ισίδωρος που κάτι τους φωνάζει απ' το χαγιάτι και κουνάει τα χέρια του, σίγουρα θα 'ναι φουρκισμένος. Κι ο πατερούλης σας φωνάζει κι αυτός κουνώντας τα χέρια του ασφαλώς θα βρίζει. Μπα; Νά κι ο Μιούσοβ που φεύγει με τ' αμάξι, τον βλέπεις; Νά 'τος. Νά κι ο Μαξίμοβ, ο χτηματίας, που τρέχει. Μα εδώ έγινε σκάνδαλο. Θα πει πως δε γευμάτισαν! Λες τάχα να δείρανε τον ηγούμενο; Ή, μήπως τους δείρανε αυτούς; Μα την αλήθεια, θα τους άξιζε!...
Ο Ρακίτιν δεν ξεφώνισε άδικα. Πραγματικά, είχε γίνει ένα σκάνδαλο, ένα σκάνδαλο ανήκουστο κι αναπάντεχο. Όλα γίνανε κατόπιν «αιφνίδιας εμπνεύσεως.