2. VIII. Το Σκάνδαλο
Όταν ο Μιούσοβ κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπαίνανε πια στου ηγούμενου, στην καρδιά του Πιότρ Αλεξάντροβιτς, που ήταν ένας αληθινά καθωσπρέπει και ντελικάτος άνθρωπος, έγινε ένα ντελικάτο στο είδος του γεγονός: άρχισε να ντρέπεται που ήταν θυμωμένος. Αισθάνθηκε πως αυτόν τον ελεεινό Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έπρεπε ουσιαστικά παρά μονάχα να τον περιφρονεί έτσι που να μη χάσει καθόλου την ψυχραιμία του στο κελί του στάρετς και να μην παραφερθεί όπως παραφέρθηκε. «Όπως και να ’ναι, οι καλόγεροι δε φταίνε καθόλου για όλα όσα έγιναν», συμπέρανε ξαφνικά στο κατώφλι του ηγούμενου, «κι αν είναι και δω άνθρωποι καθωσπρέπει (αυτός ο πάτερ Νικόλαος είναι νομίζω από καλή γενιά) γιατί να μην τους φερθώ ευγενικά κι ευπροσήγορα;...
Δε θα κάνω καυγάδες, θα τους κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι, θα τους γοητεύσω με την ευγένειά μου και... και... θα του αποδείξω τέλος πως δεν είμαι και 'γω σαν κι αυτόν τον Αίσωπο, σαν κι αυτόν το γελωτοποιό, αυτόν τον πιερότο και πως μπλέχτηκα σ' αυτή τη φασαρία όπως ακριβώς κι αυτοί...»
Όσο για την αμφισβητούμενη υλοτομία στο δάσος και το ψάρεμα στον ποταμό —που βρίσκονταν όλ' αυτά ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε— αποφάσισε να τους τα παραχωρήσει τελειωτικά μια για πάντα, σήμερα κιόλας, αφού μάλιστα όλα τούτα είχαν πολύ μικρή αξία, και να σταματήσει όλες του τις ενέργειες ενάντια στο μοναστήρι.
Όλες αυτές οι αγαθές προθέσεις εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν μπήκανε στην τραπεζαρία του πάτερ ηγούμενου. Να λέμε την αλήθεια, αυτός δεν είχε καν τραπεζαρία γιατί όλο του το διαμέρισμα είχε δυό δωμάτια (σύμφωνα με τις συνήθειες του μοναστηριού), μονάχα που ήταν πιο ευρύχωρα και πιο κόμοδα απ' τα δωμάτια του στάρετς. Η επίπλωση και δω δεν ήταν σπουδαία. Τα έπιπλα ήταν από κόκκινο ξύλο, ντυμένα με δέρμα, παλιάς μόδας, στο στυλ του 1820. Ακόμα και τα πατώματα ήταν άβαφα. Όμως όλα αστράφτανε από πάστρα, στα παράθυρα υπήρχαν πολλά κι ακριβά λουλούδια. Μα η κυριότερη πολυτέλεια εκείνη τη στιγμή ήταν το πλουσιοπάροχα στρωμένο τραπέζι —μιλώντας σχετικά βέβαια: το τραπεζομάντηλο ήταν καθαρό, τα πιατικά αστραποβολούσαν. Τρεις ποιότητες καλοψημένο ψωμί, δυό μπουκάλια κρασί, δυό βάζα υδρόμελο του μοναστηριού και μια μεγάλη γυάλινη καράφα με κβας που το φτιάχνανε στο μοναστήρι και ήταν ξακουστό σ' όλη την περιφέρεια. Βότκα δεν υπήρχε καθόλου. Ο Ρακίτιν διηγόταν αργότερα πως το γεύμα τούτη τη φορά είχε πέντε φαγητά: Ψαρόσουπα οξύρυγχου και πιροσκί με γέμιση ψάρι. Ύστερα ψάρι βραστό, κάπως ιδιότροπα μαγειρεμένο. Ύστερα κεφτέδες από κόκκινο ψάρι, παγωτό και κομπόστα και τέλος ένα είδος φρούτο μπελντέ. Όλ' αυτά τα 'μαθε ο Ρακίτιν που δε βάσταξε και πήγε ξεπίτηδες στην κουζίνα του ηγούμενου (είχε και κει τα μέσα). Αυτός παντού είχε γνωριμίες κι από παντού μάθαινε τα νέα. Ήταν πολύ ανήσυχος και ζηλιάρης. Είχε συνείδηση των σημαντικών του ικανοτήτων μα τις υπερέβαλλε κι εχτιμούσε πιότερο απ' όσο θα 'πρεπε τον εαυτό του. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο μέλλον. Όμως ο Αλιόσα, που τον ήξερε πολύ καλά, στεναχωριόταν γιατί ο φίλος του ο Ρακίτιν δεν ήταν τίμιος και γιατί ο ίδιος ούτε το αντιλαμβανόταν καθόλου μα θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικά έντιμο γιατί ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να κλέψει στα φανερά. Σ ' αυτό το ζήτημα όχι μονάχα ο Αλιόσα μα και κανένας άλλος δε θα μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη.
Ο Ρακίτιν, σαν πρόσωπο πολύ ασήμαντο, δεν μπορούσε βέβαια να 'ναι προσκαλεσμένος στο γεύμα. Όμως ήταν προσκαλεσμένοι ο πάτερ Ιωσήφ, ο πάτερ Παΐσιος και μαζί τους ένας ακόμα ιερομόναχος. Αυτοί περίμεναν κιόλας στην τραπεζαρία του ηγούμενου όταν μπήκαν ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς, ο Καλγκάνοβ, κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Πρόσμενε ακόμα σε μια γωνιά κι ο χτηματίας Μαξίμοβ. Ο πάτερ ηγούμενος προχώρησε στη μέση της αίθουσας για να υποδεχτεί τους ξένους του. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός μα δυνατός ακόμα γέρος. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν πολλές άσπρες τρίχες, το πρόσωπό του ήταν μακρουλό, λιπόσαρκο απ' τις νηστείες και σοβαρό. Έκανε σιωπηλός μιαν υπόκλιση στους καλεσμένους του. Όμως τούτη τη φορά εκείνοι τον πλησίασαν να τους ευλογήσει. Ο Μιούσοβ ετοιμάστηκε μάλιστα να του φιλήσει και το χέρι μα εκείνος το τράβηξε έγκαιρα κι έτσι ο ασπασμός δεν πραγματοποιήθηκε. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο Καλγκάνοβ ευλογήθηκαν τούτη τη φορά με τα όλα τους, δηλαδή δίνοντας το πιο λαϊκό, ηχηρό φιλί στο χέρι.
— Έχουμε την υποχρέωση να ζητήσουμε συγνώμη, αιδεσιμότατε, άρχισε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς χαμογελώντας ευγενικά, μα όσο να 'ναι με μεγαλόπρεπο και γεμάτο σεβασμό τόνο. Να ζητήσουμε συγνώμη γιατί παρουσιαζόμαστε μονάχοι μας χωρίς τον προσκαλεσμένο σας τον Φιόντορ Παύλοβιτς.
Αυτός αναγκάστηκε να μην αποδεχτεί την πρόσκλησή σας και είχε φυσικά τους λόγους του να το κάνει. Στο κελί του πανιερότατου πάτερ Ζωσιμά παραφέρθηκε εξαιτίας εκείνης της άτυχης διαφωνίας που 'χει με το γιο του και πρόφερε μερικές φράσεις εντελώς ανάρμοστες... με δυο λόγια εντελώς άπρεπες... πράμα που, καθώς φαίνεται, (είπε και κοίταξε τους ιερομόναχους) είναι γνωστό πια στην πανοσιότητά σας. Γι' αυτό παραδέχτηκε κι ο ίδιος το σφάλμα του και μετανόησε ειλικρινά. Και νιώθοντας μεγάλη ντροπή μας παρακάλεσε, εμένα και το γιο του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, να σας διαβιβάσουμε τη βαθιά του θλίψη και την ειλικρινή του μεταμέλεια... Με δυο λόγια, ελπίζει και επιθυμεί να επανορθώσει αργότερα το σφάλμα του μα προς το παρόν εκλιπαρεί την ευλογία σας και σας παρακαλεί να ξεχάσετε όσα συνέβησαν...
Ο Μιούσοβ σώπασε, Προφέροντας τις τελευταίες λέξεις του λογυδρίου του, έμεινε εντελώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του, τόσο που ούτε ίχνος απ' τον προηγούμενο ερεθισμό δεν έμεινε στην ψυχή του. Αγαπούσε και πάλι πλέρια και ειλικρινά την ανθρωπότητα. Ο ηγούμενος τον άκουσε σοβαρός, ύστερα έσκυψε λίγο το κεφάλι και πρόφερε:
— Λυπάμαι βαθύτατα γι' αυτόν που δεν είναι μαζί μας. Ίσως στο τραπέζι μας να μας αγαπούσε κι αυτός όπως και μείς τον αγαπάμε. Κοπιάστε παρακαλώ, κύριοί μου, στο τραπέζι.
Στάθηκε μπροστά στο εικόνισμα κι άρχισε να λέει μια προσευχή. Όλοι σκύψανε με σεβασμό το κεφάλι κι ο χτηματίας Μαξίμοβ έγειρε μπροστά όλο του το κορμί κι ένωσε τις παλάμες του από εξαιρετική ευλάβεια.
Κι ακριβώς κείνη τη στιγμή ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους έκανε την τελευταία του φιγούρα. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως στ' αλήθεια ήταν έτοιμος να φύγει και πραγματικά αισθάνθηκε πως του ήταν αδύνατο, μετά την επαίσχυντη διαγωγή του στο κελί του στάρετς, να πάει, σαν να μην έγινε τίποτα, στο γεύμα του ηγούμενου. Όχι πως ντρεπόταν και καταδίκαζε τον εαυτό του. Ίσως μάλιστα να συνέβαινε και τ' αντίθετο. Μα, όπως και να 'ναι, καταλάβαινε πως ήταν αγένεια να πάει στον ηγούμενο. Όμως, καθώς του φέρανε μπροστά στην εξώπορτα του ξενώνα το σαραβαλιασμένο του αμάξι κι όταν πια ανέβαινε απάνω, ξαφνικά σταμάτησε. Θυμήθηκε τα ίδια του τα λόγια, που είπε στον στάρετς: «Πάντα όταν μπαίνω σε κανένα σπίτι μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με παίρνουν για γελωτοποιό. Άσε λοιπόν, λέω, να σας κάνω και στ' αλήθεια το γελωτοποιό, γιατί όλοι σεις είστε πιο γελοίοι και πιο πρόστυχοι από μένα». Θέλησε να τους εκδικηθεί όλους για τις ίδιες του τις βρωμιές. Θυμήθηκε τώρα ξαφνικά πως, εδώ και πολύν καιρό, τον είχανε ρωτήσει: «Γιατί δεν τον χωνεύατε τον τάδε τόσο πολύ;» Και τότε αυτός, σ' ένα παροξυσμό αδιαντροπιάς, απάντησε: «Να γιατί: αυτός, είν' αλήθεια, δε μου 'κανε τίποτα, εγώ όμως του σκάρωσα μια τέτοια βρομοδουλειά και μόλις την έκανα, τον μίσησα αμέσως γι' αυτό ακριβώς». Το θυμήθηκε τώρα αυτό και σκέφτηκε για μια στιγμή χαμογελώντας ήρεμα και μοχθηρά. Τα μάτια του άστραψαν και τα χείλη του αρχίσανε να τρέμουν. «Μια κι άρχισα, πρέπει να τελειώσω», έβγαλε ξαφνικά το συμπέρασμα. Τα συναισθήματά του αυτής της στιγμής θα μπορούσε να τα εκφράσει κανείς με τούτα τα λόγια: «Τώρα πια ό,τι έγινε έγινε, και δεν πρόκειται ποτέ να το επανορθώσω. Άσε λοιπόν να τους φτύσω ακόμα μια φορά ξετσίπωτα: δε σας ντρέπομαι, καρφί δε μου καίγεται!» Πρόσταξε τον αμαξά να περιμένει, κι αυτός γύρισε γρήγορα με μεγάλα βήματα προς το μοναστήρι και πήγε ίσα στου ηγούμενου. Δεν ήξερε ακόμα καλά-καλά τι θα κάνει, μα ήξερε πως δεν είναι πια κύριος του εαυτού του και —με την πρώτη αφορμή— θα φτάσει τώρα ως το ακρότατο σημείο κάποιας αισχρότητας (να λέμε την αλήθεια, μονάχα ως την αισχρότητα θα 'φτανε και ποτέ ως το έγκλημα ή σε καμιά πράξη που θα μπορούσε να τον φέρει στο δικαστήριο). Όσο γι' αυτό ήξερε πάντα να συγκρατεί τον εαυτό του και μάλιστα πολλές φορές απορούσε κι ο ίδιος πώς τα κατάφερνε. Εμφανίστηκε λοιπόν στην τραπεζαρία του ηγούμενου τη στιγμή ακριβώς που τέλειωσε η προσευχή κι όλοι προχωρούσαν προς το τραπέζι. Σταμάτησε στο κατώφλι, τους έριξε ένα βλέμμα κι άρχισε να γελάει μ' ένα μακρόσυρτο, αδιάντροπο και μοχθηρό γέλιο, κοιτάζοντάς τους όλους με θράσος στα μάτια.
— Φαντάζονταν πως έφυγα κι όμως να 'μαι! φώναξε αυτός τόσο δυνατά που αντήχησε όλη η αίθουσα.
Για μια στιγμή τον κοίταξαν όλοι σιωπηλά και ξαφνικά νιώσανε πως τώρα θα συμβεί κάτι αποκρουστικό, ανήκουστο, που θα κατέληγε οπωσδήποτε σε σκάνδαλο. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς πέρασε μονομιάς απ' τη μεγαλύτερη καλοκαγαθία στην πιο ασυγκράτητη μανία. Αυτή η οργή που 'χε σβήσει μέσα του αναζωπυρώθηκε και ξέσπασε.
— Όχι, αυτό πια δεν μπορώ να το υποφέρω! φώναξε. Καθόλου δεν μπορώ και... με κανέναν τρόπο δεν μπορώ.
Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Τα μπέρδεψε κιόλας μα δεν ήταν τώρα καιρός για ωραίο ύφος. Άρπαξε το καπέλο του, και ήταν έτοιμος να φύγει.
— Τι είναι αυτό που δεν μπορεί κείνος εκεί; φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, «με κανέναν τρόπο δεν μπορεί κι ό,τι και να του δώσουν δεν μπορεί;» Αιδεσιμότατε, να μπω για όχι; Δέχεστε ένα συνδαιτημόνα;
— Κοπιάστε, από καρδιάς σας παρακαλούμε, απάντησε ο ηγούμενος. Κύριοι! Θα μου επιτρέψετε τάχα πρόστεσε ξαφνικά, να σας παρακαλέσω ν' αφήσετε τις τυχαίες διαφορές σας και να συγκεντρωθούμε όλοι γύρω απ' το ταπεινό μας τραπέζι εν αγάπη σαν αδερφοί αναπέμποντες μια προσευχή στον Ύψιστο;...
— Όχι, όχι, αυτό είναι αδύνατο, φώναξε χάνοντας κάθε αυτοκυριαρχία ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς.
— Μια λοιπόν και είναι αδύνατο για τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς, είναι αδύνατο και για μένα. Ούτε και 'γω δε θα μείνω. Με τούτη την απόφαση ήρθα. Από δω και μπρος θ' ακολουθάω παντού τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Αν θα φύγετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα φύγω και γω. Αν θα μείνετε, θα μείνω. Αυτό το «σαν αδερφοί» τον πείραξε, πάτερ ηγούμενε. Δε με παραδέχεται για συγγενή του. Έτσι δεν είναι, φον Ζον; Νά κι ο φον Ζον που στέκεται κει σαν κούτσουρο. Γειά σου, φον Ζον.
— Εμένα... το λέτε δηλαδή; πρόφερε ο χτηματίας Μαξίμοβ κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό.
— Και βέβαια εσένα το λέω, φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Αμ σε ποιόν άλλον θα το 'λεγα; Δεν μπορεί φυσικά ο πάτερ ηγούμενος να 'ναι ο φον Ζον!
— Μα και 'γω δεν είμαι φον Ζον, είμαι ο Μαξίμοβ.
— Όχι, εσύ είσαι ο φον Ζον. Αιδεσιμότατε, ξέρετε τι πράμα είναι αυτός ο φον Ζον; 'Ήταν μια εγκληματική υπόθεση: τον σκότωσαν παρασέρνοντάς τον σ' έναν οίκο ασέλγειας —έτσι νομίζω πως το λέτε σεις εδώ πέρα— τον σκοτώσανε και τον ληστέψανε και παραβλέποντας τη σεβάσμια ηλικία του τον βάλανε σ' ένα κασόνι, το κάρφωσαν καλά-καλά και το στείλανε απ' την Πετρούπολη στη Μόσχα με φορτηγό βαγόνι και βγάλανε και φορτωτική. Κι όταν καρφώνανε την κάσα, άσεμνες χορεύτριες χόρευαν ένα γύρω ξεδιάντροπα εν χορδαίς και οργάνοις —δηλαδή με πιάνο θέλω να πω. Το λοιπόν αυτός είναι κείνος ο ίδιος ο φον Ζον. Αναστήθηκε εκ νεκρών. Έτσι δεν είναι, φον Ζον;
— Τι πα' να πει αυτό; Τι 'ναι και τούτο πάλι; ακούστηκαν φωνές απ' την ομάδα των ιερομόναχων.
— Πάμε! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς στον Καλγκάνοβ.
— Όχι δα! γρύλισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, κάνοντας ένα ακόμα βήμα μέσα στο δωμάτιο. Επιτρέψτε μου να τελειώσω και γω. Εκεί στο κελί με κατηγόρησαν για ασέβεια επειδή φώναξα για τους κοκοβιούς. Ο συγγενής μου, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, θέλει στις κουβέντες να υπάρχει plus de sincérité que de noblesse (περισσότερη ευγένεια παρά ειλικρίνεια) μα εμένα μ' αρέσει τ' αντίθετο, θέλω δηλαδή στην κουβέντα μου να υπάρχει plus de sincerite que de noblesse(περισσότερη ειλικρίνεια παρά ευγένεια). Στα παλιά μου τα παπούτσια η noblesse! Έτσι, φον Ζον; Επιτρέψτε μου, πάτερ ηγούμενε. Αν και είμαι γελωτοποιός κι αν και το λέω μονάχος μου πως είμαι, είμαι ωστόσο ιππότης της τιμής και θέλω να πω ό,τι έχω να πω. Ναι, είμαι ιππότης της τιμής εγώ, ενώ ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς είναι ολόκληρος ένα πληγωμένο φιλότιμο και τίποτα παραπάνω. Ίσως και να 'ρθα εδώ πέρα πριν από λίγο για να δω τι γίνεται και να σας τα πω ένα χεράκι. Έχω εδώ το γιο μου τον Αλεξέι που σώζει την ψυχή του. Είμαι πατέρας, φροντίζω για το μέλλον του και πρέπει να φροντίζω. Έπαιζα κωμωδία, ωστόσο την ίδια στιγμή άκουγα και παρατηρούσα κιόλας κρυφά και τώρα θέλω να σας παίξω και την τελευταία πράξη της παράστασης. Αμ πώς δα; Νομίζετε πως ό,τι πέφτει μένει εκεί πεσμένο, ε; Αυτό που έπεσε θα μένει κει στον αιώνα τον άπαντα, ε; Σας γελάσανε! Εγώ θέλω ν' ανυψωθώ και πάλι. Άγιοι πατεράδες μου, είμαι αγαναχτισμένος μαζί σας. Η εξομολόγηση είναι μέγα μυστήριο που μπροστά του με πιάνει και μένα δέος και το σέβομαι κι όμως εκεί στο κελί πέφτουν όλοι στα γόνατα και ξομολογιούνται φωναχτά. Μήπως επιτρέπεται τάχα να ξομολογιέται κανείς φωναχτά; Οι άγιοι πατέρες καθιέρωσαν η εξομολόγηση να γίνεται ψιθυριστά και στ' αυτί- τότε μονάχα θα 'ναι μυστήριο. Αυτό πια είναι γνωστό απ' τα παλιά τα χρόνια. Αλλιώς πώς μπορώ να του εξηγήσω πως είμαι τούτο και τ' άλλο... ναι, δηλαδή τούτο και τ' άλλο, με καταλαβαίνετε; Μερικές φορές είναι αγένεια και να τα ονοματίζει κανείς κάτι τέτοια πράματα. Αυτό είναι σκάνδαλο λοιπόν! Μα την αλήθεια, πατεράδες μου, φοβάμαι πως εδώ μαζί σας μπορεί να βυθιστεί κανένας στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων... Με την πρώτη κιόλας ευκαιρία θα γράψω στη Σύνοδο, και το γιό μου τον Αλεξέι θα τον πάρω από δω...
Εδώ χρειάζεται μια υποσημείωση: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάτι είχε ακουστά. Κυκλοφορούσαν άλλοτε διάφορες κακόβουλες φήμες που φτάσανε και στον αρχιεπίσκοπο ακόμα (όχι μονάχα για το δικό μας μα και για τ' άλλα μοναστήρια όπου υπήρχαν στάρετς) πως τάχα οι στάρετς παραείναι σε μεγάλη υπόληψη, τόσο μάλιστα που παραβλέπονταν οι ηγούμενοι και πως οι στάρετς βεβηλώνουν το μυστήριο της εξομολόγησης κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κατηγορίες ανόητες, που αποδείχτηκαν ψεύτικες και κατέπεσαν από μόνες τους όχι μονάχα στο δικό μας μοναστήρι μα και παντού. Μα ο ανόητος δαίμονας που παράσερνε τον Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και πιο βαθιά στην αναισχυντία, του σφύριξε στ ' αυτί αυτή την παλιά κατηγορία που ο ίδιος δεν καταλάβαινε ούτε το πνεύμα ούτε το γράμμα της. Μα ούτε και τα κατάφερε να τη διατυπώσει όπως έπρεπε αφού μάλιστα, τούτη τη φορά τουλάχιστον, στο κελί του στάρετς κανένας δε γονάτιζε και κανένας δεν εξομολογιόταν φωναχτά, ώστε ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπορούσε να δει τίποτα τέτοιο και τα 'πε όλ' αυτά αναμασώντας τις παλιές μονάχα φήμες και τα παλιά κουτσομπολιά που τώρα τα θυμήθηκε όπως-όπως. Όμως όταν πια είπε την ανοησία του ένιωσε πως έκανε μεγάλη κουταμάρα και ξαφνικά θέλησε ν' αποδείξει αμέσως στους ακροατές του κι ακόμα περισσότερο στον εαυτό του πως αυτά που είπε δεν ήταν καθόλου ηλιθιότητες. Και, αν και το 'ξερε περίφημα πως με την κάθε λέξη που προφέρει προσθέτει κι άλλη μια βλακεία στις τόσες άλλες που 'χε πει, δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τον πήρε ο κατήφορος.
— Τι προστυχιά! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς.
— Με συγχωρείτε, είπε ξαφνικά ο ηγούμενος. Έχει ειπωθεί στα παλιά ακόμα χρόνια: «Και θα αρχίσωσι να λέγωσι περί εμού πολλά και διάφορα, ακόμη και λοιδωρίας θα ακούσω. Όμως υπομένω και λέγω εις εαυτόν: Τούτο είναι μία δοκιμασία σταλείσα από τον 'Ιησούν διά να ταπεινωθή ή υπερήφανος ψυχή μου». Γι' αυτό και μείς σας ευχαριστούμε ταπεινά ακριβέ μας ξένε!
Είπε κι έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση στον Φιόντορ Παύλοβιτς.
— Βρε, βρε, βρε! ψευτοευλάβεια και ξαναμασημένες φράσεις! Παλιές φράσεις και παλιοί τρόποι! Παλιές ψευτιές και η ρουτίνα των εδαφιαίων υποκλίσεων! Τα ξέρουμε όλα τούτα: «φιλί στα χείλη και στιλέτο στην καρδιά», όπως στους Ληστές του Σίλλερ.
Δε μ' αρέσει, πατεράδες μου, το ψεύτικο. Θέλω την αλήθεια! Και η αλήθεια δε βρίσκεται με τους κοκοβιούς, το 'πα και το ξαναλέω! Πατεράδες μου καλόγεροι, γιατί νηστεύετε; Γιατί νομίζετε πως θα πάρετε γι' αυτό την ανταμοιβή σας στον ουρανό; Μα για μια τέτοιαν ανταμοιβή θα πήγαινα και 'γω να νηστέψω! Όχι, άγιε μου καλόγερε, σε θέλω να 'σαι ενάρετος στη ζωή, να 'σαι χρήσιμος στην κοινωνία κι όχι να κλείνεσαι στο μοναστήρι και να τρως έτοιμο φαΐ περιμένοντας ανταμοιβή από κει πάνω. Νά κάτι που θα 'ταν λίγο πιο δύσκολο. Ξέρω και 'γω, πάτερ ηγούμενε, να τα λέω όμορφα-όμορφα. Τι έχουν ετοιμάσει αυτού πέρα; είπε και πλησίασε στο τραπέζι: Παλιό πορτό, υδρόμελο φίρμας αδερφών Ελισέεβ. Βρε τους πατεράδες! Μα την αλήθεια, αυτά δε μοιάζουν με κοκοβιούς. Για κοίτα κει μπουκάλια που αράδιασαν οι ευσεβέστατοι! Χε-χε-χε! Και πώς βρέθηκαν όλ' αυτά; Είναι γιατί ο Ρώσος χωρικός, ο δουλευτής, έφερε δω πέρα την πεντάρα που κέρδισε βγάζοντας κάλους στα χέρια του, στερώντας την απ' την οικογένειά του κι απ' τις ανάγκες του Κράτους! Θα πει λοιπόν, αγιότατοι πατεράδες μου, πως πίνετε το αίμα του λαού!
— Αυτό πια είναι εντελώς άπρεπο από μέρους σας, πρόφερε ο πάτερ Ιωσήφ. Ο πάτερ Παΐσιος σώπαινε επίμονα. Ο Μιούσοβ ρίχτηκε τρέχοντας να βγει απ' το δωμάτιο κι ο Καλγκάνοβ βιάστηκε να τον προφτάσει.
— Το λοιπόν, πατεράδες μου, θ' ακολουθήσω και 'γω τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς! Δε θα ξανάρθω ποτέ πια, γονατιστοί να με παρακαλάτε, δε θα ξανάρθω. Σας έστειλα χίλια ρούβλια και φαίνεται πως έχετε όρεξη να μου πάρετε κι άλλα, χε-χε-χε! Όχι, ούτε πεντάρα δε θα δώσω πια. Εκδικιέμαι για τη χαμένη νιότη μου, για όλη μου την ταπείνωση, είπε κι άρχισε να χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι μ ' ένα παροξυσμό πλαστού αναβρασμού. Πολύ μου κόστισε αυτό το μοναστήρι! Έκλαψα πικρά πολλές φορές εξαιτίας του! Εσείς κάνατε τη γυναίκα μου, τη σεληνιασμένη, να μ' εχθρεύεται. Με καταραστήκατε σ' εφτά εκκλησιές, με κάνατε ρεντίκολο σ' όλο τον κόσμο! Αρκετά, πατεράδες μου, ο τωρινός αιώνας είναι φιλελεύθερος, είναι ο αιώνας των ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων. Ούτε χίλια, ούτε εκατό ρούβλια, ούτε εκατό καπίκια, τίποτα δε θα σας δώσω.
Εδώ χρειάζεται άλλη μια υποσημείωση. Ποτέ το μοναστήρι μας δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του Φιόντορ Παύλοβιτς και ποτέ του δεν τον έκανε να χύσει πικρά δάκρυα. Μα τον παρασύρανε τόσο πολύ τα προσποιητά του δάκρυα που για ένα λεπτό κόντεψε να πιστέψει κι ο ίδιος αυτά που έλεγε. Σχεδόν άρχισε να κλαίει απ' τη συγκίνηση. Μα κείνη την ίδια στιγμή ένιωσε πως ήταν καιρός πια ν' αλλάξει τροπάρι. Ο ηγούμενος στο κακόβουλο ψέμα του απάντησε και πάλι με ύφος διδαχής κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι:
— Έχει κι άλλοτε ειπωθεί: «Υπόμενε αγογγύστως και με αγαλλίασιν την πλήττουσάν σε ατίμωσιν, και μην ταράττεσαι και μη μισείς τον ατιμάζοντά σε». Έτσι θα φερθούμε και μείς.
— Βρε, βρε, βρε, «υπόμενε» και οι αποδέλοιπες μπούρδες! Μια στιγμή και φεύγω, πατεράδες μου. Όσο για το γ ιό μου τον Αλεξέι, τον παίρνω από δω για πάντα. Με το δικαίωμα της πατρικής εξουσίας. Ιβάν Φιοντόροβιτς, αξιοσέβαστε γιέ μου, επιτρέψτε μου να σας διατάξω να μ' ακολουθήσετε! Και συ, φον Ζον, γιατί να μείνεις δω πέρα;
Έλα μαζί μου στην πολιτεία. Το σπίτι μου είναι όλο κέφι. Όλο κι όλο ένα βέρστι από δω κι αντί για νηστήσιμα θα σου σερβίρω γουρουνόπουλο με πιλάφι. Θα φάμε. Ύστερα θα φέρω κονιάκ και λικεράκι και μια... τρυφερή κοτούλα. Έι, φον Ζον, μη χάνεις την ευκαιρία!
Βγήκε φωνάζοντας και χειρονομώντας. Κείνην ακριβώς τη στιγμή τον είδε ο Ρακίτιν και τον έδειξε στον Αλιόσα.
— Αλεξέι! του φώναξε από μακριά ο πατέρας του όταν τον είδε. Σήμερα κιόλας έλα σπίτι μου, πάρε και το μαξιλάρι και το στρώμα σου κι ούτε ίχνος από σένα να μη μείνει δω μέσα.
Ο Αλιόσα έμεινε σαν να κοκάλωσε, ατενίζοντας σιωπηλά και προσεχτικά τη σκηνή. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μπήκε στο μεταξύ στ' αμάξι κι από πίσω του άρχισε ν' ανεβαίνει σιωπηλός και σκυθρωπός ο Ιβάν, που ούτε καν γύρισε να χαιρετήσει τον Αλιόσα. Μα τότε έγινε μια ακόμα καραγκιοζίστικη και σχεδόν απίθανη σκηνή που συμπλήρωσε το επεισόδιο. Ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα στο σκαλοπάτι του αμαξιού ο χτηματίας Μαξίμοβ. Είχε έρθει τρέχοντας για να μην αργήσει και είχε λαχανιάσει. Ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα τον είδαν που 'τρεχε. Βιαζόταν τόσο πολύ που απ' την ανυπομονησία του είχε βάλει κιόλας το πόδι του στο σκαλοπάτι όπου βρισκόταν ακόμα τ' αριστερό πόδι του Ιβάν Φιοντόροβιτς, αρπάχτηκε απ' τ' αμάξι κι άρχισε ν' αναπηδάει για να καταφέρει να μπει:
— Και 'γω, και 'γω μαζί σας, φώναζε αυτός αναπηδώντας, γελώντας εύθυμα, με μιαν έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπό του κι έτοιμος για όλα. Πάρτε με και μένα!
— Δεν το 'λεγα γω; φώναξε θριαμβευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Δεν το 'λεγα πως αυτός είναι ο φον Ζον; Πως αυτός είναι ο πραγματικός, ο αναστηθείς εκ νεκρών φον Ζον; Μα πώς τους ξέφυγες από κει; Σαν τι να φονζόνισες κει πέρα και πώς μπόρεσες να φύγεις απ' το γεύμα; Πρέπει να 'σαι μπιτ χοντρόπετσος για να κάνεις αυτή τη δουλειά! Είμαι και 'γω χοντρόπετσος κι όμως, αδερφέ μου, τα χάνω με σένα! Πήδα πήδα μέσα γρήγορα! Άστονε, Βάνια, θα γελάσουμε. Θα βολευτεί κάπως εδώ στα πόδια μας. Θα βολευτείς, φον Ζον; Ή, μήπως θα 'ταν καλύτερα να τον βάλουμε να σκαρφαλώσει κοντά στον αμαξά;... Σκαρφάλωσε κει πάνω, φον Ζον!...
Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε κάτσει κιόλας στη θέση του, έσπρωξε ξαφνικά στο στήθος τον Μαξίμοβ κι αυτός πετάχτηκε δυο μέτρα μακριά. Ήταν θαύμα πώς δεν έπεσε.
— Τράβα! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον αμαξά.
— Γιατί το 'κανες αυτό; Γιατί το 'κανες; Γιατί του φέρθηκες έτσι; ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μα τ' αμάξι είχε ξεκινήσει πια. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε.
— Για κοίτα τον! είπε πάλι ο Φιόντορ Παύλοβιτς λοξοκοιτάζοντας το γιό του αφού έμεινε για δυό λεπτά σιωπηλός: Μα συ μονάχος σου σκαρφίστηκες τούτη την επίσκεψη στο μοναστήρι, συ ο ίδιος μας παρότρυνες και το επιδοκίμαζες. Γιατί θυμώνεις τώρα;
— Αρκετές κουταμάρες κάνατε ως τα τώρα, ξεκουραστείτε πια λιγάκι, απάντησε αυστηρά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
Ο Φιόντορ Παύλοβιτς έμεινε και πάλι σιωπηλός για δυό λεπτά.
— Καλό θα 'ταν να 'χαμε τώρα λίγο κονιάκ, είπε αποφθεγματικά. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε.
— Όταν φτάσουμε θα πιεις και συ.
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εξακολουθούσε να σωπαίνει.
Ο Φιόντορ Παύλοβιτς περίμενε κάνα-δυό λεπτά ακόμα.
— Όμως τον Αλιόσα όπως και να 'ναι θα τον πάρω απ' το μοναστήρι, παρ' όλο που αυτό δε θα σας ευχαριστήσει καθόλου, αξιοσέβαστε Καρλ φον Μορ.
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ανασήκωσε περιφρονητικά τους ώμους και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισε να κοιτάει το δρόμο. Και δεν ξαναμίλησαν ώσπου φτάσανε στο σπίτι.