3. II. Η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια
Αυτή η ανακάλυψη, εξ αιτίας κάποιου ιδιαίτερου περιστατικού, έκανε τον Γρηγόρη να ταραχτεί πολύ και του επιβεβαίωσε τελειωτικά μια δυσάρεστη και φοβερή υποψία. Τούτη η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια ήταν μια κοπέλα πολύ κοντή, «δυό πήχες και κάτι,» λέγανε οι θεοσεβούμενες γριούλες μετά το θάνατό της. Το εικοσάχρονο πρόσωπό της ήταν γεμάτο υγεία, χοντρό και κοκκινομάγουλο μα εντελώς ηλίθιο. Το βλέμμα της ήταν ασάλευτο και δυσάρεστο αν και ήρεμο. Τριγύριζε όλη της τη ζωή, χειμώνα-καλοκαίρι, ξυπόλητη, με μια πουκαμίσα από χοντρό λινατσόπανο. Τα σχεδόν μαύρα μαλλιά της ήταν εξαιρετικά πυκνά, κατσαρά σαν του πρόβατου κι όλα μαζί σου δίνανε την εντύπωση ενός τεράστιου σκούφου. Πάντα είχαν χώματα, λάσπες, κολλημένα δω και κει, φυλαράκια, μικρά ξυλαράκια, ροκανίδια, γιατί πάντα κοιμόταν κατάχαμα, μέσα στη βρώμα. Ο πατέρας της ήταν ένας άστεγος, κατεστραμμένος κι αρρωστιάρης άνθρωπος του λαού, Ηλίας τ’ όνομά του, που τα κοπανούσε στα γεμάτα και ζούσε εδώ και πολλά χρόνια στ’ αρχοντικό κάποιων πλούσιων αστών της πολιτείας μας, όπου έκανε θελήματα. Η μάνα της Λιζαβέτας ήταν πολύς καιρός που ’χε πεθάνει. Ο Ηλίας, που ήταν πάντα αρρωστιάρης και μοχθηρός, έδερνε αλύπητα τη Λιζαβέτα όταν αυτή πήγαινε στο σπίτι. Μα πήγαινε σπάνια γιατί ζούσε με τις ελεημοσύνες όλης της πολιτείας που τη θεωρούσε πλάσμα απροστάτευτο. Και οι αφεντάδες του Ηλία κι ο ίδιος ο Ηλίας, ακόμα και πολλοί φιλάνθρωποι της πολιτείας, ιδιαίτερα έμποροι, δοκίμασαν πολλές φορές να ντύσουν ευπρεπέστερα τη Λιζαβέτα και το χειμώνα πάντα της φοράγανε μια προβατόγουνα και παπούτσια. Όμως αυτή τους άφηνε να της τα φορέσουν χωρίς καμιάν αντίρρηση κι έφευγε και τα παράταγε κάπου, τις πιότερες φορές στην είσοδο της μητρόπολης. Έβγαζε όλα όσα της είχαν χαρίσει —μαντήλια ήτανε, φούστα ήτανε, προβατόγουνα ή παπούτσια —τ’ άφηνε κει πέρα κι έφευγε ξυπόλυτη, φορώντας μονάχα την πουκαμίσα της όπως και πρώτα. Μια φορά έγινε έγινε και τούτο: ο νέος νομάρχης μας, ήρθε αναπάντεχα να κάνει επιθεώρηση στην πολιτεία μας και το πήρε κατάκαρδα όταν είδε τη Λιζαβέτα και, αν και κατάλαβε πως ήταν «παλαβή» —πράμα που του το ’παν και οι άλλοι— τους «έθεσε υπ’ όψιν» πως παρ’ όλ’ αυτά τούτο το κορίτσι που αλητεύει φορώντας μονάχα μια πουκαμίσα, προσβάλλει τα δημόσια ήθη και τους πρόσταζε να μην ξαναγίνει αυτό. Μα ο νομάρχης έφυγε και η Λιζαβέτα έμεινε όπως ήταν. Τέλος, ο πατέρας της πέθανε, κι από τότε οι θεοσεβούμενοι της πολιτείας τη λυπόνταν ακόμα περισσότερο μια και ήταν ορφανή. Πραγματικά, είχε κανείς την εντύπωση πως όλοι την αγαπούσαν κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και τα παιδιά δεν την κορόιδευαν και δεν τη φουρκίζανε, κι όμως τα παιδιά στα μέρη μας, προπάντων οι μαθητές, είναι σωστά ζιζάνια. Έμπαινε στα ξένα σπίτια και κανένας δεν την έδιωχνε, απεναντίας την περιποιόνταν και της δίνανε και καμιά πεντάρα. Της δίνανε την πεντάρα και κείνη πήγαινε αμέσως και την έριχνε σε κανένα κουτί της εκκλησίας ή της φυλακής. Της δίνανε στην αγορά κανένα κουλουράκι ή κανένα τσουρεκάκι κι αυτή το ’δινε στο πρώτο παιδάκι που θα ’βρισκε μπροστά της, κι άλλοτε πάλι σταμάταγε καμιάν απ’ τις πιο πλούσιες κυράδες μας και το ’δινε σε κείνην. Και οι κυράδες το πέρνανε σχεδόν μ’ ευχαρίστηση.
Αυτή έτρωγε μονάχα μαύρο ψωμί κι έπινε μονάχα νερό. Καμιά φορά έμπαινε σε κανένα πλούσιο μπακάλικο, καθόταν εκεί δίπλα στα εμπορεύματα, τα λεφτά ήταν πλάι της μα ο μπακάλης δεν την πρόσεχε καθόλου γιατί ήξερε πως αυτή ποτέ δε θα 'παίρνε τίποτα, πως κι αν ξεχνούσε πάνω στον μπάγκο χιλιάδες ρούβλια, εκείνη δε θα 'παιρνε ούτε ένα καπίκι. Πήγαινε πολύ σπάνια στην εκκλησία. Κοιμόταν όμως ή στο νάρθηκα ή έμπαινε σε κανένα περιβόλι σκαρφαλώνοντας απ' το φράχτη (υπάρχουν ακόμα ως τα σήμερα στην πόλη μας πολλοί φράχτες αντί για μάντρες). Στο σπίτι, δηλαδή σε κείνο το σπίτι που ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας της, πήγαινε σχεδόν μια φορά τη βδομάδα και το χειμώνα κάθε μέρα, μα μονάχα για να κοιμηθεί εκεί, στο χαγιάτι ή στο σταύλο. Όλοι τη θαύμαζαν που μπορούσε και υπόφερε μια τέτοια ζωή, όμως αυτή την είχε συνηθίσει. Αν και ήταν πολύ μικρόσωμη ήταν εξαιρετικά γεροδεμένη. Μερικοί κύριοι βεβαίωναν πως όλ' αυτά τα κάνει από ακαταδεξιά, όμως κάτι τέτοιο ήταν εντελώς έξω απ' τα πράγματα: αφού δεν ήξερε ούτε μια λέξη να πει και πολύ σπάνια μονάχα κουνούσε τη γλώσσα της και μούγκριζε, πώς μπορεί να μιλάμε για ακαταδεξιά; Το λοιπόν, μια φωτεινή και ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη —είναι κάμποσος καιρός πια— με πανσέληνο, πολύ αργά για τα δικά μας έθιμα, μια μεθυσμένη παρέα γλεντζέδων, κάπου πέντε ή έξη κύριοι, γυρίζανε απ' τη λέσχη στα σπίτια τους μέσ' απ' τα στενοσόκακα. Κι απ' τις δυο μεριές του δρόμου ήταν οι φράχτες που από πίσω τους απλώνονταν τα περιβόλια των γειτονικών σπιτιών. Ο δρομάκος αυτός έβγαζε σε μια γεφυρίτσα που ένωνε τις δυό όχτες του βρώμικου και μακρόστενου τέλματος, αυτού που 'χουμε καμιά φορά τη συνήθεια να το λέμε ποταμάκι. Δίπλα σ' ένα φράχτη, μέσα στις τσουκνίδες και στ' αγριόχορτα, είδε η παρέα μας τη Λιζαβέτα που κοιμόταν. Οι κύριοι αυτοί, που 'χαν έρθει στο κέφι, σταμάτησαν κι αρχίσανε να γελάνε και να κάνουν πνεύμα μ' όλη τη δυνατή ελευθεροστομία. Κάποιο αφεντόπουλο σκέφτηκε ξαφνικά κάτι πολύ εκκεντρικό κι έκανε μιαν ακατανόμαστη ερώτηση: «Θα μπορούσε τάχα κανένας, όποιος και να 'ναι αυτός, να δει τούτο το κτήνος σαν γυναίκα, νά, έστω και τώρα ακόμα κ.τ.λ.». Όλους τους έπιασε σύγκρυο κι αποφάνθηκαν περήφανα πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει. Μα σε κείνο το μπουλούκι βρέθηκε να 'ναι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ξεπετάχτηκε ξαφνικά δηλώνοντας πως θα μπορούσες να την πάρεις για γυναίκα και πολύ καλή μάλιστα κι ακόμα πως κάτι τέτοιο θα 'ταν ιδιαίτερα πικάντικο κ.τ.λ., κ.τ.λ. Είν' αλήθεια πως εκείνο τον καιρό το παράκανε πολλές φορές, θέλοντας να κάνει τον γελωτοποιό, του άρεσε να ξεφυτρώνει αναπάντεχα και να κάνει χωρατά με τους αφεντάδες, φαινομενικά σαν ίσος προς ίσο, μα ουσιαστικά παίζοντας το ρόλο του πιο χυδαίου λακέ. Όλα τούτα γίνονταν τον καιρό ακριβώς που πήρε απ' την Πετρούπολη την είδηση του θανάτου της πρώτης του γυναίκας, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας, και γύριζε με μια μαύρη ταινία στο καπέλο και μέθαγε και το 'ρίχνε τόσο έξω, που ακόμα και πολλοί παραλυμένοι της πολιτείας μας αηδιάζανε με τα καμώματά του. Φυσικά η παρέα έβαλε τα γέλια με τούτη την απροσδόκητη άποψη. Κάποιος μάλιστα άρχισε να παροτρύνει τον Φιόντορ Παύλοβιτς, μα οι άλλοι εξακολουθούσανε να φτύνουν με μεγαλύτερη ακόμα αηδία, χωρίς να χάσουν πάντως και το κέφι τους και τέλος τράβηξαν και πάλι το δρόμο τους. Αργότερα ο Φιόντορ Παύλοβιτς βεβαίωνε κι ορκιζόταν πως έφυγε κι αυτός μαζί με τους άλλους. Ίσως και πραγματικά έτσι να 'γινε. Αυτό κανένας δεν το ξέρει θετικά και ποτέ δεν το 'μαθε, μα σε πεντέξη μήνες όλη η πολιτεία μίλαγε με αληθινή αγανάχτηση για τούτο το γεγονός: πως δηλαδή η Λιζαβέτα είναι γκαστρωμένη. Όλοι ρωτάγανε και προσπαθούσαν να μαντέψουν: Ποιανού είναι το κρίμα; Ποιος είναι ο διαφθορέας; Τότε ακριβώς ακούστηκε σ' όλη την πολιτεία η παράξενη φήμη πως διαφθορέας ήταν ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Από πού βγήκε αυτή η φήμη; Απ' την παρέα των γλεντζέδων έμενε κείνο τον καιρό στην πολιτεία μονάχα ένας μα κι αυτός ήταν ένας ευυπόληπτος και ηλικιωμένος σύμβουλος του Κράτους, που 'χε οικογένεια και κόρες της παντρειάς και φυσικά δε θα καθότανε να πει τίποτα κι αν ακόμα υπήρχε κάτι. Όσο για τους άλλους (κάπου πεντε-έξη ήταν) είχαν σκορπίσει. Μα η φήμη επέμενε να υποδεικνύει τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Φυσικά εκείνος δεν έδειξε και πολύ αγανάχτηση για όλη τούτη τη φασαρία: στους ψωροεμποράκους και στους μικροαστούς ούτε έδινε σημασία κι ούτε θα τους απαντούσε. Τότε ήταν περήφανος και μίλαγε μονάχα με την παρέα των δημοσίων υπαλλήλων και των ευγενών που τους διασκέδαζε στα γεύματά τους. Σε τούτη την περίσταση ο Γρηγόρης υπεράσπισε ενεργητικά και μ ' όλη του τη δύναμη τ ' αφεντικό του.
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να καυγαδίσει και να μαλώσει κι έκανε πολλούς να αλλάξουν γνώμη. «Αυτή μονάχη της φταίει, το παλιοκόριτσο» έλεγε πειστικά. Έλεγε ακόμα πως ο διαφθορέας δεν ήταν άλλος απ ' τον «Καρπ με τη βίδα» (έτσι λεγόταν ένας γνωστός τότε στην πολιτεία τρομερός κατάδικος που το 'χε σκάσει απ' τη φυλακή της επαρχίας και κρυβότανε στην πόλη μας). Τούτη η εκδοχή φαινόταν να 'ναι πιθανή. Τον Καρπ τον θυμόνταν, θυμόνταν μάλιστα πως ακριβώς εκείνο το φθινόπωρο, τις νύχτες, σουρτούκευε στους δρόμους και είχε ληστέψει τρεις διαβάτες. Μα όλο τούτο το περιστατικό κι όλες αυτές οι κουβέντες όχι μονάχα δε λιγόστεψαν τη γενική συμπάθεια για την παλαβή, μα απεναντίας όλοι αρχίσανε να την προσέχουν και να την περιποιούνται περισσότερο. Η εμπόρισσα Κοντράτιεβα, μια πλούσια χήρα, φρόντισε μάλιστα και πήρε τη Λιζαβέτα σπίτι της στα τέλη τ' Απρίλη με το σκοπό να την κρατήσει εκεί ώσπου να γεννήσει. Τη φύλαγε μέρα-νύχτα. Μα, παρ' όλ' αυτά η Λιζαβέτα, την τελευταία ακριβώς μέρα, το βράδι, έφυγε κρυφά απ' της Κοντράτιεβα και βρέθηκε στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Πώς τα κατάφερε και σκαρφάλωσε στην κατάσταση που βρισκόταν στο γερό και ψηλό φράχτη του κήπου, αυτό έμεινε για πάντα κάτι σαν αίνιγμα. Πολλοί βεβαίωναν πως τη «μεταφέρανε» κάποιοι άνθρωποι, άλλοι πάλι πως τη «μετέφερε» κάποιο αερικό. Το πιθανότερο είναι πως όλ' αυτά έγιναν μ' έναν πολύ φυσικό αν και παράξενο τρόπο. Η Λιζαβέτα ήξερε να πηδάει τις μάντρες και να μπαίνει στα ξένα περβόλια για να κοιμηθεί. Θα σκαρφάλωσε λοιπόν όπως-όπως και στο φράχτη του Φιόντορ Παύλοβιτς κι από κει πήδησε στον κήπο παραβλέποντας την κατάστασή της όχι δίχως συνέπειες. Ο Γρηγόρης έτρεξε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα και την έστειλε να βοηθήσει τη Λιζαβέτα κι αυτός πετάχτηκε ως το σπίτι της μαμής που ζούσε κάπου εκεί κοντά. Το μωρό το σώσανε μα η Λιζαβέτα πέθανε την αυγή. Ο Γρηγόρης πήρε το μωρό, το πήγε στο σπίτι του, έβαλε τη γυναίκα του να κάτσει, το 'βαλε στα γόνατά της και το ακούμπησε ακριβώς πάνω στο στήθος της: «Τούτο το παιδί είναι του Θεού. Τα ορφανά είναι συγγενείς όλων μας. Κι ακόμα πιότερο για μας. Μας το ' στείλε ο πεθαμένος μας γιος. Γεννήθηκε απ' το γιο του διαβόλου κι από μιαν αναμάρτητη.
Τάισέ το κι από δω και μπρος μην κλαις». Έτσι η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ανάθρεψε το παιδί. Το βάφτισαν και τ' ονόμασαν Πάβελ κι όλοι, σαν από συνεννόηση, αρχίσανε να το λένε και Φιοντόρεβιτς. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έφερε καμιάν αντίρρηση, φαίνεται μάλιστα πως όλα τούτα τον διασκέδαζαν, αν κι εξακολουθούσε ν' αρνιέται πως ήταν ανακατεμένος σε τούτη την υπόθεση. Στην πολιτεία άρεσε που περιμάζεψε αυτός το έκθετο. Στο τέλος ο Φιόντορ Παύλοβιτς έφτιαξε για το έκθετο κι επίθετο: τον είπε Σμερντιακόβ απ' το παρατσούκλι της μάνας του, της Λιζαβέτας Σμερντιάστσαγιας. Αυτός λοιπόν ο Σμερντιακόβ έγινε ο δεύτερος υπηρέτης του Φιόντορ Παύλοβιτς και ζούσε, τον καιρό που αρχίζει η ιστορία μας, στην πτέρυγα μαζί με τη γρια Μάρθα και το γερο-Γρηγόρη. Έκανε το μάγειρα. Το βλέπω πως θα 'πρεπε και γι' αυτόν να πω ξεχωριστά μερικά πράματα, μα ντρέπομαι πια ν' απασχολώ την προσοχή του αναγνώστη μ' έναν τόσο συνηθισμένο λακέ. Γι' αυτό εξακολουθώ τη διήγησή μου με την ελπίδα πως κάπου παρακάτω θα βρεθεί μονάχη της κάποια ευκαιρία να μιλήσω και για τον Σμερντιακόβ.