3. III. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς — σε Στίχους
Όταν ο Αλιόσα άκουσε τη διαταγή του πατέρα του, που του τη φώναξε μέσ' απ' τ' αμάξι καθώς έφευγε απ' το μοναστήρι, έμεινε κάμποσην ώρα στη θέση του και τα 'χε χαμένα. Όχι πως στάθηκε κει σαν απολιθωμένος —αυτό ποτέ δεν του συνέβαινε. Απεναντίας, παρ' όλη του την ταραχή, πήγε αμέσως στην κουζίνα του ηγούμενου για να μάθει τι έκανε ο μπαμπάκας του. Ύστερα όμως πήρε το δρόμο για την πολιτεία ελπίζοντας πως, καθώς θα περπατάει, θα 'χει τον καιρό να λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε. Θα το πω από τώρα: τις κραυγές του πατέρα του και τη διαταγή να μεταφερθεί στο σπίτι παίρνοντας «το μαξιλάρι και το στρώμα του» δεν τα φοβήθηκε καθόλου. Το καταλάβαινε πολύ καλά πως η διαταγή για τη μετακόμιση, που δόθηκε τόσο φωναχτά κι επιδειχτικά, έγινε γιατί «τον πήρε ο κατήφορος», ίσως-ίσως και γιατί του φάνηκε όμορφο. Έμοιαζε με κείνη την περίπτωση του μικροαστού που ήρθε στο κέφι εδώ και λίγον καιρό στην πολιτεία μας, όταν γιόρταζε τα γενέθλιά του, και μπροστά στους μουσαφίρηδες, θυμώνοντας γιατί δεν του έδιναν κι άλλη βότκα, άρχισε ξαφνικά να σπάει τα ίδια του τα πιατικά, να σκίζει τα ρούχα του και το φουστάνι της γυναίκας του, να σπάει τα έπιπλά του και στο τέλος και τα τζάμια του σπιτιού του. Κι όλ' αυτά μόνο και μόνο για να επιδειχτεί, Κάτι τέτοιο θα 'γινε και τώρα με τον πατέρα του. Φυσικά, την άλλη μέρα ο μικροαστός ξεμέθυστε και λυπήθηκε για τα σπασμένα πιάτα και φλυτζάνια. Ο Αλιόσα το 'ξερε πως ίσως αύριο κιόλας ο γέρος θα τον άφηνε να ξαναπάει στο μοναστήρι, μπορεί και σήμερα κιόλας να τον άφηνε. Ήταν βέβαιος ακόμα πως ο πατέρας του, αυτόν τουλάχιστον, δεν θα θελήσει ποτέ να τον λυπήσει. Ο Αλιόσα ήταν βέβαιος πως κανένας στον κόσμο δε θα 'θελε να τον λυπήσει κι όχι μονάχα δε θα 'θελε μα κι ούτε θα μπορούσε. Αυτό το 'χε σαν αξίωμα που το πίστεψε μια για πάντα, χωρίς συζήτηση, και τώρα προχωρούσε, χωρίς καμιάν αμφιβολία σ' ό,τι αφορά αυτό.
Τούτη τη στιγμή όμως, ένας άλλος φόβος σάλευε μέσα του, εντελώς διαφορετικός, που τον βασάνιζε ακόμα πιότερο, γιατί κι ο ίδιος δεν μπορούσε να τον καθορίσει. Φοβόταν τη γυναίκα και ειδικά την Κατερίνα Ιβάνοβνα, που τον παρακαλούσε και τον ικέτευε με τόση επιμονή, σε κείνο το σημείωμα που του 'χε δώσει η κυρία Χοχλάκοβα, να πάει στο σπίτι της για κάποιο ζήτημα. Αυτή η απαίτηση και η υποχρέωση να πάει οπωσδήποτε άρχισε να βασανίζει την καρδιά του, απ' το πρωί κιόλας, κι όσο πέρναγε η ώρα, το βάσανο γινόταν μεγαλύτερο. Το θυμόταν πάντα παρ' όλα όσα έγιναν στη σκήτη και τώρα μόλις στου ηγούμενου κ.τ.λ., κ.τ.λ. Δε φοβόταν που δεν ήξερε τι θα του πει, για ποιο πράμα θα του μιλήσει και πώς θα της απαντήσει αυτός. Ούτε κιόλας τη φοβότανε σαν γυναίκα: τις γυναίκες τις ήξερε φυσικά πολύ λίγο αν και σ' όλη του τη ζωή απ' τα μικράτα του ως το μοναστήρι έζησε μ' αυτές μονάχα. Φοβόταν ειδικά τούτη τη γυναίκα, αυτή την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τη φοβόταν απ' τον καιρό ακόμα που την πρωτόδε. Την είχε δει δυο-τρεις φορές το πολύ και κάποτε μίλησε για λίγο τυχαία μαζί της. Θυμόταν πως το πρόσωπό της ήταν όμορφο, περήφανο και δεσποτικό. Όμως δεν ήταν η ομορφιά της που τον βασάνιζε μα κάτι άλλο. Κι ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εξηγήσει τούτο το φόβο του, φοβόταν ακόμα πιότερο. Οι σκοποί αυτής της κοπέλας ήταν απ' τους πιο ευγενικούς, αυτό το 'ξερε: προσπαθούσε να σώσει τον αδερφό του Ντιμήτρι, που ήταν κιόλας ένοχος απέναντι της, κι έκανε τούτη την προσπάθεια μόνο και μόνο από μεγαλοψυχία. Κι όμως, παρ' όλο που παραδεχόταν και δικαίωνε πέρα για πέρα τα ωραία και μεγαλόψυχα αισθήματά της, ωστόσο ένιωθε ένα ρίγος στην πλάτη όσο πλησίαζε στο σπίτι της.
Σκέφτηκε πως τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που ήταν τόσο πολύ φίλος της, δε θα τον έβρισκε κει πέρα: ο αδερφός του ο Ιβάν θα 'ναι τώρα σίγουρα με τον πατέρα. Όσο για τον Ντιμήτρι, γι' αυτόν ήταν πιο σίγουρος ακόμα πως δε θα τον έβρισκε κει και προαισθανόταν το γιατί. Λοιπόν, θα κουβεντιάσουν μονάχοι τους. Θα 'θελε πολύ να δει πριν απ' αυτή την αποφασιστική συζήτηση τον αδερφό του Ντιμήτρι. Να πεταχτεί για μια στιγμή στο σπίτι του. Χωρίς να του δείξει το γράμμα, θα μπορούσαν κάτι να κουβεντιάσουν γι' αυτό. Μα ο αδερφός του ο Ντιμήτρι ζούσε μακριά κι ασφαλώς δε θα 'ταν κείνη την ώρα σπίτι. Αφού στάθηκε για λίγο, πήρε τέλος την απόφασή του. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, όπως το 'χε συνήθεια, χαμογέλασε για κάποιον ανεξήγητο λόγο και βάδισε σταθερά προς το σπίτι της τρομερής γυναίκας.
Το σπίτι της το 'ξερε. Μα αν θα πήγαινε απ' το Μεγάλο Δρόμο και ύστερα περνούσε απ' την πλατεία κ.τ.λ. τότε θα 'κανε μεγάλο γύρο. Η μικρή μας πολιτεία είναι πολύ αραιά χτισμένη και πολλές φορές οι αποστάσεις είναι αρκετά μεγάλες. Ήταν κι ο πατέρας του που τον περίμενε, ίσως να μην είχε ξεχάσει ακόμα τη διαταγή του, μπορεί να πεισμάτωνε και γι' αυτό έπρεπε να βιαστεί για να προφτάσει και δω και κει. Αφού τα καλοζύγιασε όλ' αυτά, αποφάσισε να κόψει δρόμο απ' τα μονοπάτια. Και ήξερε όλ' αυτά τα μονοπάτια τόσο καλά όσο και τα πέντε δάχτυλά του. Περνώντας απ' τα μονοπάτια θ' αναγκαζόταν πολλές φορές να μην ακολουθεί τους δρόμους —που ούτε και μπορούσες να τους διακρίνεις καλά-καλά— μα να περνάει μέσ' απ' τα περβόλια πηδώντας τις μάντρες, διασχίζοντας ξένες αυλές, όπου άλλωστε όλοι τον ξέρανε κι όλοι τον καλημέριζαν. Από κει θα μπορούσε να βγει στο Μεγάλο Δρόμο δυό φορές πιο σύντομα. Σ' ένα μέρος έπρεπε να περάσει πολύ κοντά απ' το πατρικό του σπίτι, μέσ' απ' τον γειτονικό ακριβώς κήπο, όπου βρισκόταν ένα σαραβαλιασμένο σπιτάκι με τέσσερα παράθυρα. Ιδιοχτήτρια τούτου του σπιτιού ήταν μια μικροαστή, όπως το 'ξερε ο Αλιόσα, μια παράλυτη γρια που ζούσε με την κόρη της. Τούτη η κόρη ήταν άλλοτε καμαριέρα στην πρωτεύουσα, όπου υπηρετούσε μόλις πριν από λίγο, όλο σε σπίτια στρατηγών και τώρα, εδώ κι ένα χρόνο, ήρθε για να περιποιηθεί την άρρωστη μητέρα της και κοκορευόταν φορώντας πολυτελέστατα φουστάνια. Όμως αυτή η γρια και η κόρη της φτωχήνανε τρομερά, τόσο που κάθε μέρα πηγαίνανε στην κουζίνα του γείτονα, του Φιόντορ Παύλοβιτς, να ζητήσουν λίγη σούπα και ψωμί. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα τους έδινε πρόθυμα. Και η κόρη προτιμούσε να 'ρχεται και να γυρεύει τη σούπα παρά να πουλήσει κανένα φουστάνι της που ένα μάλιστα απ' αυτά είχε και μια πολύ μακριά ουρά. Αυτό το τελευταίο ο Αλιόσα το 'μαθε, και φυσικά εντελώς τυχαία, απ' το φίλο του τον Ρακίτιν, που τα 'ξερε όλα όσα γίνονταν στη μικρή μας πολιτεία. Μα εννοείται πως κι όταν το 'μαθε το ξέχασε αμέσως. Όμως, μπαίνοντας στον κήπο της γειτόνισσας, θυμήθηκε ξαφνικά τούτη την ουρά, σήκωσε το σκυμμένο και σκεφτικό του κεφάλι καί... έπεσε πάνω σε κάποιον που καθόλου δεν το περίμενε να τον βρει κει πέρα.
Πίσω απ' το φράχτη, μέσα στο γειτονικό κήπο βρισκόταν ο αδερφός του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Είχε σκαρφαλώσει πάνω σε κάτι και φαινόταν ο μισός πάνω απ' το φράχτη. Κούναγε τώρα ζωηρά τα χέρια του γνέφοντάς του να πλησιάσει. Ήταν φανερό πως όχι μονάχα δεν τολμούσε να φωνάξει μα φοβότανε να πει έστω και μια λέξη για να μην τον ακούσουν. Ο Αλιόσα έτρεξε αμέσως κοντά του.
— Καλά που κοίταξες κατά δω. Ήμουν έτοιμος να σου φωνάξω, του ψιθύρισε βιαστικά και χαρούμενα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πήδα μέσα! Γρήγορα! Αχ, τι καλά που ήρθες. Τώρα ακριβώς εσένα σκεφτόμουν...
Κι ο Αλιόσα ήταν ευχαριστημένος, μονάχα που δεν ήξερε πώς να περάσει πάνω απ' το φράχτη. Μα ο «Μίτια» τον άδραξε γερά απ' τον αγκώνα και τον βοήθησε να πηδήξει. Ο Αλιόσα μάζεψε το ράσο και πήδηξε σβέλτα σαν κανένα ξυπόλυτο χαμίνι.
— Θαύμα τα κατάφερες, πάμε! είπε ψιθυριστά και μ' ενθουσιασμό ο Μίτια.
— Πού θα πάμε λοιπόν; ψιθύρισε κι ο Αλιόσα κοιτάζοντας τριγύρω και βλέποντας πως βρίσκονταν σ' έναν εντελώς άδειο κήπο όπου δεν υπήρχε κανένας άλλος απ' αυτούς.
Ο κήπος ήταν μικρός, όμως παρ' όλ' αυτά το σπιτάκι της νοικοκυράς βρισκόταν πενήντα βήματα μακριά τους.
— Μα δω δεν είναι κανένας. Γιατί λοιπόν μιλάς ψιθυριστά;
— Γιατί μιλάω ψιθυριστά; Βρε που να πάρει ο διάολος, φώναξε ξαφνικά μ' όλη του τη δύναμη ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Έλα ντε. Είναι βλέπεις από φυσικού του βλάκας ο άνθρωπος. Κρύβομαι δω πέρα και θέλω να το κρατήσω μυστικό. Θα στα εξηγήσω αργότερα. Μα νιώθοντας πως έχω να φυλάξω κάποιο μυστικό άρχισα να μιλάω σαν συνωμότης και ψιθυρίζω σαν βλάκας, ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος. Πάμε! Να, κει πέρα! ως τα τότε μη μιλάς. Θέλω να σε φιλήσω!
Δόξα στον άρχοντα του κόσμου Δόξα στον άρχοντα εντός μου!
Αυτό το 'λεγα και το ξανάλεγα μόλις τώρα πριν από λίγο, καθώς καθόμουνα δω χάμω...
Ο κήπος ήταν κάπου δέκα στρέμματα ή και λίγο μεγαλύτερος μα είχε δέντρα μονάχα στις τέσσερεις πλευρές του, δίπλα στο φράχτη —μηλιές, φλαμουριές, σημύδες και σφεντάμια. Στη μέση ήταν άδειος, χορταριασμένος. Το καλοκαίρι έβγαζαν από κει πέρα μερικές οκάδες σανό. Η νοικοκυρά νοίκιαζε τον κήπο απ' την άνοιξη για λίγα ρούβλια. Υπήρχαν και βραγιές με φραγκοστάφυλα, σμεουριές και φράουλες. Ήταν ακόμα και λίγα λαχανικά κοντά στο σπίτι, που τα 'χαν φυτέψει τώρα τελευταία. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς οδηγούσε το μουσαφίρη του στην πιο απόμακρη γωνιά του κήπου. Εκεί, ανάμεσα στις πυκνές φλαμουριές και στους γέρικους θάμνους της σμεουριάς, της κουφοξυλιάς, της αφροξυλιάς και της πασχαλιάς, φάνηκε ξαφνικά ένα παλιό σαραβαλιασμένο περίπτερο, που 'χε μαυρίσει και είχε γείρει στο πλάι, με καφάσια γύρω-γύρω, μα που η στέγη του κρατιόταν ακόμα και θα μπορούσε να κρυφτεί κανείς κει μέσα απ' τη βροχή. Το περίπτερο ένας θεός ξέρει πότε είχε χτιστεί· η παράδοση έλεγε πως θα 'χαν περάσει τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Το 'χε χτίσει κάποιος τοτινός ιδιοχτήτης του σπιτιού, ο Αλέξανδρος Κάρλοβιτς φον Σμιθ, συνταξιούχος ταγματάρχης. Μα όλα είχαν πια σαπίσει, όλες οι σανίδες στο πάτωμα κουνιόνταν, τα ξύλα μύριζαν υγρασία. Στη μέση ήταν ένα ξύλινο πράσινο τραπέζι μπηγμένο στο χώμα και γύρω-γύρω είχε πάγκους πράσινους κι αυτούς που μπορούσε ακόμα να κάτσει κανείς απάνω τους. Ο Αλιόσα απ' την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως ο αδερφός του βρισκόταν σε έξαρση. Μπαίνοντας τώρα στο περίπτερο είδε πάνω στο τραπεζάκι μισή μπουκάλα κονιάκ κι ένα ποτηράκι.
— Κονιάκ είναι! είπε γελώντας ο Μίτια. Σε βλέπω που το κοιτάς και σίγουρα θα σκέφτεσαι: «Πάλι μπεκρουλιάζει». Μην πιστεύεις στη φαινομενικότητα των πραγμάτων.
Τον όχλο μην ακούς τον ψεύτη Αμφιβολίες ξέχνα πια...
Δεν μπεκρουλιάζω μα «λιχουδιάζω» όπως το λέει κείνο το γουρούνι ο Ρακίτιν σου, που θα γίνει σύμβουλος του Κράτους και θα εξακολουθεί να λέει «λιχουδιάζω». Κάτσε. Μα την αλήθεια, θα μπορούσα τώρα να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε σφίξω ώσπου να σε λιώσω γιατί σ' όλο τον κόσμο... πραγματικά... πρα-γμα-τι-κά... (νιώσε το! νιώσε το!) μονάχα εσένα αγαπάω!
Τα τελευταία λόγια τα 'πε σχεδόν σε μια κατάσταση φρενίτιδας.
— Μονάχα εσένανε κι ακόμα μια «πρόστυχη» που την ερωτεύτηκα και που είναι η καταστροφή μου. Όμως άλλο να 'σαι ερωτευμένος κι άλλο ν' αγαπάς. Μπορείς να ερωτευτείς μια γυναίκα ακόμα και μισώντας την. Αυτό να το θυμάσαι! Τώρα σου μιλάω ακόμα εύθυμα! Κάτσε δω κοντά στο τραπέζι, εγώ θα καθίσω δίπλα σου, θα σε κοιτάζω και όλο θα μιλάω. Εσύ όλο θα σωπαίνεις και 'γω όλο θα μιλάω, γιατί ήρθε η ώρα να μιλήσω. Να σου πω την αλήθεια, σκέφτηκα πως πρέπει να μιλάω σιγά γιατί εδώ... εδώ, αλήθεια στο λέω... μπορεί να μας ακούσει κανένας που καθόλου δεν τον υποπτευόμαστε. Όλα θα στα εξηγήσω. Στο είπα κι όλας: η συνέχεια θα επακολουθήσει. Γιατί λαχταρούσα τόσο να σε δω, γιατί σε αποζητούσα τόσο, όλες τούτες τις μέρες και τώρα ακόμα; (Είναι πια πέντε μέρες που 'χω ρίξει άγκυρα εδώ). Θα στα πω όλα γιατί είναι ανάγκη, γιατί μου χρειάζεσαι, γιατί αύριο θα ριχτώ με το κεφάλι κάτω, γιατί αύριο η ζωή μου θα τελειώσει και θα ξαναρχίσει. Το 'νιωσες καμιά φορά, το 'δες ποτέ στ' όνειρό σου πώς πέφτουν στην άβυσσο; Ε, λοιπόν. Έτσι πέφτω και 'γω τώρα, μονάχα που δεν κοιμάμαι. Μα δε φοβάμαι κι ούτε συ πρέπει να φοβάσαι. Δηλαδή φοβάμαι μα νιώθω και μια γλύκα. Δηλαδή όχι γλύκα μα έναν ενθουσιασμό. Δηλαδή όχι... μα στο διάολο ό,τι και να 'ναι, το ίδιο κάνει. Γερή ψυχή, αδύναμη ψυχή, ψυχή γυναικούλας, ό,τι να 'ναι το ίδιο κάνει! Ας υμνήσουμε τη φύση: κοίτα πόσος ήλιος, τι καθαρός ουρανός, όλα πράσινα τα φύλλα, καλοκαίρι είν' ακόμα, ώρα τέσσερεις το απόγευμα, ησυχία! Πού πήγαινες;
— Πήγαινα στου πατέρα, μα πρώτα ήθελα να περάσω απ' της Κατερίνας Ιβάνοβνας.
— Σ' αυτήν και ύστερα στου πατέρα! Βρε για κοίτα, τι σύμπτωση! Μα γιατί άλλο λοιπόν σε επιθυμούσα, γιατί σε φώναζα, γιατί σε λαχταρούσα, γιατί σε διψούσα μ' όλα τα μύχια της καρδιάς και της ψυχής μου; Ακριβώς για να σε στείλω στον πατέρα από μέρους μου και ύστερα σε κείνη, την Κατερίνα Ιβάνοβνα, και να ξεμπερδεύω και μ' αυτήν και με τον πατέρα.
Ήθελα να στείλω έναν άγγελο. Θα μπορούσα να στείλω τον οποιονδήποτε μα ήταν ανάγκη να στείλω έναν άγγελο. Και νά που πηγαίνεις από μόνος σου και σε κείνη και στον πατέρα.
— Ήθελες στ' αλήθεια να στείλεις εμένα; είπε χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα με μιαν οδυνηρή έκφραση.
— Στάσου. Αυτό το' ξέρες και μόνος σου. Και βλέπω πως τα κατάλαβες όλα με το πρώτο. Μα τώρα σώπαινε. Προς το παρόν σώπαινε. Μη λυπάσαι και μην κλαις!
Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, κάτι σκέφτηκε κι ακούμπησε το δάχτυλο στο μέτωπό του:
— Αυτή σε φώναξε, αυτή σου 'στειλε κάποιο γράμμα ή κάτι τέτοιο, γι' αυτό πηγαίνεις σπίτι της. Αλλιώς δε θα πήγαινες. Ψέματα;
— Να το σημείωμα, είπε ο Αλιόσα και το 'βγαλε απ' την τσέπη του. Ο Μίτια το διάβασε γρήγορα.
— Και συ έκοψες δρόμο απ' τα περβόλια! Ω, Θεοί! Σας ευγνωμονώ που τον στείλατε απ' τα μονοπάτια κι έπεσε στα χέρια μου όπως το χρυσό ψαράκι στα δίχτυα του γερο-ψαρά του παραμυθιού. Άκου, Αλιόσα, άκουσε, αδερφέ μου. Τώρα πια έχω σκοπό να τα πω όλα. Γιατί σε κάποιον πρέπει επιτέλους να τα πω. Στον άγγελο τ' ουρανού τα 'πα κιόλας, μα πρέπει να τα πω και στον άγγελο της γης. Εσύ είσαι ο άγγελος της γης. Εσύ θα τ' ακούσεις. Θα τα σκεφτείς και θα μου τα συγχωρέσεις... Και 'γω αυτό θέλω ακριβώς: να με συγχωρέσει κάποιος ανώτερος. Άκου. Αν δυο πλάσματα ξεφύγουν από κάτι τι το γήινο και πετάξουν σε υπερφυσικές περιοχές, ή τουλάχιστον αν γίνει κάτι τέτοιο με το 'να απ' τα δυό πλάσματα, κι αν πριν απ' αυτό, πριν πετάξει ή καταστραφεί, έρχεται το 'να απ' αυτά στο άλλο και του λέει: «Κάνε μου τούτο και κείνο», κάτι που ποτέ δε ζητάνε από κανέναν μα κάτι που μπορείς να το ζητήσεις στην επιθανάτια κλίνη σου... μπορεί τάχα εκείνος ο άλλος να μην το κάνει... αν είναι φίλος, αν είναι αδερφός;
— Θα το κάνω, μα πες μου τι είναι αυτό και πες μου το γρήγορα, είπε ο Αλιόσα.
— Γρήγορα... χμ. Μη βιάζεσαι, Αλιόσα. Βλέπω πως βιάζεσαι κι ανησυχείς. Τώρα δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε. Τώρα ο κόσμος πήρε καινούργιο δρόμο. Αχ, Αλιόσα, κρίμα που δεν ξέρεις τι θα πει σπαρτάρισμα ενθουσιασμού! Μα τι κάθομαι και λέω: Εσύ δεν ξέρεις; Τι 'ναι αυτά που λέω ο κουτεντές.
«Άνθρωπε να 'σαι ευγενικός!»
Ποιανού είναι τούτος ο στίχος;
Ο Αλιόσα αποφάσισε να περιμένει. Κατάλαβε πως ίσως ίσως όλες του οι δουλειές να 'ταν εδώ τούτη την ώρα. Ο Μίτια έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το πηγούνι στην παλάμη του. Σωπάσανε για λίγο και οι δυό.
— Λιόσα, είπε ο Μίτια, εσύ μονάχα δε θα γελάσεις μαζί μου! Ήθελα ν' αρχίσω... την εξομολόγησή μου... με τον ύμνο στη χαρά του Σίλλερ. Αn die Freude! Μα δεν ξέρω γερμανικά, ξέρω πως είναι Αn die Freude! Μη νομίσεις όμως πως φλυαρώ έτσι επειδή τάχα είμαι πιωμένος. Καθόλου δεν είμαι μεθυσμένος. Το κονιάκ είναι κονιάκ, μα μου χρειάζονται δυό μπουκάλια για να μεθύσω...
Κι ο Σειληνός με την κόκκινη μούρη στο γαϊδούρι του απάνω που τρεκλίζει μα εγώ ούτε το τέταρτο της μπουκάλας δεν ήπια κι ούτε είμαι Σειληνός. Δεν είμαι Σειληνός μα δυνατός, γιατί πήρα πια μια τελειωτική απόφαση. Συγχώρα μου το καλαμπούρι,* σήμερα θα 'χεις πολλά να μου συγχωρέσεις κι όχι μονάχα το καλαμπούρι. Μην ανησυχείς, δεν αερολογώ, σου μιλάω σοβαρά και θα 'ρθω αμέσως στο προκείμενο. Δε θα σου βγάλω την πίστη ανάποδα. Για στάσου, πώς είναι αυτό...
* Εδώ ο συγγραφέας κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις Σειληνός και δυνατός που στα ρούσικα προφέρονται σχεδόν το ίδιο. Στα ελληνικά είναι αμετάφραστο. Σ.τ.Μ.
Ανασήκωσε το κεφάλι, έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά άρχισε μ' ενθουσιασμό:
Κρύβονταν άγριοι και γυμνοί οι τρωγλοδύτες μες στα βράχια. Στους κάμπους έτρεχε η ορδή πυρπολώντας τα στάχυα.
Κυνηγοί με τόξα, βέλη
φοβεροί ζούσαν στα δάση. Όποιον εδώ το κύμα φέρει άσχημα θα την περάσει.
Απ' του Ολύμπου το χιόνι έρχεται η Μητέρα η μαύρη
τη χαμένη Περσεφόνη
μες στον άγριο κόσμο να 'βρει.
Ούτε στέγη ούτε θυσία πουθενά δε θα 'βρει η θεά και καμιά θεού λατρεία δε μας δείχνει μια εκκλησία.
Οι καρποί και τα τσαμπιά δε στολίζουνε το γέμα μόνο καίνε τα κορμιά
σε βωμούς γεμάτους αίμα. Όπου ολόγυρα η θεά
στρέφει βλέμμα λυπημένο σε ταπείνωση βαθιά
βλέπει το θνητό πεσμένο.
Ξαφνικά, ο Μίτια έβγαλε ένα λυγμό. Άρπαξε τον Αλιόσα απ' το χέρι.
— Ναι, φίλε μου, ναι φίλε, στην ταπείνωση, στην ταπείνωση είναι και τώρα. Έχει πάρα πολλά να υποφέρει ο άνθρωπος στη γη, έχει βάσανα πολλά να περάσει! Μη νομίσεις πως όλο κι όλο είμαι ένας παλιάνθρωπος με βαθμό αξιωματικού και που πίνει κονιάκ και ζει ακόλαστη ζωή. Εγώ, αδερφέ μου, αυτό μονάχα σκέφτομαι, αυτή την ταπείνωση του ανθρώπου, τις στιγμές τουλάχιστον που δεν ψεύδομαι. Ο Θεός να με βοηθήσει να μην πω τώρα ψέματα και να μην καυχηθώ. Αν σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο είναι γιατί και 'γω τέτοιος άνθρωπος είμαι.
Ο θνητός για να υψωθεί
να μην είν' ταπεινωμένος
με τη μάνα του τη γη
πρέπει αιώνια ναν' δεμένος.
Μονάχα να τί γίνεται.
Πώς θα συμμαχήσω για πάντα με τη γη; Εγώ δεν προσκυνάω τη γη κι ούτε οργώνω το στήθος της. Τι να γίνω λοιπόν; Μουζίκος ή τσοπάνος; Προχωράω και δεν ξέρω: στη βρωμιά και στο αίσχος βρίσκομαι ή στο φως και στη χαρά; Νά πού είναι η δυστυχία, γιατί όλα στον κόσμο είναι αίνιγμα! Κι όταν τύχαινε να βουλιάζω ως την πιο βαθιά ακολασία (κι αυτό ήταν το μόνο που μου τύχαινε πάντα) επαναλάβαινα αυτό το ποίημα για τη Δήμητρα και τον άνθρωπο. Με διόρθωσε; Ποτέ! Γιατί είμαι ένας Καραμάζοβ. Γιατί αν πέφτω κάποτε στην άβυσσο, πάντα πέφτω με το κεφάλι κάτω και τις φτέρνες απάνω και είμαι κι ευχαριστημένος κιόλας που πέφτω ακριβώς με τούτον τον ταπεινωτικό τρόπο και το θεωρώ αυτό πολύ όμορφο. Και λοιπόν σ' αυτό ακριβώς το αίσχος αρχίζω τον ύμνο. Ας είμαι καταραμένος, ας είμαι τιποτένιος και κανάγιας, όμως εξακολουθώ ν' ασπάζομαι την άκρη της χλαμύδας που τυλίγει το θεό μου. Ας ακολουθώ το διάβολο, όμως παρ' όλ' αυτά, Κύριέ μου, είμαι γιός σου και σε αγαπάω και νιώθω τη χαρά που χωρίς αυτήν ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και να υπάρξει.
«Η χαρά πάντα ποτίζει των πλασμάτων τις ψυχές
τις ζωές όλες φλογίζει
με δυνάμεις μυστικές.
Κάθε ταπεινό χορτάρι
το 'μαθε να θέλει φως
ήλιους έφτιαξε απ' τα χάη
— Δεν τους είναι μετρημός — Στα γλυκά της φύσης στήθη όλα τη χαρά βυζαίνουν
και η πλάση και τα πλήθη
το κατόπι της πηγαίνουν.
Όταν έρθει η δυστυχία
φέρνει Χάριτες, στεφάνι
στα ζωύφια τη λαγνεία...
και στους αγγέλους τη χάρη».
Μα φτάνουν πια οι στίχοι! Έχυσα πολλά δάκρυα άσε με και τώρα να κλάψω. Κι ας είναι όλα αυτά ανοησία που όποιος και να τ' άκουγε σίγουρα θα γέλαγε. Μονάχα συ δε θα γελάσεις. Νά. Και τα δικά σου μάτια βούρκωσαν. Φτάνουν πια οι στίχοι. Θέλω τώρα να σου μιλήσω για τα «ζωύφια», για κείνα που τους χάρισε ο Θεός τη λαγνεία.
«Στα ζωύφια τη λαγνεία»
Εγώ, αδερφέ μου, είμαι ακριβώς τούτο το ζωύφιο κι αυτό για μένα ειδικά ειπώθηκε. Εμείς οι Καραμάζοβ είμαστε όλοι ίδιοι και συ, ο άγγελος, έχεις μέσα σου αυτό το ζωύφιο που κάνει να κοχλάζει το αίμα σου. Είναι σωστή τρικυμία, γιατί η φιληδονία είναι τρικυμία, κάτι περισσότερο από τρικυμία! Η ομορφιά είναι κάτι τρομερό και φοβερό! Είναι τρομερή, γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις, γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε. Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Εγώ, αδερφέ μου, είμαι πολύ αμόρφωτος μα τούτο το σκέφτηκα πολύ. Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά! Πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Βρες τη λύση όπως μπορείς και κοίτα να ξελασπώσεις όπως-όπως. Η ομορφιά! Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, που 'χουν στην αρχή για ιδανικό τους τη Μαντόνα και καταλήγουν να 'χουν για ιδανικό τους τα Σόδομα. Πιο φοβεροί ακόμα είναι κείνοι που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνιούνται και το ιδανικό της Μαντόνας και η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της, στ' αλήθεια, στ' αλήθεια, φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια. Ναι, πραγματικά, ο άνθρωπος χωράει πολλές αντιφάσεις μέσα του' αν ήταν στο χέρι μου θα τον περιόριζα κάπως. Ένας διάολος ξέρει τι συμβαίνει. Αυτό είναι! Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά; Να 'σαι βέβαιος πως, για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. Το 'ξερες αυτό το μυστικό ή όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Είναι ο διάολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων. Μα φυσικά. Ο καθένας μιλάει γι' αυτό που τον πονάει. Άκου, τώρα έρχομαι στο προκείμενο.