3. IV. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς— με Ανέκδοτα
Γλεντούσα. Πριν από λίγο έλεγε ο πατέρας πως πλήρωνα χιλιάδες ρούβλια για αποπλάνηση αθώων κοριτσιών. Αυτό το ψέμα μονάχα αυτό το γουρούνι μπορούσε να το πει. Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο κι ό,τι έγινε δε χρειάστηκαν ποτέ λεφτά «γι' αυτό». Για μένα τα λεφτά είναι ένα αξεσουάρ, ένας διάκοσμος, ένας πυρετός της ψυχής. Σήμερα είναι μια κυρία και την άλλη παίρνει τη θέση της ένα κορίτσι του δρόμου. Τις διασκεδάζω και τη μια και την άλλη, πετάω τα λεφτά με τις χούφτες, μουσική τριγύρω, φασαρία, τσιγγάνες. Αν χρειάζεται της δίνω και κείνης, γιατί όλες τα παίρνουν, τα παίρνουν με λαιμαργία, αυτό πρέπει να το παραδεχτεί κανείς, και σου λένε κι ευχαριστώ και νιώθουν κι ευγνωμοσύνη. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες του κόσμου, ναι, πάρα πολλές. Όμως εγώ πάντα προτιμούσα τα στενά καλντερίμια, τα έρημα και σκοτεινά σοκάκια, πίσω απ' την πλατεία: εκεί μονάχα είναι η περιπέτεια, το αναπάντεχο, εκεί μες στο βούρκο έβρισκες καθάριο χρυσάφι. Καταλαβαίνεις βέβαια, αδερφέ μου, πως μιλάω αλληγορικά. Στη μικρή μας πολιτεία δεν υπήρχαν τέτοια σοκάκια μα είχαμε απ' αυτά στην ηθική τους έννοια. Μα αν ήσουν και συ αυτό που είμαι εγώ θα καταλάβαινες τι θέλω να πω. Αγαπούσα την ακολασία, αγαπούσα και το αίσχος της ακολασίας. Αγαπούσα τη σκληρότητα: μήπως δεν είμαι τάχα κοριός, μήπως δεν είμαι ένα αιμοβόρο ζωύφιο; Το 'παμε πια: είμαι Καραμάζοβ! Μια φορά έγινε ένα πικ-νικ όπου πήγε όλη η πολιτεία, εφτά τρόικες είχαμε πάρει. Μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, στο έλκηθρο, άρχισα να χαϊδεύω το χεράκι μιας κοπέλας που καθότανε δίπλα μου και την ανάγκασα να φιληθούμε, τούτη την κοπέλα που ήταν κόρη κάποιου υπάλληλου, φτωχή, χαριτωμένη, σεμνή, αθώα. Μου επέτρεψε πολλά, πάρα πολλά μέσα στο σκοτάδι. Νόμιζε η φτωχούλα πως θα πάω την άλλη μέρα κιόλας και θα της κάνω πρόταση (γιατί όλοι με είχαν για καλό γαμπρό). Όμως εγώ, από τότε, ούτε μια λέξη δεν της είπα, πέντε μήνες, ούτε μια λέξη. Έβλεπα τα μάτια της να με παρακολουθούν απ' τη γωνιά της σάλας, όταν τύχαινε και γινόταν χορός (και σε μας συνεχώς γίνονται χοροί), τα 'βλεπα που καίγανε σαν δυο φωτιές — σαν δυο φωτιές παραπονεμένης αγανάχτησης. Αυτό το παιχνίδι διασκέδαζε πολύ το φιλήδονο ζωύφιο που έτρεφα μέσα μου. Ύστερ' από πέντε μήνες παντρεύτηκε έναν υπάλληλο κι έφυγε... και ήταν ακόμα θυμωμένη και ίσως να μ' αγαπούσε ακόμα. Τώρα ζουν ευτυχισμένα. Σημείωσε πως δεν το 'πα σε κανέναν αυτό, δεν την εξέθεσα. Γιατί εγώ, αν κι έχω ποταπές επιθυμίες κι αγαπώ την ποταπότητα, δεν είμαι άτιμος. Κοκκίνισες, τα μάτια σου αστράψανε. Φτάνει για σένα τούτη η λάσπη. Κι όμως όλ' αυτά δεν είναι τίποτα ακόμα, δεν είναι παρά λουλουδάκια α λα Πωλ ντε Κωκ, αν και το αιμοβόρο ζωύφιο τρεφόταν μ' αυτά, μεγάλωνε πια και καταχτούσε την ψυχή μου. Θα μπορούσα, αδερφέ μου, να κάνω ολάκερο λεύκωμα από τέτοιες αναμνήσεις. Ο Θεός να τις έχει καλά τις καλούλες μου. Όταν τις παράταγα δε μ' άρεσε να μαλώνω μαζί τους. Και ποτέ δεν τις πρόδινα, ποτέ δεν εξέθεσα ούτε μια. Μα φτάνει. Μπας και νόμισες πως σε φώναξα μόνο και μόνο για να σου πω τούτες τις μικροπροστυχιές; Όχι, έχω να σου διηγηθώ πράματα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και μην απορείς που δε σε ντρέπομαι, και που νιώθω μάλιστα και κάποιαν ευχαρίστηση.
— Το 'πες γιατί κοκκίνισα, παρατήρησε ξαφνικά ο Αλιόσα. Δεν κοκκίνισα γι' αυτά που 'λεγες κι ούτε γι' αυτά που 'κανες, μα γιατί και 'γω είμαι σαν και σένα.
— Εσύ; Τα παραλές.
— Όχι, δεν τα παραλέω, απάντησε με ζέση ο Αλιόσα (φαίνεται πως αυτό το σκεφτόταν από ώρα). Όλοι είμαστε στην ίδια σκάλα. Εγώ είμαι στο πρώτο σκαλοπάτι και συ κάπου απάνω, στο δέκατο τρίτο να πούμε. Εγώ νά πώς βλέπω τα πράματα: όλ' αυτά είναι ένα και το αυτό, εντελώς το ίδιο. Όποιος πάτησε στο κάτω σκαλοπάτι, το δίχως άλλο θα φτάσει και στο πάνω-πάνω.
— Θες να πεις πως θα πρέπει να μην το πατήσει καθόλου κανείς;
— Όποιος μπορεί, καθόλου.
— Και συ μπορείς;
— Νομίζω πως όχι.
— Σώπα, Αλιόσα, σώπα, καλέ μου, έτσι μου ‘ρχεται να φιλήσω το χέρι σου απ' τη συγκίνησή μου. Αυτή η κατεργάρα η Γκρούσενκα, που καταλαβαίνει από ανθρώπους, μου 'λεγε κάποτε πως θα σε ρουφήξει... Δε λέω, δε λέω τίποτα! Απ' αυτό το βρωμερό θέμα το γεμάτο μυγοχέσματα, ας έρθουμε στην τραγωδία μου, που είναι κι αυτό ένα θέμα γεμάτο μυγοχέσματα, δηλαδή έχει όλου του κόσμου τις ποταπότητες. Γιατί συμβαίνει τούτο: αν και το γερόντιο είπε ψέματα πως τάχα αποπλανούσα αθώα κορίτσια όμως αυτό ακριβώς έγινε σε κάποια περίπτωση, μονάχα που η υπόθεση δεν έφτασε ως το τέλος. Ο γέρος που με μεμφόταν για πράματα ανύπαρχτα δεν την ξέρει τούτη την υπόθεση: ποτέ δεν τη διηγήθηκα σε κανέναν εσύ είσαι ο πρώτος που θα την ακούσεις τώρα, εκτός απ' τον Ιβάν φυσικά- ο Ιβάν τα ξέρει όλα. Τα ξέρει πολύ πριν από σένα. Μα ο Ιβάν είναι τάφος.
— Ο Ιβάν είναι τάφος;
— Ναι.
Ο Αλιόσα άκουγε με μεγάλη προσοχή.
— Πρέπει να ξέρεις πως όταν βρισκόμουνα σε κείνο το τάγμα της γραμμής ήμουν ανθυπασπιστής. Κι όμως βρισκόμουν πάντα κάτω από 'να είδος επιτήρησης, λες και ήμουν κάνας εξόριστος. Μα στην πολιτεία όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για μένα. Σκόρπαγα πολλά λεφτά, νόμιζαν πως είμαι πλούσιος μα και 'γω τέτοιαν εντύπωση είχα. Να λέμε την αλήθεια, δεν μπορεί παρά να τους άρεσα και για κάτι άλλο. Αν και κούναγαν όλοι το κεφάλι τους, όμως μ' αγαπούσαν. Ο ταγματάρχης μου, που ήταν γέρος πια, μ' έβαλε ξαφνικά στο μάτι όλο αφορμές έβρισκε για να μου κάνει επιπλήξεις. Όμως εγώ είχα τα μέσα κι εξάλλου όλη η πολιτεία ήταν με το μέρος μου, δεν μπορούσε λοιπόν να μου κάνει τίποτα. Έφταιγα και 'γω δηλαδή, γιατί και 'γω δεν του 'δειχνα τον πρεπούμενο σεβασμό. Ήμουν περήφανος. Αυτός ο γεροπεισματάρης, που δεν ήταν καθόλου κακός άνθρωπος μα απεναντίας τρομερά καλόκαρδος και φιλόξενος, είχε παντρευτεί δυό φορές, μα και οι δυό γυναίκες του είχαν πεθάνει. Η μια, η πρώτη, από απλή οικογένεια, του άφησε μια κόρη κι αυτή ήταν απλή. Όταν ήμουν εκεί, είχε κιόλας τα χρονάκια της —εικοσιτέσσερα— και ζούσε με τον πατέρας της. Η θειά ήταν τύπος σιωπηλής απλότητας κ' η ανιψιά, η μεγαλύτερη κόρη του ταγματάρχη, τύπος ζωηρής απλότητας. Θέλω, τώρα που τα θυμάμαι, να πω γι' αυτή έναν καλό λόγο: ποτέ δε γνώρισα καλύτερο γυναικείο χαρακτήρα απ' αυτή την κοπέλα. Αγάθια τη λέγανε —φαντάσου, Αγάθια Ιβάνοβνα. Και πολύ όμορφη, για το ρούσικο γούστο φυσικά. Ψηλή με σάρκα λευκή και κρουστή, με υπέροχα μάτια, το πρόσωπο μονάχα θα μπορούσες να το πεις κάπως χοντροφτιαγμένο. Δεν αποφάσιζε να παντρευτεί, αν και της είχαν κάνει δυο προξενιά' αυτή αρνήθηκε και δεν έχασε το κέφι της. Συνδέθηκα μαζί της, όχι με κείνο τον τρόπο, όχι. Εδώ δεν υπήρχε καμιά βρωμιά. Έτσι φιλικά συνδέθηκα. Πολλές φορές μου τυχαίνει να συνδεθώ με μια γυναίκα εντελώς αναμάρτητα, φιλικά. Της μιλούσα με τόση ελευθεροστομία που... άστα! Όμως αυτή το μόνο που 'κανε ήταν να γελάει. Πολλές γυναίκες τις αγαπούν τις ελευθεροστομίες, σημείωσέ το αυτό, μα τούτη ήταν και κορίτσι, πράμα που μ' έκανε να διασκεδάζω περισσότερο. Ακόμα πρέπει να σου πω και τούτο: ποτέ δε θα μπορούσες να φανταστείς πως ήταν δεσποινίδα. Ζούσαν στο σπίτι του πατέρα αυτή και η θειά της, λες και θεληματικά υποβίβαζαν τον εαυτό τους σε κατώτερη τάξη σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτή την αγαπούσαν όλοι και την είχαν ανάγκη γιατί ήταν περίφημη μοδίστρα: είχε ταλέντο, δεν τους έπαιρνε λεφτά, έραβε από καλοσύνη της, μα όταν της έκαναν κανένα δώρο δεν το αρνιόταν. Όμως ο ταγματάρχης, αυτόν πού τον πιάνεις! Ο ταγματάρχης ήταν απ' τα σπουδαιότερα πρόσωπα του τόπου μας. Ζούσε πολυέξοδα, δεχότανε στο σπίτι του όλη την πολιτεία, έδινε γεύματα, χορούς. Όταν έφτασα και μπήκα στο τάγμα του αρχίσανε να λένε σ' όλη την πολιτεία πως σε λίγο θα μας έρθει απ' την πρωτεύουσα η δεύτερη κόρη του ταγματάρχη, μια πεντάμορφη στις πεντάμορφες, και πως αυτή μόλις τώρα είχε βγει από 'να αριστοκρατικό πρωτευουσιάνικο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αυτή η δεύτερη κόρη είναι ακριβώς η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που ο ταγματάρχης την απόχτησε απ' τη δεύτερη γυναίκα του. Τούτη η δεύτερη γυναίκα, που 'χε πεθάνει τότε κιόλας, κράταγε από γνωστό τζάκι, από κάποιο μεγάλο σόι στρατηγών που όμως —κι αυτό το ξέρω θετικά— δεν είχε δώσει καμιά προίκα στον ταγματάρχη. Είχε δηλαδή μονάχα πλούσιο συγγενολόι κι από κει κάτι θα μπορούσε να ελπίζει κανείς· αλλιώς μετρητά δεν είχε καθόλου. Κι όμως, όταν μας ήρθε η νεαρά απόφοιτος, (για να μείνει για λίγο, όχι για πάντα), όλη η μικρή μας πολιτεία λες και πήρε μια καινούργια όψη και οι πιο σπουδαίες κυρίες, δυο σύζυγοι «αυτών εξοχοτήτων», μια γυναίκα συνταγματάρχη, μα κι όλες, όλες οι άλλες, ενδιαφέρθηκαν αμέσως, την καλούσανε δω και κει, άρχισαν να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να τη διασκεδάσουν, έγινε η βασίλισσα των χορών, των πικ-νικ, ακόμα και ταμπλώ-βιβάν μαστόρεψαν σε μια γιορτή υπέρ κάποιων γκουβερναντών. Εγώ σώπαινα, γλένταγα κι έκανα κάτι που όλη η πολιτεία άρχισε να φλυαρεί γι' αυτό. Είδα που με καλοκοίταξε μια φορά, στο σπίτι, του διοικητή του πυροβολικού έγινε αυτό, μα εγώ δεν την πλησίασα: δεν καταδέχομαι, σα να λέμε, να γνωριστώ μαζί σου. Την πλησίασα ύστερ' από αρκετόν καιρό, πάλι σε μιαν εσπερίδα, άρχισα να της μιλάω κι αυτή σχεδόν δε μου 'δωσε σημασία, τα χείλη της μόρφασαν περιφρονητικά. Α, σκέφτηκα, περίμενε και θα μου το πληρώσεις! Ήμουν ένα κέρατο βερνικωμένο κείνο τον καιρό στις πιο πολλές περιπτώσεις και το αισθανόμουν κι ο ίδιος. Το σπουδαίο ήταν που ένιωθα πως η «Κάτενκα» δεν ήταν καθόλου μια απλοϊκή μαθητριούλα, μα μια γυναίκα με χαρακτήρα, περήφανη και πραγματικά ενάρετη και, το σπουδαιότερο, μυαλωμένη και μορφωμένη και 'γω δεν ήμουν ούτε το 'να ούτε τ' άλλο. Νομίζεις πως ήθελα να της κάνω πρόταση; Όχι δα. Ήθελα μονάχα να εκδικηθώ γιατί εγώ ήμουν σωστός λεβέντης κι αυτή δεν ήθελε να το καταλάβει. Στο μεταξύ γλένταγα και τα 'σπαγα. Τελικά ο ταγματάρχης μ' έβαλε τρεις μέρες κράτηση. Κείνον ακριβώς τον καιρό ο πατέρας μού 'στειλε έξη χιλιάδες ρούβλια, αφού προηγούμενα του 'χα στείλει εγώ μια κανονική βεβαίωση πως δεν έχω πια καμιά απαίτηση και πως είμαστε «εν πλήρει τάξει» και πως δε θα ζητήσω τίποτα πια. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτα. Εγώ, αδερφέ μου, ως την ώρα που ήρθα δω πέρα, και μάλιστα ως τα σήμερα, δεν καταλάβαινα τίποτα απ' όλες αυτές τις χρηματικές διαφορές μου με τον πατέρα. Όμως άστα να πάνε στο διάολο. Αυτά θα στα πω αργότερα. Τότε, μόλις είχα πάρει κείνες τις έξη χιλιάδες, έμαθα ξαφνικά από 'να γραμματάκι κάποιου φίλου μου μια περιεργότατη λεπτομέρεια για τον ταγματάρχη μας. Τούτο δηλαδή: πως είχε πέσει σε δυσμένεια, πως τον υποψιάζονται για κάτι καταχρήσεις, κοντολογίς πως οι εχθροί του του σκάβουν το λάκκο. Και πραγματικά ήρθε ο διοικητής της μεραρχίας κι ο ταγματάρχης έφαγε μια κατσάδα της χρονιάς του. Ύστερ' από λίγο τον διατάξανε να παραιτηθεί. Δε θα κάτσω να σου διηγηθώ με λεπτομέρειες πώς έγιναν όλ' αυτά. Φαίνεται πως πραγματικά είχε εχθρούς και ξαφνικά όλη η πολιτεία άρχισε να τον αποφεύγει αυτόν κι όλο του το σόι. Τότε ήταν που 'δειξα για πρώτη φορά τι αξίζω. Συναντώ την Αγάθια Ιβάνοβνα, που μαζί της είχα ακόμα φιλικές σχέσεις, και της λέω: «Το ξέρετε πως του λείπουν του μπαμπάκα σας τεσσερισήμιση χιλιάδες;» «Πώς, γιατί το λέτε αυτό; Δεν πάει πολύς καιρός που 'χε έρθει ο στρατηγός κι όλα τα 'χε»... «Τότε τα 'χε μα τώρα δεν τα 'χει». Φοβήθηκε τρομερά: «Μη με τρομάζετε, παρακαλώ' από ποιόν τ' ακούσατε;» «Μην ανησυχείτε», της λέω, «σε κανέναν δε θα το πω, το ξέρετε καλά πως είμαι τάφος σ' αυτά τα ζητήματα, μονάχα που 'θελα ακριβώς να σας πω και τούτο για κάθε ενδεχόμενο”: Όταν θα ζητήσουν απ' τον μπαμπάκα σας τις τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια και αυτός δε θα τα 'χει, τότε, αντί να περάσει από στρατοδικείο και ύστερα να πάει στην εξορία φαντάρος, τώρα στα γεράματα, στείλτε μου τότε καλύτερα κρυφά την αδερφούλα σας, γιατί μου 'στειλαν τις προάλλες κάτι λεφτά, και 'γω θα της δώσω ίσως τις τέσσερις χιλιάδες και θα το κρατήσω μυστικό». «Ω», λέει κείνη, «τί πρόστυχος που είστε! (έτσι ακριβώς μου το 'πε), τί μοχθηρός», λέει, «είστε, και τι πρόστυχος! Μα πώς τολμάτε;» Έφυγε τρομερά αγαναχτισμένη και 'γω της φώναξα στο κατόπι της μια ακόμα φορά πως το μυστικό θα το κρατήσω σαν κάτι ιερό. Θα πω από μια αρχής και τούτο: αυτές οι δυό γυναίκες, δηλαδή η Αγάθια και η θειά της, αποδείχτηκαν σ' όλην αυτή την ιστορία σωστοί άγγελοι και την ψηλομύτα την Κάτια τη λατρεύανε στ' αλήθεια, ταπείνωναν τον εαυτό τους μπροστά της, της έκαναν την καμαριέρα... Μονάχα που η Αγάθια είχε την έμπνευση να της μεταδώσει την κουβέντα μας. Αργότερα τα 'μαθα όλ' αυτά με το νι και με το σίγμα. Δεν το κράτησε μυστικό και, καταλαβαίνεις, αυτό ήθελα και γω.
Όπου, αναπάντεχα, έρχεται ο νέος ταγματάρχης κι αναλαμβάνει τη διοίκηση του τάγματος. Ο παλιός ταγματάρχης ξαφνικά αρρωσταίνει, δεν μπορεί να κουνηθεί απ' τη θέση του, κάθεται στο σπίτι δυό εικοσιτετράωρα, δεν παραδίνει τα χρήματα του δημοσίου. Ο γιατρός μας, ο Κραβτσένκο, βεβαίωνε πως πραγματικά ήταν άρρωστος. Μονάχα που εγώ νά τι ήξερα από αξιόπιστη πηγή και μάλιστα από πολύν καιρό κιόλας: Πως τα χρήματα εξαφανίζονταν μετά την κάθε επιθεώρηση, προσωρινά. Αυτό γινόταν κάπου τέσσερα χρόνια συνέχεια. Ο ταγματάρχης τα δάνειζε σ' έναν πολύ έμπιστον άνθρωπο, σ' έναν απ' τους εμπόρους μας, τον Τριφόνοβ, έναν γέρο χήρο με γενειάδα και χρυσά γυαλιά. Κείνος πήγαινε στην εμποροπανήγυρη, έκανε τις αγοραπωλησίες του κι επέστρεφε αμέσως όλα τα λεφτά στον ταγματάρχη και μαζί μ' αυτά έφερνε και τα δώρα του απ' την εμποροπανήγυρη και μαζί με τα δώρα και τους τόκους. Όμως τούτη τη φορά (τα 'μαθα τότε εντελώς τυχαία απ' τον μυξιάρη γιο και κληρονόμο του Τριφόνοβ που ήταν μικρός ακόμα μα διεφθαρμένος τόσο που δε γίνεται άλλο) τούτη τη φορά λέω, ο Τριφόνοβ γυρνώντας απ' την εμποροπανήγυρη δεν επέστρεψε τίποτα: «Ποτέ δεν πήρα τίποτα από σας κι ούτε και μπορούσα να πάρω»' νά ποια ήταν η απάντησή του. Το λοιπόν κάθεται ο ταγματάρχης μας στο σπίτι, τυλίγει το κεφάλι του με μια πετσέτα, και κείνες, και οι τρεις μαζί, του βάζουν πάγο στην κορφή του κεφαλιού. Ξάφνου έρχεται ένας αγγελιοφόρος μ' ένα βιβλίο και τη διαταγή: «Να παραδώσει αμέσως το ταμείο, αμέσως χωρίς χρονοτριβή, σε δυό ώρες». Εκείνος υπόγραψε (αυτή την υπογραφή την είδα αργότερα στο βιβλίο), σηκώθηκε, είπε πως θα πάει να φορέσει τη στολή του, μπήκε στην κρεβατοκάμαρά του, πήρε το δίκαννο, το γέμισε, του 'βαλε μια σφαίρα στρατιωτική, έβγαλε το παπούτσι του δεξιού του ποδιού, την κάνη τη στήριξε στο στήθος του κι άρχισε να ψάχνει με το πόδι τη σκανδάλη. Μα η Αγάθια κάτι υποπτεύθηκε πια, θυμήθηκε τα λόγια που της είχα πει τότε, πήγε και κρυφοκοίταξε και πρόφτασε έγκαιρα· όρμησε μέσα, ρίχτηκε απάνω του από πίσω, τον αγκάλιασε" το τουφέκι πήρε φωτιά μα η σφαίρα χτύπησε στο ταβάνι. Κανένας δεν πληγώθηκε. Έτρεξαν και οι άλλες, του άρπαξαν το ντουφέκι και τον κρατάγανε απ' τα χέρια... Όλα τούτα τα 'μαθα αργότερα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Εγώ ήμουν τότε στο σπίτι, ήταν σούρουπο και ήμουν έτοιμος να βγω έξω" είχα ντυθεί, είχα χτενιστεί, αρωμάτισα το μαντήλι μου, πήρα το πηλήκιο, όπου ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και βλέπω μπροστά μου, μέσα στο σπίτι μου, την Κατερίνα Ιβάνοβνα.
Συμβαίνουν παράξενα πράματα καμιά φορά: κανένας δεν πήρε είδηση τότε πώς ήρθε στο σπίτι μου, έτσι που η πολιτεία ποτέ δεν το 'μαθε αυτό. Οι σπιτονοικοκυρές μου ήταν δυό γριές, χήρες υπαλλήλων, που μου συγύριζαν κιόλας, δυό κυρούλες πολύ αξιοσέβαστες και υπάκουες και σύμφωνα με τη διαταγή μου δε βγάλανε μετά τσιμουδιά. Φυσικά εγώ κατάλαβα μονομιάς τι είχε συμβεί. Εκείνη μπήκε και με κοίταξε κατάματα, τα μαύρα της μάτια με κοίταζαν αποφασιστικά, ακόμα και με πρόκληση μπορούσες να πεις, μα στις πτυχές γύρω απ' τα χείλη της μάντευα κάποιον δισταγμό.
— Η αδερφή μου είπε πως θα δώσετε τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια, αν έρθω μόνη μου να τα ζητήσω... στο σπίτι σας. Ήρθα... δώστε μου τα λεφτά... δε βάσταξε, λαχάνιασε, τρόμαξε, η φωνή της κόπηκε και οι άκρες των χειλιών της άρχισαν να τρέμουν. Αλιόσα, ακούς ή μήπως αποκοιμήθηκες;
— Μίτια, ξέρω πως θα μου πεις την αλήθεια, πρόφερε ταραγμένα ο Αλιόσα.
— Και βέβαια θα στην πω. Αφού θες όλη την αλήθεια, νά πώς γίνανε τα πράματα, θα στα πω και δε θα λυπηθώ τον εαυτό μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν σκέψη Καραμάζοβ. Μια φορά, αδερφέ μου, με δάγκασε ένα σφαλάγγι κι έμεινα κρεβατωμένος με πυρετό δυό βδομάδες. Το λοιπόν και τώρα ένιωσα να με δαγκώνει στην καρδιά ένα σφαλάγγι, το αιμοβόρο ζωύφιο, καταλαβαίνεις; Την αναμέτρησα από πάνω ως κάτω. Την είδες ποτέ σου; Είναι στ' αλήθεια καλλονή. Μα δεν ήταν τότε μονάχα γι' αυτό όμορφη. Ήταν όμορφη κείνη τη στιγμή γιατί εκείνη ήταν ευγενικιά και 'γω ήμουν πρόστυχος, γιατί εκείνη βρισκόταν σ' όλο το ύψος της μεγαλοψυχίας και της θυσίας της για χάρη του πατέρα της, και 'γω ήμουν ένας κοριός. Και να που εγώ, ο κοριός κι ο πρόστυχος, την έχω ολάκερη στο χέρι, όλην, ολάκερη, και την ψυχή και το κορμί της. Θα στο πω ειλικρινά: τούτη η σκέψη, η σκέψη του σφαλαγγιού, άδραξε τόσο γερά την καρδιά μου, που λίγο ακόμα και θα 'λιωνε απ' την ηδονή. Θα 'χες την εντύπωση πως σ' αυτό πια δε θα μπορούσε κανείς ν' αντισταθεί: όλα έδειχναν πως θα φερθώ σαν κοριός, σαν αιμοβόρο σφαλάγγι, δίχως κανένα οίκτο... Μου πιάστηκε μάλιστα η ανάσα. Ακου λοιπόν! Θα πήγαινα φυσικά την άλλη κιόλας μέρα να ζητήσω το χέρι της για να τα τελειώσω όλα με τον ευγενικότερο, σαν να λέμε, τρόπο και για να μην το μάθαινε κανείς κι ούτε να μπορούσε να το μάθει. Γιατί εγώ, αν και είμαι άνθρωπος με ποταπές επιθυμίες, είμαι όμως τίμιος. Κι όμως να που ξάφνου, κείνη την ίδια στιγμή, μου ψιθύρισε κάποιος στ' αυτί: «Μα αύριο, τούτη δω, μόλις θα πας να της προσφέρεις το χέρι σου, ούτε θα βγει να σε δει και θα διατάξει τον αμαξά της να σε πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Πόμπεψέ με, σαν να σου λέει, σ' όλη την πολιτεία, δε σε φοβάμαι!» Κοίταζα την κοπέλα και είδα πως η φωνή δε μου 'πε ψέματα: Έτσι ακριβώς θα γινόταν. Θα με διώξουν αρπάζοντάς με απ' το γιακά, αυτό θα μπορούσες να το δεις κι απ' την έκφραση του προσώπου της τούτη τη στιγμή. Άρχισα να λυσάω απ' το κακό μου, θέλησα να κάνω μιαν ακόμα μεγαλύτερη προστυχιά, να φερθώ σαν γουρούνι και σαν έμπορος: να την κοιτάξω για λίγο με ειρωνεία κι αμέσως, όταν ακόμα εκείνη θα στέκεται μπροστά μου, να την περιλούσω λέγοντάς της μ' ένα τόνο που μονάχα ένας εμποράκος θα μπορούσε να 'χει:
— Πώς; Τέσσερεις χιλιάδες! Αστειεύτηκα. Τι, μπας και το πιστέψατε; Πολύ εύπιστη φανήκατε, δεσποσύνη! Καμιά διακοσαριά, δε λέω, θα τα 'δινα πρόθυμα και μ' ευχαρίστησή μου μάλιστα, μα οι τέσσερεις χιλιάδες δεν είναι λεφτά που μπορεί να τα σκορπάει κανείς για κάτι τέτοιες ελαφρομυαλιές. Άδικα μπήκατε σε κόπο.
Καταλαβαίνεις βέβαια πως θα τα 'χανα όλα, εκείνη θα 'φευγε τρέχοντας, μα γι' αυτό θα 'χα πάρει μια καταχθόνια εκδίκηση. Όλη μου τη ζωή ύστερα θα μετάνιωνα, μα θα μου 'φτανε να της παίξω τώρα, τούτη τη στιγμή, αυτό το παιχνίδι! Το πιστεύεις; Ποτέ δε μου συνέβη αυτό, με καμιά γυναίκα, έτσι που να την κοιτάω με μίσος μια τέτοια στιγμή κι όμως, μα το σταυρό που κάνω τώρα, εκείνη την κοίταξα τότε κάπου τρία ή πέντε δευτερόλεπτα με τρομερό μίσος —με κείνο το ίδιο μίσος που απέχει απ' τον έρωτα, απ' τον πιο παλαβό έρωτα, μόλις μια τρίχα! Πλησίασα στο παράθυρο, ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι και θυμάμαι πως ο πάγος μ' έκαψε σαν να 'τανε φωτιά. Μην ανησυχείς, δεν την καθυστέρησα πολύ, γύρισα, πλησίασα στο τραπέζι, άνοιξα το συρτάρι κι έβγαλα μιαν ομολογία των πέντε χιλιάδων με 5% τόκο (την είχα μέσα στο γαλλικό λεξικό). Ύστερα της την έδειξα χωρίς να πω λέξη, τη δίπλωσα, της την έδωσα, της άνοιξα μονάχος μου την πόρτα του προθάλαμου και παραμερίζοντας ένα βήμα, υποκλίθηκα βαθιά, με μιαν υπόκλιση γεμάτη σεβασμό. Ναι, πίστεψέ με, έτσι ακριβώς έγινε. Αυτή ρίγησε ολάκερη, με κοίταξε επίμονα για ένα δευτερόλεπτο, χλόμιασε φοβερά, πάνιασε και, ξαφνικά, χωρίς κι αυτή να πει λέξη, χωρίς να βιάζεται, έσκυψε σιγά-σιγά, βαθιά, ήρεμα κι έπεσε στα πόδια μου, τόσο που το μέτωπό της ακούμπησε στο πάτωμα, όχι σαν μια απόφοιτη ινστιτούτου μα σαν Ρώσα χωριάτισσα! Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε τρέχοντας. Εγώ είχα φορεμένο το σπαθί μου. Το τράβηξα κι ήθελα να σφαχτώ κείνη την ίδια στιγμή. Γιατί; Δεν ξέρω. Θα 'ταν φυσικά μια μεγάλη ανοησία, μα νομίζω πως θα το 'κανα απ' τον ενθουσιασμό μου. Το καταλαβαίνεις τάχα πως καμιά φορά μπορεί ν' αυτοκτονήσεις από ενθουσιασμό; Μα εγώ δε μαχαιρώθηκα και μονάχα φίλησα το σπαθί και το ξανάβαλα στη θήκη του — πράμα, εδώ που τα λέμε, που μπορούσα και να μη στ' αναφέρω τούτη την ώρα. Νομίζω κιόλας πως ιστορώντας τώρα όλη την πάλη με τον εαυτό μου, έβαλα και λίγη σάλτσα για να παινευτώ. Μα ας είναι κι έτσι, ας είναι κι έτσι, κι ο διάολος να πάρει τους κατάσκοπους της ανθρώπινης καρδιάς! Να 'το όλο κι όλο κείνο το παλιό μου «περιστατικό» με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τώρα λοιπόν το ξέρει ο αδερφός μας ο Ιβάν και συ. Κανένας άλλος!
Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, έκανε ταραγμένος δυο-τρία βήματα, έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τον ίδρωτα απ' τ ο μέτωπό του, ύστερα ξανακάθησε όχι σε κείνη τη θέση που καθόταν πρώτα μα στον απέναντι πάγκο, στον άλλο τοίχο, έτσι που ο Αλιόσα αναγκάστηκε να κάνει ολάκερη μισή στροφή.