3. IX. Οι Φιλήδονοι
ΑΜΕΣΟΣ πίσω απ’ τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μπήκανε τρέχοντας στη σάλα ο Γρηγόρης με τον Σμερντιακόβ, Αυτοί ήταν που παλέψανε μαζί του στον προθάλαμο και δεν τον αφήνανε να μπει (σύμφωνα με τις οδηγίες του ίδιου του Φιόντορ Παύλοβιτς που τους τις είχε δώσει πριν από κάμποσες μέρες κιόλας). Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μόλις εισόρμησε στην αίθουσα, σταμάτησε για μια στιγμή κοιτάζοντας ένα γύρω για να προσανατολιστεί. Ο Γρηγόρης επωφελήθηκε απ’ αυτό και, κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, πήγε κι έκλεισε τη μεγάλη πόρτα που ήταν απέναντι απ’ την είσοδο της σάλας και που έβγαζε στα μέσα δωμάτια, στάθηκε μπροστά της κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σαν σταυρό, έτοιμος να υπερασπίσει την είσοδο μέχρι τελευταίας πνοής. Μόλις το ’δε αυτό ο Ντιμήτρι, δε φώναξε μα ούρλιαξε κι όρμησε πάνω στον Γρηγόρη.
Θα πει λοιπόν πως εκεί είναι αυτή! Εκεί την κρύψατε! Ξεκουμπίσου από μπροστά μου, κανάγια!
Άρπαξε κιόλας τον Γρηγόρη μα κείνος τον απόσπρωξε. Τρελός απ' τη λύσσα του ο Ντιμήτρι άνοιξε πλατιά το χέρι του και χτύπησε μ' όλη του τη δύναμη τον Γρηγόρη. Ο γέρος σωριάστηκε σα θερισμένος κι ο Ντιμήτρι πηδώντας από πάνω του ρίχτηκε στην πόρτα. Ο Σμερντιακόβ έμεινε στη σάλα, στην άλλη άκρη, τρέμοντας σύγκορμος και στριμώχτηκε κατάχλωμος δίπλα στον Φιόντορ Παύλοβιτς.
—Είναι δω, φώναξε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τώρα μόλις την είδα που έστριβε κατά το σπίτι, μονάχα που δεν την πρόφτασα. Πού είναι; Πού είναι;
Αυτή η κραυγή «είναι δω» έκανε απερίγραπτη εντύπωση στον Φιόντορ Παύλοβιτς. Όλος ο τρόμος έφυγε μονομιάς από πάνω του.
—Κρατάτε τον, κρατάτε τον! ξεφώνισε κι όρμησε πίσω απ' τον Ντιμήτρι. Ο Γρηγόρης στο μεταξύ σηκώθηκε απ' το πάτωμα μα δεν είχε συνέλθει ακόμα. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο Αλιόσα τρέξανε να προφτάσουν τον πατέρα τους. Στο τρίτο δωμάτιο ακούστηκε ένας κρότος, σάμπως κάτι να 'πεσε στο πάτωμα κι έσπασε με θόρυβο: ήταν ένα μεγάλο γυάλινο βάζο (όχι απ' τα ακριβά) με μαρμάρινη βάση που το παράσυρε τρέχοντας ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.
—Απάνω του! ούρλιαξε ο γέρος. Στα όπλα!..
Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο Αλιόσα προφτάσανε το γέρο και τον φέρανε με το ζόρι πίσω στη σάλα.
— Τι τον κυνηγάτε λοιπόν; Πάτε γυρεύοντας δηλαδή; Θα σας σκοτώσει! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον πατέρα του.
— Βάνιτσκα, Λιόσετσκα, θα πει λοιπόν πως είναι... ω, η Γκρούσενκα είναι δω, το λέει κι ο ίδιος, την είδε που ερχόταν... Πνιγόταν. Τούτη την ώρα δεν περίμενε την Γκρούσενκα και ξαφνικά η είδηση πως είναι κει τον έκανε να χάσει τα λογικά του. Έτρεμε ολάκερος κι έκανε σαν τρελός.
— Μα το είδατε και μονάχος σας πως δεν ήρθε, φώναζε ο Ιβάν.
— Μπορεί να 'ρθε απ' την άλλη είσοδο.
— Μα κείνη η είσοδος είναι κλειστή και το κλειδί το 'χετε σεις...
Ξάφνου ο Ντιμήτρι ξαναφάνηκε στη σάλα. Βρήκε φυσικά την άλλη είσοδο κλειδωμένη. Και πραγματικά το κλειδί το 'χε ο Φιόντορ Παύλοβιτς στην τσέπη του. Όλα τα παράθυρα σ' όλα τα δωμάτια ήταν κλειστά. Πάει να πει λοιπόν πως από πουθενά δεν μπορούσε να μπει η Γκρούσενκα κι από πουθενά δεν μπορούσε να το σκάσει.
—Αρπάχτε τον! ούρλιαζε ο Φιόντορ Παύλοβιτς μόλις ξανάδε τον Ντιμήτρι. Μου 'κλεψε λεφτά απ' την κρεβατοκαμαρά μου! και ξεφεύγοντας απ' τον Ιβάν, όρμησε και πάλι πάνω στον Ντιμήτρι. Μα κείνος τον άρπαξε απ' τα δυό τσουλούφια που του 'χαν απομείνει στους κροτάφους, τον τίναξε δυνατά και τον βρόντηξε στο πάτωμα. Πρόφτασε και χτύπησε ακόμα δυο-τρεις φορές τον πεσμένο με το τακούνι στο πρόσωπο. Ο γέρος άρχισε να ουρλιάζει διαπεραστικά. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, αν και δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ο Ντιμήτρι, τον άδραξε και τον απόσπασε απ' το γέρο. Ο Αλιόσα έβαλε κι αυτός το χεράκι του αδράχνοντάς τον από μπροστά.
— Τρελάθηκες; Τον σκότωσες! φώναξε ο Ιβάν.
— Αυτό και του πρέπει, ξεφώνισε λαχανιασμένος ο Ντιμήτρι. Κι αν δεν τον σκότωσα, θα ξανάρθω για να τον αποτελειώσω. Δε θα μου ξεφύγει!
— Ντιμήτρι! Φύγε αμέσως από δω! φώναξε επιτακτικά ο Αλιόσα.
— Αλεξέι! Πες μου εσύ. Μονάχα σένα θα πιστέψω. Ήταν εδώ αυτή ή όχι; Την είδα τώρα μόλις που πέρασε κλεφτά μπρος απ' το φράχτη προς τα δω. Της φώναξα κι αυτή έφυγε τρέχοντας...
— Σου ορκίζομαι πως δεν ήρθε κι ούτε κανένας την περίμενε!
— Όμως εγώ την είδα... θα πει λοιπόν πως... Τώρα αμέσως θα μάθω πού είναι... Γειά σου, Αλεξέι. Τώρα μην πεις λέξη στον Αίσωπο για τα λεφτά. Μα στην Κατερίνα Ιβάνοβνα να πας τώρα αμέσως και χωρίς άλλο να της πεις: (Μου 'πε πως σας αποχαιρετάει, σας χαιρετάει και πάλι σας ξαναχαιρετάει! Έτσι ακριβώς μου 'πε: σας αποχαιρετάει μ' όλο του το σεβασμό!» Διηγήσου της κι αυτά που γίνανε δω πέρα.
Στο μεταξύ ο Ιβάν κι ο Γρηγόρης σήκωσαν το γέρο και τον καθίσανε στην πολυθρόνα. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο μα δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του κι άκουγε λαίμαργα τις κραυγές του Ντιμήτρι. Του φαινόταν ακόμα πως η Γκρούσενκα ήταν στ' αλήθεια κάπου κει στο σπίτι. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον κοίταξε με μίσος καθώς έφευγε.
— Δε μετανιώνω για το αίμα σου! φώναξε. Φυλάξου, γέρο. Συμμάζεψε τις πεθυμιές σου γιατί και 'γω έχω πεθυμιές! Σε καταριέμαι και σ' απαρνιέμαι για πάντα.
Έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.
— Είναι δω, είναι στ' αλήθεια εδώ! Σμερντιακόβ, Σμερντιακόβ, έλεγε αγκομαχώντας ο γέρος γνέφοντας με το δάχτυλο στον Σμερντιακόβ να πλησιάσει.
— Δεν είναι δω, δεν είναι, άμυαλε γέρο, του φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν. Να 'τον τώρα, λιποθύμησε! Νερό! Πετσέτα! Κουνήσου, Σμερντιακόβ!
Ο Σμερντιακόβ έτρεξε να φέρει νερό. Τέλος τον έγδυσαν και τον κουβάλησαν στην κρεβατοκάμαρα και τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Του δέσανε το κεφάλι με μια βρεγμένη πετσέτα. Εξασθενημένος απ' το κονιάκ, τις δυνατές συγκινήσεις και τα χτυπήματα, μόλις ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι έπεσε σε βύθος με τα μάτια ανεστραμμένα. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο
Αλιόσα γύρισαν στη σάλα. Ο Σμερντιακόβ μάζευε τα θρύψαλα του βάζου κι ο Γρηγόρης στεκόταν κοντά στο τραπέζι σκυθρωπός, με το κεφάλι χαμηλωμένο.
— Δε θα 'ταν καλύτερα να βρέξεις και συ το κεφάλι σου και να πλαγιάσεις; γύρισε και είπε στον Γρηγόρη ο Αλιόσα. Εμείς θα τον φροντίσουμε και μόνοι μας. Ο αδερφός μου σε χτύπησε άσχημα... στο κεφάλι.
— Με τόλμησε! πρόφερε ο Γρηγόρης αργά και βλοσυρά.
— Αυτός «τόλμησε» και τον πατέρα του ακόμα! παρατήρησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στραβώνοντας το στόμα.
— Εγώ τον έπλενα στη σκάφη κι αυτός με τόλμησε! έλεγε και ξανάλεγε ο Γρηγόρης.
— Φτου να πάρει ο διάολος. Αν δεν τον εμπόδιζα εγώ, ίσως και να τον σκότωνε. Μήπως χρειάζεται πολύ ο Αίσωπος; ψιθύρισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον Αλιόσα.
— Ο Θεός να φυλάει, ξεφώνισε ο Αλιόσα.
— Και γιατί να φυλάει; εξακολουθούσε να λέει ψιθυριστά ο Ιβάν, στραβώνοντας με κακία το πρόσωπό του. Η μια οχιά θα φάει την άλλη. Αυτό και τους χρειάζεται!
Ο Αλιόσα τινάχτηκε.
— Εγώ φυσικά δε θ' αφήσω να γίνει ο σκοτωμός, όπως τον εμπόδισα και τώρα. Μείνε δω πέρα, Αλιόσα —εγώ θα πάω να περπατήσω στον κήπο, άρχισε να μου πονάει το κεφάλι εδώ μέσα.
Ο Αλιόσα πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έκατσε δίπλα στο προσκέφαλο του πατέρα του κάπου μιαν ώρα. Ξαφνικά ο γέρος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε για πολύ τον Αλιόσα. Φαίνεται πως προσπαθούσε να θυμηθεί και να σκεφτεί. Ξάφνου το πρόσωπό του έγινε εξαιρετικά ανήσυχο.
— Αλιόσα, ψιθύρισε σαν να φοβότανε μήπως τον ακούσει κανείς. Πού είναι ο Ιβάν;
— Στην αυλή. Του πονάει το κεφάλι. Μας φρουρεί. Δώσ' μου το καθρεφτάκι, να, κει πέρα είναι, δώσ' μου το!
Ο Αλιόσα του 'δωσε τον μικρό στρογγυλό καθρέφτη που ήταν στημένος πάνω στον κομό. Ο γέρος κοιτάχτηκε: η μύτη είχε πρηστεί αρκετά, και το μέτωπο, πάνω απ' τ' αριστερό φρύδι, είχε μελανιάσει.
— Τι λέει ο Ιβάν; Αλιόσα, καλέ μου, συ είσαι το μόνο μου παιδί. Τον Ιβάν τον φοβάμαι. Τον Ιβάν τον φοβάμαι πιο πολύ κι απ' τον άλλον. Μονάχα σένα δε φοβάμαι...
— Κανέναν δεν πρέπει να φοβάστε. Ο Ιβάν είναι θυμωμένος μα θα σας υπερασπίσει.
— Αλιόσα, αμ ο άλλος; Έτρεξε στην Γκρούσενκα! Καλέ μου άγγελε, πες μου την αλήθεια: ήταν εδώ πριν από λίγο η
Γκρούσενκα για όχι;
— Κανένας δεν την είδε. Ψέματα. Δεν ήρθε!
— Όμως ο Μίτια θέλει να την παντρευτεί, θα την παντρευτεί!
— Αυτή δε θα τον πάρει.
— Δε θα τον πάρει, δε θα τον πάρει, δε θα τον πάρει, δε θα τον πάρει, ποτέ δε θα τον πάρει!... έλεγε χαρούμενος ο γέρος, λες και κείνη τη στιγμή δε θα μπορούσε κανένας να του πει τίποτα πιο ευχάριστο.
Ενθουσιασμένος άρπαξε το χέρι του Αλιόσα και το' σφίξε πάνω στην καρδιά του. Ακόμα και τα μάτια του γυάλισαν απ' τα δάκρυα.
— Όσο για το εικονισματάκι της Μεγαλόχαρης, γι' αυτό που διηγόμουνα πριν από λίγο, πάρ' το κι έχε το εσύ.
Σου επιτρέπω να γυρίσεις και στο μοναστήρι., αστειεύτηκα όταν σου 'λεγα να κουβαλήσεις, μη μου θυμώνεις. Μου πονάει το κεφάλι, Αλιόσα... Λιόσα, κάνε να ηρεμήσει η καρδιά μου, πες μου την αλήθεια.
— Όλο για το ίδιο· αν ήρθε ή δεν ήρθε; είπε πικραμένα ο Αλιόσα.
— Όχι, όχι, όχι, σε πιστεύω, όμως να τι θέλω: Πήγαινε στην Γκρούσενκα ο ίδιος ή κανόνισε όπως νομίζεις και συνάντησέ την. Ρώτησέ την γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορείς, προσπάθησε να καταλάβεις μόνος σου. Με ποιόν θέλει να πάει: με μένα για με κείνον; Ε; Τι λες; Μπορείς για δεν μπορείς;
— Αν τη δω θα τη ρωτήσω, τραύλισε ο Αλιόσα αμήχανα.
— Όχι, αυτή δε θα σου πει, τον διέκοψε ο γέρος. Σου είναι μια καμωματού αυτή. Θ' αρχίσει να σε φιλάει και θα πει πως θέλει να πάρει εσένανε. Είναι κατεργάρα, είναι μια ξεδιάντροπη, δεν πρέπει να πας στο σπίτι της, δεν πρέπει!
— Κι ούτε θα 'βγει σε καλό, πατερούλη.
— Πού σ' έστελνε κείνος πριν λίγο και φώναζε: «Πήγαινε», όταν έφευγε;
— Στης Κατερίνας Ιβάνοβνας μ' έστελνε.
— Για λεφτά; Για να της ζητήσεις λεφτά;
— Όχι. Όχι για λεφτά.
— Αυτός δεν έχει λεφτά, δεν έχει πεντάρα. Άκου, Αλιόσα θα μείνω δω στο κρεβάτι όλη τη νύχτα και θα το σκεφτώ' εσύ στο μεταξύ πήγαινε. Μπορεί να συναντήσεις και την άλλη... Μονάχα πέρασε από δω το δίχως άλλο αύριο το πρωί. Το δίχως άλλο. Αύριο έχω να σου πω ένα λογάκι. Θα περάσεις;
— Θα περάσω.
— Άμα θα 'ρθεις, κάνε πώς τάχα ήρθες από μόνος σου, πως ήρθες να με δεις. Μην το πεις σε κανέναν πως σε κάλεσα εγώ. Στον Ιβάν ούτε λέξη μην πεις.
— Καλά.
— Γειά σου, άγγελέ μου —πριν από λίγο με υπερασπίστηκες, δε θα το ξεχάσω ποτέ μου. Αύριο θα σου πω ένα λογάκι... μονάχα που πρέπει να σκεφτώ ακόμα...
— Και πώς αισθάνεστε τώρα;
— Αύριο κιόλας θα σηκωθώ και θα 'μαι εντελώς καλά, εντελώς, εντελώς καλά!...
Περνώντας απ' την αυλή ο Αλιόσα συνάντησε τον αδερφό του τον Ιβάν, που καθότανε σ' έναν πάγκο δίπλα στην εξώπορτα και κάτι έγραφε μ' ένα μολύβι στο σημειωματάριό του. Ο Αλιόσα είπε στον Ιβάν πως ο γέρος ξύπνησε και είναι αρκετά καλά και πως αυτόν τον έστειλε να κοιμηθεί στο μοναστήρι.
— Αλιόσα, με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα σε συναντούσα αύριο το πρωί, είπε ο Ιβάν ευπροσήγορα και σηκώθηκε.
Τούτος ο ευπροσήγορος τόνος ήταν εντελώς αναπάντεχος για τον Αλιόσα.
— Αύριο θα πάω στους Χοχλάκοβ, απάντησε ο Αλιόσα. Ίσως να πάω και στην Κατερίνα Ιβάνοβνα αν δεν τη βρω σήμερα στο σπίτι...
— Ώστε λοιπόν παρ' όλ' αυτά θα πας τώρα στην Κατερίνα Ιβάνοβνα; Είναι για να την αποχαιρετήσεις εκ μέρους του, να την αποχαιρετήσεις; είπε ο Ιβάν και ξάφνου χαμογέλασε.
Ο Αλιόσα τα 'χασε λιγάκι.
— Μου φαίνεται πως τα κατάλαβα όλα απ' τα επιφωνήματά του, που άκουσα λίγο πριν κι από κάτι άλλα
προηγούμενα, Ο Ντιμήτρι ασφαλώς θα σε παρακαλούσε να πας σε κείνην και να της πεις πως αυτός... ε, δηλαδή με μια λέξη, την αποχαιρετάει.
— Αδερφέ μου! Πώς θα τελειώσουν όλ' αυτά με τον πατέρα και τον Ντιμήτρι; αναφώνησε ο Αλιόσα.
— Δεν μπορεί να μαντέψει στα σίγουρα κανείς. Ίσως και να μη γίνει τίποτα. Αυτή η γυναίκα είναι θηρίο. Όπως και να 'ναι, τον γέρο πρέπει να τον κρατήσουμε στο σπίτι και τον Ντιμήτρι να μην τον αφήσουμε να μπει.
— Αδερφέ μου, επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω και τούτο: Είναι ποτέ δυνατό να 'χει το δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος ν' αποφασίζει για το ποιος είν' άξιος να ζει και ποιος δεν είναι;
— Γιατί να μπερδεύουμε τα πράματα και να παρεμβάλλουμε ζητήματα αξίας του καθενός; Αυτό το ζήτημα τις πιο πολλές φορές λύνεται στις καρδιές των ανθρώπων χωρίς να ληφθεί καθόλου υπόψη ο παράγοντας της αξίας. Υπάρχουν κι άλλα αίτια πολύ πιο φυσικά. Όσο για το δικαίωμα, και Ποιος λοιπόν δεν έχει το δικαίωμα να επιθυμεί;
— Όχι όμως και το θάνατο του άλλου!
— Έστω κι αυτό ακόμα! Ποιος ο λόγος να λέμε ψέματα στον εαυτό μας τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι έτσι ζούνε και ίσως να μην μπορούν να ζήσουν αλλιώτικα; Σίγουρα θα το 'πες αυτό για κείνα τα λόγια μου πως «οι δύο οχιές θα φαγωθούν μεταξύ τους». Επίτρεψέ μου τότε να σε ρωτήσω και γω: Με θεωρείς και μένα, σαν τον Ντιμήτρι, ικανό να χύσω το αίμα του Αίσωπου, να τον σκοτώσω; Ε;
— Τι λες, Ιβάν! Ποτέ μου δεν το σκέφτηκα αυτό! Μα κι ούτε τον Ντιμήτρι τον θεωρώ...
— Σ' ευχαριστώ έστω και γι' αυτό, είπε ειρωνικά ο Ιβάν. Εγώ πάντα θα τον υπερασπιστώ. Στο λέω και να το ξέρεις. Όσο για τις βαθύτερες επιθυμίες μου, σε τούτη την περίπτωση δεν μπορώ να τις περιορίσω. Λοιπόν γειά σου κι αύριο θα σε ξαναδώ. Μη με κακολογείς και μη με κοιτάς σαν κακούργο, πρόσθεσε και χαμογέλασε.
Σφίξανε δυνατά τα χέρια, όσο ποτέ άλλοτε. Ο Αλιόσα ένιωσε πως ο αδερφός του πρώτος έκανε ένα βήμα για να τον πλησιάσει και πως το 'κανε αυτό έχοντας το δίχως άλλο κάποιον σκοπό στο νου του.