3. V. Η εξομολόγηση μιας φλογερής καρδιάς —με το κεφάλι κάτω
ΤΩΡΑ, είπε ο Αλιόσα, ξέρω το πρώτο μισό τούτης της υπόθεσης.
— Το πρώτο μισό το καταλαβαίνεις: είναι δράμα και παίχτηκε εκεί. Όσο για το δεύτερο μισό, τούτο είναι τραγωδία και θα παιχτεί δω πέρα.
— Απ' το δεύτερο μισό. ως τα τώρα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπε ο Αλιόσα.
— Αμ' εγώ; Μήπως τάχα εγώ καταλαβαίνω;
— Για στάσου, Ντιμήτρι, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι σπουδαίο:
Πες μου, είσαι αρραβωνιαστικός της, είσαι και τώρα, έτσι δεν είναι;
— Δεν αρραβωνιάστηκα αμέσως μα μόλις ύστερ' από τρεις μήνες μετά από κείνο που σου είπα. Την άλλη κιόλας μέρα, ύστερ' από κείνο που 'γινε, είπα μέσα μου πως όλα πια είχαν τελειώσει, δε θα υπάρξει καμιά συνέχεια. Να πάω και να της προσφέρω το χέρι μου, μου φαινόταν ποταπό. και κείνη, όλες τις έξη βδομάδες που' μείνε στην πολιτεία μας, δε μου 'στειλε ούτε μια λέξη, ούτε μια είδηση. Έξω από μια φορά, είν' αλήθεια: την επόμενη μέρα της επίσκεψής της, ήρθε βιαστικά βιαστικά η καμαριέρα της και χωρίς να μου πει λέξη μου 'δωσε από μέρους της ένα φάκελο. Πάνω στο φάκελο: τ' όνομά μου. Ανοίγω —τα ρέστα απ' τις 5.000. Τους χρειάζονταν μονάχα τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια, μα πουλώντας την ομολογία χάσανε πάνω από διακόσια ρούβλια. Μου' στείλε κάπου διακόσια εξήντα ρούβλια, δε θυμάμαι πια και καλά. Και μονάχα τα λεφτά μου 'στείλε. Ούτε μια λέξη, ούτε μια σημείωση, ούτε μια εξήγηση. Έψαξα μέσα στο φάκελο μήπως υπάρχει κανένα σημείωμα, όμως τίποτα! Το λοιπόν και 'γω άρχισα να γλεντάω με τα υπόλοιπα ρούβλια μου, τόσο που ο καινούργιος ταγματάρχης αναγκάστηκε τελικά να μου κάνει παρατήρηση. Όμως ο παλιός ταγματάρχης παράδωσε το ταμείο εντάξει. Όλοι απορήσανε γιατί κανένας δεν πίστευε πια πως θα 'χε ακόμα αυτό το ποσό ακέραιο. Τα παράδωσε κι αρρώστησε, κρεβατώθηκε, έμεινε έτσι τρεις βδομάδες, ύστερα έπαθε ξαφνικά μαλάκυνση του εγκεφάλου και σε πέντε μέρες πέθανε. Τον κηδέψανε με στρατιωτικές τιμές γιατί δεν είχαν προφτάσει ακόμα να τον αποστρατεύσουν. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, η αδερφή της και η θεία, μόλις κηδέψανε τον πατέρα, ύστερ' από δέκα μέρες, τράβηξαν για τη Μόσχα. Και μονάχα πριν απ' την αναχώρηση, την ίδια ακριβώς μέρα που φύγανε, (εγώ δεν τις είδα κι ούτε τις ξεπροβόδισα), παίρνω ένα μπιλιετάκι μπλέ, δαντελωτό, και πάνω του μια αράδα με μολύβι: «Θα σας γράψω, περιμένετε. Κ.». Τίποτ' άλλο.
Τη συνέχεια θα στην πω πολύ σύντομα. Στη Μόσχα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τη γρηγοράδα αστραπής και ήταν τόσο αναπάντεχα όσο κι ένα αραβικό παραμύθι. Κείνη η στρατηγίνα, η πιο σπουδαία συγγενής της, χάνει άξαφνα και μονομιάς τις δυό πιο κοντινές της κληρονόμους, τις δυό πιο κοντινές της ανιψιές, —πεθάνανε και οι δυό την ίδια βδομάδα από ευλογιά. Η συντριμμένη γριά υποδέχτηκε την Κάτια σαν πραγματική κόρη της, σαν άστρο σωτηρίας, αφοσιώθηκε σ' αυτήν, άλλαξε τη διαθήκη της και τ' άφηνε όλα σε κείνην. Όμως αυτό ήταν μελλοντικό. Προς το παρόν της έδωσε ογδόντα χιλιάδες· να η προίκα σου, σαν να της έλεγε, κάντηνε ότι θέλεις. Ήταν μια υστερική γυναίκα, τη γνώρισα αργότερα στη Μόσχα. Τότε λοιπόν λαβαίνω ξαφνικά με το ταχυδρομείο τεσσερισήμιση χιλιάδες ρούβλια και φυσικά μένω κατάπληχτος κι άλαλος. Τρεις μέρες αργότερα έρχεται και το γράμμα που μου είχε υποσχεθεί. Και τώρα το 'χω πάνω μου, θα το 'χω πάντα, και θα πεθάνω μ' αυτό, —θέλεις να στο δείξω; Πρέπει χωρίς άλλο να το διαβάσεις: μου προτείνει να γίνει γυναίκα μου, αυτή μονάχη της μου το προτείνει, «σας αγαπώ παράφορα κι ας μη μ' αγαπάτε σεις, το ίδιο μου κάνει, γενείτε μονάχα άντρας μου. Μη φοβάστε, σε τίποτα δε θα σας γίνω εμπόδιο, θα 'μαι ένα σας έπιπλο, το χαλί που πάνω του πατάτε... Θέλω να σας αγαπώ παντοτινά, θέλω να σας σώσω απ' τον ίδιο τον εαυτό σας...» Αλιόσα, εγώ δεν αξίζω ούτε να επαναλάβω τούτες τις γραμμές με τις πρόστυχες λέξεις μου και το πρόστυχο ύφος μου, το παντοτινά πρόστυχο ύφος μου που ποτέ δεν μπόρεσα να το διορθώσω. Μ' έσφαξε τούτο το γράμμα κι ως τα σήμερα το νιώθω αυτό. Και μήπως τώρα ησύχασα, μήπως νομίζεις πως και σήμερα δεν υποφέρω; Τότε της απάντησα αμέσως (δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να πάω ο ίδιος στη Μόσχα). Με δάκρυα της έγραψα. Για ένα πράμα είναι που πάντα θα ντρέπομαι: της θύμισα πως τώρα είναι πλούσια με προίκα και πως εγώ δεν είμαι παρά ένας απένταρος χυδαίος. Σκέψου! Της μίλησα για λεφτά! Θα 'πρεπε να συγκρατηθώ, μα μου ξέφυγε μονάχο του απ' την πένα μου. Έγραψα τότε αμέσως και στον Ιβάν που βρισκόταν στη Μόσχα και του τα εξήγησα όλα στο γράμμα όσο μπορούσα' το γράμμα έπιασε έξη φύλλα, κι έστειλα τον Ιβάν να πάει να τη δει. Γιατί με κοιτάς έτσι; Ναι, βέβαια, ο Ιβάν την ερωτεύτηκε, είναι και τώρα ερωτευμένος, το ξέρω, έκανα βλακεία σύμφωνα με τη δική σας αντίληψη, την κοσμική, μα ίσως-ίσως αυτή ακριβώς η βλακεία είναι που θα μας σώσει τώρα όλους! Ου! Μήπως δε βλέπεις τάχα πώς τον θαυμάζει και πώς τον σέβεται; Μήπως μπορεί, συγκρίνοντας τους δυό μας, ν' αγαπάει έναν άνθρωπο σαν και μένα και μάλιστα ύστερ' απ' όσα γίνανε δω πέρα;
— Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος πως αγαπάει έναν σαν εσένα κι όχι σαν εκείνον.
— Αυτή αγαπάει την αρετή της κι όχι εμένα, είπε σχεδόν χωρίς να το θέλει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με θυμό.
Άρχισε να γελάει, όμως αμέσως τα μάτια του λάμψανε, κατακοκκίνισε και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι.
— Σ' ορκίζομαι, Αλιόσα, φώναξε τρομερά και ειλικρινά θυμωμένος με τον εαυτό του,— κι αν θέλεις πίστεψέ το, αν δε θες μην το πιστεύεις· όμως, μα το Θεό σου λέω, κι ορκίζομαι στ' όνομα του Χριστού, πως αν και ειρωνεύτηκα τώρα μόλις τα ανώτερα αισθήματά της, ξέρω πως εγώ έχω χιλιάδες και χιλιάδες φορές πιο τιποτένια ψυχή και πως τούτα της τα αισθήματα είναι ειλικρινά όσο θα 'ταν κι ενός επουράνιου αγγέλου. Κι αυτό ακριβώς είναι η τραγωδία, πως το ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα. Τι κι αν ρητορεύει καμιά φορά μια στάλα ο άνθρωπος; Μήπως και 'γω δε ρητορεύω τώρα; Κι όμως είμαι ειλικρινής, πολύ ειλικρινής. Όσο για τον Ιβάν, το καταλαβαίνω πολύ καλά με τι μίσος θα κοιτάζει τώρα τον κόσμο, έχοντας μάλιστα ένα τέτοιο μυαλό! Γιατί ποιος προτιμήθηκε; Προτιμήθηκε ένα έκτρωμα που και δω ακόμα, όντας πια αρραβωνιασμένο κι όταν όλοι βλέπανε τι κάνει, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ακολασία του. Κι όλ' αυτά μπροστά στη μνηστή του! Κι όμως, νά που προτιμήθηκε ένας τέτοιος σαν και μένα κι ο άλλος απορρίφθηκε. Μα γιατί λοιπόν; Γιατί η κοπέλα, από ευγνωμοσύνη, θέλει να βιάσει τη ζωή και τη μοίρα της! Ανοησία! Εγώ δεν είπα τίποτα και ποτέ στον Ιβάν γι' αυτό το ζήτημα, κι ο Ιβάν δε μου 'πε λέξη εννοείται, ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό δε μου 'κανε. Όμως τα πράματα θα πάρουν τον κανονικό τους δρόμο, ο άξιος θα πάρει τη θέση του κι ο ανάξιος θα κρυφτεί για πάντα στο σοκάκι του, στο βρώμικο σοκάκι του, στο σοκάκι που αγάπησε και του ταιριάζει, και κει, μέσα στο βούρκο και στη βρώμα, θα καταστραφεί θεληματικά και με ηδονή. Λέω, λέω, —τα λόγια μου όλα είναι φθαρμένα λες και τα πετάω στην τύχη, μα όπως το αποφάσισα έτσι και θα γίνει. Εγώ θα πνιγώ στο λασπωμένο σοκάκι μου και κείνη θα παντρευτεί τον Ιβάν.
— Για στάσου, αδερφέ μου, διέκοψε και πάλι εξαιρετικά ανήσυχος ο Αλιόσα, ένα πράμα δε μου εξήγησες ακόμα: Είσαι αρραβωνιασμένος, έτσι δεν είναι; Πώς λοιπόν θες να τα χαλάσεις μαζί της αφού εκείνη, η μνηστή σου, δεν το θέλει;
— Είμαι αρραβωνιασμένος κι ευλογήθηκα κιόλας απ' την εκκλησία. Όλα γίνανε στη Μόσχα, όταν πήγα κει πέρα, γίνανε με τελετή, με εικονίσματα, όλα καθωσπρέπει και με πολυτέλεια. Η στρατηγίνα μας έδωσε την ευχή της και —το πιστεύεις τάχα; —συνεχάρη μάλιστα την Κάτια: «Καλά διάλεξες», της είπε, εγώ βλέπω ως μέσα στην καρδιά του. Και —το πιστεύεις;— τον Ιβάν δεν τον αγάπησε κι ούτε τον συνεχάρη. Στη Μόσχα κουβέντιασα πολύ και με την Κάτια, της περιέγραψα τίμια τον εαυτό μου, ακριβώς όπως είμαι, με ειλικρίνεια. Τ' άκουσε όλα:
« Ήταν μια ταραχή γλυκιά Ήτανε λόγια τρυφερά»...
Μα, για να πούμε την αλήθεια, λόγια υπήρχαν και περήφανα. Με ανάγκασε τότε να της δώσω τη μεγάλη υπόσχεση πως θα διορθωθώ. Της υποσχέθηκα. Και να...
— Τι λοιπόν;
— Και να που σε φώναξα και σε κουβάλησα δω πέρα σήμερα —να τη θυμάσαι τη σημερινή ημερομηνία!— για να σε στείλω σήμερα κιόλας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και...
— Τι;
— Να της πεις πως δε θα πάω ποτέ πια στο σπίτι της και πως την αποχαιρετώ για πάντα.
— Μα είναι δυνατό κάτι τέτοιο;
— Μα γι' αυτό και στέλνω εσένα αντί να πάω εγώ. Γιατί ακριβώς είναι αδύνατο. Γιατί πώς μπορώ να της το πω ο ίδιος;
— Και πού θα πας λοιπόν;
— Στο σοκάκι.
— Στην Γκρούσενκα θες να πεις! αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα και χτύπησε τα χέρια του. Μα είναι δυνατόν λοιπόν ο Ρακίτιν να 'χει πει την αλήθεια; Και 'γω που νόμιζα πως θα πήγαινες εκεί λίγες φορές και πως αυτό είχε τελειώσει κιόλας.
— Ένας αρραβωνιασμένος να πηγαίνει; Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο όταν έχει κανείς μια τέτοια μνηστή, και μπροστά σ' όλο τον κόσμο; Έχω και 'γω την τιμή μου, μη νομίζεις. Μόλις άρχισα να πηγαίνω στην Γκρούσενκα, έπαψα στο λεπτό να 'μαι αρραβωνιασμένος και τίμιος άνθρωπος. Το καταλαβαίνω αυτό, τι νομίζεις; Τι με κοιτάς; Στην αρχή πήγα βλέπεις να τη δείρω. Είχα μάθει, και τώρα πια το ξέρω θετικά, πως εκείνος ο λοχαγός, ο πληρεξούσιος του πατέρα μου, έδωσε στην Γκρούσενκα ένα γραμμάτιο δικό μου για να μου κάνει αγωγή και να μην κάνω πια το ζόρικο. Θέλανε να με φοβίσουν. Τότε λοιπόν και 'γω ξεκίνησα να ξυλοφορτώσω την Γκρούσενκα. Την είχα δει και προηγούμενα, έτσι τυχαία. Δε σου κάνει μεγάλη εντύπωση με την πρώτη ματιά. Ήξερα και τις σχέσεις της με το γέρο έμπορο που τώρα κοίτεται άρρωστος, μα θα της αφήσει όπως και να 'ναι ένα γερό πουγκί. Ήξερα ακόμα πως της αρέσει να κερδίζει λεφτά, πως κερδίζει, δανείζει με γερούς τόκους, η κανάγισσα, η κατεργάρα, που δε λυπάται κανέναν. Πήγα να τη δείρω μα έμεινα μαζί της. Λες και με χτύπησε κεραυνός, λες και μ' έπιασε πανούκλα, κι ως τα τώρα άρρωστος είμαι και ξέρω πως όλα πια έχουν τελειώσει, πως ποτέ δε θα μεταλλάξουν τα πράματα για μένα. Ο κύκλος της ζωής μου έχει κλείσει. Να η ιστορία μου. Και τότε, λες κι έγινε ξεπίτηδες, έτυχε να 'χω στην τσέπη μου, εγώ ο ζητιάνος τρεις χιλιάδες ρούβλια. Πήγαμε λοιπόν μαζί στο Μόκρογιε εικοσιπέντε βέρστια από δω, έφερα τσιγγάνους, τσιγγάνες, σαμπάνια, μέθυσα κει πέρα όλους τους μουζίκους, όλες τις κυράδες και τις κοπέλες, έβαλα κάτω τα χιλιάρικά μου. Σε τρεις μέρες έμεινα γυμνός σαν γυμνοσάλιαγκας, όμως ευτυχισμένος και περήφανος σάμπως αϊτός. Νομίζεις μήπως πως πέτυχα τίποτα; Μπα, ούτε από μακριά. Έχει κάτι απάνω της, σου λέω. Η Γκρούσενκα, η κατεργάρα, έχει ένα κάτι σ' όλο της το κορμί, που και στο ποδαράκι της έχει το καθρέφτισμά του, ακόμα και στο μικρό δαχτυλάκι τ' αριστερού της ποδιού. Το 'δα και το φίλησα, όμως αυτό ήταν όλο κι όλο, στ' ορκίζομαι! Μου λέει: «Αν θες σε παντρεύομαι έτσι όπως είσαι, αδέκαρος. Δος μου την υπόσχεση πως δε θα με δέρνεις και θα μ' αφήνεις να κάνω ό,τι θέλω, τότε ίσως και να σε πάρω». Και γελάει. Και τώρα γελάει!
Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε σχεδόν μανιασμένος απ' τη θέση του και ξάφνου έγινε σαν μεθυσμένος. Τα μάτια του κατακοκκίνησαν.
— Και συ θέλεις στ' αλήθεια να την παντρευτείς;
— Αν το θελήσει, την παίρνω αμέσως, κι αν δε θελήσει θα μείνω κι έτσι. Θα γίνω θυρωρός της. Εσύ... εσύ Αλιόσα.,. σταμάτησε άξαφνα μπροστά του κι αρπάζοντάς τον απ' τους ώμους άρχισε να τον τραντάζει: Μα το ξέρεις τάχα, το ξέρεις τάχα, αθώο μου αγόρι, πως όλα τούτα είναι εφιάλτης, αφόρητος εφιάλτης, γιατί εδώ υπάρχει μια σωστή τραγωδία! Μάθε λοιπόν, Αλεξέι, πως μπορεί να 'μαι τιποτένιος, με ταπεινά κι ολέθρια πάθη, μα κλέφτης, πορτοφολάς, λωποδύτης, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ δεν μπορεί να 'ναι ποτέ. Όμως, μάθε τώρα πως είμαι ένας παλιοκλέφτης, ένας πορτοφολάς κι ένας λωποδύτης! Ακριβώς κείνο το πρωινό, λίγο πριν πάω να δείρω την Γκρούσενκα, με φωνάζει κείνο το ίδιο πρωινό η Κατερίνα Ιβάνοβνα και με τρομερή μυστικότητα, για να μην το μάθει προς το παρόν κανένας (το γιατί δεν το ξέρω, φαίνεται πως έτσι έπρεπε), με παρακαλάει να πάω στην πρωτεύουσα της επαρχίας κι από κει να στείλω με το ταχυδρομείο στην Αγάθια Ιβάνοβνα, στη Μόσχα, τρεις χιλιάδες ρούβλια κι αυτό για να μην το μάθει κανείς εδώ πέρα. Μ' αυτές λοιπόν τις τρεις χιλιάδες στην τσέπη βρέθηκα στο σπίτι της Γκρούσενκα και μ' αυτές πήγαμε τότε στο Μόκρογιε. Ύστερα προσποιήθηκα πως είχα πάει στην πολιτεία, μα δεν της έδωσα την απόδειξη του ταχυδρομείου, είπα πως τα λεφτά τα 'στειλα και πως την απόδειξη θα της την πάω κι ως τα τώρα δεν της την πήγα, το ξεχνάω τάχα. Τώρα τι λες και συ πως θα συμβεί; Να που σήμερα θα πας και θα της πεις: «σας αποχαιρετάει για πάντα». Και κείνη θα πει: «Και τα λεφτά;» Εσύ ακόμα θα μπορούσες να πεις: «Αυτός είναι ποταπός, φιλήδονος κι ένα πλάσμα πρόστυχο με ασυγκράτητα πάθη. Δεν τα 'στειλε τότε τα λεφτά σας μα τα σπατάλησε γιατί δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, φέρθηκε σαν πραγματικό κτήνος». Αν όμως μπορούσες να προσθέσεις: «Μα δεν είναι και κλέφτης, να οι τρεις σας χιλιάδες, σας τις στέλνει πίσω, στείλτε τις μονάχη σας στην Αγάθια Ιβάνοβνα κι αυτός μου είπε να σας πω πως σας αποχαιρετάει για πάντα». Ενώ τώρα μπορεί να σου πει ξαφνικά: «Και πού είναι τα λεφτά;»
— Μίτια, είσαι δυστυχισμένος. Ναι, έτσι είναι. Μα όχι και τόσο πια όσο το νομίζεις. Μη σκοτώνεις τον εαυτό σου με την απελπισία, μην τον σκοτώνεις!
— Μπας και νομίζεις πως θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, αν δε βρω να της δώσω τις τρεις χιλιάδες; Αυτό είναι ακριβώς το σπουδαίο: πως δε θα τα τινάξω. Δεν έχω τώρα τη δύναμη, αργότερα ίσως το κάνω, μα τώρα, θα πάω στην Γκρούσενκα... Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!
— Και τι θα κάνεις εκεί;
— Θα την παντρευτώ, θ' αξιωθώ να γίνω σύζυγός της κι αν τύχει κι έρθει κανένας εραστής, θα πάω στο άλλο δωμάτιο. Θα καθαρίζω τις λασπωμένες γαλότσες των φίλων της, θ' ανάβω το σαμοβάρι, θα της κάνω θελήματα...
— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα τα καταλάβει όλα, είπε ξάφνου επίσημα ο Αλιόσα, θα καταλάβει όλον το βαθύ τούτο σπαραγμό και θα σε συγχωρέσει. Αυτή έχει μιαν ανώτερη διάνοια και θα δει πως δεν μπορεί να γίνει κανείς πιο δυστυχισμένος από σένα, θα το νιώσει αυτό.
— Δε θα τα συγχωρέσει όλα, είπε μ' ένα πικρό χαμόγελο ο Μίτια. Εδώ, αδερφέ μου, είναι κάτι που καμιά γυναίκα δεν μπορεί να το ανεχτεί. Ξέρεις τι θα 'ταν καλύτερο να γίνει;
— Τι;
— Να της επιστρέφω τις τρεις χιλιάδες.
— Μα πού να τις βρεις; Άκουσε, εγώ έχω δυό χιλιάδες, ο Ιβάν θα δώσει κι αυτός χίλιες· να που γίνονται τρεις. Πάρτες και δόστες.
— Και πότε θα τις έχω στο χέρι τούτες τις τρεις σου χιλιάδες; Κοντά στ' άλλα εσύ δεν είσαι ακόμα ενήλικος και πρέπει το δίχως άλλο, το δίχως άλλο σήμερα κιόλας να πας και να της πεις πως την αποχαιρετάω, με τα λεφτά ή χωρίς τα λεφτά, γιατί δεν μπορώ πια να το υποφέρω πιότερο έτσι που 'ρθαν τα πράματα. Αύριο θα 'ναι πια αργά. Πολύ αργά. Θα σε στείλω στον πατέρα.
— Στον πατέρα;
— Ναι, στον πατέρα. Απ' αυτόν να ζητήσεις τις τρεις χιλιάδες.
— Μα αυτός, Μίτια, δε θα τις δώσει.
— Αυτό έλειπε κιόλας να τις δώσει. Το ξέρω πως δε θα τις δώσει. Ξέρεις τάχα, Αλεξέι, τι θα πει απελπισία!
— Ξέρω.
— Άκου: νομικά, δε μου χρωστάει τίποτα. Όλα όσα είχα να πάρω του τα πήρα, αυτό το ξέρω. Όμως ηθικά μου χρωστάει. Έτσι δεν είναι; Γιατί αυτός άρχισε με τις εικοσιοχτώ χιλιάδες της μητέρας και κέρδισε εκατό. Ας μου δώσει μονάχα τρεις χιλιάδες απ' τις εικοσιοχτώ, μονάχα τρεις κι ας βγάλει την ψυχή μου απ' την κόλαση και θα συγχωρεθούν τότε πολλές του αμαρτίες! Εγώ τότε, στο λόγο της τιμής μου, δε θα 'χω πια καμιάν απαίτηση και θα τον αφήσω για πάντα ήσυχο. Του δίνω για τελευταία φορά την ευκαιρία να φερθεί σαν πατέρας. Πες του πως ο ίδιος ο Θεός του στέλνει τούτη την ευκαιρία.
— Μίτια, με κανέναν τρόπο δε θα τις δώσει.
— Το ξέρω πως δε θα τις δώσει, και μάλιστα τώρα. Γιατί ξέρω ακόμα και τούτο: Μόλις τώρα τελευταία, ίσως και χτες μόλις, έμαθε για πρώτη φορά στα σοβαρά (σημείωσέ το), πως η Γκρούσενκα ίσως και στ' αλήθεια δεν αστειεύεται και πως μπορεί πραγματικά να κάνει το σάλτο μορτάλε και να με πάρει. Τον ξέρει αυτός τον χαρακτήρα της, την ξέρει και τι γάτα είναι. Ε, λοιπόν, μπορεί τώρα να μου δώσει λεφτά για να με βοηθήσει σ' αυτό, την ώρα που κι ο ίδιος είναι ξετρελαμένος μαζί της; Και δεν είναι μονάχα αυτό, έχω να σου πω και τούτο δω. Ξέρω πως εδώ και πέντε μέρες έχει ξεχωρίσει κιόλας τρεις χιλιάδες ρούβλια, όλο κατοστάρικα, τα 'κανε πακέτο, πάτησε πέντε σφραγίδες και τα 'δεσε σταυρωτά με μια κόκκινη κορδέλα. Βλέπεις με τι λεπτομέρειες τα ξέρω! Και πάνω στο πακέτο έχει γράψει: «Για τον άγγελό μου την Γκρούσενκα, αν τυχόν θελήσει να' ρθει» το 'γραψε μόνος του αυτό —κάτι ορνιθοσκαλίσματα —κρυφά και μυστικά, και κανένας δεν το ξέρει πως έχει έτοιμα τούτα τα λεφτά, εκτός απ' τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που ο γέρος πιστεύει στην τιμιότητά του όσο και στη δική του. Το λοιπόν τώρα είναι η τρίτη ή και η τέταρτη μέρα που περιμένει την Γκρούσενκα, ελπίζει πως θα' ρθει να πάρει το πακέτο, την ειδοποίησε, και κείνη του απάντησε πως «ίσως και να 'ρθω». Όμως αν θα πάει στο γέρο, μπορώ τάχα να την παντρευτώ; Το καταλαβαίνεις τώρα λοιπόν γιατί μένω δω πέρα κρυμμένος και παραφυλάω;
— Εκείνην;
— Εκείνην. Ο Θωμάς νοικιάζει δω πέρα ένα δωματιάκι. Ο Θωμάς είναι απ' τα μέρη μας, παλιός φαντάρος. Είναι στη δούλεψή τους δω πέρα, τους κάνει το φύλακα τη νύχτα, και τη μέρα πάει και κυνηγάει τσαλαπετεινούς και μ' αυτό ζει. Έτσι λοιπόν και 'γω μπορώ και μένω εδώ. Ούτε αυτός ούτε και οι νοικοκυρές ξέρουν το μυστικό, πως παραφυλάω δηλαδή εδώ που κάθομαι.
— Μονάχα ο Σμερντιακόβ το ξέρει;
— Μονάχα αυτός. Αυτός θα με ειδοποιήσει κιόλας αν πάει εκείνη στο γέρο.
— Αυτός σου είπε για το πακέτο;
— Αυτός. Είναι πολύ μεγάλο μυστικό. Ακόμα κι ο Ιβάν δεν ξέρει ούτε για τα λεφτά, ούτε για τίποτα. Κι ο γέρος στέλνει τον Ιβάν στην Τσερμασνιά για δυο-τρεις μέρες: Βρέθηκε ένας αγοραστής για το δάσος' δίνει οχτώ χιλιάδες και λοιπόν ο γέρος παρακαλάει τον Ιβάν: «Βοήθησέ με, καλέ μου, πήγαινε συ» για δυό τρεις μέρες δηλαδή. Κι αυτό για να μην είναι δω όταν θα 'ρθει η Γκρούσενκα.
— Ώστε και σήμερα περιμένει την Γκρούσενκα;
— Όχι, σήμερα δε θα 'ρθει, φαίνεται πως δε θα 'ρθει. Σίγουρα δε θα 'ρθει! φώναξε ξαφνικά ο Μίτια. Έτσι υπολογίζει κι ο Σμερντιακόβ. Ο πατέρας τώρα μεθοκοπάει, κάθεται στο τραπέζι μαζί με τον Ιβάν. Πήγαινε, Αλεξέι και γύρεψέ του τούτες τις τρεις χιλιάδες...
— Μίτια, καλέ μου, μα τι έπαθες; αναφώνησε ο Αλιόσα και πήδηξε απ' τη θέση του καρφώνοντας το βλέμμα του στον εξημμένο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.
Για μια στιγμή σκέφτηκε πως είχε τρελαθεί.
— Τι συμβαίνει; Δεν έχασα ακόμα τα λογικά μου, πρόφερε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κοιτάζοντάς τον επίμονα και μάλιστα κάπως θριαμβευτικά. Σε στέλνω στον πατέρα και ξέρω τι κάνω:
Πιστεύω στο θαύμα.
— Στο θαύμα;
— Στο θαύμα της Θείας Πρόνοιας. Ο Θεός βλέπει την καρδιά μου, βλέπει όλη την απελπισία μου. Βλέπει όλη τούτη τη σκηνή. Μπορεί τάχα να επιτρέψει να γίνει κάτι που θα 'ναι τρομερό; Αλιόσα, πιστεύω στο θαύμα, Πήγαινε!
— Θα πάω. Για πες μου όμως. Εδώ θα περιμένεις;
— Ναι. Το καταλαβαίνω πως θ' αργήσεις, καταλαβαίνω πως δεν μπορείς να πας και να του το πεις έτσι αμέσως! Τώρα είναι μεθυσμένος. Θα περιμένω και τρεις ώρες και τέσσερεις και πέντε και έξι και εφτά μονάχα πρέπει να ξέρεις πως σήμερα, έστω και τα μεσάνυχτα, θα πας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα με τα λεφτά ή και χωρίς τα λεφτά και θα πεις: σας αποχαιρετάει. Θέλω να πεις ακριβώς τούτη τη φράση: «σας αποχαιρετάει μ' όλο του το σεβασμό».
— Μίτια! Κι αν έρθει η Γκρούσενκα σήμερα... Κι αν όχι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο;
— Η Γκρούσενκα; Θα τη δω, θα τρέξω και θα την εμποδίσω...
— Κι αν...
— Κι αν γίνει το «αν» θα σκοτώσω. Δε θ' αντέξω πια.
— Ποιον θα σκοτώσεις;
— Το γέρο. Αυτή δε θα τη σκοτώσω.
— Τι 'ναι αυτά που λες, αδερφέ μου!
— Μα δεν ξέρω, δεν ξέρω... Ίσως να μη σκοτώσω, ίσως όμως και να σκοτώσω. Φοβάμαι πως θα μου φανεί σιχαμερό το μούτρο του εκείνη τη στιγμή. Σιχαίνομαι το προγούλι του, τη μύτη του, τα μάτια του, την αδιάντροπη ειρωνεία του. Μου φέρνει αναγούλα το μούτρο του. Να, αυτό είναι που φοβάμαι. Μπορεί και να μη συγκρατηθώ...
— Θα πάω, Μίτια. Πιστεύω πως ο Θεός θα τα κανονίσει όσο καλύτερα μπορεί για να μη συμβεί τίποτα τρομερό.
Και 'γω θα κάθομαι δω πέρα και θα περιμένω το θαύμα. Μα αν δε γίνει, τότε...
Ο Αλιόσα τράβηξε σκεφτικός για το σπίτι του πατέρα του.