3. VI. Ο Σμερντιακόβ
Πραγματικά τον βρήκε στο τραπέζι. Είχαν συνηθίσει να τρώνε στη σάλα αν και το σπίτι είχε και τραπεζαρία. Αυτή η σάλα ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και η επίπλωσή της είχε ένα κάπως πολύ παλιό στυλ με αξιώσεις. Τα έπιπλα ήταν πολύ παλιά, από άσπρο ξύλο, με μαλλομέταξο τριμμένο κόκκινο ντύμα. Ανάμεσα στα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί καθρέφτες με σκαλιστές κορνίζες παλιάς μόδας, άσπρες με χρυσά ποικίλματα. Η ταπετσαρία των τοίχων ήταν άσπρη και σε μερικά μέρη το χαρτί είχε σκιστεί. Υπήρχαν και δυό πορτραίτα, ενός κάποιου πρίγκιπα που εδώ και τριάντα χρόνια ήταν νομάρχης στην περιφέρεια και κάποιου επισκόπου που αποδήμησε και αυτός προ πολλού εις Κύριον. Στη γωνιά ήταν μερικά εικονίσματα που μπροστά τους ανάβανε μια καντήλα τη νύχτα... όχι τόσο από ευλάβεια όσο για να φωτίζεται κάπως το δωμάτιο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς πλάγιαζε πολύ αργά, κατά τις τρεις ή τέσσερεις το πρωί, κι ως τότε έκοβε βόλτες στο δωμάτιο ή καθόταν στην πολυθρόνα και βυθιζόταν σε σκέψεις. Αυτό το ’χε συνήθειο. Πότε-πότε κοιμόταν ολομόναχος στο σπίτι κι έστελνε τους υπηρέτες στην πτέρυγα. μα τις πιο πολλές φορές έμενε μαζί του ο Σμερντιακόβ που κοιμόταν στον προθάλαμο, πάνω σ’ ένα πάγκο. Όταν μπήκε ο Αλιόσα, είχαν τελειώσει πια το φαΐ και πίνανε καφέ με γλυκό. Του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε να ’χει μετά το φαΐ κάτι γλυκό με το κονιάκ του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς καθόταν κι αυτός στο τραπέζι κι έπινε καφέ. Οι υπηρέτες, ο Γρηγόρης κι ο Σμερντιακόβ, στέκονταν κει κοντά.
Και τ' αφεντικά και οι υπηρέτες φαίνονταν πολύ καλοδιάθετοι. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γελούσε και χαχάνιζε δυνατά. Ο Αλιόσα άκουσε το τσιριχτό του γέλιο μόλις μπήκε στο σπίτι, αυτό το τόσο γνωστό του γέλιο και κατάλαβε αμέσως απ' τον ήχο του πως ο πατέρας δεν είναι καθόλου μεθυσμένος ακόμα και πως προς το παρόν είναι μονάχα στα κέφια του.
— Νάτος κι αυτός, νάτος κι αυτός! ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που χάρηκε ξάφνου τρομερά με τον ερχομό του Αλιόσα. Έλα, έλα κάτσε δω πέρα μαζί μας να σε κεράσουμε καφέ. Νηστήσιμος είναι, νηστήσιμος και ζεστός και υπέροχος! Κονιάκ δε σου προτείνω, εσύ είσαι ασκητής. Η, μήπως θέλεις; Θέλεις; Όχι, καλύτερα να σου δώσω λικέρ. Περίφημο λικέρ! Σμερντιακόβ, πήγαινε και φέρ' το απ' το ντουλάπι, στο δεύτερο ράφι είναι, δεξιά, να τα κλειδιά, άντε κουνήσου!
Ο Αλιόσα δεν ήθελε να πάρει λικέρ.
— Ας το φέρει κι αν δεν το θες το πίνουμε μείς, έλεγε καταχαρούμενος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα για στάσου. Έφαγες ή όχι;
— Έφαγα, είπε ο Αλιόσα που στην πραγματικότητα είχε φάει μονάχα ένα κομμάτι ψωμί και είχε πιει ένα ποτήρι κβας στην κουζίνα του ηγούμενου. Όμως καφέ ζεστό θα τον πιώ ευχαρίστως.
— Το καλό μου το παλικάρι! Μπράβο! Θα πιει ένα καφεδάκι. Μήπως θες να το ζεστάνουμε; Μα όχι, και τώρα ακόμα βράζει. Ο καφές του Σμερντιακόβ είναι περίφημος. Στον καφέ και στο πατέ ο Σμερντιακόβ μου είναι αρτίστας, μα και την ψαρόσουπα τη φτιάχνει υπέροχα. Αυτό είν' αλήθεια. Καμιά φορά έλα να φας ψαρόσουπα, ειδοποίησέ μας από πρώτα... Μα για στάσου, εκεί στο μοναστήρι σου 'δωσα διαταγή να μεταφερθείς οριστικά και να πάρεις το μαξιλάρι και το στρώμα σου, ε; Το στρώμα το κουβάλησες; χε-χε-χε!···
— Όχι, δεν το 'φερα, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε.
— Όμως τρόμαξες όταν στο είπα, τρόμαξες. Έτσι δεν είναι; Αχ, καλέ μου, μα τάχα μπορώ να σε λυπήσω; Άκου, Ιβάν, δεν μπορώ να τον βλέπω να με κοιτάει έτσι δα στα μάτια και να χαμογελάει, δεν μπορώ. Νιώθω μιαν αγαλλίαση σ' όλα τα σωθικά μου, τον αγαπάω. Αλιόσα, στάσου να σου δώσω την πατρική ευλογία μου.
Ο Αλιόσα σηκώθηκε μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς πρόφτασε και συνήλθε.
— Όχι, όχι, τώρα θα σε σταυρώσω και θα σ' ευλογήσω, να έτσι, κάτσε τώρα. Τώρα λοιπόν θ' ακούσεις κάτι ευχάριστο και μάλιστα για ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει. Πολύ θα γελάσεις. Η όνος του Βαλαάμ μίλησε και πώς μάλιστα!
Σ' αυτήν την περίπτωση η όνος του Βαλαάμ δεν ήταν άλλος απ' τον λακέ Σμερντιακόβ. Αυτός ήταν νέος ακόμα, όλο κι όλο κάπου εικοσιτεσσάρων χρονών, τρομερά ακοινώνητος κι αμίλητος. Όχι πως ήταν άγριος ή πως ντρεπόταν κανέναν, όχι. Είχε όμως αλαζονικό χαρακτήρα και φαινόταν να τους περιφρονεί όλους. Να λοιπόν η στιγμή που δεν μπορούμε ν' αποφύγουμε να πούμε και γι' αυτόν δυο λόγια: Τον ανάθρεψαν η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, μα τ' αγόρι μεγάλωνε «χωρίς καμιάν ευγνωμοσύνη» όπως έλεγε γι' αυτό ο Γρηγόρης, και γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο άγριο κι όλα τα 'βλεπε με κακό μάτι. Στα παιδικά του χρόνια του άρεσε πολύ να κρεμάει τις γάτες και ύστερα να τις θάβει μ' ολάκερη ιεροτελεστία. Έβαζε πάνω του ένα σεντόνι, που ήταν τάχα τ' άμφιά του, και τραγουδούσε χειρονομώντας πάνω απ' την ψόφια γάτα, σαν να τη λιβάνιζε. Όλ' αυτά τα 'κανε στα κλεφτά, με μεγάλη μυστικότητα. Ο Γρηγόρης τον έπιασε μια φορά επ' αυτοφώρω και του τις έβρεξε για τα καλά με μια βέργα. Κείνος κουλουριάστηκε σε μια γωνιά κι από κει τους στραβοκοίταζε όλους κάπου μια βδομάδα. «Δε μας αγαπάει αυτό το τέρας», έλεγε ο Γρηγόρης στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα, «μα κι ούτε κανέναν άλλον αγαπάει. Μπας και νομίζεις πως είσαι άνθρωπος;» γύρισε άξαφνα κι είπε στον Σμερντιακόβ, «εσύ δεν είσαι άνθρωπος, εσύ γεννήθηκες απ' τη μούχλα και την υγρασία του μπάνιου. Ναι, αυτό είσαι...» Ο Σμερντιακόβ, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ποτέ δεν μπόρεσε να του συγχωρέσει τούτα τα λόγια. Ο Γρηγόρης τον έμαθε να διαβάζει κι όταν έγινε δώδεκα χρονών άρχισε να του κάνει θρησκευτικά. Μα τα μαθήματα διακόπηκαν αμέσως σχεδόν. Μια φορά, στο δεύτερο μόλις ή στο τρίτο μάθημα, ο μικρός ξαφνικά χασκογέλασε.
— Τι έπαθες; ρώτησε ο Γρηγόρης και τον κοίταξε θυμωμένα κάτω απ' τα γυαλιά του.
— Μπα τίποτα. Τον κόσμο τον έπλασε ο Κύριος ο Θεός μας την πρώτη μέρα και τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άστρα την τέταρτη μέρα. Από πού λοιπόν φωτιζόταν ο κόσμος την πρώτη μέρα;
Ο Γρηγόρης κοκάλωσε. Το παιδί κοίταξε ειρωνικά το δάσκαλο. Το βλέμμα του μάλιστα είχε κάτι υπεροπτικό. Ο Γρηγόρης δε βάσταξε. «Να από πού!» φώναξε κι έδωσε ένα γερό χαστούκι στο μαθητή. Το παιδί κατάπιε τον μπάτσο, δεν έβγαλε λέξη, μα κουλουριάστηκε και πάλι στη γωνιά του για κάμποσες μέρες. Συνέβη τότε να του 'ρθει, ύστερ' από μια βδομάδα, η πρώτη προσβολή της επιληψίας που του 'μείνε σ' όλη του τη ζωή. Όταν το 'μαθε αυτό ο Φιόντορ Παύλοβιτς, σαν ν' άλλαξε ξαφνικά γνώμη για τ' αγόρι. Πριν απ' αυτό τον κοίταζε κάπως αδιάφορα, αν και ποτέ δεν τον μάλωνε κι όταν τον συναντούσε του 'δινε πάντα ένα καπίκι. Όταν ήταν καλοδιάθετος έστελνε καμιά φορά στο παιδί κανένα γλύκισμα. Μα τότε, όταν έμαθε την αρρώστια του, άρχισε να τον φροντίζει συστηματικά, φώναξε γιατρό, του άρχισε θεραπεία μα αποδείχτηκε πως ήταν αδύνατο να γιατρευτεί. Κατά μέσον όρο οι κρίσεις έρχονταν μια φορά το μήνα σ' ακανόνιστα διαστήματα με διαφορετική ένταση, άλλες ελαφρές, άλλες πολύ δυνατές. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς απαγόρευσε αυστηρότατα στον Γρηγόρη να τιμωρεί σωματικά το παιδί κι άρχισε να του επιτρέπει να 'ρχεται στο σπίτι του. Απαγόρεψε ακόμα προς το παρόν και κάθε μάθημα. Όμως μια φορά, όταν πια τ' αγόρι ήταν δεκαπέντε χρονών, ο Φιόντορ Παύλοβιτς παρατήρησε πως τριγυρνάει δίπλα στη βιβλιοθήκη και διαβάζει μεσ' απ' το τζάμι τους τίτλους. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς είχε αρκετά βιβλία, πάνω από εκατό τόμους, μα κανένας δεν τον είδε ποτέ να διαβάζει. Έδωσε αμέσως το κλειδί της βιβλιοθήκης στον Σμερντιακόβ: «Διάβασε, συ θα' σαι ο βιβλιοθηκάριος. Παρά να σουρτουκεύεις στην αυλή, κάτσε και διάβασε. Να, διάβασε τούτο δω», κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς έβγαλε τις Νύχτες στο Μετόχι, κοντά στην Ντικάνκα(* Έργο του Γκόγκολ με χιουμοριστικά διηγήματα γεμάτα λαϊκούς θρύλους και φαντάσματα. Σ.τ.Μ. ).
Ο μικρός το διάβασε μα δεν έμεινε ευχαριστημένος, ούτε μια φορά δε χαμογέλασε, μα απεναντίας το τέλειωσε σκυθρωπός.
— Λοιπόν; Δεν είναι διασκεδαστικό; ρώτησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
Ο Σμερντιακόβ σώπαινε.
— Απάντησε λοιπόν, βλάκα.
— Όλο ψέματα γράφει, σαλιάρισε χαμογελώντας ο Σμερντιακόβ.
— Ε, ‘άει στο διάολο λοιπόν, ψυχή λακέ. Στάσου, να, πάρε τη Γενική Ιστορία του Σμαράγκντοβ εδώ πια είναι όλο αλήθειες, διάβασε.
Μα ο Σμερντιακόβ δε διάβασε ούτε δέκα σελίδες απ' τον Σμαράγκντοβ. Τον βρήκε πληχτικό. Από τότε η βιβλιοθήκη έμεινε για πάντα κλειστή. Σε λίγο η Μάρθα κι ο Γρηγόρης ανακοίνωσαν στον Φιόντορ Παύλοβιτς πως ο Σμερντιακόβ αρχίζει σιγά-σιγά να δείχνει μια παράξενη σιχασιά για όλα: Καθώς τρώει τη σούπα του, την ανακατεύει με το κουτάλι και ψάχνει, ψάχνει, σκύβει, την καλοκοιτάζει, γεμίζει το κουτάλι και το σηκώνει για να το δει στο φως.
— Μπας και είναι καμιά κατσαρίδα; ρώταγε ο Γρηγόρης.
— Μύγα ίσως, έλεγε η Μάρθα.
Ο άλλος δεν απαντούσε ποτέ- όμως και με το ψωμί και με το κρέας και μ' όλα τ' άλλα φαγητά το ίδιο έκανε: Κάρφωνε καμιά φορά ένα κομμάτι με το πιρούνι και το κοίταζε στο φως σαν να του 'κανε μικροσκοπική εξέταση, έκανε πολλήν ώρα να πάρει την απόφασή του και τέλος αποφάσιζε να το βάλει στο στόμα του. «Για κοίτα τον που θέλει να μας κάνει και τ' αρχοντόπουλο», έλεγε βλέποντας τούτα τα καμώματα ο Γρηγόρης. Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς άκουσε τη νέα τούτη ιδιοτροπία του Σμερντιακόβ, αποφάσισε αμέσως πως πρέπει να τον κάνει μάγειρα και τον έστειλε να μαθητέψει στη Μόσχα. Έμεινε στο σχολείο αρκετά χρόνια κι όταν γύρισε, το πρόσωπό του είχε αλλάξει πολύ. Γέρασε κάπως αναπάντεχα, το μούτρο του γέμισε με ζάρες έτσι που δε θα το περίμενε κανείς για τα χρόνια του, κιτρίνισε, άρχισε να μοιάζει με ευνούχο. Ηθικά όμως γύρισε σχεδόν ο ίδιος: Εξακολουθούσε να ζει απομονωμένος και δεν αισθανόταν την ανάγκη να κάνει με κανέναν παρέα. Και στη Μόσχα, όπως λέγανε αργότερα, ήταν πάντα σιωπηλός. Και η ίδια η Μόσχα πολύ λίγο του κίνησε το ενδιαφέρον, έτσι που ελάχιστα πράματα έμαθε γι' αυτήν κι όλα τ' άλλα, ούτε τα πρόσεξε καθόλου. Πήγε και στο θέατρο μια φορά, μα βγήκε σιωπηλός και δυσαρεστημένος. Όμως γύρισε στην πολιτεία μας καλοντυμένος, με καθαρό κουστούμι κι εσώρουχα, ξεσκόνιζε μονάχος του με τη βούρτσα το σακάκι του δυό φορές τη μέρα οπωσδήποτε και τις υπέρκομψες λουστρινένιες μπότες του του άρεσε τρομερά να τις γυαλίζει με ειδικό εγγλέζικο βερνίκι, έτσι που να λαμποκοπάνε σαν καθρέφτες. Αποδείχτηκε θαυμάσιος μάγειρας. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς του 'κοψε μισθό κι αυτόν το μισθό ο Σμερντιακόβ τον ξόδευε όλον σχεδόν για ν' αγοράζει κουστούμια, μπριγιαντίνη, αρώματα κ.τ.λ. Φαίνεται όμως πως τις γυναίκες τις περιφρονούσε τόσο όσο και τους άντρες, και σχεδόν δεν τις πλησίαζε. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχισε να βάζει κι άλλα πράματα με το νου του. Και τούτο γιατί οι κρίσεις της επιληψίας γίνονταν συχνότερες, και κείνες τις μέρες το φαΐ το μαγείρευε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, πράμα που δεν άρεσε καθόλου στον Φιόντορ Παύλοβιτς.
— Γιατί σου γίνανε συχνότερες οι κρίσεις; γκρίνιαζε καμιά φορά με το μάγειρά του και κοίταζε προσεχτικά το πρόσωπό του. Τουλάχιστον να παντρευόσουνα καμιά. Θέλεις να σε παντρέψω;...
Μα ο Σμερντιακόβ χλόμιαζε μονάχα απ' το πείσμα του και δεν απαντούσε τίποτα. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον παράταγε κουνώντας το κεφάλι του. Το σπουδαιότερο ήταν πως πίστευε απόλυτα στην τιμιότητά του και ήταν βέβαιος πως δε θα του πάρει κι ούτε θα του κλέψει τίποτα. Μια φορά συνέβη τούτο: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γύριζε πιωμένος στο σπίτι του και του πέσανε στην αυλή, μέσα στη λάσπη, τρία κατοστάρικα. Μονάχα την άλλη μέρα τα θυμήθηκε: Μόλις άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, είδε ξαφνικά πως ήταν και τα τρία κατοστάρικα πάνω στο τραπέζι του. Πώς βρέθηκαν εκεί; Ο Σμερντιακόβ τα 'χε βρει από χτες και τα 'χε φέρει. «Α, μα τέτοιον άνθρωπο σαν και σένα δεν έχω ξαναδεί», είπε τότε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και του χάρισε δέκα ρούβλια. Πρέπει να προσθέσουμε πως όχι μονάχα ήταν βέβαιος για την τιμιότητά του μα, για κάποιαν ανεξήγητη αιτία, τον αγαπούσε κιόλας αν και κείνος τον στραβοκοίταζε όπως και τους άλλους και δεν έβγαζε λέξη απ' το στόμα του. Πολύ σπάνια μιλούσε. Αν αναρωτιόταν κανείς κοιτάζοντάς τον για ποιο πράμα ενδιαφέρεται πιο πολύ αυτός ο νεαρός και τι να σκέφτεται τον περισσότερο καιρό, θα 'ταν αδύνατο να βρει μιαν απάντηση. Κι όμως αυτός, καμιά φορά και μέσα στο σπίτι ή και στο δρόμο ή στην αυλή, τύχαινε να σταματήσει, να βυθιστεί σε σκέψεις και να μείνει έτσι και δέκα λεπτά συνέχεια. Ένας φυσιογνωμιστής που θα τον έβλεπε, θα 'λεγε πως εδώ ούτε σκέψη ούτε διαλογισμός υπάρχει, μα μονάχα κάποια ενόραση. Ο ζωγράφος Κραμσκόη έχει φτιάξει έναν θαυμάσιο πίνακα με τον τίτλο Ενοραματιστής: Ένα δάσος χειμωνιάτικο και μέσα στο δάσος, στο δρόμο, μ' ένα σκισμένο καφτάνι και με σαντάλια από φλούδες δέντρου, στέκεται μονάχος, ολομόναχοι, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ένας μουζικάκος· στέκεται και σάμπως κάτι να σκέφτεται, όμως δε σκέφτεται παρά μονάχα κάτι «ενοραματίζεται». Αν τον σκουντούσατε θ' ανατρίχιαζε και θα σας κοίταζε σαν να 'χε μόλις ξυπνήσει, χωρίς να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, Η αλήθεια είναι πως θα ερχόταν αμέσως στα συγκαλά του, μα αν τον ρωτούσατε τι στεκόταν και σκεφτότανε δω πέρα, σίγουρα δε θα θυμόταν τίποτα να σας πει. Μα δε θα 'ταν λιγότερο σίγουρο πως θα 'χε κρύψει μέσα του εκείνη την εντύπωση που 'χε την ώρα της ενόρασής του. Οι εντυπώσεις αυτές του είναι πολύτιμες και τις μαζεύει χωρίς να το καταλαβαίνει και μάλιστα χωρίς να συνειδητοποιεί για ποιο σκοπό και ποια αιτία το κάνει αυτό. Ίσως, αφού μαζέψει τις εντυπώσεις πολλών χρόνων, τα παρατήσει όλα και τραβήξει προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ για να σώσει την ψυχή του. Ίσως όμως να βάλει φωτιά στο χωριό του. Ίσως πάλι να γίνει και το 'να και τ' άλλο. Μέσα στο λαό υπάρχουν αρκετοί ενοραματιστές. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Σμερντιακόβ και σίγουρα μάζευε φιλάργυρα τις εντυπώσεις του, σχεδόν χωρίς; κι ο ίδιος να ξέρει σε τι θα του χρησίμευαν.