3. VII. Λογομαχία
Μα ξαφνικά η όνος του Βαλαάμ μίλησε. Συνέβη το θέμα να ’ναι παράξενο: Καθώς ο Γρηγόρης ψώνιζε το πρωί στο μπακάλικο του Λουκιάνοβ, άκουσε την ιστορία ενός Ρώσου φαντάρου. Κάπου μακριά, στα σύνορα, στην Ασία, πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον φοβερίσανε πώς θα τον βασανίσουν και θα τον σκοτώσουν αν δεν θελήσει ν’ αλλάξει την πίστη του και να γίνει μωαμεθανός. Όμως αυτός δε δέχτηκε και προτίμησε τα βασανιστήρια. Άφησε να του γδάρουν το πετσί και πέθανε δοξάζοντας και υμνολογώντας το Χριστό. Αυτόν τον άθλο τον έγραφε η εφημερίδα που ’χε έρθει κείνη τη μέρα. Όλ’ αυτά τα διηγήθηκε ο Γρηγόρης την ώρα του φαγητού. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς αγαπούσε κι από πρώτα να κουβεντιάζει και ν’ αστειεύεται μετά το φαΐ, έστω και με τον Γρηγόρη. Τούτη τη φορά ήταν καλοδιάθετος και κεφάτος. Πίνοντας κονιάκ κι ακούγοντας αυτή την ιστορία, παρατήρησε πως έναν τέτοιο φαντάρο θα ’πρεπε να τον κάνουν αμέσως άγιο και το πετσί του να το πάνε σε κανένα μοναστήρι: «Να δεις κόσμος που θα μαζευτεί και χρήμα που θα πέσει». Ο Γρηγόρης στραβομουτσούνιασε βλέποντας πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε συγκινήθηκε καθόλου μα ξεστόμιζε και τώρα, όπως το συνήθιζε πάντα, τα βλάσφημα λόγια του. Όπου ξαφνικά ο Σμερντιακόβ που στεκόταν κοντά στην πόρτα, χασκογέλασε. Τον Σμερντιακόβ τον αφήνανε και πρώτα να στέκεται κοντά στο τραπέζι, όταν τέλειωνε το φαΐ. Από τότε όμως που ήρθε στην πολιτεία μας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, αυτό γινόταν κάθε μέρα.
— Γιατί γελάς; ρώτησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που παρατήρησε αμέσως πως ο Σμερντιακόβ ειρωνευόταν, και φυσικά ειρωνευόταν τον Γρηγόρη.
— Γελάω για τούτο, άρχισε να λέει ξαφνικά δυνατά κι αναπάντεχα ο Σμερντιακόβ. Γιατί αν και το κατόρθωμα αυτού του φαντάρου ήταν πολύ μεγάλο, δε θα 'ταν καθόλου αμαρτία νομίζω, αν σε τούτη την περίπτωση απαρνιόταν το Χριστό, να πούμε, και το βάφτισμά του, με το σκοπό να σώσει τη ζωή του και να κάνει καλές πράξεις που μ' αυτές να εξαγοράσει τη λιποψυχία του.
— Πώς λοιπόν δε θα 'ταν αμάρτημα; Ψέματα λες και θα πας γι' αυτό και μόνο στην κόλαση και κει θα σε σιγοψήσουνε σαν αρνί στη σούβλα, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
Κείνη τη στιγμή ακριβώς είναι που μπήκε ο Αλιόσα. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όπως είδαμε, χάρηκε πολύ σαν τον είδε.
— Ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει, ένα θέμα δικό σου, χαχάνισε χαρούμενα κι έβαλε τον Αλιόσα να καθίσει και ν' ακούσει.
— Όσο για τ' αρνί, έχετε άδικο, τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει κει πέρα κι ούτε πρέπει να συμβαίνει αν τυχόν υπάρχει δικαιοσύνη, απάντησε σοβαρά ο Σμερντιακόβ.
— Πώς έτσι δηλαδή, αν υπάρχει δικαιοσύνη; φώναξε ακόμα πιο εύθυμα ο Φιόντορ Παύλοβιτς και σκούνταγε με το γόνατο τον Αλιόσα,
— Κανάγιας είναι και τίποτα παραπάνω! του ξέφυγε άξαφνα του Γρηγόρη. Κοίταξε κατάματα τον Σμερντιακόβ με θυμό.
— Όσο για το αν είμαι ή όχι κανάγιας, μη βιάζεστε, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, αντείπε ήσυχα και συγκρατημένα ο Σμερντιακόβ. Σκεφτείτε το και μόνος σας καλύτερα. Μια και με πιάσανε οι βασανιστές του χριστιανικού γένους και θέλουν να καταραστώ το Θεό μου και ν' αρνηθώ το βάφτισμά μου, έχω όλο το δικαίωμα ν' αποφασίσω ελεύθερα τι θα κάνω γιατί κανένα κρίμα δεν υπάρχει σε τούτη την υπόθεση.
— Αυτό μας το 'πες πια, μη φλυαρείς μα απόδειξέ το! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
— Σαλτσοχαλαστή! ψιθύρισε περιφρονητικά ο Γρηγόρης.
— Όσο για το σαλτσοχαλαστή, περιμένετε λιγάκι και σκεφτείτε το μονάχος σας χωρίς να βρίζετε, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς. Γιατί μόλις προφέρω στους βασανιστές μου: «Όχι, δεν είμαι χριστιανός και καταριέμαι τον αληθινό Θεό μου», την ίδια κείνη στιγμή, το ανώτατο θεϊκό δικαστήριο θα μαζευτεί ειδικά για μένα και θα μ' αναθεματίσει και θα με αφορίσει η άγια εκκλησία σαν να 'μουνα κάνας ειδωλολάτρης. Και μάλιστα τούτο θα γίνει όχι μονάχα τη στιγμή που θα προφέρω τούτα τα λόγια, μα τη στιγμή που θα σκεφτώ να τα προφέρω, έτσι που ούτε ένα τέταρτο του δευτερόλεπτου δε θα περάσει και θα 'μαι κιόλας αφορισμένος. Είναι ή δεν είναι έτσι, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς;
Μίλαγε με φανερή ευχαρίστηση στον Γρηγόρη, απαντώντας στην πραγματικότητα μονάχα στις ερωτήσεις του Φιόντορ Παύλοβιτς. Το καταλάβαινε πολύ καλά αυτό και ξεπίτηδες προφασιζόταν πως τάχα τον ρωτάει ο Γρηγόρης.
— Ιβάν! φώναξε άξαφνα ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Σκύψε να σου πω κάτι στ' αυτί. Αυτά όλα για σένα τα κάνει. Θέλει να τον παινέψεις. Πες του ένα μπράβο.
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άκουσε με απόλυτη σοβαρότητα αυτή τη γεμάτη ενθουσιασμό παρατήρηση του πατέρα του.
— Στάσου, Σμερντιακόβ, σώπα για λίγο, φώναξε και πάλι ο Φιόντορ Παύλοβιτς: Ιβάν, σκύψε πάλι να σου πω κάτι στ' αυτί.
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έσκυψε και πάλι έχοντας πολύ σοβαρό ύφος.
— Σ' αγαπάω και σένα όσο και τον Αλιόσκα. Μη νομίζεις πως δε σ' αγαπάω. Λίγο κονιάκ;
— Βάλτε.
«Όμως εσύ κοπάνησες αρκετά» σκέφτηκε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και κοίταξε επίμονα τον πατέρα του. Τον Σμερντιακόβ τον παρατηρούσε με μεγάλη περιέργεια.
— Είσαι και τώρα αναθεματισμένος, ξέσπασε ξάφνου ο Γρηγόρης, και πως, βρε κανάγια, τολμάς να συζητάς όταν...
—Μη φουρκίζεσαι, Γρηγόρη, μη βρίζεις! τον διέκοψε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.
— Περιμένετε λιγάκι, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, έστω και δυό λεπτά μονάχα κι ακούστε τη συνέχεια γιατί δεν τα είπα όλα ακόμα. Γιατί, την ίδια κείνη ώρα που θα με καταραστεί ο Θεός, την ίδια κείνη κρίσιμη στιγμή, γίνομαι κιόλας ένας σωστός ειδωλολάτρης και το βάφτισμα φεύγει από πάνω μου. Αυτό τουλάχιστον είναι έτσι όπως το λέω;
— Το συμπέρασμα, αδερφέ μου, το συμπέρασμα να μας πεις, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και ρούφηξε με απόλαυση απ' το ποτήρι του.
— Μια λοιπόν και δεν είμαι χριστιανός, θα πει πως δεν είπα ψέματα στους βασανιστές μου όταν με ρωτήσανε; «Είσαι χριστιανός για δεν είσαι;» Γιατί ο ίδιος ο Θεός μου πήρε πια τον χριστιανισμό μου εξαιτίας και μόνο της σκέψης που 'κανα, πριν προφτάσω καλά-καλά ν' ανοίξω το στόμα μου και ν' απαντήσω στους βασανιστές. Και μια και ήμουν πια αποδιωγμένος, τότε με ποιο δικαίωμα και με ποια δικαιοσύνη θα μου ζητήσουν ευθύνες στον άλλον κόσμο επειδή αρνήθηκα το Χριστό τη στιγμή που μονάχα για τη σκέψη μου, προτού καν τον αρνηθώ, μου 'χαν πάρει κιόλας το βάφτισμά μου; Γιατί, μια και δεν είμαι πια χριστιανός, ούτε θα μπορώ ν' αρνηθώ το Χριστό γιατί δε θα 'χω πια τίποτα ν' αρνηθώ. Ποιος θα ζητήσει ευθύνες απ' τον μαγαρισμένο τον Τάταρο, ακόμα και στον ουρανό, επειδή δε γεννήθηκε χριστιανός, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς; Και ποιος θα τον τιμωρήσει; Όλοι το ξέρουν πως από ένα βόδι δεν μπορείς να βγάλεις δυό τομάρια. Μα κι ο ίδιος ο Παντοδύναμος νομίζω πως θα τιμωρήσει τον Τάταρο με καμιά πολύ ελαφριά τιμωρία (γιατί φυσικά δε γίνεται να μην τον τιμωρήσει και καθόλου) και τούτο γιατί θα σκεφτεί πως δε φταίει βέβαια αυτός αν τον γεννήσανε μαγαρισμένοι άνθρωποι και βγήκε κι αυτός μαγαρισμένος. Γιατί δεν μπορεί βέβαια ο Κύριος ο Θεός μας να κάνει πως δεν ξέρει και να λέει πως κι αυτός ήτανε χριστιανός. Έτσι δεν είναι; Αυτό θα σήμαινε πως ο Παντοδύναμος θα 'λεγε ψέματα πέρα ως πέρα. Μα μήπως μπορεί ποτέ ο Παντοδύναμος, ,ο κύριος του ουρανού και της γης, να πει ψέματα, έστω και μια λέξη ψεύτικη να πει;
Ο Γρηγόρης έμεινε κόκαλο και κοίταζε τον ρήτορα με γουρλωμένα μάτια. Αν και δεν καταλάβαινε καλά τι του λένε, κάτι ένιωσε όμως απ' όλη αυτή τη φλυαρία και είχε ύφος ανθρώπου που χτύπησε αναπάντεχα το κούτελό του στον τοίχο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς άδειασε το ποτήρι κι άρχισε να γελάει διαπεραστικά.
— Αλιόσκα, Αλιόσκα, άκου τον τι λέει! Βρε τον καζουιστή! Σίγουρα κάπου θα μαθήτεψε στους Ιησουίτες, Ιβάν. Βρε βρωμερέ ιησουίτη, ποιος σου τα 'μαθε αυτά; Όμως ψέματα λες, καζουιστή, όλο ψέματα, λες, ψέματα. Μην κλαις, Γρηγόρη, θα τον ξετινάξουμε τώρα στη στιγμή. Πες μου τούτο, γαϊδούρα του Βαλαάμ: Ας παραδεχτούμε πως είσαι εντάξει απέναντι στους βασανιστές σου, όμως παρ' όλ' αυτά μέσα σου αρνήθηκες όπως και να 'ναι την πίστη σου και το λες και μόνος σου πως την ίδια κείνη στιγμή αναθεματίστηκες πια. Μια λοιπόν κι αναθεματίστηκες, δεν πιστεύω να σε χαϊδολογήσουνε στην κόλαση γι' αυτό πώς το νομίζεις, υπέροχε ιησουίτη μου;
— Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μέσα μου απαρνήθηκα, όμως και πάλι δεν υπάρχει δω πέρα κανένα ιδιαίτερο αμάρτημα, κι αν ακόμα έγινε κάποιο μικρό κριματάκι, τούτο είναι απ' τα πιο συνηθισμένα.
— Πώς έτσι απ' τα πιο συνηθισμένα!
— Ψέματα λες καταρ-ρ-ραμένε, σφύριξε ο Γρηγόρης.
— Μα σκεφτείτε το και μόνος σας, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, εξακολούθησε να λέει ήσυχα και ψύχραιμα ο Σμερντιακόβ βέβαιος για τη νίκη του, μα και με κάποια μεγαλοψυχία για τον κατασυντριμμένο αντίπαλο. Σκεφτείτε το και μόνος σας, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς: Η Γραφή λέει πως αν έχετε έστω κι έναν κόκο πίστεως και πείτε σ' ένα βουνό να κατρακυλήσει ως τη θάλασσα, τότε κείνο θα κατρακυλήσει χωρίς χρονοτριβή, με την πρώτη κιόλας διαταγή σας. Λοιπόν, εδώ σας θέλω —δοκιμάστε: Αν εγώ είμαι τόσο άπιστος που μου αξίζει να με βρίζετε συνέχεια και σεις είστε πιστός, προσπαθήστε να πείτε σ' αυτό το βουνό όχι να πάει ως τη θάλασσα (γιατί η θάλασσα είναι μακριά από δω) μα έστω και ως το βρώμικο ποταμάκι μας να κατρακυλήσει, αυτό που τρέχει δυό βήματα πίσω απ' τον κήπο μας και τότε θα δείτε πως τίποτα δε θα κουνηθεί, μα όλα θα μείνουν στην προηγούμενη θέση τους και στην προηγούμενη ακεραιότητά τους, όσο κι αν εσείς θα ξελαρυγγιάζεστε. Αυτό λοιπόν σημαίνει πως και σεις δεν πιστεύετε, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, με τον τρόπο που πρέπει και το μόνο που κάνετε είναι να βρίζετε τους άλλους. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας πως κανένας, στην εποχή που ζούμε, όχι μονάχα σεις μα απολύτως κανένας, αρχίζοντας μάλιστα απ' τα πιο μεγαλόσχημα πρόσωπα ως τον τελευταίο μουζίκο, δε θα μπορέσει ποτέ να σπρώξει το βουνό και να το πάει στη θάλασσα, εκτός ίσως από έναν άνθρωπο σ' όλη τη γη, το πολύ δυο, που κι αυτοί ίσως να σώζουν την ψυχή τους σε καμιά μυστική γωνιά της αιγυπτιακής ερήμου, έτσι που ποτέ δε θα μπορέσεις να τους βρεις αφού λοιπόν είναι έτσι, αφού όλοι οι άλλοι αποδείχνονται άπιστοι, τότε μπορεί τάχα όλους αυτούς τους άλλους, δηλαδή τον πληθυσμό όλης της γης, εκτός από κείνους τους δύο ερημίτες, να τους καταραστεί ο Κύριος ο Θεός μας και να μη συγχωρέσει κανέναν τη στιγμή που όλοι το ξέρουμε πως είναι πανάγαθος; Γι' αυτό λοιπόν και 'γω είμαι ήσυχος που έχω όλη τούτη την ολιγοπιστία, γιατί σίγουρα ο Θεός θα με συγχωρέσει, αν χύσω δάκρυα μετάνοιας.
Στάσου! τσίριξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς μέσα σε αποθέωση ενθουσιασμού: Όμως, παρ' όλ' αυτά, νομίζεις πως υπάρχουν δύο άνθρωποι που να μπορούν να κουνήσουν βουνά; Ιβάν, χάραξέ το βαθιά αυτό στο μυαλό σου, σημείωσέ το: όλη η ρούσικη νοοτροπία εκφράστηκε μ' αυτά τα λόγια.
— Η παρατήρησή σας είναι πολύ σωστή. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της λαϊκής πίστης, συμφώνησε μ' ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας ο Ιβάν.
— Συμφωνείς! Θα πει λοιπόν πως έτσι είναι μια και συμφωνείς εσύ! Αλιόσκα, σωστό δεν είναι; Αυτή δεν είναι ακριβώς η ρούσικη πίστη;
— Όχι, ο Σμερντιακόβ δεν έχει καθόλου ρούσικη πίστη, πρόφερε σοβαρά και σταθερά ο Αλιόσα.
— Εγώ δε μιλάω για την πίστη του, λέω για τούτο το χαρακτηριστικό, για κείνους τους δύο ερημίτες, μονάχα γι' αυτό λέω.
— Ναι, αυτό το χαρακτηριστικό είναι εντελώς ρούσικο, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.
— Τα λόγια σου αξίζουν δέκα ρούβλια, γαϊδούρα, και θα στα δώσω σήμερα κιόλας, μα στα άλλα και πάλι ψέματα λες, ψέματα, ψέματα. Μάθε, βλάκα, πως αν όλοι μας δεν πιστεύουμε, αυτό γίνεται μόνο και μόνο από ελαφρομυαλιά, γιατί δεν έχουμε τον καιρό να τα σκεφτούμε όλ' αυτά. Πρώτο γιατί έχουμε πολλές δουλειές να κάνουμε και δεύτερο γιατί οι μέρες μας είναι μικρές. Ο Θεός μας έδωσε λίγον καιρό, όλες κι όλες εικοσιτέσσερεις ώρες την ημέρα, έτσι που δεν προφταίνεις ούτε να χορτάσεις ύπνο κι όχι να μετανοήσεις. Όμως εσύ αρνήθηκες την πίστη σου μπροστά στους βασανιστές σου, την ώρα που δεν είχες τίποτ' άλλο να κάνεις παρά μονάχα να σκέφτεσαι τούτη την πίστη σου και ν' αποδείξεις πως πιστεύεις! Έτσι δεν είναι, αδερφέ μου, νομίζω;
— Είναι βέβαια, δε λέω, μα σκεφτείτε το και μόνος σας, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, πως αυτό ίσα-ίσα είναι ένα ελαφρυντικό. Γιατί αν τότε πίστευα πραγματικά, όπως πρέπει να πιστεύει κανείς, τότε και βέβαια θα 'ταν αμαρτία αν δε δεχόμουνα να βασανιστώ για την πίστη μου κι ασπαζόμουν τη μαγαρισμένη πίστη του Μωάμεθ. Μα τότε ούτε καν θα 'φτανα στα βασανιστήρια γιατί τότε θα 'ταν αρκετό να πω αμέσως στο βουνό: «Κουνήσου και πλάκωσε τον βασανιστή»" αυτό θα προχώραγε και θα τον έλιωνε σαν κατσαρίδα και 'γω θα τράβαγα το δρόμο μου σαν να μην έγινε τίποτα, δοξάζοντας και υμνολογώντας τον Κύριο. Όμως, αν την ίδια κείνη στιγμή τα δοκίμασα όλ' αυτά και φώναξα μ' όλη μου τη δύναμη στο βουνό: πλάκωσε τούτους τους βασανιστές, και κείνο δεν τους πλάκωσε, τότε πέστε μου πώς να μην αμφιβάλλω κείνη την ώρα και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή φοβερού και θανάσιμου τρόμου; Αφού κιόλας δε θα κερδίσω πλέρια τη βασιλεία των ουρανών (αφού δεν κουνήθηκε με την προσταγή μου το βουνό θα πει πως δεν πιστεύουν και τόσο πολύ κείνοι κει πάνω στην πίστη μου κι ούτε με περιμένει κει πέρα μεγάλη ανταμοιβή), γιατί λοιπόν τότε να τους αφήσω να μου γδάρουν και το πετσί μου δίχως κανένα όφελος; Γιατί κι όταν ακόμα θα μου 'χαν γδάρει το μισό πετσί, και τότε δε θα κουνιόταν το βουνό αν του το 'λεγα κι αν του το φώναζα. Μα σε μια τέτοια στιγμή όχι μονάχα μπορεί να με κυριέψει αμφιβολία, μα μπορώ και τα λογικά μου να χάσω απ' τον τρόμο, έτσι που και να σκεφτώ θα μου είναι αδύνατο. Που θα πει πως δε θα 'μαι και πολύ ένοχος μια και δε θα βλέπω ούτε δω ούτε κει κανένα όφελος και καμιάν ανταμοιβή. Δε θα 'ναι καλό λοιπόν να σώσω τουλάχιστον το τομάρι μου; Κι ελπίζοντας στην καλοσύνη του Θεού μένω ήσυχος γιατί θα με συγχωρέσει για όλα...