3. X. Μαζί και οι δυο
Ο Αλιόσα βγήκε απ' το σπίτι του πατέρα του νιώθοντας την ψυχή του ακόμα πιο τσακισμένη και συντριμμένη απ' ό,τι ήταν πριν από λίγο, όταν έμπαινε. Και το μυαλό του ήταν σαν θρυμματισμένο και σκόρπιο, κι αισθανόταν κι ο ίδιος πως φοβάται να συνδέσει τις σκόρπιες σκέψεις του για να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα απ' όλες αυτές τις βασανιστικές αντιθέσεις που έζησε τούτη τη μέρα. Ήταν σχεδόν απελπισμένος, πράμα που δεν του 'χε συμβεί ποτέ ως τα τώρα. Κείνο που δέσποζε πάνω απ' όλα σαν βουνό, ήταν το κύριο, το μοιραίο και το άλυτο ερώτημα: Πώς θα τελειώσει ο καυγάς του πατέρα με τον Ντιμήτρι γι' αυτήν την τρομερή γυναίκα; Τώρα πια το 'χε δει με τα μάτια του. Ήταν μπροστά όταν ήρθανε στα χέρια. Το καταλάβαινε πως δυστυχισμένος, εντελώς και τρομερά δυστυχισμένος, μπορούσε να γίνει μονάχα ο Ντιμήτρι: σίγουρα τον παραμόνευε μια συμφορά. Το 'βλεπε τώρα πως υπήρχαν κι άλλα πρόσωπα που η υπόθεση αυτή τα αφορούσε και μάλιστα πολύ περισσότερο απ' όσο φανταζόταν άλλοτε ο Αλιόσα. Το πράμα καταντούσε μάλιστα αινιγματικό. Ο αδερφός του ο Ιβάν τον πλησίασε πρώτος —κι αυτό το ποθούσε από καιρό ο Αλιόσα— κι όμως να που νιώθει τώρα πως αυτό το βήμα προς το μέρος του τον τρομάζει. Και κείνες οι γυναίκες; Παράξενο; Πριν από λίγο πήγαινε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας εξαιρετικά αμήχανος, μα τώρα ήταν εντελώς ήσυχος. Και μάλιστα βιαζόταν να πάει στο σπίτι της μιαν ώρα αρχύτερα σάμπως να περίμενε πως αυτή θα τον καθοδηγούσε. Κι όμως τώρα ήταν πολύ πιο δύσκολο να της πει αυτό που του 'χε πει ο Ντιμήτρι: Δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να βρεθούν οι τρεις χιλιάδες, κι ο αδερφός του, νιώθοντας τον εαυτό του ανεπανόρθωτα ατιμασμένον και δίχως καμιάν ελπίδα, φυσικά από δω και πέρα δε θα σταματούσε μπροστά σε κανέναν ξεπεσμό. Και σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, ο Ντιμήτρι τον είχε διατάξει να διηγηθεί στην Κατερίνα Ιβάνοβνα την τελευταία σκηνή με τον πατέρα του.
Ήταν πια εφτά η ώρα, σούρουπο, όταν ο Αλιόσα μπήκε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας που κρατούσε ένα πολύ ευρύχωρο και άνετο σπίτι στο Μεγάλο Δρόμο. Ο Αλιόσα ήξερε πως ζούσε με τις δύο θείες της. Εδώ που τα λέμε, η μια μονάχα ήταν θεία της Αγάθιας Ιβάνοβνας. Ήταν εκείνη η σιωπηλή και ξέθωρη γυναίκα που την υπηρετούσε στο σπίτι του πατέρα της, όταν αυτή είχε έρθει απ' το ινστιτούτο. Η άλλη θεία ήταν μια επιβλητική κι αξιοπρεπής αρχόντισσα της Μόσχας, αν και χωρίς περιουσία. Λέγανε πως και οι δυό τους κάνανε ό,τι ήθελε η Κατερίνα Ιβάνοβνα και μένανε μαζί της μόνο και μόνο για την ετικέτα. Όσο για την Κατερίνα Ιβάνοβνα, υποτασσόταν μονάχα στην ευεργέτριά της, τη στρατηγίνα που είχε μείνει στη Μόσχα, επειδή ήταν άρρωστη. Η Κατερίνα είχε την υποχρέωση να της στέλνει δύο λεπτομερειακά γράμματα τη βδομάδα.
Όταν ο Αλιόσα μπήκε στον προθάλαμο και παρακάλεσε την καμαριέρα που του άνοιξε να τον αναγγείλει, φαίνεται πως στο σαλόνι ξέρανε πια πως ήρθε (ίσως να τον είδαν απ' το παράθυρο) γιατί ο Αλιόσα άκουσε αμέσως κάποιο θόρυβο, κάτι γυναικεία βήματα που τρέχανε, θρόισμα φουστανιών, σάμπως δυο ή τρεις γυναίκες να εγκατέλειψαν βιαστικά το σαλόνι. Του Αλιόσα του φάνηκε παράξενο που ο ερχομός του έφερε μια τέτοιαν αναστάτωση. Πάντως τον μπάσανε αμέσως στο σαλόνι.
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με πλούσια και κομψά έπιπλα, που δεν είχαν τίποτα το επαρχιώτικο. Πολλά ντιβάνια και καναπέδες, ντιβανάκια, μεγάλα και μικρά τραπεζάκια, πίνακες στους τοίχους, βάζα και λάμπες στα τραπέζια, πολλά λουλούδια, ακόμα κι ένα ενυδρείο κοντά στο παράθυρο. Τούτη την ώρα του σούρουπου, στο δωμάτιο ήταν κάπως σκοτεινά. Ο Αλιόσα είδε στο ντιβάνι, όπου σίγουρα κάποιος θα καθόταν πριν από λίγο, μια μεταξωτή μαντήλα και στο τραπέζι, που ήταν μπροστά στο ντιβάνι, δύο μισοάδεια φλυτζάνια σοκολάτας, βουτήματα, ένα κρυστάλλινο πιάτο με μαύρη σταφίδα κι ένα άλλο με μπομπόνια. Κάποιον τρατέρνανε. Ο Αλιόσα κατάλαβε πως ήρθε την ώρα που 'χαν καλεσμένους και στο πρόσωπό του φάνηκε κάποια δυσαρέσκεια. Μα κείνη την ίδια στιγμή η Κατερίνα Ιβάνοβνα παραμέρισε μια κουρτίνα και μπήκε στο δωμάτιο με γρήγορα βιαστικά βήματα και πρότεινε τα δυό της χέρια στον Αλιόσα μ' ένα χαμόγελο χαρούμενο κι ενθουσιασμένο. Την ίδια στιγμή η υπηρέτρια έφερε δύο αναμένα κεριά και τ' απίθωσε στο τραπέζι.
— Δόξα να 'χει ο Θεός, ήρθατε επιτέλους! Όλη μέρα παρακαλούσα το Θεό να σας στείλει! Καθίστε.
Η ομορφιά της Κατερίνας Ιβάνοβνας είχε κάνει κι άλλοτε εντύπωση στον Αλιόσα, όταν ο αδερφός του, ο Ντιμήτρι, τον είχε φέρει εδώ πριν από τρεις βδομάδες για να της τον γνωρίσει όπως είχε ζητήσει επίμονα η ίδια η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Κείνη τη φορά είν' αλήθεια πως δεν κουβεντιάσανε πολύ. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, υποθέτοντας πως ο Αλιόσα είναι συνεσταλμένος και μη θέλοντας να τον ταράξει ακόμα περισσότερο, όλη την ώρα μίλαγε με τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Ο Αλιόσα σώπαινε, όμως παρατήρησε πολλά πράματα. Του 'κανε εντύπωση η αυτοκυριαρχία, η περήφανη άνεση και η αυτοπεποίθηση αυτής της υπεροπτικής κοπέλας. Κι όλ' αυτά ήταν ολοφάνερα, ο Αλιόσα αισθανόταν πως δεν υπερβάλλει σε τίποτα. Βρήκε πως τα μεγάλα, αστραφτερά, μαύρα της μάτια είναι υπέροχα και ταιριάζουν ιδιαίτερα στο χλωμό, στο κάπως ωχροκίτρινο μάλιστα μακρουλό της πρόσωπο. Όμως σ' αυτά τα μάτια όπως και στο σχήμα των γοητευτικών χειλιών της υπήρχε κάτι που θα μπορούσε ίσως ο αδερφός του να το ερωτευθεί τρομερά, μα που δε θα 'ταν ίσως δυνατό να τ' αγαπάει κανείς για πολύν καιρό. Είπε σχεδόν καθαρά τη γνώμη του στον Ντιμήτρι όταν εκείνος, μετά την επίσκεψη, δεν τον άφηνε ήσυχο και τον παρακαλούσε επίμονα να μην του κρύψει τί εντύπωση του 'κανε η αρραβωνιαστικιά του.
— Θα 'σαι ευτυχισμένος μαζί της μα ίσως... η ευτυχία σου να μην είναι ήρεμη.
— Έτσι είναι, αδερφέ μου, κάτι τέτοιοι άνθρωποι μένουν πάντα όπως είναι, δεν υποτάσσονται στη μοίρα τους. Ώστε νομίζεις πως δε θα την αγαπώ παντοτινά;
— Όχι, μπορεί να την αγαπάς παντοτινά μα ίσως να μην είσαι πάντοτε ευτυχισμένος μαζί της.
Ο Αλιόσα είχε προφέρει τότε τη γνώμη του κοκκινίζοντας, και φουρκίστηκε με τον εαυτό του που υπόκυψε στα παρακάλια τ' αδερφού του και του είπε τις τόσο «ανόητες» σκέψεις του. Γιατί τούτη η γνώμη του φάνηκε και του ίδιου τρομερά ανόητη μόλις την ξεστόμισε. Μα ντράπηκε κιόλας που μίλησε με τόση αποκοτιά για μια γυναίκα. Με μεγάλη κατάπληξη αισθάνθηκε τώρα, με το πρώτο βλέμμα που 'ριξε στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, πως ίσως τότε να 'χε κάνει μεγάλο λάθος. Τούτη τη φορά το πρόσωπό της έλαμπε με μιαν απροσποίητη κι ανοιχτόκαρδη καλοσύνη, φαινόταν ντόμπρο και γεμάτο ειλικρίνεια. Απ' όλη την παλιά «περηφάνια και αλαζονεία» που έκαναν τότε τόσην εντύπωση στον Αλιόσα, δεν απόμενε τώρα παρά μια τολμηρή κι ευγενική ενεργητικότητα και κάποια ξάστερη κι ακλόνητη αυτοπεποίθηση. Ο Αλιόσα κατάλαβε με την πρώτη ματιά που της έριξε, απ' τα πρώτα λόγια που του είπε, πως όλη η τραγωδία που περνάει ο τόσο αγαπητός της άνθρωπος δεν της είναι άγνωστη, πως ίσως τα ξέρει κιόλας όλα, όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Κι όμως, παρ' όλ' αυτά το πρόσωπό της ήταν τόσο φωτεινό, είχε τόση πίστη στο μέλλον, που ο Αλιόσα ένιωσε ξαφνικά τον εαυτό του σοβαρά και συνειδητά ένοχο απέναντι της. Τον είχε καταχτήσει και συνεπάρει μονομιάς. Εκτός απ' όλ' αυτά, παρατήρησε ακόμα, απ' τις πρώτες κιόλας λέξεις πως εκείνη βρισκόταν σε μιαν έξαψη· που ίσως να της ήταν κάτι πολύ ασυνήθιστο, μιαν έξαψη που έφτανε σχεδόν τα όρια του ενθουσιασμού.
— Σας περίμενα με τόση αγωνία, γιατί μονάχα από σας μπορώ τώρα να μάθω όλη την αλήθεια. Κανένας άλλος δε θα μου την έλεγε!
— Ήρθα... μουρμούρισε μπερδεμένα ο Αλιόσα, εγώ... εκείνος μ' έστειλε.
— Α, εκείνος σας έστειλε. Έτσι και το προαισθανόμουν πως θα γίνει. Τώρα όλα τα ξέρω, όλα, φώναξε ξαφνικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα και τα μάτια της αστράψανε. Σταθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, θα σας πω πρώτα για ποιο λόγο σας περίμενα τόσο. Γιατί εγώ ίσως να ξέρω πολύ περισσότερα κι από σας τον ίδιο. Δεν περιμένω να μάθω νέα από σας. Να τι θέλω: Να μου πείτε την προσωπική σας γνώμη για κείνον, θέλω να μου διηγηθείτε με τον πιο ρεαλιστικό, με τον πιο ωμό μάλιστα (ω, όσο θέλετε ωμό!) τρόπο, πώς τον βλέπετε τώρα και σε τι κατάσταση τον αφήσατε ύστερ' απ' τη σημερινή σας συνάντηση. Αυτό ίσως θα 'ναι καλύτερο παρά να εξηγηθώ εγώ η ίδια μαζί του, εγώ που δε θέλει πια να με ξαναδεί. Καταλάβατε τι θέλω από σας; Και τώρα πέστε μου γιατί σας έστειλε δω πέρα (το 'ξερα πως θα στείλει εσάς!) μιλήστε χωρίς περιστροφές, μπείτε αμέσως στην ουσία!..
— Μου είπε να σας πω... πως σας αποχαιρετάει μ όλο του το σεβασμό και πως δε θα ξανάρθει πια ποτέ... και να σας πω πως σας αποχαιρετάει.
— Μ' αποχαιρετάει; Έτσι το είπε; Αυτή την έκφραση μεταχειρίστηκε;
— Ναι.
— Ίσως να το 'πε έτσι τυχαία, χωρίς να το θέλει, να 'κανε λάθος στη λέξη, να μη μεταχειρίστηκε τη λέξη που 'πρεπε;
— Όχι, μου 'πε ακριβώς τούτη τη λέξη να σας μεταβιβάσω: «σας αποχαιρετάει». Κάπου τρεις φορές με παρακάλεσε να μην την ξεχάσω.
Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έγινε κατακόκκινη.
— Βοηθήστε με τώρα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τώρα είναι που μου χρειάζεται η βοήθειά σας: Θα σας πω τι σκέφτομαι και σεις να μου πείτε μονάχα αν είναι σωστή ή όχι η σκέψη μου. Ακούστε, αν τυχόν και σας έλεγε τυχαία να με αποχαιρετήσετε χωρίς να επιμένει στη μεταβίβαση τούτης της λέξης, χωρίς να την υπογραμμίσει, τότε όλα θα 'χαν τελειώσει... Θα 'ταν κάτι τελειωτικό! Μα αν επέμεινε ιδιαίτερα σε τούτη τη λέξη, αν σας τόνισε ιδιαίτερα να μου μεταβιβάσετε τούτο τον αποχαιρετισμό, θα πει πως ήταν ερεθισμένος. Ίσως και να μην ήξερε τι έλεγε, ε; Τ' αποφάσισε και τρόμαξε κι ο ίδιος με την απόφασή του! Δεν έφυγε μακριά μου βαδίζοντας με σιγουριά μα λες και κατρακυλούσε απ' την πλαγιά κανενός βουνού. Η υπογράμμιση τούτης της λέξης μονάχα πικρό κομπασμό μπορεί να φανερώνει.
— Αυτό είναι, αυτό είναι! βεβαίωσε ζωηρά ο Αλιόσα. Και μένα έτσι μου φαίνεται τώρα.
— Κι αφού είναι έτσι θα πει πως δεν είναι χαμένος ακόμα! Είναι μονάχα απελπισμένος, μα εγώ μπορώ ακόμα να τον σώσω. Για σταθείτε, μήπως σας είπε τίποτα για κάτι λεφτά, για τις τρεις χιλιάδες;
— Όχι μονάχα μου είπε, μα ίσως-ίσως αυτό ήταν που του κόστισε πιότερο απ' όλα τ' άλλα. Έλεγε πως τώρα έχασε την τιμή του και πως τώρα πια ό,τι και να γίνει το ίδιο του κάνει, απάντησε με θέρμη ο Αλιόσα νιώθοντας μια ελπίδα να πλημμυρίζει την καρδιά του και πως ίσως στ' αλήθεια μπορεί να σωθεί ο αδερφός του. Μα μήπως εσείς... ξέρετε γι' αυτά τα λεφτά; πρόσθεσε βιαστικά και κόμπιασε.
— Είναι καιρός πια που το ξέρω' το ξέρω θετικά. Έστειλα ένα τηλεγράφημα στη Μόσχα και ρώτησα. Και το ξέρω προ πολλού πως τα λεφτά δεν είχαν σταλεί. Δεν έστειλε τα λεφτά, όμως εγώ σώπαινα. Την περασμένη βδομάδα έμαθα πόση μεγάλη ανάγκη από λεφτά είχε και τώρα... Ένα πράμα μονάχα ήθελα να πετύχω: Να τον κάνω να καταλάβει σε ποιόν πρέπει να γυρίσει και Ποιος είναι ο πιο πιστός του φίλος. Όμως αυτός δε θέλει να πιστέψει πως εγώ είμαι ο πιο πιστός του φίλος, δε θέλησε να με νιώσει, μ' έβλεπε μονάχα σαν γυναίκα. Όλη τη βδομάδα με βασάνιζε μια φοβερή έγνοια. Πώς να τα καταφέρω να μη με ντραπεί που σκόρπισε τις τρεις χιλιάδες. Δηλαδή ας ντρέπεται τους άλλους και τον ίδιο τον εαυτό του, μα εμένα ας μη με ντρέπεται. Μήπως τάχα δεν τα λέει όλα χωρίς ντροπή στο Θεό; Γιατί λοιπόν δεν έμαθε τόσον καιρό πόσο μπορώ να υποφέρω γι' αυτόν; Γιατί, γιατί δε μ' έμαθε, πώς τολμάει να μη με ξέρει ύστερ' απ' όλα όσα γίνανε; Θέλω να τον σώσω για πάντα. Ας ξεχάσει πως είμαστε αρραβωνιασμένοι! Μα να που φοβάται να μου τα πει γιατί θα χάσει την τιμή του! Όμως εσάς, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δε φοβήθηκε να σας εξομολογηθεί, έτσι δεν είναι; Γιατί και 'γω ως τα τώρα δεν αξιώθηκα την ίδια συμπεριφορά;
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε δακρυσμένη. Δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της.
— Πρέπει ακόμα να σας πω, πρόφερε ο Αλιόσα με τρεμάμενη κι αυτός φωνή, για κείνο που 'γινε πριν από λίγο στο σπίτι του πατέρα.
Και διηγήθηκε όλη τη σκηνή, διηγήθηκε πως είχε πάει να ζητήσει λεφτά, πως εκείνος μπήκε με τη βία στο σπίτι, χτύπησε άσχημα τον πατέρα και ύστερ' απ' αυτό είπε στον Αλιόσα επιτακτικά κι επίμονα ν' πάει και ν' «αποχαιρετήσει»...
— Πήγε σε κείνη τη γυναίκα... πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο Αλιόσα.
— Και νομίζετε πως δε θα μπορέσω ν' ανεχθώ αυτή τη γυναίκα; Αυτό νομίζει και κείνος; Μα δε θα την παντρευτεί, γέλασε άξαφνα νευρικά. Μήπως τάχα ένας Καραμάζοβ μπορεί αιώνια να φλέγεται από 'να τέτοιο πάθος; Γιατί αυτό είναι πάθος, κι όχι έρωτας. Δε θα την πάρει γιατί ούτε και κείνη θα το θελήσει, χαμογέλασε και πάλι παράξενα η Κατερίνα Ιβάνοβνα.
— Ίσως και να την παντρευτεί, πρόφερε θλιμμένα ο Αλιόσα χαμηλώνοντας τα μάτια.
— Δε θα την πάρει σας λέω! Αυτή η κοπέλα είναι άγγελος, το ξέρετε αυτό; Το ξέρετε; αναφώνησε ξαφνικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα μ' ασυνήθιστη θέρμη. Το πιο καταπληχτικό απ' όλα τα πλάσματα. Ξέρω πως είναι συναρπαστική, μα ξέρω και πόσο καλόκαρδη είναι, τι σταθερό κι ευγενικό χαρακτήρα έχει. Γιατί με κοιτάτε έτσι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς; Μήπως απορείτε με τα λόγια μου, μήπως δεν τα πιστεύετε; Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, καλέ μου άγγελε! φώναξε ξαφνικά σε κάποιον κοιτάζοντας προς το άλλο δωμάτιο, ελάτε μέσα, είναι δω ένα έξοχο παιδί, είναι ο Αλιόσα, ξέρει όλες τις υποθέσεις μας, ελάτε να σας δει!
— Αυτό περίμενα και 'γω πίσω απ' την κουρτίνα. Να με φωνάξετε, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πολύ απαλή, κάπως γλυκερή μάλιστα.
Η κουρτίνα παραμέρισε και η ίδια η... Γκρούσενκα, γελαστή και χαρούμενη, πλησίασε στο τραπέζι. Ο Αλιόσα αναταράχτηκε. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της και δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Να που 'χε μπροστά του αυτή την τρομερή γυναίκα, το «θηρίο», όπως την είχε ονομάσει μισή ώρα πρωτύτερα ο αδερφός του ο Ιβάν. Κι όμως έβλεπε κει ένα πλάσμα που φαινότανε συνηθισμένο κι απλό, μιαν αγαθή καλόκαρδη γυναίκα, όμορφη βέβαια, που έμοιαζε όμως τόσο πολύ μ' όλες τις άλλες όμορφες μα «συνηθισμένες» γυναίκες! Η αλήθεια είναι πως ήταν όμορφη, πάρα πολύ όμορφη μάλιστα, μια ρούσικη ομορφιά απ' αυτές που πολλοί τις ερωτεύονται μέχρι πάθους. Ήταν αρκετά ψηλή, όχι όμως σαν την Κατερίνα Ιβάνοβνα (αυτή ήτανε πρώτο μπόι), γεμάτη, με απαλές, σάμπως αθόρυβες κινήσεις, που 'χαν κι αυτές εκλεπτυνθεί ίσαμε μιαν επιτηδευμένη γλυκερότητα, όπως και η φωνή της. Δεν πλησίασε με το σταθερό και σίγουρο βήμα της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Απεναντίας ήρθε αθόρυβα. Το πόδι της δεν ακουγόταν καθόλου στο πάτωμα. Κάθισε απαλά στην πολυθρόνα, το πλούσιο, μεταξωτό μαύρο της φουστάνι θρόισε απαλά, και τύλιξε τον παχουλό, άσπρο σαν τον αφρό λαιμό της και τους χυτούς της ώμους μ' ένα μαύρο, βαρύτιμο μάλλινο σάλι. Ήταν εικοσιδυό χρονών και, βλέποντας κανείς το πρόσωπό της, τόσο ακριβώς θα υπολόγιζε πως είναι. Το πρόσωπό της ήταν πολύ λευκό, με μιαν απόχρωση αχνό ροζ στα μάγουλα. Το περίγραμμα του προσώπου της ήταν κάπως φαρδύ και το κάτω σαγόνι προεξείχε μάλιστα κάπως. Το πάνω χείλος ήταν λεπτό μα το κάτω που προεξείχε ήταν δυο φορές πιο παχύ και μάλιστα σάμπως πρησμένο. Όμως τα θαυμάσια πυκνά σκουρόξανθα μαλλιά, τα σκούρα φρύδια και τα υπέροχα σταχτογάλανα μάτια με τα μακριά τσίνορα θα υποχρέωναν χωρίς αμφιβολία ακόμα και τον πιο αδιάφορο, και τον πιο αφηρημένον άνθρωπο, ακόμα κι αν βρισκότανε μέσα στο πλήθος, σε κανένα πανηγύρι ή σε συνωστισμό, να σταματήσει μπροστά σ' αυτό το πρόσωπο και να το θυμάται για πολύν καιρό. Εκείνο που περισσότερο απ' όλα έκανε εντύπωση στον Αλιόσα ήταν η παιδιάστικη, ανοιχτόκαρδη έκφραση τούτου του προσώπου. Το βλέμμα της ήταν παιδιάστικο, ήταν χαρούμενη σαν παιδί, πλησίασε στο τραπέζι πραγματικά «χαίροντας πολύ» και λες και κάτι πρόσμενε με μια παιδιάστικη ανυπομονησία και με μιαν εύπιστη περιέργεια. Το βλέμμα της σου αναγάλλιαζε την ψυχή, αυτό το 'νιωσε ο Αλιόσα. Είχε και κάτι άλλο ακόμα, κάτι που δε θα μπορούσε ή δε θα 'ξερε να το εξηγήσει μα που ίσως να το αισθάνθηκε κι αυτό ασυνείδητα. Λέω και πάλι γι' αυτή την απαλότητα, για την τρυφεράδα στην κάθε κίνηση του κορμιού, γι' αυτές τις αθόρυβες σαν γάτας κινήσεις. Κι όμως το κορμί της ήταν ρωμαλέο και πλούσιο. Κάτω από το σάλι μαντεύονταν φαρδείς, γεμάτοι ώμοι κι ένα ορθόστητο, εντελώς νεανικό ακόμα στήθος. Το κορμί αυτό υποσχόταν από τώρα γραμμές Αφροδίτης της Μήλου μα με αναλογίες κάπως υπερβολικές. Αυτό φαινόταν κιόλας. Οι γνώστες της ρούσικης γυναικείας καλλονής θα μπορούσανε να προβλέψουν αλάθευτα, κοιτάζοντας την Γκρούσενκα, πως αυτή η δροσερή νεανική ακόμα ομορφιά στα τριάντα της χρόνια θα χάσει την αρμονικότητά της, θα γίνει πλαδαρή, το πρόσωπο θα κρεμάσει, στο μέτωπο και κοντά στα μάτια πολύ σύντομα θα παρουσιαστούν μικρές ρυτίδες, το χρώμα θα γίνει τραχύτερο, όλο κοκκινάδες, κοντολογίς πως τούτη η ομορφιά είναι πρόσκαιρη, πράμα που συμβαίνει εξαιρετικά συχνά στις Ρωσίδες. Εννοείται πως ο Αλιόσα δεν τα σκεφτόταν αυτά μα, αν και ήταν μαγεμένος, αισθανόταν κάτι δυσάρεστο και σάμπως να λυπόταν καθώς αναρωτιόταν: Γιατί σέρνει έτσι τις λέξεις και δε μιλάει με φυσικότητα; Φαίνεται πως θεωρούσε όμορφο τούτο το σούρσιμο και τη γλυκεράδα στον τόνο της φωνής. Ήταν φυσικά ένα κακό συνήθειο μονάχα, που απόδειχνε την έλλειψη ανατροφής και τη στραβή αντίληψη της ευπρέπειας. Κι όμως αυτή η προφορά κι ο τονισμός φαίνονταν στον Αλιόσα σχεδόν αφόρητη αντίθεση μ' αυτό το παιδιάστικο, ανοιχτόκαρδο και χαρούμενο πρόσωπο, μ' αυτό το ήσυχο, ευτυχισμένο σαν μωρού ακτινοβόλο βλέμμα! Η Κατερίνα Ιβάνοβνα την έβαλε να καθίσει αμέσως στην πολυθρόνα απέναντι στον Αλιόσα και τη φίλησε ενθουσιασμένη κάμποσες φορές στα γελαστά της χείλη. Λες και ήταν ερωτευμένη μαζί της.
— Είναι η πρώτη φορά που βλεπόμαστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρόφερε με παραφορά. Θέλησα να τη γνωρίσω, να τη δω, ήθελα να πάω σπίτι της μα κείνη, μόλις έμαθε τούτη την επιθυμία μου, ήρθε μονάχη της. Το 'ξερα από πρώτα πως εμείς θα τα ξεδιαλύνουμε όλα οι δυό μας, όλα! Αυτό προαισθανόταν η καρδιά μου... Προσπαθήσανε να με πείσουν να μην κάνω αυτό το διάβημα μα εγώ προαισθανόμουν μιαν ευτυχισμένη λύση και δεν έκανα λάθος. Η Γκρούσενκα μου τα εξήγησε όλα, όλα τα σχέδιά της. Σαν ένας άγγελος καλοσύνης ήρθε πετώντας εδώ κι έφερε τη γαλήνη και τη χαρά...
— Και με καταδεχτήκατε, καλή μου, άξια δεσποινίδα, είπε και πάλι τραγουδιστά η Γκρούσενκα με το ίδιο χαριτωμένο και χαρούμενο χαμόγελο.
— Μην τολμήσετε να ξαναπείτε τέτοια λόγια, μάγισσά μου, γητεύτρα μου! Εσάς να μην καταδεχτώ! Να, θα ξαναφιλήσω το κάτω χειλάκι σας. Είναι παχουλούτσικο, να λοιπόν, και 'γω το φιλάω για να γίνει ακόμα πιο παχουλούτσικο, κι άλλο, κι άλλο... Κοιτάχτε την πως γελάει, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, η καρδιά σου αναγαλλιάζει σαν κοιτάς αυτόν τον άγγελο.
Ο Αλιόσα κοκκίνισε κι έτρεμε ανεπαίσθητα.
— Με καλοπιάνετε, καλή μου δεσποινίδα, όμως εγώ ίσως να μην αξίζω καθόλου τα χάδια σας.
— Δεν τ' αξίζει; Αυτή να σου λέει πως δεν τ' αξίζει! ξεφώνισε και πάλι με την ίδια θέρμη η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Το ξέρετε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πως ήμαστε ένα πολύ ιδιότροπο μυαλουδάκι και μια καρδούλα ατίθαση μα πολύ περήφανη; Ήμαστε ευγενικοί, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είμαστε μεγαλόψυχοι, το ξέρετε αυτό; Μονάχα που ήμασταν δυστυχισμένοι. Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε κάθε θυσία για έναν ανάξιο ίσως, ή ελαφρόμυαλο άνθρωπο. Ήταν κάποιος, ένας αξιωματικός κι αυτός, που τον ερωτευτήκαμε, που του τα προσφέραμε όλα, πέρασε καιρός πια, εδώ και πέντε χρόνια, μα κείνος μας ξέχασε και παντρεύτηκε μιαν άλλη. Τώρα η γυναίκα του πέθανε. Έγραψε πως έρχεται εδώ, και μάθετε ακόμα πως μονάχα αυτόν, μονάχα αυτόν αγαπάμε ως τα τώρα, μονάχα αυτόν αγαπάμε σ' όλη μας τη ζωή! Θα 'ρθει, και η Γκρούσενκα θα γίνει και πάλι ευτυχισμένη. Όλα τούτα τα πέντε χρόνια ήταν δυστυχισμένη. Μα ποιος λοιπόν θα μπορέσει να πει έναν κακό λόγο γι' αυτήν; Ποιος μπορεί να καυχηθεί πως είχε σχέσεις μαζί της; Μονάχα κείνος ο γέρος, ο παράλυτος έμπορος, μα τούτος ήταν μάλλον πατέρας της, φίλος και προστάτης. Τη βρήκε τότε απελπισμένη που την είχε εγκαταλείψει εκείνος που τόσο πολύ αγαπούσε... Τότε ήθελε να πάει να πνιγεί κι ο γέρος την έσωσε, την έσωσε!
— Σαν πολύ να με υπερασπίζεστε, καλή μου δεσποινίδα, σαν πολύ να βιαζόσαστε, πρόφερε και πάλι με τη συρτή φωνή της η Γκρούσενκα.
— Σας υπερασπίζω; Μα μήπως τάχα χρειάζεται εγώ να σας υπερασπίσω; Και μήπως θα 'χα ποτέ το θάρρος να το κάνω; Γκρούσενκα, άγγελέ μου, δόστε μου το χεράκι σας, κοιτάξε τούτο το παχουλό, μικρούλικο, υπέροχο χεράκι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Αυτό το χεράκι μου 'φερε την ευτυχία και 'γω τώρα θα το φιλήσω κι από πάνω και στην παλάμη, να, να, και να!
Και φίλησε τρεις φορές σαν μεθυσμένη το πραγματικά υπέροχο χεράκι της Γκρούσενκα που ίσως το μόνο ψεγάδι του ήταν πως ήταν κάπως υπερβολικά παχουλό. Η άλλη πρότεινε τούτο το χεράκι, γελώντας νευρικά και κουδουνιστά και παρατηρούσε την «καλή δεσποινίδα». Ήταν φανερό πως την ευχαριστούσε που της φιλούσαν έτσι το χεράκι. «Σάμπως πολύ υπερβολικός αυτός ο ενθουσιασμός», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Αλιόσα και κοκκίνισε. Η καρδιά του, όλη την ώρα, ήταν κάπως ιδιαίτερα ανήσυχη.
— Μη με ντροπιάζετε τόσο πολύ, καλή μου δεσποινίδα, φιλώντας έτσι μπροστά στον Αλεξέι Φιοντόροβιτς το χέρι μου.
— Μα μήπως τάχα ήθελα να σας ντροπιάσω μ' αυτό που έκανα; πρόφερε απορώντας κάπως η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Αχ, καλή μου, πόσο άσκημα με καταλαβαίνετε!
— Μα ίσως και σεις να μη με καταλαβαίνετε και τόσο καλά, καλή μου δεσποινίδα. Ίσως να 'μαι πολύ χειρότερη απ' όσο νομίζετε. Είμαι ανόητη, κάνω ότι μου καπνίσει. Τον καημένο τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον τύλιξα τότε μόνο και μόνο για να παίξω μαζί του.
— Όμως τώρα σεις η ίδια θα τον σώσετε. Μου δώσατε το λόγο σας. Θα του βάλετε μυαλό, θα του αποκαλύψετε πως αγαπάτε άλλον, από καιρό πια, και πως τώρα θέλει να σας παντρευτεί...
— Αχ, όχι, εγώ δε σας υποσχέθηκα τίποτα τέτοιο. Αυτά όλα τα λέγατε εσείς μονάχη σας, εγώ δεν υποσχέθηκα τίποτα.
— Θα πει λοιπόν πως δε σας κατάλαβα καλά, πρόφερε ήσυχα η Κατερίνα Ιβάνοβνα και σαν να χλόμιασε λιγάκι.
Υποσχεθήκατε...
— Καλέ, όχι, άγγελέ μου, καλή μου δεσποινίδα, δε σας υποσχέθηκα τίποτα, είπε διακόπτοντάς την η Γκρούσενκα με την ίδια ήρεμη φωνή και την ίδια εύθυμη κι αθώα έκφραση στο πρόσωπό της. Τώρα πια το βλέπετε καθαρά, άξια δεσποινίδα μου, πόσο κακή και πεισματάρα είμαι απέναντι σας. Ό,τι μου κατέβει, εκείνο και θα κάνω. Πριν από λίγο, ίσως και να σας υποσχέθηκα κάτι μα τώρα πάλι σκέφτομαι: Κι αν ξαφνικά μου ξαναρέσει κείνος, ο Μίτια δηλαδή; Γιατί μια φορά πολύ μου 'χε αρέσει, σχεδόν μιαν ώρα εξακολουθούσε να μ' αρέσει. Ίσως τώρα κιόλας να πάω και να του πω να μείνει από σήμερα στο σπίτι μου... Να τι ανεμοδούρα είμαι...
— Πριν από λίγο λέγατε... εντελώς άλλα πράματα... ψιθύρισε με δυσκολία η Κατερίνα Ιβάνοβνα.
— Αχ, πριν από λίγο! Μα εγώ είμαι πονόψυχη, είμαι ανόητη. Μονάχα να σκεφτεί κανείς πόσο υπόφερε εξαιτίας μου! Και τι θα γίνει αν πάω τώρα στο σπίτι και τον λυπηθώ; Τι θα γίνει;
— Δεν περίμενα πως...
— Εχ, δεσποινίδα μου, πόσο πιο αγαθή είστε από μένα, πόσο πιο ευγενική. Ίσως τώρα να πάψετε κιόλας να μ' αγαπάτε, εμένα την ανόητη για τον παλιοχαρακτήρα μου. Δώστε μου το χεράκι σας, άγγελέ μου, παρακάλεσε χαδιάρικα και πήρε το χέρι της Κατερίνας Ιβάνοβνας σχεδόν με κάποιαν ευλάβεια. Τώρα θα πάρω το χεράκι σας, καλή μου δεσποινίδα, και θα σας το φιλήσω όπως και σεις. Σεις μου το φιλήσατε τρεις φορές μα εγώ θα 'πρεπε να σας το φιλήσω τριακόσιες για να 'μαστε πάτσι. Όμως, ας είναι. Όσο για τ' άλλα, ας γίνει όπως θέλει ο Θεός. Ίσως να γίνω εντελώς σκλάβα σας και να θελήσω να υπακούω σαν σκλάβα στην κάθε σας επιθυμία. Ας γίνουν όλα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, χωρίς καμιά συμφωνία ανάμεσά μας και χωρίς καμιάν υπόσχεση. Μα το χεράκι σας, το χεράκι σας είναι τόσο απαλό, το χεράκι σας! Δεσποινίδα μου, καλή μου, ομορφούλα μου!
Πλησίασε αργά τούτο το χεράκι στα χείλη της έχοντας την παράξενη επιθυμία να «πατσίσει» με τα φιλιά. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα δεν τράβηξε το χέρι της: κάτι άρχισε να ελπίζει όταν η άλλη της έδωσε την παράξενη υπόσχεση να την υπακούει «σαν σκλάβα». Την κοίταζε επίμονα στα μάτια. Κι εξακολουθούσε να βλέπει σε κείνα τα μάτια την ίδια ανοιχτόκαρδη έκφραση, τη γεμάτη εμπιστοσύνη, την ίδια λαγαρή ευθυμία... « Ίσως να 'ναι πολύ απλοϊκή!» σκέφτηκε για μια στιγμή η Κατερίνα Ιβάνοβνα μ' ελπίδα. Στο μεταξύ η Γκρούσενκα, σαν γοητευμένη απ' το «χαριτωμένο χεράκι», το 'φερνε σιγά-σιγά στα χείλη της. Είχε ακουμπήσει σχεδόν τα χείλη της πάνω σ' αυτό το χέρι, μα ξαφνικά το κράτησε κει για δύο, για τρία δευτερόλεπτα σαν κάτι να σκεφτόταν.
— Ξέρετε όμως κάτι, άγγελέ μου, καλή μου δεσποινίδα, είπε ξάφνου με την πιο συρτή κι απαλή και γλυκερή φωνούλα της, ξέρετε τι; Τώρα μου πέρασε μια σκέψη να μην το φιλήσω το χεράκι σας.
Κι άρχισε να γελάει εύθυμα και κεφάτα.
— Όπως θέλετε... Τι έχετε; είπε η Κατερίνα Ιβάνοβνα κι άξαφνα ανατρίχιασε.
— Να, έτσι. Θέλω πάντα να το θυμάστε πως εσείς μου φιλήσατε το χέρι και 'γω δε φίλησα το δικό σας.
Κάτι έλαμψε ξαφνικά στα μάτια της. Κοίταζε με τρομερή επιμονή την Κατερίνα Ιβάνοβνα κατάματα.
— Αδιάντροπη! πρόφερε άξαφνα η Κατερίνα Ιβάνοβνα σαν να κατάλαβε κάτι ξαφνικά άναψε ολάκερη και πετάχτηκε απ' τη θέση της. Σηκώθηκε και η Γκρούσενκα χωρίς να βιάζεται.
— Θα το διηγηθώ και στον Μίτια πως μου φιλήσατε το χέρι και 'γω δε σας το φίλησα. Πόσο θα γελάσει!
— Έξω, πρόστυχη!
— Αχ, τι ντροπή, δεσποινίδα μου, αχ, τι ντροπή, αυτά τα λόγια δε σας ταιριάζουν καθόλου, καλή μου δεσποινίδα.
— Έξω, πουλημένη! ούρλιαξε η Κατερίνα Ιβάνοβνα.
Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε κι όλα τα χαρακτηριστικά της έτρεμαν.
— Ελάτε δα! Και πουλημένη! Εσείς η ίδια όταν ήσασταν κορίτσι πηγαίνατε στους νεαρούς τα βραδάκια για να τους πάρετε λεφτά, πηγαίνατε να πουλήσετε την ομορφιά σας. Τα ξέρω δα.
Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ξεφώνισε κι όρμησε πάνω της μα ο Αλιόσα τη συγκράτησε:
— Μην κάνετε πια ούτε βήμα, μη λέτε λέξη! Μη λέτε, μην απαντάτε τίποτα, θα φύγει, τώρ' αμέσως θα φύγει!
Κείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο οι δύο συγγένισσες της Κατερίνας Ιβάνοβνας και η καμαριέρα. Όλες όρμησαν προς το μέρος της.
— Και βέβαια θα φύγω, είπε η Γκρούσενκα παίρνοντας τη μαντήλα της απ' το ντιβάνι. Καλούλη μου, Αλιόσα, για συνόδεψέ με!
— Φύγετε, φύγετε γρήγορα! είπε ο Αλιόσα ενώνοντας ικετευτικά τα χέρια του.
— Καλούλη μου, Αλιόσενκα, συνόδεψέ με! Στο δρόμο θα σου πω ένα γλυκό, πολύ γλυκό λογάκι! Για χάρη σου, Αλιόσενκα, έκανα όλη τούτη τη φασαρία. Συνόδεψέ με., καλέ μου, θα σου αρέσει ύστερα.
Ο Αλιόσα της γύρισε την πλάτη. Η Γκρούσενκα έφυγε τρέχοντας και γελώντας δυνατά.
Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έπαθε κρίση. Έκλαιγε με λυγμούς, την πνίγανε σπασμοί. Όλοι στριφογύριζαν γύρω της.
— Σας είχα προειδοποιήσει, της έλεγε η γεροντότερη θειά της, προσπαθούσα να σας αποτρέψω απ' αυτό το διάβημα... είσαστε πολύ παράφορη... Πώς μπορέσατε και τ' αποφασίσατε ένα τέτοιο διάβημα! Εσείς δεν τα ξέρετε αυτά τα υποκείμενα και γι' αυτήν λένε πως είναι χειρότερη απ' όλες... Μα την αλήθεια, είστε πολύ ατίθαση!
— Είναι τίγρισσα! ούρλιαζε η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Γιατί με κρατήσατε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, εγώ θα την έσπαγα στο ξύλο, θα την έσπαγα στο ξύλο!
Δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά στον Αλιόσα, ίσως και να μην ήθελε να συγκρατηθεί.
—Της πρέπει ένα μαστίγωμα πάνω στο ικρίωμα, απ' το δήμιο, μπροστά στον κόσμο!,.
Ο Αλιόσα οπισθοχώρησε προς την πόρτα.
—Όμως, Θεέ μου! ξεφώνισε άξαφνα η Κατερίνα Ιβάνοβνα χτυπώντας τα χέρια της. Όμως αυτός! Πώς μπόρεσε κι έκανε τούτη την ατιμία, τούτη την απανθρωπιά! Διηγήθηκε σ' αυτή την πρόστυχη όλα όσα έγιναν εκεί, εκείνη την απαίσια, την καταραμένη, την τρισκατάρατη μέρα! «Πήγατε να πουλήσετε την ομορφιά σας, καλή μου δεσποινίδα!» Το ξέρει κι αυτή! Ο αδερφός σας είναι παλιάνθρωπος, Αλεξέι Φιοντόροβιτς!
Ο Αλιόσα κάτι θέλησε να πει μα δεν έβρισκε λόγια. Η καρδιά του σφιγγόταν τόσο που πονούσε.
— Φύγετε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Ντρέπομαι, δεν μπορώ πια να τα υποφέρω! Αύριο... σας ικετεύω γονατιστή, ελάτε αύριο. Μη με κατακρίνετε, συγχωρέστε με, ούτε και 'γω δεν ξέρω τι θα κάνω πια!
Ο Αλιόσα βγήκε στο δρόμο σχεδόν παραπατώντας. Ήθελε κι αυτός να κλάψει σαν και κείνην. Ξαφνικά, τον πρόφτασε η υπηρέτρια.
— Η δεσποινίς ξέχασε να σας δώσει τούτο το γραμματάκι της κυρίας Χοχλάκοβα. Απ' το μεσημέρι μας το φέρανε.
Ο Αλιόσα πήρε μηχανικά το μικρό ροζ φακελάκι και το 'βαλε ασυναίσθητα στην τσέπη του.