4. ΙΙ. Στου πατέρα
Πρώτα απ’ όλα ο Αλιόσα πήγε στου πατέρα του. Πλησιάζοντας θυμήθηκε πως την προηγούμενη ο πατέρας του επέμενε να μπει έτσι που να μην τον δει ο Ιβάν.
«Γιατί άραγε;» συλλογίστηκε τώρα ξαφνικά ο Αλιόσα. «Αν ο πατέρας θέλει να μου πει κάτι ιδιαίτερα, κανένα μυστικό, ποιος ο λόγος να μπω κρυφά; Σίγουρα χτες, μέσα στην ταραχή του κάτι άλλο ήθελε να μου πει, μα δεν πρόφτασε».
Πάντως ευχαριστήθηκε πολύ όταν του άνοιξε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα (ο Γρηγόρης είχε αρρωστήσει και βρισκόταν κρεβατωμένος στην πτέρυγα) και του είπε πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήταν δυο ώρες πια που βγήκε.
— Κι ο πατερούλης;
— Σηκώθηκε, πίνει τον καφέ του, απάντησε κάπως ξερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα.
O Αλιόσα μπήκε. O γέρος καθόταν μοναχός του στο τραπέζι με τις παντούφλες του κι ένα παλιό παλτό και ξεφύλλιζε, έτσι για να περνάει η ώρα, χωρίς μεγάλη προσοχή, κάτι λογαριασμούς. Ήταν ολομόναχος σ' όλο το σπίτι (ο Σμερντιακόβ είχε βγει για ψώνια). Μα δεν ήταν οι λογαριασμοί που τον απασχολούσαν. Αν και σηκώθηκε νωρίς το πρωί και προσποιότανε πως αισθάνεται καλά, φαινόταν παρ' όλα αυτά κουρασμένος κι αδύναμος. Το μέτωπό του, όπου τη νύχτα είχαν φανεί τεράστιες μελανιές, ήταν δεμένο μ' ένα κόκκινο μαντήλι. Η μύτη του είχε πρηστεί πολύ και είχε κι αυτή μερικές μελανιές που, αν και ήταν ασήμαντες, του 'διναν μιαν έκφραση μοχθηρή κι οργισμένη. O γέρος το 'ξερε κι ο ίδιος αυτό και κοίταξε εχθρικά τον Αλιόσα που έμπαινε.
— O καφές είναι κρύος, φώναξε απότομα, δε σε κερνάω. Κι εγώ φίλε μου, δεν πρόκειται να φάω σήμερα παρά μονάχα νηστίσιμη ψαρόσουπα και δε θα προσκαλέσω κανέναν. Γιατί μου κουβαλήθηκες:
— Να μάθω για την υγεία σας, πρόφερε ο Αλιόσα.
— Ναι, κι εξάλλου χτες σ' είχα προστάξει να 'ρθεις. Όλα αυτά είναι ανοησίες. Άδικα μπήκες σε κόπο. Να λέμε την αλήθεια, το 'ξερα πως σίγουρα θα μου κουβαληθείς...
Αυτό το 'πε μ' ένα ύφος εκνευρισμένο. Ταυτόχρονα σηκώθηκε κι εξέτασε ανήσυχα τη μύτη του στον καθρέφτη (για τεσσαρακοστή ίσως φορά απ' το πρωί). Άρχισε να φτιάχνει το κόκκινο μαντήλι πάνω στο μέτωπό του.
— Καλύτερα το κόκκινο, το άσπρο μυρίζει νοσοκομείο, παρατήρησε με εμβρίθεια. Λοιπόν, τι νέα από κει; Πώς τα πάει ο στάρετς σου;
— Είναι πολύ άσχημα, ίσως σήμερα κιόλας να πεθάνει, απάντησε ο Αλιόσα.
Όμως ο πατέρας του ούτε τ' άκουσε καλά-καλά μα και την ερώτησή του την ξέχασε αμέσως.
— O Ιβάν έφυγε, είπε ξαφνικά. Με κάθε τρόπο προσπαθεί να βουτήξει απ' τον Μίτκα την αρραβωνιαστικιά του, γι' αυτό και μένει εδώ πέρα, πρόσθεσε με λύσσα και στραβώνοντας το στόμα του κοίταξε τον Αλιόσα.
— Δεν πιστεύω να σας το είπε ο ίδιος; ρώτησε ο Αλιόσα.
— Είναι καιρός πια που μου το 'πε. Αμέ τι νομίζεις; Εδώ και τρεις βδομάδες μου το 'πε. Δεν ήρθε βέβαια κι αυτός εδώ πέρα για να με σφάξει στα κρυφά! Κάποιο λόγο πρέπει να 'χει που ήρθε.
— Τι λέτε εκεί! Γιατί τα λέτε αυτά; είπε ο Αλιόσα τρομερά συγχυσμένος.
— Είναι αλήθεια πως δεν μου ζητάει λεφτά, μα κι έτσι ούτε μια τρίχα δε θα του δώσω. Έχω σκοπό, αγαπητέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, να ζήσω σε τούτη τη γη όσο μπορώ περισσότερο, να το ξέρετε αυτό, και για τούτο μου χρειάζεται το κάθε καπίκι· κι όσο πιο πολύ ζήσω τόσο θα μου είναι πιο χρειαζούμενα τα λεφτά, εξακολουθούσε να λέει κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο κι έχοντας τα χέρια του στις τσέπες του λιγδιασμένου καλοκαιρινού κίτρινου παλτού του. Τώρα όσο να 'ναι είμαι άντρας ακόμα, πενήντα πέντε χρονώ όλο κι όλο, μα θέλω να ζήσω σαν άντρας τουλάχιστον είκοσι χρόνια ακόμα. Μα όταν θα γεράσω θα γίνω σιχαμερός, κι αυτές δε θα μου 'ρχονται τότε με τη θέλησή τους. Γι' αυτό τότε θα μου χρειαστούν τα λεφτουδάκια μου. Γι' αυτό και γω όλο και τα μαζεύω, όλο και τα μαζεύω και το κάνω μονάχα για μένα, αγαπητέ μου γιε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και να το ξέρετε, γιατί εγώ θέλω να ζήσω μες στο βούρκο μου ως την τελευταία μέρα. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας! Είναι γλυκά μέσα στο βούρκο: Όλοι τον βρίζουνε, όλοι όμως μέσα του ζούνε· μα όλοι κρυφά ενώ εγώ ολοφάνερα. Γι' αυτήν ακριβώς την ειλικρίνειά μου είναι που ρίχτηκαν πάνω μου όλοι αυτοί του βούρκου. Όσο για τον Παράδεισό σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, καθόλου δεν τον γουστάρω και να το ξέρεις. Στο κάτω κάτω δεν ταιριάζει κιόλας σ' έναν καθώς πρέπει άνθρωπο να πάει στον Παράδεισο, αν υποθέσουμε πως υπάρχει δηλαδή και τούτος. Κατά τη γνώμη μου πέφτεις και κοιμάσαι τον αξύπνητο και τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Αν το θέτε μνημονεύετέ με κι αν δε θέτε τραβάτε στο διάολο. Νά η φιλοσοφία μου. Καλά τα 'λεγε χτες εδώ πέρα ο Ιβάν, παρ' όλο που όλοι ήμασταν μεθυσμένοι. O Ιβάν είναι καυχησιάρης, κι ούτε είναι και κάνας σοφός... κι ούτε έχει και σπουδαία μόρφωση... Το μόνο που ξέρει είναι να σωπαίνει και να σε κοιτάει χαμογελώντας. Αυτό είναι το κόλπο.
O Αλιόσα τον άκουγε και δεν έβγαζε λέξη.
— Γιατί δε μιλάει μαζί μου; Κι όταν μιλάει παρασταίνει. Παλιάνθρωπος είναι ο Ιβάν σου! Όσο για την Γκρούσενκα, φτάνει να θέλω και την παντρεύουμαι τώρα αμέσως. Γιατί όταν έχεις λεφτά, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, φτάνει κάτι να θελήσεις κι αμέσως γίνεται. O Ιβάν αυτό ακριβώς φοβάται και με παραφυλάει. Δε θέλει να πάρω την Γκρούσενκα, μα παροτρύνει τον Μίτκα να την πάρει εκείνος: Έτσι θέλει να χωρίσει και μένα απ' την Γκρούσενκα (λες και θα του αφήσω λεφτά αν δεν την παντρευτώ!) κι απ' την άλλη αν ο Μίτκα πάρει την Γκρούσενκα, τότε αυτός θα του πάρει την πλούσια μνηστή του. Νά τι υπολογισμούς κάνει! Είναι παλιάνθρωπος ο Ιβάν σου!
— Πόσο είστε ευερέθιστος. Είναι απ' τα χτεσινά. Καλύτερα να πηγαίνατε να πλαγιάσετε, είπε ο Αλιόσα.
— Νά, εσύ μου το λες αυτό, είπε ο γέρος ξαφνικά σάμπως τώρα να το πρωτοσκέφτηκε. Μου το λες κι εγώ δε θυμώνω μαζί σου, όμως με τον Ιβάν θα θύμωνα αν τυχόν και μου 'λεγε το ίδιο πράμα. Μονάχα με σένα είχα πού και πού στιγμές καλοσύνης, αλλιώς είμαι κακός άνθρωπος.
— Δεν ήσασταν κακός από φυσικού σας, μα σας σημάδεψε η ζωή, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.
— Άκου, τον κακούργο τον Μίτκα ήθελα σήμερα κιόλας να τον χώσω στη φυλακή, μα και τώρα δεν το ξέρω ακόμα τι απόφαση θα πάρω. Βέβαια, στην εποχή μας είναι πολύ της μόδας να νομίζει κανείς πως ο σεβασμός προς τον πατέρα και τη μητέρα είναι μια πρόληψη, μα νομίζω πως υπάρχουν και νόμοι που και στις μέρες μας ακόμα απαγορεύουν στους γιους να τραβάνε απ' τα μαλλιά τους γέρους πατεράδες τους και να τους χτυπάνε με το τακούνι στα μούτρα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, τη στιγμή που αυτοί είναι πεσμένοι χάμω κι ακόμα να καυχιούνται πως θα 'ρθουν και θα τους σκοτώσουν κι όλ' αυτά μπροστά σε μάρτυρες. Αν το 'θελα θα τον γράπωνα τώρα και θα τον έχωνα μέσα για τα χτεσινά του καμώματα.
— Όμως δε θέλετε να τον καταγγείλετε, έτσι δεν είναι;
— O Ιβάν με απότρεψε. Βέβαια θ' αδιαφορούσα γι' αυτά που λέει ο Ιβάν, μα ξέρω κάτι άλλο...
Και σκύβοντας εξακολούθησε εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα:
— Αν τον χώσω μέσα τον παλιάνθρωπο, εκείνη θα το μάθει και θα τρέξει στη στιγμή κοντά του. Μα αν ακούσει σήμερα πως μ' έσπασε στο ξύλο και λίγο έλειψε να με σκοτώσει, εμένα, τον αδύναμο γέρο, ίσως να τον παρατήσει και να 'ρθει εδώ να με δει... Νά τι χαρακτήρα έχουμε: πάντα κόντρα πάμε. Την ξέρω απόξω κι ανακατωτά. Μα δε θα πιείς κανένα κονιάκ; Πάρε κρύο καφεδάκι, θα σου βάλω και λιγάκι κονιάκ, θα γίνει νόστιμο, άκου που σου λέω.
— Όχι, δε θέλω, ευχαριστώ. Νά, τούτο το ψωμάκι θα πάρω μαζί μου, αν μου το δώσετε, είπε ο Αλιόσα κι έβαλε στην τσέπη του ράσου του ένα φρατζολάκι των τριών καπικίων. Όμως κονιάκ καλά θα κάνατε να μην πίνατε ούτε εσείς, τον συμβούλεψε επιφυλακτικά ο Αλιόσα κοιτάζοντας το πρόσωπο του γέρου.
— Δίκιο έχεις. Σε νευριάζει αντί να σε καλμάρει. Όμως μονάχα ένα ποτηράκι θα πιώ... Εδώ στο ντουλαπάκι είναι...
Άνοιξε με το κλειδί το ντουλαπάκι, γέμισε ένα ποτηράκι, το ήπιε, ύστερα ξανάκλεισε το ντουλαπάκι και ξανάβαλε το κλειδί στην τσέπη του.
— Δεν θα πιώ άλλο, μ' ένα ποτηράκι δεν ψοφάω.
— Νά που γίνατε τώρα καλύτερος, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε.
— Χμ! Εσένα σ' αγαπάω και χωρίς να πιώ κονιάκ, μα με τους παλιανθρώπους είμαι παλιάνθρωπος. O Βάνκα δεν πάει στην Τσερμασνιά. Γιατί; Θέλει να με κατασκοπεύει: θα δώσω πολλά στην Γκρούσενκα όταν θα 'ρθει; Όλοι είναι παλιάνθρωποι! Μα τον Ιβάν εγώ καθόλου δεν τον παραδέχομαι για γιο μου. Καθόλου δεν θέλω να τον ξέρω. Από που ξεφύτρωσε; Είναι εντελώς διαφορετικός από μας. Και μήπως τάχα θα του αφήσω τίποτα; Ούτε διαθήκη δεν θα κάνω και να το ξέρετε. Και τον Μίτκα θα τον πατήσω και θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. Τις νύχτες τυχαίνει καμιά φορά να πατάω τις μαύρες κατσαρίδες με την παντούφλα: ένα κρατς κάνουν μονάχα και λειώνουν. Κρατς θα κάνει κι ο Μίτκα σου. O Μίτκα σου, γιατί εσύ τον αγαπάς. Νά, εσύ τον αγαπάς και γω δεν φοβάμαι που τον αγαπάς. Αν τον αγαπούσε όμως ο Ιβάν, μα την αλήθεια, θα φοβόμουνα και για τη ζωή μου. Μα ο Ιβάν κανέναν δεν αγαπάει, ο Ιβάν δεν είναι δικός μας άνθρωπος. Κάτι τέτοιοι, αδερφέ μου, είναι εντελώς αλλιώτικοι από μας, είναι μια σκόνη που σηκώθηκε... λίγος αέρας να φυσήξει και θα φύγει... Χτες μου πέρασε μια ανοησία απ' το κεφάλι, όταν σου είπα να περάσεις. Ήθελα να μάθω από σένα κάτι για τον Μίτκα, αν του 'δινα δηλαδή καμιά χιλιάδα ρούβλια, ή και δυο ακόμα, θα δεχότανε να φύγει από δω αυτός ο απένταρος αχρείος για πέντε ή καλύτερα για τριανταπέντε χρόνια, χωρίς να πάρει την Γκρούσενκα και να παραιτηθεί εντελώς απ' αυτήν; Τι λες και συ;
— Θα... θα τον ρωτήσω... μουρμούρισε ο Αλιόσα. Αν του δίνατε τις τρεις χιλιάδες, τότε ίσως αυτός...
— Ψέματα λες! Δεν υπάρχει λόγος τώρα να τον ρωτήσεις. Καθόλου δε χρειάζεται. Άλλαξα γνώμη. Χτες μου πέρασε μια ανόητη σκέψη απ' το κεφάλι. Τίποτα δε θα δώσω, μα τίποτα σου λέω· τα λεφτά μου χρειάζονται σε μένα, είπε ο γέρος κι άρχισε να χειρονομεί. Εγώ θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. Μην του λες τίποτα, γιατί μπορεί ν' αρχίσει να ελπίζει κιόλας. Όμως και συ δεν έχεις τίποτα να κάνεις εδώ πέρα. Μπορείς να πηγαίνεις. Εκείνη η μνηστή του, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που μου την έκρυβε τόσο προσεχτικά όλον τούτο τον καιρό, τι θα κάνει; Θα τον παντρευτεί για όχι; Νομίζω πως χτες πήγες σπίτι της, ε;
— Με κανέναν τρόπο δεν θέλει να τον παρατήσει.
— Κάτι τέτοιους αγαπάνε αυτές οι λεπτές δεσποινίδες. Κάτι γλεντζέδες και παλιανθρώπους! Τίποτα δεν αξίζουν αυτές οι χλωμές δεσποινίδες, άκου με που σου λέω. Να δεις κάτι άλλες... Ε, ρε, και να 'χα τα νιάτα του και το τοτινό μου πρόσωπο, γιατί εγώ ήμουνα πολύ πιο καλοκαμωμένος από εκείνον στα εικοσιοχτώ μου χρόνια. Τότε και εγώ θα 'μουνα κατακτητής όπως και κείνος. Κανάγιας είναι! Μα την Γκρούσενκα δε θα μου τη φάει, ποτέ δε θα μου τη φάει... Θα τον κάνω λιώμα!
Αγρίεψε και πάλι με τα τελευταία λόγια του.
— Πήγαινε. Τίποτα δεν έχεις να κάνεις σήμερα εδώ πέρα, είπε απότομα.
O Αλιόσα σηκώθηκε να τον χαιρετήσει και τον φίλησε στο μάγουλο.
— Γιατί το 'κανες αυτό; είπε λίγο ξαφνιασμένος ο γέρος. Θα ξαναειδωθούμε δα. Έ, μήπως νομίζεις πως δε θα ξαναειδωθούμε;
— Κάθε άλλο, έτσι το 'κανα.
— Μα και βέβαια, δεν είναι τίποτα, κι εγώ έτσι απλώς το είπα, απάντησε ο γέρος κοιτάζοντάς τον. Άκου δω, άκου, φώναξε πίσω του. Έλα καμιά φορά, και σύντομα μάλιστα, για να φάμε ψαρόσουπα· θα φτιάξω ψαρόσουπα εξαιρετική, η σημερινή δε θα πιάνει πεντάρα μπροστά σε κείνην, να 'ρθεις το δίχως άλλο! Αύριο κιόλας, ακούς, αύριο κιόλας να 'ρθεις!
Και μόλις ο Αλιόσα βγήκε, αυτός πλησίασε το ντουλαπάκι και κατέβασε ακόμα μισό ποτηράκι.
— Όχι άλλο! μουρμούρισε πλαταγίζοντας τη γλώσσα του.
Ξανάκλεισε το ντουλαπάκι, έβαλε το κλειδί στην τσέπη και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Ένιωθε αδυνατισμένος και, μόλις πλάγιασε στο κρεβάτι, τον πήρε ο ύπνος.