4. ΙΙΙ. Έμπλεξε με τα σκολιαρόπαιδα
Δόξα να 'χει ο Θεός που δε με ρώτησε για την Γκρούσενκα», σκέφτηκε ο Αλιόσα βγαίνοντας απ' το σπίτι του πατέρα του και τραβώντας για της κυρίας Χοχλάκοβα. «Αλλιώς θ' αναγκαζόμουν ίσως να του αφηγηθώ τη χτεσινή μου συνάντηση μαζί της».
O Αλιόσα πόνεσε, νιώθοντας πως τη νύχτα οι αντίπαλοι είχαν συγκεντρώσει καινούργιες δυνάμεις και η καρδιά τους είχε σκληρύνει περισσότερο.
«O πατέρας είναι εκνευρισμένος και μοχθηρός, κάτι σκέφτηκε και πήρε την απόφασή του. Κι ο Ντιμήτρι; Σίγουρα κι αυτός κάτι θα 'χει σκεφτεί αυτή τη νύχτα και θα 'ναι κι αυτός εκνευρισμένος και μοχθηρός... Ω, πρέπει οπωσδήποτε να προφτάσω να τον βρω σήμερα με κάθε θυσία...»
Μα ο Αλιόσα δεν είχε πολύ καιρό να σκεφτεί: στο δρόμο του συνέβη κάτι που φαινομενικά δεν ήταν και πολύ σπουδαίο μα που του 'κανε μεγάλη εντύπωση. Μόλις πέρασε την πλατεία κι έστριψε σε μια πάροδο για να βγει στην οδό Μιχαηλόβσκαγια, που ήταν παράλληλη με το Μεγάλο Δρόμο και χωριζόταν απ' αυτόν μ' ένα ρέμα μονάχα (όλη η πολιτεία μας είναι γεμάτη ρέματα), είδε κάτω στο γεφυράκι ένα μπουλούκι σχολιαρόπαιδα: όλα μικρά παιδιά, από εννιά ίσαμε δώδεκα το πολύ χρονώ. Είχαν σχολάσει και σκορπίζανε για να πάνε σπίτια τους, άλλα με τη σάκα στην πλάτη και άλλα έχοντάς την κρεμασμένη στον ώμο, άλλα φορούσανε σακάκια κι άλλα παλτουδάκια. Ήταν και μερικά που φορούσαν ποδήματα από μαλακό δέρμα, από εκείνα που αρέσουν πολύ στα μικρά παιδιά, τα παραχαϊδεμένα απ' τους πλούσιους γονείς τους. Όλη η ομάδα συζητούσε ζωηρά, φαινόταν πως κάτι την απασχολούσε και γύρευε να πάρει μια απόφαση. O Αλιόσα ήταν αδύνατο να περάσει αδιάφορος μπροστά από μικρά παιδιά, απ' τον καιρό κιόλας που βρισκόταν στη Μόσχα και, αν και του άρεσαν ιδιαίτερα τα πολύ μικρά, τριώ χρονώ πάνω κάτω, αγαπούσε ωστόσο πολύ και τα σχολιαρόπαιδα των δέκα κι έντεκα χρονώ. Γι' αυτό, όσο κι αν ήταν τώρα απασχολημένος με τις σκέψεις του, θέλησε ξαφνικά να τα πλησιάσει και να πιάσει μαζί τους κουβέντα. Πλησιάζοντας κοίταζε τα κοκκινομάγουλα ζωηρά προσωπάκια τους και παρατήρησε ξάφνου πως το καθένα τους βαστούσε στο χέρι μια πέτρα, άλλα μάλιστα είχανε δυο. Απ' την άλλη μεριά της ρεματιάς, κάπου τριάντα βήματα μακριά απ' την ομάδα, στεκόταν ένα παιδί δίπλα σ' ένα φράχτη, μαθητής κι αυτός, με τη σάκα στον ώμο· φαινόταν απ' το μπόι του πως ήταν δέκα χρονώ, ίσως και πιο μικρός. Χλωμούτσικος, αρρωστιάρης, μ' αστραφτερά μαύρα ματάκια, κοίταζε προσεχτικά κι ερευνητικά την ομάδα των έξι παιδιών, που ήταν καθώς φαίνεται συμμαθητές του, μα που τώρα ήταν μαλωμένος μαζί τους. O Αλιόσα πλησίασε και μίλησε σ' ένα σγουρόμαλλο, ξανθό, κοκκινομάγουλο παιδί που φορούσε μαύρο σακάκι:
— Όταν είχα και γω μια πέτσινη σάκα σαν τη δίκιά σας, την κρέμαγα στον αριστερό μου ώμο για να μπορώ με το δεξί χέρι να παίρνω εύκολα ό,τι ήθελα από μέσα. Όμως εσείς έχετε τη σάκα στο δεξί ώμο και θα δυσκολεύεστε να πάρετε κάτι στα γρήγορα. O Αλιόσα άρχισε απ' αυτή την παρατήρηση χωρίς καμιά προμελετημένη πονηριά. Κι όμως είναι αδύνατο ένας μεγάλος ν·' αρχίσει διαφορετικά, όταν θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού κι ακόμα περισσότερο μιας ολάκερης ομάδας παιδιών. Πρέπει ν' αρχίζει κανείς να μιλάει σοβαρά για υπόθεση που ενδιαφέρει τα παιδιά και να δείξει πως τους κουβεντιάζει σαν ίσος με ίσο. O Αλιόσα το καταλάβαινε αυτό από ένστικτο.
— Μα αυτός είναι ζερβοχέρης, απάντησε ευθύς ένα άλλο παιδί, γεροδεμένο και γεμάτο υγεία, κάπου έντεκα χρονώ.
Τα υπόλοιπα πέντε παιδιά κάρφωσαν τα μάτια τους στον Αλιόσα.
— Και τις πέτρες με τ' αριστερό τις ρίχνει, παρατήρησε ένα τρίτο παιδί.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε μια πέτρα μέσα στην ομάδα, άγγιξε ελαφρά τον αριστεροχέρη, μα ξαστόχησε, αν και είχε ριχτεί με καπατσοσύνη και δύναμη. Την είχε ρίξει το παιδί που στεκόταν στην άλλη μεριά της ρεματιάς.
— Απάνω του, δώσ' του, Σμούροβ! φώναξαν όλοι.
Μα ο Σμούροβ (ο αριστεροχέρης) και χωρίς αυτό δεν αργοπόρησε καθόλου κι απάντησε αμέσως: έριξε μια πέτρα στο παιδί που βρισκόταν πίσω απ' το ρέμα, μα χωρίς επιτυχία, η πέτρα χτύπησε στο χώμα. Το παιδί απ' το ρέμα έριξε αμέσως κι άλλη πέτρα, που τούτη τη φορά πέτυχε τον Αλιόσα και τον χτύπησε αρκετά δυνατά στον ώμο. Εκείνος απέναντι είχε γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες. Αυτό φαινόταν από τριάντα βήματα μακριά γιατί οι τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες.
— Εσάς, εσάς ήθελε να χτυπήσει, επίτηδες εσάς σημάδευε. Είστε Καραμάζοβ, Καραμάζοβ, έτσι δεν είναι; φωνάξανε γελώντας τα παιδιά. Όλοι απάνω του λοιπόν, δώσ' του!
Κι απ' την ομάδα ξεπετάχτηκαν μονομιάς έξι πέτρες. Μια απ' αυτές πέτυχε τον άλλον στο κεφάλι και το παιδί έπεσε. Όμως σηκώθηκε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει με λύσσα τη μια πέτρα μετά από την άλλη στην ομάδα. Άρχισε ένας κανονικός πετροπόλεμος κι απ' τις δυο μεριές. Πολλά απ' τα παιδιά της ομάδας αποδείχτηκε πως είχαν έτοιμες πέτρες στις τσέπες τους.
— Μα τι κάνετε εκεί! Δεν ντρέπεστε λοιπόν, καλοί μου κύριοι! Τα βάλατε έξι μ' έναν! Μα σεις θα τον σκοτώσετε! φώναξε ο Αλιόσα.
Μπήκε μπροστά για να προφυλάξει το παιδί που ήταν πέρα απ' το ρέμα. Τρεις ή τέσσερις σταμάτησαν για μια στιγμή.
— Αυτός άρχισε πρώτος! φώναξε ένα παιδί που φορούσε κόκκινο πουκάμισο, με μια νευριασμένη παιδιάστικη φωνή. Είναι ύπουλος, τις προάλλες χτύπησε τον Κρασότκιν με το σουγιά του, έβγαλε αίμα. O Κρασότκιν δε θέλησε να τον μαρτυρήσει, όμως αυτουνού του χρειάζεται να τον τσακίσουμε...
— Μα γιατί, ίσως σεις οι ίδιοι τον κοροϊδεύετε, ε;
— Νά όμως που αυτός πάλι σας έριξε μια πέτρα στην πλάτη. Αυτός σας ξέρει, φωνάζανε τα παιδιά. Τώρα ρίχνει σε σας τις πέτρες κι όχι σε μας. Όλοι απάνω του και πάλι, κοίτα μην ξεστοχήσεις, Σμούροβ!
Και ξανάρχισε ο πετροπόλεμος, τούτη τη φορά πολύ άγριος. Το παιδί πίσω απ' το ρέμα χτυπήθηκε στο στήθος. Ξεφώνισε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε τον ανήφορο κατά την οδό Μιχαηλόβσκαγια. Τα παιδιά της ομάδας άρχισαν να φωνάζουν:
— Α, νά του πάει, το 'σκασε το ξέφτι! Δεν τον ξέρετε, Καραμάζοβ, τι ύπουλος που είναι, λίγο θα του ήταν αν τον σκοτώναμε, ξανάπε το παιδί με το μαύρο σχολικό κουστούμι και τ' αστραφτερά μάτια, που φαινόταν να 'ναι μεγαλύτερο απ' όλα. — Τι έκανε; ρώτησε ο Αλιόσα. Μαρτύρησε μήπως;
Τα παιδιά κοιταχτήκανε με κάποιαν ειρωνεία.
— Πάτε και σεις στη Μιχαηλόβσκαγια; εξακολούθησε να λέει το ίδιο παιδί. Το λοιπόν για πηγαίνετε και προφτάστε τον... Τον βλέπετε; Σταμάτησε και σας κοιτάζει.
— Εσάς κοιτάζει, εσάς κοιτάζει, είπαν και τ' άλλα παιδιά.
— Το λοιπόν, για ρωτήστε τον αν του αρέσει το ξέφτι. Ακούτε; Αυτό να τον ρωτήσετε.
Όλοι γελάσανε. O Αλιόσα τους κοίταζε.
— Μην πηγαίνετε, θα σας χτυπήσει, φώναξε προειδοποιώντας τον ο Σμούροβ.
— Δεν θα τον ρωτήσω, κύριοι, για το ξέφτι, γιατί φαίνεται πως εσείς τον κοροϊδεύετε μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο. Μα θα μάθω απ' αυτόν για ποιο λόγο δεν τον χωνεύετε τόσο...
— Μάθετέ το ντε, μάθετέ το, είπανε γελώντας τα παιδιά.
O Αλιόσα πέρασε το γεφυράκι, ανέβηκε τον ανήφορο και πλησίασε το παιδί.
— Προσέχτε, του φώναζαν πίσω του. Δε θα σας φοβηθεί, θα σας χτυπήσει άξαφνα, μπαμπέσικα... όπως τον Κρασότκιν...
Το παιδί τον περίμενε χωρίς να κουνιέται απ' τη θέση του. Όταν τον πλησίασε, ο Αλιόσα είδε ένα μικρό που δε θα 'ταν πάνω από εννιά χρονώ, κοντό κι αδύνατο, με ισχνό και μακρουλό πρόσωπο. Τα μεγάλα σκούρα του μάτια τον κοίταζαν άγρια. Φορούσε ένα αρκετά τριμμένο παλτουδάκι που του ήταν πια μικρό. Τα μανίκια ήταν κοντά και τα χέρια του ξεπετάγονταν γυμνά. Στο αριστερό γόνατο του παντελονιού είχε ένα μεγάλο μπάλωμα και το δεξί του παπούτσι, ακριβώς στο μεγάλο δάχτυλο, είχε μια τρύπα που 'χε προσπαθήσει να την κρύψει με μελάνι. Και οι δυο τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες απ' τις πέτρες που 'χε μαζέψει. O Αλιόσα σταμάτησε δυο βήματα μακριά του και τον κοίταξε εξεταστικά. Το παιδί κατάλαβε αμέσως απ' το βλέμμα του Αλιόσα πως εκείνος δεν έχει σκοπό να τον χτυπήσει. Έπαψε λοιπόν να κοκορεύεται και μάλιστα μίλησε πρώτος:
— Είμαι ένας και εκείνοι είναι έξι... Θα τους τσακίσω όλους και μόνος μου, είπε ξαφνικά και τα μάτια του άστραψαν.
— Μια πέτρα φαίνεται πως σας χτύπησε πολύ άσχημα, παρατήρησε ο Αλιόσα.
— Και εγώ πέτυχα τον Σμούροβ στο κεφάλι! φώναξε το παιδί.
— Τα παιδιά μού είπαν πως με ξέρετε και για κάποιο λόγο ρίχνατε σε μένα τις πέτρες. Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε ο Αλιόσα.
Το παιδί τον κοίταξε κατσούφικα.
—Εγώ δεν σας ξέρω. Μήπως εσείς με ξέρετε; εξακολούθησε να ρωτάει ο Αλιόσα.
— Να μ' αφήσετε ήσυχο! φώναξε ξαφνικά το παιδί θυμωμένο, όμως δεν κουνήθηκε απ' τη θέση του, σάμπως όλο και κάτι να περίμενε, και πάλι τα ματάκια του άστραψαν μοχθηρά.
— Καλά, θα φύγω, είπε ο Αλιόσα. Μονάχα πρέπει να ξέρετε πως εγώ ούτε σας ξέρω ούτε σας κοροϊδεύω. Εκείνοι μου είπανε με ποιον τρόπο σας κοροϊδεύουν, όμως εγώ δε θέλω να σας κοροϊδέψω. Χαίρετε!
— Φουστανά, βρωμοκαλόγερε, φώναξε τ' αγόρι κοιτάζοντας τον Αλιόσα με το ίδιο άγριο και προκλητικό βλέμμα.
Πήρε μάλιστα κι αμυντική στάση υπολογίζοντας πως τώρα, το δίχως άλλο, ο Αλιόσα θα ορμήσει πάνω του. Μα ο Αλιόσα γύρισε, τον κοίταξε κι έφυγε. Όμως δεν πρόφτασε να κάνει ούτε τρία βήματα και τον χτύπησε στην πλάτη το πιο μεγάλο βότσαλο που 'χε τ' αγόρι στις τσέπες του.
— Ώστε από πίσω χτυπάτε; Λένε λοιπόν την αλήθεια τα παιδιά πως τους ρίχνετε μπαμπέσικα; γύρισε και πάλι ο Αλιόσα και του είπε.
Μα τούτη τη φορά το παιδί του 'ριξε με λύσσα μια πέτρα καταπρόσωπο. Όμως ο Αλιόσα πρόφτασε να προφυλαχτεί και η πέτρα τον βρήκε στον αγκώνα.
— Ντροπή σας! Τι σας έκανα; φώναξε αυτός.
Τ' αγόρι περίμενε σιωπηλό πως τώρα πια ο Αλιόσα θα ορμήσει χωρίς άλλο πάνω του. Βλέποντας όμως πως και τώρα δεν ορμάει, τον έπιασε τρομερός θυμός, έγινε ένα μικρό θεριό: όρμησε πάνω στον Αλιόσα και, πριν εκείνος προφτάσει να κουνηθεί, του άρπαξε τ' αριστερό του χέρι και με τα δυο του χέρια, έσκυψε το κεφάλι του και του δάγκωσε το μεσαίο δάχτυλο. Έχωσε βαθιά τα δόντια του και κάπου δέκα δευτερόλεπτα δεν τ' άφηνε. O Αλιόσα ξεφώνισε απ' τον πόνο τραβώντας το δάχτυλό του μ' όλη του τη δύναμη. Το παιδί τ' άφησε επιτέλους και ξαναγύρισε τρέχοντας στην προηγούμενη θέση του. Το δάχτυλο το 'χε δαγκώσει βαθιά, ίσαμε το κόκκαλο, κοντά στο νύχι. Έτρεχε αίμα. O Αλιόσα έβγαλε το μαντήλι του κι έδεσε σφιχτά το πονεμένο του χέρι. Το τύλιγε σχεδόν ένα ολάκερο λεπτό. Το παιδί όλη τούτη την ώρα στεκόταν και περίμενε. Τέλος ο Αλιόσα τον κοίταξε με το ήσυχο βλέμμα του.
— Πάει καλά, είπε. Το βλέπετε και μονάχος σας πόσο άσχημα με δαγκώσατε. Όμως νομίζω πως φτάνει πια, ε; Τώρα πέστε μου, τι σας έκανα;
Το παιδί τον κοίταξε απορώντας.
— Αν και καθόλου δε σας ξέρω και σας βλέπω για πρώτη φορά, συνέχισε το ίδιο ήρεμα ο Αλιόσα. Όμως δεν μπορεί να μη σας έκανα κάτι, γιατί βέβαια δε θα με βασανίζατε έτσι χωρίς λόγο. Τι σας έκανα λοιπόν και σε τι σας έβλαψα; Πέστε μου.
Αντί ν' απαντήσει το παιδί, ξέσπασε ξαφνικά σε λυγμούς κι έφυγε τρέχοντας. O Αλιόσα το ακολούθησε σιγά, πηγαίνοντας για την Μιχαηλόβσκαγια κι έβλεπε για πολλή ώρα τ' αγόρι που 'τρεχε χωρίς να γυρίζει πίσω του και, καθώς φαίνεται, όλο κλαίγοντας. Αποφάσισε να πάει και να το βρει μόλις θα 'βρισκε καιρό, για να λύσει αυτό το αίνιγμα που του 'κανε τόση εντύπωση. Μα τώρα βιαζόταν.