4. ΙV. Στο σπί τι των Χοχλάκοβ
Σε λίγο πλησίασε στο σπίτι της κυρίας Χοχλάκοβα. Ήταν πέτρινο, ιδιόκτητο, δίπατο, όμορφο, ένα απ' τα καλύτερα σπίτια της μικρής μας πολιτείας. Αν και η κυρία Χοχλάκοβα ζούσε τον περισσότερο καιρό σ' άλλη επαρχία, όπου είχε χτήματα, ή στη Μόσχα, όπου είχε σπίτι δικό της, είχε και στην πολιτεία μας ιδιόκτητο σπίτι, κληρονομιά απ' τους παππούδες της. Μα και το κτήμα που 'χε στην περιφέρειά μας ήταν το μεγαλύτερο απ' τα τρία της χτήματα. Κι όμως, ως τα τώρα ερχόταν πολύ σπάνια στα μέρη μας. Έτρεξε να υποδεχτεί τον Αλιόσα στο σαλονάκι.
— Το πήρατε, το πήρατε το γράμμα για το καινούργιο θαύμα; άρχισε να του λέει γρήγορα και νευρικά.
— Ναι, το πήρα.
— Διαδώσατε την είδηση, το δείξατε σ' όλους; Απέδωσε το γιο στη μητέρα!
— Σήμερα θα πεθάνει, είπε ο Αλιόσα.
— Το άκουσα, το ξέρω. Ω, πόσο θέλω να σας μιλήσω. Να μιλήσω μαζί σας ή με κάποιον άλλον για όλα αυτά. Όχι, μαζί σας, μαζί σας θέλω να μιλήσω. Τι κρίμα που δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να τον δω! Όλη η πολιτεία είναι στο πόδι, όλοι κάτι περιμένουν. Μα τώρα... Το ξέρετε πως είναι εδώ η Κατερίνα Ιβάνοβνα;
— Αχ, είμαι πολύ τυχερός! Νά λοιπόν, θα τη δω σπίτι σας, αναφώνησε ο Αλιόσα. Χτες μου είπε το δίχως άλλο να την επισκεφτώ σήμερα.
— Το ξέρω, όλα τα ξέρω. Τ' άκουσα όλα και με λεπτομέρειες, όλα όσα γίνανε χτες στο σπίτι της... όλα εκείνα τα φριχτά πράματα με κείνο το... υποκείμενο. C'est tragique κι αν ήμουνα στη θέση της... κι εγώ δεν ξέρω τι θα 'κανα στη θέση της! Μα κι ο αδερφός σας, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ω, Θεέ μου, τι άνθρωπος κι αυτός! Αλεξέι Φιοντόροβιτς, μα την αλήθεια σας λέω, τα χάνω. Τώρα εκεί μέσα είναι ο αδερφός σας, δηλαδή όχι εκείνος, όχι ο φρικαλέος, ο χτεσινός, μα ο άλλος, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, είναι μέσα και μιλάει μαζί της. Έχουν μια συζήτηση επίσημη, σοβαρή... Και να ξέρατε τι συμβαίνει τώρα ανάμεσά τους, ω, είναι τρομερό, σας το λέω, είναι ένας σπαραγμός, μια τρομερή ιστορία, απίστευτη: αυτοβασανίζονται και οι δυο τους, άγνωστο γιατί, το ξέρουν και οι ίδιοι και το απολαμβάνουν! Σας περίμενα! Σας λαχταρούσα! Το κυριότερο είναι που δεν μπορούσα να τα υποφέρω όλα αυτά. Θα σας τα διηγηθώ όλα, μα τώρα είναι και κάτι άλλο, κάτι που είναι και το σπουδαιότερο, αχ, το ξέχασα πως αυτό είναι το σπουδαιότερο: Πέστε μου, γιατί η Lise έπαθε υστερική κρίση; Μόλις άκουσε πως ερχόσαστε, της ήρθε κρίση υστερίας!
— Maman, σεις είστε υστερική κι όχι εγώ, τιτίβισε ξαφνικά από μια χαραμάδα η φωνούλα της Lise απ' το πλαϊνό δωμάτιο.
Η χαραμάδα ήταν πολύ μικρή και η φωνή κοβόταν κάθε τόσο, έτσι όπως όταν βάζει κανείς όλα του τα δυνατά να συγκρατηθεί για να μην ξεσπάσει σε γέλια. O Αλιόσα παρατήρησε αμέσως πως η πόρτα του πλαϊνού δωματίου είχε ανοιχτεί λιγάκι, μόλις μια χαραμάδα, απ' όπου σίγουρα η Lise θα τον έβλεπε, έτσι καθώς ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα της. Μα αυτός δεν μπορούσε να την δει.
— Δεν είναι παράξενο Lise, δεν είναι παράξενο... Με τα πείσματά σου κι εγώ θα γίνω υστερική. Όμως, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είναι τόσο άρρωστη, τόσο άρρωστη! Όλη τη νύχτα είχε πυρετό και στέναζε! Με πολύ κόπο μπόρεσα να περιμένω ως το πρωί που ήρθε ο Χερτσενστούμπε· κάθε φορά που έρχεται λέει πως τίποτα δεν μπορεί να καταλάβει και πως πρέπει να περιμένουμε. Αυτός ο Χερτσενστούμπε πάντοτε μας έρχεται και λέει πως τίποτα δεν μπορεί να καταλάβει. Μόλις πλησιάσατε στο σπίτι, η Lise έβγαλε μια φωνή και της ήρθε κρίση και διέταξε να την φέρουν εδώ πέρα στο παλιό της δωμάτιο...
— Μαμά, εγώ καθόλου δεν το 'ξερα πως έρχεται αυτός. Δεν ήταν καθόλου αυτός ο λόγος που θέλησα να 'ρθω σε τούτο το δωμάτιο.
— Αυτό πια δεν είναι αλήθεια, Lise. Η Γιούλια έτρεξε και σου είπε πως έρχεται ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς· εσύ η ίδια την είχες βάλει να παραμονεύει.
— Καλή μου μητερούλα, αυτό δεν ήταν καθόλου έξυπνο από μέρους σας. Κι αν θέλετε να τα μπαλώσετε και να πείτε κάτι πολύ έξυπνο, τότε πέστε, καλή μου μαμά, σ' αυτόν τον αξιότιμο κύριο, τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, που ήρθε να μας δει, πως απόδειξε ότι δεν είναι καθόλου έξυπνος, μόνο και μόνο με το να 'ρθει σήμερα εδώ πέρα μετά τα χτεσινά και παραγνωρίζοντας πως όλοι τον κοροϊδεύουν.
— Lise, υπερβαίνεις τα όρια και σε βεβαιώ πως στο τέλος θα φερθώ αυστηρά. Ποιος τον κοροϊδεύει, λοιπόν; Εγώ είμαι τόσο χαρούμενη που ήρθε, μου χρειάζεται τόσο πολύ, μου είναι εντελώς απαραίτητος. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είμαι εξαιρετικά δυστυχισμένη!
— Μα τι έχετε λοιπόν, καλή μου μαμά;
— Αχ, αυτά τα πείσματά σου, Lise, αυτός ο ευμετάβλητος χαρακτήρας σου, η αρρώστια σου, αυτή η τρομερή νύχτα του πυρετού, αυτός ο απαίσιος και αιώνιος Χερτσενστούμπε, και το κυριότερο: ο αιώνιος, ο αιώνιος, ο αιώνιος! Κι έπειτα όλα αυτά, όλα αυτά... Και τέλος ακόμα και τούτο το θαύμα! Ω, πόση εντύπωση μου 'κανε αυτό το θαύμα, πόσο με αναστάτωσε, αγαπητέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Και τώρα τούτη η τραγωδία εκεί μέσα στο σαλόνι, που δεν μπορώ να την υποφέρω, δεν μπορώ, σας το λέω από τώρα πως δεν μπορώ. Ίσως να 'ναι κωμωδία κι όχι τραγωδία. Για πέστε μου, ο στάρετς Ζωσιμάς θα ζήσει ίσαμε αύριο, θα ζήσει; Ω, Θεέ μου! Τι τραβάω, κάθε στιγμή κλείνω τα μάτια μου και βλέπω πως όλα είναι ανοησίες, όλα ανοησίες.
— Πολύ θα σας παρακαλούσα, τη διέκοψε ξαφνικά ο Αλιόσα, να μου δώσετε κανένα καθαρό πανάκι για να δέσω το δάχτυλό μου. Το πλήγωσα βαθιά και τώρα μου πονάει πολύ.
Ο Αλιόσα ξετύλιξε το δαγκωμένο του δάχτυλο. Το μαντήλι ήταν γεμάτο αίματα. Η κυρία Χοχλάκοβα έβαλε μια φωνή κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
— Θεέ μου, τι πληγή, αυτό είναι τρομερό.
Μα η Lise, μόλις είδε απ' τη χαραμάδα το δάχτυλο του Αλιόσα, άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
— Ελάτε, ελάτε μέσα, άρχισε να φωνάζει επίμονα κι επιταχτικά. Τώρα πια δε λέω ανοησίες! Ω, Θεέ μου, γιατί λοιπόν καθόσασταν και σωπαίνατε τόση ώρα; Μπορούσε να χάσει όλο του το αίμα, μαμά! Πού το πάθατε αυτό, πώς τα καταφέρατε έτσι; Πρώτα απ' όλα φέρτε νερό, νερό! Πρέπει να πλύνουμε την πληγή και να βουτήξετε το δάχτυλο στο κρύο νερό για να περάσει ο πόνος και να το κρατάτε εκεί, να το κρατάτε... Γρήγορα, γρήγορα νερό, μαμά, σε μια λεκάνη. Μα γρήγορα λοιπόν, τέλειωσε νευριασμένη.
Είχε κατατρομάξει. Η πληγή του Αλιόσα την είχε αναστατώσει.
— Μήπως θα 'ταν καλό να φωνάξουμε τον Χερτσενστούμπε; πρόφερε δισταχτικά η κυρία Χοχλάκοβα.
— Μαμά, θα με σκοτώσετε. O Χερτσενστούμπε σας θα 'ρθει και θα πει πως τίποτα δεν μπορεί να καταλάβει! Νερό! Νερό! Μαμά, για όνομα του Θεού, πηγαίνετε και πέστε στη Γιούλια να κάνει πιο γρήγορα, που όλο και κάπου σκαλώνει και ποτέ δεν έρχεται γρήγορα όταν τη φωνάζεις! Μα γρήγορα λοιπόν, μαμά, γιατί αλλιώς θα πεθάνω...
— Μα δεν έχω τίποτα! ξεφώνισε ο Αλιόσα που τρόμαξε με την τρομάρα τους.
Η Γιούλια έφτασε τρέχοντας κι έφερε νερό. O Αλιόσα έβαλε μέσα στη λεκάνη το δάχτυλό του.
— Μαμά, για όνομα του Θεού, φέρτε το ξαντό κι εκείνο το θολό, τσουχτερό νερό που το βάζεις όταν κόβεσαι, αυτό το... ξεχνάω πώς το λένε! Έχουμε, έχουμε... Μαμά, ξέρετε πού είναι το μπουκαλάκι, είναι στην κρεβατοκάμαρά σας, στο ντουλαπάκι σας, δεξιά είναι το μπουκαλάκι και το ξαντό...
— Τώρα αμέσως, όλα θα τα φέρω, Lise, μονάχα μη φωνάζεις και μην ανησυχείς. Κοίτα με πόση σταθερότητα υποφέρει ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς τη δυστυχία του. Μα πού καταφέρατε και πληγωθήκατε τόσο φριχτά, Αλεξέι Φιοντόροβιτς;
Η κυρία Χοχλάκοβα βγήκε βιαστικά. Η Lise αυτό μονάχα περίμενε.
— Πριν απ' όλα απαντήστε μου, είπε γρήγορα στον Αλιόσα. Πώς τα καταφέρατε και πληγωθήκατε έτσι; Ύστερα θα μιλήσουμε για εντελώς άλλα πράματα. Λοιπόν;
O Αλιόσα, νιώθοντας από ένστικτο πως ο καιρός ήταν πολύτιμος ώσπου να γυρίσει η μητέρα της, της διηγήθηκε βιαστικά, παραλείποντας πολλά, όμως με ακρίβεια και σαφήνεια, το αινιγματικό επεισόδιο με τα σχολιαρόπαιδα. Η Lise, αφού τον άκουσε, έσμιξε τα χέρια κατάπληκτη.
— Μα επιτρέπεται, μα επιτρέπεται σε σας, και μάλιστα μ' αυτό το ένδυμα, ν' ανακατεύεστε με παλιόπαιδα; ξεφώνισε θυμωμένη, σα να 'χε κάποιο δικαίωμα πάνω του! Αυτό σας το φέρσιμο δείχνει πως και σεις είστε παιδί, το πιο μικρό παιδί απ' όλα τα παιδιά! Όμως, οπωσδήποτε θέλω να μάθετε γι' αυτό το παλιόπαιδο και να μου τα διηγηθείτε όλα, γιατί σίγουρα εδώ πέρα υπάρχει κάποιο μυστικό. Τώρα το δεύτερο, μα πρώτα θέλω να σας ρωτήσω τούτο: μπορείτε τάχα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, παρ' όλο που υποφέρετε απ' τον πόνο να μιλάτε για τα πιο ασήμαντα πράματα, μα να μιλάτε λογικά;
— Και βέβαια μπορώ. Εξάλλου ούτε και νιώθω τώρα κανέναν εξαιρετικό πόνο.
— Είναι γιατί το δάχτυλό σας το 'χετε βουτήξει στο νερό. Πρέπει τώρα αμέσως να τ' αλλάξουμε γιατί αμέσως ζεσταίνεται. Γιούλια, φέρε αμέσως ένα κομμάτι πάγο απ' το υπόγειο και μια άλλη λεκάνη με νερό. Ε, να, τώρα που αυτή έφυγε, ας μιλήσουμε σοβαρά! Δώστε μου, παρακαλώ, στη στιγμή, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, το γράμμα που σας έστειλα χτες, γρήγορα γιατί η μαμά θα γυρίσει και δε θέλω...
— Δεν το 'χω μαζί μου το γράμμα.
— Ψέματα λέτε, το 'χετε. Το 'ξερα πως αυτό θα μου πείτε. Είναι σ' αυτήν εδώ την τσέπη σας. Μετάνιωσα τόσο πολύ γι' αυτό το ανόητο αστείο. Όλη τη νύχτα το σκεφτόμουν. Δώστε μου πίσω το γράμμα, δώστε το!
— Τ' άφησα εκεί.
— Όμως δεν μπορείτε βέβαια να με παίρνετε για κοριτσάκι, για μικρό μικρό κοριτσάκι, ύστερα απ' το γράμμα μου με το τόσο ανόητο αστείο! Σας ζητώ συγνώμη για το ανόητο αστείο μου, μα το γράμμα μου οπωσδήποτε να μου το φέρετε, αν πραγματικά, δεν το 'χετε πάνω σας, σήμερα κιόλας να το φέρετε, οπωσδήποτε, οπωσδήποτε!
— Σήμερα είναι αδύνατο γιατί θα πάω στο μοναστήρι και δε θα 'ρθω στο σπίτι σας ίσως για δυο ή και τρεις ή και τέσσερις μέρες, γιατί ο στάρετς Ζωσιμάς...
— Τέσσερις μέρες! Τι ανοησία. Για πέστε μου, γελάσατε πολύ μαζί μου;
— Καθόλου.
— Γιατί λοιπόν;
— Γιατί τα πίστεψα εντελώς όλα.
— Με προσβάλλετε!
— Καθόλου. Μόλις το διάβασα, σκέφτηκα αμέσως πως έτσι και θα γίνει γιατί εγώ μόλις πεθάνει ο στάρετς Ζωσιμάς θα πρέπει να φύγω αμέσως απ' το μοναστήρι. Ύστερα θα συνεχίσω τις σπουδές μου και θα δώσω εξετάσεις κι όταν θα μεγαλώσουμε, όπως το λέει ο Νόμος, θα παντρευτούμε. Θα σας αγαπάω. Αν και δεν είχα ακόμα τον καιρό να το σκεφτώ, μα νομίζω πως καλύτερη γυναίκα από σας δε θα βρω κι ο στάρετς μού είπε να παντρευτώ...
— Όμως εγώ είμαι ένα σκιάχτρο, με κυλάνε πάνω στην πολυθρόνα! είπε γελώντας η Λίζα και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
— Εγώ ο ίδιος θα σας πηγαίνω με την πολυθρόνα σας, μα είμαι βέβαιος πως ως τα τότε θα 'χετε γίνει καλά.
— Μα είστε τρελός, πρόφερε νευρικά η Λίζα, από ένα αστείο βγάλατε όλα αυτά τα ανόητα συμπεράσματα! Αχ, να και η μαμά, ίσως να 'ρχεται ακριβώς την ώρα που χρειαζόταν. Μαμά, πώς αργείτε πάντοτε, επιτρέπεται να κάνετε τόση ώρα; Νά η Γιούλια, φέρνει κιόλας τον πάγο!
— Αχ, Lise, μη φωνάζεις, να χαρείς, μη φωνάζεις. Απ' αυτές τις φωνές σου... Τι ήθελες να κάνω αν εσύ η ίδια παράχωσες αλλού το ξαντό... Έψαχνα, έψαχνα... Υποπτεύομαι πως το 'κανες επίτηδες.
— Μα δεν μπορούσα δα να το ξέρω πως θα 'ρθει με δαγκωμένο το δάχτυλό του. Αν το 'ξερα ίσως και στ' αλήθεια να το 'κανα επίτηδες. Μαμά, άγγελέ μου, αρχίζετε να λέτε εξαιρετικές εξυπνάδες.
— Ας είναι εξυπνάδες, μα να 'ξερες, Lise, τι αισθάνομαι για το δάχτυλο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς και για όλα τα άλλα! Αχ, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δεν είναι ένα και δυο αυτά που με σκοτώνουν, δεν είναι μονάχα ο Χερτσενστούμπε. Μα είναι όλα αυτά, όλα μαζί, που δεν μπορώ να υποφέρω.
— Φτάνει, μαμά, φτάνει για τον Χερτσενστούμπε, γελούσε εύθυμα η Λίζα. Δώστε μου γρήγορα λοιπόν το ξαντό, μαμά, και το νερό. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, μολυβδούχον ύδωρ είναι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τώρα θυμήθηκα τ' όνομά του, όμως είναι ένα κι ένα γι' αυτές τις πληγές. Μαμά, για φανταστείτε, μάλωσε στο δρόμο με κάτι παλιόπαιδα κι ένα απ' αυτά τον δάγκωσε. Δεν είναι λοιπόν κι αυτός ένας μικρός, μικρούτσικος ανθρωπάκος, και μπορεί τάχα να παντρευτεί; Γιατί αυτός, φανταστείτε το λοιπόν, θέλει ύστερα απ' αυτό να παντρευτεί, μαμά. Φανταστείτε τον παντρεμένο. Δεν είναι να πεθαίνεις απ' τα γέλια, δεν είναι τρομερό;
Και η Lise όλο και γελούσε με το νευρικό, μικρό γελάκι της, κοιτάζοντας πονηρούτσικα τον Αλιόσα.
— Μα πώς λοιπόν θα παντρευτεί, Lise; Πώς σου 'ρθε αυτό πάλι, καθόλου δεν ξέρεις πια τι λες... τη στιγμή που ίσως εκείνο το παιδί να 'ταν λυσσασμένο.
— Αχ, μαμά! Μα υπάρχουν τάχα λυσσασμένα παιδιά;
— Και γιατί να μην υπάρχουν, Lise δε νομίζω πως είπα καμιά ανοησία. Μπορεί εκείνο το παιδί να το δάγκωσε κανένα σκυλί λυσσασμένο και λοιπόν και το παιδί να λύσσαξε και δάγκωσε όποιον βρήκε μπροστά του. Τι όμορφα σας έκανε τον επίδεσμο, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, εγώ ποτέ μου δε θα τα κατάφερνα έτσι. Πονάτε τώρα;
— Τώρα πολύ λίγο.
— Μήπως φοβάστε το νερό; ρώτησε η Lise.
— Καλά, φτάνει, Lise, ίσως στ' αλήθεια να βιάστηκα να πω για το λυσσασμένο παιδί και τώρα συ το παρακάνεις. Μόλις έμαθε η Κατερίνα Ιβάνοβνα πως είστε εδώ πέρα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, με παρακάλεσε αμέσως να σας πάω μέσα γιατί ανυπομονεί πολύ, μα πάρα πολύ, να σας δει.
— Αχ, μαμά, πηγαίνετε μονάχη στην Κατερίνα Ιβάνοβνα. Αυτός δεν μπορεί να πάει τώρα, υποφέρει πολύ.
— Καθόλου δεν υποφέρω, μπορώ πολύ καλά να πάω..., είπε ο Αλιόσα.
— Πώς! Φεύγετε; Ώστε έτσι ε; Έτσι, ε;
— Μα τι συμβαίνει; Όταν θα τελειώσω από εκεί θα ξανάρθω και θα μπορούμε να ξαναμιλήσουμε όσην ώρα θέλετε. Όμως πολύ θα το 'θελα να δω, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την Κατερίνα Ιβάνοβνα γιατί, όπως και να 'ναι, θέλω να γυρίσω το συντομότερο στο μοναστήρι.
— Μαμά, πάρτε τον και πηγαίνετέ τον γρήγορα μέσα. Αλεξέι Φιοντόροβιτς, μην κάνετε τον κόπο να 'ρθετε να με δείτε μετά την Κατερίνα Ιβάνοβνα, μα να πάτε κατευθείαν στο μοναστήρι, ώρα σας καλή! Εγώ θέλω να κοιμηθώ, όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα.
— Αχ, Lise, σίγουρα θ' αστειεύεσαι βέβαια, όμως τι καλά θα 'ταν αν πραγματικά έπεφτες να κοιμηθείς! αναφώνησε η κυρία Χοχλάκοβα.
— Δεν ξέρω πώς σας... Θα μείνω ακόμα τρία λεπτά, αν θέλετε μάλιστα και πέντε, τραύλισε ο Αλιόσα.
— Ακόμα και πέντε! Μα πάρτε τον από δω, μαμά, και γρήγορα, είναι ένα τέρας!
— Lise, τρελάθηκες; Πάμε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σήμερα είναι πολύ πεισματάρα, φοβάμαι μήπως τη νευριάσω περισσότερο. Ω, τι βάσανο είναι μια νευρική γυναίκα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Όμως ίσως και στ' αλήθεια να νύσταξε τώρα που ήρθατε σεις. Πώς τα καταφέρατε τόσο γρήγορα να της φέρετε ύπνο; Είναι τόσο καλό αυτό!
— Αχ, μαμά, τι ωραία αρχίσατε να μιλάτε, σας φιλάω, μαμακούλα μου, γι' αυτό.
— Και γω το ίδιο, Lise. Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, άρχισε να λέει γρήγορα και ψιθυριστά με αινιγματικό και επίσημο ύφος η κυρία Χοχλάκοβα φεύγοντας με τον Αλιόσα. Δε θέλω καθόλου να σας προκαταλάβω, ούτε και να σηκώσω απ' τα πριν τον πέπλο του μυστηρίου, μια και θα μπείτε τώρα και θα τα δείτε όλα μόνος σας, όσα γίνονται εκεί πέρα. Είναι τρομερό, είναι η πιο φανταστική κωμωδία: αγαπάει τον αδερφό σας, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, και μ' όλη της τη δύναμη προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως αγαπάει τον άλλο αδερφό σας, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Αυτό είναι φοβερό! Θα μπω μαζί σας κι αν δεν με διώξουνε, θα μείνω να δω το τέλος.