4. ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΣΠΑΡΑΓΜΟΙ: I. Ο πάτερ Θεράπων
O Αλιόσα σηκώθηκε νωρίς το πρωί προτού φέξει. O στάρετς ξύπνησε κι ένιωθε πολύ αδυνατισμένος, ζήτησε όμως να τον πάνε σε μια πολυθρόνα. Είχε όλη του την πνευματική διαύγεια. Το πρόσωπό του, αν και ήταν εξαιρετικά κουρασμένο, φαινόταν ανέφελο, σχεδόν χαρούμενο και το βλέμμα του εύθυμο, ευπροσήγορο, συμπαθητικό.
— Ίσως να μην την βγάλω αυτήν τη μέρα, είπε στον Αλιόσα. Ύστερα θέλησε χωρίς αργοπορία να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει... Πνευματικός του ήταν ο πάτερ Παΐσιος. Όταν τέλειωσαν τα δυο μυστήρια άρχισε το ευχέλαιο. Μαζεύτηκαν οι ιερομόναχοι, το κελί γέμισε σιγά σιγά απ' τους ανθρώπους της σκήτης. Όταν ξημέρωσε πια άρχισαν να φτάνουν κι απ' το μοναστήρι. Όταν τέλειωσε η λειτουργία, ο στάρετς θέλησε να τους αποχαιρετήσει και τους φίλησε όλους. Επειδή το κελί ήταν στενάχωρο, όσοι ήρθαν πρώτοι βγαίνανε για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους άλλους. O Αλιόσα στεκόταν δίπλα στον στάρετς, που 'χε καθίσει και πάλι στην πολυθρόνα. Μίλαγε και δίδασκε όσο μπορούσε. Η φωνή του, αν και αδύνατη, ήταν ακόμα αρκετά σταθερή.
— Τόσα χρόνια σας έλεγα διδαχές, τόσα χρόνια σας μιλούσα, κι έτσι το πήρα συνήθειο να μιλάω, και μιλώντας να σας διδάσκω, τόσο που θα μου ήταν ίσως πιο δύσκολο να σωπαίνω παρά να μιλάω, καλοί μου πατέρες κι αδερφοί μου, ακόμα και τώρα που είμαι τόσο αδυνατισμένος, αστειεύτηκε κοιτάζοντας με τρυφερότητα εκείνους που είχαν μαζευτεί κοντά του.
O Αλιόσα διατήρησε στη μνήμη του μερικά από εκείνα που είπε τότε. Όμως, αν και μίλαγε καθαρά και με φωνή αρκετά σταθερή, η ομιλία του ήταν κάπως ασύνδετη. Μιλούσε για πολλά πράματα, λες και ήθελε να τα πει όλα, όλα να τα εκφράσει για μιαν ακόμα φορά, πριν έρθει η ώρα του θανάτου, να πει όλα εκείνα που δεν αποτέλειωσε στη ζωή του, κι αυτό δεν το 'κανε μονάχα για να διδάξει, μα σάμπως να 'θελε να μοιραστεί τη χαρά και τον ενθουσιασμό του με όλους, ν' ανοίξει για μιαν ακόμα φορά την καρδιά του όσο ήταν ζωντανός...
«Αγαπάτε αλλήλους, πατέρες μου», δίδασκε ο στάρετς (απ' όσο θυμόταν αργότερα ο Αλιόσα). «Αγαπάτε τον κοσμάκη του θεού. Δεν είμαστε δα αγιότεροι εμείς απ' αυτούς που ζουν μες στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε δω πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους, μα απεναντίας, ο καθένας που 'ρθε δω, μ' αυτή και μόνο την πράξη του απόδειξε πως παραδέχεται τον εαυτό του χειρότερον από κάθε άλλον που έμεινε στον κόσμο... Κι όσο περισσότερο θα ζει μοναχός μες στο κελί του, τόσο πιο πολύ αισθητό και συνειδητό θα πρέπει να του γίνεται αυτό. Γιατί, αν αυτό δεν γίνει, τότε άδικα ήρθε δω πέρα. Και μόνο τότε θα επιτευχθεί ο σκοπός της ένωσής μας. όταν όχι μονάχα παραδεχτεί πως είναι χειρότερος απ' όλους τους κοσμικούς μα και πως είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπους για όλα όσα γίνονται, για όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες, τις παγκόσμιες και τις ατομικές. Γιατί να ξέρετε, καλοί μου, πως ο καθένας από μας είναι αναμφισβήτητα ένοχος για όλους και για το κάθε τι πάνω στη γη, όχι μονάχα μέτοχος του γενικού παγκόσμιου αμαρτήματος, μα και προσωπικά ένοχος για τις πράξεις όλων των ανθρώπων και του καθενός χωριστά που ζει σε τούτη τη γη. Γιατί αυτή η συνείδηση είναι το στεφάνωμα της ζωής του μοναχού, μα και κάθε άλλου ανθρώπου. Γιατί οι μοναχοί δεν είναι τίποτα διαφορετικοί άνθρωποι μα είναι εκείνο που θα 'πρεπε να 'ταν κι όλοι οι άλλοι επί της γης. Μονάχα τότε η καρδιά μας θα γίνει άξια να περικλείσει την ατέλειωτη, την οικουμενική, την άσβεστη αγάπη. Τότε ο καθένας από σας θα μπορεί ν' αποχτήσει ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη του και να ξεπλύνει με τα δάκριά του τ' αμαρτήματα του κόσμου ... O καθένας σας ας αγρυπνεί πάνω απ' την ίδια του την καρδιά κι ας εξομολογείται ακατάπαυστα στον εαυτό του. Μη φοβάστε τα κρίματά σας ακόμα κι όταν τα συνειδητοποιήσετε. Φτάνει να μετανοείτε, μα μη θέτετε όρους στο Θεό. Και πάλι σας το λέω, μην περηφανεύεστε. Μην περηφανεύεστε ούτε μπροστά στους μικρούς ούτε μπροστά στους μεγάλους. Μη μισείτε εκείνους που σας αποδιώχνουν, που σας λοιδορούν, που σας βρίζουν, που σας συκοφαντούν. Μη μισείτε τους αθεϊστές, τους δάσκαλους του κακού, τους υλιστές, ακόμα και τους μοχθηρούς απ' αυτούς όχι μονάχα τους αγαθούς, γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί αγαθοί και ιδιαίτερα στην εποχή μας. Να τους μνημονεύετε στις προσευχές σας και να λέτε: Σώσον, Κύριε, εκείνους που δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί για χάρη τους, σώσον κι εκείνους που δεν θέλουν να σου απευθύνουν προσευχές. Και να προσθέτετε αμέσως: Δε σε παρακαλώ, Θεέ μου, από περηφάνεια γιατί και γω ουτιδανός είμαι, πολύ περισσότερο όλων των άλλων... Αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού, μην αφήνετε να σας πάρουν το ποίμνιο οι ξένοι, γιατί αν ολιγωρήσετε ραθυμούντες και γίνετε περήφανοι κι ακατάδεχτοι ή ακόμα χειρότερα αν γίνετε ιδιοτελείς, τότε θα 'ρθουν απ' όλες τις χώρες και θα σας υφαρπάσουν το ποίμνιό σας. Εξηγείτε ακούραστα στο λαό το Ευαγγέλιο... Μην είστε φιλοχρήματοι... Το ασήμι και το χρυσάφι μην το αγαπάτε, μην προσκολλείσθε σ' αυτά... Πάντα να έχετε πίστη και να κρατάτε γερά τη σημαία μας. Ψηλά να την υψώσετε...»
Για να λέμε την αλήθεια, ο στάρετς μίλαγε πιο ασύνδετα απ' όσο τα είπαμε δω κι απ' όσο τα 'γραψε αργότερα ο Αλιόσα. Μερικές φορές σώπαινε ολότελα, λες και συγκέντρωνε δυνάμεις, μα λαχάνιαζε σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Όλοι τον άκουγαν με κατάνυξη, αν και πολλοί απορούσανε με τα λόγια του που, τους φαίνονταν εντελώς σκοτεινά... Αργότερα θυμηθήκανε όλα εκείνα τα λόγια. Όταν ο Αλιόσα βγήκε μια στιγμή από το κελί, έμεινε κατάπληκτος με τη γενική ταραχή και την αναμονή εκείνων που είχαν μαζευτεί μέσα στο κελί κι εκείνων που συνωστίζονταν εκεί γύρω. Άλλοι περίμεναν τρομερά ανήσυχοι κι άλλοι με κάποιο επίσημο ύφος. Όλοι περίμεναν πως αμέσως κάτι μεγάλο θα συμβεί μόλις: ο στάρετς κλείσει τα μάτια του. Από μιαν άποψη αυτή η αναμονή είχε κάτι το επιπόλαιο, όμως ακόμα και οι πιο αυστηροί γέροντες δεν τα κατάφερναν να την αποτινάξουν από πάνω τους. Την πιο αυστηρή έκφραση την είχε το πρόσωπο του ιερομόναχου πάτερ Παΐσιου. O Αλιόσα βγήκε απ' το κελί μόνο και μόνο γιατί του είπε κρυφά ένας καλόγερος πως τον θέλει ο Ρακίτιν για να του δώσει ένα γράμμα από την κυρία Χοχλάκοβα. Του γνωστοποιούσε μια πολύ περίεργη είδηση που ήταν και καταπληκτικά επίκαιρη. Είχε γίνει το εξής:
Χτες, ανάμεσα στις πιστές γυναίκες του λαού που ήρθαν να προσκυνήσουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του, ήταν και μια γριούλα από την πολιτεία, η Προχόροβνα, χήρα υπαξιωματικού. Είχε ρωτήσει τον στάρετς αν μπορούσε να μνημονέψει το γιόκα της, τον Βάσενκα, που 'χε μετατεθεί μακριά στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ, και που 'χε να της γράψει ένα χρόνο. Μπορούσε να τον μνημονέψει στην εκκλησία σαν να 'τανε νεκρός; O στάρετς απάντησε αυστηρά και της το απαγόρεψε, λέγοντας πως ένα τέτοιο μνημόσυνο καταντάει μαγγανεία. Όμως τη συγχώρεσε γιατί εκείνη δεν το 'ξερε και είχε προσθέσει, «λες και διάβαζε στο βιβλίο του μέλλοντος» (έτσι εκφραζόταν η κυρία Χοχλάκοβα στο γράμμα της) τούτα τα παρηγορητικά λόγια: πως ο γιος της ο Βάσια είναι σίγουρα ζωντανός και πως ή ο ίδιος θα 'ρθει σύντομα κοντά της ή θα στείλε·, γράμμα, κι αυτή να πάει στο σπίτι της και να περιμένει. «Και τι νομίζετε;» πρόσθετε ενθουσιασμένη η κυρία Χοχλάκοβα, «η προφητεία πραγματοποιήθηκε επί λέξει και κάτι παραπάνω μάλιστα. Μόλις η γριούλα γύρισε στο σπίτι της, της δώσανε το γράμμα απ' τη Σιβηρία, που 'χε έρθει κιόλας πριν από λίγην ώρα. Και δεν ήταν αυτό μονάχα: Στο γράμμα που στάλθηκε απ' το Αικατερίνμπουργκ, ο Βάσια πληροφορούσε τη μητέρα του πως έρχεται κι ο ίδιος στη Ρωσία, γυρίζει μ' έναν υπάλληλο και πως ύστερα από τρεις βδομάδες πάνω κάτω μετά τη μέρα που θα φτάσει τούτο το γράμμα "ελπίζει να σφίξει τη μητέρα του στην αγκαλιά του”». Η κυρία Χοχλάκοβα παρακαλούσε θερμά κι επίμονα τον Αλιόσα να γνωστοποιήσει αμέσως τούτο «το νέο θαύμα της προφητείας» στον ηγούμενο και σ' όλη την αδελφότητα: «αυτό πρέπει όλοι, όλοι να το μάθουν!» αναφωνούσε τελειώνοντας το γράμμα της. Το γράμμα είχε γραφτεί βιαστικά, η ταραχή εκείνης που το 'γραψε διακρινόταν στην κάθε του αράδα. Μα δεν ήταν πια ανάγκη να το πει ο Αλιόσα στην αδελφότητα, γιατί όλοι το 'χαν μάθει κιόλας: ο Ρακίτιν, στέλνοντάς του τον καλόγερο, τον επιφόρτισε να «ανακοινώσει και στον αιδεσιμότατο πατέρα Παΐσιο πως αυτός, ο Ρακίτιν, έχει κάτι να του πει, κάτι που είναι τόσο σπουδαίο, ώστε ούτε λεπτό δεν τολμάει να το αναβάλει κι όσο για το θάρρος που 'χει να τον ανησυχεί, του ζητάει ταπεινότατα συγνώμη». Επειδή ο καλόγερος μεταβίβασε την παράκληση του Ρακίτιν πρώτα στον πατέρα Παΐσιο και ύστερα στον Αλιόσα, αυτός γύρισε στην θέση του —δεν είχε παρά να δώσει το γράμμα στον πατέρα Παΐσιο σαν αποδεικτικό στοιχείο μονάχα. Και νά που κι αυτός ακόμα ο αυστηρός και δύσπιστος άνθρωπος, αφού διάβασε σμίγοντας τα φρύδια του την είδηση του «θαύματος», δεν μπόρεσε να συγκρατήσει εντελώς κάποιαν εσωτερική του συγκίνηση. Τα μάτια του λάμψανε, τα χείλη του χαμογέλασαν κάπως επίσημα και με κάποια σημασία.
— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! άφησε να του ξεφύγει σαν άθελά του.
— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! επαναλάμβαναν γύρω του οι καλόγεροι.
Μα ο πάτερ Παΐσιος ξανάσμιξε τα φρύδια του και τους παρακάλεσε όλους να μην το πουν σε κανέναν προς το παρόν, «έως ότου επιβεβαιωθεί θετικώς, διότι οι κοσμικοί διακρίνονται δι' εξαιρετικήν επιπολαιότητα· άλλωστε το περιστατικό τούτο δύναται να είναι κι εντελώς φυσικό», πρόσθεσε προνοητικά, λες και ήθελε να 'χει ήσυχη τη συνείδησή του και σχεδόν χωρίς κι ο ίδιος να πιστεύει σε τούτη την επιφύλαξη, κι αυτό το κατάλαβαν πολύ καλά εκείνοι που τον άκουγαν.
Φυσικά, εκείνη την ίδια ώρα το «θαύμα» μαθεύτηκε σ' όλο το μοναστήρι. Το μάθανε ακόμα και πολλοί πιστοί που 'χαν έρθει στη λειτουργία. Περισσότερη εντύπωση απ' όλους, καθώς φαίνεται, τούτη η είδηση είχε κάνει στον καλόγερο που 'χε έρθει την προηγούμενη μέρα απ' τον «άγιο Σίλβεστρο», από 'να μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, στον μακρινό Βορρά. Ήταν εκείνος που χτες είχε προσκυνήσει τον στάρετς τη στιγμή που βρισκόταν στη σκήτη και η Χοχλάκοβα και δείχνοντάς του τη «θεραπευμένη» κόρη της τον είχε ρωτήσει μ' ένα ύφος γεμάτο νόημα: «Πώς τολμάτε να κάνετε κάτι τέτοια; »
Τώρα τα 'χε χάσει σχεδόν και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Χτες το βράδι είχε επισκεφτεί στο μοναστήρι τον πατέρα Θεράποντα, στο ιδιαίτερο κελί του πίσω απ' τον μελισσώνα. Αυτή η συνάντηση τον κατέπληξε και του 'κανε εξαιρετική και τρομερή εντύπωση. Τούτο: ο γέρος, ο πάτερ Θεράπων, ήταν εκείνος ο υπέργηρος καλόγερος, ο μεγάλος νηστευτής και «σιωπητής», που γι' αυτόν είπαμε και παραπάνω πως ήταν αντίπαλος του στάρετς Ζωσιμά και γενικά όλου του θεσμού των στάρετς που τον θεωρούσε βλαβερό και κούφιο νεωτερισμό. Αυτός ο αντίπαλος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος, αν και σαν «σιωπητής» δεν έλεγε σε κανέναν σχεδόν ούτε λέξη. Και ήταν επικίνδυνος γιατί πολλοί απ' την αδελφότητα είχαν πάρει το μέρος του και πολλοί απ' τους πιστούς που έρχονταν στο μοναστήρι τον θεωρούσαν μεγάλον ασκητή και δίκαιο, παρ' όλο που το αναγνώριζαν πως ήταν «πτωχός τω πνεύματι». Μα ακριβώς αυτή του η ιδιότητα ήταν που τους γοήτευε. O πάτερ Θεράπων δεν πήγαινε ποτέ στον στάρετς Ζωσιμά. Αν και ζούσε στη σκήτη δεν τον ενοχλούσαν και πολύ με τους κανονισμούς της κι αυτό γιατί φερόταν πραγματικά σαν «πτωχός τω πνεύματι». Ήταν κάπου εβδομηνταπέντε χρονώ, αν όχι παραπάνω, και ζούσε πίσω απ' τον μελισσώνα της σκήτης, σ' ένα παλιό, ξύλινο, σχεδόν γκρεμισμένο κελί, που 'χε χτιστεί στα πολύ παλιά χρόνια, τον προηγούμενο ακόμα αιώνα, για έναν άλλον μεγάλο ασκητή και σιωπητή, τον πατέρα Ιωνά, που πέθανε εκατόν πέντε χρονώ και που για τους άθλους του ακόμα και σήμερα κυκλοφορούσαν στο μοναστήρι μα και σ' όλη την περιφέρεια πολύ περίεργες αφηγήσεις. Εφτά χρόνια πριν, ο πάτερ Θεράπων τα 'χε καταφέρει τέλος να τον αφήσουν να ζήσει σ' αυτό το ξεμοναχιασμένο κελί, που ήταν μια σκέτη ίζμπα μα που έμοιαζε πολύ με παρεκκλήσι, γιατί είχε μέσα πάρα πολλά εικονίσματα, τάματα των πιστών. Μπροστά τους έκαιγαν πάντοτε καντήλια, κι αυτά τάματα των πιστών. Κι ο πάτερ Θεράπων βρισκόταν εκεί για να προσέχει και ν' ανάβει τούτα τα καντήλια. Έτρωγε, καθώς λέγανε (και ήταν αλήθεια) μονάχα δυο φούντια ψωμί στις τρεις μέρες, ποτέ περισσότερο. Αυτό το ψωμί του το 'φερνε ο μελισσοκόμος, που καθόταν εκεί κοντά, κάθε τρεις μέρες κι ακόμα και σ' αυτόν σπάνια έλεγε δυο λόγια. Αυτά τα τέσσερα φούντια ψωμί, μαζί με το μικρό πρόσφορο που του 'στελνε κάθε Κυριακή ο ηγούμενος, υστέρα απ' την λειτουργία, ήταν όλο κι όλο το φαΐ της βδομάδας του. Όσο για το νερό της στάμνας του το ανανέωναν κάθε μέρα. Στην πρωινή λειτουργία πήγαινε σπάνια. Οι προσκυνητές τον βλέπανε καμιά φορά να προσεύχεται γονατιστός όλη μέρα, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά γύρω του. Κι αν καμιά φορά έπιανε κουβέντα μαζί τους, ήταν σύντομος, έλεγε πράγματα ασύνδετα και παράξενα και σχεδόν πάντα αγροίκα. Υπήρχαν όμως πολύ σπάνιες περιπτώσεις που συζητούσε κι αυτός με τους επισκέπτες. Μα τις πιο πολλές φορές πρόφερε μονάχα κάποια παράξενη λέξη που έμενε πάντοτε για τον άλλον ένα αίνιγμα και ύστερα απ' αυτό, όσο και να τον παρακαλούσαν, δεν έδινε πια καμιάν εξήγηση. Βαθμό δεν είχε κανέναν, ήταν απλός καλόγερος. Κυκλοφορούσε μια παράξενη φήμη, πιστευτή εδώ που τα λέμε μονάχα απ' τους πολύ αμόρφωτους, πως ο πάτερ Θεράπων επικοινωνεί με τα επουράνια πνεύματα και μονάχα μ' αυτά κουβεντιάζει. Γι' αυτό και δε μιλάει με τους ανθρώπους. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ, που πήγε να τον βρεί στον μελισσώνα σύμφωνα με τις υποδείξεις του μελισσοκόμου, που ήταν κι αυτός ένας σιωπηλός και σκυθρωπός μοναχός, τράβηξε προς τη γωνιά της μάντρας όπου βρισκόταν το κελί του πατέρα Θεράποντα. O φύλακας τον είχε προειδοποιήσει:
— Εσένα που είσαι ξένος ίσως θελήσει να σου μιλήσει, μα ίσως και να μην πετύχεις τίποτα.
Όπως το διηγόταν αργότερα ο ίδιος, πλησίασε το κελί του τρομαγμένος. Ήταν πια αρκετά αργά. O πάτερ Θεράπων καθόταν στην πόρτα πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνί. Από πάνω του θροούσανε σιγαλά τα φύλλα μιας πελώριας γέρικης φτελιάς. Άρχιζε η βραδινή ψύχρα. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ έπεσε στα γόνατα μπροστά στον μακάριο και του ζήτησε την ευλογία του.
— Θέλεις να πέσω και γω μπροστά σου, καλόγερε; είπε ο πάτερ Θεράπων. Σήκω απάνω!
O καλόγερος σηκώθηκε.
— Με την ευλογία σου να βλογηθείς· κάτσε δω δίπλα. Από πού μας ήρθες;
Εκείνο που 'κανε μεγάλη εντύπωση στον καημένο τον καλόγερο ήταν που ο πάτερ Θεράπων, παρ' όλη του τη μεγάλη νηστεία κι όντας τόσο γέρος πια, φαινόταν δυνατός ακόμα, ψηλός, με στητή κορμοστασιά, δεν έσκυβε καθόλου, το πρόσωπό του αν και ισχνό ήταν γεμάτο υγεία και φρεσκάδα. Είχε αθλητικό παράστημα και είχε διατηρήσει ακόμα μια μεγάλη σωματική δύναμη. Πάρ' όλα τα τόσα του χρόνια, τα πλούσια μαλλιά του και τα γένια του, που ήταν άλλοτε μαύρα, δεν είχαν ασπρίσει ακόμα ολότελα. Τα μεγάλα του σταχτιά, φωτεινά μάτια ήταν πολύ πεταχτά, έτσι που προξενούσαν εντύπωση σε κείνους που τον έβλεπαν. Μιλώντας τόνιζε υπερβολικά τα «O». Φορούσε ένα μακρύ κοκκινωπό ράσο από χοντροκομμένο πανί, που το λέγανε άλλοτε «πανί των κατάδικων» και ήταν ζωσμένος μ' ένα χοντρό σκοινί. O λαιμός και το στήθος του ήταν γυμνά. Μια χοντροκομμένη πουκαμίσα, που 'χε μαυρίσει σχεδόν γιατί δεν την έβγαζε για μήνες από πάνω του, φαινόταν κάτω απ' το ράσο. Λέγανε πως κάτω απ' το ράσο είχε τυλιγμένες στο κορμί του αλυσίδες, που ζυγίζανε τριάντα φούντια. Στα γυμνά του πόδια φόραγε κάτι παλιά, σχεδόν διαλυμένα παπούτσια.
— Είμαι απόνα μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, απ' τον Άγιο Σίλβεστρο, απάντησε ταπεινά ο καλόγερος και τον εξέταζε με τα περίεργα αν και κάπως τρομαγμένα μάτια του.
— Ήμουνα και στο Σίλβεστρό σου. Έζησα εκεί πέρα. Καλά είναι ο Σίλβεστρος;
O καλόγερος κόμπιασε.
— Ανόητοι άνθρωποι που είστε! Τι νηστεία κρατάτε;
— Η δίαιτά μας είναι κανονισμένη έτσι, σύμφωνα με τις αρχαιότατες συνήθειες της σκήτης. Τη σαρακοστή, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, δεν στρώνουμε τραπέζι. Την Τρίτη και την Πέμπτη οι αδελφοί τρώνε άσπρο ψωμί, μελόσουπα, βατόμουρα ή λάχανο τουρσί κι ακόμα χυλό από αλεύρι βρόμης. Το Σάββατο λαχανόσουπα, αρακά, πιλάφι με σάλτσα, όλα με λάδι. Την Κυριακή, μαζί με τη λαχανόσουπα, ψάρι παστό και πιλάφι. Τη Μεγάλη Βδομάδα, απ' τη Δευτέρα ως το Σάββατο το βράδι, δηλαδή έξι μέρες, ψωμί με νερό και χόρτα άβραστα, κι αυτό με εγκράτειά· κι αυτό πάλι όχι κάθε μέρα αλλά όπως την πρώτη βδομάδα. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν πρέπει τίποτα να φάμε και το Μεγάλο Σάββατο ως τις τρεις η ώρα τίποτα δεν πρέπει πάλι να βάλουμε στο στόμα μας. Στις τρεις μπορούμε να φάμε μια μπουκιά ψωμί με νερό και να πιούμε μια κούπα κρασί. Τη Μεγάλη Πέμπτη τρώμε χόρτα βραστά χωρίς λάδι και πίνουμε λίγο κρασί. Γιατί και στη Σύνοδο ακόμα της Λαοδικείας αναφέρονται τα εξής περί της Μεγάλης Πέμπτης: «Εάν η νηστεία δεν κρατηθεί την τελευταία εβδομάδα της σαρακοστής και καταλυθεί την Πέμπτη, τότε κι όλη η σαρακοστή θεωρείται μαγαρισμένη». Νά πώς είναι κανονισμένα σε μας. Μα τι είναι αυτά αν τα συγκρίνει κανείς με σας, μεγάλε πάτερ, πρόσθεσε ο καλόγερος παίρνοντας θάρρος, που ολάκερο το χρόνο, ακόμα και το Άγιο Πάσχα, τρέφεστε μονάχα με ψωμί και νερό και το ψωμί που έχουμε εμείς για δυο μέρες σεις το ξοδεύετε σε μια βδομάδα. Αληθώς είναι θαυμαστή τούτη η μεγάλη σας εγκράτεια.
— Και τα μανιτάργκια; ρώτησε ξαφνικά ο πάτερ Θεράπων με βαριά προφορά.
— Τα μανιτάρια;
— Ναίσκε. Θα τους το χαρίσω το ψωμί τους, καθόλου δε μου χρειάζεται, μπορώ και μέσα στο δάσος να ζω· κι εκεί θα ζήσω με τα μανιτάργκια ή τα βατόμουρα. Όμως αυτοί εδώ πέρα δεν μπορούν να το παρατήσουν το ψωμί, θα πει λοιπόν πως ο διάολος τους κρατάει γερά. Τώρα οι μαγαρισμένοι λένε πως δεν υπάρχει λόγος να νηστεύει κανείς τόσο πολύ. Τούτη η σκέψη τους είναι αλαζονική και ακάθαρτη.
— Αχ, αλήθεια, έτσι είναι, αναστέναξε ο καλόγερος.
— Τους διαόλους τους είδες, που είναι σκαρφαλωμένοι πάνω τους; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων.
—Σε ποιους απάνω; ζήτησε να μάθει δειλά ο καλόγερος.
— Είχα πάει πέρσι στην Πεντηκοστή στου ηγούμενου κι από τότε δεν ξαναπήγα. Είδα ένα διαολάκι να κάθεται στα δάχτυλα του ενός. άλλο να κρύβεται κάτω απ' το ράσο, μονάχα τα κερατάκια του ξεπετάγονταν. Ένα άλλο πάλι είχε μπει στην τσέπη ενός καλόγερου κι από εκεί κρυφοκοίταζε, τα μάτια του ήταν ζωηρά, μα εμένα με φοβόταν. Ένα θρονιάστηκε στην κοιλιά κάποιου άλλου, μέσα στο βρωμερό στομάχι του. Άλλο πάλι γαντζώθηκε απ' το λαιμό κάποιου τρίτου κι εκείνος το κουβαλάει και δεν το βλέπει.
— Εσείς... τα βλέπετε; ρώτησε ο καλόγερος.
— Βλέπω, σου λέω, όλα τα βλέπω. Όταν έφευγα απ' του ηγουμένου βλέπω έναν που πήγε να κρυφτεί πίσω απ' την πόρτα, γιατί με φοβήθηκε. Και ήταν πρώτο μπόι, μιάμιση πήχη ψηλός, και η ουρά του ήταν χοντρή, καφετιά, μακριά. Το λοιπόν, η άκρη της ουράς του πιάστηκε στη χαραμάδα της πόρτας, μα εγώ «στάσου και θα δεις τώρα», σφάλιξα άξαφνα την πόρτα και του μάγκωσα για τα καλά την ουρά. Άρχισε να ουρλιάζει, να χτυπιέται, μα εγώ έκανα από πάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές και τον αποσταύρωσα. Ψόφησε εκεί πέρα σαν αράχνη που την πατάς. Τώρα θα πρέπει να 'χει σαπίσει εκεί στη γωνιά· βρωμάει, όμως εκείνοι δεν τον βλέπουν, δεν τον μυρίζονται. Ένας χρόνος είναι που δεν πάω εκεί πέρα. Στα λέω σένα μόνο και μόνο γιατί είσαι ξένος.
— Τρομερά είναι τα λόγια σας! Όμως για πέστε μου, μεγάλε και μακάριε, —ο καλόγερος έπαιρνε όλο και περισσότερο θάρρος—, είναι αλήθεια εκείνο που λένε για σας, ακόμα και στους μακρινούς τόπους, πως τάχα έχετε αδιάκοπη επικοινωνία με το Άγιο Πνεύμα;
— Καμιά φορά του 'ρχεται και κατεβαίνει.
— Πώς κατεβαίνει; Πώς είναι;
— Πουλί.
— Το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς;
— Αυτό που λες είναι το Άγιο Πνεύμα, τούτο που λέω γω είναι το Αγιόπνεμα. Το Αγιόπνεμα είναι άλλο πράμα, μπορεί να κατέβει και σαν άλλο πουλί: καμιά φορά σαν χελιδόνι, άλλοτε σαν καρδερίνα κι άλλοτε πάλι σαν μελισσοφάγος.
— Και πώς το ξεχωρίζετε από 'ναν σκέτο μελισσοφάγο;
— Μιλάει.
— Πώς μιλάει δηλαδή, σε τι γλώσσα;
— Ανθρώπινη.
— Και τι σας λέει;
— Να, σήμερα με ειδοποίησε πως θα μ' επισκεφτεί ένας βλάκας και θα μου κάνει ανόητες ερωτήσεις. Πολλά ζητάς να μάθεις καλόγερέ μου.
— Τρομερά είναι τα λόγια σας, πανιερότατε και πανοσιότατε πάτερ, έλεγε ο καλόγερος κουνώντας το κεφάλι του.
Εδώ που τα λέμε, στα τρομαγμένα του ματάκια φάνηκε και κάποια δυσπιστία.
— Το βλέπεις τούτο το δέντρο; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων αφού σώπασε λίγο.
— Το βλέπω, πανοσιότατε πάτερ.
— Εσύ νομίζεις πως είναι φτελιά, μα εγώ σου λέω πως είναι άλλο πράμα.
— Σαν τι λοιπόν; ρώτησε ο καλόγερος και περίμενε με σεβασμό την απάντηση.
— Τούτο γίνεται τη νύχτα. Βλέπεις κείνα τα δυο κλαδιά; Τη νύχτα γίνονται χέρια του Χριστού. Τ' απλώνει προς το μέρος μου και ψάχνει να με αδράξει. Το βλέπω καθαρά και τρέμω. Είναι τρομαχτικό πολύ, ω, τρομαχτικό!
— Πώς μπορεί να 'ναι τρομαχτικό μια και είναι ο ίδιος ο
Χριστός;
— Μα θα μ' αρπάξει και θα με πάει στα ουράνια.
— Ζωντανόν;
— Εν πνεύματι και δόξα του προφήτη Ηλία, μήπως δεν έχεις ακουστά γι' αυτό; Θα μ' αρπάξει και θα με πάρει...
Πάρ' όλο που ύστερα απ' αυτή τη συζήτηση ο καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ γύρισε στο κελί ενός καλόγερου, που του 'χαν ορίσει, γεμάτος αμηχανία, ωστόσο η καρδιά του έγερνε μάλλον προς τον πατέρα Θεράποντα παρά προς τον πατέρα Ζωσιμά. Γιατί αυτός ο καλόγερος ήταν πρώτα απ' όλα υπέρ της νηστείας κι ένας τόσο μεγάλος νηστευτής όπως ο πάτερ Θεράπων δεν ήταν παράξενο να βλέπει «θαυμαστά οράματα». Βέβαια τα λόγια του ήταν από μια άποψη κάπως ακαταλαβίστικα μα ένας Θεός ξέρει τι βαθύτερη σημασία μπορεί να 'χαν. Εξάλλου όλοι οι «πτωχοί τω πνεύματι» για χάρη του Χριστού λένε και κάνουν πολύ πιο παράξενα πράγματα. Όσο για την ουρά του διαβόλου που την είχε μαγκώσει στην πόρτα, ήταν έτοιμος να το πιστέψει μ' όλη του την ψυχή, όχι μονάχα μεταφορικά μα και κυριολεκτικά. Εκτός απ' αυτό ακόμα και πριν έρθει στο μοναστήρι ήταν προκατειλημμένος ενάντια στο θεσμό των στάρετς, που τον είχε μονάχα ακουστά και τον θεωρούσε —όπως και πολλοί άλλοι— σαν βλαβερό νεωτερισμό. Όντας πια μιαν ολάκερη μέρα στο μοναστήρι, πρόφτασε να παρατηρήσει τις κρυφές δυσαρέσκειες μερικών επιπόλαιων αδελφών, που διαφωνούσαν και δε θέλανε να υπάρχουν στάρετς. Από φυσικού του άρχισε να χώνει παντού τη μύτη του, να στριφογυρνάει παντού και να ξεσκαλίζει τα πάντα. Νά γιατί η είδηση για το καινούργιο «θαύμα» του στάρετς Ζωσιμά τον έκανε να μην ξέρει τι να σκεφτεί. O Αλιόσα θυμήθηκε αργότερα πως τούτος ο επισκέπτης απ' το Ομπντόρσκ τριγύριζε συνεχώς ανάμεσα στους καλόγερους που είχαν μαζευτεί έξω απ' το κελί του στάρετς, άκουγε τις κουβέντες τους και τους ρωτούσε. Μα τότε πολύ λίγο τον πρόσεξε και μονάχα πιο ύστερα τα θυμήθηκε όλα αυτά... Μα ούτε και μπορούσε να 'χει σ' αυτόν το νου του: O στάρετς Ζωσιμάς είχε κουραστεί και πάλι πολύ και είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι. Έκλεινε πια τα μάτια του όταν τον θυμήθηκε και ζήτησε να του τον φέρουν. O Αλιόσα έτρεξε αμέσως. Κοντά στον στάρετς βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μονάχα ο πάτερ Παΐσιος, ο πάτερ ιερομόναχος Ιωσήφ κι ο δόκιμος Πορφύριος. O στάρετς άνοιξε τα κουρασμένα του μάτια, κοίταξε επίμονα τον Αλιόσα και ξαφνικά τον ρώτησε:
— Μήπως σε περιμένουν οι δικοί σου, γιόκα μου; O Αλιόσα κόμπιασε.
— Μήπως σ' έχουν ανάγκη; Μήπως υποσχέθηκες χτες σε κανέναν πως θα πας σήμερα;
— Υποσχέθηκα... στον πατέρα... στ' αδέρφια μου... και σ' άλλους ακόμα...
— Τα βλέπεις; Χωρίς άλλο να πας. Μη θλίβεσαι. Να 'σαι βέβαιος πως δε θα πεθάνω προτού να πω μπροστά σου την τελευταία μου λέξη πάνω σε τούτη τη γη. Εσένα θα στην πω αυτή τη λέξη. γιόκα μου, και σε σένα θα την κληροδοτήσω. Σε σένα, καλέ μου γιόκα, γιατί μ' αγαπάς. Όμως τώρα πήγαινε σε κείνους που υποσχέθηκες.
O Αλιόσα υπάκουσε αμέσως, αν και πολύ λυπόταν που θα έφευγε. Μα η υπόσχεση του στάρετ; πως αυτός θ' ακούσει την τελευταία του λέξη πάνω σε τούτη τη γη και πως θα 'ταν μάλιστα κάτι σαν κληρονομιά για τον Αλιόσα, έκανε την καρδιά του να πλημμυρίσει από ενθουσιασμό. Βιάστηκε, να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο με τις δουλειές του στην πολιτεία για να ξαναγυρίσει. Τότε ακριβώς κι ο πάτερ Παΐσιος τον κατευόδωσε με μια νουθεσία που του 'κανε πολύ μεγάλη κι αναπάντεχη εντύπωση. Αυτό έγινε όταν και οι δυο τους είχαν βγει πια απ' το κελί του στάρετς.
— Να θυμάσαι, παιδί μου, πάντα να το θυμάσαι (άρχισε έτσι αμέσως δίχως κανένα πρόλογο ο πάτερ Παΐσιος), πως η σοφία των κοσμικών έγινε μια τεράστια δύναμη και ξεψάχνισε, τον τελευταίο ιδιαίτερα αιώνα, όλα όσα είναι γραμμένα στα θεϊκά βιβλία. Ύστερα από αμείλιχτη ανάλυση οι σοφοί του κόσμου τούτου κατάντησαν να μην έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Αυτοί όμως εξετάσανε κάθε κομμάτι χωριστά αφήνοντας να τους ξεφύγει το όλον. Και μάλιστα είναι εκπληκτικό ως ποιο σημείο τύφλωσης έφτασαν πάνω σ' αυτό. Ενώ το όλον ορθώνεται μπροστά στα μάτια τους ακλόνητο όπως πάντα, και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτού». Μήπως τάχα δεν έζησε δεκαεννιά αιώνες; Μήπως δε ζει και τώρα στις πράξεις της κάθε ψυχής χωριστά και στις πράξεις των λαϊκών μαζών; Ακόμα και στις ψυχές εκείνων των ίδιων των αθεϊστών, που τα γκρεμίσανε όλα, ζει σαν και πρώτα ατράνταχτα! Γιατί στην πραγματικότητα και εκείνοι που αρνήθηκαν το χριστιανισμό και εκείνοι που εξεγέρθηκαν εναντίον του είναι κι αυτοί οι ίδιοι ουσία του ίδιου του Χριστού· και μείνανε όπως ήταν γιατί ως τα τώρα ούτε η σοφία τους, ούτε η φλόγα της καρδιάς τους δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μιαν άλλη εικόνα του ανθρώπου και της αξιοπρέπειάς του, από εκείνη που 'χε υποδείξει από τα παλιά ακόμα χρόνια ο Χριστός. Όλες οι προσπάθειες που γίνανε είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μονάχα τέρατα. Αυτό να το θυμηθείς ιδιαίτερα νεαρέ μου, γιατί ο στάρετς σου, που πρόκειται να κοιμηθεί, σε προορίζει για τον κόσμο. Επειδή πάντα θα θυμάσαι τούτη τη μεγάλη μέρα, ίσως να μην ξεχάσεις κι αυτά τα λόγια μου, που στα λέω από καρδιάς για να σε καθοδηγήσω, διότι νέος είσαι, και οι πειρασμοί του κόσμου τούτου είναι μεγάλοι και δε θα 'χεις τη δύναμη να τους αντιμετωπίσεις. Και τώρα πήγαινε, ορφανό μου παιδί.
Λέγοντας αυτά ο πάτερ Παΐσιος τον ευλόγησε. Βγαίνοντας απ' το μοναστήρι ο Αλιόσα σκεφτόταν όλα τούτα τ' αναπάντεχα λόγια και κατάλαβε ξαφνικά πως αυτός ο καλόγερος, που του φερόταν ως τα τώρα αυστηρά και τραχιά, γινόταν ανέλπιστα φίλος του κι αγαπητός καθοδηγητής του. Λες και του τον κληροδοτούσε ο στάρετς Ζωσιμάς μια και τώρα θα πέθαινε.
«Ίσως και στ' αλήθεια να το συμφώνησαν αυτό μεταξύ τους», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Αλιόσα.
Η αναπάντεχη και σοφή διδαχή του πάτερ Παΐσιου, που μόλις τώρα είχε ακούσει, κι αυτή μονάχα, μαρτυρούσε τη φλογερή καρδιά του πάτερ Παΐσιου. Βιαζόταν να οπλίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτό το νεανικό μυαλό ενάντια στους πειρασμούς και να ενδυναμώσει αυτή την ψυχή που του 'χαν εμπιστευτεί, περιβάλλοντάς την μ' ένα τείχος απ' τα πιο στέρεα που μπορούσε να φανταστεί.