5. IV. Ανταρσία
Πρέπει να σου κάνω μια εκμυστήρευση, άρχισε ο Ιβάν: Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί ν' αγαπάει κανένας τον πλησίον του. Γιατί ακριβώς τον πλησίον σου κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο ν' αγαπάς. Μονάχα εκείνους που είναι μακριά σου μπορείς ίσως ν' αγαπάς. Κάποτε διάβασα κάπου για τον «Ιωάννη τον Ελεήμονα» (έναν άγιο), πως αυτός, όταν ήρθε κοντά του ένας περαστικός πεινασμένος και κοκαλιασμένος απ' το κρύο και τον παρακάλεσε να τον ζεστάνει, πλάγιασε μαζί του στο κρεβάτι, τον αγκάλιασε κι άρχισε να ζεσταίνει με την ανάσα του το εμπυασμένο και βρωμερό από κάποια τρομερή αρρώστια στόμα του. Είμαι βέβαιος πως αυτό το 'κανε αναγκάζοντας τον εαυτό του, αναγκάζοντάς τον και ψευδόμενος στον ίδιο τον εαυτό του, επιβάλλοντάς του την υποχρέωση ν' αγαπάει αυτόν τον δυστυχή από αίσθημα αυτοτιμωρίας. Για να μπορέσεις ν' αγαπήσεις έναν άνθρωπο, πρέπει αυτός να κρυφτεί. Μόλις σου παρουσιαστεί το πρόσωπό του, χάνεται η αγάπη.
— Αυτό το 'λεγε συχνά ο στάρετς Ζωσιμάς, παρατήρησε ο Αλιόσα. Έλεγε κι αυτός πως το πρόσωπο του ανθρώπου εμποδίζει πολλές φορές τους άπειρους στην αγάπη ν' αγαπάνε. Όμως υπάρχει και πολλή αγάπη στην ανθρωπότητα, σχεδόν παρόμοια μάλιστα με την αγάπη του Χριστού, αυτό το ξέρω από πείρα, Ιβάν.
— Ε, ας είναι. Πάντως εγώ δεν το ξέρω ακόμα κι ούτε μπορώ νάτο καταλάβω. Το ίδιο κι αναρίθμητοι άνθρωποι. Το ζήτημα είναι αν αυτό προέρχεται απ' τις κακές ιδιότητες του ανθρώπου ή αν είναι τέτοια η φύση του. Κατά τη γνώμη μου η αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους, στο είδος της, είναι ένα θαύμα ακατόρθωτο στη γη. Είναι αλήθεια πως Εκείνος ήταν Θεός. Μα εμείς δεν ήμαστε Θεοί. Γιατί ας υποθέσουμε πως είμαι βαθιά δυστυχισμένος. Μα ο άλλος ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει το πόσο υποφέρω, γιατί είναι άλλος κι όχι εγώ κι εκτός απ' αυτό σπάνια ένας άνθρωπος θα θελήσει να παραδεχτεί έναν άλλον για δυστυχισμένο (λες κι αυτό είναι κανένας τίτλος τιμής). Και γιατί νομίζεις πως δε θα θελήσει να το παραδεχτεί; Γιατί λόγου χάρη βρωμάνε τα χνώτα μου, γιατί το πρόσωπό μου έχει ανόητη έκφραση, γιατί κάποτε του πάτησα τον κάλο. Ύστερα οι δυστυχίες είναι λογιών λογιών. Μια ταπεινωτική δυστυχία, μια δυστυχία που με ταπεινώνει, την πείνα λόγου χάρη, θα την παραδεχτεί ο ευεργέτης μου, μα μόλις συμβεί να υποφέρω για κάτι ανώτερο, για μια ιδέα π.χ. τότε σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις θα την παραδεχτεί, γιατί αυτός θα με κοιτάξει λόγου χάρη και θα δει ξαφνικά πως το πρόσωπό μου δεν είναι καθόλου όπως θα ταίριαζε να 'ναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που υποφέρει για την τάδε ιδέα. Αμέσως λοιπόν μου αρνιέται την ευσπλαχνία του. Κι αυτό δεν το κάνει καθόλου από κακία. Οι ζητιάνοι, κυρίως οι ευγενείς ζητιάνοι, θα 'πρεπε να μη δείχνουν ποτέ το πρόσωπό τους μα να ζητάνε την ελεημοσύνη με αγγελίες στις εφημερίδες. Αφηρημένα μπορεί ν' αγαπάει κανείς τον πλησίον του και κάποτε από μακριά, μα από κοντά σχεδόν ποτέ. Αν γίνονταν όλα όπως γίνονται στη σκηνή, στο μπαλέτο, όπου οι ζήτουλες, όταν παρουσιάζονται, έρχονται με μεταξωτά κουρέλια και σκισμένες νταντέλες και ζητάνε ελεημοσύνη χορεύοντας χαριτωμένα, τότε θα μπορούσε ακόμα κανείς να τους θαυμάζει. Να τους θαυμάζει, όχι όμως και να τους αγαπάει. Μα αρκετά είπαμε γι' αυτό.
Ήθελα μονάχα να σε κατατοπίσω για το πρίσμα που μ' αυτό βλέπω τα πράγματα. Ήθελα να μιλήσω για τη δυστυχία της ανθρωπότητας γενικά, μα καλύτερα να πούμε ειδικά για τα βάσανα των παιδιών. Αυτό θα μικρύνει το θέμα μου δέκα φορές, μα καλύτερα έτσι. Φυσικά αυτό δεν συμφέρει καθόλου. Μα πρώτα πρώτα τα παιδάκια μπορεί να τ' αγαπάει κανείς έστω κι αν βρίσκονται κοντά του, έστω κι αν είναι βρώμικα, έστω κι αν έχουν άσχημο πρόσωπο (μου φαίνεται όμως πως τα παιδάκια ποτέ δεν έχουν άσχημο πρόσωπο) δεύτερο, για τους μεγάλους δε θα μιλήσω, γιατί εκτός που είναι αποκρουστικοί και δεν αξίζουν να τους αγαπάς, είναι κιόλας αποζημιωμένοι κατά, κάποιον τρόπο: φάγανε το μήλο και γνωρίσανε το καλό και το κακό και γίνανε «ώς ό Θεός». Εξακολουθούν και τώρα να το τρώνε. Μα τα παιδάκια τίποτα δεν φάγανε και προς το παρόν είναι εντελώς αθώα. Τ' αγαπάς τα παιδάκια, Αλιόσα; Το ξέρω πως τ' αγαπάς και σίγουρα θα καταλαβαίνεις για ποιο λόγο θέλω να μιλήσω τώρα αποκλειστικά γι' αυτά. Αν υποφέρουν κι αυτά τρομερά σε τούτον τον κόσμο, είναι βέβαια γιατί πληρώνουν τις αμαρτίες των πατεράδων τους που φάγανε το μήλο. Όμως αυτός ο συλλογισμός ανήκει σε άλλον κόσμο και η ανθρώπινη καρδιά εδώ στη γη δεν μπορεί να τον καταλάβει. Δεν επιτρέπεται να υποφέρει ένας αθώος για κάποιον άλλο και μάλιστα ένας τέτοιος αθώος! Νά κάτι άλλο που θα σε εκπλήξει, Αλιόσα: αγαπάω και γω τρομερά τα παιδάκια. Και πρόσεξε, οι σκληροί άνθρωποι, οι γεμάτοι πάθη, οι σαρκοβόροι, οι Καραμάζοβ, αγαπάνε καμιά φορά πολύ τα παιδιά. Τα παιδιά, όσο μένουν παιδιά, ως τα εφτά τους χρόνια λόγου χάρη, είναι τρομερά αλλιώτικα απ' τους ανθρώπους: λες και είναι εντελώς άλλα πλάσματα, μ' άλλη φύση. Γνώρισα έναν κακούργο στη φυλακή: του 'τυχε στη διάρκεια της καριέρας του, εκεί που ξεπάστρεβε ολάκερες οικογένειες σε σπίτια όπου είχε μπει τη νύχτα για να κλέψει, να καθαρίσει «επί τη ευκαιρία» και μερικά παιδάκια. Μα όταν έμεινε στη φυλακή, τ' αγαπούσε τόσο που σ' έκανε ν' απορείς. Κοίταζε όλη την ώρα απ' το παράθυρο τα παιδιά που παίζανε στην αυλή της φυλακής. Ένα μικρό αγοράκι έμαθε να 'ρχεται κάτω από το παράθυρό του και γίνανε πολύ φίλοι. Δεν ξέρεις γιατί τα λέω όλα αυτά, Αλιόσα; Μου πονάει κάπως το κεφάλι και νιώθω θλίψη.
— Μιλάς παράξενα, είπε ανήσυχα ο Αλιόσα. Σάμπως να μην ξέρεις και συ τι λες.
— Μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σου πω και τούτο: πριν από λίγο καιρό, μου διηγόταν στη Μόσχα ένας Βούλγαρος, συνέχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σάμπως να μην είχε ακούσει τι του είπε ο αδερφός του, τις αγριότητες που κάνουν παντού στη Βουλγαρία οι Τούρκοι και οι Τσερκέζοι γιατί φοβόνται τη γενική εξέργεση των σλάβων. Καίνε, σφάζουνε, βιάζουν γυναίκες και παιδιά, καρφώνουν τ' αυτιά των καταδίκων σε ξύλινους φράχτες και τους αφήνουν εκεί πέρα όλη νύχτα και το πρωί τους κρεμάνε, κ.τ.λ. Είναι αδύνατο και να τα φανταστείς όλα όσα γίνονται. Καμιά φορά μιλάνε για τη «θηριώδη» αγριότητα του ανθρώπου, όμως αυτό είναι μεγάλο άδικο και προσβολή για τα θηρία: το θηρίο ποτέ δεν μπορεί να 'ναι τόσο άγριο όσο ο άνθρωπος, τόσο καλλιτεχνικά, τόσο γραφικά άγριο. Η τίγρη το μόνο που κάνει είναι να δαγκώνει, να ξεσκίζει, αυτό ξέρει μονάχα. Ποτέ δε θα της περνούσε η σκέψη να καρφώσει ανθρώπους απ' τα αυτιά στο φράχτη και να τους αφήσει εκεί πέρα τη νύχτα, ακόμα κι αν μπορούσε να το κάνει. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα μικρά παιδιά. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τα βγάζανε από μέσα. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τ' άφηναν να πέσουν και να καρφωθούν πάνω σε μια λόγχη. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. Η ηδονή ήταν ακριβώς που το βλέπανε και οι μανάδες. Μα νά και μια σκηνή που μ' έκανε να ενδιαφερθώ εξαιρετικά. Φαντάσου τούτο δω: ένα βυζασταρούδι στα χέρια μιας μητέρας που τρέμει, γύρω της Τούρκοι που μόλις μπήκανε στο χωριό. Και στήνουν ένα γουστόζικο παιχνίδι: χαϊδεύουν το μωρό, γελάνε για να το κάνουν κι αυτό να γελάσει. Τέλος το καταφέρνουν, το μωρό γελάει. Εκείνη τη στιγμή ένας Τούρκος το σημαδεύει με το πιστόλι· η κάνη είναι μόλις δέκα πόντους απ' το προσωπάκι του. Τ' αγοράκι χαχανίζει χαρούμενο, τεντώνει τα χεράκια του για ν' αρπάξει το πιστόλι και ξαφνικά ο καλλιτέχνης κατεβάζει τον κόκορα και του κάνει θρύψαλα το κεφαλάκι... Δεν είναι καλλιτεχνικό, ψέματα; Επί τη ευκαιρία, λένε πως οι Τούρκοι αγαπάνε πολύ τα γλυκά.
— Αδερφέ, γιατί τα λες όλα αυτά; ρώτησε ο Αλιόσα.
— Σκέφτομαι πως αν δεν υπάρχει διάβολος κι αν κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ' εικόνα και ομοίωσή του.
— Αν είναι έτσι, τότε συνέβη ακριβώς αυτό που έγινε και με το Θεό.
— Ξέρεις να πιάνεσαι περίφημα απ' τις λέξεις του άλλου, όπως λέει κι ο Πολώνιος στον Άμλετ, είπε γελώντας ο Ιβάν. Μ' έπιασες απ' τα ίδια μου τα λόγια. Ας είναι, είμαι ευχαριστημένος. Σπουδαίος λοιπόν θα 'ναι, μα την αλήθεια, κι ο Θεός σου αν τον δημιούργησε ο άνθρωπος κατ' εικόνα και ομοίωσή του. Με ρώτησες πριν από λίγο γιατί τα λέω όλα αυτά: Αμ εγώ, βλέπεις, είμαι ένας ερασιτέχνης και συλλέκτης ορισμένων γεγονότων. Τα σημειώνω —το πιστεύεις τάχα;— απ' τις εφημερίδες και τις διηγήσεις, απ' όπου τύχει, κι έχω πια μια αρκετά καλή συλλογή. Φυσικά μπήκανε και οι Τούρκοι στη συλλογή, μα όλοι αυτοί είναι ξένοι. Έχω και ντόπιο πράμα και μάλιστα καλύτερο από το τούρκικο. Όπως ξέρεις, σε μας εδώ πέφτει το περισσότερο ξύλο, με βίτσες και κνούτο, αυτό είναι εθνικό χαρακτηριστικό: είναι αδύνατο να σε καρφώσουν εδώ πέρα απ' τα αυτιά· όσο να 'ναι, είμαστε, βλέπεις, Ευρωπαίοι. Μα οι βίτσες και το κνούτο είναι κάτι δικό μας και κανένας δεν μπορεί να μας το πάρει. Καθώς φαίνεται, στο εξωτερικό δε δέρνουν καθόλου, θα εξευγενίστηκαν τα ήθη ή θα επιβλήθηκαν νόμοι που απαγορεύουν τάχα ένας άνθρωπος να μαστιγώνει έναν άλλον. Μα γι' αυτό βρήκανε κάτι άλλο, κάτι καθαρά εθνικό κι αυτό, τόσο που είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει στη χώρα μας, αν και, για να λέμε την αλήθεια, αρχίζει να ριζώνει κι εδώ πέρα, ιδιαίτερα μετά τη θρησκευτική κίνηση στην ανώτερη κοινωνία μας. Έχω μια θαυμάσια μπροσούρα, μεταφρασμένη απ' τα γαλλικά, για τον τρόπο που εκτελέσανε στη Γενεύη εδώ και λίγα χρόνια, πέντε μόλις, έναν κακούργο, τον Ρισάρ, έναν νέο εικοσιτριώ χρονώ, νομίζω, που μετανόησε κι έγινε χριστιανός, λίγο πριν τον ανεβάσουν στο ικρίωμα. Αυτός ο Ρισάρ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε από παράνομο γάμο και που οι γονείς του τον χαρίσανε μικρόν ακόμα, κάπου έξι χρονώ, σε κάτι ορεσίβιους τσοπάνους της Ελβετίας κι εκείνοι τον μεγαλώσανε για να τον χρησιμοποιήσουν στις δουλειές τους. Μεγάλωνε εκεί ανάμεσά τους σαν άγριο ζώο· οι βοσκοί δεν του διδάξανε τίποτα. Μόλις έγινε εφτά χρονώ τον στέλνανε να βόσκει το κοπάδι, με βροχή και με χιόνια, σχεδόν γυμνό και χωρίς φαΐ. Φυσικά κανένας απ' αυτούς δεν σκέφτηκε πως αυτό το φέρσιμο ήταν κακό, ούτε και μετανόησε. Δικαίωμά τους. O Ρισάρ, βλέπεις, τους είχε χαριστεί σαν να 'ταν κάνα πράμα κι ούτε θεωρούσαν απαραίτητο να τον τρέφουν. O ίδιος ο Ρισάρ έλεγε αργότερα πως εκείνα τα χρόνια ήταν σαν τον άσωτο υιό του Ευαγγελίου, που πολύ θα το 'θελε να φάει απ' το χυλό που δίνανε στα γουρούνια για να παχαίνουν, όμως ούτε απ' αυτόν δεν του δίνανε και τον δέρνανε όταν τον έκλεβε απ' τα γουρούνια. Έτσι πέρασε όλα τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ώσπου έγινε άντρας κι άρχισε να κλέβει κανονικά. Δρούσε στη Γενεύη και κάθε βράδι έπινε στην ταβέρνα τα κέρδη του· ζούσε σαν αποπαίδι της κοινωνίας και τέλος σκότωσε κάποιο γέρο και τον λήστεψε. Τον πιάσανε, τον δικάσανε και τον καταδικάσανε σε θάνατο. Εκεί, βλέπεις, δεν περνάνε οι συναισθηματισμοί. Και νά, στη φυλακή τον περιτριγυρίζουν αμέσως οι πάστορες και τα μέλη διαφόρων Χριστιανικών Αδελφοτήτων, φιλάνθρωπες κυρίες κ.τ.λ. Τον μάθανε εκεί να διαβάζει και να γράφει, άρχισαν να του διδάσκουν το Ευαγγέλιο, τον κατηχούσανε, τον νουθετούσαν, τον πιέζανε, του πήραν τ' αυτιά με τη φλυαρία και τέλος τον κάνανε να ομολογήσει επίσημα το έγκλημά του. Αυτός πείστηκε, έγραψε μονάχος του ένα γράμμα στο δικαστήριο, λέγοντας πως είναι τέρας και πως αξιώθηκε επιτέλους να τον φωτίσει ο Θεός με τη χάρη Του. Όλη η Γενεύη αναστατώθηκε, όλη η φιλάνθρωπη και θεοσεβής Γενεύη. Ό,τι το ανώτερο και το πιο ευγενικό υπήρχε στη Γενεύη τρέχει στη φυλακή του. Τον Ρισάρ τον φιλάνε, τον αγκαλιάζουν. «Είσαι αδερφός μας, ή χάρις τού Θεού κατήλθεν επί σε!» Κι ο Ρισάρ το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει από τη συγκίνηση: «Ναι, κατήλθεν ή χάρις έπ' εμέ! Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια λαχταρούσα την τροφή των γουρουνιών, μα τώρα κατήλθε και έπ' εμέ ή ευλογία, πεθαίνω εν Χριστώ!» «Ναι, ναι, Ρισάρ. Πέθανε εν Κυρίω, έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις εν Κυρίω. Ας μη φταις που δεν γνώριζες τον Κύριο, όταν ζήλευες την τροφή των γουρουνιών κι όταν σε δέρνανε γιατί τους έκλεβες το φαΐ τους “πράμα πολύ κακό γιατί η κλοπή είναι απαγορευμένη”, όμως έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις». Και νά, έρχεται και η τελευταία μέρα. O Ρισάρ, κατασυντριμμένος, κλαίει κι επαναλαμβάνει κάθε στιγμή: «Τούτη είναι η καλύτερη μέρα μου, οδεύω προς τον Κύριον! » «Ναι», φωνάζουν οι πάστορες, οι δικαστές και οι φιλάνθρωπες κυρίες, «αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη σου μέρα, γιατί τώρα οδεύεις προς τον Κύριον!» Όλο το πλήθος προχωρεί προς το ικρίωμα ακολουθώντας το κάρο όπου βρίσκεται ο Ρισάρ. Το ακολουθούν μέσα σε αμάξια και πεζοί. Νά που φτάσανε στο ικρίωμα: «Πέθανε, αδερφέ μας», φωνάζουν στον Ρισάρ, «πέθανε εν Κυρίω, κατήλθεν γάρ και επί σε ή χάρις Του!» Τον ανεβάσανε λοιπόν τον πεφιλημένο αδερφό Ρισάρ στο ικρίωμα, τον ξαπλώσανε στην γκιλοτίνα και του κόψανε αδερφικά το κεφάλι, επειδή κατήλθεν έπ' αυτόν ή θεία χάρις. Όχι, αυτό είναι χαρακτηριστικό. Αυτή η μπροσούρα έχει μεταφραστεί στα ρωσικά από κάποιους Ρώσους Λουθηρανούς, φιλάνθρωπους της ανώτερης κοινωνίας και στάλθηκε παντού για τη διαφώτιση του ρούσικου λαού, δημοσιεύτηκε σ' εφημερίδες και μοιράστηκε δωρεάν. Τούτο το περιστατικό με τον Ρισάρ είναι αξιόλογο γιατί έχει εθνικό τόνο. Σε μας εδώ, αν και είναι ακατανόητο κάπως το τσεκούρωμα ενός αδερφού για μόνο το λόγο πως έγινε αδερφός μας κι αξιώθηκε να κατέλθει έπ' αυτόν ή χάρις τού Θεού, όμως, το ξαναλέω, έχουμε και μείς το δικό μας τρόπο, που σχεδόν δεν είναι χειρότερος. Εμείς έχουμε την ιστορική, την άμεση απόλαυση να τσακίζουμε τους ανθρώπους στο ξύλο. O Νεκράσοβ έγραψε κάτι στίχους για το πώς ένας μουζίκος χτυπούσε με το κνούτο τ' άλογό του στα μάτια, «στα πράα του μάτια». Αυτό όλοι το 'χουν δει, αυτό είναι ρωσισμός. Περιγράφει πώς ένα αδύναμο αλογάκι, που το 'χαν παραφορτώσει, χώθηκε στη λάσπη με το κάρο και δεν τα κατάφερνε να το τραβήξει. O μουζίκος το καμτσικίζει, το χτυπάει με λύσσα, το χτυπάει στο τέλος χωρίς να καταλαβαίνει κι αυτός τι κάνει· μέσα στη μέθη του χτυπάει απανωτά τις καμτσικιές: «Μπορείς δεν μπορείς, θα το τραβήξεις το κάρο κι ας ψοφήσεις! » Τ' άλογο σπαρταράει κι εκείνος αρχίζει να το χτυπάει το ανυπεράσπιστο στα δακρυσμένα, «πράα του μάτια». Με μια απελπισμένη προσπάθεια τ' άλογο ξεκόλλησε τ' αμάξι και προχώρησε τρέμοντας ολάκερο, χωρίς να παίρνει ανάσα, γέρνοντας κάπως στο πλάι, κάπως αναπηδώντας, κάπως αφύσικα και ντροπιασμένα, έτσι που τα λέει ο Νεκράσοβ είναι κάτι φριχτό. Όμως εδώ δεν πρόκειται παρά για ένα άλογο μονάχα, τ' άλογο κι ο ίδιος ο Θεός μάς το 'δωσε για να το δέρνουμε. Έτσι μας το εξηγήσανε οι Τάταροι και μας άφησαν το κνούτο για ενθύμιο. Μα μπορεί να δέρνει κανείς κι ανθρώπους. Και νά που ένας μορφωμένος κύριος και η κυρία του δέρνουν την κόρη τους, μια μικρούλα εφτά χρονώ, με βίτσες, αυτό το 'χω σημειωμένο με λεπτομέρειες. O πατερούλης χαίρεται που οι βίτσες έχουν ρόζους, «θα πονάει περισσότερο», λέει, κι αρχίζει να τις «βρέχει» της κόρης του. Ξέρω θετικά πως υπάρχουν μερικοί τέτοιοι, που νιώθουν ηδονή στο κάθε χτύπημα, κυριολεκτικά ηδονή, στο κάθε χτύπημα η ηδονή όλο και μεγαλώνει, με γεωμετρική πρόοδο. Δέρνουν ένα λεπτό, φτάνουν στα πέντε, στα δέκα, κι ακόμα περισσότερο, τα χτυπήματα γίνονται πιο συχνά, πονάνε περισσότερο. Το παιδί ξεφωνίζει, στο τέλος δεν μπορεί πια να φωνάξει: «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπακούλη, μπαμπακούλη!» O διάολος σπάει το πόδι του και η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο. Βάζουν ένα δικηγόρο. O ρούσικος λαός από καιρό τώρα λέει για το δικηγόρο: «O δικολάβος είναι νοικιασμένη συνείδηση». O δικηγόρος φωνάζει το λοιπόν για να υπερασπίσει τον πελάτη του. «Η υπόθεση, λέει, είναι τόσο απλή, οικογενειακή και συνηθισμένη· ο πατέρας έδειρε την κόρη του και είναι όνειδος για την εποχή μας που το πράμα έφτασε στο δικαστήριο!» Οι ένορκοι πείθονται, αποχωρούν για να συσκεφτούν και βγάζουν αθωωτική απόφαση. Το κοινό ουρλιάζει από χαρά που δικαιώσανε το βασανιστή. Εχ, να μην είμαι εκεί πέρα! Θα φώναζα να καθιερώσουν μια υποτροφία προς τιμήν του βασανιστή!... Θαυμάσια εικόνα. Μα για τα παιδιά έχω ακόμα καλύτερα, έχω μαζέψει πολλά, πάρα πολλά για τα ρωσόπουλα, Αλιόσα. Ένα κοριτσάκι πέντε χρονώ δεν το χωνεύανε οι γονείς του, «άνθρωποι λίαν ευυπόληπτοι, μορφωμένοι και καλοαναθρεμμένοι, κατέχοντες σημαντικά αξιώματα εν τη κοινωνία». Το υποστηρίζω για μιαν ακόμα φορά πως υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αγαπούν να βασανίζουν τα παιδιά, μονάχα τα παιδιά. Σ' όλα τ' άλλα πλάσματα, αυτά τα υποκείμενα, αυτοί οι ίδιοι οι βασανιστές, φέρονται με καλοσύνη και σεμνότητα σαν μορφωμένοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μα αγαπάνε πολύ να τυραννούν τα μικρά παιδιά, και μάλιστα γι' αυτό ίσα ίσα αγαπάνε τα παιδιά. Τους δελεάζουν τα παιδιά γιατί ακριβώς είναι ανυπεράσπιστα, γιατί έχουν μιαν αγγελική εμπιστοσύνη, γιατί δεν μπορούν τίποτα να κάνουν και πουθενά να πάνε. Αυτό ίσα ίσα είναι που ανάβει το χυδαίο αίμα του βασανιστή. Φυσικά μέσα σε κάθε άνθρωπο φωλιάζει ένα θηρίο, το θηρίο της οργής, το θηρίο της λάγνας ηδονής, που το ερεθίζουν οι κραυγές του βασανιζόμενου θύματος, το θηρίο των αχαλίνωτων παθών και των νόσων, που τα γέννησε η διαφθορά: ποδάγρα, χαλασμένο συκώτι κ.τ.λ. Αυτό το φτωχό κοριτσάκι οι μορφωμένοι γονείς το τυραννούσαν μ' όλα τα βασανιστήρια που μπορείς να φανταστείς. Τη χτυπούσαν, τη μαστίγωναν, την κλώτσαγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για ποιο λόγο· όλο της το κορμί γέμισε μελανιές. Τέλος βρήκανε κάτι πιο εκλεπτυσμένο: με κρύο, με παγωνιά, την κλείδωναν όλη τη νύχτα στο «μέρος», γιατί αυτή δε ζητούσε τη νύχτα να πάει εκεί την ώρα που έπρεπε, —λες κι ένα παιδάκι πέντε χρονώ, που κοιμάται ακόμα βαθιά σαν αγγελούδι, μπορεί να 'χει μάθει να ζητάει να «βγει»—, της τρίβανε το πρόσωπο με τα ίδια της τα περιττώματα και την ανάγκαζαν να τρώει αυτά τα περιττώματα· και ήταν η μάνα, η μάνα που την ανάγκαζε! Κι αυτή η μάνα μπορούσε και κοιμόταν ακούγοντας τη νύχτα τους στεναγμούς του παιδιού που το 'χαν κλειδώσει στο αποχωρητήριο! Το καταλαβαίνεις τάχα αυτό. Ένα μικρό πλάσμα, που δεν ξέρει ακόμα ούτε καν να διανοηθεί τι του συμβαίνει, χτυπιέται στο βρώμικο μέρος, στο σκοτάδι και στην παγωνιά, χτυπάει με τη μικρούλα γροθιά του το πονεμένο απ' το κλάμα στήθος του και κλαίει με τα ματωμένα, άκακα και δειλά του δάκρυα, παρακαλώντας το «Θεούλη» να το υπερασπιστεί. Το καταλαβαίνεις άραγε αυτό, φίλε μου κι αδερφέ μου, δόκιμε του Θεού, το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο είναι απαραίτητα όλα αυτά; Χωρίς αυτά, λένε, δε θα μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη, γιατί δε θα γνώριζε το καλό και το κακό. Μα γιατί να το γνωρίσει αυτό το διαολοκαλό και το διαολοκακό αφού κοστίζει τόσο ακριβά; Όλη η σοφία του κόσμου δεν αξίζει τα δάκρυα αυτής της μικρούλας που παρακαλεί το «Θεούλη». Δε μιλάω για τα βάσανα των μεγάλων, αυτοί φάγανε το μήλο κι άστους να πάνε στο διάολο, ας τους έπαιρνε κι ας τους σήκωνε όλους ο διάολος— όμως αυτά, αυτά τα παιδιά! Σε βασανίζω, Αλιόσα, μου φαίνεται πως δεν αισθάνεσαι καλά. Αν θέλεις, σταματάω.
— Δεν πειράζει, θέλω και γω να υποφέρω, τραύλισε ο Αλιόσα.
— Θα σου πω ένα, μονάχα ένα ακόμα περιστατικό, κι αυτό από περιέργεια, που είναι πολύ χαρακτηριστικό και, το σπουδαιότερο, γιατί μόλις πριν από λίγο το διάβασα σε μιαν απ' τις ιστορικές μας συλλογές, στο Αρχείο ή στους Παλαιούς Καιρούς, πρέπει να ψάξω να δω, ξέχασα κιόλας που το 'χω διαβάσει. Έγινε στα πιο σκοτεινά χρόνια της εποχής της δουλοπαροικίας, στις αρχές ακόμα του αιώνα μας. Ζήτω λοιπόν ο Ελευθερωτής του λαού! Ζούσε τότε, στις αρχές του αιώνα μας, ένας στρατηγός, ένας στρατηγός με μεγάλες γνωριμίες και πολύ πλούσιος τσιφλικάς, μα ήταν κι από εκείνους που (ακόμα και στον καιρό του ήταν λίγοι, καθώς φαίνεται) όταν παίρνανε τη σύνταξη, νόμιζαν πως είχαν αποχτήσει δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους. Τότε υπήρχαν τέτοιοι. Ζει λοιπόν ο στρατηγός μας στην ιδιοκτησία του με τις δυο χιλιάδες ψυχές του· γεμάτος υπεροψία μεταχειρίζεται τους παρακατιανούς γειτόνους του σαν να 'ταν παράσιτα και γελωτοποιοί. Στο μαντρί του είχε εκατοντάδες σκυλιά και καμιά εκατοστή ιπποκόμους που τα περιποιόνταν, όλους καβαλαρέους κι όλους με στολή. Και νά, μια μέρα, ένα αγοράκι μόλις οχτώ χρονώ, γιος ενός υπηρέτη, πέταξε μια πέτρα εκεί που έπαιζε και χτύπησε στο πόδι τ' αγαπημένο κυνηγόσκυλο του στρατηγού. «Γιατί κουτσαίνει τ' αγαπημένο μου σκυλί;» Του λένε λοιπόν το και το. Τούτο δω το παιδί πέταξε μια πέτρα και το χτύπησε. «Α, εσύ ήσουν», είπε και καλοκοίταξε ο στρατηγός. «Πιάστε τον!» Τον πιάσανε και τον πήρανε απ' τη μάνα του, όλη τη νύχτα τον αφήσανε στο μπουντρούμι. Το πρωί, μόλις έφεξε, βγαίνει ο στρατηγός μ' όλη την ακολουθία του για κυνήγι, καβαλίκεψε στ' άλογο, γύρω του οι φιλοξενούμενοι —χαραμοφάηδες—, τα σκυλιά, οι υπηρέτες, οι σαλπιγκτές, όλοι στ' άλογα. Μαζεύτηκαν και οι χωριάτες για να δουν, και μπροστά μπροστά η μητέρα του ένοχου παιδιού. Βγάζουν απ' το μπουντρούμι τον μικρό. Είναι μια σκυθρωπή, ψυχρή, φθινοπωριάτικη μέρα γεμάτη καταχνιά, περίφημος καιρός για κυνήγι. O στρατηγός διατάζει να γδύσουν τον μικρό· τον γδύνουν και τον αφήνουν τσιτσίδι, αυτός τρέμει, αλάλιασε απ' το φόβο του, δεν τολμάει να βγάλει κιχ... «Μαρς!» διατάζει ο στρατηγός, «τρέχα, τρέχα!» φωνάζουν στον μικρό οι ιπποκόμοι υπηρέτες, τ' αγόρι αρχίζει να τρέχει... «Απάνω του!» ξεφωνίζει ο στρατηγός κι αμολάει πίσω του όλο το κοπάδι τα σκυλιά. Αυτό έγινε μπροστά στη μητέρα, τα σκυλιά κάνανε κομμάτια το παιδάκι!... Το στρατηγό τον έβαλαν, νομίζω, υπό απαγόρευσιν. Λοιπόν... τι θα 'πρεπε να του κάνουν; Να τον τουφεκίσουν; Να τον εκτελέσουν για να ικανοποιηθεί το αίσθημα της ηθικής; Λέγε, Αλιόσα!
— Να τον τουφεκίσουν! πρόφερε ο Αλιόσα μ' ένα χλωμό, κάπως στραβό χαμόγελο, σηκώνοντας τα μάτια και κοιτάζοντας τον αδερφό του.
— Μπράβο! ούρλιαξε ο Ιβάν μ' ενθουσιασμό. Μια και το λες εσύ, θα πει πως... αχ, ρασοφόρε μου! Νά λοιπόν τι διαβολάκος βρίσκεται στη μικρή σου καρδιά, Αλιόσκα Καραμάζοβ!
— Είπα μιαν ανοησία, αλλά...
— Αυτό είναι ίσα ίσα, πως υπάρχει το αλλά... φώναξε ο Ιβάν. Μάθε, δόκιμε, πως οι ανοησίες είναι πολύ χρειαζούμενες σε τούτη τη γη. O κόσμος στηρίζεται στις ανοησίες και χωρίς αυτές ίσως και να μη γινόταν τίποτα εδώ κάτω. Κάτι ξέρουμε εμείς!
— Τι ξέρεις;
— Δεν καταλαβαίνω τίποτα, συνέχισε ο Ιβάν σαν να παραμιλούσε. Και τώρα δε θέλω τίποτα να καταλάβω. Θέλω να μείνω με το γεγονός. Το 'χω από καιρό αποφασίσει να μην καταλαβαίνω. Αν θελήσω να καταλάβω κάτι, θα προδώσω αυτοστιγμής το γεγονός, κι εγώ αποφάσισα να μείνω με το γεγονός...
— Γιατί με δοκιμάζεις, γιατί με βασανίζεις έτσι; αναφώνησε μ' ένα ξέσπασμα θλίψης ο Αλιόσα. Θα μου το πεις επιτέλους;
— Και βέβαια θα στο πω, εκεί έφερνα συνεχώς την κουβέντα, για να στο πω. Μου είσαι προσφιλής, δε θέλω να σε χάσω και να σε παραχωρήσω στο Ζωσιμά σου.
O Ιβάν σώπασε για λίγο, το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά πολύ θλιμμένο.
— Άκου με: μίλησα μονάχα για τα παιδάκια, για να γίνει το πράμα πιο χτυπητό. Για όλα τ' άλλα ανθρώπινα δάκρυα που 'χουν διαποτίσει όλη τη γη απ' το φλοιό ως το κέντρο της, δε λέω ούτε λέξη, επίτηδες περιόρισα το θέμα μου. Είμαι ένας κοριός και παραδέχομαι ταπεινά πως δεν μπορώ καθόλου να το καταλάβω γιατί είναι έτσι κανονισμένα όλα αυτά. Θα πει λοιπόν πως οι ίδιοι οι άνθρωποι φταίνε: τους δόθηκε ο Παράδεισος, αυτοί θέλησαν την ελευθερία, αρπάξανε τη φωτιά απ' τον ουρανό, ξέροντας και μόνοι τους πως θα γίνουν δυστυχισμένοι, ώστε δεν υπάρχει λόγος να τους λυπόμαστε. Ω, εγώ με το αξιολύπητο, το γήινο, ευκλείδειο μυαλό μου, ξέρω μονάχα πως η δυστυχία υπάρχει, πως ένοχοι δεν υπάρχουν, πως όλα είναι συνέπειες κάποιου προηγουμένου γεγονότος, πως όλα γίνονται απλά και φυσικά, πως ακόμα όλα κυλάνε και ισορροπούν, όμως όλα αυτά δεν είναι παρά μια ευκλείδεια σαχλαμάρα, τα ξέρω δα όλα αυτά, μα δεν μπορώ να παραδεχτώ να ζήσω σύμφωνα μ' αυτήν! Τι με νοιάζει που δεν υπάρχουν ένοχοι και πως όλα είναι συνέπειες κι αποτελέσματα απλά και φυσικά και πως εγώ το ξέρω αυτό; Μου χρειάζεται μια ανταμοιβή, αλλιώς θα εκμηδενίσω ο ίδιος τον εαυτό μου. Και η ανταμοιβή αυτή να μην έρθει κάπου στο άπειρο, κάποτε, μα εδώ, σε τούτη τη γη, να τη δω και μονάχος μου. Πίστευα και θέλω να τα δω μονάχος μου κι αν ως τα τότε θα 'χω πεθάνει, πρέπει να μ' αναστήσουνε γιατί θα πειραχτώ πολύ αν γίνουν όλα όταν εγώ θα απουσιάζω. Γιατί δεν υπόφερα εγώ για να χαρίσω με τα βάσανα και τους πόνους μου σε κάποιον άλλον την αιώνια αρμονία. Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια πως θα ξαπλώσει το ζαρκάδι δίπλα στο λιοντάρι και πως ο σφαγμένος θα σηκωθεί και θα αγκαλιάσει εκείνον που τον έσφαξε. Θέλω να βρίσκομαι εδώ πέρα όταν όλοι θα μάθουν ξαφνικά για ποιο λόγο ήταν όλα έτσι όπως ήταν. Πάνω σ' αυτή την επιθυμία βασίζονται όλες οι θρησκείες του κόσμου. Κι εγώ πιστεύω. Μα νά όμως, τα παιδάκια. Τι θα κάνω τότε μ' αυτά; Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το λύσω. Το ξαναλέω για εκατοστή φορά πως τα παραδείγματα είναι πολλά, μα εγώ πήρα μονάχα τα παιδάκια γιατί σε τούτο το παράδειγμα φαίνεται καθαρότερα εκείνο που θέλω να πω. Άκου: Αν πρέπει όλοι να υποφέρουν για να εξαγοράσουν με τα βάσανά τους την αιώνια αρμονία, τότε τι σχέση έχουν τα παιδιά, σε παρακαλώ; Είναι εντελώς ακατανόητο για ποιο λόγο πρέπει να υποφέρουν κι αυτά και γιατί να εξαγοράζουν με βάσανα την αρμονία; Γιατί τα πήρε κι αυτά το σχέδιο και θυσιάστηκαν για την μελλούμενη αρμονία, που θα τη χαρεί κάποιος άλλος; Το αλληλέγγυο στις αμαρτίες ανάμεσα στους ανθρώπους το καταλαβαίνω, καταλαβαίνω το αλληλέγγυο και στην ανταμοιβή, μα τα παιδάκια δεν έχουν καμιά σχέση με τις αμαρτίες κι αν είναι αλήθεια πως είναι κι αυτά συνυπεύθυνα με τους πατεράδες για τα κρίματα αυτών των τελευταίων, τότε φυσικά η αλήθεια αυτή δεν είναι του κόσμου τούτου και γω δεν μπορώ να την καταλάβω. Μπορεί να πει κάνας χωρατατζής πως το παιδί, όπως και να 'ναι, θα μεγαλώσει και θα 'χει όλο τον καιρό ν' αμαρτήσει, μα νά που δε μεγάλωσε, το καταξεσκίσανε οχτώ χρονώ τα σκυλιά. Ω, Αλιόσα, δε βλασφημώ τούτη τη στιγμή! Γιατί καταλαβαίνω τον κλονισμό του σύμπαντος όταν όλα, όσα βρίσκονται στον ουρανό και κάτω απ' τη γη, συγχωνευτούν σ' ένα τραγούδι δόξας κι όλες οι υπάρξεις κι όλα τα όντα που ζήσανε κάποτε θ' αναφωνήσουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, απεκαλύφθησαν γάρ αι οδοί Σου!» Όταν πια η μητέρα θ' αγκαλιάσει το βασανιστή που καταξέσκισε με τα σκυλιά το γιό της κι αναφωνήσουν και οι τρεις: «Δίκιο έχεις, Κύριε», τότε πια θα φτάσει η στιγμή της πλέριας γνώσης κι όλα θα εξηγηθούν. Μα εδώ ίσα ίσα είναι ο κόμπος. Αυτό ίσα ίσα είναι που δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Κι όσο βρίσκομαι στη γη βιάζομαι να πάρω τα μέτρα μου. Γιατί, βλέπεις, Αλιόσα, μπορεί και στ' αλήθεια να συμβεί τούτο δω: Αν θα ζήσω ως την ώρα εκείνη, ή αν θ' αναστηθώ για να δω αυτό που θα γίνει, μπορεί και γω ο ίδιος ν' αναφωνήσω, βλέποντας τη μητέρα που θ' αγκαλιάζει το βασανιστή του παιδιού της: «Δίκιο έχεις, Κύριε!» μα εγώ δε θέλω ν' αναφωνήσω τότε. Όσο είναι καιρός ακόμα, θέλω να προφυλάξω τον εαυτό μου και γι' αυτό αρνιέμαι εντελώς την υπέρτατη αρμονία. Δεν αξίζει αυτή ούτε τα δάκρυα εκείνου του μικρού βασανισμένου παιδιού που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του και προσευχόταν στη βρωμερή του τρύπα κλαίγοντας με τ' ανεξαγόραστα δάκρυά του στο «Θεούλη»! Δεν αξίζει, γιατί τα δάκρυά του δεν εξαγοράστηκαν. Πρέπει να εξαγοραστούν, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει αρμονία. Μα με τι, με τι θα τα εξαγοράσεις; Είναι τάχα μπορετό κάτι τέτοιο; Μήπως τάχα με το ότι κάποιος θα εκδικηθεί γι' αυτά; Μα τι να την κάνω την εκδίκησή τους, τι να το κάνω αν οι βασανιστές πάνε στην Κόλαση; Τι μπορεί να διορθώσει εδώ πέρα η Κόλαση, όταν το παιδί βασανίστηκε πια; Και τι αρμονία θα 'ναι αυτή όταν θα υπάρχει και η Κόλαση; Θέλω να συγχωρέσω, θέλω μ' όλους να συμφιλιωθώ, δε θέλω να υποφέρει κανένας πια. Κι αν τα βάσανα των παιδιών ήταν συμπλήρωμα όλων εκείνων των βασάνων που ήταν απαραίτητα για ν' αγοραστεί η αλήθεια, τότε υποστηρίζω απ' τα πριν πως όλη η αλήθεια δεν αξίζει ένα τέτοιο τίμημα. Δεν το θέλω επιτέλους η μητέρα ν' αγκαλιάσει το βασανιστή που έβαλε τα σκυλιά να καταξεσκίσουν το παιδί της! Δεν πρέπει να τον συγχωρέσει! Αν θέλει, ας τον συγχωρέσει το βασανιστή για τον άμετρο μητρικό της πόνο. Μα το μαρτύριο του καταξεσκισμένου της παιδιού δεν έχει το δικαίωμα να το συγχωρέσει, δεν επιτρέπεται να συγχωρέσει το βασανιστή, έστω κι αν το ίδιο το παιδί τον συγχωρούσε! Κι αν είναι έτσι, αν δεν έχουν το δικαίωμα να συγχωρέσουν, τότε πού βρίσκεται η αρμονία; Υπάρχει τάχα στον κόσμο έστω κι ένα πλάσμα μονάχα που θα μπορούσε και θα 'χε το δικαίωμα να συγχωρέσει; Δεν την θέλω την αρμονία, από αγάπη στην ανθρωπότητα δεν τη θέλω. Θέλω να μείνω καλύτερα με τα βάσανα τα ανεκδίκητα. Καλύτερα να μείνω με τα ανεκδίκητα βάσανά μου και με την άσβεστη αγανάχτησή μου, έστω κι αν έχω άδικο. Μα σαν πολύ την εχτιμήσανε την αρμονία, δεν είναι για την τσέπη μας, δεν μπορούμε να πληρώνουμε τόσα για το εισιτήριό της. Γι' αυτό κιόλας βιάζομαι να επιστρέψω το δικό μου εισιτήριο. Κι αν είμαι τίμιος άνθρωπος, έχω υποχρέωση να το επιστρέψω όσο γίνεται πιο νωρίς. Αυτό κάνω ίσα ίσα. Δεν είναι που δεν παραδέχομαι το Θεό, Αλιόσα· μονάχα το εισιτήριο του επιστρέφω μ' όλον τον απαιτούμενο σεβασμό.
— Μα αυτό είναι ανταρσία, πρόφερε ήσυχα ο Αλιόσα με τα μάτια χαμηλωμένα.
— Ανταρσία; Δε θα 'θελα ν' ακούσω από σένα αυτή τη λέξη, πρόφερε ο Ιβάν σαν απ' τα τρίσβαθά του. Μπορεί να ζήσει τάχα κανείς στασιάζοντας; Μα εγώ θέλω να ζήσω. Πες μου το και μόνος σου καθαρά— σε προκαλώ, απάντησε: Φαντάσου πως συ ο ίδιος χτίζεις το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με το σκοπό να χαρίσεις τελικά στους ανθρώπους την ευτυχία, να τους δώσεις επιτέλους την ειρήνη και την ηρεμία, μα για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο, είναι αναπόφευχτο να καταβασανίσεις ένα μονάχα μικρούλικο πλάσμα, εκείνο το ίδιο παιδάκι, να πούμε, που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του, και πάνω στα ανεκδίκητα δάκρυά του να θεμελιώσεις το οικοδόμημα. Θα δεχόσουν τάχα να γίνεις αρχιτέκτονας μ' αυτούς τους όρους; Απάντησέ μου και μην ψεύδεσαι!
— Όχι, δε θα δεχόμουν, έκανε μαλακά ο Αλιόσα.
— Και μπορείς ποτέ να παραδεχτείς τη σκέψη πως οι άνθρωποι, που γι' αυτούς εσύ χτίζεις, θα δέχονταν αυτή την ευτυχία, αν τυχόν θεμελιωνόταν στο αδικοχαμένο αίμα του μικρού μάρτυρα; Και πώς, αν την δέχονταν, θα μένανε για πάντα ευτυχισμένοι;
— Όχι, δεν μπορώ να το παραδεχτώ, Αδελφέ, πρόφερε ξαφνικά ο Αλιόσα και τα μάτια του λάμψανε. Μόλις τώρα είπες: Υπάρχει τάχα στον κόσμο κανένα Πλάσμα που να μπορεί και να 'χει το δικαίωμα να συγχωρέσει; Όμως αυτό το Πλάσμα υπάρχει, και μπορεί όλους να τους συγχωρέσει και για όλα, γιατί και το Ίδιο έδωσε το αθώο του αίμα για όλους και για όλα. Τον ξέχασες, μα πάνω Του ίσα ίσα θα θεμελιωθεί το οικοδόμημα και σ' Αυτόν θα φωνάξουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, αι οδοί Σου γάρ απεκαλύφθησαν».
— Α, μιλάς για τον «μόνον αναμάρτητον» και το αίμα του! Όχι, δεν τον ξέχασα, κι απορούσα απεναντίας πώς τόσην ώρα δεν τον έβαζες μπροστά, γιατί συνήθως στις συζητήσεις όλοι οι δικοί σας αυτόν βάζουν μπροστά. Ξέρεις κάτι, Αλιόσα; Μη γελάσεις, ε; Εδώ κι ένα χρόνο έφτιαξα ένα ποίημα. Αν μπορούσες να χάσεις μαζί μου ακόμα δέκα λεπτά θα στο διηγόμουνα. Θέλεις;
— Έγραψες ποίημα εσύ;
— Ω, όχι, δεν το 'γραψα, γέλασε ο Ιβάν. Και ποτέ στη ζωή μου δεν ταίριασα ούτε δυο στίχους. Μα τούτο το ποίημα το φαντάστηκα και το κράτησα στη θύμησή μου. Μου 'χε έρθει έμπνευση. Συ θα 'σαι ο πρώτος αναγνώστης μου, ο ακροατής μου θέλω να πω. Γιατί να χάσει ο συγγραφέας έστω και τον μοναδικό του ακροατή; χαμογέλασε ο Ιβάν. Να στο διηγηθώ ή όχι;
— Σ' ακούω, πρόφερε ο Αλιόσα.
— Το ποίημά μου έχει τίτλο «ο Μέγας Ιεροξεταστής» είναι κάτι αλλόκοτο, θέλω όμως να στο πω.