5. ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: PRO ΚΑΙ CONTRA Ι. Συνεννόηση
Πρώτη υποδέχτηκε και πάλι τον Αλιόσα η κυρία Χοχλάκοβα. Ήταν βιαστική. Είχε συμβεί κάτι σημαντικό: η κρίση υστερίας της Κατερίνας Ιβάνοβνα τέλειωσε με λιποθυμία, ύστερα της ήρθε μια «τρομερή, φοβερή αδυναμία, πλάγιασε, γλάρωσε τα μάτια της κι άρχισε να παραμιλάει. Τώρα έχει πυρετό, στείλανε να φωνάξουν τον Χερτσενστούμπε, ειδοποίησαν και τις θείες. Οι θείες ήρθαν κιόλας μα ο Χερτσενστούμπε δεν έχει φτάσει ακόμα. Όλοι είναι στο δωμάτιό της και περιμένουν. Τι θα γίνει; Έχει χάσει τις αισθήσεις της. Κι αν είναι κανένας εγκεφαλικός πυρετός;»
Λέγοντάς τα αυτά η κυρία Χοχλάκοβα φαινόταν σοβαρά τρομαγμένη: «Αυτό πια είναι σοβαρό, σοβαρό!» πρόσθετε σε κάθε λέξη, λες κι όλα όσα της είχαν συμβεί πρωτύτερα δεν ήταν σοβαρά. O Αλιόσα την άκουγε λυπημένος. Άρχισε να της διηγείται και τις δικές του περιπέτειες, μα αυτή τον διέκοψε απ' τις πρώτες κιόλας λέξεις: ήταν πολύ βιαστική, τον παρακάλεσε να κάτσει στο δωμάτιο της Lise κι εκεί να την περιμένει.
— Η Lise, αγαπητότατε Αλεξέι Φιοντόροβιτς, του ψιθύρισε σχεδόν στ' αυτί, η Lise μ' έκανε πολύ ν' απορήσω μόλις πριν από λίγο, μα και μ' ευχαρίστησε, γι' αυτό και εγώ της τα συγχωρώ όλα. Φανταστείτε: μόλις φύγατε άρχισε ξαφνικά να λέει ειλικρινά πως μετανοεί γιατί τάχα σας κορόιδεψε χτες και σήμερα. Όμως αυτή δεν σας κορόιδευε, αστειευόταν μονάχα. Μα τόσο σοβαρά μετανοούσε, έκλαιγε σχεδόν, που απόρησα. Ποτέ ως τα τώρα δεν μετανοούσε σοβαρά όταν με κορόιδευε εμένα, μονάχα έκανε πως τάχα λυπάται για ό,τι είχε γίνει. Και ξέρετε, δεν περνάει στιγμή που να μην με κοροϊδέψει. Μα τώρα τα 'λεγε σοβαρά, όλα άρχισαν να γίνονται σοβαρά. Εκτιμάει εξαιρετικά τη γνώμη σας, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, κι αν μπορείτε μην κακοκαρδιστείτε μαζί της και μην της κρατάτε κακία. Και εγώ η ίδια δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να παραβλέπω τα καμώματά της γιατί είναι μια εξυπνούλα! Το πιστεύετε τάχα; Μόλις τώρα έλεγε πως εσείς ήσασταν ο φίλος των παιδικών της χρόνων, «ο πιο σημαντικός φίλος των παιδικών μου χρόνων», φανταστείτε λοιπόν, ο πιο σημαντικός. Κι εγώ λοιπόν τι ήμουνα; Πάνω σ' αυτό έχει αισθήματα πολύ σοβαρά, ακόμα και αναμνήσεις, μα το σπουδαιότερο είναι τούτες οι φράσεις και οι κουβέντες, τ' αναπάντεχα λογάκια που στα ξεφουρνίζει εκεί που δεν τα περιμένεις. Πριν λίγες μέρες λόγου χάρη μου είπε για το πεύκο: όταν ήταν πολύ μικρή είχαμε στον κήπο μας ένα πεύκο, δηλαδή και τώρα θα υπάρχει εκεί πέρα στη θέση του ώστε δεν είναι ανάγκη να μιλάω στον αόριστο. Τα πεύκα δεν είναι άνθρωποι, ζούνε πολλά χρόνια και δεν γερνάνε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. «Μαμά, μου λέει, θυμάμαι εκείνο το πεύκο σαν σε όνειρο» κάπως αλλιώς το είπε δηλαδή, γιατί αυτό είναι μπερδεψοδουλειά, το πεύκο είναι ανόητη λέξη. Όμως μου είπε πάνω σ' αυτό το θέμα τόσο πρωτότυπα πράματα που δεν αναλαμβάνω καθόλου να σας τα ξαναπώ. Άλλωστε τα 'χω ξεχάσει. Χαίρετε λοιπόν, είμαι πολύ συγκινημένη και φαίνεται πως χάνω τα λογικά μου. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δυο φορές στη ζωή μου τρελάθηκα και με γιατρέψανε. Πηγαίνετε στη Lise. Δώστε της θάρρος. Εσείς πάντα το καταφέρνετε θαυμάσια αυτό. Lise, φώναξε πλησιάζοντας στην πόρτα, σου 'φερα τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, που τον πρόσβαλες τόσο πολύ, όμως αυτός δεν είναι καθόλου θυμωμένος, απεναντίας μάλιστα απορεί πώς μπόρεσες και φαντάστηκες τέτοιο πράμα!
— Μερσί, maman· ελάτε μέσα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς.
O Αλιόσα μπήκε. Η Lise φαινόταν ταραγμένη και ξαφνικά κατακοκκίνισε. Σίγουρα ντρεπόταν κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, άρχισε να μιλάει γρήγορα γρήγορα για εντελώς άσχετα πράματα, σάμπως αυτά ακριβώς τα άσχετα ήταν που την ενδιαφέρανε εκείνη τη στιγμή.
— Η μαμά μού είπε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, όλη την ιστορία για τα διακόσια ρούβλια και πως θα πηγαίνατε... σε κείνον τον φτωχό αξιωματικό... και μου διηγήθηκε όλη τη φριχτή ιστορία για το πώς τον προσβάλανε και, ξέρετε, αν και η μαμά διηγιέται έτσι που δύσκολα την καταλαβαίνεις... όλο πηδάει απ' το 'να θέμα στο άλλο... όμως και πάλι έκλαιγα όταν την άκουγα. Τι έγινε λοιπόν; Τα δώσατε αυτά τα λεφτά; Και πώς είναι τώρα εκείνος ο δυστυχισμένος;
— Το άσχημο είναι που δεν του τα 'δωσα, αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, απάντησε ο Αλιόσα σάμπως κι αυτόν να τον απασχολούσε περισσότερο απ' όλα το πως δεν έδωσε τα χρήματα.
Κι όμως η Lise, το 'δε πολύ καλά πως κι αυτός δεν την κοιτάει στα μάτια και προσπαθεί να μιλάει για άσχετα πράγματα. O Αλιόσα κάθισε κοντά στο τραπέζι κι άρχισε να διηγιέται. Μα απ' τα πρώτα κιόλας λόγια ξεθάρρεψε κι έκανε τη Lise να ενδιαφερθεί. Μιλούσε κάτω απ' την επίδραση των δυνατών συγκινήσεων και της πρόσφατης ζωηρής εντύπωσης και τα κατάφερε να διηγηθεί καλά. Και στη Μόσχα ακόμα, όταν η Lise ήταν μικρή, του άρεσε να πηγαίνει σπίτι της και να της διηγιέται για εκείνα που του συνέβαιναν ή για εκείνα που διάβαζε, ή για τα γεγονότα των παιδικών του χρόνων. Μερικές φορές μάλιστα ονειροπολούσανε και πλάθανε ολάκερες ιστορίες μαζί, που οι περισσότερες ήταν εύθυμες κι αστείες.
Τώρα σάμπως να 'χανε μεταφερθεί ξαφνικά στους παλιούς μοσχοβίτικους καιρούς, εδώ και δυο χρόνια. Η Lise είχε συγκινηθεί εξαιρετικά μ' αυτή τη διήγηση. O Αλιόσα τα κατάφερε να ζωγραφίσει με φλογερό αίσθημα τη μορφή του «Ηλιούσετσκα». Όταν πια τέλειωσε μ' όλες τις λεπτομέρειες τη σκηνή όπου εκείνος ο δυστυχισμένος ποδοπατούσε τα λεφτά, η Lise έσμιξε τα χέρια κι αναφώνησε ασυγκράτητη.
— Ώστε δεν τα δώσατε τα λεφτά, ώστε τον αφήσατε να φύγει! Θεέ μου, έπρεπε να τρέξετε και να τον προφτάσετε...
— Όχι, Lise, καλύτερα που δεν έτρεξα, είπε ο Αλιόσα και σηκώθηκε και βημάτισε σκεφτικός στο δωμάτιο.
— Πώς είναι καλύτερα; Γιατί είναι καλύτερα; Τώρα δεν έχουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί και θα χαθούν!
— Δεν θα χαθούν, γιατί παρ' όλα αυτά θ' αποχτήσουν τούτα τα διακόσια ρούβλια. Όπως και να 'ναι αύριο θα τα πάρει. Αύριο πια σίγουρα θα τα πάρει, πρόφτασε ο Αλιόσα καθώς έκοβε βόλτες σκεφτικός. Γιατί πρέπει να ξέρετε, Lise συνέχισε σταματώντας άξαφνα μπροστά της, πως έκανα ο ίδιος ένα λάθος, μα και το λάθος καλύτερα που έγινε.
— Ποιο λάθος και γιατί είναι καλύτερα;
— Νά γιατί. Αυτός ο άνθρωπος είναι δειλός και μ' αδύνατο χαρακτήρα. Είναι πολύ βασανισμένος και πολύ καλόκαρδος. Όλη την ώρα τώρα νά τι σκέφτομαι: Για ποιο λόγο πειράχτηκε έτσι ξαφνικά και ποδοπάτησε τα λεφτά; Γιατί σας βεβαιώνω πως ως την τελευταία στιγμή δεν το 'ξερε πως θα τα ποδοπατήσει. Νομίζω λοιπόν πως ήταν πολλές οι αιτίες που του κακοφάνηκαν όλα αυτά... μα κι ούτε μπορούσε να γίνει διαφορετικά στην κατάσταση που βρισκόταν... Και πρώτα πρώτα πειράχτηκε γιατί χάρηκε υπερβολικά και δεν μου το 'κρυψε. Αν χαιρότανε, μα όχι και πάρα πολύ, αν δεν το 'δειχνε, αν υποκρινόταν όπως κάνουν άλλοι, όταν έπαιρνε τα λεφτά, τότε θα μπορούσε ακόμα να το υποφέρει και να δεχτεί. Όμως αυτός χάρηκε πολύ αληθινά, και τούτο ακριβώς είναι που τον πείραξε. Αχ, Lise, αυτός είναι ειλικρινής κι ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, μα σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό ακριβώς είναι κακό! Όλη την ώρα που μου μιλούσε, η φωνή του ήταν τόσο αδύνατη και τα 'λεγε τόσο βιαστικά, όλο χαχανίζοντας μ' ένα παράξενο γελάκι, ή μάλλον έκλαιγε... ναι, σωστά, έκλαιγε, τόσο ενθουσιασμένος ήταν... μου 'λεγε και για τις κόρες του... και για την θέση που θα του δώσουνε σε μιαν άλλη πολιτεία... Και μόλις μου άνοιξε την καρδιά του, ντράπηκε ξαφνικά γιατί μου την άνοιξε κι απογυμνώθηκε έτσι μπροστά μου. Τότε ακριβώς και μ' αντιπάθησε. Και είναι απ' τους πιο ντροπαλούς φτωχούς. Μα το κυριότερο, πειράχτηκε γιατί πολύ γρήγορα μ' έκανε φίλο του. Πολύ γρήγορα με θεώρησε δικό του άνθρωπο. Ενώ πρώτα αγρίευε μαζί μου, προσπαθούσε να με φοβίσει, μόλις είδε τα λεφτά, άρχισε να μ' αγκαλιάζει. Γιατί μ' αγκάλιαζε, όλο μ' άγγιζε με τα χέρια του. Η ταπείνωση που ένιωσε θα 'ταν σίγουρα αυτής της μορφής. Και εκείνην ακριβώς την ώρα έκανα και εγώ ένα πολύ σοβαρό λάθος: μου ήρθε να του πω ξαφνικά πως, αν τα λεφτά δεν του φτάσουν για να μεταφερθεί στην άλλη πολιτεία, θα του δώσω όσα θέλει. Αυτό λοιπόν τον έκανε ν' απορήσει: γιατί δηλαδή προθυμοποιήθηκα να τον βοηθήσω; Ξέρετε, Lise, είναι ανυπόφορο για έναν προσβλημένον άνθρωπο όταν όλοι βαλθούν να του κάνουν τον ευεργέτη... Αυτό το 'χω ακούσει· ο στάρετς μού το 'λεγε. Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, μα το είδα συχνά κι ο ίδιος. Μα και εγώ το ίδιο ακριβώς αισθάνομαι σε τέτοιες περιπτώσεις. Και το κυριότερο είναι που αν και δεν το 'ξερε ως την τελευταία στιγμή πως θα ποδοπατήσει τα χαρτονομίσματα, όμως το προαισθανόταν. Αυτό πια είναι σίγουρο. Γι' αυτό κιόλας ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος. Γιατί το προαισθανόταν... Κι όμως αν κι όλα αυτά είναι πολύ άσχημα, πάλι καλύτερα που ήρθαν έτσι. Νομίζω μάλιστα πως ούτε καν μπορούσαν να γίνουν καλύτερα...
— Γιατί, γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν καλύτερα; ξεφώνισε η Lise κοιτάζοντας με μεγάλη απορία τον Αλιόσα.
— Γιατί, Lise, αν δεν ποδοπατούσε μα έπαιρνε τούτα τα λεφτά, όταν θα γύριζε σπίτι του, το πολύ ύστερα από μιαν ώρα, θα 'βαζε τα κλάματα για την ταπείνωσή του, νά τι θα γινόταν το δίχως άλλο. Θα 'βαζε τα κλάματα και ίσως να ερχόταν να με βρει μόλις χάραζε και θα μου πετούσε ίσως τα χαρτονομίσματα και θα τα ποδοπατούσε, όπως έκανε και πριν από λίγο. Μα τώρα έφυγε τρομερά περήφανος, θριαμβεύοντας, αν και ξέρει πως «κατάστρεψε τον εαυτό του». Θα πει λοιπόν πως τώρα πια είναι το ευκολότερο πράμα να τον κάνουμε να πάρει τα διακόσια ρούβλια, αύριο κιόλας, γιατί απόδειξε πια την τιμή του, ποδοπάτησε τα λεφτά... Δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει, όταν τα ποδοπατούσε, πως θα ξαναπάω αύριο να του τα δώσω. Κι ωστόσο τα 'χει τρομερή ανάγκη αυτά τα χρήματα. Αν και τώρα είναι περήφανος, σήμερα κιόλας θα σκέφτεται πόσο μεγάλη βοήθεια έχασε. Τη νύχτα θα σκέφτεται ακόμα πιο πολύ, θα το δει στον ύπνο του κι αύριο το πρωί θα 'ναι έτοιμος ίσως να τρέξει να με βρει και να μου ζητήσει συγνώμη. Και τότε ακριβώς θα παρουσιαστώ: «Νά, θα του πω, είστε περήφανος άνθρωπος, τ' αποδείξατε, μα τώρα πάρτε τα, συγχωρέστε μας». Τότε λοιπόν και θα τα πάρει!
O Αλιόσα πρόφερε με κάποια παραφορά το «τότε λοιπόν και θα τα πάρει! » Η Lise χτύπησε παλαμάκια.
— Αχ, αυτό είναι αλήθεια, αχ, αυτό το κατάλαβα άξαφνα πολύ καθαρά! Αχ, Αλιόσα, πώς τα ξέρετε όλα αυτά; Είστε τόσο νέος κι όμως ξέρετε τι κρύβει η ψυχή... Εγώ ποτέ δε θα το σκεφτόμουν αυτό...
— Το σπουδαιότερο είναι που πρέπει να τον πείσουμε πως αυτός είναι εντελώς ίσος με μας, παρ' όλο που παίρνει από μας χρήματα, εξακολουθούσε να λέει μ' έξαψη ο Αλιόσα, κι όχι μονάχα ίσος μα και υπέρτερός μας...
— Υπέρτερός μας, υπέροχα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, μα συνεχίστε, μα συνεχίστε!
— Ναι, δηλαδή δεν εκφράστηκα καλά... για ανωτερότητα... όμως αυτό δεν πειράζει γιατί...
— Μα ναι δεν πειράζει, δεν πειράζει βέβαια! Με συγχωρείτε, αγαπητέ μου Αλιόσα... Ξέρετε, εγώ ως τα τώρα σχεδόν δε σας σεβόμουνα... δηλαδή σας σεβόμουνα μα σας θεωρούσα ίσο μου, μα τώρα θα σας σέβομαι για την ανωτερότητά σας... Μη θυμώνετε, αγαπητέ μου, και μη νομίζετε πως κάνω «πνεύμα», πρόσθεσε αμέσως με κάποιο πάθος. Είμαι κωμική και μικρή, όμως εσείς, εσείς... ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, μήπως τάχα όλος αυτός ο συλλογισμός μας... δηλαδή ο δικός σας... όχι καλύτερα να τον πούμε δικός μας... μήπως τάχα έχει μέσα του μια περιφρόνηση γι' αυτόν, για τον δυστυχισμένο... επειδή δηλαδή ξεψαχνίζουμε τώρα την ψυχή του, λες και το κάνουμε αφ' υψηλού, ε; Επειδή αποφασίσαμε τόσο σίγουρα τώρα πως θα πάρει τα λεφτά, ε;
— Όχι, Lise, δεν υπάρχει περιφρόνηση, απάντησε σταθερά ο Αλιόσα σάμπως να 'ταν προετοιμασμένος για μια τέτοια ερώτηση, αυτό το σκέφτηκα κι εγώ καθώς ερχόμουν εδώ. Μα σκεφτείτε το λοιπόν: τι περιφρόνηση μπορεί να υπάρχει εδώ τη στιγμή που κι εμείς είμαστε σαν κι αυτόν, τη στιγμή που όλοι είναι σαν κι αυτόν. Γιατί κι εμείς τέτοιοι είμαστε, δεν είμαστε καλύτεροι. Μα κι αν ακόμα θα ήμασταν καλύτεροι, πάλι θα 'μασταν σαν κι αυτόν, αν βρισκόμαστε στη θέση του... Δεν ξέρω για σας, Lise, μα νομίζω πως εγώ σε πολλά ζητήματα είμαι μικρόψυχος. Όμως αυτός δεν είναι καθόλου, απεναντίας έχει πολύ ευγενική ψυχή... Όχι, Lise, δεν υπάρχει εδώ πέρα καμιά περιφρόνηση γι' αυτόν! Ξέρετε, Lise, ο στάρετς μια φορά είχε πει: «Τους ανθρώπους πρέπει να τους φροντίζει κανείς σαν να 'ταν παιδιά και μερικούς μάλιστα σαν να 'ταν άρρωστοι...»
— Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αχ, καλέ μου, ας αρχίσουμε να περιποιόμαστε τους ανθρώπους σαν να 'ναι άρρωστοι!
— Ας αρχίσουμε, Lise- εγώ είμαι πρόθυμος, μονάχα που εγώ ο ίδιος δεν είμαι εντελώς έτοιμος. Άλλοτε είμαι πολύ ανυπόμονος, κι άλλοτε πάλι μου λείπει η διορατικότητα... Νά, εσείς, είστε εντελώς διαφορετική.
— Αχ, δεν το πιστεύω! Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πόσο είμαι ευτυχισμένη!
— Είμαι πολύ ευχαριστημένος που μου το λέτε, Lise.
— Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είστε εκπληκτικά καλός, μονάχα που μερικές φορές νομίζει κανείς πως είστε σχολαστικός... κι όμως καλογνωρίζοντάς σας βλέπει κανείς πως δεν είστε σχολαστικός. Πηγαίνετε, κοιτάξτε στην πόρτα, ανοίξτε σιγά σιγά και κοιτάξτε μην κρυφακούει η μητερούλα, ψιθύρισε ξαφνικά η Lise νευρικά και γρήγορα.
O Αλιόσα πήγε, άνοιξε την πόρτα και είπε πως κανένας δεν κρυφακούει.
—Πλησιάστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, συνέχισε η Lise κοκκινίζοντας όλο και περισσότερο, δώστε μου το χέρι σας, έτσι. Ακούστε, πρέπει να σας κάνω μια σοβαρή εξομολόγηση: το χτεσινό γράμμα δε σας το 'στειλα στ' αστεία μα στα σοβαρά... Και σκέπασε με το χέρι τα μάτια της. Ήταν φανερό πως ντρεπόταν πολύ να κάνει αυτή την εξομολόγηση. Ξαφνικά άρπαξε το χέρι του και το φίλησε με ορμή τρεις φορές.
— Αχ, Lise, αυτό είναι υπέροχο, αναφώνησε χαρούμενα ο Αλιόσα. Εγώ όμως ήμουν εντελώς βέβαιος πως στα σοβαρά μου το γράψατε.
— Για φαντάσου, ώστε έτσι, ε; είπε κι απομάκρυνε ξαφνικά το χέρι του, χωρίς να τ' αφήνει παρ' όλα αυτά απ' το χέρι της, κοκκινίζοντας τρομερά και γελώντας μ' ένα σύντομο, ευτυχισμένο γέλιο. Εγώ του φίλησα το χέρι κι αυτός μου λέει: «αυτό είναι υπέροχο».
Όμως άδικα του 'κανε επιπλήξεις. Κι ο Αλιόσα ήταν πολύ ταραγμένος.
— Θα 'θελα πάντα να σας αρέσω, Lise, όμως δεν ξέρω πώς να το καταφέρω αυτό, μουρμούρισε αυτός και κοκκίνησε.
— Αλιόσα, καλέ μου, είστε ψυχρός και θρασύς. Ακούς εκεί! Με διαλέξατε για γυναίκα σας και ησυχάσατε! Και ήσασταν βέβαιος πως σας έγραψα στα σοβαρά! Αυτό πια είναι θράσος, ναι, αυτό είναι!
— Μα είναι κακό λοιπόν που ήμουν βέβαιος; είπε ο Αλιόσα και ξάφνου γέλασε.
— Αχ, Αλιόσα, απεναντίας είναι τρομερά καλό, είπε η Lise και τον κοίταξε τρυφερά και ευτυχισμένα.
O Αλιόσα στεκόταν με το χέρι του ακόμα μέσα στο δικό της. Ξάφνου έσκυψε και τη φίλησε ίσα στα χείλη.
— Τι 'ναι αυτό πάλι! Τι πάθατε; ξεφώνισε η Lise.
O Αλιόσα τα 'χασε ολότελα.
— Συγχωρέστε με, αν δεν έκανα καλά... Ίσως φέρθηκα πολύ ανόητα... Είπατε πως είμαι ψυχρός, λοιπόν κι εγώ σας φίλησα...
Μονάχα που βλέπω πως έγινε πολύ ανόητα.
Η Lise γέλασε κι έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια.
— Και μ' αυτό το ένδυμα! της ξέφυγε ανάμεσα στα γέλια.
Ξαφνικά έπαψε να γελάει κι έγινε σοβαρή, σχεδόν αυστηρή.
— Όμως, Αλιόσα, δεν είναι καιρός ακόμα για φιλιά, πρέπει να περιμένουμε, γιατί και οι δυο μας δεν ξέρουμε απ' αυτές τις δουλειές, θα πρέπει πολύ καιρό ακόμα να περιμένουμε, συμπέρανε ξαφνικά. Πέστε μου καλύτερα, γιατί με παίρνετε εμένα την ανόητη, την άρρωστη, εσείς που είσαστε τόσο έξυπνος, τόσο στοχαστικός, τόσο παρατηρητικός; Αχ, Αλιόσα, είμαι τρομερά ευτυχισμένη, γιατί καθόλου δεν σας αξίζω!
— Αξίζετε, Lise. Τούτες τις μέρες θα φύγω οριστικά από το μοναστήρι. Βγαίνοντας στον κόσμο, πρέπει να παντρευτώ, αυτό το ξέρω. Έτσι μου είπε κι εκείνος. Ποια καλύτερη από σας θα πάρω λοιπόν... και ποια άλλη εκτός από σας θα με πάρει; Αυτό το σκέφτηκα καλά. Πρώτα πρώτα με ξέρετε απ' τα παιδικά μου χρόνια και ύστερα έχετε πάρα πολλές ικανότητες που εγώ δεν τις έχω. Η ψυχή σας είναι πιο πρόσχαρη απ' τη δική μου. Εσείς, το κυριότερο, είστε πιο αθώα από μένα, εγώ πολλά, πάρα πολλά έχω αγγίξει πια... Αχ, δεν ξέρετε εσείς. Και εγώ Καραμάζοβ είμαι! Όσο για το ότι γελάτε και αστειεύεστε μαζί μου, δε με πειράζει· αντίθετα, γελάτε κι αυτό μ' ευχαριστεί... Όμως εσείς γελάτε σαν ένα μικρό κοριτσάκι, μα σκέφτεστε σαν ένας μάρτυρας...
— Σαν μάρτυρας; Πώς αυτό;
— Ναι, Lise. Νά, πριν από λίγο ρωτήσατε μην τάχα περιφρονούμε κάπως εκείνο τον δυστυχισμένο γιατί κάνουμε την ανατομία της ψυχής του. Αυτή είναι μια ερώτηση μάρτυρα... δεν μπορώ, βλέπετε, να εκφραστώ καλά, όμως σ' όποιον έρχονται τέτοιες ερωτήσεις, αυτός σίγουρα είναι ικανός να υποφέρει. Καθισμένη εδώ πέρα στην πολυθρόνα, θα 'χετε βέβαια σκεφτεί για πολλά πράγματα...
— Αλιόσα, δώστε μου το χέρι σας, γιατί μου το τραβάτε; πρόφερε η Lise με μια φωνή αδυνατισμένη και σαν υπόκωφη απ' την ευτυχία. Ακούστε, Αλιόσα· τι θα φορέσετε όταν βγείτε απ' το μοναστήρι; Τι κουστούμι θα βάλετε; Μη γελάτε, μη θυμώνετε, αυτό είναι πολύ πολύ σημαντικό για μένα.
— Για το κουστούμι, Lise, δε σκέφτηκα ακόμα, μα θα φορέσω ό,τι θέλετε εσείς.
— Θέλω να 'χετε ένα σκούρο μπλε βελούδινο σακάκι, άσπρο πικέ γιλέκο και γκρίζα ρεμπούμπλικα... Πέστε μου, το πιστέψατε πριν από λίγο πως δεν σας αγαπώ, όταν απαρνήθηκα το χτεσινό μου γράμμα;
— Όχι, δεν το πίστεψα.
— Ω, είσαστε αφόρητος, αδιόρθωτος!
— Βλέπετε, το 'ξερα πως εσείς... όπως φαίνεται, μ' αγαπάτε, μα έκανα πως σας πιστεύω πως δε μ' αγαπάτε για να μη... σας φέρω σε δύσκολη θέση...
— Τόσο το χειρότερο! Χειρότερο μα και καλύτερο απ' όλα. Αλιόσα, σας αγαπάω τρομερά. Πριν έρθετε το πρωί σκέφτηκα: θα του ζητήσω το χτεσινό γράμμα κι αν το βγάλει ήσυχα ήσυχα και μου το δώσει —απ' αυτόν όλα να τα περιμένεις— τότε θα πει πως καθόλου δεν μ' αγαπάει, τίποτα δεν αισθάνεται για μένα και είμαι μονάχα ένα ανόητο κι ανάξιο παιδί και τότε εγώ είμαι χαμένη. Όμως εσείς αφήσατε το γράμμα στο κελί κι αυτό μου 'δωσε θάρρος. Δεν είναι αλήθεια πως τ' αφήσατε στο κελί γιατί προαισθανόσαστε πως θα ζητήσω πίσω το γράμμα; Δεν το κάνατε αυτό για να μη μου το δώσετε; Έτσι είναι; Έτσι δεν είναι;
— Αχ, Lise, καθόλου δεν είναι έτσι. Το γράμμα το 'χω και τώρα μαζί μου, και πριν το 'χα, νά, σ' αυτή την τσέπη, νάτο.
O Αλιόσα έβγαλε γελώντας το γράμμα και της το 'δειξε κρατώντας το μακριά της.
— Όμως δεν θα σας το δώσω, κοιτάξτε το μονάχα από κει που είσαστε.
— Πώς; Ώστε πριν είπατε ψέματα· είσαστε καλόγερος και είπατε ψέματα;
— Ναι, μάλλον είπα ψέματα, είπε γελώντας ο Αλιόσα. Για να μη σας δώσω το γράμμα είπα ψέματα. Είναι κάτι πολύτιμο για μένα, πρόσθεσε ξαφνικά με πάθος και πάλι κοκκίνισε: ποτέ και σε κανέναν δε θα το δώσω!
Η Lise τον κοίταξε ενθουσιασμένη.
— Αλιόσα, άρχισε και πάλι να μιλάει γρήγορα, κοιτάξτε: στην πόρτα μήπως κρυφακούει η μαμά.
— Καλά, Lise, θα κοιτάξω, μα δεν θα 'ταν τάχα καλύτερα να μην κοίταζα, ε; Γιατί να υποπτευόσαστε πως η μητέρα σας μπορεί να κάνει μια τέτοια μικροπρέπεια;
— Πώς μικροπρέπεια; Τι μικροπρέπεια; Είναι δικαίωμά της να κρυφακούει για να μάθει τι κάνει η κόρη της κι όχι μικροπρέπεια, κόρωσε η Lise. Να είστε βέβαιος, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πως όταν κι εγώ θα γίνω μητέρα και θα 'χω μια κόρη στην ηλικία μου, τότε το δίχως άλλο θα κρυφακούω.
— Αλήθεια, Lise; Αυτό δεν είναι καλό.
— Αχ, Θεέ μου, μα τι μικροπρέπεια υπάρχει εδώ πέρα; Αν ήταν καμιά συνηθισμένη κουβέντα που γίνεται σ' ένα κοσμικό σαλόνι κι εγώ κρυφάκουγα, τότε αυτό θα 'ταν μικροπρέπεια. Μα εδώ είναι η κόρη της που κλείστηκε μ' ένα νέο στο δωμάτιο... Ακούστε, Αλιόσα, πρέπει να ξέρετε πως και σας θα σας παρακολουθώ απ' την ημέρα που θα παντρευτούμε και θ' ανοίγω τα γράμματά σας και θα τα διαβάζω όλα... σας προειδοποιώ...
— Ναι, βέβαια... αν είναι έτσι... τραύλισε ο Αλιόσα: μονάχα που αυτό δεν είναι καλό...
— Ω, τι περιφρόνηση! Αλιόσα, αγαπητέ μου, ας μη μαλώσουμε απ' την πρώτη φορά, καλύτερα να σας πω όλη την αλήθεια: και βέβαια είναι πολύ άπρεπο να κρυφακούει κανείς και φυσικά εγώ έχω άδικο κι εσείς έχετε δίκιο, όμως εγώ παρ' όλα αυτά θα κρυφακούω.
— Να κρυφακούτε. Δε θα καταφέρετε τίποτα ν' ανακαλύψετε εναντίον μου, είπε γελώντας ο Αλιόσα.
— Αλιόσα, θα με υπακούτε όμως; Πρέπει κι αυτό να το κανονίσουμε από πριν.
— Με μεγάλη προθυμία, Lise, μα όχι στα σπουδαιότερα ζητήματα. Σ' αυτά, κι αν ακόμα δεν συμφωνείτε μαζί μου, εγώ θα κάνω το καθήκον μου.
— Έτσι και πρέπει. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως εγώ απεναντίας όχι μονάχα είμαι έτοιμη να σας υπακούω στα πιο σημαντικά ζητήματα, μα πάντα θα υποχωρώ μπροστά στη δική σας θέληση, αυτό σας τ' ορκίζομαι από τώρα, πάντα, για όλη μου τη ζωή, ξεφώνισε φλογερά η Lise. Κι αυτό θα με κάνει ευτυχισμένη, ευτυχισμένη! Όμως δεν είναι αυτό μονάχα. Σας ορκίζομαι πως ποτέ δεν θα κρυφακούω, ούτε μια φορά, ποτέ, ούτε ένα γράμμα σας δεν θα διαβάσω, γιατί εσείς έχετε δίκιο κι όχι εγώ. Κι αν και θα το θέλω τρομερά να κρυφακούω, αυτό το ξέρω, όμως εγώ, παρ' όλα αυτά, δε θα το κάνω γιατί εσείς το θεωρείτε αγένεια. Είσαστε τώρα σαν τη Θεία μου Πρόνοια. Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, γιατί είσαστε τόσο μελαγχολικός όλες τούτες τις μέρες, και χτες και σήμερα; Ξέρω πως έχετε στεναχώριες, μα βλέπω πως εκτός απ' αυτό έχετε και μιαν ιδιαίτερη θλίψη, μυστική ίσως, ε;
— Ναι, Lise, έχω και μια μυστική θλίψη, είπε λυπημένα ο Αλιόσα. Βλέπω πως μ' αγαπάτε, μια και το μαντέψατε αυτό.
— Τι θλίψη είναι αυτή λοιπόν; Γιατί; Μπορείτε να μου το πείτε; πρόφερε με δειλή παράκληση η Lise.
— Αργότερα θα σας το πω, Lise... ύστερα... ταράχτηκε ο Αλιόσα. Τώρα ούτε και θα με καταλάβετε ίσως. Μα είναι πιθανόν ούτε καν να τα καταφέρω να σας το πω.
— Εκτός απ' αυτό σας βασανίζουν οι αδερφοί σας, ο πατέρας, ε;
— Ναι, και οι αδερφοί, πρόφερε ο Αλιόσα στοχαστικά.
— Δεν τον αγαπώ τον αδερφό σας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, Αλιόσα, παρατήρησε ξαφνικά η Lise.
O Αλιόσα σημείωσε αυτήν την παρατήρηση με κάποιαν έκπληξη, μα δεν είπε τίποτα πάνω σ' αυτό.
— Οι αδερφοί μου καταστρέφουν τον εαυτό τους, εξακολούθησε: κι ο πατέρας μου το ίδιο. Και καταστρέφουν κι άλλους μαζί τους. Είναι η «πρωτόγονη δύναμη των Καραμάζοβ», όπως εκφράστηκε τις προάλλες ο πάτερ Παΐσιος: πρωτόγονη, τραχιά και ακατέργαστη... Δεν ξέρω καν αν και το πνεύμα του Θεού επιφέρεται πάνω απ' αυτή τη δύναμη. Ξέρω μονάχα πως κι εγώ ο ίδιος είμαι Καραμάζοβ... Είμαι καλόγερος, ε; Είμαι καλόγερος, Lise; Είπατε πριν από λίγο πως είμαι καλόγερος;
— Ναι, το είπα.
— Κι όμως εγώ στο Θεό ακριβώς ίσως και να μην πιστεύω.
— Δεν πιστεύετε; Τι 'ναι αυτά που λέτε; είπε σιγανά και προσεχτικά η Lise.
Μα ο Αλιόσα δεν απάντησε. Τούτα τ' αναπάντεχα λόγια του είχαν κάτι το πολύ μυστηριακό, κάτι το πολύ υποκειμενικό, που ίσως κι ο ίδιος να μην το 'χε ξεκαθαρισμένο μέσα του, μα που χωρίς αμφιβολία τον βασάνιζε.
— Και νά που τώρα, εκτός απ' όλα τ' άλλα, φεύγει ο φίλος μου. ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου αφήνει τούτη τη γη. Αν ξέρατε, αν ξέρατε, Lise, πόσο είμαι δεμένος μαζί του, πόσο είμαι ψυχικά ταυτισμένος μ' αυτόν τον άνθρωπο! Και νά που τώρα θα μείνω μόνος... Θα 'ρθω κοντά σας, Lise... Από δω και πέρα θα 'μαστε μαζί...
— Ναι, μαζί, μαζί! Από δω και πέρα πάντα μαζί θα 'μαστε, για όλη μας τη ζωή. Ακουστέ, φιλείστε με, σας το επιτρέπω.
O Αλιόσα τη φίλησε.
— Τώρα πηγαίνετε, ο Χριστός μαζί σας! κι έκανε πάνω του το σημείο του σταυρού. Πηγαίνετε το γρηγορότερο σ' εκείνον, όσο ζει ακόμα. Βλέπω πως σας καθυστέρησα άσπλαχνα. Σήμερα θα προσευχηθώ και για εκείνον και για σας. Αλιόσα, θα γίνουμε
ευτυχισμένοι! Θα γίνουμε ευτυχισμένοι, θα γίνουμε; — Νομίζω πως ναι, Lise.
Βγαίνοντας απ' το δωμάτιο της Lise, ο Αλιόσα δεν το βρήκε σκόπιμο να περάσει απ' της κυρίας Χοχλάκοβα και, χωρίς να τη χαιρετήσει, ήταν έτοιμος να βγεί απ' το σπίτι. Όμως, μόλις άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη σκάλα, βρέθηκε μπροστά του η κυρία Χοχλάκοβα. Απ' τις πρώτες της λέξεις ο Αλιόσα κατάλαβε πως τον περίμενε επίτηδες εκεί πέρα.
— Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αυτό είναι τρομερό. Αυτά είναι παιδιάστικα καμώματα. Όλα ανοησίες είναι. Ελπίζω να μην αρχίσετε να ελπίζετε... Ανοησίες, ανοησίες, ανοησίες! του επιτέθηκε αυτή,
— Μονάχα μην το λέτε σ' αυτήν, είπε ο Αλιόσα, γιατί θα ταραχτεί κι αυτό θα της είναι τώρα βλαβερό.
— Σωστά το λέτε. Μήπως εννοείτε πως κι εσείς συμφωνούσατε μαζί της μονάχα επειδή τη λυπόσαστε και δε θέλατε να τη θυμώσετε με αντιρρήσεις;
— Ω, όχι, καθόλου, μιλούσα εντελώς σοβαρά μαζί της, απάντησε σταθερά ο Αλιόσα.
— Εδώ είναι αδύνατο να υπάρξει σοβαρότητα. Και πρώτα πρώτα πρέπει να ξέρετε πως δε θα σας ξαναδεχτώ στο σπίτι μου και δεύτερο θα φύγω και θα την πάρω μαζί μου.
— Μα για ποιο λόγο; είπε ο Αλιόσα. Όλα αυτά θ' αργήσουν πολύ ακόμα. Ίσως θα χρειαστεί να περιμένουμε ενάμιση χρόνο.
— Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αυτό είναι αλήθεια· φυσικά μέσα σ' ενάμιση χρόνο θα μαλώσετε και θα τα χαλάσετε χίλιες φορές μαζί της. Όμως εγώ είμαι τόσο δυστυχισμένη! Μπορεί βέβαια όλα αυτά να 'ναι μικροπράματα, όμως εμένα μ' έχουν αναστατώσει. Τώρα εγώ είμαι σαν τον Φάμουσοβ στην τελευταία σκηνή· σεις είστε ο Τσάτσκη και εκείνη η Σοφία. Και, φανταστείτε, εγώ ήρθα επίτηδες στη σκάλα για να σας συναντήσω. Μα και κει, το μοιραίον συντελείται στη σκάλα. Όλα τ' άκουσα, μόλις κρατήθηκα. Νά λοιπόν η εξήγηση όλης της φριχτής νύχτας κι όλων των πρόσφατων υστεριών! Στην κόρη ο έρωτας και στη μητέρα ο θάνατος. Τώρα το δεύτερο και το σπουδαιότερο: τι γράμμα είναι αυτό που σας έγραψε, δείξτε το μου, τώρα, τώρα αμέσως!
— Όχι, δεν χρειάζεται. Πέστε μου πώς πάει η Κατερίνα Ιβάνοβνα, αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα.
— Εξακολουθεί να παραμιλάει, δεν ξανάρθε ακόμα στις αισθήσεις της. Οι θείες της είναι εδώ πέρα και το μόνο που κάνουν είναι να θρηνολογάνε και να κοκορεύονται μπροστά μου κι ο Χερτσενστούμπε ήρθε και τόσο τρόμαξε, που δεν ήξερα τι να του κάνω, και πώς να τον σώσω, ήθελα μάλιστα να φωνάξω γιατρό. Τον πήρανε με τ' αμάξι μου. Και ξαφνικά, σάμπως για να συμπληρωθούν όλα αυτά, έρχεστε και σεις με το γράμμα σας. Είναι αλήθεια πως όλα αυτά αναβάλλονται ακόμα για ενάμιση χρόνο. Για όνομα του κάθε μεγάλου και ιερού, για όνομα του στάρετς σας που πεθαίνει, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δείξτε μου αυτό το γράμμα, σε μένα, τη μητέρα! Αν θέλετε, κρατείστε το στα χέρια σας, μονάχα να το διαβάσω.
— Όχι, δεν θα σας το δείξω, Κατερίνα Οσίποβνα· κι αυτή ακόμα να το επέτρεπε, δε θα το 'δειχνα. Θα 'ρθω αύριο και, αν θέλετε, θα κουβεντιάσουμε μαζί για πολλά πράγματα, μα τώρα χαίρετε!
Κι ο Αλιόσα κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο.