5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (2)
Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Εσύ απόρριψες και το 'να και τ' άλλο και το τρίτο κι έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ' έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: “Ει υιός ει τού Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· γέγραπται γάρ ότι τοις άγγελοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών άρουσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου, και αποκριθείς είπεν αυτώ ό Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου”. Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόρριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σαν Θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Ω, το κατάλαβες τότε πως κι ένα βήμα να 'κανες, και μια κίνηση να 'κανες για να πέσεις κάτω, θα 'ταν σαν να 'βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θα 'χανες όλη Σου την πίστη σ' Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ' αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιον πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν' απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωής, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, το 'ξερες πως ο άθλος Σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης και έλπιζες πως ο άνθρωπος, ακολουθώντας το παράδειγμά Σου, θα μπορέσει να πιστεύει στο Θεό χωρίς να 'χει ανάγκη από θαύματα. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ' αρνηθεί παρευθύς και το Θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το Θεό όσο τα θαύματα. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. Δεν κατέβηκες απ' το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: “Κατέβα απ' το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Εσύ”. Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ' αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Νά, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξέ τους: ποιον πήγες ν' ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ' ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι κι Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σαν να 'παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ' τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα 'δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα 'ταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. Τι σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνεια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλό τους. Μα θα 'ρθει κι ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλα αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά. Θ' ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν με αίμα τη γη. Μα στο τέλος θ' αντιληφθούν τ' ανόητα παιδιά πως αν και είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. Μουσκεμένοι στ' ανόητα δάκριά τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωσή τους και η λέξη αυτή θα 'ναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ίδια τον εαυτό της γι' αυτήν. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, νά ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων ύστερα από τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους! O μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο όραμά του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα 'τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να περηφανεύεσαι γι' αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης και υπέροχης θυσίας εν ονόματι Σου. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες και ήταν και Θεοί. Αμ οι άλλοι; Και τι φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν εκείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους και η αγάπη, μα το μυστήριο, στο οποίο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κι ενάντια στη συνείδησή τους. Αυτό και κάναμε. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Και οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ' τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε βάσανα. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι; Λέγε. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδειά μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάχτησε δε θέλω την αγάπη Σου γιατί και γω δεν Σ' αγαπώ. Γιατί να σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου πω, Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου. Άκου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, νά το μυστικό μας. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ' αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντάς Σου όλα τα γήινα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ' όλα αυτά. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, και η γη θα 'χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ό,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή: ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδησή του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν' αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητά της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ' τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Τιμούρ και οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σαν λαίλαπα απ' τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμέλιωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα 'δινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί τη συνείδησή τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους; Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντάς το Σ' απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. Ω, θα περάσουν ακόμα πολλοί αιώνες έκτροπων του ελεύθερου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Μα τότε ακριβώς θα 'ρθει σερνάμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. Κι εμείς θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ' αυτό θα 'ναι γραμμένο: “Μυστήριο!” Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ' όλους. Εξάλλου να 'ναι κι έτσι; Πόσοι απ' αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντάς Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ' άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει; Ενώ σε μας όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. Ω, θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Τι λες λοιπόν; Θα 'χουμε δίκιο ή όχι; Θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο, γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη και η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ' αυτούς, οι πιο ατίθασοι και οι πιο άγριοι, θα αυτοκαταστραφούν οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: “Ναι, είχατε δίκιο, σεις μονάχα κατέχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Σώστε μας απ' τον εαυτό μας”. Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε απ' αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θα 'ναι στ' αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ' τα χέρια μας! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά. Θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! Κι όσο δε θα το καταλαβαίνουν αυτό οι άνθρωποι θα 'ναι δυστυχισμένοι. Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Λέγε: Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κι έτσι πλάστηκαν. Ω, θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες να 'ναι περήφανοι. Θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ' όλες. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από την κλώσσα. Θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. Θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν' αμαρτάνουν. Θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θα 'ναι συγχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδειά μας. Τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε. Όσο για την τιμωρία γι' αυτά τ' αμαρτήματα —ας γίνει κι αυτό—, θα την πάρουμε πάνω μας. Θα την πάρουμε πάνω μας κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο Θεό. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά (όλα αυτά ανάλογα με την υπακοή τους) και εκείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησής τους- όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν κι εμείς θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ' τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. Κι όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θα 'μαστε δυστυχισμένοι. Θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κι εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θα 'χουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα, θα σβήσουν εν ονόματι Σου και πέρα απ' τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ίσα ίσα ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θα 'ναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Λένε και προφητεύουν πως θα 'ρθεις και θα ξανανικήσεις, θα 'ρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους κι εμείς σώσαμε τους πάντες. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το “μιαρό” κορμί της. Μα τότε εγώ θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνώρισαν την αμαρτία. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: “Δίκασέ μας, αν μπορείς κι αν τολμάς”. Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ' αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ' τους εκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ' τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να “συμπληρώσω τον αριθμό”. Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν και η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συνδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Γιατί αν υπάρχει κανένας που να αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi (Είπα)».
O Ιβάν σταμάτησε. Μιλώντας είχε ενθουσιαστεί και τα 'πε με έξαψη. Όταν όμως τέλειωσε, ξαφνικά χαμογέλασε. O Αλιόσα, που άκουγε σιωπηλός και που τελικά ταράχτηκε και προσπάθησε πολλές φορές να διακόψει τον αδερφό του, μα συγκρατιόταν, άρχισε ξαφνικά να μιλάει σαν να ξεπετάχτηκε από κει που τον είχαν δεμένο.
— Μα... αυτό είναι παραλογισμός! φώναξε κοκκινίζοντας. Το ποίημά σου είναι εγκώμιο για τον Ιησού κι όχι μομφή... όπως το θέλησες εσύ. Και ποιος θα πιστέψει αυτά που λες για την ελευθερία; Έτσι, έτσι τάχα πρέπει να νιώθουμε; Μήπως είναι έτσι στην Ορθοδοξία;... Αυτό είναι Ρώμη, μα ούτε πάλι κι όλη η Ρώμη, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι του καθολικισμού, είναι οι ιεροεξεταστές, οι ιησουίτες!... Μα κι ούτε μπορεί να υπάρξει ποτέ ένα τόσο φανταστικό πρόσωπο όσο ο ιεροεξεταστής σου. Τι αμαρτίες είναι αυτές των ανθρώπων που τις παίρνουν πάνω τους; Ποιοι είναι αυτοί οι φορείς του μυστικού; Αυτοί που επωμίστηκαν κάποια κατάρα για χάρη της ευτυχίας των ανθρώπων; Ποιος τους είδε; Τους ξέρουμε τους ιησουίτες, γι' αυτούς λένε πολύ άσχημα πράγματα. Μα τέτοιοι είναι όπως τους παρουσιάζεις; Κάθε άλλο, καθόλου... Αυτοί είναι απλώς και μόνον η ρωμαϊκή στρατιά για τη μελλοντική γήινη αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον πρωθιερέα της Ρώμης... νά το ιδανικό τους, μα χωρίς κανένα μυστήριο, χωρίς καμιάν ανώτερη οδύνη... Είναι μια απλούστατη δίψα εξουσίας, των γήινων χυδαίων αγαθών, της καθυπόταξης... ένα είδος μελλοντικής δουλοπαροικίας με τον όρο αυτοί να γίνουν τσιφλικάδες... αυτό είναι όλο κι όλο που θέλουν. Ίσως ούτε καν πιστεύουν σε θεό. O ιεροεξεταστής σου που υποφέρει είναι μια σκέτη φαντασία...
— Μα στάσου, στάσου λοιπόν, έλεγε γελώντας ο Ιβάν, γιατί όλη τούτη η έξαψη; Λες πως είναι φαντασία. Ας είναι. Και βέβαια φαντασία είναι. Μα επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω: Μπορεί τάχα να το πιστεύεις πραγματικά πως όλη τούτη η καθολική κίνηση των τελευταίων αιώνων έγινε πραγματικά μονάχα απ' την επιθυμία της κατάχτησης της εξουσίας με σκοπό την απόχτηση των χυδαίων αγαθών; Μήπως ο πάτερ Παΐσιος σού τα 'μαθε όλα αυτά;
— Όχι, όχι. Απεναντίας, ο πάτερ Παΐσιος έλεγε κάτι σαν το δικό σου... μα φυσικά όχι το ίδιο, εντελώς αλλιώτικο ήταν, συνήλθε ξαφνικά ο Αλιόσα.
— Πολυτιμότατη ωστόσο αυτή η πληροφορία σου, παρ' όλο που λες πως ήταν «εντελώς αλλιώτικο». Μα σε ρωτάω τούτο: Γιατί τάχα οι ιησουίτες σου και οι ιεροεξεταστές να συνενώθηκαν μονάχα για τα χυδαία υλικά αγαθά; Γιατί να μην τύχει να υπάρξει ανάμεσά τους κι ένας που να βασανίζεται και να υποφέρει και ν' αγαπάει την ανθρωπότητα; Υπόθεσε πως βρέθηκε κι ένας μονάχα ανάμεσα σ' όλους αυτούς που θέλανε τα υλικά και τα χυδαία αγαθά, έστω κι ένας μονάχα σαν το γέρο μου τον ιεροεξεταστή, που έφαγε ο ίδιος αγριόριζες στην έρημο και κατατυραννίστηκε ώσπου να νικήσει τη σάρκα του για να κάνει τον εαυτό του ελεύθερο και τέλειο. Υπόθεσε πως αυτός, ωστόσο, σ' ολάκερη τη ζωή του αγαπούσε την ανθρωπότητα και πως ξαφνικά είδε και κατάλαβε πως δεν είναι μεγάλη ηθική ικανοποίηση να γίνει τέλειος για να πειστεί την ίδια εκείνη στιγμή πως τα εκατομμύρια των άλλων πλασμάτων του Θεού μείνανε πλασμένα έτσι μόνο και μόνο για κοροϊδία, πως ποτέ δε θα βρούνε τη δύναμη για τα βγάλουν πέρα με την ελευθερία τους, πως απ' τους αξιολύπητους στασιαστές ποτέ δε θα γεννηθούν οι γίγαντες που χρειάζονται για να τελειώσει το χτίσιμο του πύργου και πως ο μεγάλος ιδεαλιστής δεν ονειρεύτηκε την αρμονία του γι' αυτά τα κουτάβια. Όταν τα κατάλαβε όλα αυτά, ξαναγύρισε και πήγε με το μέρος των... έξυπνων ανθρώπων. Μήπως δεν μπορούσε να συμβεί αυτό;
— Με ποιους πήγε, με ποιους έξυπνους ανθρώπους; φώναξε σχεδόν αλλόφρων ο Αλιόσα. Δεν είναι καθόλου έξυπνοι κι ούτε έχουν κανένα μυστήριο ή μυστικό... Μονάχα την αθεΐα τους ίσως. Νά όλο κι όλο το μυστικό τους. O ιεροεξεταστής σου δεν πιστεύει στο Θεό, νά όλο κι όλο το μυστικό του.
— Ας είναι κι έτσι. Επιτέλους το κατάλαβες. Και πραγματικά έτσι είναι όλο κι όλο το μυστικό, μα μήπως τάχα δεν είναι μαρτύριο αυτό, έστω και για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, που σπατάλησε όλη του τη ζωή στην έρημο και δεν μπόρεσε να γιατρευτεί απ' την αγάπη του για την ανθρωπότητα; Τις τελευταίες μέρες της ζωής του πείθεται ατράνταχτα πως μονάχα οι συμβουλές του μεγάλου και τρομερού πνεύματος θα μπορούσαν να επιβάλουν μιαν υποφερτή κάπως τάξη για τους αδύναμους στασιαστές, «τα μισοτελειωμένα δοκιμαστικά πλάσματα, που φτιάχτηκαν για κοροϊδία». Και νά που, όντας βέβαιος γι' αυτό, βλέπει πως πρέπει να ακολουθήσει τις υποδείξεις του σοφού πνεύματος, του τρομερού πνεύματος του θανάτου και της καταστροφής, και γι' αυτό ν' αποδεχτεί το ψέμα και την απάτη και να οδηγεί συνειδητά πια τους ανθρώπους στο θάνατο και στο μηδέν και ταυτόχρονα να τους ξεγελάει σ' όλο το δρόμο για να μην καταλάβουν πού τους οδηγεί, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να νομίζουν αυτοί οι αξιολύπητοι τυφλοί (στην πορεία τους τουλάχιστο) πως είναι ευτυχισμένοι. Και πρόσεξε πως η απάτη γίνεται εν ονόματι Εκείνου, που στο ιδανικό Του τόσο φλογερά πίστευε ο γέρος σ' όλη του τη ζωή! Μήπως τάχα αυτό δεν είναι δυστυχία; Κι αν βρισκόταν έστω κι ένας μονάχα επικεφαλής αυτής της στρατιάς «που διψάει για εξουσία μόνο και μόνο για ν' αποχτήσει χυδαία αγαθά», δε θα 'ταν αρκετός αυτός ο ένας για να γίνει ολόκληρη τραγωδία; Όμως δεν είναι μονάχα αυτό: θα 'φτανε ένας τέτοιος αρχηγός για να βρεθεί επιτέλους η πραγματική καθοδηγήτρα ιδέα όλης της ρωμαϊκής υπόθεσης μ' όλες τις στρατιές και τους ιησουίτες της, η ανώτερη ιδέα αυτού του έργου; Στο λέω καθαρά πως πιστεύω ακράδαντα ότι ποτέ δεν λείψανε τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι απ' τους αρχηγούς του καθολικισμού. Ποιος ξέρει, ίσως κάτι τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι ν' ανέβηκαν καμιά φορά κι ως το αξίωμα του ρωμαϊκού πρωθιερέα. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτός ο καταραμένος γέρος, που αγαπάει τόσο επίμονα και με το δικό του τρόπο την ανθρωπότητα, να υπάρχει και τώρα με τη μορφή ολόκληρης ομάδας παρόμοιων μοναδικών γέρων. Κι αυτό δε γίνεται καθόλου τυχαία, μα υπάρχει ύστερα από κοινή συμφωνία, σαν μυστική ένωση, που έγινε από καιρό πια για να φυλάξει το μυστικό, για να το κρύψει απ' τους αδύνατους και δύστυχους ανθρώπους με το σκοπό να τους κάνει ευτυχισμένους. Αυτό σίγουρα υπάρχει, μα και πρέπει να υπάρχει. Φαντάζομαι πως και οι μασσώνοι θα 'χουν ένα παρόμοιο μυστικό και πως γι' αυτό οι καθολικοί δε χωνεύουν τόσο πολύ τους μασσώνους. Είναι γιατί τους βλέπουν σαν ανταγωνιστές, που διασπούν την ενότητα της ιδέας, τη στιγμή που θα 'πρεπε να υπάρχει ένα μονάχα ποίμνιο κι ένας ποιμήν... Μα, για να λέμε την αλήθεια, υπερασπίζοντας την ιδέα μου, έχω ύφος συγγραφέα που δεν άντεξε στην κριτική σου. Αρκετά λοιπόν.
— Ίσως και συ να 'σαι μασσώνος! είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα. Δεν πιστεύεις σε Θεό, πρόσθεσε με μεγάλη λύπη.
Του φάνηκε κιόλας πως ο αδερφός του τον κοίταζε κοροϊδευτικά.
— Πώς τελειώνει το ποίημά σου; ρώτησε ξαφνικά κοιτάζοντας το πάτωμα. Ή, μήπως τέλειωσε κιόλας;
— Ήθελα να το τελειώσω έτσι: Όταν ο ιεροεξεταστής σώπασε, περίμενε λίγο, νομίζοντας πως ο Αιχμάλωτός του θα του απαντήσει. Η σιωπή Του τον καταθλίβει. Έβλεπε πως τον άκουγε ο Φυλακισμένος όλη την ώρα, κοιτάζοντάς τον πράα και στοχαστικά ίσα στα μάτια και φαινότανε να μη θέλει να φέρει καμιάν αντίρρηση. O γέρος θα το 'θελε να του πει κάτι, ας ήταν και πικρό, ας ήταν και τρομερό. Μα Εκείνος ξαφνικά πλησιάζει σιωπηλός τον γέρο και τον φιλάει στα λιπόσαρκα γεροντικά χείλη του. Νά όλη η απάντησή Του. O γέρος ανατριχιάζει. Κάτι σαλεύει στις άκρες των χειλιών του. Πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει και Του λέει: «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια... καθόλου μην έρθεις... ποτέ, ποτέ!» Και Τον αφήνει να βγει «στους σκοτεινούς δρόμους της πολιτείας». O Αιχμάλωτος φεύγει.
— Κι ο γέρος;
— Το φιλί του καίει την καρδιά, μα ο γέρος δεν αλλάζει γνώμη.
— Και συ μαζί του, και συ; φώναξε θλιμμένα ο Αλιόσα.
O Ιβάν γέλασε.
— Μα όλα αυτά είναι βλακείες, Αλιόσα, είναι μονάχα ένα αλλοπρόσαλλο ποίημα ενός αλλοπρόσαλλου φοιτητή που δεν έγραψε ποτέ του δυο στίχους. Γιατί το παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά; Μπας και πιστεύεις στ' αλήθεια πως θα πάω τώρα σε κείνους, στους ιησουίτες, για να προσχωρήσω στην ομάδα που διορθώνει το έργο Του; Ω, Θεέ μου! Τι με νοιάζει εμένα; Στο είπα δα: Θέλω μονάχα να τραβήξω ως τα τριάντα μου και τότε τη σπάω την κούπα!
— Και τα τρυφερά νωπά φυλλαράκια, και τ' αγαπητά μνήματα, κι ο γαλάζιος ουρανός, και η γυναίκα που αγαπάς; Πώς θα ζήσεις λοιπόν; Με τι θα τ' αγαπάς; αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα. Με τέτοια κόλαση στην καρδιά και στο μυαλό θα το μπορέσεις τάχα; Όχι, φεύγεις ακριβώς για να ενωθείς μαζί τους... κι αν όχι θα σκοτωθείς μονάχος σου, δε θα βαστάξεις!
— Υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τ' αντέξει! πρόφερε με μια ψυχρή ειρωνεία ο Ιβάν.
— Ποια δύναμη;
— Η δύναμη των Καραμάζοβ... η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ.
— Θέλεις να πεις πως θα πνιγείς στην ακολασία, θα πνίξεις την ψυχή σου μέσα στη διαφθορά, έτσι; Έτσι;
— Ίσως κι αυτό... μονάχα που ως τα τριάντα ίσως και να τ' αποφύγω, όσο για ύστερα...
— Πώς θα τ' αποφύγεις λοιπόν; Με τι θα τ' αποφύγεις; Αυτό είναι αδύνατο με τις ιδέες που έχεις.
— Με τον τρόπο των Καραμάζοβ και πάλι.
— Θες να πεις πως «όλα επιτρέπονται;» Όλα επιτρέπονται, αυτό είναι; Αυτό;
O Ιβάν σκυθρώπιασε και ξαφνικά χλώμιασε κάπως παράξενα.
— Α, θυμήθηκες εκείνη τη χτεσινή φράση που τόσο πρόσβαλε τον Μιούσοβ... και που με τόση αφέλεια ξεπετάχτηκε και την ξανάπε ο Ντιμήτρι; είπε χαμογελώντας μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ναι, ίσως να 'ναι κι έτσι: «όλα επιτρέπονται». Μια και το είπα, δεν τ' αρνιέμαι. Μα και η εκδοχή του Μίτιενκα δεν ήταν πολύ άσχημη.
O Αλιόσα τον κοίταξε σωπαίνοντας.
— Φεύγοντας, αδερφέ μου, σκεφτόμουν πως σ' όλο τον κόσμο έχω εσένα τουλάχιστον, πρόφερε με ξαφνικό αίσθημα ο Ιβάν, μα τώρα βλέπω πως και στη δική σου καρδιά δεν έχω θέση, καλέ μου ερημίτη. Δεν αρνιέμαι το αξίωμα: «όλα επιτρέπονται». Μα τι μ' αυτό; Θα μ' αρνηθείς εσύ. Έτσι; Έτσι;
O Αλιόσα σηκώθηκε, τον πλησίασε και δίχως να πει λέξη τον φίλησε σιωπηλά στα χείλη.
— Είσαι λογοκλόπος! φώναξε ο Ιβάν και τον έπιασε ξαφνικά κάποιος ενθουσιασμός. Το 'κλεψες απ' το ποίημά μου! Πάντως σ' ευχαριστώ. Σήκω, Αλιόσα, πάμε. Καιρός να φεύγουμε.
Βγήκανε, μα σταμάτησαν στο κατώφλι της ταβέρνας.
— Νά τι θέλω ακόμα να σου πω, Αλιόσα, πρόφερε με σταθερή φωνή ο Ιβάν. Αν αξιωθώ ποτέ ν' αγαπήσω τα νωπά πράσινα φυλλαράκια, αυτό θα γίνει μόνο και μόνο γιατί θα θυμάμαι εσένα. Θα μου φτάνει που βρίσκεσαι κάπου εδώ για να μη βαρεθώ τη ζωή. Σου φτάνει αυτό; Αν θες πάρτο και σαν εξομολόγηση αγάπης. Μα τώρα συ θα τραβήξεις δεξιά και γω αριστερά. Φτάνει πια. Ακούς; Φτάνει. Δηλαδή αν τύχει και δε φύγω αύριο (νομίζω πως σίγουρα θα φύγω) και συναντηθούμε πάλι, να μη μου πεις τίποτα πια γι' αυτά τα ζητήματα. Στο ζητάω κατηγορηματικά. Και για τον αδερφό μας τον Ντιμήτρι σε παρακαλώ να μη μου ξανακάνεις κουβέντα, πρόσθεσε ξαφνικά ερεθισμένος. Όλα τα είπαμε, όλα τα κουβεντιάσαμε, έτσι δεν είναι; Κι εγώ από μέρους μου σου δίνω για όλα αυτά μιαν υπόσχεση: Όταν στα τριάντα μου θα θελήσω «να σπάσω την κούπα χάμω», τότε, όπου κι αν θα 'σαι, θα 'ρθω το δίχως άλλο να τα κουβεντιάσω άλλη μια φορά μαζί σου... έστω κι αν είναι να 'ρθω απ' την Αμερική. Αυτό να το ξέρεις. Θα 'ρθω επίτηδες. Θα μου είναι εξάλλου πολύ ενδιαφέρον να σε δω: πώς θα 'σαι τότε; Είναι, βλέπεις, αρκετά επίσημη η υπόσχεσή μου. Μα και πραγματικά μπορεί ν' αποχαιρετιόμαστε για εφτά ή και για δέκα χρόνια. Λοιπόν τράβα τώρα στον Pater Seraphicus σου που πεθαίνει. Ίσως πεθάνει χωρίς να σε ξαναδεί και μπορεί να θυμώσεις κιόλας μαζί μου που σε καθυστέρησα. Γειά σου, φίλησέ με ακόμα μια φορά, έτσι μπράβο, πήγαινε τώρα...
O Ιβάν γύρισε ξαφνικά και πήρε τον δρόμο του, χωρίς να ξαναγυρίσει πια. Έφυγε με τον ίδιο τρόπο όπως είχε φύγει χτες ο Ντιμήτρι, αν και το χτεσινό ήταν εντελώς διαφορετικό. Αυτή η παράξενη σκέψη διαπέρασε σαν μια μικρή σαΐτα το θλιμμένο, εκείνη τη στιγμή, μυαλό του Αλιόσα. Έμεινε για λίγο στη θέση του κοιτάζοντας τον αδερφό του που έφευγε. Άγνωστο γιατί πρόσεξε ξαφνικά πως ο Ιβάν καθώς βάδιζε σαν να ταλαντευόταν και πως ο δεξιός του ώμος, σαν τον κοίταζες από πίσω, ήταν πιο χαμηλός απ' τον αριστερό. Ποτέ δεν το 'χε προσέξει αυτό ως τα τώρα. Μα ξαφνικά γύρισε κι αυτός κι έτρεξε προς το μοναστήρι. Άρχισε πια να σουρουπώνει για καλά και σχεδόν φοβόταν. Κάτι καινούργιο ανέβαινε σιγά σιγά μέσα του, κάτι που ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι ήταν. Άρχισε να φυσάει, όπως και χτες, και τα γέρικα πεύκα θορυβούσαν ζοφερά γύρω του όταν μπήκε στο δασάκι της σκήτης. Σχεδόν έτρεχε.
— Pater Seraphicus, αυτό το όνομα από κάπου το πήρε, από πού άραγε; σκέφτηκε ο Αλιόσα. Ιβάν, φτωχέ μου Ιβάν, πότε θα σε ξαναδώ... Νά και η σκήτη, Θεέ μου! Ναι, ναι, είναι αυτός, είναι ο Pater Seraphicus που θα με σώσει... απ' αυτόν και για πάντα!
Αργότερα το αναθυμόταν με μεγάλη απορία αρκετές φορές στη ζωή του και δεν καταλάβαινε πώς μπόρεσε τότε και ξέχασε εντελώς τον αδερφό του Ντιμήτρι, που μόλις λίγες ώρες πριν, το πρωί, είχε αποφασίσει να τον βρει οπωσδήποτε, έστω κι αν ήταν να μη γυρίσει καθόλου εκείνη τη νύχτα στο μοναστήρι.