6. ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΝΑΣ PΩΣΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ι. O Στάρετς Ζωσιμά
Ι. O Στάρετς Ζωσιμάς και οι Επισκέπτες του
Όταν ο Αλιόσα μπήκε με ταραγμένη και πονεμένη καρδιά στο κελί του στάρετς, σταμάτησε σχεδόν κατάπληκτος: Αντί να δει έναν ετοιμοθάνατο, έναν άρρωστο που είχε χάσει πια τις αισθήσεις του —όπως φοβόταν πως θα βρει τον στάρετς— τον είδε καθισμένο στην πολυθρόνα του. Το πρόσωπό του, αν και ήταν ρουφηγμένο απ' την εξάντληση, φαινόταν ζωηρό κι εύθυμο. Οι επισκέπτες του τον είχαν τριγυρίσει κι αυτός κουβέντιαζε μαζί τους ήσυχα και ήρεμα. Για να λέμε την αλήθεια, μόλις ένα τέταρτο πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Οι επισκέπτες είχαν μαζευτεί από νωρίτερα στο κελί του και περιμένανε να ξυπνήσει. Και τούτο γιατί ο πάτερ Παΐσιος τους είχε διαβεβαιώσει ρητά πως:
— O δάσκαλος θα σηκωθεί δίχως άλλο για να κουβεντιάσει ακόμα μια φορά με τους αγαπημένους του, όπως το είπε ο ίδιος και το υποσχέθηκε απ' το πρωί.
Αυτή την υπόσχεση, μα και κάθε λέξη του ετοιμοθάνατου στάρετς, ο πάτερ Παΐσιος την πίστευε ακράδαντα. Τόσο, που κι αν ακόμα τον έβλεπε να 'χει χάσει εντελώς τις αισθήσεις του, κι αν ακόμα έβλεπε πως δεν αναπνέει πια, έχοντας την υπόσχεσή του πως θα σηκωθεί άλλη μια φορά και θα τον αποχαιρετήσει, αυτός θα αρνιόταν να παραδεχτεί και το θάνατο ακόμα, περιμένοντας πάντα πως ο ετοιμοθάνατος θα συνέλθει και θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Το πρωί ο στάρετς Ζωσιμάς του είχε πει θετικά όταν πήγαινε να κοιμηθεί:
— Δε θα πεθάνω πριν κορέσω την επιθυμία μου να συνομιλήσω μαζί σας, πολυαγαπημένοι μου, πριν κοιτάξω τις αγαπητές σας μορφές και σας ανοίξω για μια ακόμα φορά την καρδιά μου.
Σ' αυτή τη συνομιλία, που ίσως να ήταν και η τελευταία, μαζεύτηκαν οι πιο πιστοί και οι πιο παλιοί του φίλοι. Ήταν τέσσερις: οι ιερομόναχοι πάτερ Ιωσήφ και πάτερ Παΐσιος, ο ηγούμενος της σκήτης πάτερ Μιχαήλ, όχι πολύ γέρος ακόμα, όχι και τόσο σοφός, από ασήμαντο σόι, μα με πνεύμα σταθερό, με πίστη ακλόνητη κι απλή, με ύφος τραχύ, μα με καρδιά γεμάτη τρυφερότητα, αν και την έκρυβε τούτη την τρυφερότητά του, λες και την ντρεπόταν. O τέταρτος ήταν ένας πολύ γέρος, καλόκαρδος καλόγερος, που βαστούσε από φτωχότατους χωριάτες, ο αδελφός Άνθιμος, σχεδόν αγράμματος, ήσυχος και σιωπηλός. Σπάνια κουβέντιαζε, ήταν ο πιο ταπεινός μέσα στους ταπεινούς και είχε ύφος ανθρώπου που 'χε τρομάξει μια για πάντα με κάτι μεγάλο και φοβερό, κάτι που δεν μπορούσε να σηκώσει το μυαλό του. Αυτόν τον αδιάκοπα σκιαγμένον άνθρωπο, ο πάτερ Ζωσιμάς τον αγαπούσε πολύ και σ' όλη του τη ζωή τού φερόταν μ' εξαιρετικό σεβασμό. Κι όμως, μ' αυτόν θα 'χε μιλήσει ίσως λιγότερο από κάθε άλλον, αν και είχε οδοιπορήσει μαζί του πολλά χρόνια σ' όλη την άγια Ρωσία. Αυτό έγινε εδώ και πολύ καιρό, πριν σαράντα χρόνια πάνω κάτω, όταν ο πάτερ Ζωσιμάς άρχισε για πρώτη φορά την καλογερική του δοκιμασία σ' ένα φτωχό, σχεδόν άγνωστο μοναστήρι της Καστραμά, όταν λίγο ύστερα συνόδεψε τον πάτερ Άνθιμο στις οδοιπορίες του για να μαζέψουν δωρεές για τη φτωχή μονή τους.
Όλοι τους τοποθετήθηκαν στο δεύτερο δωμάτιο του στάρετς, όπου βρισκόταν το κρεβάτι του, ένα δωμάτιο που, όπως το είπαμε και πιο πριν, ήταν αρκετά στενόχωρο, τόσο που οι τέσσερις τους (ο δόκιμος Πορφύριος έμενε όρθιος) μόλις χώρεσαν και κάτσανε στις καρέκλες που φέρανε απ' τ' άλλο δωμάτιο και τις βάλανε γύρω απ' την πολυθρόνα του στάρετς. Άρχισε πια να σκοτεινιάζει, το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τα καντήλια και τα κεριά που καίγανε μπροστά στα εικονίσματα. Βλέποντας πως ο Αλιόσα, που μόλις είχε μπει, τα 'χε χάσει και σταμάτησε στην πόρτα, ο στάρετς του χαμογέλασε χαρούμενα και του άπλωσε το χέρι.
— Καλώς το ήσυχό μου, το αγαπημένο μου, καλώς το. Το 'ξερα πως θα 'ρθεις.
O Αλιόσα τον πλησίασε, υποκλίθηκε μπροστά του ως το πάτωμα κι άρχισε να κλαίει. Κάτι σπάραζε στην καρδιά του, η ψυχή του τρεμούλιαζε και του ερχόταν να ξεσπάσει σ' αναφιλητά.
— Τι κάνεις εκεί; Έχεις ακόμα καιρό να με κλάψεις, χαμογέλασε ο στάρετς κι έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι του Αλιόσα. Δε βλέπεις που κάθομαι και κουβεντιάζω; Ίσως να ζήσω κι άλλα είκοσι χρόνια, όπως μου ευχήθηκε χτες εκείνη η καλή, η αγαθή Πανωμερίτισσα με το κοριτσάκι της, τη Λιζαβέτα, στην αγκαλιά. Μνήσθητι, Κύριε, της μητρός και της κόρης Λιζαβέτας! (έκανε το σταυρό του). Πορφύριε, πήγες τη δωρεά της εκεί που σου είπα;
Είχε θυμηθεί τα χτεσινά εξήντα καπίκια που του 'φερε εκείνη η εύθυμη προσκυνήτρια για να τα δώσει «σε κείνη που είναι πιο φτωχή από μένα». Αυτές οι ελεημοσύνες είναι επιτίμια που τα βάζει κανείς για έναν οποιονδήποτε λόγο στον εαυτό του και πρέπει τούτα τα λεφτά να τα κερδίσει με το μόχτο του. O στάρετς είχε στείλει τον Πορφύριο, το βράδυ κιόλας, σε μια φτωχή χήρα με παιδιά, που της είχε καεί το σπίτι της κι αναγκαζόταν να ζητιανεύει. O Πορφύριος βιάστηκε να τον ησυχάσει και να πει πως όλα γίνανε και πως της τα 'δωσε, σύμφωνα με την εντολή του, «εκ μέρους κάποιας άγνωστης ευεργέτριας».
— Σήκω, καλέ μου, εξακολούθησε να λέει ο στάρετς στον Αλιόσα, άσε με να σε κοιτάξω. Πήγες στους δικούς σου; Είδες τον αδερφό σου;
Του Αλιόσα του φάνηκε παράξενο που ρωτάει τόσο επίμονα για έναν μονάχα αδερφό του. Μα για ποιον λόγο; Ώστε γι' αυτόν ίσως τον αδερφό να τον έστειλε και χτες και σήμερα.
— Είδα τον έναν απ' τους αδερφούς μου, απάντησε ο Αλιόσα.
— Λέω για κείνον που ήταν χτες εδώ, τον μεγαλύτερο, που υποκλίθηκα μπροστά του.
— Αυτόν μονάχα χτες τον είδα. Σήμερα με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να τον βρω, είπε ο Αλιόσα.
— Βιάσου να τον βρεις, αύριο πάλι να πας και να βιαστείς, όλα να τα παρατήσεις και να βιαστείς. Ίσως να προφτάσεις και ν' αποτρέψεις τίποτα τρομερό. Χτες υποκλίθηκα μπροστά στο μεγάλο πόνο που τον περιμένει.
Σώπασε ξαφνικά και σάμπως κάτι να σκεφτόταν. Τα λόγια του ήταν παράξενα. O πάτερ Ιωσήφ, που είχε παρασταθεί χτες στην εδαφιαία υπόκλιση του στάρετς, άλλαξε ένα βλέμμα με τον πάτερ Παΐσιο. O Αλιόσα δεν βάσταξε:
— Πατέρα και δάσκαλέ μου, πρόφερε εξαιρετικά ταραγμένος, τα λόγια σας είναι πολύ σκοτεινά... Τι πόνος είναι αυτός που τον περιμένει;
— Μην είσαι περίεργος. Χτες μου φάνηκε πως είδα κάτι φοβερό... λες και το βλέμμα του καθρέφτισε όλη τη μοίρα του. Είχε ένα τέτοιο βλέμμα που... τόσο που η καρδιά μου έφριξε για μια στιγμή, γιατί ένιωσα τι προετοιμάζει αυτός ο άνθρωπος για τον εαυτό του. Μια ή δυο φορές στη ζωή μου είδα την ίδια έκφραση σε πρόσωπα άλλων... που σάμπως να εξέφραζε το πεπρωμένο εκείνων των ανθρώπων και, αλλοίμονο, το πεπρωμένο τους συνετελέσθη. Σ' έστειλα κοντά του, Αλεξέι, γιατί νόμιζα πως η αδερφική σου παρουσία θα τον βοηθούσε. Μα όλα είναι στα χέρια του Θεού, όλη μας η μοίρα απ' Αυτόν εξαρτάται. «Εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». Να το θυμάσαι αυτό. Ευλόγησα νοερά πολλές φορές στη ζωή μου τη μορφή σου Αλεξέι, μάθε το, πρόφερε ο στάρετς μ' ένα ήρεμο χαμόγελο. Για σένα σκέφτομαι τούτο: θα φύγεις απ' αυτούς τους τοίχους, μα θα παραμείνεις στον κόσμο καλόγερος. Θα 'χεις πολλούς εχθρούς, μα κι αυτοί ακόμα θα σ' αγαπήσουν. Η ζωή θα σου φέρει πολλές δυστυχίες, μα με αυτές ίσα ίσα θα γίνεις ευτυχισμένος και θα ευλογήσεις τη ζωή και θ' αναγκάσεις κι άλλους να την ευλογήσουν, κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο απ' όλα. Να τι είσαι. Πατέρες κι αδελφοί μου, είπε χαμογελώντας με καλοσύνη, ποτέ ως τα τώρα δεν είπα, ούτε και σ' αυτόν τον ίδιο, για ποιο λόγο μού ήταν τόσο αγαπητή η μορφή αυτού του νέου. Τώρα μονάχα θα το πω : η μορφή του ήταν για μένα κάτι σαν ανάμνηση και σαν προφητεία. Στις πρώτες μέρες της ζωής μου, όταν ακόμα ήμουν παιδί, είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό, που πέθανε πολύ νέος μπροστά στα μάτια μου, μόλις δεκαεφτά χρονώ. Κι αργότερα, στο διάβα της ζωής μου, πείστηκα σιγά σιγά πως εκείνος ο αδερφός μου στάθηκε κατά κάποιον τρόπο μια υπόδειξη της Θείας Πρόνοιας, γιατί αν δεν εμφανιζόταν στη ζωή μου, αν δεν είχε υπάρξει καθόλου, ποτέ ίσως δε θα 'χα γίνει μοναχός, και δε θα 'χα ακολουθήσει αυτή την άξια οδό. Κείνη η πρώτη παρουσία έγινε στα παιδικά μου χρόνια και νά που τώρα, στο τέρμα της πορείας μου, ξαναφάνηκε σαν μια επανάληψή της. Το θαυμαστό είναι, πατέρες και δάσκαλοί μου, που ο Αλεξέι δεν του μοιάζει και τόσο στο πρόσωπο, μα έχει τόσες ψυχικές ομοιότητες που πολλές φορές νόμιζα πως είχα μπροστά μου εκείνον τον ίδιο νέο, τον αδερφό μου, που ήρθε στο τέλος της πορείας μου να με ξαναβρεί με τρόπο μυστηριακό, για κάποια υπόμνηση και εμβάθυνση, τόσο που παραξενευόμουν και γω ο ίδιος με τον εαυτό μου και με την παράξενη τούτη ιδέα μου. Τ' ακούς, Πορφύριε; γύρισε και είπε στο δόκιμο που τον υπηρετούσε. Πολλές φορές είδα στο πρόσωπό σου κάτι σαν πίκρα επειδή αγαπώ πιο πολύ από σένα τον Αλεξέι. Τώρα το ξέρεις γιατί. Μα και σένα σ' αγαπώ —ξέρε το— και πολλές φορές θλιβόμουνα για την πίκρα σου. Τώρα, αγαπητοί μου επισκέπτες, θα 'θελα να μιλήσω σε σας γι' αυτόν τον νέο, τον αδερφό μου. Γιατί σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε πολυτιμότερη παρουσία απ' τη δική του, πιο προφητική και πιο συγκινητική. Η καρδιά μου είναι γεμάτη τρυφερότητα κι ατενίζω τούτη τη στιγμή όλη τη ζωή μου, λες και τη ζω πάλι απ' αρχής...
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσω πως από τούτη την τελευταία συνομιλία του στάρετς με κείνους που τον επισκέφτηκαν την τελευταία μέρα της ζωής του διασώθηκε ένα μέρος γραφτό. Την έγραψε ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ λίγο ύστερα απ' το θάνατο του στάρετς για να του μείνει σαν ενθύμιο. Μα ήταν τάχα μονάχα εκείνη η τελευταία του ομιλία ή μήπως σ' αυτό του το σημείωμα παρενέβαλε κι άλλες κουβέντες του με το δάσκαλό του; Αυτό πια δεν μπορώ να το ξέρω. Πάντως όλη αυτή η ομιλία του στάρετς, που είναι γραμμένη στις σημειώσεις, ξετυλίγεται χωρίς διακοπές, σαν να διηγήθηκε όλη του τη ζωή στους φίλους του, ενώ, χωρίς αμφιβολία, σύμφωνα μάλιστα και με τα κατοπινά λόγια των ίδιων, τα πράγματα γίνανε κάπως διαφορετικά. Και τούτο γιατί η συνομιλία ήταν γενική εκείνο το βράδυ και, αν και οι επισκέπτες πολύ λίγο τον διέκοπταν, μιλούσαν πάντως κι αυτοί, παρεμβαίνοντας στη συνομιλία, ίσως μάλιστα να διηγήθηκαν κι αυτοί κάτι. Ύστερα, η διήγηση δεν μπορούσε να μην έχει καμιά διακοπή γιατί ο στάρετς λαχάνιαζε πότε πότε, έχανε τη φωνή του και μάλιστα ξαπλωνόταν στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί —χωρίς να κοιμηθεί όμως—, και οι επισκέπτες του μένανε στις θέσεις τους. Μια ή δυο φορές η κουβέντα διακόπηκε και διάβασαν κομμάτια απ' το Ευαγγέλιο, διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος. Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως κανένας τους δεν περίμενε πως ο στάρετς θα πεθάνει την ίδια εκείνη νύχτα. Και τούτο γιατί το τελευταίο εκείνο βράδυ της ζωής του, ύστερα απ' το βαθύ ύπνο της ημέρας, φάνηκε σαν να 'χε πάρει καινούργιες δυνάμεις που τον συγκρατούσαν σ' όλη τη μεγάλη εκείνη κουβέντα με τους φίλους του. Αυτό ήταν η τελευταία αναλαμπή, που κράτησε όμως πολύ λίγο, γιατί η ζωή του κόπηκε απότομα... Όμως γι' αυτά αργότερα. Τώρα θα 'θελα μονάχα να κάνω γνωστό πως προτίμησα να μην εξιστορήσω τις λεπτομέρειες εκείνης της συνομιλίας και να περιοριστώ στη διήγηση του στάρετς σύμφωνα με το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Θα 'ναι πιο σύντομο έτσι και πιο ξεκούραστο αν και, το ξαναλέω, ο Αλιόσα πήρε πολλά πράγματα κι απ' τις προηγούμενες κουβέντες του με τον στάρετς και τα πρόσθεσε εδώ.