6. ΙΙ. Εκ του βίου του... α) Ολίγα τινά...
II. Εκ του Βίου του εις θεόν Αποδημήσαντος Ιερομονάχου Στάρετς Ζωσιμά
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΙΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΥΠΟ ΑΛΕΞΕΙ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΒ
Βιογραφικές πληροφορίες
α) Ολίγα τινά περί του νεαρού αδελφού του στάρετς Ζωσιμά
Αγαπητοί μου πατέρες και δάσκαλοι. Γεννήθηκα σε μια μακρινή, βόρεια επαρχία, στην πολιτεία Β. O πατέρας μου ήταν ευγενής, μα όχι απ' τους εξέχοντες και χωρίς μεγάλους τίτλους. Πέθανε όταν εγώ ήμουν μόλις δυό χρονώ και δεν τον θυμάμαι καθόλου. Άφησε στην μητέρα μου ένα μικρό ξύλινο σπίτι κι ένα κεφάλαιο μικρό, αρκετό όμως για να ζήσει τα παιδιά της χωρίς στεναχώριες. Δυό μας είχε όλους κι όλους η μητέρα μου: εμένα, που με λέγανε Ζηνόβιο, και τον μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Μάρκελο. Ήταν κάπου οχτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Είχε παράφορο κι ευερέθιστο χαρακτήρα μα ήταν καλός, δεν κορόιδευε κανέναν, και παράξενα σιωπηλός, ιδιαίτερα σαν ήταν στο σπίτι, με μένα, με τη μητέρα ή τους υπηρέτες. Στο γυμνάσιο ήταν καλός μαθητής μα δεν έπιανε ποτέ του φιλίες με τ' άλλα παιδιά, αν και δε μάλωνε μαζί τους· έτσι τουλάχιστον θυμόταν η μητέρα. Μισό χρόνο πριν απ' το θάνατό του, όταν είχε πια κλείσει τα δεκαεφτά, άρχισε να πηγαίνει συχνά στο σπίτι ενός ανθρώπου που ζούσε ξεμοναχιασμένος και ήταν κάτι σαν πολιτικός εξόριστος στην πολιτεία μας. Τον είχαν εκτοπίσει απ' τη Μόσχα για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Τούτος ο εξόριστος ήταν επιφανής επιστήμων, γνωστός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Άγνωστο γιατί, αγάπησε τον Μάρκελο κι άρχισε να τον δέχεται σπίτι του. O νέος καθόταν μαζί του ολάκερες βραδιές κι αυτό γινόταν όλο τον χειμώνα, ως την ώρα που διορίσανε τον εξόριστο σε μια κρατική υπηρεσία στην Πετρούπολη. Αυτό το 'χε ζητήσει ο ίδιος και το πέτυχε γιατί είχε υποστηριχτές. Άρχισε η Μεγάλη Σαρακοστή κι ο Μάρκελος δεν ήθελε να νηστέψει, έβριζε και κορόιδευε: «Όλα αυτά είναι βλακείες, έλεγε, κι ούτε υπάρχει κανένας Θεός», τόσο που 'κανε τη μητέρα και τους υπηρέτες να φρίξουν, μα και μένα τον μικρό, γιατί αν και ήμουν μόλις εννιά χρονώ, τρόμαξα πολύ σαν άκουσα εκείνα τα λόγια.
Οι υπηρέτες μας ήταν όλοι δουλοπάροικοι, τέσσερις όλοι κι όλοι, αγορασμένοι στ' όνομα γνωστού μας τσιφλικά. Θυμάμαι ακόμα πως πούλησε η μητέρα έναν απ' αυτούς, τη μαγείρισσα την Αφίμια, μια κουτσή γριά, για εξήντα ρούβλια σε χαρτονόμισμα και στη θέση της πήρε μια ελεύθερη. Ξαφνικά, την έκτη βδομάδα της νηστείας, ο αδερφός μου αρρώστησε, ήταν πάντα του δα φιλάσθενος, κάτι είχε το στήθος του, ήταν αδύνατος και σχεδόν προφυματικός. Ήταν ψηλός μα πολύ λεπτός κι αδύνατος. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ όμορφο. Ίσως και να 'χε κρυολογήσει, όμως σαν ήρθε ο γιατρός ψιθύρισε στη μητέρα πως έχει καλπάζουσα και πως δε θα βγάλει την άνοιξη. Η μητέρα άρχισε να κλαίει και παρακαλούσε τον αδερφό μου με προφυλάξεις (ιδίως για να μην τον φοβίσει) να νηστέψει και να κοινωνήσει. Γιατί τότε δεν είχε πέσει ακόμα στο κρεβάτι. Όταν τ' άκουσε εκείνος, θύμωσε κι έβρισε το ναό του Κυρίου.
Ωστόσο έπεσε σε συλλογή: κατάλαβε πως η Αρρώστια του είναι επικίνδυνη και πως γι' αυτό τον στέλνει η μητέρα, όσο έχει ακόμα δυνάμεις, να πάει να κοινωνήσει. Εδώ που τα λέμε, το 'ξερε πια κι ο ίδιος πως από καιρό ήταν άρρωστος και μια φορά πριν από ένα χρόνο είχε πει σε μένα και στη μητέρα μου μ' όλη του την ψυχραιμία καθώς τρώγαμε:
— Λίγα είναι τα ψωμιά μου. Ίσως και να μην τον βγάλω τούτο τον χρόνο.
Και σάμπως να το 'χε προφητέψει. Πέρασαν δυο τρεις μέρες και μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Και νά που ο αδερφός μου άρχισε να νηστεύει απ' την Τρίτη το πρωί.
— Για να πω την αλήθεια, μητερούλα, για σας το κάνω, για να ευχαριστηθείτε και να ησυχάσετε της είπε.
Η μητέρα άρχισε να κλαίει από χαρά μα κι από λύπη: «Πα να πει λοιπόν πως είναι κοντά το τέλος του, μια κι άλλαξε έτσι». Μα δεν πρόφτασε να πάει πολλές φορές στην εκκλησία, γιατί κρεβατώθηκε. Τον εξομολόγησαν λοιπόν και τον μεταλάβανε στο σπίτι. Οι μέρες ήταν φωτεινές, ασυννέφιαστες, μυρωμένες: το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνο το χρόνο. Όλη τη νύχτα, θυμάμαι, έβηχε, ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, μα το πρωί πάντα ντυνόταν και προσπαθούσε να κάτσει στη μαλακιά πολυθρόνα. Έτσι και τον θυμάμαι: κάθεται ήσυχος, σεμνός, χαμογελάει. Ήταν άρρωστος, μα το πρόσωπό του ήταν εύθυμο, χαρούμενο. Είχε αλλάξει ολόκληρος ψυχικά. Και πόσο αξιοθαύμαστη ήταν τούτη η ξαφνική αλλαγή! Έμπαινε στο δωμάτιό του η γριά παραμάνα:
— Άσε με, καλέ μου, ν' ανάψω και δω μέσα το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα.
Πρώτα δεν άφηνε να τ' ανάψουν, το 'σβηνε ο ίδιος μάλιστα.
— Άναψέ το, αγαπητή μου, άναψέ το. Ήμουν ένα τέρας όταν σας το απαγόρευα. Εσύ, καθώς ανάβεις το καντήλι στο Θεό, προσεύχεσαι. Εγώ, σε βλέπω, σε χαίρομαι και θωρώντας σε προσεύχομαι. Προσευχόμαστε λοιπόν και οι δυο στον ίδιο Θεό. Αυτά τα λόγια μας φαίνονταν παράξενα. Η μητέρα κλειδωνόταν στο δωμάτιό της κι όλο έκλαιγε· μονάχα όταν ερχόταν να τον δει σκούπιζε τα μάτια της κι έκανε τη χαρούμενη.
— Μην κλαις, μητερούλα, μην κλαις, καλούλα μου, της έλεγε καμιά φορά. Θα ζήσω πολύ καιρό ακόμα, έχω πολλές χαρές να δοκιμάσω μαζί σας και η ζωή, η ζωή είναι χαρούμενη, εύθυμη!
— Αχ, καλέ μου, τι χαρά είναι τούτη για σένα, όταν καίγεσαι όλη τη νύχτα στον πυρετό και βήχεις έτσι που λίγο ακόμα και θα ξεσκιστεί το στήθος σου;
— Μαμά, της απαντούσε, μην κλαις, η ζωή είναι Παράδεισος κι όλοι μας στον Παράδεισο βρισκόμαστε, μόνο που δεν θέλουμε να το καταλάβουμε. Μα αν το καταλαβαίναμε, αύριο κιόλας θα γινόταν ολάκερος ο κόσμος Παράδεισος.
Όλοι απορούσαν με τα λόγια του, τόσο παράξενα τα 'λεγε και με τόση σιγουριά. Συγκινιόνταν και κλαίγανε. Έρχονταν να μας επισκεφτούν οι γνωστοί μας:
— Αγαπημένοι μου, τους έλεγε, καλοί μου, τι έκανα και μ' αγαπάτε; Γιατί αγαπάτε έναν άνθρωπο σαν και μένα; Και γιατί δεν το καταλάβαινα πρωτύτερα, γιατί δεν το εκτιμούσα;
Στους υπηρέτες έλεγε κάθε ώρα και στιγμή:
— Καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Μήπως τ' αξίζω τάχα να με υπηρετούν; Αν με λυπόταν ο Θεός και μ' άφηνε να ζήσω, εγώ θα σας υπηρετούσα, γιατί πρέπει οι άνθρωποι να υπηρετούν ο ένας τον άλλον.
Η μητέρα τον άκουγε και κουνούσε το κεφάλι:
— Αγαπημένε μου, η αρρώστια είναι που σε κάνει να μιλάς έτσι.
— Μαμά, χαρά μου, της έλεγε, δεν μπορεί να μην υπάρχουν δούλοι κι αφεντάδες, όμως ας γίνω λοιπόν και γω δούλος των δούλων μου, να γίνω γι' αυτούς αυτό που είναι και εκείνοι για μένα. Και πρέπει να σου πω ακόμα, μητερούλα, πως ο καθένας μας είναι ένοχος μπροστά στους άλλους, και πιο πολύ απ' όλους εγώ.
Η μητερούλα χαμογελούσε μ' αυτά τα λόγια του, έκλαιγε και χαμογελούσε:
— Και γιατί είσαι πιο πολύ απ' όλους ένοχος μπροστά σ' όλον τον κόσμο; Υπάρχουν φονιάδες, ληστές, μα συ τι αμαρτίες πρόφτασες να κάνεις που κατηγορείς τον εαυτό σου;
— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, της είπε, (άρχισε τότε αναπάντεχα να λέει κάτι τέτοια χαϊδευτικά κι απροσδόκητα λόγια), ακριβή μου σταγονίτσα, χαρούλα μου, μάθε πως ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους και για όλα. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω αυτό μα το νιώθω πως έτσι είναι, το νιώθω τόσο πολύ ως την οδύνη· και πώς μπορούσαμε λοιπόν να ζούμε και να τσακωνόμαστε και να μην ξέρουμε τίποτα;
Έτσι λοιπόν, σηκωνόταν κάθε μέρα απ' τον ύπνο όλο και πιο καλόκαρδος, όλο και πιο τρυφερός, χαρούμενος, πάλλοντας όλος από αγάπη. Ερχόταν ο γιατρός, ένας γέρος Γερμανός, Άιζενσμιτ τον λέγανε:
— Τι λέτε λοιπόν, γιατρέ; Θα ζήσω ακόμα καμιά μέρα; αστειευόταν αυτός.
— Όχι μονάχα μια, μα πολλές, απαντούσε ο γιατρός, και μήνες και χρόνια!
— Τί να τους κάνεις τους μήνες και τα χρόνια, αναφωνούσε αυτός. Για ποιο λόγο να μετράμε τις μέρες; Και μια μέρα φτάνει για να γνωρίσει ο άνθρωπος όλη την ευτυχία. Καλοί μου. Γιατί να μαλώνουμε και να παινευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλον και να μνησικακούμε; Ας πάμε στον κήπο κι ας παίξουμε αγαπώντας, επαινώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον κι ευλογώντας τη Ζωή.
— Δε θα ζήσει πολύ, ψιθύρισε ο γιατρός στη μητέρα όταν εκείνη τον συνόδευε ως την εξώπορτα. Αρχίζει να χάνει τα λογικά του.
Τα παράθυρα του δωματίου του έβλεπαν στον κήπο που τον σκίαζαν πελώρια γέρικα δέντρα, στα κλαδιά τους είχαν δέσει πια τα μάτια, ήρθαν τα πρώτα πουλιά απ' το χειμωνιάτικο ταξίδι τους, φτεροκοπούσαν και τραγουδούσαν κάτω απ' τα παράθυρά του. Και ξαφνικά, καθώς τα κοίταζε και τα χαιρόταν, άρχισε κι απ' αυτά να ζητάει συγχώρεση.
— Πουλάκια του Θεού, χαρούμενα πουλάκια, συγχωρέστε με και σεις γιατί κι απέναντί σας είμαι αμαρτωλός.
Αυτό πια κανένας δεν μπορούσε τότε να το καταλάβει, μα εκείνος έκλαιγε απ' τη χαρά του:
— Ναι, έλεγε, όλη η δόξα του Θεού ήταν γύρω μου: τα πουλάκια, τα δέντρα, τα λιβάδια, οι ουρανοί· μονάχα εγώ ζούσα στην ντροπή, μονάχα εγώ τα ατίμασα όλα και δεν μπόρεσα να δω την ομορφιά και τη δόξα.
— Σαν πολλά κρίματα να παίρνεις απάνω σου, έλεγε καμιά φορά η μητέρα κι έκλαιγε.
— Μητερούλα μου, χαρά μου, δεν κλαίω απ' τη λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος. Εγώ ο ίδιος θέλω να φανώ ένοχος απέναντί τους, δεν μπορώ να στο εξηγήσω αυτό, γιατί δεν ξέρω και γω πώς να τ' αγαπήσω. Παραδέχομαι πως έκανα σ' όλους κακό. Όμως όλοι θα με συγχωρέσουν. Αυτό ίσα ίσα είναι ο Παράδεισος. Μήπως τάχα τώρα δεν είμαι στον Παράδεισο; Ήταν κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Θυμάμαι πως μια φορά μπήκα στο δωμάτιό του μονάχος μου, όταν δεν ήταν κανένας εκεί. Βράδιαζε, ο ήλιος έπεφτε κι όλο το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τις πλάγιες αχτίδες του. Μου 'γνεψε να πάω κοντά του μόλις με είδε. Τον πλησίασα. Αυτός έβαλε τα δυο του χέρια στους ώμους μου και με κοίταξε με τρυφερότητα, με αγάπη. Δεν είπε τίποτα, μονάχα με κοίταξε έτσι για λίγο:
— Λοιπόν, μου λέει, πήγαινε τώρα να παίξεις. Ζήσε για μένα. Βγήκα τότε και πήγα να παίξω. Πολλές φορές στη ζωή μου θυμήθηκα αργότερα με δάκρια στα μάτια πως μ' είχε προστάξει να ζήσω γι' αυτόν. Έλεγε κι άλλα πολλά τέτοια υπέροχα και θαυμαστά λόγια, αν και τότε δεν τα καταλαβαίναμε. Πέθανε την τρίτη βδομάδα μετά το Πάσχα, διατηρώντας ως το τέλος τις αισθήσεις του και, αν και είχε πάψει πια να μιλάει, δεν άλλαξε όμως ως την τελευταία του στιγμή: μας κοίταζε χαρούμενος— στα μάτια του καθρεφτιζόταν η αγαλλίαση, μας αναζητούσε με τα βλέμματά του, μας χαμογελούσε, μας καλούσε. Ακόμα και στην πολιτεία μίλησαν πολύ για το θάνατό του. Όλα αυτά με συγκίνησαν τότε μα όχι και πάρα πολύ, αν κι έκλαψα πολύ όταν τον κηδεύανε. Ήμουν μικρός, παιδί ακόμα, όμως όλο αυτό το συναίσθημα φώλιασε στην καρδιά μου. Μα θα ερχόταν καιρός που θα ξυπνούσε και θ' αποκρινόταν στο κάλεσμα. Έτσι κι έγινε.