×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 7. III. Το Κρεμμυδάκι

7. III. Το Κρεμμυδάκι

H Γκρούσενκα έμενε στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πολιτείας, κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης, στο σπίτι της χήρας του έμπορα Μορόζοβ. Κρατούσε μια μικρή ξύλινη πτέρυγα στην αυλή. Το σπίτι της Μορόζοβα ήταν μεγάλο, πέτρινο, δίπατο, παλιό κι ακαλαίσθητο εξωτερικά. Εκεί ζούσε απομονωμένη η γριά ιδιοκτήτρια με δυο ανιψιές της, που ήταν κι αυτές αρκετά ηλικιωμένες, γεροντοκόρες. Δεν είχε καμιάν ανάγκη να νοικιάσει την πτέρυγα της αυλής, μα όλοι το ξέρανε πως δέχτηκε για νοικάρισσα την Γκρούσενκα (εδώ και τέσσερα χρόνια) μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει το συγγενή της, τον έμπορα Σαμσόνοβ, που ήταν ο πασίγνωστος «προστάτης» της Γκρούσενκα. Λέγανε πως ο ζηλιάρης γέρος εγκατέστησε στο σπίτι της Μορόζοβα την «ευνοουμένη» του γιατί ήταν βέβαιος πως η γριά θα παρακολουθούσε άγρυπνα τη διαγωγή τής καινούργιας της νοικάρισσας. Μα αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως η επιτήρηση ήταν περιττή και στο τέλος η Μορόζοβα συναντούσε πολύ σπάνια την Γκρούσενκα και δεν την ενοχλούσε με καμιά επίβλεψη. Η αλήθεια είναι πως είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που ο γέρος την έφερε σ' αυτό το σπίτι απ' την πρωτεύουσα της επαρχίας, δεκαοχτάχρονη κοπέλα, δειλή, χαμηλοβλεπούσα, λεπτοκαμωμένη, αδυνατούλα, σκεφτική και μελαγχολική κι από τότε έχουν πολλά αλλάξει. Για τη ζωή αυτού του κοριτσιού ξέρανε πολύ λίγα και μπερδεμένα πράγματα στην πολιτεία μας. Ούτε και τον τελευταίο καιρό μάθανε περισσότερα, ακόμα και τότε που όλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την «ομορφονιά». Γιατί πραγματικά η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είχε γίνει πολύ όμορφη τελευταία. Λέγανε πως όταν ήταν δεκαεφτά χρονώ την είχε ξελογιάσει τάχα κάποιος αξιωματικός κι αμέσως την παράτησε. O αξιωματικός, λέγανε, έφυγε και παντρεύτηκε κάποιαν άλλη και η κοπέλα έμεινε φτωχή και ντροπιασμένη. Λέγανε ακόμα πως, αν κι ο γέρος πήρε την Γκρούσενκα και την έσωσε απ' τη μιζέρια, αυτή ήταν από τίμια οικογένεια, από σόι κληρικών μάλιστα. O πατέρας της ήταν άλλοτε διάκος ή κάτι τέτοιο. Και νά που φτάσανε τέσσερα χρόνια για να γίνει η συναισθηματική, προσβλημένη και αξιολύπητη μικρή ορφανή μια ροδαλή, παχουλή ρούσικη ομορφιά, μια γυναίκα με τολμηρό κι αποφασιστικό χαρακτήρα, περήφανη κι αναιδής, που καταλάβαινε από χρήματα, άπληστη, φιλάργυρη και προσεχτική στις δουλειές της, που 'χε προφτάσει κιόλας, έτσι ή αλλιώς, να συγκεντρώσει, καθώς λέγανε, ένα κεφαλαιάκι. Για ένα μονάχα ήταν σίγουροι όλοι: Πως ήταν απρόσιτη και πως εκτός απ' τον γέρο, τον κηδεμόνα της, κανένας δε θα μπορούσε να καυχηθεί πως του 'χε χαρίσει την εύνοιά της. Αυτό ήταν ατράνταχτα εξακριβωμένο, γιατί πολλοί είχαν προσπαθήσει ν' αποχτήσουν την εύνοιά της, προπάντων τα δυο τελευταία χρόνια. Μα όλες οι προσπάθειες αποδείχτηκαν μάταιες. Μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν γελοιοποιημένοι και ντροπιασμένοι απ' τη σταθερή και κοροϊδευτική αντίσταση αυτής της ενεργητικής νέας γυναίκας. Ξέρανε ακόμα πως είχε ανακατευτεί τον τελευταίο χρόνο σε «επιχειρήσεις» και πως έδειξε εξαιρετικές ικανότητες, τόσο που τελικά ήταν πολλοί εκείνοι που τη λέγανε σωστή Εβραία. Όχι πως ήταν τοκογλύφος, μα ήταν γνωστό λόγου χάρη πως συνεταιρικά με τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ αγόραζε για κάμποσον καιρό σ' εξευτελιστική τιμή κάτι γραμμάτια, πληρώνοντας το δέκατο της αξίας τους και ύστερα πούλησε μερικά απ' αυτά στο δεκαπλάσιο της αξίας τους. Τον άρρωστο, χήρο Σαμσόνοβ, που τον τελευταίο χρόνο είχαν πρηστεί τα πόδια του και δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει, που ήταν σωστός τύραννος των ενήλικων γιων του, πολύ παραλής, άνθρωπος σπαγγοραμμένος κι άκαρδος, τον έκανε σχεδόν ό,τι ήθελε ενώ στην αρχή τη μεταχειριζόταν πολύ αυστηρά κι όπως έλεγαν οι κουτσομπόληδες της έδινε ως και «το λάδι με το σταγονόμετρο». Μα η Γκρούσενκα πρόφτασε και χειραφετήθηκε και τα κατάφερε ταυτόχρονα να τον κάνει να της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη πως του είναι πιστή. O γέρος ήταν σπουδαίος επιχειρηματίας (είναι καιρός τώρα που 'χει πεθάνει) και είχε κι αυτός αξιοπρόσεχτο χαρακτήρα. Τσιγκούνης και πεισματάρης σαν βράχος και, αν και η Γκρούσενκα του 'χε κάνει τόση εντύπωση που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει (τα τελευταία δυο χρόνια λόγου χάρη αυτό ήταν αληθινό στην κυριολεξία), και πάλι δεν της έδωσε κανένα σημαντικό κεφάλαιο. Ακόμα κι αν τον φοβέριζε πως θα τον παράταγε εντελώς και πάλι δε θ' άλλαζε γνώμη. Της εκχώρησε ένα μικρό ποσό, μα κι αυτό ακόμα έκανε σ' όλους μεγάλη εντύπωση όταν μαθεύτηκε.

— Εσύ είσαι γυναίκα με μυαλό, της είπε δίνοντάς της κάπου οχτώ χιλιάδες. Πάρε λοιπόν τούτα τα λεφτά και κάνε κουμάντο. Μα να ξέρεις πως ώσπου να πεθάνω δεν έχεις τίποτα άλλο να περιμένεις από μένα εκτός από εκείνα που σου 'δινα κάθε χρόνο για τη συντήρησή σου. Μα και στη διαθήκη μου τίποτα δε θα σου γράψω.

Πραγματικά, κράτησε το λόγο του: όταν πέθανε, τ' άφησε όλα στους γιους του, που όσο ζούσε τους είχε σαν υπηρέτες του μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Την Γκρούσενκα ούτε καν την ανάφερε στην διαθήκη του. Όλα αυτά μαθεύτηκαν αργότερα. Όμως της έδινε συνεχώς συμβουλές πώς να τοποθετήσει καλύτερα «τα προσωπικά της κεφάλαια» και της υπόδειχνε διάφορες «δουλειές». Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ μπλέχτηκε μαζί της σε μια τυχαία «επιχείρηση» και στο τέλος, χωρίς καθόλου να το περιμένει, ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, τόσο που έχασε τα λογικά του, ο γερο-Σαμσόνοβ, που 'χε κιόλας το 'να του πόδι στο λάκο, έσπαγε πολύ κέφι μαζί του. Είναι αξιοσημείωτο πως η Γκρούσενκα σ' όλη τη διάρκεια της γνωριμίας της με το γέρο της δεν του 'κρυβε τίποτα και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί του και ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που εμπιστευόταν. Τον τελευταίο καιρό όμως, όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο γέρος έπαψε πια να γελάει. Απεναντίας, μια φορά συμβούλεψε αυστηρά και σοβαρά την Γκρούσενκα:

— Αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο, τον πατέρα δηλαδή και το γιο, τότε να προτιμήσεις το γέρο, με τη συμφωνία όμως να σε παντρευτεί οπωσδήποτε ο γερο-κατεργάρης και πριν απ' το στεφάνωμα να γράψει στ' όνομά σου κανένα σημαντικό ποσό. Όμως με το λοχαγό μην κάνεις πια παρέα, δε θα δεις προκοπή.

Αυτά ήταν τα λόγια του γεροπαραλυμένου, που ένιωθε πια κοντά το τέλος του. Και πραγματικά, σε πέντε μήνες πέθανε. Θα προσθέσω ακόμα πως, αν και ξέρανε πολλοί στην πολιτεία μας την παράλογη και τερατώδικη αντιζηλία των Καραμάζοβ, του πατέρα και του γιου, που μάλωναν για την Γκρούσενκα, πολύ λίγοι καταλάβαιναν τότε τις πραγματικές της σχέσεις και με τους δυο. Ακόμα και οι δυο υπηρέτριες της Γκρούσενκα (ύστερα απ' την καταστροφή που γι' αυτήν θα μιλήσουμε παρακάτω) κατέθεσαν αργότερα στο δικαστήριο πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δεχόταν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόνο και μόνο επειδή τον φοβόταν γιατί την είχε «απειλήσει πως θα την σκότωνε».

Είχε δυο υπηρέτριες: Μια πολύ γριά μαγείρισσα, αρρωστιάρα και σχεδόν κουφή, που την είχε στη δούλεψή της απ' τον καιρό που ζούσε με την πατρική της οικογένεια, και την εγγονή της μαγείρισσας, μια νεαρή και ζωηρή κοπέλα κάπου είκοσι χρονώ. Αυτή ήταν καμαριέρα της. Η Γκρούσενκα ζούσε με μεγάλη τσιγκουνιά και η επίπλωση του σπιτιού της δεν ήταν καθόλου πλούσια. Κρατούσε στην πτέρυγα τρία δωμάτια όλα κι όλα με έπιπλα της σπιτονοικοκύρης, παλιά, από κόκκινο ξύλο, στο στυλ του 1820.

Όταν ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα μπήκανε μέσα, σκοτείνιαζε πια για τα καλά, μα δεν είχαν ανάψει ακόμα φως. Η Γκρούσενκα ήταν ξαπλωμένη στο σαλόνι της, πάνω στον μεγάλο, σκληρό κι άγαρμπο καναπέ, που η ράχη του ήταν βαμμένη σαν κόκκινο ξύλο και ήταν ταπετσαρισμένος με δέρμα που από καιρό τώρα είχε τριφτεί και είχε τρυπήσει. Κάτω απ' το κεφάλι της είχε βάλει δυο μαξιλάρια του κρεβατιού. Κοιτόταν ανάσκελα, ακίνητη, έχοντας τα χέρια κάτω απ' το κεφάλι. Ήταν ντυμένη λες και κάποιον περίμενε. Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, μιαν ανάλαφρη νταντέλα στο κεφάλι, που της πήγαινε θαυμάσια, και στους ώμους της είχε ρίξει μιαν εσάρπα, νταντελένια κι αυτή, στερεωμένη στο στήθος με μια μεγάλη χρυσή αγκράφα. Πραγματικά περίμενε κάποιον, ήταν μελαγχολική και ανυπόμονη. Το πρόσωπό της ήταν λιγάκι χλωμό, τα χείλη και τα μάτια της φλογισμένα. Με την άκρη του δεξιού της ποδιού χτυπούσε νευρικά το χέρι του καναπέ. Μόλις φτάσανε ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα, έγινε μια μικρή φασαρία: απ' τον προθάλαμο μπορούσε ν' ακούσει κανείς την Γκρούσενκα που σηκώθηκε βιαστικά και φώναξε τρομαγμένα:

— Ποιος είναι; μα η κοπέλα που δέχτηκε τους επισκέπτες φώναξε αμέσως στην κυρία της.

— Δεν είναι εκείνος. Άλλοι είναι. Δεν είναι τίποτα.

— Τι να της συμβαίνει; μουρμούρισε ο Ρακίτιν καθώς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και μπαίνανε στο σαλόνι.

Η Γκρούσενκα στεκόταν κοντά στον καναπέ και φαινόταν ακόμα τρομαγμένη. Μια πλεξούδα απ' τα σκουρόξανθα μαλλιά της ξέφυγε απ' την νταντέλα κι έπεσε στον δεξί της ώμο. Όμως αυτή δεν το παρατήρησε και δεν ταχτοποίησε τα μαλλιά της παρά αφού καλοκοίταξε τους επισκέπτες και τους αναγνώρισε.

— Α, εσύ είσαι, Ρακίτκα; Με κατατρόμαξες. Με ποιον ήρθες; Ποιος είναι μαζί σου; Ω, Θεέ μου, ποιον έφερε! αναφώνησε όταν διέκρινε τον Αλιόσα.

— Μα πες λοιπόν να φέρουν τα κεριά! είπε ο Ρακίτιν με πολλή άνεση, σαν να 'ταν στενός γνώριμος κι άνθρωπος του σπιτιού που 'χε το δικαίωμα να δίνει και διαταγές.

— Κεριά... και βέβαια πρέπει να φέρουν κεριά... Φένια, φέρε του ένα κερί... Διάλεξες την ώρα για να τον φέρεις, μα την αλήθεια! αναφώνησε και πάλι, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού τον Αλιόσα.

Και στρέφοντας στον καθρέφτη άρχισε να ταχτοποιεί όπως όπως τα μαλλιά της. Φαινόταν κάπως δυσαρεστημένη.

— Δεν έκανα καλά που ήρθα δηλαδή; ρώτησε ο Ρακίτιν που αμέσως πειράχτηκε.

— Με τρόμαξες, Ρακίτκα, αυτό είναι, είπε η Γκρούσενκα και γύρισε χαμογελαστή στον Αλιόσα. Μη με φοβάσαι, καλέ μου Αλιόσα, είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω, απροσδόκητέ μου ξένε. Όμως εσύ, Ρακίτκα, με τρόμαξες. Νόμιζα πως θα μου κουβαληθεί ο Μίτκα. Του την έσκασα, βλέπεις. Τον έβαλα να μου δώσει το λόγο της τιμής του πως με πιστεύει και τότε εγώ του είπα ψέματα. Του είπα πως θα πάω στον γέρο μου τον Κουζμά Κουζμίτς και θα μετράω όλη τη νύχτα τα χρήματά του. Κάθε βδομάδα πηγαίνω σπίτι του και ταχτοποιώ τους λογαριασμούς. Αμπαρώνουμε χαλά την πάρτα- εκείνος μετράει με τον αριθμητήρα και γω τα γράφω στα βιβλία, μονάχα σε μένα έχει εμπιστοσύνη. Λοιπόν, ο Μίτκα το πίστεψε πως θα 'μαι εκεί, όμως εγώ κλειδώθηκα εδώ πέρα και περιμένω μιαν είδηση. Πώς έτσι σας άφησε να μπείτε η Φένια! Φένια, Φένια, τρέξε στην εξώπορτα, άνοιξέ την και κοίταξε γύρω γύρω μην είναι ο λοχαγός. Ίσως να κρύφτηκε κάπου και να κατασκοπεύει. Τρέμω απ' το φόβο μου!

— Κανένας δεν είναι, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, μόλις τώρα κοίταξα. Κάθε στιγμή πάω και μισανοίγω την πόρτα και κοιτάζω. Και γω φοβάμαι.

— Τα 'κλεισες τα παντζούρια, Φένια; Καλύτερα να κατεβάσουμε και τις κουρτίνες. Έτσι! είπε και κατέβασε μονάχη της τις βαριές κουρτίνες. Γιατί άμα δει φως, θα 'ρθει το δίχως άλλο. Τον φοβάμαι σήμερα τον Μίτκα τον αδερφούλη σου, Αλιόσα.

Η Γκρούσενκα μιλούσε δυνατά, αν και ταραγμένα, μα και σχεδόν με κάποιο ενθουσιασμό.

— Γιατί τον φοβάσαι τόσο τον Μίτιενκα σήμερα; ρώτησε ο Ρακίτιν. Εσύ, μου φαίνεται, δεν τον φοβάσαι συνήθως, τον κάνεις ό,τι θέλεις.

— Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση, μια τόσο πολύτιμη ειδησούλα που ο Μίτιενκα δεν μου χρειάζεται καθόλου τώρα. Μα νιώθω κιόλας πως δεν πίστεψε ότι θα πάω στου Κουζμά Κουζμίτς. Σίγουρα θα κάθεται τώρα στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς και θα παραφυλάει. Μα αν θρονιάστηκε εκεί πέρα, τόσο το καλύτερο γιατί δε θα 'ρθει εδώ! Στον Κουζμά Κουζμίτς πήγα στ' αλήθεια, με συνόδεψε ο Μίτια. Του είπα πως θα μείνω εκεί πέρα ως τα μεσάνυχτα και τον παρακάλεσα να 'ρθει το δίχως άλλο να με πάρει και να με συνοδέψει ως το σπίτι. Εκείνος έφυγε και γω έκατσα κάπου δέκα λεπτά στου γέρου και ύστερα ξανάρθα εδώ. Φοβόμουν πολύ, έτρεχα για να μην τον συναντήσω.

— Πού θα πας και στολίστηκες έτσι; Γιατί έβαλες αυτό το περίεργο σκουφάκι;

— Βλέπω πως εσύ είσαι ακόμα πιο περίεργος, Ρακίτιν! Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση. Μόλις έρθει, θα σηκωθώ και θα πετάξω, κι από δω παν και οι άλλοι. Γι' αυτό και στολίστηκα.

Για να 'μαι έτοιμη.

— Και πού θα πετάξεις;

— Μη ζητάς να μάθεις, γιατί όποιος ξέρει πολλά γερνάει γρήγορα.

— Είσαι όλο χαρές-χαρούδια βλέπω. Ποτέ δε σε ξανάδα έτσι. Έβαλες ολόκληρη τουαλέτα λες και θα πας σε χορό, είπε ο Ρακίτιν εξετάζοντάς την.

— Τι ξέρεις εσύ από χορούς;

— Εσύ ξέρεις;

— Εγώ τουλάχιστον έχω δει χορό. Εδώ και τρία χρόνια, όταν ο Κουζμά Κουζμίτς πάντρευε το γιο του, κοίταζα ψηλά απ' τον εξώστη. Μα τι κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου τη στιγμή που 'χω δω πέρα έναν πρίγκηπα; Αυτός μάλιστα! Αλιόσα, καλούλη μου, σε κοιτάζω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Θεέ μου, πώς έγινε και βρέθηκες εδώ στο σπίτι μου; Να σου πω την αλήθεια, δεν το περίμενα καθόλου· δεν θα πίστευα ποτέ πως μπορούσες να 'ρθεις. Αν και η στιγμή δεν είναι καθόλου κατάλληλη, όμως είμαι όλο χαρά. Κάθισε το λοιπόν εδώ στον καναπέ, νιόβγαλτο φεγγάρι μου. Αλήθεια, σαν να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Αχ, Ρακίτκα, αν τον έφερνες χτες ή προχτές!... Μα κι έτσι είμαι πολύ ευχαριστημένη. Ίσως καλύτερα κιόλας που τον έφερες σε μια τέτοια στιγμή κι όχι προχτές.

Έκατσε ζωηρά στον καναπέ πλάι στον Αλιόσα και τον κοίταζε ενθουσιασμένη. Πραγματικά ήταν χαρούμενη, δεν έλεγε ψέματα. Τα μάτια της καίγανε, τα χείλη γελούσαν, όμως γελούσαν καλόκαρδα, εύθυμα. O Αλιόσα δεν περίμενε να δει μια τέτοια έκφραση καλοσύνης στο πρόσωπό της... ως τα χτες λίγες φορές την είχε συναντήσει και είχε σχηματίσει τρομερή ιδέα γι' αυτήν. Χτες είχε ταραχτεί πολύ απ' το κακό και ύπουλο φέρσιμό της με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τώρα παραξενευόταν πολύ γιατί ήταν σαν να 'βλεπε ένα εντελώς αλλιώτικο πλάσμα. Και, όσο κι αν τον τυραννούσε η προσωπική του θλίψη, άρχισε να την κοιτάζει με προσοχή. Οι τρόποι της είχαν κι αυτοί καλυτερέψει: δεν έσερνε τόσο γλυκερά τα λόγια της όπως χτες, οι χειρονομίες της δεν ήταν τόσο ράθυμες και προσποιητές... όλα ήταν απλά, ανοιχτόκαρδα, οι κινήσεις της γρήγορες, ντόμπρες, ειλικρινείς. Όμως σαν να 'χε έξαψη.

— Θεέ μου, όλα σήμερα θα πραγματοποιηθούν! άρχισε να τιτιβίζει και πάλι. Γιατί είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω, Αλιόσα; Ούτε και γω η ίδια δεν το ξέρω. Αν με ρωτούσες, δε θα 'ξερα τι να σου απαντήσω.

— Αυτό έλειπε, να μην ξέρεις κιόλας, είπε χαμογελώντας ειρωνικά ο Ρακίτιν. Τότε γιατί μου κολλούσες, φέρτον και φέρτον; Θα 'χες κάποιο σκοπό, βέβαια.

— Τότε είχα άλλο σκοπό, μα τώρα πάει πια, δεν είναι πια η στιγμή. Θα σας φιλέψω, νά τι θα κάνω. Τώρα έγινα καλή, Ρακίτκα. Μα κάτσε λοιπόν και συ, Ρακίτκα, τι στέκεσαι; Μα εσύ κάθισες κιόλας. Αμ, βέβαια, ο Ρακίτουτσκα δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό του. Νά τον τώρα, κάθεται εκεί πέρα, Αλιόσα, απέναντί μας και είναι κακιωμένος γιατί δεν είπα πρώτα σ' αυτόν να κάτσει. Τα παίρνει κατάκαρδα ο Ρακίτκα μου! είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μη μου θυμώνεις, Ρακίτκα, σήμερα είμαι καλή. Μα γιατί είσαι έτσι μελαγχολικός, Αλιόσα; Ή, μήπως με φοβάσαι; είπε και τον κοίταξε με καλόκαρδη ειρωνεία στα μάτια.

— Έπαθε συμφορά. Δεν τον προβιβάσανε, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

— Ποιον δεν προβιβάσανε; — O στάρετς του βρώμησε.

— Ποιος βρώμησε; Σίγουρα κάποια ανοησία θα τσαμπουνάς, κάποιο αισχρόλογο θα ετοιμάζεσαι να πεις. Σώπα, βλάκα. Μ' αφήνεις, Αλιόσα, να κάτσω στα γόνατά σου; Να, έτσι.

Και ξαφνικά μ' ένα πήδημα βρέθηκε στα γόνατά του γελώντας, σαν χαδιάρικη γάτα, αγκαλιάζοντας απαλά το λαιμό του με το δεξί της μπράτσο.

— Θα σε κάνω να ευθυμήσεις, θεοσεβούμενο αγόρι μου! Αλήθεια, μου επιτρέπεις να καθίσω στα γόνατά σου; Δε θα μου θυμώσεις; Ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως.

Ο Αλιόσα σώπαινε. Καθόταν και φοβόταν να σαλέψει. Την άκουσε να λέει: «ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως», μα δεν απάντησε, σαν να 'χε μαρμαρώσει. Όμως δεν του συνέβαινε εκείνο που θα μπορούσε να περιμένει και να φανταστεί ένας Ρακίτιν λόγου χάρη, που τον παρακολουθούσε απ' τη θέση του με βλέμμα σαρκοβόρου: η μεγάλη λύπη της ψυχής του νέκρωνε κάθε αίσθηση που θα μπορούσε ίσως να γεννηθεί στην καρδιά του κι αν του ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή ν' αποχτήσει συνείδηση του εαυτού του, θα καταλάβαινε πως τώρα είναι πια θωρακισμένος ενάντια σε κάθε πειρασμό. Μολαταύτα, παρ' όλη τη συγκεχυμένη κι ασύνειδη ψυχική του κατάσταση και παρ' όλη τη θλίψη που τον βάραινε, απορούσε άθελά του μ' ένα καινούργιο και παράξενο συναίσθημα που γεννιόταν στην καρδιά του: αυτή η γυναίκα, αυτή η «τρομερή» γυναίκα, όχι μονάχα δεν τον φόβιζε όπως πρώτα, που τρόμαζε κι όταν ακόμα σκεφτόταν γενικά τις γυναίκες, μα απεναντίας, τούτη εδώ που τη φοβόταν περισσότερο απ' όλες, που τώρα καθόταν στα γόνατά του και τον αγκάλιαζε, γεννούσε μέσα του ξαφνικά ένα εντελώς αλλιώτικο, αναπάντεχο συναίσθημα, ένα αίσθημα κάποιας ασυνήθιστης, πολύ μεγάλης κι αγνής περιέργειας. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα φόβο πια, χωρίς την παραμικρή φρίκη. Αυτό ήταν το κυριότερο κι αυτό που τον έκανε ν' απορεί άθελά του.

— Φτάνουν πια οι φλυαρίες σας, φώναξε ο Ρακίτιν. Καλύτερα φέρε μας σαμπάνια. Μου τη χρωστάς, ψέματα;

— Σωστά, σωστά. Ξέρεις, Αλιόσα, του υποσχέθηκα και σαμπάνια ακόμα αν σ' έφερνε εδώ πέρα. Θα πω να φέρουν λοιπόν, θα πιώ και γω! Φένια, φέρε μας σαμπάνια, εκείνο το μπουκάλι που άφησε ο Μίτια. Γρήγορα. Κουνήσου. Αν και είμαι τσιγκούνα, όμως θα σας κεράσω σαμπάνια. Όχι εσένα, Ρακίτκα, εσύ είσαι μανιτάρι, όμως αυτός εδώ είναι σωστός πρίγκηπας! Κι ας μην έχω διάθεση, τώρα όμως θα πιώ και γω μαζί σας, θέλω να το ρίξω έξω.

— Τι «είδηση» είναι αυτή που περιμένεις; Έ μήπως είναι μυστικό; ρώτησε περίεργος ο Ρακίτιν, προσπαθώντας να δείξει πως δεν δίνει σημασία στα πειράγματα που πέφτανε βροχή απάνω του.

— Τι μυστικό να 'ναι, αφού και συ το ξέρεις, πρόφερε ξαφνικά η Γκρούσενκα με ύφος όλο έγνοια.

Γύρισε το κεφάλι της προς τον Ρακίτιν κι απομακρύνθηκε λιγάκι από τον Αλιόσα, αν κι εξακολουθούσε να κάθεται στα γόνατά του και να 'χει το χέρι της περασμένο γύρω στο λαιμό του.

— Έρχεται ο αξιωματικός μου, Ρακίτιν, έρχεται ο αξιωματικός μου!

— Αυτό τ' άκουσα. Μα είναι κιόλας τόσο κοντά;

— Τώρα είναι στο Μόκρογιε. Θα στείλει από κει έναν μαντατοφόρο, μου το 'γραψε ο ίδιος, πήρα γράμμα του τις προάλλες. Τώρα κάθομαι δω και περιμένω τον μαντατοφόρο.

— Μπα! Και γιατί έμεινε στο Μόκρογιε;

— Που να στα λέω τώρα όλα. Σου φτάνουν κι αυτά.

— Α, ώστε γι' αυτό ο Μίτιενκα, τώρα; Πω! Πω! Το ξέρει ή δεν το ξέρει;

— Αυτό μας έλειπε! Τίποτα δεν ξέρει. Αν το μάθαινε, θα με σκότωνε. Όμως πια καθόλου δεν τον φοβάμαι, δεν το φοβάμαι πια το μαχαίρι του. Σώπα, Ρακίτκα, μη μου θυμίζεις τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: μου κατασπάραξε την καρδιά. Όμως αυτή τη στιγμή δε θέλω ούτε να τα συλλογίζομαι όλα αυτά. Μονάχα τον Αλιόσετσκα μπορώ να σκέφτομαι, κάθομαι τώρα και τον κοιτάζω... Μα χαμογέλασε λοιπόν, καλούλη μου, ευθύμησε λιγάκι, χαμογέλασε έστω και ειρωνικά με τις ανοησίες που λέω, με το κέφι μου... Νά, χαμογελάει, χαμογελάει! Για κοίτα τι τρυφερό που 'ναι το βλέμμα του. Ξέρεις, Αλιόσα, νόμιζα πως είσαι θυμωμένος μαζί μου για κείνο που 'κανα προχτές, στη δεσποινίδα δηλαδή σαν παλιόσκυλο φέρθηκα... Όμως καλύτερα που 'γινε έτσι. Ήταν κακό μα και καλό ταυτόχρονα, είπε η Γκρούσενκα και χαμογέλασε ξάφνου στοχαστικά.

Μια ξαφνική σκληρότητα φάνηκε σ' αυτό το χαμόγελό της.

— O Μίτκα μού 'λεγε πως φώναζε: «Πρέπει να τη μαστιγώσουν!» Την πρόσβαλα άσχημα. Με κάλεσε, θέλησε να με νικήσει, να με καλοπιάσει, με τη σοκολάτα της... Όχι, καλά που 'ρθαν έτσι τα πράγματα, είπε και χαμογέλασε πάλι. Όμως όλο και φοβάμαι πως θύμωσες...

— Αλήθεια λέει, είπε σοβαρά απορημένος ο Ρακίτιν. Στ' αλήθεια σε φοβάται, Αλιόσα, εσένα, το κλωσσοπουλάκι.

— Για σένα, Ρακίτκα, είναι κλωσσόπουλο, γιατί δεν έχεις καθόλου συνείδηση, νά! Εγώ, βλέπεις, τον αγαπάω με την ψυχή μου, νά! Το πιστεύεις, Αλιόσα, πως σ' αγαπάω μ' όλη μου την ψυχή;

— Βρε, την ξεδιάντροπη! Άκου τα, Αλιόσα. Ερωτική εξομολόγηση σου κάνει.

— Ναι, τον αγαπάω. Τι σε νοιάζει εσένα;

— Κι ο αξιωματικός; Και η πολύτιμη ειδησούλα απ' το Μόκρογιε;

— Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο.

— Λογική που την έχουν οι γυναίκες!

— Μη μ' ερεθίζεις, Ρακίτκα, είπε με έξαψη η Γκρούσενκα. Άλλο το 'να κι άλλο τ' άλλο. Τον Αλιόσα τον αγαπάω αλλιώτικα. Είναι αλήθεια, Αλιόσα, πως είχα πονηρούς σκοπούς πρώτα. Είμαι, βλέπεις, τιποτένια· είμαι, βλέπεις, αχαλίνωτη, όμως είναι και στιγμές που σε βλέπω σαν να βλέπω την ίδια μου τη συνείδηση. Όλο και σκέφτομαι: «Πόσο θα πρέπει να με περιφρονεί εμένα, την αχρεία, ένας τέτοιος άνθρωπος». Και προχτές το σκεφτόμουν αυτό καθώς έτρεχα εδώ απ' το σπίτι της δεσποινίδας. Είναι καιρός που σε πρόσεξα, Αλιόσα. O Μίτκα το ξέρει, του το 'χω πει. Και με καταλαβαίνει. Το πιστεύεις τάχα, Αλιόσα; Είναι φορές που σε κοιτάζω και ντρέπομαι, ντρέπομαι ολόκληρο τον εαυτό μου... Όμως ούτε ξέρω πώς έγινε κι άρχισα να σε σκέφτομαι, ούτε και θυμάμαι από πότε άρχισε αυτό...

Μπήκε η Φένια κι έβαλε στο τραπέζι ένα δίσκο με μιαν ανοιγμένη μποτίλια και τρία ποτήρια γεμάτα.

— Νά και η σαμπάνια! φώναξε ο Ρακίτιν. Βρίσκεσαι σε έξαψη, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και τα 'χεις λίγο χαμένα. Θα πιείς κάνα ποτήρι και θ' αρχίσεις να χορεύεις. Εχ, ούτε κι αυτό το κάνατε όπως έπρεπε, πρόσθεσε εξετάζοντας την σαμπάνια. Η γριά γέμισε τα ποτήρια στην κουζίνα, φέρανε το μπουκάλι ξεβούλωτο και δεν είναι ούτε παγωμένη. Τι να γίνει; Ας την πιούμε κι έτσι...

Πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι και το 'πιε μονορούφι. Ύστερα το ξαναγέμισε.

— Σπάνια να σου τύχει σαμπάνια, πρόφερε γλείφοντας τα χείλια του. Έλα, Αλιόσα, πάρε ένα ποτήρι να μας δείξεις τι αξίζεις. Στην υγειά τίνος θα πιούμε όμως; Για τις πύλες του Παραδείσου μήπως; Πάρε το ποτήρι σου, Γκρούσα, πιες και συ στην υγεία των πυλών του Παραδείσου.

— Τι πύλες του Παραδείσου κάθεσαι και λες;

Η Γκρούσενκα πήρε το ποτήρι. O Αλιόσα πήρε το δικό του, ήπιε μια γουλιά και το ξανάβαλε στο τραπέζι.

— Όχι, καλύτερα να μην πιώ! είπε και χαμογέλασε αχνά.

— Κι όμως καυχιόσουν πως θα πιείς! φώναξε ο Ρακίτιν.

— Αφού είναι έτσι ούτε και γω θα πιώ, είπε η Γκρούσενκα. Δε μου κάνει όρεξη κιόλας. Πιες το μονάχος σου όλο το μπουκάλι, Ρακίτκα. Άμα πιει ο Αλιόσα, τότε θα πιώ και γω.

— Άρχισαν τα γλυκοσαλιάσματα! είπε κοροϊδευτικά ο Ρακίτιν. Αυτή πήγε και κάθησε στα γόνατά του! Αυτός είναι λυπημένος, το καταλαβαίνω · μα εσύ τι έχεις; Αυτός επαναστάτησε ενάντια στο Θεό του, ήταν έτοιμος να περιδρομιάσει σαλάμια...

— Πώς έτσι;

— Πέθανε ο στάρετς του σήμερα. O στάρετς Ζωσιμάς, ο άγιος.

— Ώστε πέθανε ο στάρετς Ζωσιμάς! αναφώνισε η Γκρούσενκα. Θεέ μου, και γω δεν το 'ξερα! έκανε ευλαβικά το σταυρό της. Θεέ μου, και τι κάνω εγώ τώρα; Πήγα και θρονιάστηκα στα γόνατά του!

Σαν να τρόμαξε ξαφνικά και στη στιγμή πετάχτηκε κι έκατσε στον καναπέ. O Αλιόσα την κοίταξε για κάμποσο απορώντας. Κάτι το φωτεινό φάνηκε στο πρόσωπό του.

— Ρακίτιν, πρόφερε ξαφνικά δυνατά και σταθερά, μη με κοροϊδεύεις πως τάχα επαναστάτησα ενάντια στο Θεό μου. Δε θέλω να γίνω κακός μαζί σου, γίνε λοιπόν και συ αγαθότερος. Έχασα ένα θησαυρό που εσύ δεν είχες ποτέ σου, δεν μπορείς λοιπόν τώρα να με κρίνεις. Κοίταξε καλύτερα αυτήν εδώ: Είδες πώς με λυπήθηκε; Ερχόμουνα δω πέρα νομίζοντας πως θα βρω μια μοχθηρή ψυχή, το 'θελα μάλιστα, γιατί και γω ήμουν πρόστυχος και κακός. Μα νά που βρήκα μια αληθινή αδερφή, βρήκα ένα θησαυρό, μια ψυχή γεμάτη αγάπη... Τώρα μόλις με λυπήθηκε... Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, για σένα το λέω. Μου ξαναστύλωσες την ψυχή μου.

Τα χείλη του Αλιόσα τρέμανε, ανάπνεε δύσκολα. Σώπασε.

— Λίγο ακόμα και θα πεις πως σ' έσωσε! γέλασε με κακία ο Ρακίτιν. Το ξέρεις όμως πως είχε σκοπό να σε καταπιεί;

— Φτάνει, Ρακίτκα! τινάχτηκε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Σωπάστε και οι δυο σας. Τώρα όλα θα τα πω: Εσύ, Αλιόσα, να σωπάσεις γιατί με τα λόγια σου με κάνεις και ντρέπομαι, γιατί είμαι κακιά κι όχι καλή, νά τι είμαι. Και συ, Ρακίτκα, να σωπάσεις γιατί λες ψέματα. Είναι αλήθεια πως είχα μια άτιμη σκέψη και ήθελα να τον καταπιώ, μα τώρα λες ψέματα· τώρα είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα... να μη σε ξανακούσω πια, Ρακίτκα!

Όλα αυτά η Γκρούσενκα τα 'πε με μιαν ασυνήθιστη ταραχή. — Πάει, μουρλαθήκανε και οι δυο τους! σφύριξε ο Ρακίτιν και τους κοίταζε απορημένος. Σαν παλαβοί κάνουν, σωστό τρελοκομείο. Συγκινήθηκαν και οι δυο τους και τώρα θα 'χουμε και δάκρυα!

— Ναι, θα κλάψω, θα κλάψω! είπε η Γκρούσενκα. Με είπε αδερφή του. Αυτό πια ποτέ μου δε θα το ξεχάσω! Όμως σου λέω και τούτο, Ρακίτκα. Μπορεί να 'μαι κακιά, όμως ένα κρεμμυδάκι το 'δωσα.

— Τι κρεμμυδάκι κάθεσαι και λες; Φτου να πάρει και να σηκώσει. Στ' αλήθεια τους έστριψε.

O Ρακίτιν απορούσε με τον ενθουσιασμό τους και θύμωνε γιατί ένιωθε προσβλημένος, αν και μπορούσε πολύ εύκολα να καταλάβει πως αν γίνονταν όλα αυτά, ήταν γιατί συμπέσανε έτσι τα πράγματα που ήταν αδύνατο να μη συγκινηθούν και οι δυο τους, πράγμα που συμβαίνει σπάνια στη ζωή. Μα ο Ρακίτιν, που καταλάβαινε και διαισθανόταν το κάθε τι που 'χε σχέση με τον εαυτό του, ήταν ανίκανος να νιώσει τα αισθήματα των πλησίον του. Κι αυτό οφειλόταν πρώτα στη μικρή πείρα της ζωής που 'χε όντας νέος, μα εν μέρει και στο μεγάλο του εγωισμό.

— Μην νομίζεις, Αλιόσετσκα, είπε η Γκρούσενκα και γέλασε ξάφνου νευρικά, πως καυχιέμαι γιατί έδωσα ένα κρεμμυδάκι. Το καυχήθηκα στον Ρακίτκα μονάχα, εσένα θα στο πω με άλλο σκοπό. Είναι μονάχα ένα παραμύθι, μα καλό παραμύθι. Τ' άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα απ' τη Ματργιόνα, που είναι τώρα μαγείρισσά μου. Για στάσου, νά πως είναι: «Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν είχε κάνει στη ζωή της. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διάβολοι και την πετάξανε στη φλογισμένη λίμνη. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: “Πρέπει να θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό”. Θυμήθηκε, και μια και δυο πάει και λέει στο Θεό: “Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ' το περιβόλι και το 'δωσε σε μια ζητιάνα”. Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε λοιπόν το ίδιο εκείνο κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ' τη λίμνη. Βάστα το κρεμμυδάκι απ' τη μια άκρη κι ας πιαστεί αυτή απ' την άλλη. Τότε τράβα την. Αν τα καταφέρεις να την τραβήξεις απ' τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. Όμως αν σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι”. Έτρεξε ο άγγελος στη γυναίκα και της λέει: “Πιάσου γερά απ' το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ' τη λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: “Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας”. Μόλις το 'πε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. O άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε». Νά το παραμύθι, Αλιόσα, το θυμάμαι απ' έξω γιατί εκείνη η στρίγγλα είμαι εγώ. Στον Ρακίτκα καυχήθηκα πως έδωσα ένα κρεμμυδάκι, όμως εσένα αλλιώς θα στο πω: η μοναδική καλοσύνη της ζωής μου ήταν που 'δωσα αυτό το κρεμμυδάκι. Μη με παινεύεις λοιπόν, Αλιόσα, μη με νομίζεις για καλόκαρδη. Είμαι κακιά, κακιά σαν στρίγγλα. Αν αρχίσεις τα παινέματα, θα με κάνεις να ντρέπομαι. Ναι, θα στα πω όλα τα κρίματά μου. Άκου, Αλιόσα: Το 'θελα τόσο πολύ να σε καταφέρω που δεν άφηνα σε ησυχία τον Ρακίτκα κι όλο του 'λεγα να σε φέρει. Του υποσχέθηκα και εικοσιπέντε ρούβλια αν σ' έφερνε. Στάσου, Ρακίτκα, περίμενε!

Πλησίασε βιαστικά το τραπέζι, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα πορτοφόλι κι από κει ένα χαρτονόμισμα των εικοσιπέντε ρουβλίων.

— Μα τι σαχλαμάρες είναι αυτές; φώναξε ταραγμένος ο Ρακίτιν.

— Πάρτα, Ρακίτκα, σου δίνω το χρέος μου. Δεν πιστεύω βέβαια να τ' αρνηθείς; Συ ο ίδιος μου το ζήτησες. Και του πέταξε το χαρτονόμισμα.

— Αυτό έλειπε τώρα, να μην το πάρω κιόλας, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

Ήταν φανερό πως ντρεπόταν, μα έκρυβε παλικαρίσια την ντροπή του.

— Τούτο το εικοσιπεντάρικο είναι ό,τι μου χρειάζεται. Αν δεν υπήρχαν και οι βλάκες πώς θα ζούσαν οι έξυπνοι;

— Και τώρα σώπαινε πια, Ρακίτκα· τώρα όλα όσα θα πω δεν είναι για τ' αυτιά σου. Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε. Δε μας αγαπάς, σώπαινε λοιπόν.

— Και γιατί τάχα να σας αγαπάω; γρύλισε ο Ρακίτιν χωρίς να κρύβει πια το θυμό του.

Το εικοσιπεντάρικο το 'βαλε στην τσέπη του. Όμως ντρεπόταν που όλα αυτά γίνανε μπροστά στον Αλιόσα. Υπολόγιζε πως θα πληρωνόταν μετά, έτσι που να μην το μάθαινε ποτέ ο άλλος,. Μα τώρα απ' την ντροπή μάνιασε. ως τα τώρα το 'βρισκε προτιμότερο να μην πηγαίνει και πολύ κόντρα στην Γκρούσενκα, παρ' όλα τα πειράγματα και την περιφρόνησή της, γιατί ήταν φανερό πως αυτή είχε κάποια εξουσία πάνω του. Μα τώρα πια έχασε την υπομονή του και θύμωσε.

— Αγαπάει κανείς για κάτι. Μα σεις οι δυο τι καλό μου κάνατε;

— Ν' αγαπάς χωρίς να περιμένεις τίποτα. Νά, όπως αγαπάει ο Αλιόσα.

— Και πώς σ' αγαπάει δηλαδή; Τι καλό σου 'κανε και τον έχεις μη στάξει και μη βρέξει;

Η Γκρούσενκα στεκόταν στη μέση της κάμαρας. Μιλούσε με θέρμη και στη φωνή της ακούστηκε κάποιος τόνος υστερίας.

— Σώπα, Ρακίτκα, δεν μπορείς καθόλου να μας καταλάβεις! Και να μη σε ξανακούσω να μου μιλάς με το συ, κατάλαβες; Δε στο επιτρέπω. Από πού κι ως πού τέτοιο θράσος; Νά! Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε σαν λακές μου. Και τώρα, Αλιόσα, θα σου πω όλη την αλήθεια, για να δεις τι άτιμη που είμαι! Εσένα στα λέω κι όχι στον Ρακίτκα. Ήθελα να σε καταστρέψω, Αλιόσα· όρκο σου δίνω πως δε λέω ψέματα, το 'χα αποφασίσει πια. Τόσο πολύ το 'θελα που δωροδόκησα τον Ρακίτκα για να σε φέρει εδώ πέρα. Και γιατί το θέλησα τόσο πολύ; Εσύ, Αλιόσα, δεν έβαζες τίποτα με το νου σου, απέστρεφες το πρόσωπό σου, περνούσες από μπροστά μου με τα μάτια χαμηλωμένα. Όμως εγώ εκατό φορές σε κοίταξα, άρχισα να τους ρωτάω όλους για σένα. Η μορφή σου έμεινε για πάντα χαραγμένη στην καρδιά μου: «Με περιφρονεί», σκεφτόμουν, «ούτε να με κοιτάξει δε θέλει». Ώσπου στο τέλος άρχισα ν' απορώ και η ίδια με τον εαυτό μου: «Γιατί φοβάμαι ένα τέτοιο παιδαρέλι; Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Είχα μανιάσει. Κανένας δε θα τολμήσει να πει —το πιστεύεις τάχα;— ούτε να το σκεφτεί καν πως μπορεί να 'ρθει στο σπίτι της Αγκραφένα Αλεξάντροβνα γι' αυτή τη βρωμοδουλειά. Μονάχα το γέρο μου έχω, είμαι δεμένη μαζί του, πουλήθηκα σ' αυτόν, ο Σατανάς μας στεφάνωσε. Όμως άλλος, κανένας. Μα βλέποντας εσένα τ' αποφάσισα: «Αυτόν θα τον καταπιώ. Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Βλέπεις τι παλιόσκυλο είμαι; Και συ με είπες αδερφή σου! Τώρα ήρθε αυτός που με κατάστρεψε· κάθομαι δω και περιμένω ειδήσεις. Και ξέρεις τι ήταν για μένα αυτός ο άνθρωπος; Εδώ και πέντε χρόνια, όταν μ' έφερε δω πέρα ο Κουζμά, κρυβόμουν απ' τους ανθρώπους για να μη μ' ακούν και να μη με βλέπουν. Αδυνατούτσικη, ανοητούτσικη, καθόμουν κι έκλαιγα μ' αναφυλλητά, νύχτες ολάκερες ξαγρυπνούσα και σκεφτόμουν: «Πού να 'ναι τάχα αυτός ο παλιάνθρωπος; Ζει με μιαν άλλη σίγουρα και με κοροϊδεύει. Ας γινόταν», σκεφτόμουνα,. «να τον βρω καμιά φορά, να τον συναντήσω και τότε πια, τότε πια θα του το πληρώσω, τότε πια θα του το πληρώσω!» Καθόμουνα τις νύχτες και μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρια και τα σκεφτόμουν πάλι και πάλι όλα αυτά, ξέσκιζα επίτηδες την καρδιά μου, την έτρεφα με το θυμό μου. «Θα του τα ξεπληρώσω, θα του τα ξεπληρώσω!» Ήταν φορές που ξεφώνιζα κιόλας στο σκοτάδι. Μα σαν θυμόμουν πως τίποτα δε θα μπορέσω να του κάνω και πως εκείνος τώρα με κοροϊδεύει, ίσως μάλιστα να με είχε ξεχάσει κι ολότελα, ριχνόμουν απ' το κρεβάτι στο πάτωμα, πνιγόμουνα στ' ανήμπορα δάκριά μου και τρανταζόμουν απ' τους λυγμούς ως τα ξημερώματα. Το πρωί σηκωνόμουν σαν λυσσασμένη σκύλα και με χαρά μου θα κατάπινα όλο τον κόσμο. Ύστερα, τι νομίζεις, άρχισα να μαζεύω λεφτά, έγινα άσπλαχνη, χόντρυνα· νομίζεις όμως πως έβαλα μυαλό; Κάθε άλλο. Κανένας δεν το βλέπει και δεν το ξέρει σ' όλη την οικουμένη, όμως, σαν απλωθούν τα σκοτάδια της νύχτας, κοίτομαι καμιά φορά όπως και τότε που ήμουν κοριτσάκι, εδώ και πέντε χρόνια, τρίζω τα δόντια μου και κλαίω ως το πρωί. «Θα μου το πληρώσει, θα μου το πληρώσει», σκέφτομαι! Τ' άκουσες όλα αυτά; Ε, τώρα λοιπόν πώς με καταλαβαίνεις; Εδώ κι ένα μήνα παίρνω ξαφνικά εκείνο το γράμμα. Έρχεται, μου λέει· η γυναίκα του πέθανε, θέλει να με δει. Μου κόβεται η ανάσα. Θεέ μου, σκέφτηκα ξαφνικά: Θα 'ρθει και θα μου σφυρίξει, θα με φωνάξει και γω θα συρθώ κοντά του σαν δαρμένο σκυλάκι με την ουρά κατεβασμένη, σαν ένοχη απέναντί του! Τα σκέφτομαι αυτά και δεν μπορώ να τα πιστέψω και η ίδια: «Είμαι ή δεν είμαι τιποτένια; Θα τρέξω ή όχι κοντά του;» Και ήμουν πιο θυμωμένη με τον εαυτό μου αυτό το μήνα απ' όσο ήμουν εδώ και πέντε χρόνια. Τώρα το βλέπεις, Αλιόσα, τι αχαλίνωτη είμαι, τι μανιασμένη. Σου είπα όλη την αλήθεια! Διασκέδαζα με τον Μίτια μόνο και μόνο για να μην τρέξω σε κείνον. Σώπα, Ρακίτκα, εσύ δεν μπορείς να με κρίνεις, όλα αυτά δεν τα είπα σε σένα. Τώρα, πριν έρθετε, πλάγιαζα δω πέρα, σκεφτόμουν, περίμενα, αποφάσιζα όλη τη μοίρα μου και ποτέ δε θα μάθετε τι είχα στην καρδιά μου. Όχι, Αλιόσα, πες στη δεσποινίδα σου να μη θυμώνει με τα προχτεσινά!... Κανένας στον κόσμο δεν ξέρει τι αισθάνομαι τώρα, μα κι ούτε μπορεί να ξέρει... Γιατί μπορεί σήμερα κιόλας να πάρω ένα μαχαίρι μαζί μου πηγαίνοντας εκεί, δεν τ' αποφάσισα ακόμα...

Και προφέροντας αυτά τα «συγκινημένα» λόγια η Γκρούσενκα δε βάσταξε, δεν τέλειωσε τη φράση της, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, έπεσε πάνω στα μαξιλάρια κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. O Αλιόσα σηκώθηκε και πλησίασε τον Ρακίτιν.

— Μίσα, του είπε, μη θυμώνεις. Αυτή σε πρόσβαλε, όμως μη θυμώνεις. Την άκουσες; Δεν πρέπει να 'χουμε τόσο πολλές απαιτήσεις από μιαν ανθρώπινη ψυχή, πρέπει να 'μαστε πιο σπλαχνικοί...

O Αλιόσα πρόφερε αυτά τα λόγια μέσα σε μιαν ασυγκράτητη ορμή αισθήματος. Ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει και γι' αυτό μίλησε στον Ρακίτιν. Αν δεν ήταν κανένας εκεί, τότε θα μιλούσε φωναχτά· μονάχος του.

Μα ο Ρακίτιν τον κοίταξε κοροϊδευτικά κι ο Αλιόσα απότομα σταμάτησε.

— Γέμισες το κεφάλι σου με γνώμες του στάρετς και τώρα κάθεσαι και μου τις ξεφουρνίζεις. Αλιόσετσκα, Άνθρωπε του Θεού, πρόφερε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο μίσος ο Ρακίτιν.

— Μην κοροϊδεύεις, Ρακίτιν, μην ειρωνεύεσαι, μη μιλάς για τον νεκρό. Εκείνος ήταν ανώτερος απ' όλους που υπήρξαν στη γη! φώναξε ο Αλιόσα με φωνή γεμάτη δάκρια. Δε σου μίλησα σαν δικαστής μα σαν ο έσχατος κατηγορούμενος. Τι είμαι εγώ μπροστά σ' αυτήν; Ερχόμουνα δω πέρα γυρεύοντας το χαμό μου κι όμως έλεγα: «Δε με νοιάζει, δε με νοιάζει τίποτα!» Κι όλα αυτά γιατί ήμουν μικρόψυχος. Όμως αυτή, ύστερα από βάσανα πέντε χρόνων, τα συγχώρεσε όλα μόλις ήρθε κάποιος και της είπε μια λέξη ειλικρίνειας. Τα συγχώρεσε όλα, τα ξέχασε και τώρα κλαίει! Γύρισε αυτός που την είχε προσβάλει, την καλεί, κι αυτή όλα του τα συγχωράει και βιάζεται χαρούμενη να τον ξαναδεί. Το μαχαίρι δε θα το πάρει, όχι δε θα το πάρει! Εγώ δεν είμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν εσύ είσαι, Μίσα, μα εγώ δεν είμαι! Σήμερα, τώρα, πήρα ένα μάθημα... Αυτή είναι ανώτερη σε αγάπη από μας... Τα 'χεις ξανακούσει αυτά που μας είπε τώρα; Όχι, σίγουρα δεν τ' άκουσες. Γιατί αν τα 'χες ξανακούσει, από καιρό πια θα τα καταλάβαινες όλα... και η άλλη που προσβλήθηκε προχτές και κείνη πρέπει να τη συγχωρέσει! Και θα τη συγχωρέσει όταν μάθει... και θα μάθει... Αυτή η ψυχή δεν έχει γαληνέψει ακόμα, πρέπει να τη λυπόμαστε... ίσως τούτη η ψυχή να κρύβει έναν ολάκερο θησαυρό...

O Αλιόσα σώπασε γιατί του κόπηκε η ανάσα. O Ρακίτιν παρ' όλο το θυμό του κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα.

— Μωρέ δικηγόρος που βρέθηκες! Βρε, μπας και την ερωτεύτηκες; Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, ο νηστευτής μας στ' αλήθεια σ' ερωτεύτηκε. Νίκησες! φώναξε γελώντας με αναίδεια. Η Γκρούσενκα σήκωσε το κεφάλι της απ' το μαξιλάρι και κοίταξε τον Αλιόσα μ' ένα συγκινημένο χαμόγελο που φώτισε ξαφνικά το κάπως πρησμένο απ' τα δάκρια πρόσωπό της.

— Άστονε, Αλιόσα, καλό μου χερουβείμ, τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. Βρήκες σε ποιον να μιλήσεις. Εγώ, Μιχαήλ Οσίποβιτς, γύρισε και είπε στον Ρακίτιν, ήμουν έτοιμη να σου ζητήσω συγνώμη γιατί σ' έβρισα, όμως τώρα το μετάνιωσα. Αλιόσα, έλα κοντά μου, κάτσε δω πέρα, είπε και τον καλούσε μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο. Έτσι, ωραία, πες μου τώρα (τον πήρε απ' το χέρι και τον κοίταζε χαμογελώντας κατάματα) πες μου: Αυτόν που με πρόσβαλε τον αγαπάω ή όχι; Καθόμουνα δω πέρα στο σκοτάδι πριν έρθετε κι όλο ρωτούσα την καρδιά μου. Τον αγαπάω ή όχι; Πες μου το εσύ, Αλιόσα, έφτασε πια η ώρα· ό,τι μου πεις, αυτό θα κάνω. Να τον συγχωρέσω ή όχι;

— Μα αφού τον συγχώρεσες κιόλας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Σωστά, τον συγχώρεσα, πρόφερε σκεφτικά η Γκρούσενκα. Τι άτιμη που είναι η καρδιά, μα την αλήθεια! Στην υγειά της άτιμης καρδιάς μου λοιπόν! είπε κι άρπαξε ξαφνικά ένα ποτήρι απ' το τραπέζι.

Το 'πιε μονορούφι, το σήκωσε ψηλά και το 'ριξε με φόρα καταγής. Το ποτήρι έσπασε κουδουνίζοντας. Στο χαμόγελό της φάνηκε κάποια σκληρότητα.

— Μα ίσως και να μην τον συγχώρεσα ακόμα, είπε κάπως απειλητικά χαμηλώνοντας τα μάτια, σα να μιλούσε με τον εαυτό της. Ίσως η καρδιά μου να ετοιμάζεται μονάχα να τον συγχωρέσει. Θα παλέψω ακόμα με την καρδιά μου. Βλέπεις, Αλιόσα, τα δάκρια που 'χυσα πέντε ολάκερα χρόνια τα 'χω πολύ αγαπήσει... Ίσως ίσως το μόνο που αγάπησα να 'ταν η προσβολή που μου 'κανε κι όχι αυτόν τον ίδιο!

— Ε, δε θα 'θελα να 'μουνα στη θέση του! είπε σχεδόν σφυρίζοντας ο Ρακίτιν.

— Κι ούτε θα βρεθείς ποτέ, Ρακίτκα, ποτέ δε θα βρεθείς. Θα μου γυαλίζεις τα παπούτσια μου, Ρακίτκα, ναι, μονάχα γι' αυτό θα σε χρησιμοποιήσω. Μια γυναίκα σαν και μένα δεν είναι για τα δόντια σου... Και ίσως όχι και για τα δικά του...

— 'Έτσι; Τότε γιατί στολίστηκες; είπε σαρκαστικά ο Ρακίτιν.

— Μη με κατηγορείς για την τουαλέτα μου, Ρακίτκα, δεν την ξέρεις ακόμα καλά την καρδιά μου! 'Αμα θέλω, το ξεσκίζω το φόρεμά μου, τώρα αμέσως το σκίζω, τούτη την ίδια στιγμή, φώναξε εκείνη δυνατά. Δεν μπορείς να ξέρεις γιατί στολίστηκα, Ρακίτκα! Ίσως να πάω και να του πω: «Με είδες ποτέ σου τόσο όμορφη ή όχι;» Γιατί εκείνος μ' άφησε δεκαεφτά χρονώ, αδύνατη, χτικιάρα και κλαψιάρα. Θα κάτσω κοντά του, θα τον χαϊδολογήσω, θα τον κάνω ν' ανάψει: «Είδες τώρα πώς είμαι»; θα του πω. «Σου φτάνει λοιπόν, ευγενέστατε κύριέ μου, γλείψου τώρα γιατί τρέχουν τα σάλια σου!» Να γιατί στολίστηκα ίσως, Ρακίτκα, τέλειωσε η Γκρούσενκα μ' ένα κακό γέλιο. Είμαι αχαλίνωτη, Αλιόσα, μανιασμένη. Μπορώ να σκίσω το φόρεμά μου, μπορώ να παραμορφωθώ, να χαλάσω την ομορφιά μου, να κάψω το πρόσωπό μου, να το πετσοκόψω με μαχαίρι και να πάω να ζητιανεύω. Άμα θελήσω δε θα πάω τώρα σε κανέναν— άμα θελήσω αύριο κιόλας θα στείλω στον Κουζμά όλα όσα μου χάρισε κι όλα τα λεφτά του και θα πάω να δουλεύω όλη μου τη ζωή μεροκάματο!... Νομίζεις πως δεν θα το κάνω, Ρακίτκα, δε θα τολμήσω να το κάνω; Κι όμως θα το κάνω, θα το κάνω, μονάχα μη μ' ερεθίζετε... και κείνον θα τον διώξω με τις κλωτσιές, θα τον κοροϊδέψω κατάμουτρα!

Τα τελευταία λόγια τα φώναξε υστερικά, μα και πάλι δε βάσταξε, έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και ρίχτηκε πάνω στο μαξιλάρι. Τρανταζόταν και πάλι απ' τα αναφυλλητά. O Ρακίτιν σηκώθηκε:

— Καιρός να φεύγουμε, είπε. Είναι αργά και δε θα μας αφήσουν να μπούμε στο μοναστήρι.

Η Γκρούσενκα αναπήδησε.

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν θέλεις να φύγεις, Αλιόσα; αναφώνησε με πικραμένη απορία. «Μα τι 'ναι αυτά που μου κάνεις; Μ' ανατάραξες ολόκληρη, με κατασπάραξες και τώρα θα πρέπει να περάσω όλη τη νύχτα μονάχη μου!

— Μπας και θέλεις να κοιμηθεί εδώ πέρα; Δηλαδή αν το θέλει, ας μείνει! Μπορώ να φύγω και μόνος μου! έχυσε το φαρμάκι του ο Ρακίτιν.

— Σώπα, κακόψυχε άνθρωπε, του φώναξε αγριεμένη η Γκρούσενκα. Εσύ ποτέ σου δε μου 'πες τα λόγια που 'ρθε να μου πει αυτός.

— Τι σου είπε δηλαδή; γκρίνιαξε ερεθισμένος ο Ρακίτιν.

— Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε, μα τα λόγια του μπήκαν ίσα στην καρδιά μου, άνω κάτω μ' έκαναν... Ήταν ο πρώτος κι ο μοναδικός που με λυπήθηκε! Αυτό είναι. Γιατί δεν ερχόσουν πρωτύτερα, καλό μου χερουβείμ, είπε και γονάτισε ξαφνικά μπροστά του σαν σε έκσταση. Όλη μου τη ζωή περίμενα έναν άνθρωπο σαν και σένα, το 'ξερα πως κάποιος θα 'ρθει και θα με συγχωρέσει. Πίστευα πως κάποιος θα βρεθεί να μ' αγαπήσει και μένα την τιποτένια, να μ' αγαπήσει όπως εσύ, κι όχι γιατί είμαι τιποτένια!...

— Μα τι σου έκανα λοιπόν; απάντησε ο Αλιόσα χαμογελώντας με καλοσύνη.

Έσκυψε και την πήρε απαλά απ' το χέρι.

— Ένα κρεμμυδάκι σου 'δωσα, ένα μικρούτσικο κρεμμυδάκι μονάχα!... είπε κι έβαλε κι αυτός τα κλάματα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ξαφνικά θόρυβος απ' τον προθάλαμο, κάποιος είχε μπει στο χωλ. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε απότομα. Φαινόταν κατατρομαγμένη. Η Φένια μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο φωνάζοντας και χειρονομώντας.

— Κυρία, καλή μου κυρία, έφτασε ο μαντατοφόρος! φώναξε χαρούμενα και λαχανιασμένα. Ήρθε κι ένα αμάξι απ' το Μόκρογιε για να σας πάρει, ο αμαξάς ο Τιμοφέη με την τρόικά του, τώρα θα ζέψουν ξεκούραστα άλογα... Έφερε και γράμμα, κυρία, ένα γράμμα, νά το!

Το γράμμα το 'χε στο χέρι της κι όλη την ώρα που μιλούσε το ανέμιζε στον αέρα καθώς χειρονομούσε. Η Γκρούσενκα της άρπαξε το γράμμα και πλησίασε το κερί. Ήταν ένα μικρό σημείωμα μονάχα, μερικές αράδες που τις διάβασε στο λεπτό.

— Με κάλεσε! φώναξε κατάχλωμη και το πρόσωπό της στράβωσε από 'να αρρωστιάρικο χαμόγελο. Μου σφύριξε! «Τρέχα, σκυλάκι!»

Όμως μονάχα για μια στιγμή έμεινε σαν αναποφάσιστη. Ξάφνου το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και φλόγισε τα μάγουλά της.

— Πηγαίνω! φώναξε ξαφνικά. Αντίο, πέντε χρόνια μου! Αντίο, Αλιόσα, η μοίρα μου αποφασίστηκε... φευγάτε, φευγάτε, φευγάτε από δω όλοι σας, δε θέλω πια να σας βλέπω!... Η Γκρούσενκα τρέχει για ν' αρχίσει μια καινούργια ζωή... Μη μου κρατάς κακία και συ, Ρακίτκα. Μπορεί να βρω και το θάνατο εκεί που πάω! Ουφ! Σαν να 'μαι μεθυσμένη!

Τους παράτησε ξαφνικά κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της. — Τώρα πια δεν της χρειαζόμαστε! γκρίνιαξε ο Ρακίτιν. Πάμε, γιατί ίσως ν' αρχίσει πάλι τις φωνές, βαρέθηκα πια...

O Αλιόσα τον ακολούθησε μηχανικά. Στην αυλή στεκόταν ένα αμάξι· ξεζεύανε τ' άλογα, κάποιος βαστούσε ένα φανάρι και πήγαινε δω και κει πολυάσχολος. Απ' την ανοιγμένη εξώπορτα μπάζανε τα τρία ξεκούραστα άλογα. Μα μόλις ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν κατέβηκαν απ' το κατώφλι, το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η Γκρούσενκα φώναξε του Αλιόσα με δυνατή και ξάστερη φωνή:

— Αλιόσετσκα, πες χαιρετίσματα στον αδερφούλη σου τον Μίτιενκα και πες του να μη με θυμάται με κακία, εμένα που τον βασάνισα τόσο. Να του πεις ακόμα τούτο: «Η Γκρούσενκα έλαχε σ' έναν κανάγια κι όχι σε σένα, τον ευγενικό». Και να προσθέσεις ακόμα πως τον αγάπησε η Γκρούσενκα για λίγο, για μιαν ωρίτσα όλη κι όλη τον αγάπησε. Ας τη θυμάται λοιπόν, από δω και πέρα σ' όλη του τη ζωή εκείνη την ωρίτσα, έτσι πες του σου παραγγέλνει η Γκρούσενκα!...

Τέλειωσε με λυγμούς στη φωνή της. Το παράθυρο έκλεισε με θόρυβο.

— Χμ! Χμ! μούγκρισε ο Ρακίτιν γελώντας. Τον έσφαξε τον αδερφό σου τον Μίτιενκα και τώρα του λέει να τη θυμάται κιόλας σ' όλη του τη ζωή. Μωρέ αιμοβορία!

O Αλιόσα δεν απάντησε τίποτα λες και δεν άκουσε. Περπατούσε γρήγορα κοντά στον Ρακίτιν σαν να βιαζόταν φοβερά. Είχε ύφος αφηρημένο και βάδιζε μηχανικά. Τον Ρακίτιν ξαφνικά κάτι τον σούβλισε σαν να του 'χαν αγγίξει με το δάχτυλο μια πρόσφατη πληγή. Εντελώς άλλα περίμενε όταν έφερνε τον Αλιόσα στην Γκρούσενκα κι άλλα γίνανε· όχι εκείνα που ήθελε.

— Πολωνός είναι αυτός ο αξιωματικός της, είπε και πάλι συγκρατώντας τον εαυτό του. Μα ούτε κι αξιωματικός δεν είναι πια, στο τελωνείο δούλευε, εκεί στην Σιβηρία, στα σύνορα της Κίνας. Σίγουρα θα 'ναι κάνας τενεκές μικροπολωνός. Λένε πως τώρα έχασε τη θέση του. Άκουσε πως η Γκρούσενκα έχει λεφτά, γι' αυτό και γύρισε. Έτσι εξηγούνται όλα τα θαύματα.

O Αλιόσα και πάλι δεν απάντησε σαν να μην άκουσε τίποτα. O Ρακίτιν δε βάσταξε.

— Λοιπόν την έσωσες την αμαρτωλή, ε; είπε γελώντας χαιρέκακα. Επανέφερες το απολωλός πρόβατο στην ευθεία οδό, ε; Έδιωξες τους εφτά δαίμονες, ε; Νά λοιπόν που τα θαύματα που περιμέναμε απ' το πρωί γίνανε επιτέλους!

— Πάψε, Ρακίτιν, είπε πονεμένα ο Αλιόσα.

— Τι συμβαίνει; Με «περιφρονείς» για τα εικοσιπέντε ρούβλια μήπως; «Πούλησε τον καλύτερο φίλο του», θα λες μέσα σου. Όμως δεν είσαι Χριστός, ούτε και γω είμαι Ιούδας.

— Αχ, Ρακίτιν, στο λόγο μου σου λέω, το 'χα ξεχάσει κιόλας, αναφώνησε ο Αλιόσα. Μονάχος σου έρχεσαι και μου το θυμίζεις τώρα...

Μα ο Ρακίτιν, είχε πια μανιάσει για καλά.

— Δεν πάτε όλοι σας στο διάολο λέω γω! κραύγασε ξαφνικά. Τι μου 'ρθε κι έμπλεξα μαζί σου! Δε θέλω πια να σε ξέρω. Τράβα μονάχος σου. Το δρόμο τον ξέρεις!

Γύρισε απότομα και μπήκε σ' άλλο δρόμο, αφήνοντας τον Αλιόσα στο σκοτάδι. O Αλιόσα βγήκε απ' την πολιτεία και πήρε το δρόμο για το μοναστήρι μεσ' απ' τα χωράφια.

7. III. Το Κρεμμυδάκι 7. III. The Onion

H Γκρούσενκα έμενε στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πολιτείας, κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης, στο σπίτι της χήρας του έμπορα Μορόζοβ. Grushenka lived in the busiest part of the state, near the Cathedral Square, in the house of the widow of the merchant Morozov. Κρατούσε μια μικρή ξύλινη πτέρυγα στην αυλή. He kept a small wooden wing in the yard. Το σπίτι της Μορόζοβα ήταν μεγάλο, πέτρινο, δίπατο, παλιό κι ακαλαίσθητο εξωτερικά. Morozova's house was large, stone, two-storied, old and unimpressive on the outside. Εκεί ζούσε απομονωμένη η γριά ιδιοκτήτρια με δυο ανιψιές της, που ήταν κι αυτές αρκετά ηλικιωμένες, γεροντοκόρες. The old owner lived there in isolation with her two nieces, who were also quite old, old maids. Δεν είχε καμιάν ανάγκη να νοικιάσει την πτέρυγα της αυλής, μα όλοι το ξέρανε πως δέχτηκε για νοικάρισσα την Γκρούσενκα (εδώ και τέσσερα χρόνια) μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει το συγγενή της, τον έμπορα Σαμσόνοβ, που ήταν ο πασίγνωστος «προστάτης» της Γκρούσενκα. He had no need to rent the courtyard wing, but everyone knew that he had taken Grushenka as a tenant (for four years) only to please her relative, the merchant Samsonov, who was Grushenka's well-known "patron". Λέγανε πως ο ζηλιάρης γέρος εγκατέστησε στο σπίτι της Μορόζοβα την «ευνοουμένη» του γιατί ήταν βέβαιος πως η γριά θα παρακολουθούσε άγρυπνα τη διαγωγή τής καινούργιας της νοικάρισσας. It was said that the jealous old man settled his "favourite" in Morozova's house because he was sure that the old woman would keep a watchful eye on the behaviour of her new tenant. Μα αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως η επιτήρηση ήταν περιττή και στο τέλος η Μορόζοβα συναντούσε πολύ σπάνια την Γκρούσενκα και δεν την ενοχλούσε με καμιά επίβλεψη. But it quickly turned out that the supervision was unnecessary and in the end Morozova very rarely met Grushenka and did not bother her with any supervision. Η αλήθεια είναι πως είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που ο γέρος την έφερε σ' αυτό το σπίτι απ' την πρωτεύουσα της επαρχίας, δεκαοχτάχρονη κοπέλα, δειλή, χαμηλοβλεπούσα, λεπτοκαμωμένη, αδυνατούλα, σκεφτική και μελαγχολική κι από τότε έχουν πολλά αλλάξει. The truth is that four years had passed since the old man had brought her to this house from the provincial capital, an eighteen-year-old girl, timid, low-eyed, thin, thin, pensive and melancholy, and much had changed since then. Για τη ζωή αυτού του κοριτσιού ξέρανε πολύ λίγα και μπερδεμένα πράγματα στην πολιτεία μας. Very little was known about this girl's life in our state and very little was known about her. Ούτε και τον τελευταίο καιρό μάθανε περισσότερα, ακόμα και τότε που όλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την «ομορφονιά». Nor have they learned more lately, even when everyone started to take an interest in the "beauty". Γιατί πραγματικά η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είχε γίνει πολύ όμορφη τελευταία. Because really Agraphena Alexandrovna had become very beautiful lately. Λέγανε πως όταν ήταν δεκαεφτά χρονώ την είχε ξελογιάσει τάχα κάποιος αξιωματικός κι αμέσως την παράτησε. It was said that when she was seventeen years old she was seduced by an officer and immediately dumped. O αξιωματικός, λέγανε, έφυγε και παντρεύτηκε κάποιαν άλλη και η κοπέλα έμεινε φτωχή και ντροπιασμένη. The officer, they said, left and married someone else and the girl was left poor and ashamed. Λέγανε ακόμα πως, αν κι ο γέρος πήρε την Γκρούσενκα και την έσωσε απ' τη μιζέρια, αυτή ήταν από τίμια οικογένεια, από σόι κληρικών μάλιστα. They also said that although the old man took Grushenka and saved her from misery, she was from an honest family, even from a clerical family. O πατέρας της ήταν άλλοτε διάκος ή κάτι τέτοιο. Her father used to be a deacon or something. Και νά που φτάσανε τέσσερα χρόνια για να γίνει η συναισθηματική, προσβλημένη και αξιολύπητη μικρή ορφανή μια ροδαλή, παχουλή ρούσικη ομορφιά, μια γυναίκα με τολμηρό κι αποφασιστικό χαρακτήρα, περήφανη κι αναιδής, που καταλάβαινε από χρήματα, άπληστη, φιλάργυρη και προσεχτική στις δουλειές της, που 'χε προφτάσει κιόλας, έτσι ή αλλιώς, να συγκεντρώσει, καθώς λέγανε, ένα κεφαλαιάκι. And here it was four years before the sentimental, offended and pathetic little orphan became a rosy, plump Russian beauty, a woman of bold and determined character, proud and impudent, who understood money, greedy, avaricious and careful in her work, who had already had time, one way or another, to collect, as they said, a little head. Για ένα μονάχα ήταν σίγουροι όλοι: Πως ήταν απρόσιτη και πως εκτός απ' τον γέρο, τον κηδεμόνα της, κανένας δε θα μπορούσε να καυχηθεί πως του 'χε χαρίσει την εύνοιά της. Of one thing only they were sure: that she was inaccessible, and that no one but the old man, her guardian, could boast that she had bestowed her favour on him. Αυτό ήταν ατράνταχτα εξακριβωμένο, γιατί πολλοί είχαν προσπαθήσει ν' αποχτήσουν την εύνοιά της, προπάντων τα δυο τελευταία χρόνια. This was firmly established, because many had tried to curry her favour, especially in the last two years. Μα όλες οι προσπάθειες αποδείχτηκαν μάταιες. But all efforts proved futile. Μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν γελοιοποιημένοι και ντροπιασμένοι απ' τη σταθερή και κοροϊδευτική αντίσταση αυτής της ενεργητικής νέας γυναίκας. Some were even forced to retreat, ridiculed and embarrassed by the steady and mocking resistance of this energetic young woman. Ξέρανε ακόμα πως είχε ανακατευτεί τον τελευταίο χρόνο σε «επιχειρήσεις» και πως έδειξε εξαιρετικές ικανότητες, τόσο που τελικά ήταν πολλοί εκείνοι που τη λέγανε σωστή Εβραία. They also knew that she had been involved in "business" for the last year and that she showed exceptional skills, so much so that there were many who called her a proper Jew. Όχι πως ήταν τοκογλύφος, μα ήταν γνωστό λόγου χάρη πως συνεταιρικά με τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ αγόραζε για κάμποσον καιρό σ' εξευτελιστική τιμή κάτι γραμμάτια, πληρώνοντας το δέκατο της αξίας τους και ύστερα πούλησε μερικά απ' αυτά στο δεκαπλάσιο της αξίας τους. Not that he was a moneylender, but it was known, for example, that in partnership with Fyodor Pavlovich Karamazov he bought for some time at a very low price some bills, paying a tenth of their value, and then sold some of them at ten times their value. Τον άρρωστο, χήρο Σαμσόνοβ, που τον τελευταίο χρόνο είχαν πρηστεί τα πόδια του και δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει, που ήταν σωστός τύραννος των ενήλικων γιων του, πολύ παραλής, άνθρωπος σπαγγοραμμένος κι άκαρδος, τον έκανε σχεδόν ό,τι ήθελε ενώ στην αρχή τη μεταχειριζόταν πολύ αυστηρά κι όπως έλεγαν οι κουτσομπόληδες της έδινε ως και «το λάδι με το σταγονόμετρο». The sick, widowed Samsonov, whose legs had been swollen for the last year and who could not walk at all, who was a real tyrant of his adult sons, a very overworked, heartless and heartless man, who did almost everything he wanted, while at first he treated her very strictly and, as the gossips said, even gave her "oil by the dropper". Μα η Γκρούσενκα πρόφτασε και χειραφετήθηκε και τα κατάφερε ταυτόχρονα να τον κάνει να της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη πως του είναι πιστή. But Grushenka caught up and emancipated herself and managed at the same time to make him trust her completely that she was faithful to him. O γέρος ήταν σπουδαίος επιχειρηματίας (είναι καιρός τώρα που 'χει πεθάνει) και είχε κι αυτός αξιοπρόσεχτο χαρακτήρα. The old man was a great businessman (he has been dead for a long time now) and he too had a remarkable character. Τσιγκούνης και πεισματάρης σαν βράχος και, αν και η Γκρούσενκα του 'χε κάνει τόση εντύπωση που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει (τα τελευταία δυο χρόνια λόγου χάρη αυτό ήταν αληθινό στην κυριολεξία), και πάλι δεν της έδωσε κανένα σημαντικό κεφάλαιο. Stingy and stubborn as a rock and, although Grushenka had made such an impression on him that he couldn't live without her (for the last two years, for example, this was literally true), he still didn't give her any important capital. Ακόμα κι αν τον φοβέριζε πως θα τον παράταγε εντελώς και πάλι δε θ' άλλαζε γνώμη. Even if he feared she would leave him completely and still wouldn't change her mind. Της εκχώρησε ένα μικρό ποσό, μα κι αυτό ακόμα έκανε σ' όλους μεγάλη εντύπωση όταν μαθεύτηκε. He gave her a small amount of money, but even that still made a big impression on everyone when it was found out.

— Εσύ είσαι γυναίκα με μυαλό, της είπε δίνοντάς της κάπου οχτώ χιλιάδες. - You're a woman with a brain, he said, giving her something like eight thousand. Πάρε λοιπόν τούτα τα λεφτά και κάνε κουμάντο. So take this money and run the show. Μα να ξέρεις πως ώσπου να πεθάνω δεν έχεις τίποτα άλλο να περιμένεις από μένα εκτός από εκείνα που σου 'δινα κάθε χρόνο για τη συντήρησή σου. But know that until I die you have nothing to expect from me except what I have given you every year for your maintenance. Μα και στη διαθήκη μου τίποτα δε θα σου γράψω. But I won't write anything in my will.

Πραγματικά, κράτησε το λόγο του: όταν πέθανε, τ' άφησε όλα στους γιους του, που όσο ζούσε τους είχε σαν υπηρέτες του μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Indeed, he kept his word: when he died, he left everything to his sons, who were his servants during his lifetime, together with their wives and children. Την Γκρούσενκα ούτε καν την ανάφερε στην διαθήκη του. He didn't even mention Grushenka in his will. Όλα αυτά μαθεύτηκαν αργότερα. All this was learned later. Όμως της έδινε συνεχώς συμβουλές πώς να τοποθετήσει καλύτερα «τα προσωπικά της κεφάλαια» και της υπόδειχνε διάφορες «δουλειές». But he was constantly giving her advice on how best to invest her "personal funds" and showing her various "jobs". Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ μπλέχτηκε μαζί της σε μια τυχαία «επιχείρηση» και στο τέλος, χωρίς καθόλου να το περιμένει, ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, τόσο που έχασε τα λογικά του, ο γερο-Σαμσόνοβ, που 'χε κιόλας το 'να του πόδι στο λάκο, έσπαγε πολύ κέφι μαζί του. When Fyodor Pavlovitch Karamazov got mixed up with her in an accidental "business" and in the end, without expecting it at all, fell in love with Grushenka, so much so that he lost his senses, old Samsonov, who already had his foot in the pit, was having a lot of fun with him. Είναι αξιοσημείωτο πως η Γκρούσενκα σ' όλη τη διάρκεια της γνωριμίας της με το γέρο της δεν του 'κρυβε τίποτα και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί του και ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που εμπιστευόταν. It is noteworthy that Grushenka throughout her acquaintance with her old man kept nothing from him and was always honest with him and was the only person in the world she trusted. Τον τελευταίο καιρό όμως, όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο γέρος έπαψε πια να γελάει. Lately, however, when Dimitri Fyodorovich suddenly appeared, the old man stopped laughing. Απεναντίας, μια φορά συμβούλεψε αυστηρά και σοβαρά την Γκρούσενκα: On the contrary, he once sternly and seriously advised Grushenka:

— Αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο, τον πατέρα δηλαδή και το γιο, τότε να προτιμήσεις το γέρο, με τη συμφωνία όμως να σε παντρευτεί οπωσδήποτε ο γερο-κατεργάρης και πριν απ' το στεφάνωμα να γράψει στ' όνομά σου κανένα σημαντικό ποσό. - If you have to choose between these two, the father and the son, then you should choose the old man, but with the agreement that the old rascal should marry you and before the coronation he should write a considerable sum of money in your name. Όμως με το λοχαγό μην κάνεις πια παρέα, δε θα δεις προκοπή. But don't hang out with the captain anymore, you won't get anywhere.

Αυτά ήταν τα λόγια του γεροπαραλυμένου, που ένιωθε πια κοντά το τέλος του. These were the words of the old paralytic, who felt his end was near. Και πραγματικά, σε πέντε μήνες πέθανε. And really, in five months he died. Θα προσθέσω ακόμα πως, αν και ξέρανε πολλοί στην πολιτεία μας την παράλογη και τερατώδικη αντιζηλία των Καραμάζοβ, του πατέρα και του γιου, που μάλωναν για την Γκρούσενκα, πολύ λίγοι καταλάβαιναν τότε τις πραγματικές της σχέσεις και με τους δυο. I will also add that, although many in our state knew of the absurd and monstrous rivalry of the Karamazovs, father and son, who were fighting over Grushenka, very few understood at the time the real relations between her and both of them. Ακόμα και οι δυο υπηρέτριες της Γκρούσενκα (ύστερα απ' την καταστροφή που γι' αυτήν θα μιλήσουμε παρακάτω) κατέθεσαν αργότερα στο δικαστήριο πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δεχόταν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόνο και μόνο επειδή τον φοβόταν γιατί την είχε «απειλήσει πως θα την σκότωνε». Even Grushenka's two maids (after the catastrophe we will talk about below) later testified in court that Agrafena Alexandrovna accepted Dimitri Fyodorovich only because she was afraid of him because he had "threatened to kill her".

Είχε δυο υπηρέτριες: Μια πολύ γριά μαγείρισσα, αρρωστιάρα και σχεδόν κουφή, που την είχε στη δούλεψή της απ' τον καιρό που ζούσε με την πατρική της οικογένεια, και την εγγονή της μαγείρισσας, μια νεαρή και ζωηρή κοπέλα κάπου είκοσι χρονώ. She had two servants: a very old cook, sickly and almost deaf, who had been in her employ since she had lived with her father's family, and the cook's granddaughter, a young and lively girl of about twenty years of age. Αυτή ήταν καμαριέρα της. She was her maid. Η Γκρούσενκα ζούσε με μεγάλη τσιγκουνιά και η επίπλωση του σπιτιού της δεν ήταν καθόλου πλούσια. Grushenka lived with great stinginess and the furnishings of her house were not at all rich. Κρατούσε στην πτέρυγα τρία δωμάτια όλα κι όλα με έπιπλα της σπιτονοικοκύρης, παλιά, από κόκκινο ξύλο, στο στυλ του 1820. He kept in the wing three rooms all with landlady's furniture, old, redwood, 1820's style.

Όταν ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα μπήκανε μέσα, σκοτείνιαζε πια για τα καλά, μα δεν είχαν ανάψει ακόμα φως. When Rakitin and Alyosha went in, it was well after dark, but they had not yet turned on the light. Η Γκρούσενκα ήταν ξαπλωμένη στο σαλόνι της, πάνω στον μεγάλο, σκληρό κι άγαρμπο καναπέ, που η ράχη του ήταν βαμμένη σαν κόκκινο ξύλο και ήταν ταπετσαρισμένος με δέρμα που από καιρό τώρα είχε τριφτεί και είχε τρυπήσει. Grushenka was lying in her living room, on the big, hard and rough sofa, whose back was painted like red wood and upholstered in leather that had long since been rubbed and punctured. Κάτω απ' το κεφάλι της είχε βάλει δυο μαξιλάρια του κρεβατιού. Under her head he had put two pillows from the bed. Κοιτόταν ανάσκελα, ακίνητη, έχοντας τα χέρια κάτω απ' το κεφάλι. She was lying on her back, motionless, with her hands under her head. Ήταν ντυμένη λες και κάποιον περίμενε. She was dressed as if she was waiting for someone. Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, μιαν ανάλαφρη νταντέλα στο κεφάλι, που της πήγαινε θαυμάσια, και στους ώμους της είχε ρίξει μιαν εσάρπα, νταντελένια κι αυτή, στερεωμένη στο στήθος με μια μεγάλη χρυσή αγκράφα. She wore a black silk dress, a light dandela on her head, which suited her wonderfully, and on her shoulders she had thrown a scarf, also a dandela, fastened to her breast with a large gold clasp. Πραγματικά περίμενε κάποιον, ήταν μελαγχολική και ανυπόμονη. She was really waiting for someone, she was depressed and impatient. Το πρόσωπό της ήταν λιγάκι χλωμό, τα χείλη και τα μάτια της φλογισμένα. Her face was a little pale, her lips and eyes were on fire. Με την άκρη του δεξιού της ποδιού χτυπούσε νευρικά το χέρι του καναπέ. With the tip of her right foot she nervously tapped the arm of the couch. Μόλις φτάσανε ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα, έγινε μια μικρή φασαρία: απ' τον προθάλαμο μπορούσε ν' ακούσει κανείς την Γκρούσενκα που σηκώθηκε βιαστικά και φώναξε τρομαγμένα: As soon as Rakitin and Aliosha arrived, there was a small commotion: from the anteroom one could hear Grushenka, who got up in a hurry and cried out in terror:

— Ποιος είναι; μα η κοπέλα που δέχτηκε τους επισκέπτες φώναξε αμέσως στην κυρία της. - Who is it?But the girl who received the visitors immediately called out to her mistress.

— Δεν είναι εκείνος. - It's not him. Άλλοι είναι. Δεν είναι τίποτα.

— Τι να της συμβαίνει; μουρμούρισε ο Ρακίτιν καθώς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και μπαίνανε στο σαλόνι. - What could be wrong with her?Rakitin muttered as he took Aliosha by the hand and they entered the living room.

Η Γκρούσενκα στεκόταν κοντά στον καναπέ και φαινόταν ακόμα τρομαγμένη. Grushenka was standing near the couch and still looked scared. Μια πλεξούδα απ' τα σκουρόξανθα μαλλιά της ξέφυγε απ' την νταντέλα κι έπεσε στον δεξί της ώμο. A braid of her dark-blond hair escaped from her nanny and fell over her right shoulder. Όμως αυτή δεν το παρατήρησε και δεν ταχτοποίησε τα μαλλιά της παρά αφού καλοκοίταξε τους επισκέπτες και τους αναγνώρισε. But she didn't notice and didn't fix her hair until after she looked at the visitors and recognized them.

— Α, εσύ είσαι, Ρακίτκα; Με κατατρόμαξες. - Oh, it's you, Rakitka? You scared the hell out of me. Με ποιον ήρθες; Ποιος είναι μαζί σου; Ω, Θεέ μου, ποιον έφερε! Who have you come with? Who is with you? Oh, my God, who has he brought! αναφώνησε όταν διέκρινε τον Αλιόσα. he exclaimed when he spotted Aliosa.

— Μα πες λοιπόν να φέρουν τα κεριά! - But tell them to bring the candles! είπε ο Ρακίτιν με πολλή άνεση, σαν να 'ταν στενός γνώριμος κι άνθρωπος του σπιτιού που 'χε το δικαίωμα να δίνει και διαταγές. said Rakitin with great ease, as if he were a close acquaintance and a man of the house who had the right to give orders.

— Κεριά... και βέβαια πρέπει να φέρουν κεριά... Φένια, φέρε του ένα κερί... Διάλεξες την ώρα για να τον φέρεις, μα την αλήθεια! - Candles... of course they must bring candles... Fenia, bring him a candle... You chose the time to bring him, but the truth! αναφώνησε και πάλι, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού τον Αλιόσα. He exclaimed again, pointing to Aliosha with a gesture of his head.

Και στρέφοντας στον καθρέφτη άρχισε να ταχτοποιεί όπως όπως τα μαλλιά της. And turning to the mirror she began to tidy up her hair as she did. Φαινόταν κάπως δυσαρεστημένη. She seemed a little unhappy.

— Δεν έκανα καλά που ήρθα δηλαδή; ρώτησε ο Ρακίτιν που αμέσως πειράχτηκε. - "So I did not do well to come?" asked Rakitin, who was immediately tempted.

— Με τρόμαξες, Ρακίτκα, αυτό είναι, είπε η Γκρούσενκα και γύρισε χαμογελαστή στον Αλιόσα. - You scared me, Rakitka, that's it," said Grushenka and turned to Aliosha with a smile. Μη με φοβάσαι, καλέ μου Αλιόσα, είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω, απροσδόκητέ μου ξένε. Fear me not, my good Alyosha, I am very glad to see you, my unexpected stranger. Όμως εσύ, Ρακίτκα, με τρόμαξες. But you, Rakitka, you scared me. Νόμιζα πως θα μου κουβαληθεί ο Μίτκα. I thought Mitka was going to be carried for me. Του την έσκασα, βλέπεις. Τον έβαλα να μου δώσει το λόγο της τιμής του πως με πιστεύει και τότε εγώ του είπα ψέματα. I made him give me his word of honor that he believed me and then I lied to him. Του είπα πως θα πάω στον γέρο μου τον Κουζμά Κουζμίτς και θα μετράω όλη τη νύχτα τα χρήματά του. I told him I would go to my old man Kuzma Kuzmich and count his money all night long. Κάθε βδομάδα πηγαίνω σπίτι του και ταχτοποιώ τους λογαριασμούς. Every week I go to his house and take care of the bills. Αμπαρώνουμε χαλά την πάρτα- εκείνος μετράει με τον αριθμητήρα και γω τα γράφω στα βιβλία, μονάχα σε μένα έχει εμπιστοσύνη. We're just bartering away the lot; he counts with the calculator and I write it down in the books, he only trusts me. Λοιπόν, ο Μίτκα το πίστεψε πως θα 'μαι εκεί, όμως εγώ κλειδώθηκα εδώ πέρα και περιμένω μιαν είδηση. Well, Mitka thought I'd be there, but I'm locked up here waiting for a news flash. Πώς έτσι σας άφησε να μπείτε η Φένια! How could Fenia let you in like that! Φένια, Φένια, τρέξε στην εξώπορτα, άνοιξέ την και κοίταξε γύρω γύρω μην είναι ο λοχαγός. Fenia, Fenia, run to the front door, open it and look around to see if the captain is there. Ίσως να κρύφτηκε κάπου και να κατασκοπεύει. Maybe he's hiding somewhere, spying. Τρέμω απ' το φόβο μου! I'm shaking with fear!

— Κανένας δεν είναι, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, μόλις τώρα κοίταξα. - No one is, Agraphena Alexandrovna, I just looked. Κάθε στιγμή πάω και μισανοίγω την πόρτα και κοιτάζω. Every moment I go and half-open the door and look. Και γω φοβάμαι. I'm scared too.

— Τα 'κλεισες τα παντζούρια, Φένια; Καλύτερα να κατεβάσουμε και τις κουρτίνες. - Did you close the shutters, Fenia? We'd better pull down the curtains. Έτσι! είπε και κατέβασε μονάχη της τις βαριές κουρτίνες. she said and pulled down the heavy curtains alone. Γιατί άμα δει φως, θα 'ρθει το δίχως άλλο. For if he sees light, he'll come no matter what. Τον φοβάμαι σήμερα τον Μίτκα τον αδερφούλη σου, Αλιόσα. I'm scared of your little brother Mitka today, Alyosha.

Η Γκρούσενκα μιλούσε δυνατά, αν και ταραγμένα, μα και σχεδόν με κάποιο ενθουσιασμό. Grushenka spoke loudly, though agitatedly, but almost with some enthusiasm.

— Γιατί τον φοβάσαι τόσο τον Μίτιενκα σήμερα; ρώτησε ο Ρακίτιν. - Why are you so afraid of Mitienka today? asked Rakitin. Εσύ, μου φαίνεται, δεν τον φοβάσαι συνήθως, τον κάνεις ό,τι θέλεις. You, it seems to me, are not usually afraid of him, you do what you want with him.

— Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση, μια τόσο πολύτιμη ειδησούλα που ο Μίτιενκα δεν μου χρειάζεται καθόλου τώρα. - I tell you that I am waiting for a piece of news, a piece of news so precious that Mitienka has no use for me now. Μα νιώθω κιόλας πως δεν πίστεψε ότι θα πάω στου Κουζμά Κουζμίτς. But I also feel that he didn't think I was going to Kuzma Kuzmich's. Σίγουρα θα κάθεται τώρα στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς και θα παραφυλάει. I'm sure he's now sitting in Fiodor Pavlovic's garden and lurking. Μα αν θρονιάστηκε εκεί πέρα, τόσο το καλύτερο γιατί δε θα 'ρθει εδώ! But if he's throned over there, all the better because he's not coming here! Στον Κουζμά Κουζμίτς πήγα στ' αλήθεια, με συνόδεψε ο Μίτια. I really went to Kuzma Kuzmich, I was accompanied by Mitia. Του είπα πως θα μείνω εκεί πέρα ως τα μεσάνυχτα και τον παρακάλεσα να 'ρθει το δίχως άλλο να με πάρει και να με συνοδέψει ως το σπίτι. I told him that I would stay there until midnight and begged him to come and pick me up and escort me home. Εκείνος έφυγε και γω έκατσα κάπου δέκα λεπτά στου γέρου και ύστερα ξανάρθα εδώ. He left and I sat for about ten minutes at the old man's and then I came back here. Φοβόμουν πολύ, έτρεχα για να μην τον συναντήσω. I was very scared, I ran to avoid meeting him.

— Πού θα πας και στολίστηκες έτσι; Γιατί έβαλες αυτό το περίεργο σκουφάκι; - Where are you going all dressed up like that? Why are you wearing that weird hat?

— Βλέπω πως εσύ είσαι ακόμα πιο περίεργος, Ρακίτιν! - I see you're even more curious, Rakitin! Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση. I'm telling you I'm waiting for some news. Μόλις έρθει, θα σηκωθώ και θα πετάξω, κι από δω παν και οι άλλοι. As soon as he comes, I'll get up and fly, and from here the others will follow. Γι' αυτό και στολίστηκα. That's why I got all dressed up.

Για να 'μαι έτοιμη. So I can be ready.

— Και πού θα πετάξεις; - And where will you fly?

— Μη ζητάς να μάθεις, γιατί όποιος ξέρει πολλά γερνάει γρήγορα. - Don't ask to know, because he who knows too much gets old too fast.

— Είσαι όλο χαρές-χαρούδια βλέπω. - You're all happy-go-lucky, I see. Ποτέ δε σε ξανάδα έτσι. Έβαλες ολόκληρη τουαλέτα λες και θα πας σε χορό, είπε ο Ρακίτιν εξετάζοντάς την. You put on a whole gown like you're going to a ball," Rakitin said, examining her.

— Τι ξέρεις εσύ από χορούς; - What do you know about dancing?

— Εσύ ξέρεις;

— Εγώ τουλάχιστον έχω δει χορό. - At least I have seen dancing. Εδώ και τρία χρόνια, όταν ο Κουζμά Κουζμίτς πάντρευε το γιο του, κοίταζα ψηλά απ' τον εξώστη. For three years, when Kuzma Kuzmich was marrying his son, I looked up from the balcony. Μα τι κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου τη στιγμή που 'χω δω πέρα έναν πρίγκηπα; Αυτός μάλιστα! Why am I sitting here talking to you when I have a prince here? Αλιόσα, καλούλη μου, σε κοιτάζω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Alyosha, my dear, I look at you and I can't believe my eyes. Θεέ μου, πώς έγινε και βρέθηκες εδώ στο σπίτι μου; Να σου πω την αλήθεια, δεν το περίμενα καθόλου· δεν θα πίστευα ποτέ πως μπορούσες να 'ρθεις. My God, how did you come to be here in my house?To tell you the truth, I didn't expect it at all; I never thought you could come. Αν και η στιγμή δεν είναι καθόλου κατάλληλη, όμως είμαι όλο χαρά. Although the moment is not at all appropriate, but I'm happy. Κάθισε το λοιπόν εδώ στον καναπέ, νιόβγαλτο φεγγάρι μου. So sit it here on the couch, my newborn moon. Αλήθεια, σαν να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Αχ, Ρακίτκα, αν τον έφερνες χτες ή προχτές!... Really, as if I don't know what I'm talking about... Oh, Rakitka, if you had brought him yesterday or the day before yesterday!... Μα κι έτσι είμαι πολύ ευχαριστημένη. But I'm still very happy. Ίσως καλύτερα κιόλας που τον έφερες σε μια τέτοια στιγμή κι όχι προχτές. Maybe it's even better that you brought him in at a time like this and not the day before yesterday.

Έκατσε ζωηρά στον καναπέ πλάι στον Αλιόσα και τον κοίταζε ενθουσιασμένη. She sat briskly on the couch next to Aliosha and looked at him excitedly. Πραγματικά ήταν χαρούμενη, δεν έλεγε ψέματα. She was really happy, she wasn't lying. Τα μάτια της καίγανε, τα χείλη γελούσαν, όμως γελούσαν καλόκαρδα, εύθυμα. Her eyes were burning, her lips were laughing, but they were laughing good-heartedly, merrily. O Αλιόσα δεν περίμενε να δει μια τέτοια έκφραση καλοσύνης στο πρόσωπό της... ως τα χτες λίγες φορές την είχε συναντήσει και είχε σχηματίσει τρομερή ιδέα γι' αυτήν. Alyosha had not expected to see such an expression of kindness on her face... until yesterday he had met her a few times and had formed a terrible idea of her. Χτες είχε ταραχτεί πολύ απ' το κακό και ύπουλο φέρσιμό της με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Yesterday she had been very upset by her wicked and treacherous behavior with Katerina Ivanovna. Τώρα παραξενευόταν πολύ γιατί ήταν σαν να 'βλεπε ένα εντελώς αλλιώτικο πλάσμα. Now he was very surprised because it was as if he was seeing a completely different creature. Και, όσο κι αν τον τυραννούσε η προσωπική του θλίψη, άρχισε να την κοιτάζει με προσοχή. And, as much as he was tormented by his personal grief, he began to look at her intently. Οι τρόποι της είχαν κι αυτοί καλυτερέψει: δεν έσερνε τόσο γλυκερά τα λόγια της όπως χτες, οι χειρονομίες της δεν ήταν τόσο ράθυμες και προσποιητές... όλα ήταν απλά, ανοιχτόκαρδα, οι κινήσεις της γρήγορες, ντόμπρες, ειλικρινείς. Her manners had improved too: she did not draw her words so sweetly as yesterday, her gestures were not so drunken and feigned... everything was simple, open-hearted, her movements quick, dobbish, sincere. Όμως σαν να 'χε έξαψη. But it was like he was in a frenzy.

— Θεέ μου, όλα σήμερα θα πραγματοποιηθούν! - My God, everything today will come true! άρχισε να τιτιβίζει και πάλι. he started tweeting again. Γιατί είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω, Αλιόσα; Ούτε και γω η ίδια δεν το ξέρω. Why am I so happy to see you, Alyosha?I don't even know myself. Αν με ρωτούσες, δε θα 'ξερα τι να σου απαντήσω. If you asked me, I wouldn't know what to say.

— Αυτό έλειπε, να μην ξέρεις κιόλας, είπε χαμογελώντας ειρωνικά ο Ρακίτιν. - That's all you need to know," Rakitin said with a wry smile. Τότε γιατί μου κολλούσες, φέρτον και φέρτον; Θα 'χες κάποιο σκοπό, βέβαια. Then why were you sticking it to me, come and get it? You must have had a purpose, of course.

— Τότε είχα άλλο σκοπό, μα τώρα πάει πια, δεν είναι πια η στιγμή. - I had another purpose then, but now it's gone, this is no longer the time. Θα σας φιλέψω, νά τι θα κάνω. I'll kiss you, that's what I'll do. Τώρα έγινα καλή, Ρακίτκα. Now I'm good, Rakitka. Μα κάτσε λοιπόν και συ, Ρακίτκα, τι στέκεσαι; Μα εσύ κάθισες κιόλας. But sit down then, Rakitka, why are you standing?But you have already sat down. Αμ, βέβαια, ο Ρακίτουτσκα δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό του. Um, of course, Rakituchka never forgets himself. Νά τον τώρα, κάθεται εκεί πέρα, Αλιόσα, απέναντί μας και είναι κακιωμένος γιατί δεν είπα πρώτα σ' αυτόν να κάτσει. There he is now, sitting over there, Alyosha, facing us, and he's bald because I didn't tell him to sit down first. Τα παίρνει κατάκαρδα ο Ρακίτκα μου! My Rakitka takes it to heart! είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μη μου θυμώνεις, Ρακίτκα, σήμερα είμαι καλή. Μα γιατί είσαι έτσι μελαγχολικός, Αλιόσα; Ή, μήπως με φοβάσαι; είπε και τον κοίταξε με καλόκαρδη ειρωνεία στα μάτια. But why are you so melancholy, Alyosha?Or are you afraid of me?She said, looking at him with good-natured irony in her eyes.

— Έπαθε συμφορά. - He had a disaster. Δεν τον προβιβάσανε, είπε βραχνά ο Ρακίτιν. They didn't rehearse him, Rakitin said hoarsely.

— Ποιον δεν προβιβάσανε; — O στάρετς του βρώμησε. - Who didn't they promote? His starlet stunk.

— Ποιος βρώμησε; Σίγουρα κάποια ανοησία θα τσαμπουνάς, κάποιο αισχρόλογο θα ετοιμάζεσαι να πεις. - Who stinks?Surely some nonsense you'll be spouting, some obscene thing you're about to say. Σώπα, βλάκα. Μ' αφήνεις, Αλιόσα, να κάτσω στα γόνατά σου; Να, έτσι. Will you let me sit on your lap, Aliosa? There, like that.

Και ξαφνικά μ' ένα πήδημα βρέθηκε στα γόνατά του γελώντας, σαν χαδιάρικη γάτα, αγκαλιάζοντας απαλά το λαιμό του με το δεξί της μπράτσο. And suddenly with a jump she was on his lap, laughing like a cuddly cat, gently hugging his neck with her right arm.

— Θα σε κάνω να ευθυμήσεις, θεοσεβούμενο αγόρι μου! - I'll make you cheer up, my godly boy! Αλήθεια, μου επιτρέπεις να καθίσω στα γόνατά σου; Δε θα μου θυμώσεις; Ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως. Really, will you let me sit on your lap? Won't you be angry with me? Give me a reason and I'll leave immediately.

Ο Αλιόσα σώπαινε. Aliosa was silent. Καθόταν και φοβόταν να σαλέψει. He sat down and was afraid to drool. Την άκουσε να λέει: «ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως», μα δεν απάντησε, σαν να 'χε μαρμαρώσει. He heard her say, "Give me one word and I'll go at once," but he did not answer, as if he had been martyred. Όμως δεν του συνέβαινε εκείνο που θα μπορούσε να περιμένει και να φανταστεί ένας Ρακίτιν λόγου χάρη, που τον παρακολουθούσε απ' τη θέση του με βλέμμα σαρκοβόρου: η μεγάλη λύπη της ψυχής του νέκρωνε κάθε αίσθηση που θα μπορούσε ίσως να γεννηθεί στην καρδιά του κι αν του ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή ν' αποχτήσει συνείδηση του εαυτού του, θα καταλάβαινε πως τώρα είναι πια θωρακισμένος ενάντια σε κάθε πειρασμό. But it did not happen to him what a Rakitin, for instance, who watched him from his seat with a carnivorous look, might have expected and imagined: the great sorrow of his soul was killing any feeling that might have been born in his heart, and if it had been possible for him at that moment to become conscious of himself, he would have understood that he was now armoured against every temptation. Μολαταύτα, παρ' όλη τη συγκεχυμένη κι ασύνειδη ψυχική του κατάσταση και παρ' όλη τη θλίψη που τον βάραινε, απορούσε άθελά του μ' ένα καινούργιο και παράξενο συναίσθημα που γεννιόταν στην καρδιά του: αυτή η γυναίκα, αυτή η «τρομερή» γυναίκα, όχι μονάχα δεν τον φόβιζε όπως πρώτα, που τρόμαζε κι όταν ακόμα σκεφτόταν γενικά τις γυναίκες, μα απεναντίας, τούτη εδώ που τη φοβόταν περισσότερο απ' όλες, που τώρα καθόταν στα γόνατά του και τον αγκάλιαζε, γεννούσε μέσα του ξαφνικά ένα εντελώς αλλιώτικο, αναπάντεχο συναίσθημα, ένα αίσθημα κάποιας ασυνήθιστης, πολύ μεγάλης κι αγνής περιέργειας. Nevertheless, in spite of all his confused and unclear state of mind and in spite of all the sadness that weighed on him, he was involuntarily surprised by a new and strange feeling that was being born in his heart: this woman, this "terrible" woman, not only did she not frighten him as before, as she had frightened him even when he thought of women in general, but on the contrary, this one, whom he feared more than all others, who was now sitting on his knees and embracing him, was suddenly giving birth to a completely different, unexpected feeling, a feeling of something unusual, very big and very strong. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα φόβο πια, χωρίς την παραμικρή φρίκη. And all this without any fear anymore, without the slightest horror. Αυτό ήταν το κυριότερο κι αυτό που τον έκανε ν' απορεί άθελά του. That was the main thing and what made him wonder involuntarily.

— Φτάνουν πια οι φλυαρίες σας, φώναξε ο Ρακίτιν. - 'Enough of your babbling,' cried Rakitin. Καλύτερα φέρε μας σαμπάνια. Μου τη χρωστάς, ψέματα;

— Σωστά, σωστά. Ξέρεις, Αλιόσα, του υποσχέθηκα και σαμπάνια ακόμα αν σ' έφερνε εδώ πέρα. You know, Alyosha, I even promised him champagne if he brought you here. Θα πω να φέρουν λοιπόν, θα πιώ και γω! So I'll say bring it on, I'll drink too! Φένια, φέρε μας σαμπάνια, εκείνο το μπουκάλι που άφησε ο Μίτια. Fenia, bring us some champagne, that bottle that Mitia left. Γρήγορα. Κουνήσου. Αν και είμαι τσιγκούνα, όμως θα σας κεράσω σαμπάνια. Even though I'm cheap, I'll buy you champagne. Όχι εσένα, Ρακίτκα, εσύ είσαι μανιτάρι, όμως αυτός εδώ είναι σωστός πρίγκηπας! Not you, Rakitka, you are a mushroom, but this one is a real prince! Κι ας μην έχω διάθεση, τώρα όμως θα πιώ και γω μαζί σας, θέλω να το ρίξω έξω. And even though I'm not in the mood, now I'm going to drink with you, I want to throw it out.

— Τι «είδηση» είναι αυτή που περιμένεις; Έ μήπως είναι μυστικό; ρώτησε περίεργος ο Ρακίτιν, προσπαθώντας να δείξει πως δεν δίνει σημασία στα πειράγματα που πέφτανε βροχή απάνω του. - What "news" are you waiting for?Or is it a secret?Rakitin asked curiously, trying to show that he was not paying attention to the teasing that was raining down on him.

— Τι μυστικό να 'ναι, αφού και συ το ξέρεις, πρόφερε ξαφνικά η Γκρούσενκα με ύφος όλο έγνοια. - "What secret could it be, since you know it too," said Grussenka suddenly with a look of concern.

Γύρισε το κεφάλι της προς τον Ρακίτιν κι απομακρύνθηκε λιγάκι από τον Αλιόσα, αν κι εξακολουθούσε να κάθεται στα γόνατά του και να 'χει το χέρι της περασμένο γύρω στο λαιμό του. She turned her head towards Rakitin and moved away from Alyosha a little, though she still sat on his lap and had her arm around his neck.

— Έρχεται ο αξιωματικός μου, Ρακίτιν, έρχεται ο αξιωματικός μου! - Here comes my officer, Raquitin, here comes my officer!

— Αυτό τ' άκουσα. Μα είναι κιόλας τόσο κοντά;

— Τώρα είναι στο Μόκρογιε. Θα στείλει από κει έναν μαντατοφόρο, μου το 'γραψε ο ίδιος, πήρα γράμμα του τις προάλλες. He will send a man from there, he wrote to me himself, I got a letter from him the other day. Τώρα κάθομαι δω και περιμένω τον μαντατοφόρο. Now I'm sitting here waiting for the oracle.

— Μπα! Και γιατί έμεινε στο Μόκρογιε;

— Που να στα λέω τώρα όλα. - I don't even want to tell you all about it. Σου φτάνουν κι αυτά. That's enough for you.

— Α, ώστε γι' αυτό ο Μίτιενκα, τώρα; Πω! - Oh, so that's why Mitienka now? Wow! Πω! Το ξέρει ή δεν το ξέρει;

— Αυτό μας έλειπε! - That's all we needed! Τίποτα δεν ξέρει. Αν το μάθαινε, θα με σκότωνε. If he found out, he'd kill me. Όμως πια καθόλου δεν τον φοβάμαι, δεν το φοβάμαι πια το μαχαίρι του. But now I'm not afraid of him at all, I'm not afraid of his knife anymore. Σώπα, Ρακίτκα, μη μου θυμίζεις τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: μου κατασπάραξε την καρδιά. Hush, Rakitka, don't remind me of Dimitri Fyodorovich: he broke my heart. Όμως αυτή τη στιγμή δε θέλω ούτε να τα συλλογίζομαι όλα αυτά. But right now I don't even want to contemplate all that. Μονάχα τον Αλιόσετσκα μπορώ να σκέφτομαι, κάθομαι τώρα και τον κοιτάζω... Μα χαμογέλασε λοιπόν, καλούλη μου, ευθύμησε λιγάκι, χαμογέλασε έστω και ειρωνικά με τις ανοησίες που λέω, με το κέφι μου... Νά, χαμογελάει, χαμογελάει! I can only think of Aliosetska, I sit now and look at him... But smile, my dear, smile, my dear, be a little straight, smile even ironically at the nonsense I say, at my cheerfulness... Here, he is smiling, he is smiling! Για κοίτα τι τρυφερό που 'ναι το βλέμμα του. Look at the tenderness in his eyes. Ξέρεις, Αλιόσα, νόμιζα πως είσαι θυμωμένος μαζί μου για κείνο που 'κανα προχτές, στη δεσποινίδα δηλαδή σαν παλιόσκυλο φέρθηκα... Όμως καλύτερα που 'γινε έτσι. You know, Alyosha, I thought you were angry with me for what I did the other day, treating the young lady like an old dog... But it's better that way. Ήταν κακό μα και καλό ταυτόχρονα, είπε η Γκρούσενκα και χαμογέλασε ξάφνου στοχαστικά. It was bad and good at the same time, said Grushenka and smiled thoughtfully.

Μια ξαφνική σκληρότητα φάνηκε σ' αυτό το χαμόγελό της. A sudden cruelty showed in that smile of hers.

— O Μίτκα μού 'λεγε πως φώναζε: «Πρέπει να τη μαστιγώσουν!» Την πρόσβαλα άσχημα. - Mitka was telling me that she was shouting, "She should be whipped!" I insulted her badly. Με κάλεσε, θέλησε να με νικήσει, να με καλοπιάσει, με τη σοκολάτα της... Όχι, καλά που 'ρθαν έτσι τα πράγματα, είπε και χαμογέλασε πάλι. She invited me, she wanted to beat me, to cajole me, with her chocolate... No, it's a good thing things turned out this way, she said and smiled again. Όμως όλο και φοβάμαι πως θύμωσες... But I'm afraid you're getting angry...

— Αλήθεια λέει, είπε σοβαρά απορημένος ο Ρακίτιν. - 'Really,' said Rakitin, seriously puzzled. Στ' αλήθεια σε φοβάται, Αλιόσα, εσένα, το κλωσσοπουλάκι. He's really scared of you, Alyosha, you, the little kicker.

— Για σένα, Ρακίτκα, είναι κλωσσόπουλο, γιατί δεν έχεις καθόλου συνείδηση, νά! - To you, Rakitka, it's a chickenshit, because you have no conscience, there! Εγώ, βλέπεις, τον αγαπάω με την ψυχή μου, νά! I, you see, I love him with all my soul, there! Το πιστεύεις, Αλιόσα, πως σ' αγαπάω μ' όλη μου την ψυχή; Do you believe, Alyosha, that I love you with all my soul?

— Βρε, την ξεδιάντροπη! Άκου τα, Αλιόσα. Ερωτική εξομολόγηση σου κάνει. Erotic confession does you.

— Ναι, τον αγαπάω. Τι σε νοιάζει εσένα;

— Κι ο αξιωματικός; Και η πολύτιμη ειδησούλα απ' το Μόκρογιε; - What about the officer? And the precious little idol from Mokroye?

— Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. - One is one thing and another is another.

— Λογική που την έχουν οι γυναίκες! - Logic that women have!

— Μη μ' ερεθίζεις, Ρακίτκα, είπε με έξαψη η Γκρούσενκα. - 'Don't irritate me, Rakitka,' said Grushenka in excitement. Άλλο το 'να κι άλλο τ' άλλο. One thing is one thing and another is another. Τον Αλιόσα τον αγαπάω αλλιώτικα. I love Alyosha differently. Είναι αλήθεια, Αλιόσα, πως είχα πονηρούς σκοπούς πρώτα. It is true, Alyosha, that I had cunning purposes first. Είμαι, βλέπεις, τιποτένια· είμαι, βλέπεις, αχαλίνωτη, όμως είναι και στιγμές που σε βλέπω σαν να βλέπω την ίδια μου τη συνείδηση. I am, you see, petty; I am, you see, unbridled, but there are times when I see you as if I were seeing my own consciousness. Όλο και σκέφτομαι: «Πόσο θα πρέπει να με περιφρονεί εμένα, την αχρεία, ένας τέτοιος άνθρωπος». I keep thinking, "How much such a man should despise me, the wretch, how much he should despise me." Και προχτές το σκεφτόμουν αυτό καθώς έτρεχα εδώ απ' το σπίτι της δεσποινίδας. And I was thinking about that the other day as I was running here from the young lady's house. Είναι καιρός που σε πρόσεξα, Αλιόσα. It's been a long time since I noticed you, Alyosha. O Μίτκα το ξέρει, του το 'χω πει. Mitka knows, I told him. Και με καταλαβαίνει. And he understands me. Το πιστεύεις τάχα, Αλιόσα; Είναι φορές που σε κοιτάζω και ντρέπομαι, ντρέπομαι ολόκληρο τον εαυτό μου... Όμως ούτε ξέρω πώς έγινε κι άρχισα να σε σκέφτομαι, ούτε και θυμάμαι από πότε άρχισε αυτό... Can you believe it, Alyosha?There are times when I look at you and I am ashamed, ashamed of myself... But I don't know how I started thinking about you, nor do I remember when it started...

Μπήκε η Φένια κι έβαλε στο τραπέζι ένα δίσκο με μιαν ανοιγμένη μποτίλια και τρία ποτήρια γεμάτα. Fenia came in and put a tray on the table with an opened bowl and three glasses full.

— Νά και η σαμπάνια! φώναξε ο Ρακίτιν. Βρίσκεσαι σε έξαψη, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και τα 'χεις λίγο χαμένα. You're in a frenzy, Agraphena Alexandrovna and you're a bit of a mess. Θα πιείς κάνα ποτήρι και θ' αρχίσεις να χορεύεις. You'll have a glass and start dancing. Εχ, ούτε κι αυτό το κάνατε όπως έπρεπε, πρόσθεσε εξετάζοντας την σαμπάνια. "Well, you didn't do that either," he added, examining the champagne. Η γριά γέμισε τα ποτήρια στην κουζίνα, φέρανε το μπουκάλι ξεβούλωτο και δεν είναι ούτε παγωμένη. The old lady filled the glasses in the kitchen, brought the bottle unstopped and it's not even cold. Τι να γίνει; Ας την πιούμε κι έτσι... What can we do? Let's drink it anyway...

Πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι και το 'πιε μονορούφι. He approached the table, took a glass and drank it all at once. Ύστερα το ξαναγέμισε. Then he refilled it.

— Σπάνια να σου τύχει σαμπάνια, πρόφερε γλείφοντας τα χείλια του. - You rarely get champagne, he pronounced, licking his lips. Έλα, Αλιόσα, πάρε ένα ποτήρι να μας δείξεις τι αξίζεις. Come on, Alyosha, have a glass and show us what you're made of. Στην υγειά τίνος θα πιούμε όμως; Για τις πύλες του Παραδείσου μήπως; Πάρε το ποτήρι σου, Γκρούσα, πιες και συ στην υγεία των πυλών του Παραδείσου. But to whom shall we drink?To the gates of Paradise, perhaps?Take your glass, Grusha, and drink to the gates of Paradise.

— Τι πύλες του Παραδείσου κάθεσαι και λες; - What gates of heaven are you sitting there saying?

Η Γκρούσενκα πήρε το ποτήρι. Grushenka took the glass. O Αλιόσα πήρε το δικό του, ήπιε μια γουλιά και το ξανάβαλε στο τραπέζι. Alyosha took his, took a sip and put it back on the table.

— Όχι, καλύτερα να μην πιώ! - No, I'd rather not drink! είπε και χαμογέλασε αχνά. he said and smiled faintly.

— Κι όμως καυχιόσουν πως θα πιείς! - And yet you bragged about drinking! φώναξε ο Ρακίτιν.

— Αφού είναι έτσι ούτε και γω θα πιώ, είπε η Γκρούσενκα. - "Since that's the way it is, I won't drink either," said Grushenka. Δε μου κάνει όρεξη κιόλας. I don't even feel like it. Πιες το μονάχος σου όλο το μπουκάλι, Ρακίτκα. Drink the whole bottle yourself, Rakitka. Άμα πιει ο Αλιόσα, τότε θα πιώ και γω. If Aliosa drinks, then I'll drink too.

— Άρχισαν τα γλυκοσαλιάσματα! - The candy snatching has begun! είπε κοροϊδευτικά ο Ρακίτιν. Rakitin said mockingly. Αυτή πήγε και κάθησε στα γόνατά του! She went and sat on his lap! Αυτός είναι λυπημένος, το καταλαβαίνω · μα εσύ τι έχεις; Αυτός επαναστάτησε ενάντια στο Θεό του, ήταν έτοιμος να περιδρομιάσει σαλάμια... He's sad, I understand - but what's wrong with you?He rebelled against his God, he was about to walk salami...

— Πώς έτσι; - How so?

— Πέθανε ο στάρετς του σήμερα. - His starlet died today. O στάρετς Ζωσιμάς, ο άγιος. The starlet Zosimas, the saint.

— Ώστε πέθανε ο στάρετς Ζωσιμάς! - So the starlet Zosimas is dead! αναφώνισε η Γκρούσενκα. Θεέ μου, και γω δεν το 'ξερα! My God, I didn't know! έκανε ευλαβικά το σταυρό της. she reverently made her cross. Θεέ μου, και τι κάνω εγώ τώρα; Πήγα και θρονιάστηκα στα γόνατά του! My God, and what am I doing now?I went and throned myself on his knees!

Σαν να τρόμαξε ξαφνικά και στη στιγμή πετάχτηκε κι έκατσε στον καναπέ. As if suddenly startled, he jumped up and sat down on the couch. O Αλιόσα την κοίταξε για κάμποσο απορώντας. Alyosha looked at her for a while, wondering. Κάτι το φωτεινό φάνηκε στο πρόσωπό του. Something bright appeared on his face.

— Ρακίτιν, πρόφερε ξαφνικά δυνατά και σταθερά, μη με κοροϊδεύεις πως τάχα επαναστάτησα ενάντια στο Θεό μου. - 'Rakitin,' he suddenly pronounced loudly and firmly, 'don't mock me for rebelling against my God. Δε θέλω να γίνω κακός μαζί σου, γίνε λοιπόν και συ αγαθότερος. I don't want to be mean to you, so be kinder to yourself. Έχασα ένα θησαυρό που εσύ δεν είχες ποτέ σου, δεν μπορείς λοιπόν τώρα να με κρίνεις. I lost a treasure you never had, so you can't judge me now. Κοίταξε καλύτερα αυτήν εδώ: Είδες πώς με λυπήθηκε; Ερχόμουνα δω πέρα νομίζοντας πως θα βρω μια μοχθηρή ψυχή, το 'θελα μάλιστα, γιατί και γω ήμουν πρόστυχος και κακός. Look at this one: did you see how she took pity on me?I came here thinking I was going to find a wicked soul, and I wanted to, because I was wicked and wicked myself. Μα νά που βρήκα μια αληθινή αδερφή, βρήκα ένα θησαυρό, μια ψυχή γεμάτη αγάπη... Τώρα μόλις με λυπήθηκε... Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, για σένα το λέω. But there I found a true sister, I found a treasure, a soul full of love... Now she has just spared me... Agrafena Alexandrovna, I say it for you. Μου ξαναστύλωσες την ψυχή μου. You have rewritten my soul.

Τα χείλη του Αλιόσα τρέμανε, ανάπνεε δύσκολα. Aliosha's lips trembled, breathing hard. Σώπασε.

— Λίγο ακόμα και θα πεις πως σ' έσωσε! - A little more and you'll say he saved you! γέλασε με κακία ο Ρακίτιν. Το ξέρεις όμως πως είχε σκοπό να σε καταπιεί; But you know he was going to swallow you?

— Φτάνει, Ρακίτκα! τινάχτηκε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Grushenka suddenly shook herself. Σωπάστε και οι δυο σας. Shut up, both of you. Τώρα όλα θα τα πω: Εσύ, Αλιόσα, να σωπάσεις γιατί με τα λόγια σου με κάνεις και ντρέπομαι, γιατί είμαι κακιά κι όχι καλή, νά τι είμαι. Now I will say it all: you, Alyosha, be silent, for with your words you make me ashamed, for I am bad and not good, that's what I am. Και συ, Ρακίτκα, να σωπάσεις γιατί λες ψέματα. And you, Rakitka, keep quiet because you're lying. Είναι αλήθεια πως είχα μια άτιμη σκέψη και ήθελα να τον καταπιώ, μα τώρα λες ψέματα· τώρα είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα... να μη σε ξανακούσω πια, Ρακίτκα! It is true that I had a dishonest thought and wanted to swallow it, but now you are lying; now things are completely different... never to hear you again, Rakitka!

Όλα αυτά η Γκρούσενκα τα 'πε με μιαν ασυνήθιστη ταραχή. All this Grussenka said with an unusual agitation. — Πάει, μουρλαθήκανε και οι δυο τους! - Gone, they both muttered! σφύριξε ο Ρακίτιν και τους κοίταζε απορημένος. Rakitin hissed, looking at them in amazement. Σαν παλαβοί κάνουν, σωστό τρελοκομείο. It's like a madhouse, a real madhouse. Συγκινήθηκαν και οι δυο τους και τώρα θα 'χουμε και δάκρυα! They were both moved and now we're going to have tears!

— Ναι, θα κλάψω, θα κλάψω! - Yes, I'll cry, I'll cry! είπε η Γκρούσενκα. Grussenka said. Με είπε αδερφή του. He called me his sister. Αυτό πια ποτέ μου δε θα το ξεχάσω! I'll never forget that now! Όμως σου λέω και τούτο, Ρακίτκα. But I'll tell you this, Rakitka. Μπορεί να 'μαι κακιά, όμως ένα κρεμμυδάκι το 'δωσα. I may be mean, but I gave him an onion.

— Τι κρεμμυδάκι κάθεσαι και λες; Φτου να πάρει και να σηκώσει. - What onion are you sitting there saying? Oh, for crying out loud. Στ' αλήθεια τους έστριψε. He really turned them around.

O Ρακίτιν απορούσε με τον ενθουσιασμό τους και θύμωνε γιατί ένιωθε προσβλημένος, αν και μπορούσε πολύ εύκολα να καταλάβει πως αν γίνονταν όλα αυτά, ήταν γιατί συμπέσανε έτσι τα πράγματα που ήταν αδύνατο να μη συγκινηθούν και οι δυο τους, πράγμα που συμβαίνει σπάνια στη ζωή. Rakitin was amazed at their enthusiasm and angry because he felt offended, although he could easily understand that if all this was happening, it was because things coincided in such a way that it was impossible for both of them not to be moved, which rarely happens in life. Μα ο Ρακίτιν, που καταλάβαινε και διαισθανόταν το κάθε τι που 'χε σχέση με τον εαυτό του, ήταν ανίκανος να νιώσει τα αισθήματα των πλησίον του. But Rakitin, who understood and sensed everything that had to do with himself, was unable to feel the feelings of his neighbours. Κι αυτό οφειλόταν πρώτα στη μικρή πείρα της ζωής που 'χε όντας νέος, μα εν μέρει και στο μεγάλο του εγωισμό. And this was due firstly to his little experience of life as a young man, but also partly to his great ego.

— Μην νομίζεις, Αλιόσετσκα, είπε η Γκρούσενκα και γέλασε ξάφνου νευρικά, πως καυχιέμαι γιατί έδωσα ένα κρεμμυδάκι. - 'Don't think, Aliosetska,' said Grushenka, laughing nervously, 'that I am boasting because I gave an onion. Το καυχήθηκα στον Ρακίτκα μονάχα, εσένα θα στο πω με άλλο σκοπό. I bragged it to Rakitka only, I will tell you for another purpose. Είναι μονάχα ένα παραμύθι, μα καλό παραμύθι. It's only a fairy tale, but a good one. Τ' άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα απ' τη Ματργιόνα, που είναι τώρα μαγείρισσά μου. I heard it when I was still a child from Matriona, who is now my cook. Για στάσου, νά πως είναι: «Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Wait, here's what it's like: "Once upon a time, there lived a wicked woman, a proper hag. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν είχε κάνει στη ζωή της. She died and hadn't done a single good thing in her life. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διάβολοι και την πετάξανε στη φλογισμένη λίμνη. So the devils took her and threw her into the lake of fire. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: “Πρέπει να θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό”. Then her guardian angel sat down and thought, "I must remember one of her kindnesses so that I can go and tell God." Θυμήθηκε, και μια και δυο πάει και λέει στο Θεό: “Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ' το περιβόλι και το 'δωσε σε μια ζητιάνα”. He remembered, and once or twice he went and said to God, "She," he said, "took a fresh onion out of the garden and gave it to a beggar woman. Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε λοιπόν το ίδιο εκείνο κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ' τη λίμνη. And God answers, "Take that same onion, then, and go over the lake. Βάστα το κρεμμυδάκι απ' τη μια άκρη κι ας πιαστεί αυτή απ' την άλλη. Put the onion on one end and let her be caught on the other. Τότε τράβα την. Then pull it. Αν τα καταφέρεις να την τραβήξεις απ' τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. If you manage to pull her out of the lake, then let her go to heaven. Όμως αν σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι”. But if he breaks the onion, he'll say it's fine where it is." Έτρεξε ο άγγελος στη γυναίκα και της λέει: “Πιάσου γερά απ' το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω”. The angel ran to the woman and said to her, "Grab hold of the onion and I will pull you out." Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. And he began to pull it carefully. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ' τη λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. He had pulled her almost all the way out of the lake, but when the other sinners saw that she was being pulled out, they all clung to her to get out with her. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: “Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. But the woman was mean, a proper hag, and she started kicking them: 'They want me out, not you. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας”. It's my onion, not yours." Μόλις το 'πε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε. As soon as he said that, the onion broke. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. And it fell back into the lake and burns there to this day. O άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε». The angel cried and left." Νά το παραμύθι, Αλιόσα, το θυμάμαι απ' έξω γιατί εκείνη η στρίγγλα είμαι εγώ. Here's the story, Alyosha, I remember it by heart because that hag is me. Στον Ρακίτκα καυχήθηκα πως έδωσα ένα κρεμμυδάκι, όμως εσένα αλλιώς θα στο πω: η μοναδική καλοσύνη της ζωής μου ήταν που 'δωσα αυτό το κρεμμυδάκι. To Rakitka I boasted that I gave an onion, but I will tell you differently: the only kindness of my life was that I gave this onion. Μη με παινεύεις λοιπόν, Αλιόσα, μη με νομίζεις για καλόκαρδη. So don't brag on me, Alyosha, don't think me kind-hearted. Είμαι κακιά, κακιά σαν στρίγγλα. I'm mean, mean as a hag. Αν αρχίσεις τα παινέματα, θα με κάνεις να ντρέπομαι. If you start with the praise, you'll put me to shame. Ναι, θα στα πω όλα τα κρίματά μου. Yes, I'll tell you all my judgments. Άκου, Αλιόσα: Το 'θελα τόσο πολύ να σε καταφέρω που δεν άφηνα σε ησυχία τον Ρακίτκα κι όλο του 'λεγα να σε φέρει. Listen, Alyosha: I wanted to get you so badly that I wouldn't leave Rakitka alone and kept telling him to bring you. Του υποσχέθηκα και εικοσιπέντε ρούβλια αν σ' έφερνε. I even promised him twenty-five rubles if he brought you. Στάσου, Ρακίτκα, περίμενε! Wait, Rakitka, wait!

Πλησίασε βιαστικά το τραπέζι, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα πορτοφόλι κι από κει ένα χαρτονόμισμα των εικοσιπέντε ρουβλίων. He hurriedly approached the table, opened a drawer, took out a wallet and a twenty-five ruble note.

— Μα τι σαχλαμάρες είναι αυτές; φώναξε ταραγμένος ο Ρακίτιν. - What nonsense is this?" cried Rakitin, agitated.

— Πάρτα, Ρακίτκα, σου δίνω το χρέος μου. - Take it, Rakitka, I give you my debt. Δεν πιστεύω βέβαια να τ' αρνηθείς; Συ ο ίδιος μου το ζήτησες. Surely you won't deny it? You asked me yourself. Και του πέταξε το χαρτονόμισμα. And he threw him the bill.

— Αυτό έλειπε τώρα, να μην το πάρω κιόλας, είπε βραχνά ο Ρακίτιν. - That's all I need now, not to get it already, said Rakitin hoarsely.

Ήταν φανερό πως ντρεπόταν, μα έκρυβε παλικαρίσια την ντροπή του. It was obvious that he was ashamed, but he was hiding his shame with great courage.

— Τούτο το εικοσιπεντάρικο είναι ό,τι μου χρειάζεται. - This twenty-five is all I need. Αν δεν υπήρχαν και οι βλάκες πώς θα ζούσαν οι έξυπνοι; If there were no dumb people, how would the smart people live?

— Και τώρα σώπαινε πια, Ρακίτκα· τώρα όλα όσα θα πω δεν είναι για τ' αυτιά σου. - And now be silent now, Rakiitka; now all that I shall say is not for your ears. Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε. Sit there in the corner and be quiet. Δε μας αγαπάς, σώπαινε λοιπόν. You don't love us, so be quiet.

— Και γιατί τάχα να σας αγαπάω; γρύλισε ο Ρακίτιν χωρίς να κρύβει πια το θυμό του. - And why should I love you?Rakitin growled, no longer hiding his anger.

Το εικοσιπεντάρικο το 'βαλε στην τσέπη του. He pocketed the 25 bucks. Όμως ντρεπόταν που όλα αυτά γίνανε μπροστά στον Αλιόσα. But he was ashamed that all this was happening in front of Aliosha. Υπολόγιζε πως θα πληρωνόταν μετά, έτσι που να μην το μάθαινε ποτέ ο άλλος,. He figured he'd get paid afterwards, so that the other guy would never know. Μα τώρα απ' την ντροπή μάνιασε. But now he's ashamed of his shame. ως τα τώρα το 'βρισκε προτιμότερο να μην πηγαίνει και πολύ κόντρα στην Γκρούσενκα, παρ' όλα τα πειράγματα και την περιφρόνησή της, γιατί ήταν φανερό πως αυτή είχε κάποια εξουσία πάνω του. so far he found it better not to go against Grushenka too much, in spite of all her teasing and scorn, for it was obvious that she had some power over him. Μα τώρα πια έχασε την υπομονή του και θύμωσε. But now he had lost his patience and was angry.

— Αγαπάει κανείς για κάτι. - One loves for something. Μα σεις οι δυο τι καλό μου κάνατε; What good have you two done me?

— Ν' αγαπάς χωρίς να περιμένεις τίποτα. - To love without expecting anything. Νά, όπως αγαπάει ο Αλιόσα. Here, like Aliosa loves.

— Και πώς σ' αγαπάει δηλαδή; Τι καλό σου 'κανε και τον έχεις μη στάξει και μη βρέξει; - And how does he love you? What good has he done you, and you've got him rain or shine?

Η Γκρούσενκα στεκόταν στη μέση της κάμαρας. Grushenka was standing in the middle of the chamber. Μιλούσε με θέρμη και στη φωνή της ακούστηκε κάποιος τόνος υστερίας. She spoke fervently and there was a tone of hysteria in her voice.

— Σώπα, Ρακίτκα, δεν μπορείς καθόλου να μας καταλάβεις! - Hush, Rakitka, you can't understand us at all! Και να μη σε ξανακούσω να μου μιλάς με το συ, κατάλαβες; Δε στο επιτρέπω. And I don't want to hear you talk to me with your "you" again, understand? I won't allow it. Από πού κι ως πού τέτοιο θράσος; Νά! Where did you get the nerve? Here! Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε σαν λακές μου. Sit there in the corner and be quiet as my lackey. Και τώρα, Αλιόσα, θα σου πω όλη την αλήθεια, για να δεις τι άτιμη που είμαι! And now, Alyosha, I'll tell you the whole truth, so you can see what a wretch I am! Εσένα στα λέω κι όχι στον Ρακίτκα. I'm talking to you, not to Rakitka. Ήθελα να σε καταστρέψω, Αλιόσα· όρκο σου δίνω πως δε λέω ψέματα, το 'χα αποφασίσει πια. I wanted to destroy you, Alyosha; I swear to you that I am not lying, I had made up my mind. Τόσο πολύ το 'θελα που δωροδόκησα τον Ρακίτκα για να σε φέρει εδώ πέρα. I wanted it so bad I bribed Rakitka to bring you here. Και γιατί το θέλησα τόσο πολύ; Εσύ, Αλιόσα, δεν έβαζες τίποτα με το νου σου, απέστρεφες το πρόσωπό σου, περνούσες από μπροστά μου με τα μάτια χαμηλωμένα. And why did I want it so much?You, Alyosha, you didn't put anything in your mind, you turned your face away, you walked past me with your eyes downcast. Όμως εγώ εκατό φορές σε κοίταξα, άρχισα να τους ρωτάω όλους για σένα. But I looked at you a hundred times, I started asking everyone about you. Η μορφή σου έμεινε για πάντα χαραγμένη στην καρδιά μου: «Με περιφρονεί», σκεφτόμουν, «ούτε να με κοιτάξει δε θέλει». Your figure was forever etched in my heart: 'He despises me', I thought, 'he won't even look at me'. Ώσπου στο τέλος άρχισα ν' απορώ και η ίδια με τον εαυτό μου: «Γιατί φοβάμαι ένα τέτοιο παιδαρέλι; Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Until at the end I began to wonder to myself: 'Why am I afraid of such a child?I will swallow him and laugh at him'. Είχα μανιάσει. I was in trouble. Κανένας δε θα τολμήσει να πει —το πιστεύεις τάχα;— ούτε να το σκεφτεί καν πως μπορεί να 'ρθει στο σπίτι της Αγκραφένα Αλεξάντροβνα γι' αυτή τη βρωμοδουλειά. No one will dare to say - do you think so?- or even think that he can come to Agrafena Alexandrovna's house for this dirty work. Μονάχα το γέρο μου έχω, είμαι δεμένη μαζί του, πουλήθηκα σ' αυτόν, ο Σατανάς μας στεφάνωσε. I have only my old man, I am bound to him, I was sold to him, Satan has crowned us. Όμως άλλος, κανένας. But no one else, no one. Μα βλέποντας εσένα τ' αποφάσισα: «Αυτόν θα τον καταπιώ. But when I saw you, I decided, "I'll swallow him. Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». I'll swallow it and laugh about it." Βλέπεις τι παλιόσκυλο είμαι; Και συ με είπες αδερφή σου! You see what an old dog I am? And you called me your sister! Τώρα ήρθε αυτός που με κατάστρεψε· κάθομαι δω και περιμένω ειδήσεις. Now the one who destroyed me has come; I sit here waiting for news. Και ξέρεις τι ήταν για μένα αυτός ο άνθρωπος; Εδώ και πέντε χρόνια, όταν μ' έφερε δω πέρα ο Κουζμά, κρυβόμουν απ' τους ανθρώπους για να μη μ' ακούν και να μη με βλέπουν. And do you know what that man was to me?For five years, when Kuzma brought me here, I was hiding from people so they wouldn't hear me and wouldn't see me. Αδυνατούτσικη, ανοητούτσικη, καθόμουν κι έκλαιγα μ' αναφυλλητά, νύχτες ολάκερες ξαγρυπνούσα και σκεφτόμουν: «Πού να 'ναι τάχα αυτός ο παλιάνθρωπος; Ζει με μιαν άλλη σίγουρα και με κοροϊδεύει. Feeble, foolish, I sat and cried with blisters, nights and nights I lay awake thinking: 'Where could that scoundrel be?He lives with another woman, surely, and he's making fun of me. Ας γινόταν», σκεφτόμουνα,. Let it be done," I thought. «να τον βρω καμιά φορά, να τον συναντήσω και τότε πια, τότε πια θα του το πληρώσω, τότε πια θα του το πληρώσω!» Καθόμουνα τις νύχτες και μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρια και τα σκεφτόμουν πάλι και πάλι όλα αυτά, ξέσκιζα επίτηδες την καρδιά μου, την έτρεφα με το θυμό μου. "to find him once, to meet him and then I'll pay him back, then I'll pay him back, then I'll pay him back!"I would sit up at night and soak my pillow with tears and think about all this again and again, deliberately tearing my heart out, feeding it with my anger. «Θα του τα ξεπληρώσω, θα του τα ξεπληρώσω!» Ήταν φορές που ξεφώνιζα κιόλας στο σκοτάδι. "I'll pay him back, I'll pay him back!"There were times when I would scream in the dark. Μα σαν θυμόμουν πως τίποτα δε θα μπορέσω να του κάνω και πως εκείνος τώρα με κοροϊδεύει, ίσως μάλιστα να με είχε ξεχάσει κι ολότελα, ριχνόμουν απ' το κρεβάτι στο πάτωμα, πνιγόμουνα στ' ανήμπορα δάκριά μου και τρανταζόμουν απ' τους λυγμούς ως τα ξημερώματα. But as I remembered that I could do nothing to him and that he was now laughing at me, perhaps he had even forgotten me altogether, I threw myself from the bed to the floor, choking on my helpless tears and sobbing until dawn. Το πρωί σηκωνόμουν σαν λυσσασμένη σκύλα και με χαρά μου θα κατάπινα όλο τον κόσμο. In the morning I would get up like a rabid bitch and happily swallow the whole world. Ύστερα, τι νομίζεις, άρχισα να μαζεύω λεφτά, έγινα άσπλαχνη, χόντρυνα· νομίζεις όμως πως έβαλα μυαλό; Κάθε άλλο. Then, what do you think, I started saving money, I became ruthless, I got fat; but do you think I got wise?Not at all. Κανένας δεν το βλέπει και δεν το ξέρει σ' όλη την οικουμένη, όμως, σαν απλωθούν τα σκοτάδια της νύχτας, κοίτομαι καμιά φορά όπως και τότε που ήμουν κοριτσάκι, εδώ και πέντε χρόνια, τρίζω τα δόντια μου και κλαίω ως το πρωί. No one in the whole world sees it or knows it, but as the darkness of the night spreads, I sometimes look at it as I did when I was a little girl five years ago, gnashing my teeth and crying until morning. «Θα μου το πληρώσει, θα μου το πληρώσει», σκέφτομαι! "He's going to pay me, he's going to pay me," I think! Τ' άκουσες όλα αυτά; Ε, τώρα λοιπόν πώς με καταλαβαίνεις; Εδώ κι ένα μήνα παίρνω ξαφνικά εκείνο το γράμμα. Did you hear all that?Well, now how do you understand me?For a month now I suddenly get that letter. Έρχεται, μου λέει· η γυναίκα του πέθανε, θέλει να με δει. He comes, he says; his wife is dead, he wants to see me. Μου κόβεται η ανάσα. I'm breathless. Θεέ μου, σκέφτηκα ξαφνικά: Θα 'ρθει και θα μου σφυρίξει, θα με φωνάξει και γω θα συρθώ κοντά του σαν δαρμένο σκυλάκι με την ουρά κατεβασμένη, σαν ένοχη απέναντί του! My God, I suddenly thought: he will come and whistle at me, he will call me, and I will crawl to him like a beaten dog with its tail down, like a guilty woman against him! Τα σκέφτομαι αυτά και δεν μπορώ να τα πιστέψω και η ίδια: «Είμαι ή δεν είμαι τιποτένια; Θα τρέξω ή όχι κοντά του;» Και ήμουν πιο θυμωμένη με τον εαυτό μου αυτό το μήνα απ' όσο ήμουν εδώ και πέντε χρόνια. I think about these things and I can't believe them myself, "Am I or am I not a lowlife?Am I going to run to him or not? "And I was angrier at myself this month than I have been in five years. Τώρα το βλέπεις, Αλιόσα, τι αχαλίνωτη είμαι, τι μανιασμένη. Now you see, Alyosha, what a rampant, what a maniac I am. Σου είπα όλη την αλήθεια! Διασκέδαζα με τον Μίτια μόνο και μόνο για να μην τρέξω σε κείνον. I was having fun with Mitia just so I wouldn't run into him. Σώπα, Ρακίτκα, εσύ δεν μπορείς να με κρίνεις, όλα αυτά δεν τα είπα σε σένα. Hush, Rakitka, you can't judge me, I didn't tell you all this. Τώρα, πριν έρθετε, πλάγιαζα δω πέρα, σκεφτόμουν, περίμενα, αποφάσιζα όλη τη μοίρα μου και ποτέ δε θα μάθετε τι είχα στην καρδιά μου. Now, before you came, I was lying here, thinking, waiting, deciding my whole fate, and you will never know what was in my heart. Όχι, Αλιόσα, πες στη δεσποινίδα σου να μη θυμώνει με τα προχτεσινά!... No, Alyosha, tell your young lady not to be angry about the day before yesterday. Κανένας στον κόσμο δεν ξέρει τι αισθάνομαι τώρα, μα κι ούτε μπορεί να ξέρει... Γιατί μπορεί σήμερα κιόλας να πάρω ένα μαχαίρι μαζί μου πηγαίνοντας εκεί, δεν τ' αποφάσισα ακόμα... No one in the world knows what I feel now, but neither can they... Because I might even today take a knife with me when I go there, I haven't decided yet...

Και προφέροντας αυτά τα «συγκινημένα» λόγια η Γκρούσενκα δε βάσταξε, δεν τέλειωσε τη φράση της, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, έπεσε πάνω στα μαξιλάρια κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. And uttering these "touching" words, Grushenka did not stop, did not finish her sentence, hid her face in her palms, fell on the cushions and started sobbing like a little child. O Αλιόσα σηκώθηκε και πλησίασε τον Ρακίτιν. Aliosa stood up and approached Rakitin.

— Μίσα, του είπε, μη θυμώνεις. - Misha, he said to him, don't be angry. Αυτή σε πρόσβαλε, όμως μη θυμώνεις. She insulted you, but don't be angry. Την άκουσες; Δεν πρέπει να 'χουμε τόσο πολλές απαιτήσεις από μιαν ανθρώπινη ψυχή, πρέπει να 'μαστε πιο σπλαχνικοί... Did you hear her?We shouldn't make so many demands on a human soul, we should be more compassionate...

O Αλιόσα πρόφερε αυτά τα λόγια μέσα σε μιαν ασυγκράτητη ορμή αισθήματος. Alyosha uttered these words in an irrepressible rush of emotion. Ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει και γι' αυτό μίλησε στον Ρακίτιν. He felt the need to vent and that's why he spoke to Rakitin. Αν δεν ήταν κανένας εκεί, τότε θα μιλούσε φωναχτά· μονάχος του. If no one was there, then he would have spoken aloud; alone.

Μα ο Ρακίτιν τον κοίταξε κοροϊδευτικά κι ο Αλιόσα απότομα σταμάτησε. But Rakitin looked at him mockingly and Aliosha abruptly stopped.

— Γέμισες το κεφάλι σου με γνώμες του στάρετς και τώρα κάθεσαι και μου τις ξεφουρνίζεις. - You filled your head with starlet opinions and now you sit there and spout them at me. Αλιόσετσκα, Άνθρωπε του Θεού, πρόφερε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο μίσος ο Ρακίτιν. 'Aliosetska, Man of God,' Rakitin pronounced with a smile full of hatred.

— Μην κοροϊδεύεις, Ρακίτιν, μην ειρωνεύεσαι, μη μιλάς για τον νεκρό. - Don't mock, Rakitin, don't mock, don't mock, don't talk about the dead man. Εκείνος ήταν ανώτερος απ' όλους που υπήρξαν στη γη! He was superior to all who have existed on earth! φώναξε ο Αλιόσα με φωνή γεμάτη δάκρια. Alyosha cried in a voice full of tears. Δε σου μίλησα σαν δικαστής μα σαν ο έσχατος κατηγορούμενος. I didn't speak to you as a judge, but as the ultimate defendant. Τι είμαι εγώ μπροστά σ' αυτήν; Ερχόμουνα δω πέρα γυρεύοντας το χαμό μου κι όμως έλεγα: «Δε με νοιάζει, δε με νοιάζει τίποτα!» Κι όλα αυτά γιατί ήμουν μικρόψυχος. What am I in front of her?I came here looking for my doom and yet I said, "I don't care, I don't care about anything!" Όμως αυτή, ύστερα από βάσανα πέντε χρόνων, τα συγχώρεσε όλα μόλις ήρθε κάποιος και της είπε μια λέξη ειλικρίνειας. But she, after five years of suffering, forgave it all as soon as someone came and said a word of honesty. Τα συγχώρεσε όλα, τα ξέχασε και τώρα κλαίει! He forgave everything, forgot everything and now he's crying! Γύρισε αυτός που την είχε προσβάλει, την καλεί, κι αυτή όλα του τα συγχωράει και βιάζεται χαρούμενη να τον ξαναδεί. The man who had insulted her is back, he calls her, and she forgives him everything and hurries happily to see him again. Το μαχαίρι δε θα το πάρει, όχι δε θα το πάρει! The knife won't take it, no it won't! Εγώ δεν είμαι να κάνω κάτι τέτοιο. I am not to do that. Δεν ξέρω αν εσύ είσαι, Μίσα, μα εγώ δεν είμαι! I don't know if it's you, Misha, but it's not me! Σήμερα, τώρα, πήρα ένα μάθημα... Αυτή είναι ανώτερη σε αγάπη από μας... Τα 'χεις ξανακούσει αυτά που μας είπε τώρα; Όχι, σίγουρα δεν τ' άκουσες. Γιατί αν τα 'χες ξανακούσει, από καιρό πια θα τα καταλάβαινες όλα... και η άλλη που προσβλήθηκε προχτές και κείνη πρέπει να τη συγχωρέσει! Because if you had heard it before, you would have understood it all by now... and the other one who was offended the other day and she too must forgive her! Και θα τη συγχωρέσει όταν μάθει... και θα μάθει... Αυτή η ψυχή δεν έχει γαληνέψει ακόμα, πρέπει να τη λυπόμαστε... ίσως τούτη η ψυχή να κρύβει έναν ολάκερο θησαυρό... And he will forgive her when he learns... and he will learn... This soul has not yet calmed down, we must pity her... perhaps this soul hides a whole treasure...

O Αλιόσα σώπασε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Alyosha was silent because he was out of breath. O Ρακίτιν παρ' όλο το θυμό του κοίταξε απορημένος. Rakitin, for all his anger, looked puzzled. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. He never expected that the calm Alyosha would make such a tirade.

— Μωρέ δικηγόρος που βρέθηκες! - Oh, you big lawyer, where are you? Βρε, μπας και την ερωτεύτηκες; Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, ο νηστευτής μας στ' αλήθεια σ' ερωτεύτηκε. Well, have you fallen in love with her?Agrafena Alexandrovna, our fasting man has really fallen in love with you. Νίκησες! You won! φώναξε γελώντας με αναίδεια. he cried, laughing impudently. Η Γκρούσενκα σήκωσε το κεφάλι της απ' το μαξιλάρι και κοίταξε τον Αλιόσα μ' ένα συγκινημένο χαμόγελο που φώτισε ξαφνικά το κάπως πρησμένο απ' τα δάκρια πρόσωπό της. Grushenka lifted her head from the pillow and looked at Aliosha with an excited smile that suddenly lit up her somewhat tear-swollen face.

— Άστονε, Αλιόσα, καλό μου χερουβείμ, τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. - Ashton, Alyosha, my good cherub, you see what a man he is. Βρήκες σε ποιον να μιλήσεις. You found someone to talk to. Εγώ, Μιχαήλ Οσίποβιτς, γύρισε και είπε στον Ρακίτιν, ήμουν έτοιμη να σου ζητήσω συγνώμη γιατί σ' έβρισα, όμως τώρα το μετάνιωσα. I, Mikhail Osipovich, turned and said to Rakitin, I was ready to apologize to you for having insulted you, but now I regret it. Αλιόσα, έλα κοντά μου, κάτσε δω πέρα, είπε και τον καλούσε μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο. Aliosha, come here, sit here, she said, calling to him with a happy smile. Έτσι, ωραία, πες μου τώρα (τον πήρε απ' το χέρι και τον κοίταζε χαμογελώντας κατάματα) πες μου: Αυτόν που με πρόσβαλε τον αγαπάω ή όχι; Καθόμουνα δω πέρα στο σκοτάδι πριν έρθετε κι όλο ρωτούσα την καρδιά μου. So, good, tell me now (she took him by the hand and looked at him smiling in his face) tell me: do I love the one who insulted me or not?I was sitting here in the dark before you came and I kept asking my heart. Τον αγαπάω ή όχι; Πες μου το εσύ, Αλιόσα, έφτασε πια η ώρα· ό,τι μου πεις, αυτό θα κάνω. Do I love him or not?You tell me, Alyosha, the time has come; whatever you tell me, that's what I'll do. Να τον συγχωρέσω ή όχι;

— Μα αφού τον συγχώρεσες κιόλας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα. - "But you've already forgiven him," said Aliosha with a smile.

— Σωστά, τον συγχώρεσα, πρόφερε σκεφτικά η Γκρούσενκα. - Right, I forgave him, Grushenka pronounced thoughtfully. Τι άτιμη που είναι η καρδιά, μα την αλήθεια! What a wicked heart, but the truth! Στην υγειά της άτιμης καρδιάς μου λοιπόν! So here's to my dishonest heart! είπε κι άρπαξε ξαφνικά ένα ποτήρι απ' το τραπέζι. he said and suddenly grabbed a glass from the table.

Το 'πιε μονορούφι, το σήκωσε ψηλά και το 'ριξε με φόρα καταγής. He drank it in one gulp, lifted it up and threw it down in a rush. Το ποτήρι έσπασε κουδουνίζοντας. The glass broke rattling. Στο χαμόγελό της φάνηκε κάποια σκληρότητα. There was a certain cruelty in her smile.

— Μα ίσως και να μην τον συγχώρεσα ακόμα, είπε κάπως απειλητικά χαμηλώνοντας τα μάτια, σα να μιλούσε με τον εαυτό της. - But maybe I haven't forgiven him yet," she said somewhat threateningly, lowering her eyes, as if talking to herself. Ίσως η καρδιά μου να ετοιμάζεται μονάχα να τον συγχωρέσει. Perhaps my heart is only preparing to forgive him. Θα παλέψω ακόμα με την καρδιά μου. Βλέπεις, Αλιόσα, τα δάκρια που 'χυσα πέντε ολάκερα χρόνια τα 'χω πολύ αγαπήσει... Ίσως ίσως το μόνο που αγάπησα να 'ταν η προσβολή που μου 'κανε κι όχι αυτόν τον ίδιο! You see, Alyosha, the tears I have shed for five whole years I have loved very much... Perhaps perhaps the only thing I loved was the insult he gave me and not him!

— Ε, δε θα 'θελα να 'μουνα στη θέση του! - Hey, I wouldn't want to be him! είπε σχεδόν σφυρίζοντας ο Ρακίτιν. Rakitin said, almost whistling.

— Κι ούτε θα βρεθείς ποτέ, Ρακίτκα, ποτέ δε θα βρεθείς. - And you will never be found, Rakitka, you will never be found. Θα μου γυαλίζεις τα παπούτσια μου, Ρακίτκα, ναι, μονάχα γι' αυτό θα σε χρησιμοποιήσω. You'll shine my shoes, Rakitka, yes, that's all I'll use you for. Μια γυναίκα σαν και μένα δεν είναι για τα δόντια σου... Και ίσως όχι και για τα δικά του... A woman like me is not for your teeth... And maybe not for his...

— 'Έτσι; Τότε γιατί στολίστηκες; είπε σαρκαστικά ο Ρακίτιν. - 'Is that so?Then why are you all dressed up?' said Rakitin sarcastically.

— Μη με κατηγορείς για την τουαλέτα μου, Ρακίτκα, δεν την ξέρεις ακόμα καλά την καρδιά μου! - Don't blame me for my toilet, Rakitka, you don't know my heart yet! 'Αμα θέλω, το ξεσκίζω το φόρεμά μου, τώρα αμέσως το σκίζω, τούτη την ίδια στιγμή, φώναξε εκείνη δυνατά. "When I want to, I tear my dress, I tear it right now, this very moment," she cried loudly. Δεν μπορείς να ξέρεις γιατί στολίστηκα, Ρακίτκα! You can't know why I'm all dressed up, Rakitka! Ίσως να πάω και να του πω: «Με είδες ποτέ σου τόσο όμορφη ή όχι;» Γιατί εκείνος μ' άφησε δεκαεφτά χρονώ, αδύνατη, χτικιάρα και κλαψιάρα. Θα κάτσω κοντά του, θα τον χαϊδολογήσω, θα τον κάνω ν' ανάψει: «Είδες τώρα πώς είμαι»; θα του πω. I'll sit near him, I'll caress him, I'll make him light up: 'You see how I am now'; I'll tell him. «Σου φτάνει λοιπόν, ευγενέστατε κύριέ μου, γλείψου τώρα γιατί τρέχουν τα σάλια σου!» Να γιατί στολίστηκα ίσως, Ρακίτκα, τέλειωσε η Γκρούσενκα μ' ένα κακό γέλιο. "So that's enough for you, my noble lord, now lick yourself for you are drooling!""That's why I'm perhaps adorned, Rakitka," Grushenka finished with a wicked laugh. Είμαι αχαλίνωτη, Αλιόσα, μανιασμένη. I'm rampant, Alyosha, raging. Μπορώ να σκίσω το φόρεμά μου, μπορώ να παραμορφωθώ, να χαλάσω την ομορφιά μου, να κάψω το πρόσωπό μου, να το πετσοκόψω με μαχαίρι και να πάω να ζητιανεύω. I can tear my dress, I can disfigure myself, ruin my beauty, burn my face, cut it with a knife and go begging. Άμα θελήσω δε θα πάω τώρα σε κανέναν— άμα θελήσω αύριο κιόλας θα στείλω στον Κουζμά όλα όσα μου χάρισε κι όλα τα λεφτά του και θα πάω να δουλεύω όλη μου τη ζωή μεροκάματο!... If I want to, I won't go to anyone now; if I want to tomorrow I'll send Kuzma everything he gave me and all his money and I'll go and work all my life for a living!... Νομίζεις πως δεν θα το κάνω, Ρακίτκα, δε θα τολμήσω να το κάνω; Κι όμως θα το κάνω, θα το κάνω, μονάχα μη μ' ερεθίζετε... και κείνον θα τον διώξω με τις κλωτσιές, θα τον κοροϊδέψω κατάμουτρα! You think I won't do it, Rakitka, I won't dare to do it?I will do it, I will do it, but don't irritate me... and I will kick him out, I will make fun of him to his face!

Τα τελευταία λόγια τα φώναξε υστερικά, μα και πάλι δε βάσταξε, έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και ρίχτηκε πάνω στο μαξιλάρι. She shouted the last words hysterically, but still she did not stop, hid her face in her hands and threw herself on the pillow. Τρανταζόταν και πάλι απ' τα αναφυλλητά. He was again being fed by the anaphyllacteries. O Ρακίτιν σηκώθηκε:

— Καιρός να φεύγουμε, είπε. - Time to go, he said. Είναι αργά και δε θα μας αφήσουν να μπούμε στο μοναστήρι. It's late and they won't let us enter the monastery.

Η Γκρούσενκα αναπήδησε. Grushenka jumped up.

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν θέλεις να φύγεις, Αλιόσα; αναφώνησε με πικραμένη απορία. - "So you really want to leave, Alyosha?" he exclaimed in bitter wonder. «Μα τι 'ναι αυτά που μου κάνεις; Μ' ανατάραξες ολόκληρη, με κατασπάραξες και τώρα θα πρέπει να περάσω όλη τη νύχτα μονάχη μου! "But what are you doing to me?You have upset me, you have destroyed me, and now I have to spend the whole night alone!

— Μπας και θέλεις να κοιμηθεί εδώ πέρα; Δηλαδή αν το θέλει, ας μείνει! - I mean, if he wants to sleep here, he can stay. Μπορώ να φύγω και μόνος μου! I can go by myself! έχυσε το φαρμάκι του ο Ρακίτιν. Rakitin spilled his poison.

— Σώπα, κακόψυχε άνθρωπε, του φώναξε αγριεμένη η Γκρούσενκα. - "Hush, you wicked man," Grussenka shouted at him angrily. Εσύ ποτέ σου δε μου 'πες τα λόγια που 'ρθε να μου πει αυτός. You never told me the words he came to tell me.

— Τι σου είπε δηλαδή; γκρίνιαξε ερεθισμένος ο Ρακίτιν. - What did he say to you?" grumbled Rakitin irritably.

— Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε, μα τα λόγια του μπήκαν ίσα στην καρδιά μου, άνω κάτω μ' έκαναν... Ήταν ο πρώτος κι ο μοναδικός που με λυπήθηκε! - I don't know, I don't know what he said to me, but his words went straight to my heart, they turned me upside down... He was the first and only one who felt sorry for me! Αυτό είναι. Γιατί δεν ερχόσουν πρωτύτερα, καλό μου χερουβείμ, είπε και γονάτισε ξαφνικά μπροστά του σαν σε έκσταση. "Why didn't you come earlier, my good cherub," she said, suddenly kneeling down before him as if in a trance. Όλη μου τη ζωή περίμενα έναν άνθρωπο σαν και σένα, το 'ξερα πως κάποιος θα 'ρθει και θα με συγχωρέσει. All my life I've waited for a man like you, I knew someone would come along and forgive me. Πίστευα πως κάποιος θα βρεθεί να μ' αγαπήσει και μένα την τιποτένια, να μ' αγαπήσει όπως εσύ, κι όχι γιατί είμαι τιποτένια!... I thought that someone would come to love me and me, the lowly one, to love me like you, and not because I am lowly!....

— Μα τι σου έκανα λοιπόν; απάντησε ο Αλιόσα χαμογελώντας με καλοσύνη. - What have I done to you then?Alyosha replied, smiling kindly.

Έσκυψε και την πήρε απαλά απ' το χέρι. He bent down and gently took her by the hand.

— Ένα κρεμμυδάκι σου 'δωσα, ένα μικρούτσικο κρεμμυδάκι μονάχα!... - I gave you an onion, just a tiny little onion! είπε κι έβαλε κι αυτός τα κλάματα. he said and he cried too.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ξαφνικά θόρυβος απ' τον προθάλαμο, κάποιος είχε μπει στο χωλ. At that moment there was a sudden noise from the anteroom, someone had entered the hall. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε απότομα. Grushenka stood up abruptly. Φαινόταν κατατρομαγμένη. Η Φένια μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο φωνάζοντας και χειρονομώντας. Fenia came running into the room shouting and gesticulating.

— Κυρία, καλή μου κυρία, έφτασε ο μαντατοφόρος! - Madam, my dear lady, the mandaphoros has arrived! φώναξε χαρούμενα και λαχανιασμένα. he shouted happily and breathlessly. Ήρθε κι ένα αμάξι απ' το Μόκρογιε για να σας πάρει, ο αμαξάς ο Τιμοφέη με την τρόικά του, τώρα θα ζέψουν ξεκούραστα άλογα... Έφερε και γράμμα, κυρία, ένα γράμμα, νά το! A carriage came from Mokroje to pick you up, the coachman Timofei with his troika, now they will warm up the resting horses... He brought a letter, madam, a letter, here it is!

Το γράμμα το 'χε στο χέρι της κι όλη την ώρα που μιλούσε το ανέμιζε στον αέρα καθώς χειρονομούσε. The letter was in her hand and all the time she was talking she was shaking it in the air as she gestured. Η Γκρούσενκα της άρπαξε το γράμμα και πλησίασε το κερί. Grushenka grabbed the letter from her and reached for the candle. Ήταν ένα μικρό σημείωμα μονάχα, μερικές αράδες που τις διάβασε στο λεπτό. It was just a little note, a few lines that he read in a minute.

— Με κάλεσε! φώναξε κατάχλωμη και το πρόσωπό της στράβωσε από 'να αρρωστιάρικο χαμόγελο. she cried pale and her face twisted into a sickly grin. Μου σφύριξε! He whistled at me! «Τρέχα, σκυλάκι!»

Όμως μονάχα για μια στιγμή έμεινε σαν αναποφάσιστη. But only for a moment did she remain indecisive. Ξάφνου το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και φλόγισε τα μάγουλά της. Suddenly the blood rose to her head and flamed her cheeks.

— Πηγαίνω! - I'm going! φώναξε ξαφνικά. Αντίο, πέντε χρόνια μου! Αντίο, Αλιόσα, η μοίρα μου αποφασίστηκε... φευγάτε, φευγάτε, φευγάτε από δω όλοι σας, δε θέλω πια να σας βλέπω!... Goodbye, Alyosha, my fate is decided... go away, go away, go away from here all of you, I don't want to see you anymore!... Η Γκρούσενκα τρέχει για ν' αρχίσει μια καινούργια ζωή... Μη μου κρατάς κακία και συ, Ρακίτκα. Grushenka is running away to start a new life... Don't hold it against me, Rakitka. Μπορεί να βρω και το θάνατο εκεί που πάω! I might even meet death where I'm going! Ουφ! Σαν να 'μαι μεθυσμένη! Like I'm drunk!

Τους παράτησε ξαφνικά κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της. She left them suddenly and ran into her bedroom. — Τώρα πια δεν της χρειαζόμαστε! - Now we don't need her anymore! γκρίνιαξε ο Ρακίτιν. Πάμε, γιατί ίσως ν' αρχίσει πάλι τις φωνές, βαρέθηκα πια... Let's go, because maybe he'll start yelling again, I'm sick of it...

O Αλιόσα τον ακολούθησε μηχανικά. Aliosa followed him mechanically. Στην αυλή στεκόταν ένα αμάξι· ξεζεύανε τ' άλογα, κάποιος βαστούσε ένα φανάρι και πήγαινε δω και κει πολυάσχολος. There was a carriage in the yard; they were unharnessing the horses, someone was carrying a lantern and going here and there, busy. Απ' την ανοιγμένη εξώπορτα μπάζανε τα τρία ξεκούραστα άλογα. Through the open front door the three resting horses came in. Μα μόλις ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν κατέβηκαν απ' το κατώφλι, το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η Γκρούσενκα φώναξε του Αλιόσα με δυνατή και ξάστερη φωνή: But as soon as Alyosha and Rakitin stepped off the threshold, the bedroom window opened and Grushenka called out to Alyosha in a loud and clear voice:

— Αλιόσετσκα, πες χαιρετίσματα στον αδερφούλη σου τον Μίτιενκα και πες του να μη με θυμάται με κακία, εμένα που τον βασάνισα τόσο. - Aliosetska, say hello to your little brother Mitienka and tell him not to remember me with malice, me who tortured him so much. Να του πεις ακόμα τούτο: «Η Γκρούσενκα έλαχε σ' έναν κανάγια κι όχι σε σένα, τον ευγενικό». Tell him also this: 'Grushenka was given to a cannaia and not to you, the noble one.' Και να προσθέσεις ακόμα πως τον αγάπησε η Γκρούσενκα για λίγο, για μιαν ωρίτσα όλη κι όλη τον αγάπησε. And to add that Grushenka loved him for a little while, for an hour she loved him all over. Ας τη θυμάται λοιπόν, από δω και πέρα σ' όλη του τη ζωή εκείνη την ωρίτσα, έτσι πες του σου παραγγέλνει η Γκρούσενκα!... So let him remember that hour, from now on, for the rest of his life, so tell him, Grussenka orders you!...

Τέλειωσε με λυγμούς στη φωνή της. She finished with sobs in her voice. Το παράθυρο έκλεισε με θόρυβο. The window closed with a noise.

— Χμ! Χμ! μούγκρισε ο Ρακίτιν γελώντας. Τον έσφαξε τον αδερφό σου τον Μίτιενκα και τώρα του λέει να τη θυμάται κιόλας σ' όλη του τη ζωή. She slaughtered your brother Mitienka and now she tells him to remember her for the rest of his life. Μωρέ αιμοβορία! Oh, man, bloody hell!

O Αλιόσα δεν απάντησε τίποτα λες και δεν άκουσε. Alyosha didn't answer anything as if he hadn't heard. Περπατούσε γρήγορα κοντά στον Ρακίτιν σαν να βιαζόταν φοβερά. He was walking fast near Rakitin as if in a terrible hurry. Είχε ύφος αφηρημένο και βάδιζε μηχανικά. He had an abstracted look and walked mechanically. Τον Ρακίτιν ξαφνικά κάτι τον σούβλισε σαν να του 'χαν αγγίξει με το δάχτυλο μια πρόσφατη πληγή. Rakitin was suddenly stabbed by something as if a recent wound had been touched with his finger. Εντελώς άλλα περίμενε όταν έφερνε τον Αλιόσα στην Γκρούσενκα κι άλλα γίνανε· όχι εκείνα που ήθελε. Completely different things he expected when he brought Aliosha to Grushenka and other things happened; not what he wanted.

— Πολωνός είναι αυτός ο αξιωματικός της, είπε και πάλι συγκρατώντας τον εαυτό του. - "He is a Pole," said the officer, again restraining himself. Μα ούτε κι αξιωματικός δεν είναι πια, στο τελωνείο δούλευε, εκεί στην Σιβηρία, στα σύνορα της Κίνας. But he's not even an officer anymore, he used to work at the customs office, there in Siberia, on the Chinese border. Σίγουρα θα 'ναι κάνας τενεκές μικροπολωνός. I'm sure it's some kind of tin can micro-polar. Λένε πως τώρα έχασε τη θέση του. They say he has now lost his position. Άκουσε πως η Γκρούσενκα έχει λεφτά, γι' αυτό και γύρισε. He heard that Grushenka had money, so he came back. Έτσι εξηγούνται όλα τα θαύματα. That explains all the miracles.

O Αλιόσα και πάλι δεν απάντησε σαν να μην άκουσε τίποτα. Aliosha again did not answer as if he had not heard anything. O Ρακίτιν δε βάσταξε. Rakitin didn't baptize.

— Λοιπόν την έσωσες την αμαρτωλή, ε; είπε γελώντας χαιρέκακα. - So you saved the sinner, eh?" he said, laughing with a sneer. Επανέφερες το απολωλός πρόβατο στην ευθεία οδό, ε; Έδιωξες τους εφτά δαίμονες, ε; Νά λοιπόν που τα θαύματα που περιμέναμε απ' το πρωί γίνανε επιτέλους! You brought the lost sheep back on the straight and narrow, huh?You drove out the seven demons, huh?Well, the miracles we've been waiting for since morning have finally happened!

— Πάψε, Ρακίτιν, είπε πονεμένα ο Αλιόσα. - "Shut up, Rakitin," said Aliosha painfully.

— Τι συμβαίνει; Με «περιφρονείς» για τα εικοσιπέντε ρούβλια μήπως; «Πούλησε τον καλύτερο φίλο του», θα λες μέσα σου. - What's the matter?Are you "despising" me for the twenty-five rubles, perhaps? "He sold his best friend," you will say to yourself. Όμως δεν είσαι Χριστός, ούτε και γω είμαι Ιούδας. But thou art not Christ, neither am I Judas.

— Αχ, Ρακίτιν, στο λόγο μου σου λέω, το 'χα ξεχάσει κιόλας, αναφώνησε ο Αλιόσα. - 'Ah, Rakitin, I tell you, I had forgotten already,' exclaimed Alyosha. Μονάχος σου έρχεσαι και μου το θυμίζεις τώρα... You come in here and remind me now...

Μα ο Ρακίτιν, είχε πια μανιάσει για καλά. But Raquitin, he was well and truly mad.

— Δεν πάτε όλοι σας στο διάολο λέω γω! - Don't you all go to hell! κραύγασε ξαφνικά. Τι μου 'ρθε κι έμπλεξα μαζί σου! What was I thinking, getting involved with you! Δε θέλω πια να σε ξέρω. I don't want to know you anymore. Τράβα μονάχος σου. Go on your own. Το δρόμο τον ξέρεις!

Γύρισε απότομα και μπήκε σ' άλλο δρόμο, αφήνοντας τον Αλιόσα στο σκοτάδι. He turned sharply and went into another street, leaving Aliosha in the dark. O Αλιόσα βγήκε απ' την πολιτεία και πήρε το δρόμο για το μοναστήρι μεσ' απ' τα χωράφια. Aliosha left the state and made his way to the monastery through the fields.