×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 7. IV. Ο εν Κανά Γάμος

7. IV. Ο εν Κανά Γάμος

Ήταν πια πολύ αργά για τις συνήθειες του μοναστηριού όταν ο Αλιόσα έφτασε στη σκήτη. O φύλακας τον άφησε και μπήκε από μιαν ιδιαίτερη είσοδο. Το ρολόι είχε χτυπήσει εννιά, ώρα ανάπαυσης και γαλήνης ύστερα από μια τόσο πολυτάραχη για όλους μέρα. O Αλιόσα άνοιξε δειλά την πόρτα και μπήκε στο κελί του στάρετς όπου βρισκόταν τώρα το φέρετρό του. Εκτός απ' τον πάτερ Παΐσιο, που διάβαζε ολομόναχος κοντά στο φέρετρο το Ευαγγέλιο, και τον νεαρό δόκιμο Πορφύριο, που κοιμόταν στο άλλο δωμάτιο κατάχαμα, με τον βαθύ ύπνο της νιότης, κατακουρασμένος απ' τη χτεσινή ολονύχτια ομιλία κι απ' τις σημερινές φασαρίες, κανένας άλλος δεν υπήρχε στο κελί. O πάτερ Παΐσιος, αν και άκουσε πως μπήκε ο Αλιόσα, ούτε καν γύρισε να δει. O Αλιόσα πήγε στη δεξιά γωνιά, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται. Η ψυχή του ήταν γεμάτη συναισθήματα, μα κάπως συγκεχυμένα, έτσι που κανένα απ' αυτά δεν ξεχώριζε καθαρά, μα αντίθετα αναιρούσε αμοιβαία το 'να τ' άλλο μέσα σ' ένα αργό στροβίλισμα. Όμως στην καρδιά του ένιωθε κάποια γλύκα και, παράξενο, ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου γι' αυτό. Ξανάβλεπε και πάλι αυτό το φέρετρο, τον πολυαγαπημένο του νεκρό, μα η ψυχή του δεν έκλαιγε πια, δε σπάραζε από πόνο όπως το πρωί. Γονάτισε τώρα μπροστά στο φέρετρο, σαν να γονάτιζε μπροστά σε κάτι ιερό, μα στην καρδιά του και στη σκέψη του έλαμπε η χαρά. Ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό, ο αέρας ήταν καθαρός και δροσερός.

«Θα πει λοιπόν πως δυνάμωσε η μυρουδιά, μια και τ' αποφάσισαν ν' ανοίξουν το παράθυρο», σκέφτηκε ο Αλιόσα. Μα κι αυτή ακόμα η σκέψη για την οσμή της αποσύνθεσης, που μόλις πριν από λίγο του φαινόταν τόσο φριχτή, τόσο ταπεινωτική, δεν ξεσήκωσε μέσα του εκείνη την παλιά αγωνία και αγανάχτηση. Άρχισε να προσεύχεται, μα σε λίγο το παρατήρησε κι ο ίδιος πως προσεύχεται σχεδόν μηχανικά. Ξεσκίδια από σκέψεις περνούσαν απ' την ψυχή του, άναβαν σαν αστράκια κι αμέσως ξανασβήνανε, ύστερα έρχονταν άλλες.

Όμως παρ' όλα αυτά κάτι ακέραιο υπήρχε στην ψυχή του, στέρεο, καταπραϋντικό, και το καταλάβαινε. Φορές φορές άρχιζε να προσεύχεται φλογερά, ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει και ν' αγαπήσει... Μα αρχίζοντας την προσευχή, άρχιζε ξαφνικά να σκέφτεται κάτι άλλο κι αμέσως έπεφτε σε συλλογή, ξεχνούσε και την προσευχή και κείνο που την είχε διακόψει. Προσπάθησε να προσέξει σε κείνα που διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, μα όντας πολύ κουρασμένος άρχισε σιγά σιγά να τον παίρνει ο ύπνος...

«Και τη ήμερα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας», διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, «και ην η μήτηρ του Ιησού έχει εκλήθη δε και ό Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον».

«Γάμος; Τι 'ναι αυτό... γάμος...» περνούσαν σαν ανεμοστρόβιλος οι σκέψεις απ' το μυαλό του Αλιόσα. «Είναι και κείνη ευτυχισμένη, πήγε στο γλέντι... Όχι, δεν πήρε μαχαίρι μαζί της, δεν πήρε... Όλα εκείνα ήταν λόγια “θλίψης" μονάχα... Ναι... αυτά τα λόγια της “θλίψης” πρέπει να τα συγχωράμε... έτσι είναι. Αυτά τα λόγια γαληνεύουν την ψυχή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσαν τόσο εύκολα οι άνθρωποι να υποφέρουν τα βάσανά τους. O Ρακίτιν πήγε απ' το σοκάκι. Πάντα θα πηγαίνει απ' το σοκάκι ο Ρακίτιν όσο θα σκέφτεται τις προσβολές που του 'χουν κάνει... Κι όμως, ο δρόμος... ο μεγάλος, ο ίσιος, ο φωτεινός, ο κρυστάλλινος δρόμος με τον ήλιο στο τέρμα του... Ε;... τι διαβάζουν;»

«Και υστερήσαντος οίνου λέγει ή μήτηρ τού Ιησού προς αυτόν οίνον ουκ έχουσι...»

Αντηχούσε στ' αυτιά του Αλιόσα.

«Αχ, ναι, κάτι άφησα να μου ξεφύγει, κι όμως ήθελα όλο να τ' ακούσω, τ' αγαπώ αυτό το χωρίο: είναι ό έν Κανά γάμος, το πρώτο θαύμα... Αχ, αυτό το θαύμα, αυτό το όμορφο θαύμα! O Χριστός επισκέφθηκε τη χαρά των ανθρώπων κι όχι τη θλίψη τους και με το πρώτο θαύμα Του τη χαρά των ανθρώπων βοήθησε... “Όποιος αγαπάει τους ανθρώπους, εκείνος αγαπάει και τη χαρά τους"... Αυτό το 'λεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης κάθε ώρα και στιγμή, αυτό ήταν μια απ' τις κυριότερες σκέψεις του... “Χωρίς χαρά δεν μπορείς να ζήσεις", λέει ο Μίτια... Ναι, Μίτια... Κάθε ωραίο κι αληθινό είναι πάντα γεμάτο συγνώμη, κι αυτό δική του σκέψη ήταν...»

«...λέγει αυτή ό Ιησούς- τί εμοί και σοί, γύναι; ούπω ήκει ή ώρα μου· λέγει ή μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε».

«Ποιήσατε... Η χαρά, η χαρά κάποιων φτωχών, πολύ φτωχών ανθρώπων... Και βέβαια φτωχοί ήταν, αφού και στο γάμο τους δεν έφτασε το κρασί... Οι ιστορικοί γράφουν πως κοντά στη λίμνη της Γενισαρέτ και σ' όλα εκείνα τα μέρη κατοικούσαν τότε οι πιο φτωχοί άνθρωποι... οι πιο φτωχοί που μπορείς να φανταστείς... Μα ήξερε η μεγάλη καρδιά του άλλου μεγάλου πλάσματος, που ήταν κι αυτό εκεί, της Μητέρας Του, πως Εκείνος δεν κατέβηκε στη γη μονάχα για τον μεγάλο και τρομερό Του άθλο. Ήξερε πως η καρδιά του θα 'νιωθε τ' ανοιχτόκαρδο γλέντι μερικών άσημων, άσημων κι απονήρευτων πλασμάτων που Τον προσκάλεσαν καλοσυνάτα στο φτωχικό τους γάμο. «Ούπω ήκει ή ώρα μου», λέει Αυτός μ' ένα ήρεμο χαμόγελο (σίγουρα θα της χαμογέλασε με πραότητα)... Γιατί κι αλήθεια, μήπως κατέβηκε στη γη για να πολλαπλασιάζει το κρασί στους φτωχούς γάμους; Κι όμως έκανε όπως Τον παρακάλεσε Εκείνη... Αχ, πάλι διαβάζει:»

«... λέγει αυτοίς ό Ιησούς γεμίσατε τας υδρίας ύδατος, και εγέμισαν αυτάς έως άνω. και λέγει αυτοίς · αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω, και ήνεγκαν ως δε εγεύσατο ό αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον —και ουκ ήδει πόθεν εστίν. Οι δε διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ— φωνεί τον νυμφίον ό αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· σύ τετήρηκας τον καλόν οίνον εως άρτι».

«Μα τι 'ναι αυτό! Γιατί ξανοίγει έτσι το δωμάτιο... Αχ, ναι, είναι γάμος, στεφάνωμα... μα και βέβαια. Νά και οι καλεσμένοι και οι νεόνυμφοι που κάθονται και η εύθυμη παρέα... πού είναι λοιπόν ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος; Μα ποιος είναι αυτός; Ποιος; Πάλι ξανοίγει το δωμάτιο... Ποιος σηκώνεται εκεί πέρα, πίσω απ' το μεγάλο τραπέζι; Πώς... κι αυτός είναι εδώ; Μα είναι στο φέρετρο... Όμως είναι κι αυτός εδώ... σηκώθηκε, με είδε, έρχεται προς τα δω... Θεέ μου!»

Ναι, προς τα δω ερχόταν, τον πλησίασε ο ξερακιανός γεροντάκος με τις μικρές ρυτίδες στο πρόσωπο, χαρούμενος και χαμογελαστός. Το φέρετρο δεν υπάρχει πια. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε και χτες όταν καθόταν και κουβέντιαζε μαζί τους. Το πρόσωπό του όλο ξεσκέπαστο, τα μάτια του λάμπουν. Πώς γίνεται; Θα πει λοιπόν πως είναι κι αυτός στο γλέντι, τον έχουν καλέσει κι αυτόν στο γάμο που γίνεται στην Κανά της Γαλιλαίας.

— Είσαι και συ κλητός, καλέ μου, κλητός κι εκλεκτός, ακούει μιαν ήρεμη φωνή εκεί κοντά του. Γιατί κρύφτηκες εδώ πέρα και δεν έρχεσαι να σε δούμε;... Έλα και συ μαζί μας.

Είναι η φωνή του, η φωνή του στάρετς Ζωσιμά... Μα και ποιος άλλος θα μπορούσε να τον φωνάξει; O στάρετς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί από κει που ήταν γονατισμένος.

— Διασκεδάζουμε, συνεχίζει ο ξερακιανός γεροντάκος. Πίνουμε ένα κρασί καινούργιο, το κρασί της καινούργιας, της μεγάλης χαράς. Βλέπεις πόσοι πολλοί είναι οι καλεσμένοι; Νά κι ο γαμπρός και η νύφη, νά κι ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος, δοκιμάζει το καινούργιο κρασί. Γιατί με κοιτάς απορημένος; Έδωσα ένα κρεμμυδάκι, γι' αυτό βρίσκομαι δω πέρα. Και είναι πολλοί εδώ μέσα που δώσανε ο καθένας από ένα κρεμμυδάκι, από ένα μικρό κρεμμυδάκι μονάχα... Τι άλλο είναι οι πράξεις μας; Και συ, ήρεμο και μειλίχιο αγόρι μου, και συ τα κατάφερες σήμερα να δώσεις ένα κρεμμυδάκι σε μια πεινασμένη. Καιρός ν' αρχίσεις, καλέ μου, καιρός ν' αρχίσεις πράε μου, το έργο σου!... Βλέπεις τάχα τον Ήλιο μας; Τον βλέπεις;

— Φοβάμαι... δεν τολμάω να Τον κοιτάξω... ψιθύρισε ο Αλιόσα.

— Μην Τον φοβάσαι. Είναι τρομερός μέσα στο μεγαλείο Του, είναι φοβερός στο ύψος Του, μα είναι απέραντη η ευσπλαχνία Του για μας. Πήρε τη μορφή μας γιατί μας αγαπάει και τώρα διασκεδάζει μαζί μας, κάνει το νερό κρασί για να μη διακοπεί η χαρά των καλεσμένων. Περιμένει καινούργιους καλεσμένους, προσκαλεί ακατάπαυστα καινούργιους εις τους αιώνας των αιώνων. Νά, φέρνουν και το καινούργιο κρασί, το βλέπεις; Φέρνουν τις υδρίες...

Κάτι φλόγιζε την καρδιά του Αλιόσα, κάτι ξεχύλιζε τόσο που πόνεσε, δάκρια αγαλλίασης τρέχανε απ' την ψυχή του... τέντωσε μπροστά τα χέρια του, έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε...

Πάλι το φέρετρο, το ανοιχτό παράθυρο και το ήσυχο, επίσημο και καθαρό διάβασμα του Ευαγγελίου. Μα ο Αλιόσα δεν πρόσεχε πια τι διαβάζουν. Παράξενο. O ύπνος τον πήρε γονατιστόν και τώρα στεκόταν όρθιος. Ξαφνικά, σαν να τινάχτηκε απ' τη θέση του, έκανε τρία σταθερά και βιαστικά βήματα και πλησίασε στο φέρετρο. Άγγιξε μάλιστα με τον ώμο του τον πατέρα Παΐσιο μα δεν το παρατήρησε. Εκείνος σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια του απ' το βιβλίο, μα τα ξανακατέβασε αμέσως γιατί κατάλαβε πως του έφηβου του συνέβαινε κάτι παράξενο. O Αλιόσα κοίταξε κάπου μισό λεπτό το φέρετρο, τον σκεπασμένο νεκρό που κοιτόταν ασάλευτος με την εικόνα στο στήθος και την κουκούλα με τον οχτάχτινο σταυρό. Μόλις τώρα είχε ακούσει τη φωνή του. Και η φωνή εκείνη αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά του. Αφουγκραζόταν ακόμα, πρόσμενε πως κάτι θ' ακούσει ακόμα... μα ξαφνικά γύρισε απότομα και βγήκε απ' το κελί.

Ούτε στο κατώφλι δε σταμάτησε, κατέβηκε γρήγορα κάτω. Η ψυχή του ήταν γεμάτη ενθουσιασμό και διψούσε λευτεριά, απλοχωριά. Από πάνω του απλώθηκε ατέλειωτος ο ουράνιος θόλος, γεμάτος ήσυχα και λαμπερά αστέρια... Απ' το ζενίθ ως τον ορίζοντα απλωνόταν αχνοφέγγοντας ο δίκλωνος γαλαξίας. Η δροσερή και ήσυχη νύχτα αγκάλιαζε τη γη. Ούτε φύλλο δε σάλευε. Οι άσπροι πύργοι και οι χρυσοί τρούλοι της Μητρόπολης λαμπύριζαν στον ζαφειρένιο αιθέρα. Τα φθινοπωριάτικα λουλούδια στις πρασιές κοντά στο σπίτι είχαν αποκοιμηθεί και θα μένανε έτσι ως το πρωί. Η γαλήνη της γης σα να 'σμιγε με τη γαλήνη των ουρανών, το μυστήριο της γης άγγιζε το μυστήριο των άστρων... O Αλιόσα στάθηκε, κοίταξε, και ξαφνικά σωριάστηκε στη γη σαν θερισμένος.

Δεν ήξερε γιατί την αγκάλιαζε, δεν προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το 'θελε τόσο πολύ να τη φιλήσει, να τη γεμίσει όλη με φιλιά, όμως τη φιλούσε κλαίγοντας, την πότιζε με τα δάκριά του κι ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στους αιώνες των αιώνων.

«Πότισε τη γη με τα δάκρια της χαράς σου και αγάπα αυτά σου τα δάκρια...».

Τα λόγια τούτα αντηχούσαν στην ψυχή του. Γιατί έκλαιγε; Ω, έκλαιγε μέσα στον ενθουσιασμό του ακόμα και γι' αυτά τ' άστρα που του 'ριχναν το φως τους απ' το άπειρο και δεν «ντρεπόταν για την έκσταση τούτη ». Λες και τα νήματα όλων αυτών των αναρίθμητων κόσμων του Θεού είχαν διασταυρωθεί στην ψυχή του κι αυτή έπαλλε ολάκερη «στην επαφή της με τους άλλους κόσμους». Ήθελε να τους συγχωρέσει όλους και για όλα, και να ζητήσει συγνώμη. Ω, όχι για τον εαυτό του μα για όλους. Για «μένα παρακαλούν άλλοι», αντήχησε και πάλι η φωνή στην ψυχή του. Μα κάθε στιγμή ένιωθε καθαρά, σχεδόν απτά, πως κάτι το στέρεο και σχεδόν το ίδιο ακλόνητο σαν αυτόν τον ουράνιο θόλο κατέβαινε βαθιά στην ψυχή του. Κάποια ιδέα κυρίεψε το πνεύμα του για πάντα. Είχε πέσει στη γη αδύναμος έφηβος και σηκώθηκε σταθερός μαχητής για πάντα. Αυτό το αισθάνθηκε και τόνιωσε ξαφνικά την ίδια εκείνη στιγμή της έκστασής του. Ποτέ δεν ξέχασε ο Αλιόσα εκείνη τη στιγμή.

«Κάποια επιφοίτηση δέχτηκε η ψυχή μου εκείνη την ώρα», έλεγε αργότερα, πιστεύοντας ακράδαντα στα λόγια του... Ύστερα από τρεις μέρες έφυγε απ' το μοναστήρι. Έτσι υπάκουε και στην προτροπή του στάρετς του, που τον είχε διατάξει «να ζήσει μέσα στον κόσμο».

ΤΕΛΟΣ TOY ΔΕYΤΕΡΟY ΤΟΜΟY

7. IV. Ο εν Κανά Γάμος 7. IV. The Wedding at Cana

Ήταν πια πολύ αργά για τις συνήθειες του μοναστηριού όταν ο Αλιόσα έφτασε στη σκήτη. It was too late for the habits of the monastery when Alyosha arrived at the skete. O φύλακας τον άφησε και μπήκε από μιαν ιδιαίτερη είσοδο. The guard left him and entered through a special entrance. Το ρολόι είχε χτυπήσει εννιά, ώρα ανάπαυσης και γαλήνης ύστερα από μια τόσο πολυτάραχη για όλους μέρα. The clock had struck nine, a time of rest and peace after such an eventful day for everyone. O Αλιόσα άνοιξε δειλά την πόρτα και μπήκε στο κελί του στάρετς όπου βρισκόταν τώρα το φέρετρό του. Aliosa timidly opened the door and entered the starets' cell where his coffin now lay. Εκτός απ' τον πάτερ Παΐσιο, που διάβαζε ολομόναχος κοντά στο φέρετρο το Ευαγγέλιο, και τον νεαρό δόκιμο Πορφύριο, που κοιμόταν στο άλλο δωμάτιο κατάχαμα, με τον βαθύ ύπνο της νιότης, κατακουρασμένος απ' τη χτεσινή ολονύχτια ομιλία κι απ' τις σημερινές φασαρίες, κανένας άλλος δεν υπήρχε στο κελί. Apart from Father Paisios, who was reading the Gospel all alone near the coffin, and the young novice Porphyry, who was sleeping in the other room, in the deep sleep of youth, tired from last night's talk and today's troubles, there was no one else in the cell. O πάτερ Παΐσιος, αν και άκουσε πως μπήκε ο Αλιόσα, ούτε καν γύρισε να δει. Father Paisios, although he heard that Aliosha had entered, did not even turn around to see. O Αλιόσα πήγε στη δεξιά γωνιά, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται. Aliosha went to the right corner, knelt down and began to pray. Η ψυχή του ήταν γεμάτη συναισθήματα, μα κάπως συγκεχυμένα, έτσι που κανένα απ' αυτά δεν ξεχώριζε καθαρά, μα αντίθετα αναιρούσε αμοιβαία το 'να τ' άλλο μέσα σ' ένα αργό στροβίλισμα. His soul was full of emotions, but somewhat confused, so that none of them stood out clearly, but on the contrary mutually negated each other in a slow whirl. Όμως στην καρδιά του ένιωθε κάποια γλύκα και, παράξενο, ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου γι' αυτό. But in his heart he felt a certain sweetness and, strangely, Aliosha was not at all surprised about it. Ξανάβλεπε και πάλι αυτό το φέρετρο, τον πολυαγαπημένο του νεκρό, μα η ψυχή του δεν έκλαιγε πια, δε σπάραζε από πόνο όπως το πρωί. He saw that coffin again, his beloved dead man, but his soul no longer wept, no longer wrenched with pain as it had been in the morning. Γονάτισε τώρα μπροστά στο φέρετρο, σαν να γονάτιζε μπροστά σε κάτι ιερό, μα στην καρδιά του και στη σκέψη του έλαμπε η χαρά. He knelt now before the coffin, as if kneeling before something sacred, but joy shone in his heart and in his mind. Ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό, ο αέρας ήταν καθαρός και δροσερός. One window was open, the air was clean and cool.

«Θα πει λοιπόν πως δυνάμωσε η μυρουδιά, μια και τ' αποφάσισαν ν' ανοίξουν το παράθυρο», σκέφτηκε ο Αλιόσα. "So it must mean that the smell got stronger, since they decided to open the window," thought Aliosa. Μα κι αυτή ακόμα η σκέψη για την οσμή της αποσύνθεσης, που μόλις πριν από λίγο του φαινόταν τόσο φριχτή, τόσο ταπεινωτική, δεν ξεσήκωσε μέσα του εκείνη την παλιά αγωνία και αγανάχτηση. But even this thought of the smell of decay, which only a moment ago had seemed to him so horrible, so humiliating, did not arouse in him that old agony and resentment. Άρχισε να προσεύχεται, μα σε λίγο το παρατήρησε κι ο ίδιος πως προσεύχεται σχεδόν μηχανικά. He began to pray, but soon he noticed that he was praying almost mechanically. Ξεσκίδια από σκέψεις περνούσαν απ' την ψυχή του, άναβαν σαν αστράκια κι αμέσως ξανασβήνανε, ύστερα έρχονταν άλλες. Tears of thoughts passed through his soul, lit up like sparklers and immediately extinguished again, then came others.

Όμως παρ' όλα αυτά κάτι ακέραιο υπήρχε στην ψυχή του, στέρεο, καταπραϋντικό, και το καταλάβαινε. But still there was something solid in his soul, solid, soothing, and he understood it. Φορές φορές άρχιζε να προσεύχεται φλογερά, ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει και ν' αγαπήσει... Μα αρχίζοντας την προσευχή, άρχιζε ξαφνικά να σκέφτεται κάτι άλλο κι αμέσως έπεφτε σε συλλογή, ξεχνούσε και την προσευχή και κείνο που την είχε διακόψει. Many times he began to pray fervently, he felt the need to give thanks and love... But when he began to pray, he suddenly began to think of something else and immediately fell into a collection, forgetting both the prayer and what had interrupted it. Προσπάθησε να προσέξει σε κείνα που διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, μα όντας πολύ κουρασμένος άρχισε σιγά σιγά να τον παίρνει ο ύπνος... He tried to pay attention to what Father Paisios was reading, but being very tired, he slowly began to fall asleep...

«Και τη ήμερα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας», διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, «και ην η μήτηρ του Ιησού έχει εκλήθη δε και ό Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον». "And on the third day there was a marriage in Cana of Galilee," read Father Paisios, "and the mother of Jesus, and Jesus and his disciples were called to the marriage."

«Γάμος; Τι 'ναι αυτό... γάμος...» περνούσαν σαν ανεμοστρόβιλος οι σκέψεις απ' το μυαλό του Αλιόσα. "Marriage?What is this... marriage..." the thoughts went through Aliosha's mind like a whirlwind. «Είναι και κείνη ευτυχισμένη, πήγε στο γλέντι... Όχι, δεν πήρε μαχαίρι μαζί της, δεν πήρε... Όλα εκείνα ήταν λόγια “θλίψης" μονάχα... Ναι... αυτά τα λόγια της “θλίψης” πρέπει να τα συγχωράμε... έτσι είναι. "She's happy too, she went to the party... No, she didn't take a knife with her, she didn't... All those were just words of "sorrow"... Yes... those words of "sorrow" must be forgiven... that's how it is. Αυτά τα λόγια γαληνεύουν την ψυχή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσαν τόσο εύκολα οι άνθρωποι να υποφέρουν τα βάσανά τους. These words soothe the soul, without them people could not so easily suffer their sufferings. O Ρακίτιν πήγε απ' το σοκάκι. Rakitin went down the alley. Πάντα θα πηγαίνει απ' το σοκάκι ο Ρακίτιν όσο θα σκέφτεται τις προσβολές που του 'χουν κάνει... Κι όμως, ο δρόμος... ο μεγάλος, ο ίσιος, ο φωτεινός, ο κρυστάλλινος δρόμος με τον ήλιο στο τέρμα του... Ε;... τι διαβάζουν;» Rakitin will always go by the alley while he thinks of the insults he has been insulted... And yet, the street... the big, straight, bright, crystal street with the sun at the end of it... Huh?... what are they reading?"

«Και υστερήσαντος οίνου λέγει ή μήτηρ τού Ιησού προς αυτόν οίνον ουκ έχουσι...» "And the mother of Jesus saith unto him, having left wine, they have no wine..."

Αντηχούσε στ' αυτιά του Αλιόσα. It echoed in Aliosha's ears.

«Αχ, ναι, κάτι άφησα να μου ξεφύγει, κι όμως ήθελα όλο να τ' ακούσω, τ' αγαπώ αυτό το χωρίο: είναι ό έν Κανά γάμος, το πρώτο θαύμα... Αχ, αυτό το θαύμα, αυτό το όμορφο θαύμα! "Ah, yes, I let something slip, and yet I always wanted to hear it, I love this passage: it's a wedding, the first miracle... Ah, this miracle, this beautiful miracle! O Χριστός επισκέφθηκε τη χαρά των ανθρώπων κι όχι τη θλίψη τους και με το πρώτο θαύμα Του τη χαρά των ανθρώπων βοήθησε... “Όποιος αγαπάει τους ανθρώπους, εκείνος αγαπάει και τη χαρά τους"... Αυτό το 'λεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης κάθε ώρα και στιγμή, αυτό ήταν μια απ' τις κυριότερες σκέψεις του... “Χωρίς χαρά δεν μπορείς να ζήσεις", λέει ο Μίτια... Ναι, Μίτια... Κάθε ωραίο κι αληθινό είναι πάντα γεμάτο συγνώμη, κι αυτό δική του σκέψη ήταν...» Christ visited the joy of men and not their sorrow, and with His first miracle He helped the joy of men... "He who loves men, loves their joy"... This is what the deceased said and said again every hour and moment, this was one of his main thoughts... "Without joy you cannot live", says Mitia... Yes, Mitia... Every beautiful and true thing is always full of forgiveness, and this was his thought..."

«...λέγει αυτή ό Ιησούς- τί εμοί και σοί, γύναι; ούπω ήκει ή ώρα μου· λέγει ή μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε». "...Jesus saith unto her, What shall I and thou, women? thus is my hour: his mother saith unto the children, Whatsoever she shall say unto you, do ye."

«Ποιήσατε... Η χαρά, η χαρά κάποιων φτωχών, πολύ φτωχών ανθρώπων... Και βέβαια φτωχοί ήταν, αφού και στο γάμο τους δεν έφτασε το κρασί... Οι ιστορικοί γράφουν πως κοντά στη λίμνη της Γενισαρέτ και σ' όλα εκείνα τα μέρη κατοικούσαν τότε οι πιο φτωχοί άνθρωποι... οι πιο φτωχοί που μπορείς να φανταστείς... Μα ήξερε η μεγάλη καρδιά του άλλου μεγάλου πλάσματος, που ήταν κι αυτό εκεί, της Μητέρας Του, πως Εκείνος δεν κατέβηκε στη γη μονάχα για τον μεγάλο και τρομερό Του άθλο. "You have been deceived... The joy, the joy of some poor, very poor people... Of course they were poor, since even at their wedding the wine did not reach them... Historians write that near the Lake of Genisaret and in all those places the poorest people then dwelt... the poorest you can imagine... But the great heart of the other great creature, who was there too, His Mother, knew that He did not come down to earth only for His great and terrible feat. Ήξερε πως η καρδιά του θα 'νιωθε τ' ανοιχτόκαρδο γλέντι μερικών άσημων, άσημων κι απονήρευτων πλασμάτων που Τον προσκάλεσαν καλοσυνάτα στο φτωχικό τους γάμο. He knew that his heart would feel the open-hearted revelry of a few unknown, unknown and unremarkable creatures who kindly invited Him to their poor wedding. «Ούπω ήκει ή ώρα μου», λέει Αυτός μ' ένα ήρεμο χαμόγελο (σίγουρα θα της χαμογέλασε με πραότητα)... Γιατί κι αλήθεια, μήπως κατέβηκε στη γη για να πολλαπλασιάζει το κρασί στους φτωχούς γάμους; Κι όμως έκανε όπως Τον παρακάλεσε Εκείνη... Αχ, πάλι διαβάζει:» "Hence is my hour," He says with a calm smile (surely He must have smiled at her with meekness)... For indeed, did He come down to earth to multiply wine in poor marriages?And yet He did as she begged Him... Ah, she reads again:"

«... λέγει αυτοίς ό Ιησούς γεμίσατε τας υδρίας ύδατος, και εγέμισαν αυτάς έως άνω. ".... Jesus saith unto them, Fill ye the water troughs with water, and fill them up to the top. και λέγει αυτοίς · αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω, και ήνεγκαν ως δε εγεύσατο ό αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον —και ουκ ήδει πόθεν εστίν. And he saith unto them, Draw ye now, and bring to the chief captain, and let them know, as the chief captain rose up, the water of the wine that was made, and he knew not whence it was. Οι δε διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ— φωνεί τον νυμφίον ό αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· σύ τετήρηκας τον καλόν οίνον εως άρτι». And the deacons and the deacons poured out the water: and the bridegroom called the bridegroom, and said unto him, Let every man first drink the good wine, and when they are drunk, then I will let him go: thou hast made the good wine until now.

«Μα τι 'ναι αυτό! "But what is this! Γιατί ξανοίγει έτσι το δωμάτιο... Αχ, ναι, είναι γάμος, στεφάνωμα... μα και βέβαια. Why does the room open up like this... Oh, yes, it's a wedding, a wedding... of course. Νά και οι καλεσμένοι και οι νεόνυμφοι που κάθονται και η εύθυμη παρέα... πού είναι λοιπόν ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος; Μα ποιος είναι αυτός; Ποιος; Πάλι ξανοίγει το δωμάτιο... Ποιος σηκώνεται εκεί πέρα, πίσω απ' το μεγάλο τραπέζι; Πώς... κι αυτός είναι εδώ; Μα είναι στο φέρετρο... Όμως είναι κι αυτός εδώ... σηκώθηκε, με είδε, έρχεται προς τα δω... Θεέ μου!» Here are the guests and the newlyweds sitting and the merry company... so where is the wise Architricle?But who is he?Who?He opens the room again... Who is standing up over there, behind the big table?How... is he here too?But he is in the coffin... But he is here too... he got up, he saw me, he comes over here... My God!"

Ναι, προς τα δω ερχόταν, τον πλησίασε ο ξερακιανός γεροντάκος με τις μικρές ρυτίδες στο πρόσωπο, χαρούμενος και χαμογελαστός. Yes, he was coming this way, approached by the dry old man with the small wrinkles on his face, happy and smiling. Το φέρετρο δεν υπάρχει πια. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε και χτες όταν καθόταν και κουβέντιαζε μαζί τους. He's wearing the same clothes he wore yesterday when he sat and chatted with them. Το πρόσωπό του όλο ξεσκέπαστο, τα μάτια του λάμπουν. His face all uncovered, his eyes shining. Πώς γίνεται; Θα πει λοιπόν πως είναι κι αυτός στο γλέντι, τον έχουν καλέσει κι αυτόν στο γάμο που γίνεται στην Κανά της Γαλιλαίας. So he will say that he is also at the feast, he is also invited to the wedding that is taking place in Cana in Galilee.

— Είσαι και συ κλητός, καλέ μου, κλητός κι εκλεκτός, ακούει μιαν ήρεμη φωνή εκεί κοντά του. - You too are an invitee, my dear, an invitee and a chosen one, he hears a calm voice near him. Γιατί κρύφτηκες εδώ πέρα και δεν έρχεσαι να σε δούμε;... Έλα και συ μαζί μας. Why are you hiding here and not coming to see us?... Come with us.

Είναι η φωνή του, η φωνή του στάρετς Ζωσιμά... Μα και ποιος άλλος θα μπορούσε να τον φωνάξει; O στάρετς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί από κει που ήταν γονατισμένος. It is his voice, the voice of the starlet Zosima... But who else could have called him?The starlet took Aliosha by the hand and helped him up from where he was kneeling.

— Διασκεδάζουμε, συνεχίζει ο ξερακιανός γεροντάκος. - We're having fun, the dry old man continues. Πίνουμε ένα κρασί καινούργιο, το κρασί της καινούργιας, της μεγάλης χαράς. We drink a new wine, the wine of new, great joy. Βλέπεις πόσοι πολλοί είναι οι καλεσμένοι; Νά κι ο γαμπρός και η νύφη, νά κι ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος, δοκιμάζει το καινούργιο κρασί. Do you see how many guests there are?Here are the bride and groom, here is the wise Architricle, tasting the new wine. Γιατί με κοιτάς απορημένος; Έδωσα ένα κρεμμυδάκι, γι' αυτό βρίσκομαι δω πέρα. Why are you looking at me in wonder? I gave an onion, that's why I'm here. Και είναι πολλοί εδώ μέσα που δώσανε ο καθένας από ένα κρεμμυδάκι, από ένα μικρό κρεμμυδάκι μονάχα... Τι άλλο είναι οι πράξεις μας; Και συ, ήρεμο και μειλίχιο αγόρι μου, και συ τα κατάφερες σήμερα να δώσεις ένα κρεμμυδάκι σε μια πεινασμένη. And there are many here who have each given an onion, a small onion only... What else are our deeds?And you, my calm and meek boy, you too have managed today to give an onion to a hungry woman. Καιρός ν' αρχίσεις, καλέ μου, καιρός ν' αρχίσεις πράε μου, το έργο σου!... Time to begin, my dear, time to begin, my dear, time to begin your work!... Βλέπεις τάχα τον Ήλιο μας; Τον βλέπεις; Do you see our sun? Do you see it?

— Φοβάμαι... δεν τολμάω να Τον κοιτάξω... ψιθύρισε ο Αλιόσα. - I am afraid... I dare not look at Him... whispered Alyosha.

— Μην Τον φοβάσαι. Είναι τρομερός μέσα στο μεγαλείο Του, είναι φοβερός στο ύψος Του, μα είναι απέραντη η ευσπλαχνία Του για μας. He is awesome in His greatness, He is terrible in His height, but His mercy for us is infinite. Πήρε τη μορφή μας γιατί μας αγαπάει και τώρα διασκεδάζει μαζί μας, κάνει το νερό κρασί για να μη διακοπεί η χαρά των καλεσμένων. He took our form because he loves us and now he is having fun with us, making water into wine so as not to interrupt the joy of the guests. Περιμένει καινούργιους καλεσμένους, προσκαλεί ακατάπαυστα καινούργιους εις τους αιώνας των αιώνων. It waits for new guests, invites new ones unceasingly throughout the ages. Νά, φέρνουν και το καινούργιο κρασί, το βλέπεις; Φέρνουν τις υδρίες... Here, they're bringing the new wine, see? They're bringing the water...

Κάτι φλόγιζε την καρδιά του Αλιόσα, κάτι ξεχύλιζε τόσο που πόνεσε, δάκρια αγαλλίασης τρέχανε απ' την ψυχή του... τέντωσε μπροστά τα χέρια του, έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε... Something was burning in Alyosha's heart, something was pouring out so much that it hurt, tears of joy were streaming from his soul... he stretched his hands forward, let out a cry and woke up...

Πάλι το φέρετρο, το ανοιχτό παράθυρο και το ήσυχο, επίσημο και καθαρό διάβασμα του Ευαγγελίου. Again the coffin, the open window and the quiet, solemn and clear reading of the Gospel. Μα ο Αλιόσα δεν πρόσεχε πια τι διαβάζουν. But Alyosha was no longer paying attention to what they were reading. Παράξενο. O ύπνος τον πήρε γονατιστόν και τώρα στεκόταν όρθιος. Sleep took him on his knees, and now he stood upright. Ξαφνικά, σαν να τινάχτηκε απ' τη θέση του, έκανε τρία σταθερά και βιαστικά βήματα και πλησίασε στο φέρετρο. Suddenly, as if jerked from his seat, he took three firm and hurried steps and approached the coffin. Άγγιξε μάλιστα με τον ώμο του τον πατέρα Παΐσιο μα δεν το παρατήρησε. He even touched Father Paisios with his shoulder but he did not notice. Εκείνος σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια του απ' το βιβλίο, μα τα ξανακατέβασε αμέσως γιατί κατάλαβε πως του έφηβου του συνέβαινε κάτι παράξενο. He looked up from the book for a moment, but immediately lowered his eyes again because he realized that something strange was happening to the teenager. O Αλιόσα κοίταξε κάπου μισό λεπτό το φέρετρο, τον σκεπασμένο νεκρό που κοιτόταν ασάλευτος με την εικόνα στο στήθος και την κουκούλα με τον οχτάχτινο σταυρό. Aliosha looked at the coffin for half a minute or so, at the covered dead man who looked unmoving with the picture on his chest and the hood with the eight-crossed cross. Μόλις τώρα είχε ακούσει τη φωνή του. She had just now heard his voice. Και η φωνή εκείνη αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά του. And that voice still echoed in his ears. Αφουγκραζόταν ακόμα, πρόσμενε πως κάτι θ' ακούσει ακόμα... μα ξαφνικά γύρισε απότομα και βγήκε απ' το κελί. He was still listening, expecting to hear something more... but suddenly he turned abruptly and walked out of the cell.

Ούτε στο κατώφλι δε σταμάτησε, κατέβηκε γρήγορα κάτω. He didn't even stop at the threshold, he quickly went downstairs. Η ψυχή του ήταν γεμάτη ενθουσιασμό και διψούσε λευτεριά, απλοχωριά. His soul was full of enthusiasm and thirsted for freedom, for simplicity. Από πάνω του απλώθηκε ατέλειωτος ο ουράνιος θόλος, γεμάτος ήσυχα και λαμπερά αστέρια... Απ' το ζενίθ ως τον ορίζοντα απλωνόταν αχνοφέγγοντας ο δίκλωνος γαλαξίας. Above him stretched endlessly the celestial dome, full of quiet and bright stars... From the zenith to the horizon stretched the glimmering double-stranded galaxy. Η δροσερή και ήσυχη νύχτα αγκάλιαζε τη γη. The cool and quiet night embraced the earth. Ούτε φύλλο δε σάλευε. Not even a leaf would fall. Οι άσπροι πύργοι και οι χρυσοί τρούλοι της Μητρόπολης λαμπύριζαν στον ζαφειρένιο αιθέρα. The white towers and the golden domes of the Metropolis shone in the sapphire ether. Τα φθινοπωριάτικα λουλούδια στις πρασιές κοντά στο σπίτι είχαν αποκοιμηθεί και θα μένανε έτσι ως το πρωί. The autumn flowers on the lawns near the house had fallen asleep and would stay that way until morning. Η γαλήνη της γης σα να 'σμιγε με τη γαλήνη των ουρανών, το μυστήριο της γης άγγιζε το μυστήριο των άστρων... O Αλιόσα στάθηκε, κοίταξε, και ξαφνικά σωριάστηκε στη γη σαν θερισμένος. The peace of the earth seemed to mingle with the peace of the heavens, the mystery of the earth touched the mystery of the stars... Aliosha stood, looked, and suddenly collapsed to the earth as if reaped.

Δεν ήξερε γιατί την αγκάλιαζε, δεν προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το 'θελε τόσο πολύ να τη φιλήσει, να τη γεμίσει όλη με φιλιά, όμως τη φιλούσε κλαίγοντας, την πότιζε με τα δάκριά του κι ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στους αιώνες των αιώνων. He didn't know why he was hugging her, he didn't try to understand why he wanted so much to kiss her, to fill her with kisses, but he kissed her crying, watered her with his tears and swore ecstatically to love her for centuries.

«Πότισε τη γη με τα δάκρια της χαράς σου και αγάπα αυτά σου τα δάκρια...». "Water the earth with the tears of your joy and love these tears...".

Τα λόγια τούτα αντηχούσαν στην ψυχή του. These words echoed in his soul. Γιατί έκλαιγε; Ω, έκλαιγε μέσα στον ενθουσιασμό του ακόμα και γι' αυτά τ' άστρα που του 'ριχναν το φως τους απ' το άπειρο και δεν «ντρεπόταν για την έκσταση τούτη ». Why was he crying?Oh, he was crying in his excitement even for those stars that were shining their light on him from infinity and he was "not ashamed of this ecstasy". Λες και τα νήματα όλων αυτών των αναρίθμητων κόσμων του Θεού είχαν διασταυρωθεί στην ψυχή του κι αυτή έπαλλε ολάκερη «στην επαφή της με τους άλλους κόσμους». As if the threads of all these innumerable worlds of God had crossed over in his soul and it had become whole "in its contact with the other worlds". Ήθελε να τους συγχωρέσει όλους και για όλα, και να ζητήσει συγνώμη. He wanted to forgive everyone and everything, and apologize. Ω, όχι για τον εαυτό του μα για όλους. Oh, not for himself but for everyone. Για «μένα παρακαλούν άλλοι», αντήχησε και πάλι η φωνή στην ψυχή του. For "others beg for me," the voice echoed again in his soul. Μα κάθε στιγμή ένιωθε καθαρά, σχεδόν απτά, πως κάτι το στέρεο και σχεδόν το ίδιο ακλόνητο σαν αυτόν τον ουράνιο θόλο κατέβαινε βαθιά στην ψυχή του. But every moment he felt clearly, almost tangibly, that something as solid and almost as firm as that heavenly dome was descending deep into his soul. Κάποια ιδέα κυρίεψε το πνεύμα του για πάντα. An idea took hold of his mind forever. Είχε πέσει στη γη αδύναμος έφηβος και σηκώθηκε σταθερός μαχητής για πάντα. He had fallen to earth a weak teenager and stood up a steadfast fighter forever. Αυτό το αισθάνθηκε και τόνιωσε ξαφνικά την ίδια εκείνη στιγμή της έκστασής του. This he felt and felt suddenly at that very moment of his ecstasy. Ποτέ δεν ξέχασε ο Αλιόσα εκείνη τη στιγμή. Aliosha never forgot that moment.

«Κάποια επιφοίτηση δέχτηκε η ψυχή μου εκείνη την ώρα», έλεγε αργότερα, πιστεύοντας ακράδαντα στα λόγια του... Ύστερα από τρεις μέρες έφυγε απ' το μοναστήρι. "My soul received an epiphany at that moment", he said later, firmly believing in his words... After three days he left the monastery. Έτσι υπάκουε και στην προτροπή του στάρετς του, που τον είχε διατάξει «να ζήσει μέσα στον κόσμο». Thus he obeyed the admonition of his starlet, who had ordered him "to live in the world".

ΤΕΛΟΣ TOY ΔΕYΤΕΡΟY ΤΟΜΟY END OF THE SECOND SECTION