×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 25. Η γριά Χάρμαινα

25. Η γριά Χάρμαινα

Ενώ ανέβαιναν για το Χλωρό, απάντησαν μια γριά φορτωμένη ένα δεμάτι κλαδιά.

Ήταν η βάβω η Χάρμαινα, η πιο γριά που υπάρχει στο Μικρό Χωριό. Λένε πως είναι ενενήντα χρονών, μα η ίδια δε θυμάται πόσο είναι. Κι όμως δεν μπορεί, λέει, να ζήσει χωρίς δουλειά.

Θα δουλεύει, ώσπου να την πάρει ο Θεός.

—Καλημέρα, κυρούλα, της φώναξαν.

—Η ώρα η καλή, αγγόνια μου, απάντησε.

—Είσαι καλά, κυρούλα;

—Τι καλά να είμαι ‘γώ, παιδιά μου! Μόνο δόξα να 'χει ο Θεός. Αχ, ας ξαποστάσω λίγο.

Απόθεσε το μικρό της φόρτωμα στο πεζούλι κι αναστέναξε η κυρούλα η καημένη· αναστέναξε από τον κόπο κι από τα χρόνια.

Είχε βαρεθεί να ζει. Έτσι λέει. Κι όμως αν ερχόταν ένας να της πάρει και τη ζωή και το φόρτωμα, δε θα 'δινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Όσο κανείς στέκει στα πόδια του, είναι πάντα η ζωή καλή.

Από τη ζώνη της γριάς κρεμόταν ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε μέσα λάδι.

—Κι από πού έρχεσαι, κυρούλα;

—Η χάρη της! Πήγα κι άναψα το καντήλι στην Άγια Ζώνη, στο ρημοκλήσι.

—Πού είναι αυτό;

—Εδώ που ανεβαίνουμε. Είναι γκρεμισμένο. Μα ξέρεις τι παλιό; Ήμουνα σαν εσάς μικρή και κείνο είχε γκρεμιστεί. Μα ‘γώ πάω κι ανάβω το καντήλι της χάρης της δυο φορές τη βδομάδα.

Ξέρεις πόσον καιρό βάνω λάδι σ' αυτό το καντήλι; Τριάντα χρόνια τώρα. Έχω βλέπεις δυο ρίζες ελιές· ναίσκε. Κι η Άγια Ζώνη, παιδί μου, τους δίνει πάντα καρπό· για τα λάχανά μου και για το καντήλι.

Και δεν κάνει, βλέπεις, να μείνει κείνο το καντήλι δίχως λάδι. Γιατί αυτό το ρημοκλήσι είναι παλιό από παππού και προσπάππου. Κι όσο το καντήλι του είναι αναμμένο φοβάται να βγει ο ξορκισμένος.

—Και ποιος είναι αυτός ο ξορκισμένος;

—Η ώρα η κακή του, το ξόρκι να τον πιάσει! Αράπης είναι, μακριά από ‘δώ, στον Αραπόβραχο κάθεται. Ναίσκε.

—Και πώς είναι; Είναι μαύρος;

—Μαύρος, κατάμαυρος, ένας τόσος αράπης! Εγώ τον είδα.

—Τον είδες λέει; ρώτησαν όλοι μαζί κι έσκυψαν ν' ακούσουν καλύτερα.

—Αμ δεν τον είδα! Ξέρεις πόσα χρόνια είναι από τότε; Ήμουνα μικρή σαν και την αφεντιά σας. Ήταν ακόμη τότε οι Τούρκοι. Και καθώς βράδιαζε, κοιτάζουμε, τι να δούμε. Απάνω στον βράχο στην κορφή καθόταν και κοίταζε! Ναίσκε.

—Ποπό! έκανε ο Σπύρος, και πού είναι αυτός ο βράχος, κυρούλα;

—Είναι μακριά από ‘δώ, σ' άλλο βουνό· πίσω απ' τον ήλιο!

—Για πες μας, κυρούλα, λέει ο Κωστάκης, ανάβει καμιά φωτιά τη νύχτα;

—Ανάβει και φωτιά πολλές φορές.

—Ακούς, Μαθιέ! λέει ο Κωστάκης.

—Ναίσκε, σ' αυτήν τη φωτιά ο ξορκισμένος καίει τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά μαλλιά των νυφάδων που άρπαξε. Φαίνονται δα στην ανηφοριά τα πετρωμένα τους συμπεθερικά. Μόνο ας πούμε το Κύρι' ελέησον τρεις φορές: Κύρι' ελέησον! Κύρι' ελέησον! Κύρι' ελέησον! Βοηθήστε με, παιδιά μου, να φορτωθώ γιατί νύχτωσα. Αχ!

Τη βοήθησαν να φορτωθεί το δεμάτι τα ξύλα και τράβηξε σιγά τον κατήφορο.

25. Η γριά Χάρμαινα |old woman|old woman 25. Old Charmina 25. Vieja Charmina 25. Vieux Charmina 25. Stara Charmina 25. Velha Charmina

Ενώ ανέβαιναν για το Χλωρό, απάντησαν μια γριά φορτωμένη ένα δεμάτι κλαδιά. while|were climbing|||Green|answered||old woman|loaded||a bundle|branches While they were climbing up to Chloro, they answered an old woman carrying a bundle of branches.

Ήταν η βάβω η Χάρμαινα, η πιο γριά που υπάρχει στο Μικρό Χωριό. ||grandmother||grandmother|||||there is|||Village She was the most old woman in the Little Village, the most old woman in the Little Village. Λένε πως είναι ενενήντα χρονών, μα η ίδια δε θυμάται πόσο είναι. |||ninety||||||remembers|how old| They say she is ninety years old, but she doesn't remember how old she is. Κι όμως δεν μπορεί, λέει, να ζήσει χωρίς δουλειά. ||||||||work And yet, he says, he cannot live without a job.

Θα δουλεύει, ώσπου να την πάρει ο Θεός. ||until||||| She'll work until God takes her.

—Καλημέρα, κυρούλα, της φώναξαν. |little lady|| -"Good morning, miss," they called to her.

—Η ώρα η καλή, αγγόνια μου, απάντησε. ||||little ones||answered -The time is good, my angels, he answered.

—Είσαι καλά, κυρούλα; -Are you all right, miss?

—Τι καλά να είμαι ‘γώ, παιδιά μου! ||||I|| -What a good thing I am, my children! Μόνο δόξα να 'χει ο Θεός. only|glory||has|| God be praised. Αχ, ας ξαποστάσω λίγο. ||rest| Oh, let me rest a while.

Απόθεσε το μικρό της φόρτωμα στο πεζούλι κι αναστέναξε η κυρούλα η καημένη· αναστέναξε από τον κόπο κι από τα χρόνια. deposited||||loading||little ledge||sighed||little lady||poor|sighed|||effort||||years She laid her little load on the terrace and the poor little lady sighed; she sighed from the toil and the years.

Είχε βαρεθεί να ζει. Had|bored|| He was tired of living. Έτσι λέει. He says. Κι όμως αν ερχόταν ένας να της πάρει και τη ζωή και το φόρτωμα, δε θα 'δινε ούτε το ένα ούτε το άλλο. |||was coming||||||||||burden||||||||| And yet if one came to take both her life and her burden, she would give neither.

Όσο κανείς στέκει στα πόδια του, είναι πάντα η ζωή καλή. As long as|as long as|stands||feet|||always||| As long as one stands on one's feet, life is always good.

Από τη ζώνη της γριάς κρεμόταν ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε μέσα λάδι. ||belt|||was hanging|||small bottle||had|inside|oil From the old woman's belt hung a small bottle with oil in it.

—Κι από πού έρχεσαι, κυρούλα; |||are you coming|lady -And where are you from, lady?

—Η χάρη της! |grace of her| -Her grace! Πήγα κι άναψα το καντήλι στην Άγια Ζώνη, στο ρημοκλήσι. ||lit||candle||Holy|Holy Belt||small church I went and lit the candle in the Holy Belt, in the chapel.

—Πού είναι αυτό; -Where is it?

—Εδώ που ανεβαίνουμε. ||we are climbing -Here we go up. Είναι γκρεμισμένο. |is demolished Es wird abgerissen. It's demolished. Μα ξέρεις τι παλιό; Ήμουνα σαν εσάς μικρή και κείνο είχε γκρεμιστεί. |||old|I was||you|||that||had collapsed But do you know what old?I was a little girl like you and that one had been torn down. Μα ‘γώ πάω κι ανάβω το καντήλι της χάρης της δυο φορές τη βδομάδα. ||||light||candle||grace|||||week But I go and light her candle of grace twice a week.

Ξέρεις πόσον καιρό βάνω λάδι σ' αυτό το καντήλι; Τριάντα χρόνια τώρα. ||time|put|oil||||lamp||| Do you know how long I've been putting oil in this candle? Thirty years now. Έχω βλέπεις δυο ρίζες ελιές· ναίσκε. I have|you see||roots|olive trees|yes indeed I have two olive roots, you see. Κι η Άγια Ζώνη, παιδί μου, τους δίνει πάντα καρπό· για τα λάχανά μου και για το καντήλι. ||||||||always|fruit|||vegetables|||||lamp And the Holy Belt, my child, always gives them fruit, for my cabbage and for the candle.

Και δεν κάνει, βλέπεις, να μείνει κείνο το καντήλι δίχως λάδι. ||does not|||should not stay|that||lamp|without oil|oil And it's not good, you see, to leave that candle without oil. Γιατί αυτό το ρημοκλήσι είναι παλιό από παππού και προσπάππου. |||small chapel||||grandfather||and great-grandfather Because this chapel is old from grandfather and grandfather's time. Κι όσο το καντήλι του είναι αναμμένο φοβάται να βγει ο ξορκισμένος. |as long as||lamp candle|||lit|fears||go out||exorcised person Und solange seine Kerze brennt, hat er Angst, aus dem Bann zu kommen. And as long as his candle is lit he fears to come out of the spell.

—Και ποιος είναι αυτός ο ξορκισμένος; |||||exorcised -And who is this exorcised one?

—Η ώρα η κακή του, το ξόρκι να τον πιάσει! |||bad|||spell|||catch -His evil hour, the spell to catch him! Αράπης είναι, μακριά από ‘δώ, στον Αραπόβραχο κάθεται. black man||||||Arab rock|sits He's a nigger, far from here, sitting in the nigger hole. Ναίσκε. yes Naisuke.

—Και πώς είναι; Είναι μαύρος; -And what does he look like? Is he black?

—Μαύρος, κατάμαυρος, ένας τόσος αράπης! |jet black||such|black -Black, jet black, such a nigger! Εγώ τον είδα. I||saw I saw him.

—Τον είδες λέει; ρώτησαν όλοι μαζί κι έσκυψαν ν' ακούσουν καλύτερα. ||he says|||||leaned||to listen|better -"You saw him?" they all asked together and bent down to listen better.

—Αμ δεν τον είδα! um|||didn't see -I didn't see him! Ξέρεις πόσα χρόνια είναι από τότε; Ήμουνα μικρή σαν και την αφεντιά σας. ||years||||I was|||||yourself| Do you know how many years it has been since then? I was small like you. Ήταν ακόμη τότε οι Τούρκοι. were|still|then||Turks The Turks were still around then. Και καθώς βράδιαζε, κοιτάζουμε, τι να δούμε. |as|it was getting dark|we look|||see And as it was getting dark, we looked, what to see. Απάνω στον βράχο στην κορφή καθόταν και κοίταζε! ||rock||top|was sitting||was looking On the rock on the top of the cliff he was sitting and watching! Ναίσκε.

—Ποπό! -Bottom! έκανε ο Σπύρος, και πού είναι αυτός ο βράχος, κυρούλα; ||Spyros||||||rock|little lord said Spyros, and where is that rock, miss?

—Είναι μακριά από ‘δώ, σ' άλλο βουνό· πίσω απ' τον ήλιο! |||here|||mountain|behind|||sun -It's far away from here, on another mountain; behind the sun!

—Για πες μας, κυρούλα, λέει ο Κωστάκης, ανάβει καμιά φωτιά τη νύχτα; |tell||little lady|he says||Kostakis|lights|any|fire|| -And tell us, my lady, says Kostakis, does he light a fire at night?

—Ανάβει και φωτιά πολλές φορές. -It also lights a fire many times.

—Ακούς, Μαθιέ! |Matthew -Listen, Mathieu! λέει ο Κωστάκης. Kostakis says.

—Ναίσκε, σ' αυτήν τη φωτιά ο ξορκισμένος καίει τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά μαλλιά των νυφάδων που άρπαξε. yes see||||||exorcised|burns||rings|||earrings|||golden|hair||brides||snatched -Behold, in this fire the cursed one burns the rings and the earrings and the golden hair of the nymphs he has snatched. Φαίνονται δα στην ανηφοριά τα πετρωμένα τους συμπεθερικά. They appear|you know|in the|uphill path||rocky||in-laws Man kann ihre versteinerten Gefährten bergauf sehen. You can see their petrified companions uphill. Μόνο ας πούμε το Κύρι' ελέησον τρεις φορές: Κύρι' ελέησον! Only||let's||Lord|Lord have mercy||||have mercy Only let us say the Lord have mercy three times: 'Lord have mercy! Κύρι' ελέησον! Lord have mercy! Κύρι' ελέησον! Lord have mercy! Βοηθήστε με, παιδιά μου, να φορτωθώ γιατί νύχτωσα. Help me|||||get loaded||It's night Help me, my children, to load up because I've been up all night. Αχ! Ah!

Τη βοήθησαν να φορτωθεί το δεμάτι τα ξύλα και τράβηξε σιγά τον κατήφορο. |helped||to load||bundle||wood||pulled|slowly||downhill They helped her load the bale of wood and she slowly pulled it downhill.