×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 44. Το λουτρό

44. Το λουτρό

Απ' όλα τα παιδιά ο Πάνος χαίρεται περισσότερο το νερό. Αυτός κάθεται στη βρύση από κάτω με το κορμί γδυτό και λούζεται. Αν βρει καμιά στέρνα στον δρόμο, μπορεί να γδυθεί και να βουτήξει.

Ο κυρ Στέφανος τον έβγαλε Κοτσυφοπάνο.

Ο κότσυφας δεν είναι το πουλί που τρελαίνεται για το νερό; Όταν ακούσει νερό να τρέχει, κελαηδάει μέσα στο κλουβί. Κι ο Πάνος, αν ακούσει νερό, πηδά και χαίρεται.

Μόλις άκουσε πως θα πάνε στον μύλο ν' αλέσουν, τι χαρές έκανε!

—Εγώ, είπε, δηλώνω για μυλωνάς, εγώ!

Συλλογίζεται από τώρα να καθίσει γδυτός στη βροχή του μύλου, εκεί που τινάζονται οι στάλες. Άλλη μια φορά το έχει κάνει και δε λησμονεί αυτή τη δροσιά.

---

Το ψωμί των παιδιών το ετοίμαζαν με πληρωμή οι γυναίκες των λοτόμων. Το σιτάρι όμως το πήγαιναν μόνα τους, για να το αλέσουν στον μύλο.

Έστειλαν και πήραν από τους λοτόμους το μουλάρι. Το πρωί ξεκίνησε ο Πάνος, ο Καλογιάννης, ο Μαθιός, ο Κωστάκης κι ο Φάνης. Πέντε μυλωνάδες.

Όσο για τον δρόμο, είχαν ρωτήσει από χτες και ξέρουν πού είναι· πήραν τα σημάδια καλά. Έπειτα δεν μπορεί να γελαστούν, αφού έχουν μαζί τους έναν πολύτιμο οδηγό, το μουλάρι.

Αυτό πηγαίνει μόνο του στον μύλο. Καταλαβαίνει σαν άνθρωπος. Ξέρει τώρα για πού κίνησαν τα παιδιά. Είναι το ζώο που πατά στερεά στους γκρεμούς. Βλέπει τη νύχτα και θυμάται όλους τους δρόμους που πέρασε στο σκοτάδι.

Τι ωραία που αντιλαλεί το κυπρί του στα φαράγγια!

---

Είχαν ταξιδέψει κάπου μια ώρα.

—Ακούτε, παιδιά; είπε ο Κωστάκης και στάθηκε. Στάθηκαν κι οι άλλοι και άκουγαν. Ερχόταν μια βοή.

—Νερό! είπαν τα παιδιά.

Ο Κωστάκης στάθηκε πάλι, έβαλε το αφτί του και, καθώς άκουσε πολύ νερό, φώναξε χαρούμενος:

—Η Ρούμελη!

Σαν ν' ακούστηκε τ' όνομα καλού φίλου που έρχεται, έτρεχαν τον κατήφορο για να τη δουν μια ώρα πρωτύτερα.

Ήταν η Ρούμελη. Περήφανη κατέβαινε και βροντούσε τα νερά της.

Τα πλατάνια στη μια της και στην άλλη όχθη χαίρονταν το νερό. Άλλα δέντρα έσκυβαν από τις πλαγιές να πιουν.

Το ρέμα εκεί κοντά πλάταινε και σχημάτιζε μια δεξαμενή που έβλεπες και το τελευταίο λιθαράκι μέσα.

Αλλού είχε σκαλοπάτια από γυαλιστερά λιθάρια. Το νερό κατέβαινε τα σκαλοπάτια και σχημάτιζε άσπρους καταρράχτες.

---

Ώσπου να καλοκοιτάξουν τα παιδιά, είδαν τον Πάνο γδυτό να μπαίνει στο νερό.

—Μη, μη! του φώναξαν. Θα κρυώσεις. Έβγα έξω!

Ο Πάνος έμπαινε παραμέσα. Χτυπούσε τα χέρια του στο νερό, έλουζε το κορμί του, βουτούσε και το πρόσωπό του. Γελούσε και τίναζε στάλες στον αέρα.

—Φοβάστε! Ου, φοβάστε! φώναζε και τους πετούσε νερό.

---

Ο Κωστάκης άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Στάθηκε γυμνός στην όχθη.

—Θα πέσεις, Κωστάκη; Πέσε! Εμπρός, θάρρος! Αμ δε θα πέσεις! του φώναξαν.

Ο Κωστάκης έβαλε το πόδι του στο νερό, μα σταμάτησε φοβισμένος· το βρήκε κρύο. Θέλησε να φύγει, μα ο Πάνος αρπάζοντάς τον από το χέρι τον τράβηξε μέσα και τον βούτηξε όλο.

Ο Κωστάκης με την πρώτη βουτιά ξαφνιάστηκε. Του φάνηκε πως πούντιασε και χάθηκε! Αμέσως όμως κατάλαβε πως τον κρύωνε ο φόβος του, όχι το νερό. Στην αρχή ένιωσε ψύχρα, τώρα αισθάνεται δροσιά και ευτυχία. Πετούσε νερό στους άλλους.

«Ορίστε, τώρα μας πετά νερό κι ο Κωστάκης!» συλλογίστηκαν οι άλλοι τρεις.

Γδύθηκαν κι αυτοί κι έπεσαν μέσα.

Το φαράγγι αντιλαλούσε τα γέλια τους και τις φωνές. Δύο κοτσύφια, που είχαν τρομάξει στην αρχή, ξαναήρθαν εκεί κοντά και βρέχονταν. Τα πλατάνια έπλεκαν τους κλώνους τους από πάνω κι έκαναν πράσινα τόξα. Το νερό ήταν καθαρό σαν διαμάντι· έβγαινε από την καρδιά του βουνού.

Ρούμελη, κρύα Ρούμελη!

---

—Και τώρα πώς θα στεγνώσουμε; ρωτά ο Κωστάκης, άμα βγήκαν από το νερό.

Σεντόνι βέβαια δεν είχαν μαζί τους. Πήγαν λοιπόν σε κείνον που στεγνώνει και ζεσταίνει τους φτωχούς και τους γυμνούς, στον ήλιο.

Μα ενώ έμεναν στον ήλιο, σφούγγιζαν το δέρμα τους δυνατά με φύλλα από πλατάνι, από βελανιδιά και από σκίνο. Έτσι στέγνωσαν και ντύθηκαν.

Ο νους τους δεν έφευγε από το λουτρό· δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν. Αλάφρωσαν· τους φαινόταν σαν να έγιναν κι αυτά φύλλο, νερό, αέρας.

Τι καλά έκαναν να τολμήσουν! Μα σε ποιον το χρωστούν; Στον Κοτσυφοπάνο.

—Ελάτε, είπαν, ελάτε να τον σηκώσουμε.

Τον εσήκωσαν ψηλά και του φώναξαν: Ζήτω!

Το κυπρί του μουλαριού που ακούστηκε πιο πέρα τους θύμισε πως είναι ώρα για τον μύλο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

44. Το λουτρό |The bath. 44. The bath 44. El baño 44. le bain 44. Kąpiel 44. O banho 44. Ванна

Απ' όλα τα παιδιά ο Πάνος χαίρεται περισσότερο το νερό. |all|||||enjoys|more than|| Of all the children, Panos enjoys water the most. Αυτός κάθεται στη βρύση από κάτω με το κορμί γδυτό και λούζεται. |sits||fountain||below|||naked body|naked||is washing himself He sits at the faucet underneath with his body undressed and bathes. Αν βρει καμιά στέρνα στον δρόμο, μπορεί να γδυθεί και να βουτήξει. If|find|any|cistern or tank|on|road|||undress|||dive in If he finds a cistern in the street, he can strip and dive.

Ο κυρ Στέφανος τον έβγαλε Κοτσυφοπάνο. ||||called out|Blackbird-cloth Mr. Stephen named him Blackadder.

Ο κότσυφας δεν είναι το πουλί που τρελαίνεται για το νερό; Όταν ακούσει νερό να τρέχει, κελαηδάει μέσα στο κλουβί. |blackbird||||||goes crazy||||When|hears||||sings|||cage Isn't the blackbird the bird that loves water? When he hears water running, he chirps in the cage. Κι ο Πάνος, αν ακούσει νερό, πηδά και χαίρεται. ||||||jumps||is happy And Panos, if he hears water, jumps and rejoices.

Μόλις άκουσε πως θα πάνε στον μύλο ν' αλέσουν, τι χαρές έκανε! just||||will go||mill||grind grain||what joy|made As soon as he heard that they were going to the mill to grind, what joy he had!

—Εγώ, είπε, δηλώνω για μυλωνάς, εγώ! ||declare myself as||miller| -I, he said, I declare myself a miller, I!

Συλλογίζεται από τώρα να καθίσει γδυτός στη βροχή του μύλου, εκεί που τινάζονται οι στάλες. "Is thinking"||now||sit down|naked||rain||mill|there||"are shaken off"||droplets He is already contemplating sitting undressed in the rain of the mill, where the drips are shaken. Άλλη μια φορά το έχει κάνει και δε λησμονεί αυτή τη δροσιά. |||||it has done|||forgets|||coolness Once again he has done it and he does not forget that coolness.

---

Το ψωμί των παιδιών το ετοίμαζαν με πληρωμή οι γυναίκες των λοτόμων. |bread||||prepared||payment||women||woodcutters' The children's bread was prepared for a fee by the wives of the lottomen. Το σιτάρι όμως το πήγαιναν μόνα τους, για να το αλέσουν στον μύλο. |wheat|however||took|alone|them||||grind it||mill But the wheat was taken by themselves to be ground in the mill.

Έστειλαν και πήραν από τους λοτόμους το μουλάρι. They sent||took|||woodcutters||mule They sent and took away the mule from the lottos. Το πρωί ξεκίνησε ο Πάνος, ο Καλογιάννης, ο Μαθιός, ο Κωστάκης κι ο Φάνης. ||started||||||||||| In the morning Panos, Kalogiannis, Mathios, Kostakis and Fanis started. Πέντε μυλωνάδες. Five|millers Five millers.

Όσο για τον δρόμο, είχαν ρωτήσει από χτες και ξέρουν πού είναι· πήραν τα σημάδια καλά. |||road||asked||yesterday|||||followed||the signs well| As for the road, they had asked yesterday and they know where it is; they got the signs well. Έπειτα δεν μπορεί να γελαστούν, αφού έχουν μαζί τους έναν πολύτιμο οδηγό, το μουλάρι. Then||||be deceived|since|||||precious|guide||the mule Then they cannot be fooled, since they have with them a precious guide, the mule.

Αυτό πηγαίνει μόνο του στον μύλο. This goes to the mill by itself. Καταλαβαίνει σαν άνθρωπος. understands|| He understands as a human being. Ξέρει τώρα για πού κίνησαν τα παιδιά. ||||they moved|| He now knows where the children moved to. Είναι το ζώο που πατά στερεά στους γκρεμούς. ||||treads|solid ground||cliffs It is the animal that treads firmly on the cliffs. Βλέπει τη νύχτα και θυμάται όλους τους δρόμους που πέρασε στο σκοτάδι. |||||||||he passed||darkness He sees the night and remembers all the streets he passed in the dark.

Τι ωραία που αντιλαλεί το κυπρί του στα φαράγγια! |beautiful||echoes||shepherd's flute|||gorges How nice to see his carp in the canyons!

---

Είχαν ταξιδέψει κάπου μια ώρα. |to travel|somewhere|| They had been travelling for about an hour.

—Ακούτε, παιδιά; είπε ο Κωστάκης και στάθηκε. You hear|kids|||||stood -Do you hear, children? said Kostakis, and stood. Στάθηκαν κι οι άλλοι και άκουγαν. They stood|||||were listening The others stood and listened. Ερχόταν μια βοή. It was coming|a certain|a loud noise There was a roar coming.

—Νερό! -Water! είπαν τα παιδιά. the children said.

Ο Κωστάκης στάθηκε πάλι, έβαλε το αφτί του και, καθώς άκουσε πολύ νερό, φώναξε χαρούμενος: ||stood|again|put||ear|||as|heard||water|he shouted|joyfully Kostakis stood again, put on his ear, and, hearing much water, cried joyfully:

—Η Ρούμελη! |Central Greece -Roumeli!

Σαν ν' ακούστηκε τ' όνομα καλού φίλου που έρχεται, έτρεχαν τον κατήφορο για να τη δουν μια ώρα πρωτύτερα. ||heard||||||"is coming"|were running||downhill path|||||||an hour earlier As if hearing the name of a good friend coming, they ran downhill to see her an hour earlier.

Ήταν η Ρούμελη. ||Roumeli It was Roumeli. Περήφανη κατέβαινε και βροντούσε τα νερά της. "Proudly"|flowed down||thundered||| Proudly she would come down and thunder her waters.

Τα πλατάνια στη μια της και στην άλλη όχθη χαίρονταν το νερό. |plane trees||one|||||bank|enjoyed|| The plane trees on one bank and on the other were enjoying the water. Άλλα δέντρα έσκυβαν από τις πλαγιές να πιουν. ||bent down|||slopes|| Other trees leaned down from the slopes to drink.

Το ρέμα εκεί κοντά πλάταινε και σχημάτιζε μια δεξαμενή που έβλεπες και το τελευταίο λιθαράκι μέσα. |stream|||widened||formed||pool||you could see|||last little stone|little stone| The stream nearby was widening and forming a reservoir that you could see every last stone in it.

Αλλού είχε σκαλοπάτια από γυαλιστερά λιθάρια. "Elsewhere"||steps||shiny|stones Elsewhere there were steps of shiny stone. Το νερό κατέβαινε τα σκαλοπάτια και σχημάτιζε άσπρους καταρράχτες. ||was descending|the|steps||formed|white|waterfalls The water came down the steps and formed white waterfalls.

---

Ώσπου να καλοκοιτάξουν τα παιδιά, είδαν τον Πάνο γδυτό να μπαίνει στο νερό. until||take a good look|||they saw||Pano naked|naked|||| By the time the children had a good look, they saw Panos undressing and entering the water.

—Μη, μη! -Don't, don't! του φώναξαν. they shouted at him. Θα κρυώσεις. |you will get cold You'll catch a cold. Έβγα έξω! Come out!| Get out!

Ο Πάνος έμπαινε παραμέσα. ||was going in|further inside Panos was going inside. Χτυπούσε τα χέρια του στο νερό, έλουζε το κορμί του, βουτούσε και το πρόσωπό του. "Was hitting"||hands||||bathed||body||dipped|||face| He was hitting his hands in the water, washing his body, and dipping his face too. Γελούσε και τίναζε στάλες στον αέρα. was laughing||shook|droplets|| He was laughing and splashing droplets in the air.

—Φοβάστε! You fear -Read more! Ου, φοβάστε! not| Oh, you're afraid! φώναζε και τους πετούσε νερό. |||was throwing| and he was screaming and throwing water at them.

---

Ο Κωστάκης άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. ||started||took off||| Kostakis began to take off his clothes. Στάθηκε γυμνός στην όχθη. |naked||riverbank He stood naked on the bank.

—Θα πέσεις, Κωστάκη; Πέσε! |you will fall||Fall -Will you fall, Kostakis? Fall! Εμπρός, θάρρος! |Take courage! Come on, courage! Αμ δε θα πέσεις! Oh|||fall down You're not going to fall! του φώναξαν. they shouted at him.

Ο Κωστάκης έβαλε το πόδι του στο νερό, μα σταμάτησε φοβισμένος· το βρήκε κρύο. |Kostakis|put|||||||stopped|scared|the|found it|cold Kostakis put his foot in the water, but stopped, afraid; he found it cold. Θέλησε να φύγει, μα ο Πάνος αρπάζοντάς τον από το χέρι τον τράβηξε μέσα και τον βούτηξε όλο. Wanted||to leave||||grabbing||||||pulled him||||dunked him|entirely He wanted to leave, but Panos grabbed him by the arm and pulled him in and pulled him in and dunked him all over.

Ο Κωστάκης με την πρώτη βουτιά ξαφνιάστηκε. |||||dive|was surprised Kostakis was surprised at the first dive. Του φάνηκε πως πούντιασε και χάθηκε! |"seemed"||caught a chill||was lost It seemed to him that he got stoned and got lost! Αμέσως όμως κατάλαβε πως τον κρύωνε ο φόβος του, όχι το νερό. Immediately|||||was chilling him||fear|||| But he immediately realized that it was his fear, not the water, that made him cold. Στην αρχή ένιωσε ψύχρα, τώρα αισθάνεται δροσιά και ευτυχία. ||felt|chill||feels|coolness||happiness At first he felt chilly, now he feels cool and happy. Πετούσε νερό στους άλλους. He/She was throwing||| He was throwing water on the others.

«Ορίστε, τώρα μας πετά νερό κι ο Κωστάκης!» συλλογίστηκαν οι άλλοι τρεις. Here you go|||throws us|||||"thought to themselves"||the others| "There, now Kostakis is throwing water at us!" the other three mused.

Γδύθηκαν κι αυτοί κι έπεσαν μέσα. "Undressed"||||fell in| They stripped and fell in.

Το φαράγγι αντιλαλούσε τα γέλια τους και τις φωνές. |The gorge|echoed||laughter|their|||voices The canyon echoed their laughter and shouts. Δύο κοτσύφια, που είχαν τρομάξει στην αρχή, ξαναήρθαν εκεί κοντά και βρέχονταν. |blackbirds|||had been frightened|||came back||||were getting wet Two blackbirds, who had been frightened at first, came near again and got wet. Τα πλατάνια έπλεκαν τους κλώνους τους από πάνω κι έκαναν πράσινα τόξα. |plane trees|intertwined||branches|||from above||made|green|arches The sycamore trees were weaving their strands from above and making green arches. Το νερό ήταν καθαρό σαν διαμάντι· έβγαινε από την καρδιά του βουνού. |||||diamond|flowed out||||| The water was clear as a diamond; it came from the heart of the mountain.

Ρούμελη, κρύα Ρούμελη! |cold| Rumeli, cold Rumeli!

---

—Και τώρα πώς θα στεγνώσουμε; ρωτά ο Κωστάκης, άμα βγήκαν από το νερό. ||||dry off|asks||||went|from|| -And now how are we going to dry? asks Kostakis, when they are out of the water.

Σεντόνι βέβαια δεν είχαν μαζί τους. Sheet|of course|||| Of course, they didn't have a chintz with them. Πήγαν λοιπόν σε κείνον που στεγνώνει και ζεσταίνει τους φτωχούς και τους γυμνούς, στον ήλιο. "Went"|||"that one"||dries||heats up||"the poor"|||naked|| So they went to the one who dries and warms the poor and the naked in the sun.

Μα ενώ έμεναν στον ήλιο, σφούγγιζαν το δέρμα τους δυνατά με φύλλα από πλατάνι, από βελανιδιά και από σκίνο. |||||were scrubbing||||||leaves||||oak tree leaves|||mastic tree But while they stayed in the sun, they sponged their skin vigorously with leaves of plantain, oak and skinned oak. Έτσι στέγνωσαν και ντύθηκαν. |dried||got dressed So they dried and dressed.

Ο νους τους δεν έφευγε από το λουτρό· δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν. |mind|||was leaving|||bathroom|||||forget Their minds could not leave the bath; they could not forget it. Αλάφρωσαν· τους φαινόταν σαν να έγιναν κι αυτά φύλλο, νερό, αέρας. "Lightened"||||||||leaf, sheet, page|| They were lightened; it seemed to them as if they too had become leaf, water, air.

Τι καλά έκαναν να τολμήσουν! ||they did||dare to What a good thing they dared to do! Μα σε ποιον το χρωστούν; Στον Κοτσυφοπάνο. but||||owe it||Kotsifopanos But who do they owe it to? To Pussycat.

—Ελάτε, είπαν, ελάτε να τον σηκώσουμε. come|they said||||let's lift -Come on, they said, let's get him up.

Τον εσήκωσαν ψηλά και του φώναξαν: Ζήτω! |They lifted||||they shouted|Hooray! They lifted him up and shouted to him, "Hooray!

Το κυπρί του μουλαριού που ακούστηκε πιο πέρα τους θύμισε πως είναι ώρα για τον μύλο. |mule's bell||mule|||more|over there||reminded them||||||millstone The sound of the mule carp further on reminded them that it was time for the mill.