74. Η λειτουργία
|the function
74\. The function
74. La función
74 La fonction
74. La funzione
74) A função
Στη λειτουργία της άλλης μέρας, που ήταν Κυριακή, ξύπνησαν και πήγαν από τη νύχτα ακόμη.
|function||other|day||||they woke up||went||||even
At the service of the next day, which was Sunday, they woke up and went from the night still.
Άκουσαν τον όρθρο.
They heard||the sermon
Γαλάζιο φως φάνηκε την αυγή από τα παράθυρα κι έδιωξε το σκοτάδι της εκκλησίας.
Blue||appeared||dawn|from||windows||drove away||darkness||of the church
Όταν ύστερα μπήκε ο ήλιος, η λειτουργία έγινε πιο ωραία.
||entered||||function|became||beautiful
Ο παπα-Γαβριήλ λειτουργούσε αργά, σιγόφωνα και με τάξη.
|Father||was serving|slowly|in a low voice|||order
Father Gabriel worked slowly, quietly and orderly.
Ο πάτερ Σεραφείμ κι ο πάτερ Αγάπιος κι ο πάτερ Δανιήλ στα στασίδια τους, κρατώντας τα μακριά κομπολόγια, έλεγαν πότε πότε και κανένα τροπάρι.
||Seraphim||||Agapios||||Daniel||in their pews||holding||far away|prayer beads|said||||any|troparion
Father Seraphim and Father Agapios and Father Daniel in their stalls, holding their long prayer beads, would occasionally chant a troparion.
Όταν ο πάτερ Αμβρόσιος έψαλε το χερουβικό, τι γλυκά που ψήλωσε τη φωνή του!
||father||sang||cherubic hymn||||raised||voice|
When Father Ambrosius chanted the cherubic hymn, how sweetly he raised his voice!
Οι καλόγεροι και τα παιδιά, σκύβοντας, προσκυνούσαν τα άγια που έβγαιναν αργά.
|monks||||bending|worshipped||saints||were coming out|late
The monks and the children, bowing, were venerating the holy ones that were slowly coming forth.
Εκείνη τη στιγμή θαρρούσες πως τα εικονίσματα ακούνε χαρούμενα την ψαλμωδία.
|||you would think|||icons|listen|happily||psalmody
Ο Φάνης ένιωθε πως η ψυχή του πετούσε μαζί με τα ελαφρά σύννεφα που έβγαιναν από το θυμιατήρι...
||felt|||soul||was flying|with|||light|clouds||were coming out|||censer
Αμέσως, άμα πήραν το αντίδωρο, ο κυρ Στέφανος με τα παιδιά ασπάστηκαν τις εικόνες, φίλησαν το χέρι των πατέρων και ξεκίνησαν.
immediately||they took||offering|||||||kissed||icons|kissed||hand||fathers||they started
Είχαν να κάνουν πολύ δρόμο για να γυρίσουν στις καλύβες.
They had||do||road|to||return||huts
Έφευγαν όλα ευχαριστημένα και στον δρόμο θυμούνταν ακόμη τη λυγερή φωνή του πάτερ Αμβρόσιου.
were leaving||happy||||they remembered|still||slender|voice|||Father Ambrosius
Από πέρα γύρισαν κι είδαν άλλη μια φορά το μοναστήρι.
|from afar|they turned||saw|another||||monastery
Φαινόταν άσπρο σπιτάκι μέσα σε δέντρα ήσυχα, μακριά από τον κόσμο.
It looked|white|little house|in||trees|quietly|far|from||world