×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (1)

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (1)

Μόλις σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα.

— Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! ξεφώνιζε η Ζήλιω.

— Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη.

— Τα συνηθισμένα πάλι! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο.

Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές.

Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά. Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της. Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά.

Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της.

— Παύσετε για το Θεό! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω!

Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.

— Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί.

Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.

— Καλώς την! είπε ημερεμένος. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα.

Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει.

— Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.

— Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς.

— Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις.

— Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. Βαριούμαι σκοτούρες.

Και κάθισε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του.

— Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι. Μα πρέπει να τ' ακούσεις.

Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς.

— Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι.

Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε.

— Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου.

— Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

— Πολύδωρε! φώναξε ο αρχικαγκελάριος.

Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα.

— Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ- αρχικαγκελάριος. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε,

γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο.

Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε.

— Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του…

Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο:

— Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε.

Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά.

— Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος.

— Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος.

— Το βλέπω, βλάκα! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!… Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο…

Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα.

Μα δε βρήκε τίποτα.

— Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό.

Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα.

Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολονών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της.

Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή.

Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθισε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος.

— Έλα δω και συ, είπε του δεύτερου υπασπιστή. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά.

— Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχότατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα.

— Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους!

Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει:

«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ.

Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο. Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο.

Ο Άρχοντας θείος σου».

— Να! Να άνθρωπος! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι;

Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγκους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια.

Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα.

Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά.

— Αχ, τι ωραίο! Τι φανταχτερό! είπε. Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί.

— Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς.

Ό,τι θες σου δίνω τώρα! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω.

Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι.

Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα:

«Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς».

— Προσοχή! είπε ο Βασιλιάς. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω. Παραμερίσετε!

Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά!

Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της.

Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα.

Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο.

— Ποιος κλαίει; ρώτησε.

Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του.

— Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. Ευλογημένος να είσαι!

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά.

Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του.

— Έλα, παιδί μου, είπε. Στο μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή…

Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι.

— Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.

Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.

— Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.

— Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς.

— Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ.

Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο.

— Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.

Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε.

— Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια…

Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του.

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω. Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε

τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του;

— Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε.

— Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του.

Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι.

Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους.

Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.

— Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι…

— Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.

— Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (1) ||gift||UNCLE|Basilia Ε'. THE GIFT OF UNCLE KING (1)

Μόλις σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα. |they approached||||||||complaining| They were just sitting in the palace, and they heard angry voices and complaining cries.

— Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! - She ripped my cervix! ξεφώνιζε η Ζήλιω. was shouting|| Zelio exclaimed.

— Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! - I'll rip your face off! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη.

— Τα συνηθισμένα πάλι! |the usual| - The usual again! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said sadly.

Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές. ||||||||||louder||| Both brothers ran into the palace, where the screams were getting louder and louder.

Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. ||||sight||heartbreaking Inside the chamber the sight was heartbreaking. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. |||bare-necked|||were holding each other|||||||fury The two sisters, stripped and angry, were being held by the hair and beaten furiously. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά. |||||thrown|||||||||||||||||||||separate|||||||flabby||||disturbance||||melted|||||||dry||brunette||||commotion|was lowering||melopita|served||| The King, with his head thrown back, so that he could see under his crown, which had fallen down to his nose, was trying to distinguish them, while one of the maidens, fair and flabby, with all her agitation, was lying asleep on the melted pillows of the wise, and the other, dry and dark, in the general disorder, was taking down a gingerbread pie served for the King. Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της. |down|||was happening||adorn (or decorate)||embroidery||skirt||||||broken|bottle||||||||| Sitting at a low angle, the Queen was busy decorating the embroidery of her skirt with the gloss of a broken bodice, not paying attention to the mischief that was being done around her. Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά. ||||||||aides||was holding||each|||covered|basket||||||fight||||| And by the door, the chief chancellor and two aides-de-camp, each carrying a covered cloth, waited patiently for the quarrel to end, so that they could speak to the King.

Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της. ||threw herself|||| Irene was thrown between her sisters.

— Παύσετε για το Θεό! - Stop for God! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. It is a shame what you are doing. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω! Your voices can be heard all the way out!

Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης. |Princesses||stunned|||||||| The Vassal girls stopped in confusion, and one let go of the other's hair.

— Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί. - Where are you, little one?" the two asked together.

Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας. The King lifted the crown from his nose and smiled at Irene.

— Καλώς την! welcome|her - There she is! είπε ημερεμένος. |calm he said. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα. |walk|||| Were you on a walk? We didn't see you today.

Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει. ||busy|||||||| The Queen, preoccupied with her little glasses, did not even turn to look.

— Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. - He was with me, said Vassilopoulos. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα. And I want to talk to you right away, Father.

— Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς. ||||||were you going||| - Nah? And you're here? Where were you going? asked the King.

— Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - In many places, replied Vassilopoulos. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις. ||several|||||| And I learned a few things you should know.

— Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. ||fun|tell|||otherwise|leave them|| - If it's fun, say it right away, or leave it for later. Βαριούμαι σκοτούρες. I am bored|troubles I'm bored.

Και κάθισε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του. |||||wiped||||||||||||||tear||| And he sat down in the armchair and wiped his forehead with the sleeve of his shirt, which came out of the tear of his garment.

— Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - No, father, replied Vassilopoulos. Διασκεδαστικά δεν είναι. Fun isn't it. Μα πρέπει να τ' ακούσεις. But you have to hear it.

Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς. With his hand the King pushed him aside.

— Ύστερα μου τα λες, είπε. - Then you tell me, he said. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι. ||||||||||||panero-loaded Now you come on, Panourgas, and tell me what these two unloaders want.

Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε. ||approached||bowed The Archchancellor frowned and bowed.

— Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. |||aides|||||last||||| - They are the two aides-de-camp I sent last week to the neighbouring kingdoms, he explained. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου. |||||answers||of the Lords|relatives| They're finally back, and they've brought the answers from your Aryan relatives.

— Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς. |come closer||| - Let them be silenced, the King commanded.

— Πολύδωρε! Polydorus - My lord! φώναξε ο αρχικαγκελάριος. ||chancellor

Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα. ||squire|||basket||on the ground||||| The first aide-de-camp touched his sail to his halo and knelt before the Lord.

— Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ- αρχικαγκελάριος. ||I went||||||||||||||||||| - Master, said he, I went to the palace of your lord cousin and told him what his excellency, the Lord Chancellor, had commanded me. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. |||||||cursed|||threatened||||||||||||||eat From the first words I said, he cursed me and feared that he would hang me and give me to his dogs to eat. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Then he called me again and asked me many things about the palace and about you. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, ||||||||basket|||||||||||||| At the end he told me to take this cloth and bring it to you, but that it was the last present he sent you,

γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο. ||builds|ships||buys||swords||||coins|leftover|||||| for, he says, he builds ships and buys, he says, swords, and has no corn left to send out of the country.

Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε. |||got upset|went crazy The King got light-headed, distressed, frightened.

— Τον αυθάδη! |impudent - The impudent one! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. shouted||||fist|||absent|relative| he exclaimed, bullying his absent relative with his growl. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! He builds, he says, ships and buys, he says, swords! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του… ||||say it again|||||||||||I bring down||||||huge|fleet|||||||||| Let him dare to say it again, and I will cast into his kingdom a hundred thousand armies, and I will bring down from the river all my mighty fleet, so that he shall lose them in his terror...

Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο: And suddenly changing his tone:

— Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. uncovered||||||||||| - Uncover the sail, Pannurgako, go ahead, see if there's any good food in it. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε. ||appetite|||||||throat||dried Talk of business whetted my appetite, and my throat went dry.

Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά. ||pulled out||threads||held||cover|||||||||||||||||straw|||||basket| Panourgakos undid the threads that weighed down the covering of the pan, opened it and offered it to the King, who with great violence pushed aside some straw and uncovered a small basket of eggs.

— Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος. |angry he exclaimed in a huff.

— Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος. - "Eggs, Master," replied the Chief Chancellor respectfully.

— Το βλέπω, βλάκα! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!… Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. |||||they call|empty||hay||| I'm not asking you what they're called!... He emptied the straw and looked further ahead. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο… |||||no|treasure| There's gotta be more stuff, some treasure hidden...

Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα. |||||||next to|||||scratched|| The chief chancellor took out the basket, laid it by his side, and carefully poked at the straw.

Μα δε βρήκε τίποτα.

— Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! |||crazy - You must be a zebra! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό. I'm sure I'll find the treasure.

Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα. |||||got in||half| And kneeling down on his knees by the side of the cloth, half of him went in.

Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολονών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της. ||||||attention|of everyone|||gift||||approached||cunning||||||||| However, the dark-haired maid, seeing everyone's attention turned to her cousin the King's gift, slyly pouted and, seizing some eggs, hid them in her pocket.

Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Vassilopoulos, who was standing aside with folded arms, saw her, but did not speak. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή. He looked at the whole scene in disgust.

Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθισε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος. Nothing else was found in the cloth, and the King sat back in the chair, frowning and scowling.

— Έλα δω και συ, είπε του δεύτερου υπασπιστή. — Come here too, he said to the second aide. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου. |||||||noble||| Tell me what you did in the palace of my respected Lord Uncle.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά. |aide|Polycarp|||||||||Polydorus|||| The adjutant Polycarp approached with his sail, and like Polydore knelt before the King.

— Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχότατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. |||||||||||||||||||||||||||fool|||||||||||||||||| - Master, when your lord uncle heard what his Excellency the Lord Archchancellor ordered me, he smiled, and told me to wait outside, while he and his clown, who is, he says, his best adviser, pondered what he could send you, to benefit you most. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα. |||||||||basket|||||| Then he called me and gave me this closed bread, and a letter that I brought you.

— Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους! ||||manners At least he has royal manners!

Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει: He took the letter, opened it, fixed his spectacles on his nose, and began to read:

«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ. Most illustrious||| "Your Most Excellent King and nephew.

Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. |||||||||||||well||| With great joy I learned your news, and that things are not going well in your kingdom. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο. |||||||opportunity|||||||||| And so the occasion presents itself to me to be useful to you and send you a gift. Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. ||||||||spend||| I figured if I sent you some coins, you'd spend them and they'd run out. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. ||||cooked||raw|||||| If I send you some food, baked or uncooked, it will be eaten and still be finished. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. |||dresses||melt If I send you dresses, they will melt. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο. |||||||||||||||||||||||||see|||||esteem|||||||||||||| So I am sending you a gift that will remain with you forever, a gift commensurate with your worth, most honored King and nephew, such a gift that, as soon as you see it, you will feel how much I hold you in high esteem, and you will understand the importance of your existence in people.

Ο Άρχοντας θείος σου». Your Lord uncle."

— Να! Να άνθρωπος! |man There's a man! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. cried the King excitedly. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! |||politeness||wisdom| Here is a letter with kindness and wisdom written! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι; ||||||||||are you standing|||fool||||| He says, "My worth," do you all hear? What standest thou, then, you pansy, quintessence? Why don't you open your purse?

Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγκους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια. ||||strings||uncovered||bundle||||silk||scarf|woven||||| Panourgakos cut the strings and uncovered a parcel wrapped in a red silk scarf, woven with gold and silver designs.

Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα. The red color caught the eye of the Queen, who until that moment had remained indifferent to everything.

Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά. ||abandoning||glasses||||| She got up hastily, giving up her glasses, and ran to the King.

— Αχ, τι ωραίο! Τι φανταχτερό! |fancy είπε. Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί. ||||||||||handkerchief||||hat Take the gift, my King, and give me the scarf to make a cap.

— Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς. - "You shall have it, my lady," replied the King cheerfully.

Ό,τι θες σου δίνω τώρα! I'm giving you whatever you want now! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Hey, you little punk, put the bundle on the table. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω. I want to open it myself.

Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι. |||||||||dignity||faded||||approached|| He fastened the crown securely on his head, wrapped himself with dignity in his faded cloak, and sighed at the table.

Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. |||||knots||of the handkerchief With great care he untied the knots of the scroll. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα: ||was covering|||||||loudly|||||||| A parchment covered the gift, and the King read aloud the words written in gold letters:

«Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς». |||I mean||benefit "If you understand what I mean, you will benefit."

— Προσοχή! - Attention! είπε ο Βασιλιάς. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. You all see that there is a secret meaning locked up in here. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω. ||fell to||||| I had the honor of finding her. Παραμερίσετε! set aside Step aside!

Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά! ||||||||uncovered||donkey||||tin||||erected|| And with a majestic movement he lifted the parchment and revealed an ass's head with a tin crown between its pointed ears!

Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. ||broke out||| General laughter broke out around the table. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της. ||||speechless||||||bulging||||||silk|||||||||| The King alone was speechless, his mouth open and eyes wide, while the Queen, grabbing the silk scarf, ran to the mirror and wrapped it in her hair.

Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Vassilopoulos had approached, and glowered at his father and at the donkey's head. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα. ||||||||||sill|||||| Suddenly, hiding his face in his hands, he leaned against the window sill and burst into tears.

Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. |||||||||sobbing||| Amidst the laughter of the others, the King heard his son sobbing. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο. ||||changed He looked around with a changed face.

— Ποιος κλαίει; ρώτησε. who|| — Who is crying? asked.

Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του. |||||boyish|||||||shaking||||||||||||||| His eye fell on the boy's body, leaning against the window, and with shuffling steps he walked over to it and laid his hand heavily on his child's shoulder.

— Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! |||polite - You, he said, are kind! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. |felt||insult||||| You felt the insult they did to your father. Ευλογημένος να είσαι! Bless you!

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά. And for the first time in his life, the old King pulled his son into his arms and kissed him tightly.

Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του. ||||||wiped|||||blew||||||||||||| After the first emotion had passed and he wiped his eyes and blew his nose, the King turned to the table and called his son.

— Έλα, παιδί μου, είπε. Στο μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. In the future, you will rule with me. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή… |||||wash off|| You will help me wash away the insult...

Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι. His eye fell on the donkey's head.

— Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του. |covering||| he cried, covering his eyes.

Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. The chancellor rushed to take it. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε. But Vassilopoulos reached out and stopped him.

— Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας. ||||||||||||on the contrary|||||||||||||||||wash away||| My Father and my King, change your order and let me, instead, put it where we all will see it, every day and every hour, until our shame is washed away.

— Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς. mooed||

— Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. |it bothers|||||worthy|||return||||donor — Do you mind, father, because we are not worthy now to return the gift to the giver. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. ||||||we will forget But if we destroy it, we will forget it. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. And we must not forget that. Ας μείνει εδώ. Let him stay here.

Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο. ||||||||||polished||hanging thing||||lame||console|||shiny|furniture|||| And he took the donkey's head and hung it on a bare gold pendant, over a lame gold console, the most ostentatious piece of furniture in the whole room.

— Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί. ||||||||||||||arrange| - "And now, Mr. Panourgas," said Vassilopoulos, turning to the Chancellor, "we have a job to settle together.

Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε. The Chief Chancellor turned pale.

— Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. |||anxiety|greeting|||| — Master, he said with concern, greeting the King as below. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια… ||||jobs||State|||||||||||||||||||||||||||| Don't you think that the business of the State is better taken care of by you and me, without the help of its Boss, Vassilopoulos? Your son is still so young, and he hasn't learned from such…

Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του. The King hesitated and looked at his son.

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω. ||||||||||you approve|| — My king and my father, said the Vasilopoulos, if you approve, I will leave. Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε But before I leave, ask this man what he did

τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του; |||||you entrusted||||| the gold chain that you entrusted to him as a token of his office?

— Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε. — He sold her, answered the King, to give us to eat.

— Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί… ||||||||||||||accomplice||||| — He did not sell her, father, and if you go to the house of Judge Lagokardos, who is his accomplice, you will find her there...

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του. |he managed||||| He didn't get to finish his sentence.

Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι. ||leap|||was||||||disappeared|| With a bar the archchancellor was out of the window and disappeared into the darkness.

Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους. |||||||||||||||||boulders He jumped Vassilopoulos behind him and took him on a chase in the dark, among the rocks and stones.

Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο. Koutrovalista|||||||||||unaccustomed||running||||||increasingly|gaining| Panourgakos descended the mountain towards the country at a rapid pace, but he was infallible at running, and Vassilopoulos behind him was steadily gaining ground.

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του. ||||||||||||||||||||||precipice|stumbled||fell||abyss||||bones| He was now reaching out to seize him, when, suddenly, losing his senses, the arch-chancellor, to escape him, turned towards the precipice, stumbled, and fell into the chasm where he broke his bones.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα. |climbed||||||||||||||guards||were standing|||||||| As he went back up to the palace, Vassilopoulos found the King with Irenoula and the two aides-de-camp standing at the door of the tower, calling to him anxiously.

— Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. - Let us go to sleep, my child, said the King. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι… ||||hurts|| It's late and my head hurts...

— Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. |||||||||||out of breath - "You go to sleep, father, I can't," replied the Vassilopoulos, out of breath. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Just give me your two aides-de-camp. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Panourgakos has fallen over the cliff, and I must go at once to the house of Lagokardos, to see if I can find the golden chain. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! ||foolishness|||||||||||||I was holding I was very foolish not to take it right away, as I was in his house torturing him! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. ||||coins|| Now we need coins, lots of coins. Και δεν έχομε τίποτα. And we have nothing.

— Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! - What do you want with the coins now, son! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. |bored|| said the King, bored. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε… |||tiredness|| Can't you see how tired we are...