×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΕ’. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΙΕ’. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Κακομοιρίδης, που πολεμούσε στην άλλη άκρη του

στρατοπέδου, αφού κυνήγησε κάμποση ώρα τους εχθρούς,

γύρισε και, μη βλέποντας το Βασιλόπουλο, ρώτησε πού ήταν.

Μα δεν ήξεραν να του πουν.

Με ανησυχία τον αναζητούσε δω κι εκεί, όταν μερικοί στρατιώτες, που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή του θείου Βασιλιά, τον φώναξαν.

— Έλα δω, κυρ-Κακομοιρίδη, σε θέλομε να σου δείξομε κάτι, είπαν.

Και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.

Ανάμεσα τους βαστούσαν έναν άνθρωπο από τις μασχάλες. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά, τα μαλλιά του άνω-κάτω, το πλούσιο βελουδένιο βυσσινί του ρούχο κάτασπρο από τη σκόνη. Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω.

— Τι έχει αυτός ο δυστυχισμένος; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πληγωμένος είναι ή άρρωστος;

Οι στρατιώτες ξέσπασαν πάλι στα γέλια.

— Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αποκρίθηκαν, μόνο τρέμει από το φόβο του.

Ο Κακομοιρίδης σίμωσε και θέλησε να διώξει τους στρατιώτες και ν' αφήσει ελεύθερο τον άνθρωπο. Μα μόλις τον είδε κοντοστάθηκε.

— Ο δικαστής! φώναξε.

Καθώς άκουσε ο κυρ-Λαγόκαρδος τη φωνή του Κακομοιρίδη, κόπηκαν ολότελα τα γόνατα του και, γλιστρώντας από τα χέρια των στρατιωτών, ξαπλώθηκε στα χώματα.

— Πού ήταν; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πώς δεν έφυγε με τους άλλους;

— Μη ρωτάς πώς τον βρήκαμε! είπε ένας στρατιώτης. Μπήκαμε στη σκηνή του Βασιλιά να μαζέψομε τα πράματα και να τα πάμε στο Βασιλόπουλο, όταν είδαμε κει ένα κάθισμα σκεπασμένο με χαλί. Ένας φίλος μου κάθισε να ξεκουραστεί, κι έξαφνα το κάθισμα γκρεμίστηκε και ο φίλος μου έπεσε ανάσκελα. Τρομάξαμε μην τύχει και σπάσαμε τίποτα πολύτιμο και βιαστικά σηκώσαμε το χαλί. Και τι να δούμε; Την αφεντιά του, μισοπεθαμένο από το φόβο!

Ο Κακομοιρίδης τον κοίταξε με αηδία.

— Μαζέψετε τον και φέρετε τον στο Βασιλόπουλο, πρόσταξε. Η Αφεντιά του θα τον δικάσει.

Και πήγε πάλι να γυρέψει το Βασιλόπουλο.

Τον βρήκε καθισμένο σ' έναν κορμό δέντρου με το κεφάλι μαντιλοδεμένο. Ένας στρατιώτης, που βρέθηκε να είναι γιατρός, έπλενε κι έδενε την πληγή του ώμου του.

Στα πόδια του ήταν ξαπλωμένο το αιματωμένο σώμα του νέου, και το Βασιλόπουλο τον έδειξε του Κακομοιρίδη.

— Σκοτώθηκε για να με σώσει, είπε με βραχνή φωνή.

— Έκανε κείνο που θα κάναμε όλοι, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης.

Η μέρα άρχιζε να γλυκοχαράζει.

Οι άντρες, κουρασμένοι και πεινασμένοι, μάζευαν από τις σκηνές των εχθρών ό,τι έβρισκαν να φάνε, κι ετοιμάζουνταν να πέσουν να κοιμηθούν.

Εκείνη την ώρα έφθασαν μερικοί στρατιώτες σέρνοντας μαζί τους τον κυρ-Λαγόκαρδο.

— Όχι τώρα, τους είπε ο Κακομοιρίδης. Ο Αφέντης είναι αποκαμωμένος.

Μα το Βασιλόπουλο τον άκουσε και θέλησε να μάθει τι έτρεχε.

Σαν είδε και αναγνώρισε το δικαστή, πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του.

— Κυρ-Λαγόκαρδε, έχεις καμιάν εξήγηση να δώσεις πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε.

Ο ατάραχος τρόπος του Βασιλόπουλου καθησύχασε τους φόβους του κυρ-Λαγόκαρδου, και αμέσως ξαναθάρρεψε.

— Αχ, Αφέντη μου! κλαύθηκε. Αν ήξερες τι τράβηξα αφότου δε σε είδα! Έφυγα ο κακομοίρης για να σωθώ από τον Πανουργάκο, που θα με σκότωνε αν μάθαινε όσα σου είπα. Μα από τη μια τρομάρα έπεσα σε τρισχειρότερο κακό! Πέρασα το γειτονικό βασίλειο, και προτού προφθάσω να πω ωχ, με άρπαξαν και μ' έσυραν στο Βασιλιά το θείο σου.

Σταμάτησε μια στιγμή κι έριξε γύρω μια πονηρή ματιά, να βεβαιωθεί πως τον πιστεύουν.

— Λοιπόν; ρώτησε ήσυχα το Βασιλόπουλο.

— Λοιπόν, τότε μου είπε ο Βασιλιάς ο θείος σου, πως είχε σκοπό να καταχτήσει το βασίλειο του πατέρα σου του Βασιλιά, και μου πρότεινε μεγαλεία και πλούτη, αν ήθελα να τον οδηγήσω ως εδώ. Μα πού εγώ ν' ακούσω από τέτοια!

Και πάλι κοίταξε γύρω του, μα αυτή τη φορά με κάποια ανησυχία. Η βαθιά σιωπή ολονών του φαίνουνταν δυσάρεστη.

— Λοιπόν; είπε πάλι το Βασιλόπουλο.

— Εγώ του αποκρίθηκα πως προτιμώ χίλιες φορές το θάνατο παρά να δεχθώ τέτοιο παζάρι, εξακολούθησε ο Λαγόκαρδος. Και θύμωσε ο Βασιλιάς ο θείος σου, και μ' έδεσε σ' ένα άλογο και μ' έφερε αλυσοδεμένο ως εδώ. Ο Θεός με λυπήθηκε και σ' έβγαλε νικητή, καιμ' έσωσες από τα χέρια αυτού του σκληρού Βασιλιά!

Σταυροκοπήθηκε, σκούπισε τα μάτια του κι επανέλαβε με τρεμουλιάρικη φωνή:

— Ο Θεός με λυπήθηκε!

Το Βασιλόπουλο έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του ένα ζαρουκλιασμένο αιματωμένο χαρτί, το ξεδίπλωσε και το άπλωσε μπρος στο δικαστή.

— Το αναγνωρίζεις αυτό; ρώτησε.

Καθώς έριξε ο Λαγόκαρδος μια ματιά, και αναγνώρισε το γράμμα που είχε γράψει του Πανουργάκου, έγινε πράσινος κι έπεσε στα γόνατα.

— Συχώρνα με! Αφέντη, λυπήσου με! φώναξε τρέμοντας.

— Λαγόκαρδε, είπε το Βασιλόπουλο, αργά προφέροντας τις λέξεις, επρόδωσες την Πατρίδα. Στ' όνομα της Πατρίδας σε καταδικάζω να πεθάνεις με το θάνατο του προδότη, και να κρεμαστείς.

— Λυπήσου με! ξεφώνισε ο προδότης. Συγχώρηση!

Κι ελεεινός, με πρόσωπο αναλυμένο από τον τρόμο, κυλίστηκε στα πόδια του Βασιλόπουλου γυρεύοντας να τα φιλήσει.

Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε αηδιασμένο.

— Η Πατρίδα σε καταδικάζει, είπε.

Και γυρνώντας στους στρατιώτες του:

— Κάνετε το χρέος σας, πρόσθεσε σοβαρά.

Και γύρισε να φύγει.

Κάποιος στρατιώτης έριξε ένα σκοινί στο κλαδί του δέντρου εκεί μπροστά.

— Όχι εδώ! είπε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας τον πεθαμένο νέο. Ετούτη είναι τιμημένη γη.

Οι στρατιώτες έσυραν τον Λαγόκαρδο στην ακροποταμιά, στα πόδια μιας ψηλής βαλανιδιάς.

Και πριν βγει ο ήλιος, ο προδότης είχε πληρώσει την αμαρτία του.

ΙΕ’. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ JE'. THE JUSTICE JE'. LA JUSTICIA JE'. SPRAWIEDLIWOŚĆ

Κακομοιρίδης, που πολεμούσε στην άλλη άκρη του Kakomiridis, who fought on the other side of the

στρατοπέδου, αφού κυνήγησε κάμποση ώρα τους εχθρούς, camp, after chasing the enemies for some time,

γύρισε και, μη βλέποντας το Βασιλόπουλο, ρώτησε πού ήταν. turned around and, not seeing Vassilopoulos, asked where he was.

Μα δεν ήξεραν να του πουν. But they didn't know what to tell him.

Με ανησυχία τον αναζητούσε δω κι εκεί, όταν μερικοί στρατιώτες, που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή του θείου Βασιλιά, τον φώναξαν. He was anxiously looking for him here and there, when some soldiers, who were near Uncle King's tent, called him.

— Έλα δω, κυρ-Κακομοιρίδη, σε θέλομε να σου δείξομε κάτι, είπαν. - Come here, Mr. Kakomiridis, we want to show you something, they said.

Και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. And they all burst out laughing together.

Ανάμεσα τους βαστούσαν έναν άνθρωπο από τις μασχάλες. Between them they carried a man by the armpits. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά, τα μαλλιά του άνω-κάτω, το πλούσιο βελουδένιο βυσσινί του ρούχο κάτασπρο από τη σκόνη. His head was thrown forward, his hair upside down, his rich velvety crimson clothing white with dust. Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω. And, just as the soldiers were about to leave him, he fell down.

— Τι έχει αυτός ο δυστυχισμένος; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. - What's wrong with this unhappy man? asked Kakomiridis. Πληγωμένος είναι ή άρρωστος; Is he hurt or sick?

Οι στρατιώτες ξέσπασαν πάλι στα γέλια. The soldiers burst out laughing again.

— Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αποκρίθηκαν, μόνο τρέμει από το φόβο του. - Neither the one nor the other, they answered, he only trembled with fear.

Ο Κακομοιρίδης σίμωσε και θέλησε να διώξει τους στρατιώτες και ν' αφήσει ελεύθερο τον άνθρωπο. Kakomiridis was silenced and wanted to send the soldiers away and let the man go free. Μα μόλις τον είδε κοντοστάθηκε. But when she saw him, she shortened her eyes.

— Ο δικαστής! φώναξε.

Καθώς άκουσε ο κυρ-Λαγόκαρδος τη φωνή του Κακομοιρίδη, κόπηκαν ολότελα τα γόνατα του και, γλιστρώντας από τα χέρια των στρατιωτών, ξαπλώθηκε στα χώματα. As soon as Mr. Lagokard heard the voice of Kakomiridis, his knees were completely cut off, and, slipping from the hands of the soldiers, he lay down on the ground.

— Πού ήταν; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. - Where was he? asked Kakomiridis. Πώς δεν έφυγε με τους άλλους; How come he didn't leave with the others?

— Μη ρωτάς πώς τον βρήκαμε! - Don't ask how we found him! είπε ένας στρατιώτης. a soldier said. Μπήκαμε στη σκηνή του Βασιλιά να μαζέψομε τα πράματα και να τα πάμε στο Βασιλόπουλο, όταν είδαμε κει ένα κάθισμα σκεπασμένο με χαλί. We went into the King's tent to collect the things and take them to the King's tent, when we saw a seat there covered with a carpet. Ένας φίλος μου κάθισε να ξεκουραστεί, κι έξαφνα το κάθισμα γκρεμίστηκε και ο φίλος μου έπεσε ανάσκελα. A friend of mine was sitting down to rest, and suddenly the seat was knocked over and my friend fell on his back. Τρομάξαμε μην τύχει και σπάσαμε τίποτα πολύτιμο και βιαστικά σηκώσαμε το χαλί. We were terrified that we might break something valuable and hastily pulled up the carpet. Και τι να δούμε; Την αφεντιά του, μισοπεθαμένο από το φόβο! And what shall we see? His mistress, half-dead with fear!

Ο Κακομοιρίδης τον κοίταξε με αηδία. Kakomiridis looked at him in disgust.

— Μαζέψετε τον και φέρετε τον στο Βασιλόπουλο, πρόσταξε. - Pick him up and bring him to Vassilopoulos, he commanded. Η Αφεντιά του θα τον δικάσει. His mistress will put him on trial.

Και πήγε πάλι να γυρέψει το Βασιλόπουλο. And he went to look for Vassilopoulos again.

Τον βρήκε καθισμένο σ' έναν κορμό δέντρου με το κεφάλι μαντιλοδεμένο. She found him sitting on a tree trunk with his head in a castle with a blindfold. Ένας στρατιώτης, που βρέθηκε να είναι γιατρός, έπλενε κι έδενε την πληγή του ώμου του. A soldier, who was found to be a doctor, was washing and bandaging his shoulder wound.

Στα πόδια του ήταν ξαπλωμένο το αιματωμένο σώμα του νέου, και το Βασιλόπουλο τον έδειξε του Κακομοιρίδη. At his feet lay the bloody body of the young man, and Vasilopoulos pointed him out to Kakomiridis.

— Σκοτώθηκε για να με σώσει, είπε με βραχνή φωνή. - He killed himself to save me, he said in a hoarse voice.

— Έκανε κείνο που θα κάναμε όλοι, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. - He did what we would all do, replied Kakomiridis.

Η μέρα άρχιζε να γλυκοχαράζει. The day was getting sweeter.

Οι άντρες, κουρασμένοι και πεινασμένοι, μάζευαν από τις σκηνές των εχθρών ό,τι έβρισκαν να φάνε, κι ετοιμάζουνταν να πέσουν να κοιμηθούν. The men, tired and hungry, picked up from the tents of the enemy what they could find to eat, and prepared to go to sleep.

Εκείνη την ώρα έφθασαν μερικοί στρατιώτες σέρνοντας μαζί τους τον κυρ-Λαγόκαρδο. At that time some soldiers arrived, dragging with them Mr. Lagokardo.

— Όχι τώρα, τους είπε ο Κακομοιρίδης. - Not now, Kakomiridis told them. Ο Αφέντης είναι αποκαμωμένος. The Master's been humiliated.

Μα το Βασιλόπουλο τον άκουσε και θέλησε να μάθει τι έτρεχε. But Vassilopoulos heard him and wanted to know what was going on.

Σαν είδε και αναγνώρισε το δικαστή, πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του. When he saw and recognized the judge, he commanded him to be brought before him.

— Κυρ-Λαγόκαρδε, έχεις καμιάν εξήγηση να δώσεις πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε. - Mr. Lagokard, have you any explanation how you came to be here? he asked him.

Ο ατάραχος τρόπος του Βασιλόπουλου καθησύχασε τους φόβους του κυρ-Λαγόκαρδου, και αμέσως ξαναθάρρεψε. Vassilopoulos's unruffled manner allayed Mr. Lagokardos's fears, and he was immediately reassured.

— Αχ, Αφέντη μου! κλαύθηκε. Clawed. Αν ήξερες τι τράβηξα αφότου δε σε είδα! If you knew what I took after I didn't see you! Έφυγα ο κακομοίρης για να σωθώ από τον Πανουργάκο, που θα με σκότωνε αν μάθαινε όσα σου είπα. I ran away, poor fellow, to save myself from Panourgas, who would have killed me if he had found out what I told you. Μα από τη μια τρομάρα έπεσα σε τρισχειρότερο κακό! But from one scare I fell into a three-armed evil! Πέρασα το γειτονικό βασίλειο, και προτού προφθάσω να πω ωχ, με άρπαξαν και μ' έσυραν στο Βασιλιά το θείο σου. I crossed the neighbouring kingdom, and before I could say oh, I was seized and dragged to your uncle the king.

Σταμάτησε μια στιγμή κι έριξε γύρω μια πονηρή ματιά, να βεβαιωθεί πως τον πιστεύουν. He paused for a moment and glanced around slyly to make sure they believed him.

— Λοιπόν; ρώτησε ήσυχα το Βασιλόπουλο. - Well?" he asked quietly to Vassilopoulos.

— Λοιπόν, τότε μου είπε ο Βασιλιάς ο θείος σου, πως είχε σκοπό να καταχτήσει το βασίλειο του πατέρα σου του Βασιλιά, και μου πρότεινε μεγαλεία και πλούτη, αν ήθελα να τον οδηγήσω ως εδώ. - Well, then your uncle the King told me that he meant to conquer the kingdom of your father the King, and offered me greatness and riches if I would lead him hither. Μα πού εγώ ν' ακούσω από τέτοια! But where can I hear of such things!

Και πάλι κοίταξε γύρω του, μα αυτή τη φορά με κάποια ανησυχία. Again he looked around, but this time with some concern. Η βαθιά σιωπή ολονών του φαίνουνταν δυσάρεστη. The deep silence of all seemed uncomfortable.

— Λοιπόν; είπε πάλι το Βασιλόπουλο. - Well? said Vassilopoulos again.

— Εγώ του αποκρίθηκα πως προτιμώ χίλιες φορές το θάνατο παρά να δεχθώ τέτοιο παζάρι, εξακολούθησε ο Λαγόκαρδος. - I replied that I would rather die a thousand times over than accept such a bargain, continued Lagokard. Και θύμωσε ο Βασιλιάς ο θείος σου, και μ' έδεσε σ' ένα άλογο και μ' έφερε αλυσοδεμένο ως εδώ. And your uncle the king was angry, and he bound me to a horse, and brought me hither in chains. Ο Θεός με λυπήθηκε και σ' έβγαλε νικητή, καιμ' έσωσες από τα χέρια αυτού του σκληρού Βασιλιά! God spared me and made you victorious, and you saved me from the hands of that cruel King!

Σταυροκοπήθηκε, σκούπισε τα μάτια του κι επανέλαβε με τρεμουλιάρικη φωνή: He crossed himself, wiped his eyes and repeated in a shaky voice:

— Ο Θεός με λυπήθηκε! - God spared me!

Το Βασιλόπουλο έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του ένα ζαρουκλιασμένο αιματωμένο χαρτί, το ξεδίπλωσε και το άπλωσε μπρος στο δικαστή. Vassilopoulos took out a wrinkled, bloody piece of paper from his pocket, unfolded it and laid it out in front of the judge.

— Το αναγνωρίζεις αυτό; ρώτησε. - Do you recognize this? he asked.

Καθώς έριξε ο Λαγόκαρδος μια ματιά, και αναγνώρισε το γράμμα που είχε γράψει του Πανουργάκου, έγινε πράσινος κι έπεσε στα γόνατα. As Lagokard took one look, and recognized the letter he had written to Panourgakos, he turned green and fell to his knees.

— Συχώρνα με! - Join me! Αφέντη, λυπήσου με! Master, spare me! φώναξε τρέμοντας. he cried, trembling.

— Λαγόκαρδε, είπε το Βασιλόπουλο, αργά προφέροντας τις λέξεις, επρόδωσες την Πατρίδα. - "Lagokard," said Vasilopoulos, slowly pronouncing the words, "you have betrayed the Fatherland. Στ' όνομα της Πατρίδας σε καταδικάζω να πεθάνεις με το θάνατο του προδότη, και να κρεμαστείς. In the name of the Fatherland I condemn you to die the death of a traitor, and hang yourself.

— Λυπήσου με! - Spare me! ξεφώνισε ο προδότης. the traitor exclaimed. Συγχώρηση! Confession!

Κι ελεεινός, με πρόσωπο αναλυμένο από τον τρόμο, κυλίστηκε στα πόδια του Βασιλόπουλου γυρεύοντας να τα φιλήσει. And miserable, his face analyzed with terror, he rolled at Vassilopoulos' feet, seeking to kiss them.

Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε αηδιασμένο. Vassilopoulos stood up in disgust.

— Η Πατρίδα σε καταδικάζει, είπε. - The Homeland condemns you, he said.

Και γυρνώντας στους στρατιώτες του: And turning to his soldiers:

— Κάνετε το χρέος σας, πρόσθεσε σοβαρά. - You are doing your duty, he added seriously.

Και γύρισε να φύγει. And he turned to leave.

Κάποιος στρατιώτης έριξε ένα σκοινί στο κλαδί του δέντρου εκεί μπροστά. A soldier threw a rope on the branch of the tree in front.

— Όχι εδώ! - Not here! είπε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας τον πεθαμένο νέο. Vasilopoulos said, pointing to the dead young man. Ετούτη είναι τιμημένη γη. This is a land of honour.

Οι στρατιώτες έσυραν τον Λαγόκαρδο στην ακροποταμιά, στα πόδια μιας ψηλής βαλανιδιάς. The soldiers dragged Lagokard to the foreshore at the foot of a tall oak tree.

Και πριν βγει ο ήλιος, ο προδότης είχε πληρώσει την αμαρτία του. And before the sun came up, the traitor had paid for his sin.