×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Στο μεταξύ, ο θείος Βασιλιάς είχε κατορθώσει, ύστερα από

τρία χρόνια που βασανίζουνταν, να μαζέψει στρατό αρκετό

και να εκστρατεύσει εναντίον του ανεψιού του, του Βασιλιά των Μοιρολάτρων.

Καβαλίκεψε το καλύτερο του άλογο, έζωσε το μεγάλο του σπαθί, κι έβαλε τους σαλπιγκτές του να περπατούν μπροστά και να σημαίνουν το θριαμβευτικό εμβατήριο.

— Τραβάτε ίσια, παιδιά, φώναξε στους στρατιώτες του, και θα μπούμε ανεμπόδιστοι ως μέσα στο παλάτι του Ρήγα. Περπάτησαν κάμποσες ώρες.

Κοιτάζοντας τους κάμπους του, όπου τρία χρόνια πρωτύτερα είχε επιστρέψει νικημένος και ντροπιασμένος, ο θείος Βασιλιάς λογάριαζε πως στο γυρισμό, αυτή τη φορά, θα σέρνει πίσω του τον Αστόχαστο και το Βασιλόπουλο, δεμένους από το λαιμό στη σέλα του αλόγου του. Και γελούσε με γέλιο σατανικό, και μέσα του χαίρουνταν από πριν τη ντροπή και τα δάκρυα των ανεψιών του.

— Αχ! Πόσο ακριβά θα μου ξεπληρώσετε τη νίκη σας εκείνη! μούγκρισε φοβερίζοντας τον ορίζοντα με το γρόθο του.

Αλλά έξαφνα σταμάτησε κι έτριψε τα μάτια του. Ύστερα κοίταξε πάλι μπροστά του, δεξιά, αριστερά, τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του να δει αν κοιμάται, και πάλι έτριψε τα μάτια του.

— Μα τι έπαθα λοιπόν; είπε ανήσυχα. Ξυπνητός ονειρεύομαι; Και φώναξε:

— Στρατηγέ!

Ο στρατηγός ζύγωσε και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Άρχοντα μου;

— Κοίταξε μπροστά σου, εκεί, και πες μου, τι βλέπεις;

— Κάστρο, Άρχοντα μου.

— Είσαι στραβός! Φώναξε τον υποστράτηγο! είπε με θυμό ο θείος Βασιλιάς.

Και ήλθε ο υποστράτηγος και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Άρχοντα μου;

— Ρίξε μια ματιά γύρω σου, εκεί, κατά τα σύνορα, και πες μου τι βλέπεις;

— Κάστρα, Άρχοντα μου.

— Είσαι βλάκας! ξεφώνισε άγρια ο θείος Βασιλιάς, βλάκας και προδότης! Πες αμέσως στον εκατόνταρχο να έλθει, κι εξαφανίσου από μπρος μου!

Και ήλθε ο εκατόνταρχος και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Βλέπεις εκείνο το πέρα βουνό; ρώτησε απότομα ο θείος Βασιλιάς.

— Ναι, Άρχοντα μου.

— Τι έχει απάνω εκεί, σαν κάτι πέτρες στοιβαγμένες!

— Δεν είναι πέτρες στοιβαγμένες, είπε ο εκατόνταρχος σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι, είναι τρανό κάστρο…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει. Με μια σπαθιά ο θείος Βασιλιάς του είχε κόψει το κεφάλι.

Τότε γύρισε στους στρατιώτες του και φώναξε αφρισμένος:

— Τι στέκει εκεί απάνω, παιδιά, θα μου το πείτε επιτέλους;

Και όλος μαζί ο στρατός φώναξε:

— Κάστρο, και παρακάτω άλλο κάστρο, και πέρα άλλο κάστρο, και, όσο πάει το μάτι, κάστρα και πάλι κάστρα!

Τότε ο θείος Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε με λύσσα.

Έστειλε ένα σώμα προσκόπους να δουν τι ήταν αυτά τα κάστρα. Μόλις όμως έκαναν να πλησιάσουν, βροχή από βέλη τους έτρεψε σε φυγή.

Πήγαν παρακάτω, το ίδιο.

Έκαναν να περάσουν μεταξύ σε δυο κάστρα, και από τις δυο μεριές τόσα βέλη πέταξαν, που οι μισοί στρατιώτες έμειναν στον τόπο.

Σαν είδε ο θείος Βασιλιάς πως δεν μπορούσε πια να περάσει, δάγκωσε με μανία τα χέρια του και χόλιασε τόσο, που αρρώστησε πάλι και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του.

Κάμποσες μέρες έμεινε κακιωμένος και κλεισμένος στα δωμάτιά του. Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε:

— Πάρε αμέσως δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες της σωματοφυλακής μου, πήγαινε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων και πες του Βασιλόπουλου να έλθει αμέσως εδώ, μαζί σου, γιατί θέλω να τον στεφανώσω με την κόρη μου τη Βασιλοπούλα. Πήγαινε!

Κι έφυγε ο αρχικαγκελάριος με τους δέκα σωματοφύλακες και πήγε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων, όπου ζήτησε να δει το Βασιλόπουλο.

Τον οδήγησαν σε μια σκηνή. Καθισμένο σε ξύλινο σκαμνί, εμπρός σε χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ένα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Και με την άκρη του ματιού του είδε με απορία ο αρχικαγκελάριος πως τα χαρτιά αυτά είχαν τη χρυσή βούλα του εξαδέλφου Βασιλιά.

Το παλικάρι φορούσε άσπρα μάλλινα ρούχα, και δεν ξεχώριζε καθόλου από τους άλλους στρατιώτες που τον περιτριγύριζαν, μόνο που στη μέση είχε μια πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη όπου διακρίνουνταν ένας μαύρος λεκές.

Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει.

Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά.

— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε.

— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολάτρων, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος.

— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. Λέγε, τι θέλεις;

Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα.

— Αφέντη! είπε. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ' έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε.

— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. Εγώ δε θα έλθω. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας.

Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία.

Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση.

Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι.

Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά.

Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα.

— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! Ήλθε η ώρα! φώναξε με κομμένη φωνή.

Κανένας δεν κατάλαβε.

— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί.

Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της.

— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε.

— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό.

— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς.

Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε:

— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο;

— Να η απάντηση του! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα.

Και ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ' ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου.

Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο.

Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμένου του θείου Βασιλιά.

— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντά σου. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Πήγαινε.

Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε:

— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. Στο καλό.

Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του.

ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ IX'. THE DIVINE KING IX'. BOSKI KRÓL

Στο μεταξύ, ο θείος Βασιλιάς είχε κατορθώσει, ύστερα από In the meantime, the uncle King had managed, after

τρία χρόνια που βασανίζουνταν, να μαζέψει στρατό αρκετό three years of being tortured, to raise enough troops

και να εκστρατεύσει εναντίον του ανεψιού του, του Βασιλιά των Μοιρολάτρων. and campaign against his nephew, the King of the Moorish King.

Καβαλίκεψε το καλύτερο του άλογο, έζωσε το μεγάλο του σπαθί, κι έβαλε τους σαλπιγκτές του να περπατούν μπροστά και να σημαίνουν το θριαμβευτικό εμβατήριο. He mounted his best horse, drew his great sword, and made his trumpeters walk forward and signal the triumphant march.

— Τραβάτε ίσια, παιδιά, φώναξε στους στρατιώτες του, και θα μπούμε ανεμπόδιστοι ως μέσα στο παλάτι του Ρήγα. - Pull straight, boys, he shouted to his soldiers, and we shall enter unhindered into the palace of the King. Περπάτησαν κάμποσες ώρες. They walked for several hours.

Κοιτάζοντας τους κάμπους του, όπου τρία χρόνια πρωτύτερα είχε επιστρέψει νικημένος και ντροπιασμένος, ο θείος Βασιλιάς λογάριαζε πως στο γυρισμό, αυτή τη φορά, θα σέρνει πίσω του τον Αστόχαστο και το Βασιλόπουλο, δεμένους από το λαιμό στη σέλα του αλόγου του. Looking out over his plains, where three years before he had returned defeated and ashamed, Uncle King reckoned that on the way back, this time, he would drag behind him Astokhasto and Vassilopoulos, tied by the neck to the saddle of his horse. Και γελούσε με γέλιο σατανικό, και μέσα του χαίρουνταν από πριν τη ντροπή και τα δάκρυα των ανεψιών του. And he laughed with evil laughter, and in his heart he rejoiced before in the shame and tears of his ancestors.

— Αχ! Πόσο ακριβά θα μου ξεπληρώσετε τη νίκη σας εκείνη! How dearly you will repay me for that victory! μούγκρισε φοβερίζοντας τον ορίζοντα με το γρόθο του. he growled, bullying the horizon with his broom.

Αλλά έξαφνα σταμάτησε κι έτριψε τα μάτια του. But suddenly he stopped and rubbed his eyes. Ύστερα κοίταξε πάλι μπροστά του, δεξιά, αριστερά, τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του να δει αν κοιμάται, και πάλι έτριψε τα μάτια του. Then he looked in front of him again, right, left, pinched his arm hard to see if he was asleep, and again rubbed his eyes.

— Μα τι έπαθα λοιπόν; είπε ανήσυχα. - What's wrong with me then?" he said anxiously. Ξυπνητός ονειρεύομαι; Και φώναξε: Am I dreaming awake? And he cried out:

— Στρατηγέ!

Ο στρατηγός ζύγωσε και υποκλίθηκε ως κάτω. The general squirmed and bowed all the way down.

— Άρχοντα μου;

— Κοίταξε μπροστά σου, εκεί, και πες μου, τι βλέπεις; - Look in front of you, there, and tell me, what do you see?

— Κάστρο, Άρχοντα μου. - Castle, my lord.

— Είσαι στραβός! - You're crooked! Φώναξε τον υποστράτηγο! Get the Major General! είπε με θυμό ο θείος Βασιλιάς. Uncle King said angrily.

Και ήλθε ο υποστράτηγος και υποκλίθηκε ως κάτω. And the major general came and bowed down to the bottom.

— Άρχοντα μου; - My lord?

— Ρίξε μια ματιά γύρω σου, εκεί, κατά τα σύνορα, και πες μου τι βλέπεις; - Take a look around you, there, across the border, and tell me what you see?

— Κάστρα, Άρχοντα μου. - Castles, my lord.

— Είσαι βλάκας! - You're an idiot! ξεφώνισε άγρια ο θείος Βασιλιάς, βλάκας και προδότης! cried out wildly the uncle King, fool and traitor! Πες αμέσως στον εκατόνταρχο να έλθει, κι εξαφανίσου από μπρος μου! Tell the centurion to come at once, and get out of my sight!

Και ήλθε ο εκατόνταρχος και υποκλίθηκε ως κάτω. And the centurion came and bowed down to the bottom.

— Βλέπεις εκείνο το πέρα βουνό; ρώτησε απότομα ο θείος Βασιλιάς. - Do you see that mountain over there?" asked the uncle King sharply.

— Ναι, Άρχοντα μου. - Yes, my Lord.

— Τι έχει απάνω εκεί, σαν κάτι πέτρες στοιβαγμένες! - What's up there, like a bunch of stones stacked up there!

— Δεν είναι πέτρες στοιβαγμένες, είπε ο εκατόνταρχος σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι, είναι τρανό κάστρο… - They are not stones piled up, said the centurion, shading his eyes with his hand, it is a great castle...

Δεν πρόφθασε να τελειώσει. He didn't have time to finish. Με μια σπαθιά ο θείος Βασιλιάς του είχε κόψει το κεφάλι. With a sword his uncle King had cut off his head.

Τότε γύρισε στους στρατιώτες του και φώναξε αφρισμένος: Then he turned to his soldiers and shouted in a froth:

— Τι στέκει εκεί απάνω, παιδιά, θα μου το πείτε επιτέλους; - What's standing up there, guys, will you tell me already?

Και όλος μαζί ο στρατός φώναξε: And all the army together cried out:

— Κάστρο, και παρακάτω άλλο κάστρο, και πέρα άλλο κάστρο, και, όσο πάει το μάτι, κάστρα και πάλι κάστρα! - Castle, and below another castle, and beyond another castle, and, as far as the eye can see, castles and castles again!

Τότε ο θείος Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε με λύσσα. Then Uncle King bowed his head and wept with rage.

Έστειλε ένα σώμα προσκόπους να δουν τι ήταν αυτά τα κάστρα. He sent a body of scouts to see what these castles were. Μόλις όμως έκαναν να πλησιάσουν, βροχή από βέλη τους έτρεψε σε φυγή. But just as they were about to approach, a shower of arrows sent them fleeing.

Πήγαν παρακάτω, το ίδιο. They went further, the same.

Έκαναν να περάσουν μεταξύ σε δυο κάστρα, και από τις δυο μεριές τόσα βέλη πέταξαν, που οι μισοί στρατιώτες έμειναν στον τόπο. They made to pass between two castles, and from both sides so many arrows were shot that half the soldiers were left in place.

Σαν είδε ο θείος Βασιλιάς πως δεν μπορούσε πια να περάσει, δάγκωσε με μανία τα χέρια του και χόλιασε τόσο, που αρρώστησε πάλι και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του. When Uncle King saw that he could no longer pass, he bit his hands furiously and cried so much that he fell ill again and had to go back to his palace.

Κάμποσες μέρες έμεινε κακιωμένος και κλεισμένος στα δωμάτιά του. For a few days he stayed in his rooms, covered in grease and locked up. Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε: Then he called his chancellor and said:

— Πάρε αμέσως δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες της σωματοφυλακής μου, πήγαινε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων και πες του Βασιλόπουλου να έλθει αμέσως εδώ, μαζί σου, γιατί θέλω να τον στεφανώσω με την κόρη μου τη Βασιλοπούλα. - Take at once ten of the best soldiers of my bodyguard, go to the kingdom of the Moorish people and tell Vassilopoulos to come here at once, with you, for I want to crown him with my daughter Vassilopoula. Πήγαινε!

Κι έφυγε ο αρχικαγκελάριος με τους δέκα σωματοφύλακες και πήγε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων, όπου ζήτησε να δει το Βασιλόπουλο. And the chief chancellor left with the ten bodyguards and went to the kingdom of the Moorish people, where he asked to see Vassilopoulos.

Τον οδήγησαν σε μια σκηνή. They led him to a tent. Καθισμένο σε ξύλινο σκαμνί, εμπρός σε χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ένα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Sitting on a wooden stool, in front of a thickly hewn board table, a young lad was reading some papers. Και με την άκρη του ματιού του είδε με απορία ο αρχικαγκελάριος πως τα χαρτιά αυτά είχαν τη χρυσή βούλα του εξαδέλφου Βασιλιά. And out of the corner of his eye the Archchancellor saw with wonder that these papers had the golden bull of the cousin King.

Το παλικάρι φορούσε άσπρα μάλλινα ρούχα, και δεν ξεχώριζε καθόλου από τους άλλους στρατιώτες που τον περιτριγύριζαν, μόνο που στη μέση είχε μια πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη όπου διακρίνουνταν ένας μαύρος λεκές. The lad wore white woollen clothes, and did not stand out at all from the other soldiers surrounding him, except that at his waist he had a much-worn leather belt with a black stain showing through.

Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. And yet before him, kneeling, was an old man, richly dressed, in gold velvet clothes, and in his hand was a precious silver box. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει. He respectfully waited for the young man to finish his homework before offering it to him.

Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά. The lad looked up and saw the envoy of the uncle King.

— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε. - Who are you and what do you want? he asked.

— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολάτρων, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος. - "I ask for Vassilopoulos, the son of the King of the Moor," replied the archchancellor.

— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. - It's me, said Vassilopoulos. Λέγε, τι θέλεις; Come on, what do you want?

Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα. Although he was dressed so simply, his look and posture were so noble that the envoy of the uncle King fell to his knees.

— Αφέντη! - Master! είπε. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ' έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα. Your King, your uncle and my Lord, has sent me to tell you to come with me at once to his kingdom, for he wants, he says, to crown you with his daughter the Queen's daughter.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε. Vassilopoulos' eyes glittered, but he held on.

— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. - Tell your lord that I take no orders, he said. Εγώ δε θα έλθω. I'm not coming. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. But I don't want you to go away empty-handed. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Once your Lord gave a gift to my father, the King. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. At that time we were in no condition to return the courtesy. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας. But now I will give you to go to your lord a gift worthy of the honour he does me, choosing me among all, to be his son-in-law and husband to his daughter the Queen's daughter.

Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία. And he beckoned to Polycarp, who went out straightway, jumped on his horse, and galloped up to the palace, where he dismounted, and went running into the dining-room.

Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση. The King was playing chess with Miss Prancing.

Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι. Sitting sideways at the window, Zelio was singing while turning her bell, while close to her, silent and laughing, Piccrocholi was eating a pillow.

Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά. Knowledge, bent over the table, was examining the cook's bill with Irene, and Queen Palavo was knitting a cap for the old King's bald head.

Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα. Polycarp ran straight to Irene.

— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! - My little queen, the donkey's head! Ήλθε η ώρα! φώναξε με κομμένη φωνή. he shouted in a clipped voice.

Κανένας δεν κατάλαβε. No one understood.

— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί. - What time? What do you think? they all asked together.

Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Only Irene understood. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της. She stood up red with joy.

— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε. - Has a message come from the uncle King? he asked.

— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. - "Yes, my little Queen," answered Polycarp. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό. He's looking for Vassilopoulos to be his son-in-law.

— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς. - What? cried the King.

Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε: Knowledge had risen and, agitated, asked:

— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο; - What did Vassilopoulos say?

— Να η απάντηση του! - Here's his answer! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα. cried Irene joyfully.

Και ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ' ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου. And climbing up on a stool, she seized from above the golden console the hanging donkey's head with the tin crown, wrapped them in the red silk handkerchief she had kept in her drawer, and all together she put them in a cloth, sewed a strong cloth over them, and gave them to Polycarp.

Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο. The adjutant mounted his horse again and went down to the camp.

Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμένου του θείου Βασιλιά. Vassilopoulos took the cloth and gave it to Uncle King's envoy.

— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντά σου. - Take this, he said, and give it to your lord. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Don't forget to repeat the words I told you. Πήγαινε.

Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε: And turning to the Cousin King's chief chancellor he said:

— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. - Tell your Lord I thank him. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. My father the King does not send him gifts, because our State is still poor and needs all our coins. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. But he will have our friendship, and we gladly accept the alliance that honours us. Στο καλό.

Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του. The two envoys saluted deeply, and went their separate ways.